Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Φρανκ Σινάτρα: Όταν σίγησε «Η Φωνή»
Φρανκ Σινάτρα: Όταν σίγησε «Η Φωνή»
Μια τέτοια μέρα πριν από είκοσι δύο χρόνια ταξίδεψε για την αιωνιότητα ο πλέον γοητευτικός δανδής και για πολλούς ο μεγαλύτερος ερμηνευτής του 20ου αιώνα
Ο Φρανκ δεν ήταν καλά εκείνο το πρωινό 14 του Μάη, ξαπλωμένος πάνω σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, μέσα στην σουίτα του νοσοκομείου Cedar -Sinai στο Λος Άντζελες.
Για την ακρίβεια η μεγαλύτερη φωνή του 20ου αιώνα όπως χαρακτηρίστηκε ήταν έτοιμη να σιωπήσει, σίγουρα όχι με τον τρόπο που θα ήθελε ο πιο γοητευτικός crooner, αυτός για τον οποίο οι γυναίκες ούρλιαζαν όταν εμφανιζόταν στην σκηνή.
Χτυπημένος από τον καρκίνο, αλτσχάϊμερ και με μια καρδιά που μάλλον δεν άντεχε άλλες συγκινήσεις ο Σινάτρα γύρισε κάποια στιγμή και κοίταξε την σύζυγό του Μπάρμπαρα.
«Έχασα, μωρό» ήταν οι τελευταίες του λέξεις πριν φύγει χτυπημένος από καρδιακή προσβολή στα 82 του χρόνια, έχοντας ζήσει τα πάντα σε μια μυθιστορηματική διαδρομή που γέννησε τον μύθο του και ιστορίες που ακόμη συζητιούνται.
Η είδηση του θανάτου του ήταν αρκετή για να βυθιστεί σε πένθος σχεδόν ολόκληρη η υφήλιος, εκείνη την ημέρα που σίγησε η «Φωνή» όπως τον αποκαλούσαν.
Τα φώτα στο Empire State Building εκείνο το βράδυ είχαν μπλε χρώμα-το αγαπημένο του-ενώ στο Λας Βέγκας όπου μεγαλούργησε έσβησαν και σε όλα τα καζίνο τα πονταρίσματα σταμάτησαν για ένα λεπτό, προς τιμήν του Φρανκ που μας άφησε όχι με τον δικό του τρόπο.
Αν ήταν στο χέρι του, το πιθανότερο θα ήταν να έφευγε όρθιος, στην μέση ενός πάρτι με τα φιλαράκια του, πίνοντας το αγαπημένο του Jack Daniels, στο ειδικό μπουκάλι που είχε δημιουργηθεί μόνο γι’ αυτόν, περιστοιχισμένος από γοητευτικές γυναίκες.
Αυτές που λάτρεψε κατά την διάρκεια της ζωής του, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο αυτός ο τυπάς που συνδύαζε ιδανικά τον δανδή και τον γοητευτικό αλήτη.
Εν αρχή
Το κρύο ήταν διαπεραστικό, περόνιαζε το κόκκαλο στους δρόμους του Χομπόκεν, στις 12 Δεκεμβρίου του 1915, με τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν πυκνές και να στρώνουν τις στέγες.
Τα σπίτια του φτωχικού προαστίου ήταν αρκετά όμοια, και σε ένα από αυτά, με τα αχνά φώτα του, η Ντόλι Σινάτρα βίωνε την πιο συγκλονιστική στιγμή στην ζωή μιας γυναίκας, προσπαθώντας να φέρει στον κόσμο το παιδί της.
Όμως το μωρό δεν έβγαινε, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της μητέρας του, μέχρι την στιγμή που ο γιατρός χρησιμοποίησε την λαβίδα του και η έξοδος του στον κόσμο σημαδεύτηκε από δύο τραύματα.
Ο λοβός του αριστερού του αφτιού κόπηκε, η λαβίδα του μαιευτήρα τραυμάτισε τον λαιμό του και η φωνή του δεν ακουγόταν καθόλου, ενώ τα μάτια του ήταν κλειστά.
Η γιαγιά του άρπαξε το μωρό και το έβαλε κάτω από μια βρύση, την οποία άνοιξε, οπότε το ζεστό ακόμη δέρμα του μωρού δέχτηκε μια ισχυρή δόση κρύου νερού.
Το σοκ ήταν άμεσο και έφτανε ώστε να ακουστεί για πρώτη φορά το κλάμα του αγοριού που θα ονομαζόταν Φρανκ Σινάτρα.
Για την ακρίβεια η μεγαλύτερη φωνή του 20ου αιώνα όπως χαρακτηρίστηκε ήταν έτοιμη να σιωπήσει, σίγουρα όχι με τον τρόπο που θα ήθελε ο πιο γοητευτικός crooner, αυτός για τον οποίο οι γυναίκες ούρλιαζαν όταν εμφανιζόταν στην σκηνή.
Χτυπημένος από τον καρκίνο, αλτσχάϊμερ και με μια καρδιά που μάλλον δεν άντεχε άλλες συγκινήσεις ο Σινάτρα γύρισε κάποια στιγμή και κοίταξε την σύζυγό του Μπάρμπαρα.
«Έχασα, μωρό» ήταν οι τελευταίες του λέξεις πριν φύγει χτυπημένος από καρδιακή προσβολή στα 82 του χρόνια, έχοντας ζήσει τα πάντα σε μια μυθιστορηματική διαδρομή που γέννησε τον μύθο του και ιστορίες που ακόμη συζητιούνται.
Η είδηση του θανάτου του ήταν αρκετή για να βυθιστεί σε πένθος σχεδόν ολόκληρη η υφήλιος, εκείνη την ημέρα που σίγησε η «Φωνή» όπως τον αποκαλούσαν.
Τα φώτα στο Empire State Building εκείνο το βράδυ είχαν μπλε χρώμα-το αγαπημένο του-ενώ στο Λας Βέγκας όπου μεγαλούργησε έσβησαν και σε όλα τα καζίνο τα πονταρίσματα σταμάτησαν για ένα λεπτό, προς τιμήν του Φρανκ που μας άφησε όχι με τον δικό του τρόπο.
Αν ήταν στο χέρι του, το πιθανότερο θα ήταν να έφευγε όρθιος, στην μέση ενός πάρτι με τα φιλαράκια του, πίνοντας το αγαπημένο του Jack Daniels, στο ειδικό μπουκάλι που είχε δημιουργηθεί μόνο γι’ αυτόν, περιστοιχισμένος από γοητευτικές γυναίκες.
Αυτές που λάτρεψε κατά την διάρκεια της ζωής του, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο αυτός ο τυπάς που συνδύαζε ιδανικά τον δανδή και τον γοητευτικό αλήτη.
Εν αρχή
Το κρύο ήταν διαπεραστικό, περόνιαζε το κόκκαλο στους δρόμους του Χομπόκεν, στις 12 Δεκεμβρίου του 1915, με τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν πυκνές και να στρώνουν τις στέγες.
Τα σπίτια του φτωχικού προαστίου ήταν αρκετά όμοια, και σε ένα από αυτά, με τα αχνά φώτα του, η Ντόλι Σινάτρα βίωνε την πιο συγκλονιστική στιγμή στην ζωή μιας γυναίκας, προσπαθώντας να φέρει στον κόσμο το παιδί της.
Όμως το μωρό δεν έβγαινε, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της μητέρας του, μέχρι την στιγμή που ο γιατρός χρησιμοποίησε την λαβίδα του και η έξοδος του στον κόσμο σημαδεύτηκε από δύο τραύματα.
Ο λοβός του αριστερού του αφτιού κόπηκε, η λαβίδα του μαιευτήρα τραυμάτισε τον λαιμό του και η φωνή του δεν ακουγόταν καθόλου, ενώ τα μάτια του ήταν κλειστά.
Η γιαγιά του άρπαξε το μωρό και το έβαλε κάτω από μια βρύση, την οποία άνοιξε, οπότε το ζεστό ακόμη δέρμα του μωρού δέχτηκε μια ισχυρή δόση κρύου νερού.
Το σοκ ήταν άμεσο και έφτανε ώστε να ακουστεί για πρώτη φορά το κλάμα του αγοριού που θα ονομαζόταν Φρανκ Σινάτρα.
Η πορεία του σε αυτό τον κόσμο περιελάμβανε σχεδόν τα πάντα, προπάντων τον ορισμό του απόλυτου αρσενικού που τα έζησε όλα στον μέγιστο βαθμό.
Αν αρχίσουμε να μετράμε ο κατάλογος δεν έχει τέλος και περιλαμβάνει νύχτες αλητείας, ποτό, καυγάδες, αμέτρητες γοητευτικές γυναίκες που επιζητούσαν να «κοιμηθούν» με τον Φράνκι για ένα βράδυ, κολλητούς σαν τον Ντιν Μάρτιν και τον Σάμι Ντέιβις τζούνιορ αλλά και ιστορίες που έχτισαν τον μύθο του.
«I did it my way…»
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Ο τύπος παντρεύτηκε τέσσερις φορές, κοιμήθηκε με εκατοντάδες γυναίκες, είχε κολλητούς νονούς της Μαφίας, έκανε παρέα με τον διαβόητο Λάκι Λουτσιάνο έζησε νύχτες που αργούσαν να ξημερώσουν και πραγματοποίησε εμφανίσεις που έγραψαν ιστορία.
Ο Φράνκι χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος Αμερικανός τραγουδιστής, αυτός που απογείωσε ερμηνευτικά το «Fly me to the moon», το «That's Life», το «Strangers in the night» και φυσικά το ανεπανάληπτο «My Way», τον δικό του προσωπικό εθνικό ύμνο.
Έναν ύμνο που «γεννήθηκε» από ένα γαλλικό τραγούδι, το οποίο είχε ηχογραφήσει πρώτα ο Κλωντ Φρανσουά που έγραψε και την μουσική υπό τον τίτλο «Mon Habitude».
Ένας από τους δεκάδες μύθους για το συγκεκριμένο κομμάτι υποστηρίζει ότι όταν το ηχογράφησε ο Φρανκ, η δισκογραφική του εταιρία-τότε η Reprise-έστειλε ένα αντίτυπο στον Φρανσουά, ο οποίος το παρέλαβε στο διάλειμμα μιας συναυλίας του.
Όταν το έβαλε στο πικάπ να παίξει, μέσα στο καμαρίνι ήταν οι μουσικοί του, οι τραγουδίστριες που του έκαναν φωνητικά και ο μάνατζερ του.
Ο Γάλλος τραγουδιστής γονάτισε μόλις άκουσε τη φωνή του Σινάτρα και γυρνώντας προς το μέρος των άλλων, τους είπε: «Η Φωνή λέει το τραγούδι μου. Τι άλλο θα μπορούσα να ονειρευτώ;».
Χρόνια μετά ο Φρανσουά έμπαινε σε ένα ξενοδοχείο από το οποίο ο Σινάτρα μόλις αναχωρούσε. Όταν είπαν στον τελευταίο ποιος είναι ο Γάλλος που τον κοιτούσε αποσβολωμένος γύρισε, τον κοίταξε και του είπε απλά την λέξη «Ευχαριστώ».
Σήμερα συμπληρώνονται είκοσι δύο χρόνια από τότε που έφυγε από την ζωή αυτός ο ψιλόλιγνος τύπος που όμως εξακολουθεί να συζητιέται και τα τραγούδια του να παίζονται συχνότατα σε μπαρ, κλαμπ και εστιατόρια ανά την υφήλιο.
Ήταν ίσως ο πρώτος που είδε στην δεκαετία του '40, τις νεαρές θαυμάστριες να κλαίνε, να ουρλιάζουν και λιποθυμούν κατά δεκάδες στις συναυλίες του, φαινόμενο που παρατηρήθηκε μόνο με τον Έλβις.
Η πιο διάσημη ιστορία
Όταν πριν λίγα χρόνια το Esquire ζήτησε από τους αναγνώστες του να ψηφίσουν την κατά τη γνώμη τους καλύτερη ιστορία που είχε δημοσιεύσει ποτέ το περιοδικό από την δεκαετία του ’50 μέχρι τις μέρες μας το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο.
Ο συγγραφέας Γκάι Ταλέσε και το story του με τίτλο «Ο Φρανκ Σινάτρα έχει κρυώσει» κερδίζουν άνετα την πρώτη θέση, με πάνω από τρία εκατομμύρια ψήφους.
Σε αυτό το απείρως συναρπαστικό κομμάτι, ο Ταλέσε σκιαγραφεί μέσα σε 15.000 χιλιάδες λέξεις, έναν Σινάτρα άγνωστο στους περισσότερους, παρόλο που ο ίδιος δεν του παραχώρησε ποτέ την συνέντευξη για την οποία ο δημοσιογράφος πήγε στο Λος Άντζελες το χειμώνα του 1965.
Τον ακολούθησε για πάνω από τρεις μήνες, μίλησε με τους σωματοφύλακες του, φίλους του, συνεργάτες και συγγενείς πριν παραδώσει αυτό που έμεινε στην ιστορία ως ένα tour de force του λογοτεχνικού πεζού λόγου και της «νέας δημοσιογραφίας».
Μέσα από τις λέξεις του Ταλέσε το κοινό γνώρισε έναν άλλο Σινάτρα, αυτόν που γέννησε πάθη, μέθυσε με το αγαπημένο του Jack και διασκέδασε με την περίφημη συμμορία του.
Αυτή που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως Ratpack στην οποία μετείχαν ο Ντιν Μάρτιν και ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ μεταξύ άλλων, ενώ η σύσταση της ήταν υπεύθυνη για δεκάδες ηδονικές βραδιές στο Λας Βέγκας και όχι μόνο.
Πάνω απ' όλα όμως, ο Φρανκ έζησε με πάθος. Ρούφηξε τη ζωή μαζί με τα φιλαράκια του, έκανε έρωτα με πάθος στις γυναίκες, παντρεύτηκε τέσσερις φορές, απέκτησε τρία παιδιά και τραγούδησε για εκατομμύρια φανατικούς του.
Άφησε το στίγμα του ακόμη και στο Χόλιγουντ με ταινίες όπως το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι», γύρισε όλο τον κόσμο -σε μας ήρθε δύο φορές μάλιστα- και το «My Way» θεωρείται ακόμη και σήμερα το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι όλων των εποχών.
Το κομμάτι που σημάδεψε για πάντα την «Φωνή» ή το απόλυτο αρσενικό που πέταξε στο φεγγάρι σαν σήμερα, αφήνοντας πίσω του την μελαγχολική ενίοτε φωνή του να ερμηνεύει μοναδικά συνθέσεις που παραμένουν αξεπέραστες.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα