Γιάννης Πουλόπουλος: Όταν τα κορίτσια έμεναν... άγαλμα
Γιάννης Πουλόπουλος: Όταν τα κορίτσια έμεναν... άγαλμα
Η μυθιστορηματική διαδρομή ενός ερμηνευτή που πορεύτηκε μοναχικά και σταμάτησε στην κορύφωση της καριέρας του - Τα πιάτα στα «Ξημερώματα», τα ερωτοχτυπημένα κοριτσόπουλα, το πάθος για το τσιγάρο, η κόντρα με τον Μπιθικώτση και ο Παναθηναϊκός
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ο καπνός έφτανε μέχρι το ταβάνι εκείνο το βράδυ του 1963 στα «Ξημερώματα», έναν μυθικό νυχτερινό ναό στα Ανω Πατήσια επί της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, ιδιοκτησίας των Καραμουσαλή - Αγραπίδη.
Ο νεαρός ερμηνευτής με τα μπλε μάτια, τα οποία έκλεινε όταν τραγουδούσε, είχε επιλέξει να τα κρατήσει ανοιχτά, θέλοντας να είναι σίγουρος ότι δεν θα φάει κανένα πιάτο στο κεφάλι. Τα πιάτα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν η νέα μόδα στα μπουζούκια και ο 19χρονος τραγουδιστής που άκουγε στο όνομα Γιάννης Πουλόπουλος τα απεχθανόταν. Ηταν πολύ εύκολο να τραυματιστεί κάποιος από ένα έστω μικρό κομμάτι αν τον πετύχαινε στο πρόσωπο ή στα μάτια - και τα δικά του μάτια δεν θα άντεχαν εύκολα κάποιον τραυματισμό. Κουβάλαγαν ήδη ένα κληρονομικό γλαύκωμα και έτσι όταν ένας μερακλής πελάτης πέταξε μια ολόκληρη στίβα στο πάλκο, ο Πουλόπουλος πρόλαβε να γυρίσει και τα θραύσματα τον βρήκαν στην πλάτη! Λίγους μήνες μετά, αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκεκριμένο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανιζόταν μαζί με την Καίτη Γκρέυ και να ξεκινήσει να τραγουδάει με την κιθάρα του μόνο σε μια μπουάτ στην Πλάκα. Ενιωθε καλύτερα εκεί, με ένα κοινό εντελώς διαφορετικό που δεν φώναζε και δεν πετούσε τίποτα. Καμαρούλα μια σταλιά ήταν η συγκεκριμένη μπουάτ, εκεί όπου άρχισε να μεγαλουργεί γρήγορα αυτός ο σεμνός νεαρός, παιδί μιας οικογένειας που άφησε την Καρδαμύλη της Μεσσηνίας αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στην Αθήνα. Τα μάτια του μικρού Γιάννη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αντικρίζουν τα χαμηλά σπίτια με τις μικρές αυλές στο Περιστέρι, μια εργατική γειτονιά με ανθρώπους και οικογένειες που παλεύουν για ένα πιάτο φαγητό.
Χρόνια μετά, σε μια σκηνή της ταινίας «Η θεία μου η χίπισσα», ο Γιάννης Πουλόπουλος θα τραγουδήσει καθισμένος σε έναν κοντό μαντρότοιχο «Στη φτωχιά μας την αυλή», περιτριγυρισμένος από μικρές ασβεστωμένες καμαρούλες σαν κι αυτή που μεγάλωσε, σαν κι αυτή που άφηνε για να πάει χαράματα στην οικοδομή, παιδάκι ακόμη, προκειμένου να συνεισφέρει στην οικογένεια κι αυτός ό,τι μπορούσε. Επειδή ήταν ανήλικος, όταν στο γιαπί ερχόταν επιτροπή για να ελέγξει τη λίστα των εργαζομένων, τον κρύβανε για να μην τον δουν οι ελεγκτές και μπλέξουν όλοι. Μετά τη δουλειά γύρναγε στο σπίτι για να φάει, να ξεκουραστεί λίγο και μετά να ετοιμαστεί για το νυχτερινό σχολείο. Στην εφηβεία του, όμως, έμελλε να ετοιμαστεί για κάτι που αποδείχθηκε καταλύτης στη ζωή του.
Σε ακρόαση στην Columbia κάθεται μαζί με την κιθάρα του και περιμένει υπομονετικά μαζί με άλλα 49 άτομα να τον ακούσει κάποια στιγμή ο Μίκης, ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου. Δεν έχει ιδέα, αλλά έχει φτάσει η στιγμή που σταδιακά θα αφήσει όλα τα άλλα πίσω του και θα βουτήξει στα αχαρτογράφητα ακόμη για τον ίδιο βαθιά νερά του ελληνικού τραγουδιού.
Και τι βουτιά ήταν αυτή!
Τραγουδιστής σαν σταρ του σινεμά
Σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι τραγουδιστές ερμηνεύουν ανατολίτικα τσιφτετέλια ή βαριά ζεϊμπέκικα. Ο Πουλόπουλος επιλέγει να πει Θεοδωράκη, και μάλιστα δύο δύσκολα ερμηνευτικά τραγούδια, το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο». Ο «Ψηλός» -έτσι αποκαλούσαν τον Μίκη- ενθουσιάζεται με τον νεαρό και ο Πουλόπουλος είναι ο μοναδικός που περνάει από την επιτροπή. Εχοντας τον Θεοδωράκη να τον υποστηρίζει, ο γοητευτικός ερμηνευτής ντεμπουτάρει στο θέατρο με την παράσταση «Η Γειτονιά των Αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Κάθε βράδυ ερμηνεύει ζωντανά στη σκηνή τα τρία τραγούδια που έγραψε ο Μίκης για το συγκεκριμένο θεατρικό. Είναι τα «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Δόξα τω Θεώ» και «Το ψωμί είναι στο τραπέζι». Το κοινό χειροκροτεί θερμά τον ντροπαλό νεαρό, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα μπαίνει στο στούντιο και ερμηνεύει 15 τραγούδια του συνθέτη στο δισκογραφικό του ντεμπούτο.
Ο νεαρός ερμηνευτής με τα μπλε μάτια, τα οποία έκλεινε όταν τραγουδούσε, είχε επιλέξει να τα κρατήσει ανοιχτά, θέλοντας να είναι σίγουρος ότι δεν θα φάει κανένα πιάτο στο κεφάλι. Τα πιάτα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν η νέα μόδα στα μπουζούκια και ο 19χρονος τραγουδιστής που άκουγε στο όνομα Γιάννης Πουλόπουλος τα απεχθανόταν. Ηταν πολύ εύκολο να τραυματιστεί κάποιος από ένα έστω μικρό κομμάτι αν τον πετύχαινε στο πρόσωπο ή στα μάτια - και τα δικά του μάτια δεν θα άντεχαν εύκολα κάποιον τραυματισμό. Κουβάλαγαν ήδη ένα κληρονομικό γλαύκωμα και έτσι όταν ένας μερακλής πελάτης πέταξε μια ολόκληρη στίβα στο πάλκο, ο Πουλόπουλος πρόλαβε να γυρίσει και τα θραύσματα τον βρήκαν στην πλάτη! Λίγους μήνες μετά, αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκεκριμένο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανιζόταν μαζί με την Καίτη Γκρέυ και να ξεκινήσει να τραγουδάει με την κιθάρα του μόνο σε μια μπουάτ στην Πλάκα. Ενιωθε καλύτερα εκεί, με ένα κοινό εντελώς διαφορετικό που δεν φώναζε και δεν πετούσε τίποτα. Καμαρούλα μια σταλιά ήταν η συγκεκριμένη μπουάτ, εκεί όπου άρχισε να μεγαλουργεί γρήγορα αυτός ο σεμνός νεαρός, παιδί μιας οικογένειας που άφησε την Καρδαμύλη της Μεσσηνίας αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στην Αθήνα. Τα μάτια του μικρού Γιάννη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αντικρίζουν τα χαμηλά σπίτια με τις μικρές αυλές στο Περιστέρι, μια εργατική γειτονιά με ανθρώπους και οικογένειες που παλεύουν για ένα πιάτο φαγητό.
Χρόνια μετά, σε μια σκηνή της ταινίας «Η θεία μου η χίπισσα», ο Γιάννης Πουλόπουλος θα τραγουδήσει καθισμένος σε έναν κοντό μαντρότοιχο «Στη φτωχιά μας την αυλή», περιτριγυρισμένος από μικρές ασβεστωμένες καμαρούλες σαν κι αυτή που μεγάλωσε, σαν κι αυτή που άφηνε για να πάει χαράματα στην οικοδομή, παιδάκι ακόμη, προκειμένου να συνεισφέρει στην οικογένεια κι αυτός ό,τι μπορούσε. Επειδή ήταν ανήλικος, όταν στο γιαπί ερχόταν επιτροπή για να ελέγξει τη λίστα των εργαζομένων, τον κρύβανε για να μην τον δουν οι ελεγκτές και μπλέξουν όλοι. Μετά τη δουλειά γύρναγε στο σπίτι για να φάει, να ξεκουραστεί λίγο και μετά να ετοιμαστεί για το νυχτερινό σχολείο. Στην εφηβεία του, όμως, έμελλε να ετοιμαστεί για κάτι που αποδείχθηκε καταλύτης στη ζωή του.
Σε ακρόαση στην Columbia κάθεται μαζί με την κιθάρα του και περιμένει υπομονετικά μαζί με άλλα 49 άτομα να τον ακούσει κάποια στιγμή ο Μίκης, ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου. Δεν έχει ιδέα, αλλά έχει φτάσει η στιγμή που σταδιακά θα αφήσει όλα τα άλλα πίσω του και θα βουτήξει στα αχαρτογράφητα ακόμη για τον ίδιο βαθιά νερά του ελληνικού τραγουδιού.
Και τι βουτιά ήταν αυτή!
Τραγουδιστής σαν σταρ του σινεμά
Σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι τραγουδιστές ερμηνεύουν ανατολίτικα τσιφτετέλια ή βαριά ζεϊμπέκικα. Ο Πουλόπουλος επιλέγει να πει Θεοδωράκη, και μάλιστα δύο δύσκολα ερμηνευτικά τραγούδια, το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο». Ο «Ψηλός» -έτσι αποκαλούσαν τον Μίκη- ενθουσιάζεται με τον νεαρό και ο Πουλόπουλος είναι ο μοναδικός που περνάει από την επιτροπή. Εχοντας τον Θεοδωράκη να τον υποστηρίζει, ο γοητευτικός ερμηνευτής ντεμπουτάρει στο θέατρο με την παράσταση «Η Γειτονιά των Αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Κάθε βράδυ ερμηνεύει ζωντανά στη σκηνή τα τρία τραγούδια που έγραψε ο Μίκης για το συγκεκριμένο θεατρικό. Είναι τα «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Δόξα τω Θεώ» και «Το ψωμί είναι στο τραπέζι». Το κοινό χειροκροτεί θερμά τον ντροπαλό νεαρό, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα μπαίνει στο στούντιο και ερμηνεύει 15 τραγούδια του συνθέτη στο δισκογραφικό του ντεμπούτο.
Ο αστικός μύθος θέλει τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να ακούει τυχαία ένα βράδυ κάποια τραγούδια, όπως το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», περαστικός από το στούντιο και να αισθάνεται τουλάχιστον άβολα με τις ερμηνείες του Πουλόπουλου. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είπε στους ιθύνοντες της Columbia, αλλά οι τελευταίοι μπροστά στο δίλημμα που φέρεται να τους έθεσε, δηλαδή «ή εγώ ή αυτός», επέλεξαν να κρατήσουν τον μετέπειτα «Σερ» του ελληνικού τραγουδιού. Χρόνια μετά, όταν ο Νίκος Χατζηνικολάου ρώτησε τον Γιάννη Πουλόπουλο για το συγκεκριμένο περιστατικό, αυτός επέλεξε να μην το σχολιάσει καθόλου, λέγοντας ότι δεν θέλει να αναφερθεί σε κάτι που είχε γίνει δεκαετίες πριν. Τη φυγή του από την Columbia ακολουθεί η στρατιωτική θητεία το 1964, η οποία τον κρατάει μακριά από εμφανίσεις για δύο χρόνια, όμως όταν επιστρέφει αρχίζει να εμφανίζεται σε μπουάτ της Πλάκας. Η γνωριμία του με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Μάνο Λοΐζο οδηγεί στην ηχογράφηση τεσσάρων τραγουδιών, ενώ ο Πουλόπουλος θα γίνει το 1966 ο πρώτος ερμηνευτής του θρυλικού «Ακορντεόν». Το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» που του δίνει ο Σταύρος Κουγιουμτζής είναι η πρώτη του μεγάλη επιτυχία την ίδια χρονιά. Το 1967 εμφανίζεται στο «Χρυσό Βαρέλι» στις Τζιτζιφιές μαζί με τη Μαρινέλλα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Στράτο Διονυσίου, τη Δούκισσα και την Μπέμπα Μπλανς. Την επόμενη σεζόν συμπράττει με τη Μαρινέλλα στη «Νεράϊδα» με τρομερή επιτυχία και κόσμο να περιμένει κάθε βράδυ στην ουρά για να μπει μέσα.
Η συνάντησή του όμως με το δίδυμο Μίμης Πλέσσας - Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον δίσκο «Ο Δρόμος», τρία χρόνια μετά, θα σφραγίσει ανεξίτηλα την καριέρα του.
Ο γάμος και η ζωή μετά
Ανδρας μετρημένος και χαμηλών τόνων, ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν «φώναζε» ποτέ τις κατακτήσεις του και ενίοτε ντρεπόταν για τα ουρλιαχτά των νεαρών κοριτσιών. Αυτών που μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έμελλε να τον κάνουν να φύγει τρέχοντας όταν τα είδε έτσι ξαφνικά μπροστά του. Ο Πουλόπουλος οδηγούσε στην Αχαρνών όταν έπαθε λάστιχο και σταμάτησε δεξιά να το αλλάξει ο ίδιος, χωρίς να καταλάβει ότι απέναντι το κτίριο ήταν ένα γυμνάσιο θηλέων. Δεν χρειάστηκε παρά ένα κορίτσι που πλησίασε από περιέργεια για να σημάνει συναγερμός και να αρχίσουν τα ουρλιαχτά «Γιάννη, Γιάννη!», «Είσαι κούκλος» και άλλα. Ο τραγουδιστής ντράπηκε τόσο πολύ που άφησε τον γρύλο και έφυγε με σκασμένο λάστιχο. Κράτησε επιμελώς τα προσωπικά του ζητήματα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Την εργένικη ζωή θα την εγκαταλείψει το 1983. Είναι η στιγμή που γνωρίζει την Μπέτυ, τη γυναίκα που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του και να του χαρίσει τη μοναχοκόρη του, την Αλεξάνδρα, την Αντα όπως τη φώναζε.
Παραμένει πολύ δημοφιλής, όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά δεν ηχογραφεί συχνά, κυρίως επειδή, όπως έλεγε, δεν έβρισκε πλέον καλά τραγούδια. Γράφει ποιήματα και ζωγραφίζει, ενώ του αρέσουν η φωτογραφία και οι ήρεμες μέρες στην Κηφισιά, όπου κατοικεί με την οικογένειά του. Λατρεύει τον Παναθηναϊκό και αγοράζει κάθε χρόνο δύο διαρκείας, παρότι δεν πηγαίνει συχνά στο γήπεδο, ενώ εν αντιθέσει με άλλους συναδέλφους του μιλάει σπάνια στα ΜΜΕ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά εμφανίζεται επιλεκτικά πλέον και τραγουδάει όχι παραπάνω από μία ώρα σε κέντρα όπως ο «Διογένης» στην Αθήνα. Εργαζόμενοι τον θυμούνται να βγαίνει από το καμαρίνι του με το τσιγάρο στο στόμα -είναι γνωστό ότι κάπνιζε πάρα πολύ- και να ανεβαίνει τα σκαλιά προς τη σκηνή, ενώ το έσβηνε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μόλις έβγαινε, γινόταν χαμός από τις επευφημίες και το χειροκρότημα του κόσμου.
Ηταν αυτός που γέμιζε την «Πύλη Αξιού» στη Θεσσαλονίκη με 3.000 άτομα να σιγοτραγουδάνε «Ξημερώνει Κυριακή», το «Αυτοί που μένουν», το «Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου» και πολλά, πάρα πολλά τραγούδια του.
Και αυτός να στέκεται πίσω από τις κουρτίνες κατά την εισαγωγή της ορχήστρας και να παρακαλάει τον μαέστρο του Σπύρο Μπρίφα, με τον οποίο συνεργάστηκε 15 χρόνια, να την τραβήξει λίγο πιο πολύ. «Επαιζε ο κιθαρίστας και μου ζήταγε να κρατήσει παραπάνω την εισαγωγή για να καπνίσει ένα τσιγάρο ακόμη πριν βγει να τραγουδήσει», θυμάται συγκινημένος από την απώλεια του Πουλόπουλου αυτός ο εξαιρετικός μουσικός. Είναι πολλές οι αναμνήσεις του Σπύρου Μπρίφα από τη συνύπαρξή του με αυτόν τον παθιασμένο ερμηνευτή, τον γητευτή των στίχων του Παπαδόπουλου και των μελωδιών του Πλέσσα, ο οποίος δεν ήθελε πλέον να εμφανίζεται για μεγάλα διαστήματα - πρωτίστως για να μην αναλώνεται. «“Μπρίφα τέλος. Δουλέψαμε αρκετά, πάμε τώρα να ξεκουραστούμε”, μου έλεγε όταν τελείωναν οι εμφανίσεις σε ένα κέντρο». Ο Πουλόπουλος ήθελε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορούσε το πρόγραμμά του, αλλά και τη διάρκεια της εμφάνισής του, η οποία τα τελευταία χρόνια της καριέρας του περιοριζόταν σε δύο προγράμματα της μισής ώρας ή ένα των 45 λεπτών.
«Να δούμε, θα γλιστρήσει κανείς;»
Ποτέ δεν πλησίαζε πολύ τα πρώτα τραπέζια, όποιος και αν καθόταν σε αυτά, θέλοντας να είναι πάντα ελαφρά αποστασιοποιημένος. Οι δημόσιες σχέσεις δεν ήταν ποτέ κάτι που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Πουλόπουλος, ο οποίος έκανε τη δουλειά του και έφευγε για να επιστρέψει στο σπίτι του. Οταν η πίστα γέμιζε λουλούδια και κόσμο ανέβαινε κοντά στον μαέστρο του και κατεβάζοντας το μικρόφωνο του έλεγε ψιθυριστά: «Ρε Σπύρο, λες να γλιστρήσει κανείς με τόσα λουλούδια, να γελάσουμε λίγο; Οχι να πάθει τίποτε ο άνθρωπος, αλλά έτσι να γελάσουμε». Ντυμένος πάντα με ένα δικό του στυλ, δεν έλεγε πολλά, αλλά τραγουδούσε και παράσερνε τους θαμώνες σε άλλες εποχές με τραγούδια όπως τα «Φίλε, έλα απόψε που πονάω», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι» και «Ολα δικά σου μάτια μου».
Οταν έμπαινε στο στούντιο, ήδη από τη δεκαετία του ’60, έλεγε το τραγούδι συνήθως μια κι έξω, ενώ η μοναδική ζωντανή ηχογράφησή του που κυκλοφόρησε είναι από το 1998, όταν εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Το πόσο βαρύ ήταν το όνομά του γίνεται εύκολα αντιληπτό από ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην Aθήνα, ένα βράδυ που προέκυψε κάτι απρόβλεπτο στο κέντρο που τραγούδαγε. «Δουλεύαμε στο “Caramela”», θυμάται ο Σπύρος Μπρίφας, «και εκτός από τον Γιάννη υπήρχαν και άλλοι πολύ καλοί τραγουδιστές στο σχήμα. Με ειδοποίησε ότι δεν ήταν καλά και δεν θα εμφανιζόταν στο μαγαζί και, όπως ήταν φυσικό, βάλαμε άνθρωπο στην πόρτα να ενημερώνει τον κόσμο ότι ο Πουλόπουλος ήταν άρρωστος και δεν θα τραγουδούσε. Δεν μπήκε μέσα ούτε ένας πελάτης».
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την αποχώρησή του, ο Γιάννης Πουλόπουλος γινόταν κι αυτός κάποιες φορές πελάτης, όταν ένας καλός φίλος του τον έπειθε να πάνε στα μπουζούκια. Τον Μάιο του 2014 βλέπει το πρόγραμμα στο «ΘΕΑ». Αρχικά η Πέγκυ Ζήνα κατεβαίνει και του δίνει το μικρόφωνο για να πει ό,τι θέλει. Ο κόσμος φωνάζει «το άγαλμα, το άγαλμα!», και ο 73χρονος τότε Πουλόπουλος το τραγουδάει μέσα σε αποθέωση καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Λίγο αργότερα θα ερμηνεύσει εκπληκτικά και το «Φίλε, έλα απόψε που πονάω», όρθιος κουνώντας τα χέρια στην ορχήστρα και με το κορμί του να πάλλεται από ένταση, καθώς ζούσε τη στιγμή. Ομως δεν ήταν όλες οι στιγμές ίδιες. Ενα απόγευμα Σεπτέμβρη, στα «Αστέρια» της Γλυφάδας, μουσικοί και τραγουδιστές κάνουν πρόβα για το σχήμα που ετοιμάζει τότε στο μαγαζί του ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος. Κάποια στιγμή ο τελευταίος εμφανίζεται συνοδευόμενος από έναν φίλο του ενώ η νεαρή τότε Στέλλα Γεωργιάδου περνάει τα τραγούδια της με την ορχήστρα. Η ερμηνεύτρια δεν μπορεί να διακρίνει τον φίλο του επιχειρηματία και εξακολουθεί να τραγουδάει, όταν ξαφνικά οι μουσικοί σταματάνε να παίζουν και αρχίζουν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. «Ρε σεις, ο Πουλόπουλος...» είναι η φράση που επαναλαμβάνεται, και η οποία ακολουθείται από μια αμήχανη σιωπή μπροστά στον διάσημο ερμηνευτή που μάλλον ένιωθε άβολα.
Εχοντας αφήσει τις πίστες ήδη εδώ και οχτώ χρόνια, ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν αισθάνθηκε πολύ άνετα μέσα στα «Αστέρια», ίσως επειδή πάντα θεωρούσε την πρόβα «ιερή» και δεν ήθελε να τη διακόψει. Ο μαέστρος του σχήματος αφήνει τις παρτιτούρες και σπεύδει να τον αγκαλιάσει και να τα πουν για λίγο αφού γνωρίζονταν από παλιά. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή λέει στην μπάντα «Ντο μινόρε» και αμέσως ακούγεται η εισαγωγή από το «Αγαλμα» μπροστά σε έναν αμήχανο Πουλόπουλο. Η Στέλλα Γεωργιάδου, έχοντας καταλάβει πλέον ποιος στέκεται απέναντί της, του προσφέρει αμέσως το μικρόφωνο, αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά να το πάρει. Θέλοντας να τον κάνει να νιώσει οικεία λέει αυτή το πρώτο κουπλέ, ενώ ο Παπαργυρόπουλος τον τσιγκλάει: «Ελα, ρε Γιάννη, μόνο εμείς είμαστε, μεταξύ μας. Κάν’ το για μας». Παίρνει το μικρόφωνο, αυτό που είχε αφήσει για πάντα πριν από οχτώ χρόνια, το φέρνει κοντά στο στόμα του αλλά διστάζει, ενώ ο επιχειρηματίας του λέει: «Κάν’ το για μένα, ρε Γιάννη...». Θα το κάνει αφού πρώτα ρίξει μια βρισιά και θα πει τρεις μόλις στροφές από το τραγούδι που σημάδεψε τη διαδρομή του, πριν πετάξει το μικρόφωνο στο τραπέζι...
Το τσιγάρο και η 16ωρη πρόβα
«Πάμε να φύγουμε, ρε Αργύρη. Σου είπα, δεν θέλω...» είναι οι λέξεις που αφήνει να αιωρούνται στον αέρα, έχοντας κάνει μεταβολή προς την έξοδο. Κάποιοι τραγουδιστές και μουσικοί βουρκώνουν, όλοι τον χειροκροτούν όρθιοι, αλλά ο Πουλόπουλος έχει ήδη φύγει μαζί με τον φίλο του και δεν γυρίζει πίσω. Τους ακούει που τον επευφημούν, αλλά το τραγούδι γι’ αυτόν είχε τελειώσει από το 1998, όταν πήρε την απόφαση να σταματήσει τόσο τη δισκογραφία όσο και τις εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα. Κι ας τον παρακαλούσαν οι επιχειρηματίες να επιστρέψει, να δουλέψει με τους δικούς του όρους, όσο θέλει και με όποια αμοιβή ήθελε.
Γιατί; Γιατί ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος. Κανείς δεν είχε υπολογίσει ότι αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει την απόφασή του να αποχωρήσει από το τραγούδι, τη δισκογραφία και τις εμφανίσεις. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε πολύ καθώς τον ταλαιπωρούσαν διάφορα προβλήματα υγείας. Το τσιγάρο και η παγωμένη μπίρα ήταν δύο συνήθειες που δεν θα έκοβε με τίποτε αν δεν είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ με την υγεία του. Εκτός από την καρδιά του είχε πρόβλημα και με τα μάτια του, αυτά τα μπλε μάτια που γοήτευαν όποιον τα αντίκριζε. Βασανιζόταν από το γλαύκωμα και παρά τις επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το πρόβλημα στην όρασή του εξακολουθούσε να υπάρχει και να τον ταλαιπωρεί. «Λες και ο Θεός τα έβαλε μαζί μου», είπε σε μια τηλεφωνική του συνέντευξη τον περασμένο Απρίλιο, όταν πλέον είχε αποτρα βηχτεί για τα καλά. Την περασμένη Δευτέρα το βράδυο Γιάννης Πουλόπουλος ταξίδεψε για πάντα με αυτούς που φεύγουν και άφησε πίσω την οικογένειά του που λάτρευε και τα τραγούδια που μένουν...
Ειδήσεις σήμερα
Συναγερμός σε γηροκομείο στο Μαρούσι: Εντοπίστηκαν 18 κρούσματα κορωνοϊού
Δολοφονία Μακρή: Ηχητικό ντοκουμέντο από τη στιγμή της δολοφονίας
Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Θετικός στον κορωνοϊό ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας
Η συνάντησή του όμως με το δίδυμο Μίμης Πλέσσας - Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον δίσκο «Ο Δρόμος», τρία χρόνια μετά, θα σφραγίσει ανεξίτηλα την καριέρα του.
Ο γάμος και η ζωή μετά
Ανδρας μετρημένος και χαμηλών τόνων, ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν «φώναζε» ποτέ τις κατακτήσεις του και ενίοτε ντρεπόταν για τα ουρλιαχτά των νεαρών κοριτσιών. Αυτών που μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έμελλε να τον κάνουν να φύγει τρέχοντας όταν τα είδε έτσι ξαφνικά μπροστά του. Ο Πουλόπουλος οδηγούσε στην Αχαρνών όταν έπαθε λάστιχο και σταμάτησε δεξιά να το αλλάξει ο ίδιος, χωρίς να καταλάβει ότι απέναντι το κτίριο ήταν ένα γυμνάσιο θηλέων. Δεν χρειάστηκε παρά ένα κορίτσι που πλησίασε από περιέργεια για να σημάνει συναγερμός και να αρχίσουν τα ουρλιαχτά «Γιάννη, Γιάννη!», «Είσαι κούκλος» και άλλα. Ο τραγουδιστής ντράπηκε τόσο πολύ που άφησε τον γρύλο και έφυγε με σκασμένο λάστιχο. Κράτησε επιμελώς τα προσωπικά του ζητήματα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Την εργένικη ζωή θα την εγκαταλείψει το 1983. Είναι η στιγμή που γνωρίζει την Μπέτυ, τη γυναίκα που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του και να του χαρίσει τη μοναχοκόρη του, την Αλεξάνδρα, την Αντα όπως τη φώναζε.
Παραμένει πολύ δημοφιλής, όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά δεν ηχογραφεί συχνά, κυρίως επειδή, όπως έλεγε, δεν έβρισκε πλέον καλά τραγούδια. Γράφει ποιήματα και ζωγραφίζει, ενώ του αρέσουν η φωτογραφία και οι ήρεμες μέρες στην Κηφισιά, όπου κατοικεί με την οικογένειά του. Λατρεύει τον Παναθηναϊκό και αγοράζει κάθε χρόνο δύο διαρκείας, παρότι δεν πηγαίνει συχνά στο γήπεδο, ενώ εν αντιθέσει με άλλους συναδέλφους του μιλάει σπάνια στα ΜΜΕ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά εμφανίζεται επιλεκτικά πλέον και τραγουδάει όχι παραπάνω από μία ώρα σε κέντρα όπως ο «Διογένης» στην Αθήνα. Εργαζόμενοι τον θυμούνται να βγαίνει από το καμαρίνι του με το τσιγάρο στο στόμα -είναι γνωστό ότι κάπνιζε πάρα πολύ- και να ανεβαίνει τα σκαλιά προς τη σκηνή, ενώ το έσβηνε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μόλις έβγαινε, γινόταν χαμός από τις επευφημίες και το χειροκρότημα του κόσμου.
Ηταν αυτός που γέμιζε την «Πύλη Αξιού» στη Θεσσαλονίκη με 3.000 άτομα να σιγοτραγουδάνε «Ξημερώνει Κυριακή», το «Αυτοί που μένουν», το «Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου» και πολλά, πάρα πολλά τραγούδια του.
Και αυτός να στέκεται πίσω από τις κουρτίνες κατά την εισαγωγή της ορχήστρας και να παρακαλάει τον μαέστρο του Σπύρο Μπρίφα, με τον οποίο συνεργάστηκε 15 χρόνια, να την τραβήξει λίγο πιο πολύ. «Επαιζε ο κιθαρίστας και μου ζήταγε να κρατήσει παραπάνω την εισαγωγή για να καπνίσει ένα τσιγάρο ακόμη πριν βγει να τραγουδήσει», θυμάται συγκινημένος από την απώλεια του Πουλόπουλου αυτός ο εξαιρετικός μουσικός. Είναι πολλές οι αναμνήσεις του Σπύρου Μπρίφα από τη συνύπαρξή του με αυτόν τον παθιασμένο ερμηνευτή, τον γητευτή των στίχων του Παπαδόπουλου και των μελωδιών του Πλέσσα, ο οποίος δεν ήθελε πλέον να εμφανίζεται για μεγάλα διαστήματα - πρωτίστως για να μην αναλώνεται. «“Μπρίφα τέλος. Δουλέψαμε αρκετά, πάμε τώρα να ξεκουραστούμε”, μου έλεγε όταν τελείωναν οι εμφανίσεις σε ένα κέντρο». Ο Πουλόπουλος ήθελε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορούσε το πρόγραμμά του, αλλά και τη διάρκεια της εμφάνισής του, η οποία τα τελευταία χρόνια της καριέρας του περιοριζόταν σε δύο προγράμματα της μισής ώρας ή ένα των 45 λεπτών.
«Να δούμε, θα γλιστρήσει κανείς;»
Ποτέ δεν πλησίαζε πολύ τα πρώτα τραπέζια, όποιος και αν καθόταν σε αυτά, θέλοντας να είναι πάντα ελαφρά αποστασιοποιημένος. Οι δημόσιες σχέσεις δεν ήταν ποτέ κάτι που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Πουλόπουλος, ο οποίος έκανε τη δουλειά του και έφευγε για να επιστρέψει στο σπίτι του. Οταν η πίστα γέμιζε λουλούδια και κόσμο ανέβαινε κοντά στον μαέστρο του και κατεβάζοντας το μικρόφωνο του έλεγε ψιθυριστά: «Ρε Σπύρο, λες να γλιστρήσει κανείς με τόσα λουλούδια, να γελάσουμε λίγο; Οχι να πάθει τίποτε ο άνθρωπος, αλλά έτσι να γελάσουμε». Ντυμένος πάντα με ένα δικό του στυλ, δεν έλεγε πολλά, αλλά τραγουδούσε και παράσερνε τους θαμώνες σε άλλες εποχές με τραγούδια όπως τα «Φίλε, έλα απόψε που πονάω», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι» και «Ολα δικά σου μάτια μου».
Οταν έμπαινε στο στούντιο, ήδη από τη δεκαετία του ’60, έλεγε το τραγούδι συνήθως μια κι έξω, ενώ η μοναδική ζωντανή ηχογράφησή του που κυκλοφόρησε είναι από το 1998, όταν εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Το πόσο βαρύ ήταν το όνομά του γίνεται εύκολα αντιληπτό από ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην Aθήνα, ένα βράδυ που προέκυψε κάτι απρόβλεπτο στο κέντρο που τραγούδαγε. «Δουλεύαμε στο “Caramela”», θυμάται ο Σπύρος Μπρίφας, «και εκτός από τον Γιάννη υπήρχαν και άλλοι πολύ καλοί τραγουδιστές στο σχήμα. Με ειδοποίησε ότι δεν ήταν καλά και δεν θα εμφανιζόταν στο μαγαζί και, όπως ήταν φυσικό, βάλαμε άνθρωπο στην πόρτα να ενημερώνει τον κόσμο ότι ο Πουλόπουλος ήταν άρρωστος και δεν θα τραγουδούσε. Δεν μπήκε μέσα ούτε ένας πελάτης».
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την αποχώρησή του, ο Γιάννης Πουλόπουλος γινόταν κι αυτός κάποιες φορές πελάτης, όταν ένας καλός φίλος του τον έπειθε να πάνε στα μπουζούκια. Τον Μάιο του 2014 βλέπει το πρόγραμμα στο «ΘΕΑ». Αρχικά η Πέγκυ Ζήνα κατεβαίνει και του δίνει το μικρόφωνο για να πει ό,τι θέλει. Ο κόσμος φωνάζει «το άγαλμα, το άγαλμα!», και ο 73χρονος τότε Πουλόπουλος το τραγουδάει μέσα σε αποθέωση καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Λίγο αργότερα θα ερμηνεύσει εκπληκτικά και το «Φίλε, έλα απόψε που πονάω», όρθιος κουνώντας τα χέρια στην ορχήστρα και με το κορμί του να πάλλεται από ένταση, καθώς ζούσε τη στιγμή. Ομως δεν ήταν όλες οι στιγμές ίδιες. Ενα απόγευμα Σεπτέμβρη, στα «Αστέρια» της Γλυφάδας, μουσικοί και τραγουδιστές κάνουν πρόβα για το σχήμα που ετοιμάζει τότε στο μαγαζί του ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος. Κάποια στιγμή ο τελευταίος εμφανίζεται συνοδευόμενος από έναν φίλο του ενώ η νεαρή τότε Στέλλα Γεωργιάδου περνάει τα τραγούδια της με την ορχήστρα. Η ερμηνεύτρια δεν μπορεί να διακρίνει τον φίλο του επιχειρηματία και εξακολουθεί να τραγουδάει, όταν ξαφνικά οι μουσικοί σταματάνε να παίζουν και αρχίζουν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. «Ρε σεις, ο Πουλόπουλος...» είναι η φράση που επαναλαμβάνεται, και η οποία ακολουθείται από μια αμήχανη σιωπή μπροστά στον διάσημο ερμηνευτή που μάλλον ένιωθε άβολα.
Εχοντας αφήσει τις πίστες ήδη εδώ και οχτώ χρόνια, ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν αισθάνθηκε πολύ άνετα μέσα στα «Αστέρια», ίσως επειδή πάντα θεωρούσε την πρόβα «ιερή» και δεν ήθελε να τη διακόψει. Ο μαέστρος του σχήματος αφήνει τις παρτιτούρες και σπεύδει να τον αγκαλιάσει και να τα πουν για λίγο αφού γνωρίζονταν από παλιά. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή λέει στην μπάντα «Ντο μινόρε» και αμέσως ακούγεται η εισαγωγή από το «Αγαλμα» μπροστά σε έναν αμήχανο Πουλόπουλο. Η Στέλλα Γεωργιάδου, έχοντας καταλάβει πλέον ποιος στέκεται απέναντί της, του προσφέρει αμέσως το μικρόφωνο, αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά να το πάρει. Θέλοντας να τον κάνει να νιώσει οικεία λέει αυτή το πρώτο κουπλέ, ενώ ο Παπαργυρόπουλος τον τσιγκλάει: «Ελα, ρε Γιάννη, μόνο εμείς είμαστε, μεταξύ μας. Κάν’ το για μας». Παίρνει το μικρόφωνο, αυτό που είχε αφήσει για πάντα πριν από οχτώ χρόνια, το φέρνει κοντά στο στόμα του αλλά διστάζει, ενώ ο επιχειρηματίας του λέει: «Κάν’ το για μένα, ρε Γιάννη...». Θα το κάνει αφού πρώτα ρίξει μια βρισιά και θα πει τρεις μόλις στροφές από το τραγούδι που σημάδεψε τη διαδρομή του, πριν πετάξει το μικρόφωνο στο τραπέζι...
Το τσιγάρο και η 16ωρη πρόβα
«Πάμε να φύγουμε, ρε Αργύρη. Σου είπα, δεν θέλω...» είναι οι λέξεις που αφήνει να αιωρούνται στον αέρα, έχοντας κάνει μεταβολή προς την έξοδο. Κάποιοι τραγουδιστές και μουσικοί βουρκώνουν, όλοι τον χειροκροτούν όρθιοι, αλλά ο Πουλόπουλος έχει ήδη φύγει μαζί με τον φίλο του και δεν γυρίζει πίσω. Τους ακούει που τον επευφημούν, αλλά το τραγούδι γι’ αυτόν είχε τελειώσει από το 1998, όταν πήρε την απόφαση να σταματήσει τόσο τη δισκογραφία όσο και τις εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα. Κι ας τον παρακαλούσαν οι επιχειρηματίες να επιστρέψει, να δουλέψει με τους δικούς του όρους, όσο θέλει και με όποια αμοιβή ήθελε.
Γιατί; Γιατί ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος. Κανείς δεν είχε υπολογίσει ότι αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει την απόφασή του να αποχωρήσει από το τραγούδι, τη δισκογραφία και τις εμφανίσεις. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε πολύ καθώς τον ταλαιπωρούσαν διάφορα προβλήματα υγείας. Το τσιγάρο και η παγωμένη μπίρα ήταν δύο συνήθειες που δεν θα έκοβε με τίποτε αν δεν είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ με την υγεία του. Εκτός από την καρδιά του είχε πρόβλημα και με τα μάτια του, αυτά τα μπλε μάτια που γοήτευαν όποιον τα αντίκριζε. Βασανιζόταν από το γλαύκωμα και παρά τις επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το πρόβλημα στην όρασή του εξακολουθούσε να υπάρχει και να τον ταλαιπωρεί. «Λες και ο Θεός τα έβαλε μαζί μου», είπε σε μια τηλεφωνική του συνέντευξη τον περασμένο Απρίλιο, όταν πλέον είχε αποτρα βηχτεί για τα καλά. Την περασμένη Δευτέρα το βράδυο Γιάννης Πουλόπουλος ταξίδεψε για πάντα με αυτούς που φεύγουν και άφησε πίσω την οικογένειά του που λάτρευε και τα τραγούδια που μένουν...
Ειδήσεις σήμερα
Συναγερμός σε γηροκομείο στο Μαρούσι: Εντοπίστηκαν 18 κρούσματα κορωνοϊού
Δολοφονία Μακρή: Ηχητικό ντοκουμέντο από τη στιγμή της δολοφονίας
Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Θετικός στον κορωνοϊό ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα