Breaking Bad: Δέκα χρόνια μετά, κι ακόμα κάνει κουμάντο ο Χάιζενμπεργκ
05.02.2023
23:08
Το Breaking Bad έκλεισε 15 χρόνια από την πρώτη προβολή - Περίπου 10 χρόνια μετά το series finale και ο Χάιζενμπεργκ δεν έχει πέσει από την κορυφή - Η σύγκριση με το Better Call Saul και την ερμηνεία του Μπομπ Όντενκιρκ
Με μια ρηχή ανάγνωση, το Breaking Bad είναι μια ιστορία στην οποία ένας δάσκαλος Χημείας αποφασίζει να διαλύσει τα πάντα γύρω του και να γίνει ο πιο περιβόητος έμπορος ναρκωτικών στο Αλμπουκέρκι.
Για τους μη επιφανειακούς τηλεθεατές, αυτή η γυρισμένη στις ερήμους του Νιου Μέξικο εικαστική πανδαισία του Βινς Γκίλιγκαν δημιουργεί ένα σκηνικό έτοιμο για δράση σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτό της και αποτελεί ένα ταξίδι στα άγνωστα βάθη της ανθρώπινης ψυχής από την σκοπιά του σεναριογράφου. Ακόμη κι αν για πολλούς η σειρά κρίθηκε «αργή» στην αρχή της.
Fan-made βίντεο με τους πρωταγωνιστές
Με σενάριο που σε κρατάει σε διαρκή αγωνία και με ανατροπές στην πλοκή του που μπορούν να σε σηκώσουν από τον καναπέ σου, ο Γκίλιγκαν έπλασε ένα σύγχρονο γκανγκστερικό αριστούργημα το οποίο θέτει σημαντικά ερωτήματα για την ανθρωπιά και την ηθική μέσα από τη στροφή ενός «καλού οικογενειάρχη», καλώντας μας ενδεχομένως να εμβαθύνουμε κι οι ίδιοι σε σκοτεινές ή λιγότερο σκοτεινές γωνιές του μυαλού μας, να ζυγίσουμε τις επιλογές μας και τις συνέπειες που μπορούν να έχουν αυτές, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Ένα φανταστικό σύμπαν ατελείωτων δυνατοτήτων, που ξεπερνάει τα όρια του εμπορίου μεθαμφεταμίνης και των λατινοαμερικάνικων καρτέλ.
«I am the one who knocks»
Η ξηρασία στην ατμόσφαιρα, οι κάκτοι και οι ξερόλοφοι στην έρημο, πλάνα τα οποία ακολουθεί η ξέφρενη πορεία του τροχόσπιτου στο οποίο οι Γουόλτερ Γουάιτ και Τζέσι Πίνκμαν θα «μαγειρέψουν» τις πρώτες τους παρτίδες μεθαμφεταμίνης, μας περνάνε αμέσως την ένταση που θα βγει από την οθόνη μέχρι και το τελευταίο επεισόδιο.
Πριν επιστρέψουμε και πάλι στον τόπο της δράσης και τον μεσήλικα που που έχει απορρίψει τελευταία στιγμή την αυτοκτονία και έχει στηθεί στη μέση του δρόμου χωρίς το παντελόνι του έτοιμος για «πιστολίδι» με όσους αστυνομικούς νομίζει ότι θα αντιμετωπίσει, ένα cut μας μεταφέρει στο πρόσφατο παρελθόν για να εξηγηθεί πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο.
Κι εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται όλο το υποκριτικό ταλέντο του Μπράιαν Κράνστον, του ηθοποιού που μέσω της ερμηνείας του μετέφερε όλες τις αρχές του θεάτρου αλλά και τη δική του θεατρικότητα σε έναν δραματικό τηλεοπτικό ρόλο.
Για τους μη επιφανειακούς τηλεθεατές, αυτή η γυρισμένη στις ερήμους του Νιου Μέξικο εικαστική πανδαισία του Βινς Γκίλιγκαν δημιουργεί ένα σκηνικό έτοιμο για δράση σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτό της και αποτελεί ένα ταξίδι στα άγνωστα βάθη της ανθρώπινης ψυχής από την σκοπιά του σεναριογράφου. Ακόμη κι αν για πολλούς η σειρά κρίθηκε «αργή» στην αρχή της.
Fan-made βίντεο με τους πρωταγωνιστές
Με σενάριο που σε κρατάει σε διαρκή αγωνία και με ανατροπές στην πλοκή του που μπορούν να σε σηκώσουν από τον καναπέ σου, ο Γκίλιγκαν έπλασε ένα σύγχρονο γκανγκστερικό αριστούργημα το οποίο θέτει σημαντικά ερωτήματα για την ανθρωπιά και την ηθική μέσα από τη στροφή ενός «καλού οικογενειάρχη», καλώντας μας ενδεχομένως να εμβαθύνουμε κι οι ίδιοι σε σκοτεινές ή λιγότερο σκοτεινές γωνιές του μυαλού μας, να ζυγίσουμε τις επιλογές μας και τις συνέπειες που μπορούν να έχουν αυτές, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Ένα φανταστικό σύμπαν ατελείωτων δυνατοτήτων, που ξεπερνάει τα όρια του εμπορίου μεθαμφεταμίνης και των λατινοαμερικάνικων καρτέλ.
«I am the one who knocks»
Η ξηρασία στην ατμόσφαιρα, οι κάκτοι και οι ξερόλοφοι στην έρημο, πλάνα τα οποία ακολουθεί η ξέφρενη πορεία του τροχόσπιτου στο οποίο οι Γουόλτερ Γουάιτ και Τζέσι Πίνκμαν θα «μαγειρέψουν» τις πρώτες τους παρτίδες μεθαμφεταμίνης, μας περνάνε αμέσως την ένταση που θα βγει από την οθόνη μέχρι και το τελευταίο επεισόδιο.
Πριν επιστρέψουμε και πάλι στον τόπο της δράσης και τον μεσήλικα που που έχει απορρίψει τελευταία στιγμή την αυτοκτονία και έχει στηθεί στη μέση του δρόμου χωρίς το παντελόνι του έτοιμος για «πιστολίδι» με όσους αστυνομικούς νομίζει ότι θα αντιμετωπίσει, ένα cut μας μεταφέρει στο πρόσφατο παρελθόν για να εξηγηθεί πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο.
Κι εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται όλο το υποκριτικό ταλέντο του Μπράιαν Κράνστον, του ηθοποιού που μέσω της ερμηνείας του μετέφερε όλες τις αρχές του θεάτρου αλλά και τη δική του θεατρικότητα σε έναν δραματικό τηλεοπτικό ρόλο.
Η διάγνωση για καρκίνο στους πνεύμονες και μια τυχαία συνάντηση με τον παλιό του μαθητή, Τζέσι Πίνκμαν, οδηγούν τον Γουόλτερ σε μια απόφαση που θα αλλάξει τόσο τη δική του ζωή όσο και αυτή των γύρω του, με τον χάρτη της τοπικής κοινωνίας να μορφοποιείται εξαιτίας των παράνομων ενεργειών του.
Αυτές ξεκίνησαν ως απόρροια της επιθυμίας του ίδιου να εξασφαλίσει την οικογένειά του πριν τον επικείμενο θάνατό του, αλλά εξελίχθηκαν σε έναν αγώνα προσωπικής ικανοποίησης εξαιτίας της δύναμης που απέκτησε στα στενά του υποκόσμου, όπως και της εσωτερικής έκρηξης που τον έκανε να βρει τη θαμμένη του αυτοπεποίθηση.
Το αυτό βλέπουμε σε πρώιμο επίπεδο κιόλας, από το S01E01, όταν αποφασίζει να δώσει στους τραμπούκους του γιου του λίγο απ' το δικό τους... φάρμακο. Και πώς το κάνει; Όπως κινούταν και εν συνεχεία, παίζοντας δηλαδή ύπουλα και παρασκηνιακά (καθοδηγούμενος, πάντα, κυρίως από τον θυμό, την καταπίεση και εκείνου του «να κάνω κάτι πριν πεθάνω») βγαίνοντας έξω κρυφά και επιστρέφοντας για να πάρει την πισώπλατη εκδίκησή του.
Τούτο ήταν ένα μικρό αλλά πολύ σημαντικό δείγμα που φανέρωνε και την μετέπειτα συμπεριφορά ενός πανέξυπνου ανθρώπου, ο οποίος παράλληλα διέθετε το χάρισμα του να ξυπνά όλα του τα ένστικτα ακριβώς την στιγμή που το χρειαζόταν, ακόμη δηλαδή κι αν βρισκόταν αντιμέτωπος με μια τροπή που ούτε ο ίδιος περίμενε παρά τον υψηλό δείκτη ευφυίας του.
Ενός ανθρώπου που άφησε στην άκρη τους προσωπικούς του δαίμονες κοιτώντας κατάματα τον θάνατο όταν αποφάσισε να πατήσει γερά στα πόδια του, μέχρι να γίνει ο άτρωτος Χάιζενμπεργκ ο οποίος δεν θα χρειαζόταν να κρύβεται πλέον στις σκιές -σε βαθμό που θα όριζε μόνος του το έτσι κι αλλιώς προδιαγεγραμμένο τέλος του. Κάτι που βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον Τούκο -της γνωστής οικογενείας των Σαλαμάνκα- στο τέλος της 1ης σεζόν.
Φυσικά απολάμβανε και το «plot armor», με την τύχη να παίζει κι αυτή σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.
Όλα αυτά που προαναφέρθηκαν για το χτίσιμο του χαρακτήρα αλλά κι εκείνα που είναι αδύνατο να χωρέσουν μέσα σε μερικές γραμμές μεταφέρονται τηλεοπτικά μέσω μιας σκηνής στο 6ο επεισόδιο της 4ης σεζόν, σε μια μάχη των προσωπικών συναισθημάτων του πρωταγωνιστή (τα οποία, παρεμπιπτόντως, «ζωγραφίζονται» στο πρόσωπο του Κράνστον σε ένα δίλεπτο απίστευτης εναλλαγής μορφασμών) η οποία αναδεικνύει νικητή τον εγωισμό και την έπαρσή του, και μεταφέρεται στον τηλεθεατή μέσα από τη μία εκ των πιο γνωστών φράσεων της πενταετίας. Το «I am not in danger, Skyler. I am the danger. A guy opens his door and gets shot and you think that of me? No. I am the one who knocks».
Σε επεξήγηση της σκηνής, ο Γουάιτ περνάει στην αντεπίθεση απέναντι στη σύζυγό του, Σκάιλερ, η οποία μόλις του έχει εκφράσει ανοιχτά τους φόβους της για την ακεραιότητα των ιδίων αλλά και των παιδιών τους, λέγοντάς της πως δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο αλλά πως μάλιστα τον αποτελεί ο ίδιος. Ισχυρίζεται, δε, μέσα από αυτή τη γενικότερη μεταστροφή του χαρακτήρα του πως κανείς δεν θα τολμούσε να του χτυπήσει την πόρτα για να του κάνει κακό, αλλά πως στο συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας ήταν πιθανότερο να είναι αυτός που θα βρεθεί σε κάποιο κατώφλι σπιτιού για να... επαναφέρει την τάξη και να κλείσει λογαριασμούς.
Οι συμπρωταγωνιστές και η μεγαλύτερη σκρ*φα, Σκάιλερ
Από ένα τόσο καλά «κεντημένο» προϊόν οι προσδοκίες για τους συμπρωταγωνιστές του Κράνστον δεν θα μπορούσαν να είναι μικρότερες. Από τον Άαρον Πολ (Τζέσι Πίνκμαν) έως και τον Τζόναθαν Μπανκς (Μάικ Έρμαντραουτ) οι βασικοί ηθοποιοί του Breaking Bad εναρμονίστηκαν πλήρως δίπλα στον Κράνστον. Ίσως περισσότερο απ' όλους το έκανε η Άννα Γκαν, η τηλεοπτική Σκάιλερ Γουάιτ, σύζυγος του Γουόλτερ. Ή αλλιώς, ένα θύμα που κατάφερε να γίνει ένας εκ των πιο μισητών χαρακτήρων σε σειρά.
Όταν το BB βρισκόταν στην αρχή του, η Σκάιλερ παρουσιάστηκε ως μια άκρως δυναμική γυναίκα η οποία «καπάκωνε» τον Γουόλτερ και σε συνδυασμό με τον βασικότερο λόγο, τη δική του νωθρότητα σε όλα τα επίπεδα, τον περιόριζε από το να δείξει κάποια από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Όχι απαραίτητα στη μεταξύ τους σχέση αλλά και στις κοινωνικές τους στιγμές, όπως η περίπτωση με τους τραμπούκος η οποία προαναφέρθηκε παραπάνω. Εκεί η Σκάιλερ δεν μπορεί να πιστέψει την αλλαγή στην συμπεριφορά του Γουόλτερ, αλλά η έκπληξή της δεν έχει αρνητικό πρόσημο μιας και στο μυαλό της περνάνε εικόνες του παρελθόντος, όταν το ζευγάρι ήταν φουλ ερωτευμένο (σκηνές που βλέπουμε αργότερα στη σειρά).
Θετικό πρόσημο είχε φυσικά και ο δυναμισμός της, τον οποίο εξωτερίκευε περισσότερο με προτεραιότητά της το καλό των δικών της, Γουόλτερ και Γουόλτερ Τζούνιορ, αλλά και της νεογέννητης κόρης της, Χόλι, την οποία κυοφορούσε στην πρώτη (αλλά και λιγότερο στη δεύτερη) σεζόν της σειράς.
Μια «μαμά» (σ.σ η πρώτη λέξη του μωρού όταν το απήγαγε ο Γουόλτερ) σαν αυτές της... φύσης, που με όπλο το ένστικτο κάνουν τα πάντα για τα μικρά τους, δείχνοντας μια αγάπη προς το πρόσωπο των παιδιών της που πολλές φορές τυχαίνει να μην την συναντήσουμε μόνον στο χειρότερο ζώο αυτού του πλανήτη, τον άνθρωπο.
Μια μητέρα που παρά την δική της μεταστροφή μέσα στη νέα πραγματικότητα του σπιτιού της, αναπτύσσοντας κάτι σαν Σύνδρομο της Στοκχόλμης δίπλα στον βαρόνο άντρα της, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω όταν έπρεπε να προστατέψει τα παιδιά της από τους κινδύνους που «εγκυμονούσε» η νέα ζωή του Γουόλτερ.
Μια γυναίκα που είχε έντονο μέσα της το ηθικό στοιχείο, η οποία έριξε στο παιχνίδι όσες άμυνες είχε για να μην παρασυρθεί από τη νέα-δυναμική εκδοχή του συζύγου της αλλά και φυσικά από τον πακτωλό χρημάτων που είδε μπροστά της μέσα σε μια ιδιωτική αποθήκη και όχι μόνο.
Κι αν δεν τα κατάφερε, οι «εργοστασιακές της ρυθμίσεις» της υπενθυμίζουν πως πρέπει να αντιμετωπίσει από άλλη σκοπιά τις συνέπειες των πράξεών της και ως εκ τούτου να έρθει σε κόντρα με τον Γουόλτερ, ο οποίος έχει ήδη κερδίσει τον τηλεθεατή εξαιτίας του ξεπετάγματός του αλλά και όλων εκείνων των ψυχολογικών στοιχείων που δημιουργούν στον «καταναλωτή» ένα δυνατό δέσιμο με πρωταγωνιστές τους οποίους στην πραγματική ζωή θα τους κατέκρινε με τον χειρότερο τρόπο.
Δηλαδή, αν και οι Σκάιλερ και Γουόλτερ είναι επί της ουσίας ένας αντικατοπτρισμός εικόνας, αλλιώς, η ίδια όψη σ' ένα νόμισμα, ο ένας απολαμβάνει την αγάπη του κοινού κι ο άλλος (εν προκειμένω η άλλη) τον τίτλο της μεγαλύτερης σκρ*φας που έχει δει η τηλεόραση. Το χαμηλωμένο βλέμμα της στην τελευταία σκηνή-συνάντηση με τον άντρα της, ωστόσο, τα λέει όλα.
Στον αντίποδα το τηλεοπτικό κοινό λάτρεψε τον Τζέσι Πίνκμαν, τον βοηθό του mastermind, ο οποίος δέχθηκε εξίσου ψυχολογική επιρροή από τον πρωταγωνιστή, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να ξεκόψει από την παλιά του ζωή και να αποβάλει όλη αυτή την τοξικότητα του περίγυρού του. Ενδεχομένως ο λόγος για τον οποίο ο τηλεθεατής τον ξεχώρισε από τη Σκάιλερ (κι αν αφήσουμε εκτός κουβέντας πατριαρχικές απόψεις και κατάλοιπα) να εντοπίζεται σ' αυτή την ανάγκη των ανθρώπων να ερωτεύονται -εντός και εκτός εισαγωγικών- τους κακούς της μικρής και μεγάλης οθόνης, καθοδηγούμενοι από επιθυμίες επικίνδυνες και σκοτεινές που είναι πέρα από τον έλεγχό τους.
Επιθυμίες οι οποίες μπορεί να πηγάζουν από μέσα μας για λόγους που δεν μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως αλλά δεν έρχονται αυτές καθαυτές στην επιφάνεια, παρά ψάχνουν να ικανοποιηθούν με έναν έμμεσο (σαν αυτό) τρόπο. Όπως έκανε με τον «κοτοπουλά» Γκας Φρινγκ (Τζιανκάρλο Εσπόσιτο), τον παππού για όλες τις βρωμο-δουλειές Μάικ Έρμαντραουτ (Τζόναθαν Μπανκς) και λιγότερο με το ζεύγος Σρέιντερ, του υψηλόβαθμου στελέχους της DEA, Χανκ, και της γυναίκας του αλλά και αδερφή της Σκάιλερ, Μαρί (Ντιν Νόρις και Μπέτσι Μπραντ).
Βέβαια, σημαντικό κομμάτι στη συμπάθεια προς το πρόσωπο του ανθρώπου που έχει πει σε διάφορες ατάκες 54 φορές τη λέξη b*itch έπαιξε και ο τραγικός θάνατος του έρωτά του, της Τζέιν, την οποία ο Γουόλτερ άφησε να πεθάνει από αναρρόφηση στον ύπνο της γιατί είχε... μυριστεί πως τον απομακρύνει από τον ίδιο, πράττοντας δηλαδή με αποκλειστικό γνώμονα το προσωπικό όφελος και αφήνοντας στην άκρη τις ηθικές του αξίες. Φυσικά όταν αποκαλύφθηκε το συγκεκριμένο γεγονός, η σχέση Γουόλτερ - Τζέσι άλλαξε για πάντα.
Όταν το πράγμα στραβώσει, καλύτερα πάρε τηλέφωνο τον Σολ
Ένα από τα κρυμμένα σε κοινή θέα διαμάντια της σειράς είναι ο χαρακτήρας του... κατά κόσμον Τζίμι ΜακΓκιλ, ο οποίος μετά τη δική του επαγγελματική στροφή συστήνεται ως Σολ Γκούντμαν, όνομα που απέκτησε νόμιμα για να ασκεί τη δικηγορία χωρίς να συνδέεται με το παρελθόν και την οικογένειά του, και το οποίο προέρχεται από τη φράση «It's all good man / S'all good, man».
Η εμφάνιση του Μπομπ Όντενκιρκ σε αυτόν τον ρόλο έγινε στη δεύτερη σεζόν, για να αποκτήσει από την τρίτη και μετά συμπρωταγωνιστικό ρόλο και εν συνεχεία δική του σειρά, το Better Call Saul, που για πολλούς φανς ήταν καλύτερη ακόμη και από το Breaking Bad. Ένα επίσης τηλεοπτικό αριστούργημα, το οποίο εστιάζει ακόμη περισσότερο στο προσωπικό δράμα των χαρακτήρων του και πέρα από τις προφανείς, έχει και μια πολύ βασική ομοιότητα.
Με διαφορά πως ο Γκούντμαν είχε πάντα μια έφεση στη λαμογιά, εν αντιθέσει με τον... φρόνιμο καθηγητή Χημείας, αμφότεροι οι χαρακτήρες έχουν να μοιράζονται μια κοινή εμπειρία. Τον αρχικό φόβο τους για τον κόσμο των ναρκωτικών και στον αντίποδα την έπαρση και την αδρεναλίνη που τον αντικαθιστούν.
Αυτό που ο Όντεκιρκ εξήγησε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στον μονόλογό του ενώπιον των δικαστών, όταν ξεκινάει να απολογείται λέγοντας πως όταν γνώρισε τον Χάιζενμπεργκ τον είχε κυριεύσει ο φόβος ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τον θάνατο, αλλά στην πορεία «είδε την ευκαιρία» που θα του άλλαζε τη ζωή. Ένα ένα φινάλε κατάθεσης που ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που είχε επιλέξει για τον ίδιο πρόλογο στην κλειστή ακρόαση παρουσία της χήρας Σρέιντερ μερικές ώρες νωρίτερα, προσπαθώντας να την πείσει πως ήταν κι αυτός θύμα της... αυτού μεγαλειότητας.
To over and out της καλωδιακής μετά το τέλος του Breaking Bad
Την περίοδο που βγήκε η σειρά οι συνδρομητικές πλατφόρμες όπως το Netflix δεν είχαν τη δύναμη που είχαν σήμερα, με τον Γκίλιγκαν να προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους των καναλιών να αγοράσουν το προϊόν του. Ήταν το AMC που εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή για να αγοράσει το σενάριο, σε μια περίοδο που η καλωδιακή τηλεόραση άγγιζε το πικ της και άφηνε υποσχέσεις πως μέσα στον σωρό των πάρα πολλών παραγωγών «λαϊκής κατανάλωσης», μπορούν να παραχθούν σειρές που θα αφήσουν εποχή.
Όπως το Sopranos, που μόλις είχε ολοκληρωθεί. Ωστόσο το BB, ίσως και το Mad Men, να ήταν οι παραγωγές οι οποίες συνόδευσαν το over and out της καλωδιακής, με τα συνδρομητικά να απολαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας εδώ και κάτι παραπάνω από μια πενταετία. Στον αντίποδα το Netflix, λόγου χάρη, ήταν αυτό που ενίσχυσε κι άλλο την παγκόσμια δημοφιλία αυτών των σειρών, με το Breaking Bad να απογειώνεται παγκοσμίως όταν μπήκε στη λίστα των διαθέσιμων επιλογών.
Η νέα εμφάνιση Χάιζενμπεργκ - Πίνκμαν για χάρη του Super Bowl
Μπράιαν Κράνστον και Άαρον Πολ ανέπτυξαν πολύ καλή φιλία στο σετ με αποτέλεσμα να τα λένε ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, αλλά και να αποτελούν ένα «καυτό» δίδυμο όσον αφορά διαφημιστικές και όχι μόνο συνεργασίες. Αφήνοντας εκτός τα guest που (μοιραία) έκαναν προς το φινάλε του Better Call Saul, προς ικανοποίηση όλων όσων περίμεναν να τους ξαναδούν στην οθόνη, στα τέλη του περασμένου μήνα και ενώ έκλεισε η 15ετία από το πρώτο επεισόδιο ανακοινώθηκε πως οι δυο τους θα παίξουν και σε διαφημιστικό που θα προβληθεί στο ημίχρονο του φετινού Super Bowl.
Το διαφημιστικό αναβιώνει μία από τις σκηνές της σειράς στην οποία ο Τζέσι προσπαθεί να βάλει μπροστά στο βανάκι παρά τη δυσπιστία του Γουόλτερ πως θα το καταφέρει.
Ο μύθος που δεν θα πεθάνει ποτέ
Με τη δύση του ήλιου στο Αλμπουκέρκι μια διαλυμένη αυτοκρατορία βρίσκεται διασκορπισμένη στα βάθη της αμερικανικής ερήμου, με μοναδική λάμψη τις φωτεινές επιγραφές καταστημάτων στην άκρη των αυτοκινητόδρομων.
Μια σκιά επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, στο εργαστήριο που είχε βγει από τα πιο τρελά του όνειρα, με τις αναμνήσεις μιας ζωής -νόμιμης και μη- να περνούν μπροστά από τα μάτια του ανθρώπου που τελικά έζησε στα τέρματα, σε έναν απολογισμό των επιλογών του. Μια ζωή με τα πάνω και τα κάτω της, με αποτυχίες και επιτυχίες. Μια ζωή που στην τελική άξιζε και με το παραπάνω.
Γιατί σ' εκείνο το σημείο ο Γουόλτερ Γουάιτ ξέρει πως παρά το προσωπικό κόστος εξαιτίας των επιλογών του, η ιστορία του θα μείνει για πάντα ζωντανή. Πως στο Νιου Μέξικο η ιστορία του ανθρώπου που τα διέλυσε όλα, ορίζοντας ο ίδιος το πεπρωμένο του, θα ακούγεται μελλοντικά σαν θρύλος. Γιατί δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος. Ήταν ένα μύθος της εποχής του, και οι μύθοι δεν πεθαίνουν ποτέ.
Σαν το Breaking Bad.
Αυτές ξεκίνησαν ως απόρροια της επιθυμίας του ίδιου να εξασφαλίσει την οικογένειά του πριν τον επικείμενο θάνατό του, αλλά εξελίχθηκαν σε έναν αγώνα προσωπικής ικανοποίησης εξαιτίας της δύναμης που απέκτησε στα στενά του υποκόσμου, όπως και της εσωτερικής έκρηξης που τον έκανε να βρει τη θαμμένη του αυτοπεποίθηση.
Το αυτό βλέπουμε σε πρώιμο επίπεδο κιόλας, από το S01E01, όταν αποφασίζει να δώσει στους τραμπούκους του γιου του λίγο απ' το δικό τους... φάρμακο. Και πώς το κάνει; Όπως κινούταν και εν συνεχεία, παίζοντας δηλαδή ύπουλα και παρασκηνιακά (καθοδηγούμενος, πάντα, κυρίως από τον θυμό, την καταπίεση και εκείνου του «να κάνω κάτι πριν πεθάνω») βγαίνοντας έξω κρυφά και επιστρέφοντας για να πάρει την πισώπλατη εκδίκησή του.
Τούτο ήταν ένα μικρό αλλά πολύ σημαντικό δείγμα που φανέρωνε και την μετέπειτα συμπεριφορά ενός πανέξυπνου ανθρώπου, ο οποίος παράλληλα διέθετε το χάρισμα του να ξυπνά όλα του τα ένστικτα ακριβώς την στιγμή που το χρειαζόταν, ακόμη δηλαδή κι αν βρισκόταν αντιμέτωπος με μια τροπή που ούτε ο ίδιος περίμενε παρά τον υψηλό δείκτη ευφυίας του.
Ενός ανθρώπου που άφησε στην άκρη τους προσωπικούς του δαίμονες κοιτώντας κατάματα τον θάνατο όταν αποφάσισε να πατήσει γερά στα πόδια του, μέχρι να γίνει ο άτρωτος Χάιζενμπεργκ ο οποίος δεν θα χρειαζόταν να κρύβεται πλέον στις σκιές -σε βαθμό που θα όριζε μόνος του το έτσι κι αλλιώς προδιαγεγραμμένο τέλος του. Κάτι που βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον Τούκο -της γνωστής οικογενείας των Σαλαμάνκα- στο τέλος της 1ης σεζόν.
Φυσικά απολάμβανε και το «plot armor», με την τύχη να παίζει κι αυτή σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.
Όλα αυτά που προαναφέρθηκαν για το χτίσιμο του χαρακτήρα αλλά κι εκείνα που είναι αδύνατο να χωρέσουν μέσα σε μερικές γραμμές μεταφέρονται τηλεοπτικά μέσω μιας σκηνής στο 6ο επεισόδιο της 4ης σεζόν, σε μια μάχη των προσωπικών συναισθημάτων του πρωταγωνιστή (τα οποία, παρεμπιπτόντως, «ζωγραφίζονται» στο πρόσωπο του Κράνστον σε ένα δίλεπτο απίστευτης εναλλαγής μορφασμών) η οποία αναδεικνύει νικητή τον εγωισμό και την έπαρσή του, και μεταφέρεται στον τηλεθεατή μέσα από τη μία εκ των πιο γνωστών φράσεων της πενταετίας. Το «I am not in danger, Skyler. I am the danger. A guy opens his door and gets shot and you think that of me? No. I am the one who knocks».
Σε επεξήγηση της σκηνής, ο Γουάιτ περνάει στην αντεπίθεση απέναντι στη σύζυγό του, Σκάιλερ, η οποία μόλις του έχει εκφράσει ανοιχτά τους φόβους της για την ακεραιότητα των ιδίων αλλά και των παιδιών τους, λέγοντάς της πως δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο αλλά πως μάλιστα τον αποτελεί ο ίδιος. Ισχυρίζεται, δε, μέσα από αυτή τη γενικότερη μεταστροφή του χαρακτήρα του πως κανείς δεν θα τολμούσε να του χτυπήσει την πόρτα για να του κάνει κακό, αλλά πως στο συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας ήταν πιθανότερο να είναι αυτός που θα βρεθεί σε κάποιο κατώφλι σπιτιού για να... επαναφέρει την τάξη και να κλείσει λογαριασμούς.
Οι συμπρωταγωνιστές και η μεγαλύτερη σκρ*φα, Σκάιλερ
Από ένα τόσο καλά «κεντημένο» προϊόν οι προσδοκίες για τους συμπρωταγωνιστές του Κράνστον δεν θα μπορούσαν να είναι μικρότερες. Από τον Άαρον Πολ (Τζέσι Πίνκμαν) έως και τον Τζόναθαν Μπανκς (Μάικ Έρμαντραουτ) οι βασικοί ηθοποιοί του Breaking Bad εναρμονίστηκαν πλήρως δίπλα στον Κράνστον. Ίσως περισσότερο απ' όλους το έκανε η Άννα Γκαν, η τηλεοπτική Σκάιλερ Γουάιτ, σύζυγος του Γουόλτερ. Ή αλλιώς, ένα θύμα που κατάφερε να γίνει ένας εκ των πιο μισητών χαρακτήρων σε σειρά.
Όταν το BB βρισκόταν στην αρχή του, η Σκάιλερ παρουσιάστηκε ως μια άκρως δυναμική γυναίκα η οποία «καπάκωνε» τον Γουόλτερ και σε συνδυασμό με τον βασικότερο λόγο, τη δική του νωθρότητα σε όλα τα επίπεδα, τον περιόριζε από το να δείξει κάποια από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Όχι απαραίτητα στη μεταξύ τους σχέση αλλά και στις κοινωνικές τους στιγμές, όπως η περίπτωση με τους τραμπούκος η οποία προαναφέρθηκε παραπάνω. Εκεί η Σκάιλερ δεν μπορεί να πιστέψει την αλλαγή στην συμπεριφορά του Γουόλτερ, αλλά η έκπληξή της δεν έχει αρνητικό πρόσημο μιας και στο μυαλό της περνάνε εικόνες του παρελθόντος, όταν το ζευγάρι ήταν φουλ ερωτευμένο (σκηνές που βλέπουμε αργότερα στη σειρά).
Θετικό πρόσημο είχε φυσικά και ο δυναμισμός της, τον οποίο εξωτερίκευε περισσότερο με προτεραιότητά της το καλό των δικών της, Γουόλτερ και Γουόλτερ Τζούνιορ, αλλά και της νεογέννητης κόρης της, Χόλι, την οποία κυοφορούσε στην πρώτη (αλλά και λιγότερο στη δεύτερη) σεζόν της σειράς.
Μια «μαμά» (σ.σ η πρώτη λέξη του μωρού όταν το απήγαγε ο Γουόλτερ) σαν αυτές της... φύσης, που με όπλο το ένστικτο κάνουν τα πάντα για τα μικρά τους, δείχνοντας μια αγάπη προς το πρόσωπο των παιδιών της που πολλές φορές τυχαίνει να μην την συναντήσουμε μόνον στο χειρότερο ζώο αυτού του πλανήτη, τον άνθρωπο.
Μια μητέρα που παρά την δική της μεταστροφή μέσα στη νέα πραγματικότητα του σπιτιού της, αναπτύσσοντας κάτι σαν Σύνδρομο της Στοκχόλμης δίπλα στον βαρόνο άντρα της, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω όταν έπρεπε να προστατέψει τα παιδιά της από τους κινδύνους που «εγκυμονούσε» η νέα ζωή του Γουόλτερ.
Μια γυναίκα που είχε έντονο μέσα της το ηθικό στοιχείο, η οποία έριξε στο παιχνίδι όσες άμυνες είχε για να μην παρασυρθεί από τη νέα-δυναμική εκδοχή του συζύγου της αλλά και φυσικά από τον πακτωλό χρημάτων που είδε μπροστά της μέσα σε μια ιδιωτική αποθήκη και όχι μόνο.
Κι αν δεν τα κατάφερε, οι «εργοστασιακές της ρυθμίσεις» της υπενθυμίζουν πως πρέπει να αντιμετωπίσει από άλλη σκοπιά τις συνέπειες των πράξεών της και ως εκ τούτου να έρθει σε κόντρα με τον Γουόλτερ, ο οποίος έχει ήδη κερδίσει τον τηλεθεατή εξαιτίας του ξεπετάγματός του αλλά και όλων εκείνων των ψυχολογικών στοιχείων που δημιουργούν στον «καταναλωτή» ένα δυνατό δέσιμο με πρωταγωνιστές τους οποίους στην πραγματική ζωή θα τους κατέκρινε με τον χειρότερο τρόπο.
Δηλαδή, αν και οι Σκάιλερ και Γουόλτερ είναι επί της ουσίας ένας αντικατοπτρισμός εικόνας, αλλιώς, η ίδια όψη σ' ένα νόμισμα, ο ένας απολαμβάνει την αγάπη του κοινού κι ο άλλος (εν προκειμένω η άλλη) τον τίτλο της μεγαλύτερης σκρ*φας που έχει δει η τηλεόραση. Το χαμηλωμένο βλέμμα της στην τελευταία σκηνή-συνάντηση με τον άντρα της, ωστόσο, τα λέει όλα.
Στον αντίποδα το τηλεοπτικό κοινό λάτρεψε τον Τζέσι Πίνκμαν, τον βοηθό του mastermind, ο οποίος δέχθηκε εξίσου ψυχολογική επιρροή από τον πρωταγωνιστή, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να ξεκόψει από την παλιά του ζωή και να αποβάλει όλη αυτή την τοξικότητα του περίγυρού του. Ενδεχομένως ο λόγος για τον οποίο ο τηλεθεατής τον ξεχώρισε από τη Σκάιλερ (κι αν αφήσουμε εκτός κουβέντας πατριαρχικές απόψεις και κατάλοιπα) να εντοπίζεται σ' αυτή την ανάγκη των ανθρώπων να ερωτεύονται -εντός και εκτός εισαγωγικών- τους κακούς της μικρής και μεγάλης οθόνης, καθοδηγούμενοι από επιθυμίες επικίνδυνες και σκοτεινές που είναι πέρα από τον έλεγχό τους.
Επιθυμίες οι οποίες μπορεί να πηγάζουν από μέσα μας για λόγους που δεν μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως αλλά δεν έρχονται αυτές καθαυτές στην επιφάνεια, παρά ψάχνουν να ικανοποιηθούν με έναν έμμεσο (σαν αυτό) τρόπο. Όπως έκανε με τον «κοτοπουλά» Γκας Φρινγκ (Τζιανκάρλο Εσπόσιτο), τον παππού για όλες τις βρωμο-δουλειές Μάικ Έρμαντραουτ (Τζόναθαν Μπανκς) και λιγότερο με το ζεύγος Σρέιντερ, του υψηλόβαθμου στελέχους της DEA, Χανκ, και της γυναίκας του αλλά και αδερφή της Σκάιλερ, Μαρί (Ντιν Νόρις και Μπέτσι Μπραντ).
Βέβαια, σημαντικό κομμάτι στη συμπάθεια προς το πρόσωπο του ανθρώπου που έχει πει σε διάφορες ατάκες 54 φορές τη λέξη b*itch έπαιξε και ο τραγικός θάνατος του έρωτά του, της Τζέιν, την οποία ο Γουόλτερ άφησε να πεθάνει από αναρρόφηση στον ύπνο της γιατί είχε... μυριστεί πως τον απομακρύνει από τον ίδιο, πράττοντας δηλαδή με αποκλειστικό γνώμονα το προσωπικό όφελος και αφήνοντας στην άκρη τις ηθικές του αξίες. Φυσικά όταν αποκαλύφθηκε το συγκεκριμένο γεγονός, η σχέση Γουόλτερ - Τζέσι άλλαξε για πάντα.
Όταν το πράγμα στραβώσει, καλύτερα πάρε τηλέφωνο τον Σολ
Ένα από τα κρυμμένα σε κοινή θέα διαμάντια της σειράς είναι ο χαρακτήρας του... κατά κόσμον Τζίμι ΜακΓκιλ, ο οποίος μετά τη δική του επαγγελματική στροφή συστήνεται ως Σολ Γκούντμαν, όνομα που απέκτησε νόμιμα για να ασκεί τη δικηγορία χωρίς να συνδέεται με το παρελθόν και την οικογένειά του, και το οποίο προέρχεται από τη φράση «It's all good man / S'all good, man».
Η εμφάνιση του Μπομπ Όντενκιρκ σε αυτόν τον ρόλο έγινε στη δεύτερη σεζόν, για να αποκτήσει από την τρίτη και μετά συμπρωταγωνιστικό ρόλο και εν συνεχεία δική του σειρά, το Better Call Saul, που για πολλούς φανς ήταν καλύτερη ακόμη και από το Breaking Bad. Ένα επίσης τηλεοπτικό αριστούργημα, το οποίο εστιάζει ακόμη περισσότερο στο προσωπικό δράμα των χαρακτήρων του και πέρα από τις προφανείς, έχει και μια πολύ βασική ομοιότητα.
Με διαφορά πως ο Γκούντμαν είχε πάντα μια έφεση στη λαμογιά, εν αντιθέσει με τον... φρόνιμο καθηγητή Χημείας, αμφότεροι οι χαρακτήρες έχουν να μοιράζονται μια κοινή εμπειρία. Τον αρχικό φόβο τους για τον κόσμο των ναρκωτικών και στον αντίποδα την έπαρση και την αδρεναλίνη που τον αντικαθιστούν.
Αυτό που ο Όντεκιρκ εξήγησε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στον μονόλογό του ενώπιον των δικαστών, όταν ξεκινάει να απολογείται λέγοντας πως όταν γνώρισε τον Χάιζενμπεργκ τον είχε κυριεύσει ο φόβος ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τον θάνατο, αλλά στην πορεία «είδε την ευκαιρία» που θα του άλλαζε τη ζωή. Ένα ένα φινάλε κατάθεσης που ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που είχε επιλέξει για τον ίδιο πρόλογο στην κλειστή ακρόαση παρουσία της χήρας Σρέιντερ μερικές ώρες νωρίτερα, προσπαθώντας να την πείσει πως ήταν κι αυτός θύμα της... αυτού μεγαλειότητας.
To over and out της καλωδιακής μετά το τέλος του Breaking Bad
Την περίοδο που βγήκε η σειρά οι συνδρομητικές πλατφόρμες όπως το Netflix δεν είχαν τη δύναμη που είχαν σήμερα, με τον Γκίλιγκαν να προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους των καναλιών να αγοράσουν το προϊόν του. Ήταν το AMC που εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή για να αγοράσει το σενάριο, σε μια περίοδο που η καλωδιακή τηλεόραση άγγιζε το πικ της και άφηνε υποσχέσεις πως μέσα στον σωρό των πάρα πολλών παραγωγών «λαϊκής κατανάλωσης», μπορούν να παραχθούν σειρές που θα αφήσουν εποχή.
Όπως το Sopranos, που μόλις είχε ολοκληρωθεί. Ωστόσο το BB, ίσως και το Mad Men, να ήταν οι παραγωγές οι οποίες συνόδευσαν το over and out της καλωδιακής, με τα συνδρομητικά να απολαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας εδώ και κάτι παραπάνω από μια πενταετία. Στον αντίποδα το Netflix, λόγου χάρη, ήταν αυτό που ενίσχυσε κι άλλο την παγκόσμια δημοφιλία αυτών των σειρών, με το Breaking Bad να απογειώνεται παγκοσμίως όταν μπήκε στη λίστα των διαθέσιμων επιλογών.
Η νέα εμφάνιση Χάιζενμπεργκ - Πίνκμαν για χάρη του Super Bowl
Μπράιαν Κράνστον και Άαρον Πολ ανέπτυξαν πολύ καλή φιλία στο σετ με αποτέλεσμα να τα λένε ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, αλλά και να αποτελούν ένα «καυτό» δίδυμο όσον αφορά διαφημιστικές και όχι μόνο συνεργασίες. Αφήνοντας εκτός τα guest που (μοιραία) έκαναν προς το φινάλε του Better Call Saul, προς ικανοποίηση όλων όσων περίμεναν να τους ξαναδούν στην οθόνη, στα τέλη του περασμένου μήνα και ενώ έκλεισε η 15ετία από το πρώτο επεισόδιο ανακοινώθηκε πως οι δυο τους θα παίξουν και σε διαφημιστικό που θα προβληθεί στο ημίχρονο του φετινού Super Bowl.
Το διαφημιστικό αναβιώνει μία από τις σκηνές της σειράς στην οποία ο Τζέσι προσπαθεί να βάλει μπροστά στο βανάκι παρά τη δυσπιστία του Γουόλτερ πως θα το καταφέρει.
Ο μύθος που δεν θα πεθάνει ποτέ
Με τη δύση του ήλιου στο Αλμπουκέρκι μια διαλυμένη αυτοκρατορία βρίσκεται διασκορπισμένη στα βάθη της αμερικανικής ερήμου, με μοναδική λάμψη τις φωτεινές επιγραφές καταστημάτων στην άκρη των αυτοκινητόδρομων.
Μια σκιά επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, στο εργαστήριο που είχε βγει από τα πιο τρελά του όνειρα, με τις αναμνήσεις μιας ζωής -νόμιμης και μη- να περνούν μπροστά από τα μάτια του ανθρώπου που τελικά έζησε στα τέρματα, σε έναν απολογισμό των επιλογών του. Μια ζωή με τα πάνω και τα κάτω της, με αποτυχίες και επιτυχίες. Μια ζωή που στην τελική άξιζε και με το παραπάνω.
Γιατί σ' εκείνο το σημείο ο Γουόλτερ Γουάιτ ξέρει πως παρά το προσωπικό κόστος εξαιτίας των επιλογών του, η ιστορία του θα μείνει για πάντα ζωντανή. Πως στο Νιου Μέξικο η ιστορία του ανθρώπου που τα διέλυσε όλα, ορίζοντας ο ίδιος το πεπρωμένο του, θα ακούγεται μελλοντικά σαν θρύλος. Γιατί δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος. Ήταν ένα μύθος της εποχής του, και οι μύθοι δεν πεθαίνουν ποτέ.
Σαν το Breaking Bad.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr