Eίναι το οικονομικό δίχτυ που μας προστατεύει από τις πλημμύρες και τις φωτιές αλλά και ένας σημαντικός σύμμαχος για την προσαρμογή μας στις νέες κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: Η ζωή του ''Λάρι'' που έφυγε σαν σήμερα
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: Η ζωή του ''Λάρι'' που έφυγε σαν σήμερα
Ο έφηβος που ήταν αποθηκάριος στην Columbia, πούλαγε βραχιολάκια στα νησιά και μεγαλούργησε στην ελληνική μουσική σκηνή, λείπει εδώ κι ένα χρόνο
Καλοκαιράκι και δουλειά είναι δύο πράγματα που δεν ενθουσιάζουν πολύ κάποιους ιδιαίτερους χαρακτήρες, όπως τον νεαρό που βάδιζε χαλαρά εκείνη τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα.
Ήταν τέλη της δεκαετίας του '70 και ο νεαρός που δεν βιαζόταν και άκουγε στο όνομα Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, έφτασε καθυστερημένα στον Περισσό, στην αποθήκη της δισκογραφικής εταιρίας Minos-EΜΙ Columbia.
Ήταν Δευτέρα -η μέρα που σιχαινόταν πιο πολύ απ' όλες- και πήγαινε σε μια δουλειά την οποία μισούσε για πολλούς λόγους και συμπαθούσε μόνο για έναν.
Ως αποθηκάριος είχε την ευκαιρία να πιάνει πρώτος στα χέρια του όλες τις νέες ξένες κυκλοφορίες ή να πετυχαίνει παραγγελίες αγαπημένων του γκρουπ από το εξωτερικό που έφταναν εκεί.
Η απόλυση του λίγο καιρό μετά, ήταν μάλλον αναμενόμενη για τον Λάρι -το όνομα προήρθε από τα αρχικά των PLJ Band- που δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τα ωράρια.
Ούτε με το σχολείο δεν τα είχε βρει αυτός ο νεαρός τότε, με το μεγάλο χαμόγελο και την αγάπη για τους Beatles, τους Rollling Stones, τους Deep Purple και τη rock γενικότερα.
Ο καυγάς με έναν καθηγητή του είχε ως αποτέλεσμα να αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας και να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, όπως αυτή του αποθηκάριου στην Columbia, του παρκαδόρου και του σερβιτόρου.
Μέσα του όμως έκαιγε πάντα αυτή η φλόγα για τη μουσική, αυτή που άναψε όταν άρχισε να κάνει μαθήματα πιάνου σε ηλικία έξι ετών και φούντωσε, όταν τo 1966 στα δέκα του αγόρασε το «Help» των Beatles.
Τελικά ο Λάρι χρειάστηκε να περιμένει άλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν σχηματιστούν οι PLJ Band, μια μπάντα που ήθελε να κάνει πολλά, σε μια νέα δεκαετία που μόλις είχε ανατείλει.
Ήταν τέλη της δεκαετίας του '70 και ο νεαρός που δεν βιαζόταν και άκουγε στο όνομα Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, έφτασε καθυστερημένα στον Περισσό, στην αποθήκη της δισκογραφικής εταιρίας Minos-EΜΙ Columbia.
Ήταν Δευτέρα -η μέρα που σιχαινόταν πιο πολύ απ' όλες- και πήγαινε σε μια δουλειά την οποία μισούσε για πολλούς λόγους και συμπαθούσε μόνο για έναν.
Ως αποθηκάριος είχε την ευκαιρία να πιάνει πρώτος στα χέρια του όλες τις νέες ξένες κυκλοφορίες ή να πετυχαίνει παραγγελίες αγαπημένων του γκρουπ από το εξωτερικό που έφταναν εκεί.
Η απόλυση του λίγο καιρό μετά, ήταν μάλλον αναμενόμενη για τον Λάρι -το όνομα προήρθε από τα αρχικά των PLJ Band- που δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τα ωράρια.
Ούτε με το σχολείο δεν τα είχε βρει αυτός ο νεαρός τότε, με το μεγάλο χαμόγελο και την αγάπη για τους Beatles, τους Rollling Stones, τους Deep Purple και τη rock γενικότερα.
Ο καυγάς με έναν καθηγητή του είχε ως αποτέλεσμα να αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας και να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, όπως αυτή του αποθηκάριου στην Columbia, του παρκαδόρου και του σερβιτόρου.
Μέσα του όμως έκαιγε πάντα αυτή η φλόγα για τη μουσική, αυτή που άναψε όταν άρχισε να κάνει μαθήματα πιάνου σε ηλικία έξι ετών και φούντωσε, όταν τo 1966 στα δέκα του αγόρασε το «Help» των Beatles.
Τελικά ο Λάρι χρειάστηκε να περιμένει άλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν σχηματιστούν οι PLJ Band, μια μπάντα που ήθελε να κάνει πολλά, σε μια νέα δεκαετία που μόλις είχε ανατείλει.
Τα 80's όμως ήθελαν πολλά, όχι πάντως ένα συγκρότημα που έπαιζε progressive rock και οι συνθέσεις του φλέρταραν με τη βυζαντινή μουσική.
Η περιπέτεια του Λάρι και των άλλων μελών του συγκροτήματος μόλις άρχιζε.
Το Παρίσι και ο ύπνος κάτω από γέφυρες
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ευτύχησε να γνωρίσει από μικρός τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, όπως είχε πει σε μια συνέντευξη που παραχώρησε τον Οκτώβριο του 2014, αφού ήταν φίλος του πατέρα του.
Λίγο πριν από την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου των PLJ Band που είχε τον τίτλο «Arnagedon», ο Γιάννης Πετρίδης κανονίζει να μεταβούν στο Παρίσι για να ακούσουν την δουλειά τους οι Γάλλοι της Polygram.
To γκρουπ μαζεύει ότι λεφτά μπορεί και αναχωρεί με ένα παλιό Ford που είχε ο αδερφός του Λαυρέντη, το οποίο ανέβαζε κατακόρυφα θερμοκρασία, όταν η ταχύτητα ξεπέρναγε τα 80 χιλιόμετρα!
Φτάνουν ταλαιπωρημένοι στην Πόλη του Φωτός και αφήνουν το υλικό στη δισκογραφική, η οποία τους λέει να περιμένουν απάντηση και να μην φύγουν.
Λεφτά για ξενοδοχείο δεν υπάρχουν και έτσι το συγκρότημα κοιμάται μέσα στο Ford, κάτω από γέφυρες, ενώ κάποια βράδια τριγυρνούν πεινασμένοι στους δρόμους.
Όπως θυμήθηκε ο Δημήτρης Βασαλάκης -αρχικά κιθαρίστας και μετέπειτα μπασίστας στους «Τερμίτες»- δεκαετίες μετά από εκείνο το ταξίδι «στο Παρίσι μας έδιωχναν οι αστυνομικοί από τον Πύργο του Άιφελ, επειδή το σαραβαλάκι μας τους χαλούσε το τοπίο. Έχουμε κοιμηθεί μέσα σε νεκροταφεία χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι και μας ξυπνούσαν το πρωί οι κηδείες».
Όταν δεν αντέχουν άλλο την αναμονή, επιστρέφουν στην Ελλάδα και περιμένουν τηλεφώνημα από τους Γάλλους της Polygram.
«Περιμέναμε το τηλεφώνημα που θα άλλαζε τη ζωή μας, ενώ εγώ δεν είχα ούτε καν τηλέφωνο στο σπίτι. Κομμένο ρεύμα είχα» θα πει ο Λαυρέντης στην συνέντευξη που είχαν παραχωρήσει οι «Τερμίτες» στο «Πρώτο Θέμα».
Ο κιθαρίστας Παύλος Κικριλής είναι αυτός που βρίσκει τον Λάρι για να του πει ότι οι Γάλλοι είπαν όχι τελικά, και οι PLJ Band υπογράφουν στην Polygran Ελλάδας.
Το «Armagedon» δεν θα πουλήσει τότε, ενώ και οι κριτικές είναι αρνητικές στα μουσικά περιοδικά της Ελλάδας. Όμως τρεις δεκαετίες μετά, θεωρείται ένας αριστουργηματικός δίσκος που έχει πουλήσει πολύ καλά στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό το συγκρότημα μετονομάζεται σε «Τερμίτες» από την δισκογραφική τους η οποία τους «σπρώχνει» να ηχογραφήσουν με ελληνικό στίχο.
Προσωπικά βιώματα
Ο Αντώνης Μιτζέλος και πολλοί άλλοι μαζί του πιστεύουν ότι οι «Τερμίτες» γέννησαν αυτή την αστική μπαλάντα με το ποιητικό στίγμα, που έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της στο ελληνικό τραγούδι.
Βοήθησαν πολλοί οι στίχοι του Μιχάλη Μαρματάκη που έγραψε μεταξύ άλλων τη «Σκόνη» και μετέπειτα αυτοί του Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλου. Ο τελευταίος που έπαιζε πλήκτρα στους «Τερμίτες», είναι ένα βράδυ με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος αρχίζει να του διηγείται ιστορίες από την στρατιωτική του θητεία στον Έβρο.
Ο Σπυρόπουλος εμπνέεται, αρχίζει να γράφει στίχους μέχρι τα ξημερώματα και έτσι γεννιέται το εμβληματικό «Διδυμότειχο Blues», στο οποίο συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.
Το κομμάτι γίνεται ο ύμνος των φαντάρων και είναι ένα από αυτά που θα σημαδέψουν την καριέρα του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος όπως είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του, είχε εντρυφήσει σε καταχρήσεις όπως το να καπνίζει φούντα.
Ήταν μια συνήθεια που την έκοψε μαχαίρι όταν σε ένα ραντεβού με την μέλλουσα τότε σύζυγό του την οποία συνόδευε μια φίλη της, έλεγε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι.
Ο γάμος του και η γέννηση της κόρης του, τον έκαναν έναν άλλο άνθρωπο που άφησε πίσω του τις νεανικές ανησυχίες ενός ροκά που γεννήθηκε θαρρείς για να γράφει ή να μελοποιεί.
Παντρεύτηκε σε ηλικία 40 ετών με τέσσερις καλεσμένους στη Μονή Πεντέλης και συνέχισε να κάνει αυτό που ήθελε πάντα, να συνθέτει μουσική και να φτιάχνει μουσικά διαμάντια, ενίοτε σκληρά όπως το «Να δεις τι σου 'χω για μετά».
Η καρδιά, το λιποθυμικό επεισόδιο και το τελευταίο βράδυ
Ο Λάρι δεν μάσαγε τα λόγια του, δεν κρυβόταν ποτέ και δεν δίσταζε να μιλήσει για όλα όταν τον ρωτούσαν στις συνεντεύξεις του να μιλήσει επί προσωπικού.
Η μεγάλη καρδιά του τον είχε προειδοποιήσει πριν από λίγα χρόνια όταν έκανε επέμβαση bypass, μετά από την οποία ήρθε αντιμέτωπος με την μανιοκατάθλιψη.
Την πάλεψε κι αυτή, συνεχίζοντας μια πορεία με δεκάδες συνεργασίες και εκατοντάδες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, μόνος του, με τον Τσακνή, με τον Πορτοκάλογλου και άλλους.
Λάτρης του χιούμορ και των συζητήσεων περί μουσικής, πολιτικής και κοινωνίας, επιθυμούσε διακαώς να γίνονται περισσότερα πράγματα για τον πολιτισμό και δεν έλεγε ποτέ όχι σε όποιους ζητούσαν να τον δουν μετά από ένα live.
Σε μια τέτοια βραδιά στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» στις 23 Φεβρουαρίου του 2019, ο Λαυρέντης είναι στην σκηνή όταν αρχίζει να αισθάνεται μια δυσφορία και καταρρέει μπροστά στα μάτια του κοινού.
Επικρατεί πανικός, από τα μικρόφωνα αναζητείται γιατρός μέσα στους θεατές και οι κουρτίνες πέφτουν, ώστε να μεταφερθεί ο Μαχαιρίτσας στο καμαρίνι και να του δοθούν οι πρώτες βοήθειες.
Το συμβάν έγινε λίγο πριν το τέλος του προγράμματος που είχε στήσει με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, ο οποίος βγήκε και είπε δυο-τρία τραγούδια ακόμη, ενώ έδωσε ευχές για ταχεία ανάρρωση στον Λαυρέντη, που συνήλθε λίγο αργότερα.
Επανήλθε δριμύτερος, εξακολουθούσε να μισεί τις Δευτέρες και να λατρεύει τις περιοδείες και τα live που του έδιναν ζωή, όπως και τα βράδια μαζί με φίλους, στην Αθήνα ή αλλού.
Ήταν ένα τέτοιο βράδυ σε μια παραλία στον Βόλο που γράφτηκε το περίφημο «Πόσο σε θέλω», όπου είχαν αράξει ο Λαυρέντης και ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος που άρχισε να διαβάζει τους στίχους που μόλις είχε γράψει.
Σχεδόν ταυτόχρονα ο Μαχαιρίτσας άρχισε να βρίσκει την μελωδία στην κιθάρα και μετά ο Αντώνης Μιτζέλος πρόσθεσε κάποια άλλα μουσικά μέρη, σε αυτό τον ερωτικό ύμνο.
Έναν από τους πολλούς που τραγούδησε αυτός ο αιώνιος έφηβος που απείχε πολύ από την εικόνα ενός συνήθη 60άρη, όταν τον έβλεπες στην σκηνή η μιλούσες μαζί του.
«Και τι ζητάω, τι ζητάω μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω...».
Ο στίχος σε ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια μετουσιώθηκε σε μια σκληρή πραγματικότητα για όλους όσους αγαπούσαν τον Λάρι, που έσβησε προδομένος από την καρδιά του.
Έσβησε τη Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου του 2019 τη μέρα που απεχθανόταν πιο πολύ απ' όλες για να πάει να βρει τον Μπουλά, τον Τζιμάκο και τους άλλους «Εκεί στο Νότο...».
Η περιπέτεια του Λάρι και των άλλων μελών του συγκροτήματος μόλις άρχιζε.
Το Παρίσι και ο ύπνος κάτω από γέφυρες
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ευτύχησε να γνωρίσει από μικρός τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, όπως είχε πει σε μια συνέντευξη που παραχώρησε τον Οκτώβριο του 2014, αφού ήταν φίλος του πατέρα του.
Λίγο πριν από την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου των PLJ Band που είχε τον τίτλο «Arnagedon», ο Γιάννης Πετρίδης κανονίζει να μεταβούν στο Παρίσι για να ακούσουν την δουλειά τους οι Γάλλοι της Polygram.
To γκρουπ μαζεύει ότι λεφτά μπορεί και αναχωρεί με ένα παλιό Ford που είχε ο αδερφός του Λαυρέντη, το οποίο ανέβαζε κατακόρυφα θερμοκρασία, όταν η ταχύτητα ξεπέρναγε τα 80 χιλιόμετρα!
Φτάνουν ταλαιπωρημένοι στην Πόλη του Φωτός και αφήνουν το υλικό στη δισκογραφική, η οποία τους λέει να περιμένουν απάντηση και να μην φύγουν.
Λεφτά για ξενοδοχείο δεν υπάρχουν και έτσι το συγκρότημα κοιμάται μέσα στο Ford, κάτω από γέφυρες, ενώ κάποια βράδια τριγυρνούν πεινασμένοι στους δρόμους.
Όπως θυμήθηκε ο Δημήτρης Βασαλάκης -αρχικά κιθαρίστας και μετέπειτα μπασίστας στους «Τερμίτες»- δεκαετίες μετά από εκείνο το ταξίδι «στο Παρίσι μας έδιωχναν οι αστυνομικοί από τον Πύργο του Άιφελ, επειδή το σαραβαλάκι μας τους χαλούσε το τοπίο. Έχουμε κοιμηθεί μέσα σε νεκροταφεία χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι και μας ξυπνούσαν το πρωί οι κηδείες».
Όταν δεν αντέχουν άλλο την αναμονή, επιστρέφουν στην Ελλάδα και περιμένουν τηλεφώνημα από τους Γάλλους της Polygram.
«Περιμέναμε το τηλεφώνημα που θα άλλαζε τη ζωή μας, ενώ εγώ δεν είχα ούτε καν τηλέφωνο στο σπίτι. Κομμένο ρεύμα είχα» θα πει ο Λαυρέντης στην συνέντευξη που είχαν παραχωρήσει οι «Τερμίτες» στο «Πρώτο Θέμα».
Ο κιθαρίστας Παύλος Κικριλής είναι αυτός που βρίσκει τον Λάρι για να του πει ότι οι Γάλλοι είπαν όχι τελικά, και οι PLJ Band υπογράφουν στην Polygran Ελλάδας.
Το «Armagedon» δεν θα πουλήσει τότε, ενώ και οι κριτικές είναι αρνητικές στα μουσικά περιοδικά της Ελλάδας. Όμως τρεις δεκαετίες μετά, θεωρείται ένας αριστουργηματικός δίσκος που έχει πουλήσει πολύ καλά στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό το συγκρότημα μετονομάζεται σε «Τερμίτες» από την δισκογραφική τους η οποία τους «σπρώχνει» να ηχογραφήσουν με ελληνικό στίχο.
Προσωπικά βιώματα
Ο Αντώνης Μιτζέλος και πολλοί άλλοι μαζί του πιστεύουν ότι οι «Τερμίτες» γέννησαν αυτή την αστική μπαλάντα με το ποιητικό στίγμα, που έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της στο ελληνικό τραγούδι.
Βοήθησαν πολλοί οι στίχοι του Μιχάλη Μαρματάκη που έγραψε μεταξύ άλλων τη «Σκόνη» και μετέπειτα αυτοί του Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλου. Ο τελευταίος που έπαιζε πλήκτρα στους «Τερμίτες», είναι ένα βράδυ με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος αρχίζει να του διηγείται ιστορίες από την στρατιωτική του θητεία στον Έβρο.
Ο Σπυρόπουλος εμπνέεται, αρχίζει να γράφει στίχους μέχρι τα ξημερώματα και έτσι γεννιέται το εμβληματικό «Διδυμότειχο Blues», στο οποίο συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.
Το κομμάτι γίνεται ο ύμνος των φαντάρων και είναι ένα από αυτά που θα σημαδέψουν την καριέρα του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος όπως είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του, είχε εντρυφήσει σε καταχρήσεις όπως το να καπνίζει φούντα.
Ήταν μια συνήθεια που την έκοψε μαχαίρι όταν σε ένα ραντεβού με την μέλλουσα τότε σύζυγό του την οποία συνόδευε μια φίλη της, έλεγε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι.
Ο γάμος του και η γέννηση της κόρης του, τον έκαναν έναν άλλο άνθρωπο που άφησε πίσω του τις νεανικές ανησυχίες ενός ροκά που γεννήθηκε θαρρείς για να γράφει ή να μελοποιεί.
Παντρεύτηκε σε ηλικία 40 ετών με τέσσερις καλεσμένους στη Μονή Πεντέλης και συνέχισε να κάνει αυτό που ήθελε πάντα, να συνθέτει μουσική και να φτιάχνει μουσικά διαμάντια, ενίοτε σκληρά όπως το «Να δεις τι σου 'χω για μετά».
Η καρδιά, το λιποθυμικό επεισόδιο και το τελευταίο βράδυ
Ο Λάρι δεν μάσαγε τα λόγια του, δεν κρυβόταν ποτέ και δεν δίσταζε να μιλήσει για όλα όταν τον ρωτούσαν στις συνεντεύξεις του να μιλήσει επί προσωπικού.
Η μεγάλη καρδιά του τον είχε προειδοποιήσει πριν από λίγα χρόνια όταν έκανε επέμβαση bypass, μετά από την οποία ήρθε αντιμέτωπος με την μανιοκατάθλιψη.
Την πάλεψε κι αυτή, συνεχίζοντας μια πορεία με δεκάδες συνεργασίες και εκατοντάδες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, μόνος του, με τον Τσακνή, με τον Πορτοκάλογλου και άλλους.
Λάτρης του χιούμορ και των συζητήσεων περί μουσικής, πολιτικής και κοινωνίας, επιθυμούσε διακαώς να γίνονται περισσότερα πράγματα για τον πολιτισμό και δεν έλεγε ποτέ όχι σε όποιους ζητούσαν να τον δουν μετά από ένα live.
Σε μια τέτοια βραδιά στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» στις 23 Φεβρουαρίου του 2019, ο Λαυρέντης είναι στην σκηνή όταν αρχίζει να αισθάνεται μια δυσφορία και καταρρέει μπροστά στα μάτια του κοινού.
Επικρατεί πανικός, από τα μικρόφωνα αναζητείται γιατρός μέσα στους θεατές και οι κουρτίνες πέφτουν, ώστε να μεταφερθεί ο Μαχαιρίτσας στο καμαρίνι και να του δοθούν οι πρώτες βοήθειες.
Το συμβάν έγινε λίγο πριν το τέλος του προγράμματος που είχε στήσει με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, ο οποίος βγήκε και είπε δυο-τρία τραγούδια ακόμη, ενώ έδωσε ευχές για ταχεία ανάρρωση στον Λαυρέντη, που συνήλθε λίγο αργότερα.
Επανήλθε δριμύτερος, εξακολουθούσε να μισεί τις Δευτέρες και να λατρεύει τις περιοδείες και τα live που του έδιναν ζωή, όπως και τα βράδια μαζί με φίλους, στην Αθήνα ή αλλού.
Ήταν ένα τέτοιο βράδυ σε μια παραλία στον Βόλο που γράφτηκε το περίφημο «Πόσο σε θέλω», όπου είχαν αράξει ο Λαυρέντης και ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος που άρχισε να διαβάζει τους στίχους που μόλις είχε γράψει.
Σχεδόν ταυτόχρονα ο Μαχαιρίτσας άρχισε να βρίσκει την μελωδία στην κιθάρα και μετά ο Αντώνης Μιτζέλος πρόσθεσε κάποια άλλα μουσικά μέρη, σε αυτό τον ερωτικό ύμνο.
Έναν από τους πολλούς που τραγούδησε αυτός ο αιώνιος έφηβος που απείχε πολύ από την εικόνα ενός συνήθη 60άρη, όταν τον έβλεπες στην σκηνή η μιλούσες μαζί του.
«Και τι ζητάω, τι ζητάω μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω...».
Ο στίχος σε ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια μετουσιώθηκε σε μια σκληρή πραγματικότητα για όλους όσους αγαπούσαν τον Λάρι, που έσβησε προδομένος από την καρδιά του.
Έσβησε τη Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου του 2019 τη μέρα που απεχθανόταν πιο πολύ απ' όλες για να πάει να βρει τον Μπουλά, τον Τζιμάκο και τους άλλους «Εκεί στο Νότο...».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα