Τάκης Σπυριδάκης: Ένας χρόνος χωρίς τον «Γλυκό Συμμορίτη»

Η διαδρομή και το τέλος ενός μποέμ αλήτη της υποκριτικής από την Αίγινα και τα Εξάρχεια μέχρι την ταινία σταθμό του Νικολαΐδη και τις διαφημίσεις με τον πρόεδρο  

Βράδυ Σεπτέμβρη ήταν, πριν καμιά εικοσαριά χρόνια και ο τυπάς με το χαλαρό περπάτημα που έβγαινε από τα «Περδικιώτικα» στην Αφαίας- από τα πιο κλασικά μπαρ της Αίγινας- πέφτει πάνω σε μια παρέα νεαρών. Οι τελευταίοι προσπαθούν να καταλάβουν που τον έχουν ξαναδεί, τι τους θυμίζει αυτός ο τύπος με το μακρύ μαλλί, που τον έχουν ξαναδεί.  Μια μέρα μετά στην παραλία του Μαραθώνα στην Αίγινα ξαναβλέπουν τον ίδιο τύπο που απολαμβάνει ένα Bacardi-Cola συζητώντας με έναν φίλο του για σινεμά, jazz και υποκριτική. Δίπλα κάποιοι Αθηναίοι παραθεριστές αναγνωρίζουν τον Τάκη Σπυριδάκη, τον ηθοποιό που σημάδεψε με την ερμηνεία του μαζί με τους υπόλοιπους συμπρωταγωνιστές του την «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαϊδη.


Αυτόν, που έφυγε σαν σήμερα πριν ένα χρόνο, μετά από μια χρόνια μάχη με τον καρκίνο που τελικά νίκησε αυτόν τον «γλυκό συμμορίτη». Ατίθασο πνεύμα από πιτσιρικάς, ένας μποέμ αλήτης της υποκριτικής και λάτρης της νύχτας, ο Τάκης δεν είχε κανένα πρόβλημα να βγει από ένα jazz bar και να μπει σε ένα σκυλάδικο της Αχαρνών. Η ζωή του όλη ήταν ένα τσιγάρο που μέσα του είχε στρίψει όλες τις χαρές, τις λύπες, τις μουσικές που αγάπησε, τις γυναίκες που λάτρεψε, τις ταινίες που γύρισε και τις νύχτες που έζησε από πιτσιρικάς στον Πειραιά.

Ο φευγάτος

Την Αίγινα που γεννήθηκε την λάτρευε αλλά μόνο τα καλοκαίρια, τότε που έβρισκε τους φίλους του στην παραλία το πρωί και στα «Περδικιώτικα» το βράδυ, όταν άραζε στο μπαρ της αυλής και τα έπινε ακούγοντας Doors, Rolling Stones και Led Zeppelin.

Με την ίδια άνεση που υποκλινόταν στις μουσικές του Miles Davis και του Dizzy Gillespie εντρυφούσε και σε τραγούδια όπως το «Εγώ τραγούδαγα» aka «Τα σκυλάδικα» όπως το ξέρουν όλοι. Ο Τάκης Σπυριδάκης ήταν ένα μεγάλο παιδί που πάντα ονειρευόταν να φύγει, από την εποχή που έμενε μαζί με την γιαγιά του στον Πειραιά, στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Τότε που πήγαινε νυχτερινό γυμνάσιο και μετά έβγαινε βράδυ, όταν η γιαγιά κοιμόταν για να μυρίσει την νύχτα σε μπαρ όπως το «Hungry Years» που ανήκε σε έναν τύπο που έμοιαζε να είχε ξεμείνει εκεί μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στην θάλασσα.

Όταν βλέπει τις πρώτες ταινίες του Όττο Πρέμινγκερ και του Σαμ Πέκινπα, μαγεύεται από το θέαμα και στα 18 του αποφασίζει να την κάνει για το Λονδίνο, προκειμένου να σπουδάσει υποκριτική.
Θα μείνει μόνο για λίγο, αφού τα λεφτά δεν φτάνουν ούτε για ζήτω πριν επιστρέψει το 1976 στην Ελλάδα για να μπει στην Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δεν φαντάζεται ότι σε λίγα χρόνια ο Νίκος Νικολαΐδης θα τον επιλέξει για έναν ρόλο που ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του.


Από την συμμορία στον πρόεδρο

Ο εξαιρετικός αυτός σκηνοθέτης είδε στον Σπυριδάκη έναν τύπο που ήταν αρκετά αληθινός με τον κινηματογραφικό του ήρωα.
Ο Τάκης εκείνη την περίοδο σύχναζε στα Εξάρχεια, έκανε παρέα με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και την Κατερίνα Γώγου, έμενε ενίοτε όπου έβρισκε να κοιμηθεί χωρίς να τον ρωτάνε πολλά και σύχναζε στο Dada, σε κουτούκια και σε μπιλιαρδάδικα.

Η ερμηνεία του δεν ήταν υποδειγματική, ήταν αληθινή και αυτό ήταν που ήθελε ο Νικολαϊδης από τον 23χρονο Σπυριδάκη, ο οποίος χρόνια μετά είπε ότι ουσιαστικά δεν ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά σκηνοθέτης.

«Αυτό που εκτίμησα στον Νίκο» μου είχε πει ένα βράδυ που ήρθε η κουβέντα στην «Γλυκιά συμμορία» ήταν ότι ήθελε αυτές τις φάτσες για την ταινία του. Τον Μόσχο, την Μασκλαβάνου, εμένα, μούρες που δεν μας ήξερε κανείς σχεδόν».

Η ταινία που περιγράφει την ζωή μιας ομάδας περίεργων τύπων που ζουν με ληστείες-χωρίς όπλα-κλοπές και διάφορα κόλπα η οποία μπαίνει στο στόχαστρο κρατικών υπηρεσιών, είναι ένα ρέκβιεμ στην ανυπόταχτη σκέψη. Ο Τάκης Σπυριδάκης θα βραβευτεί για την ερμηνεία του, αλλά οι επιλογές του μετά είναι αυτό που λέμε επιλεκτικές, έστω και αν αναγκάστηκε κάποια στιγμή να παίξει σε πράγματα που δεν τον εξέφραζαν.

Το έκανε όταν χρειαζόταν χρήματα σε εποχές που η ιδιωτική τηλεόραση πλήρωνε αδρά, αλλά ακόμη και σε μια τέτοια δουλειά, όπως τον «Δούρειο Ίππο» η αυθεντικότητα του ξεχώριζε αμέσως.
Πριν είχε αφήσει το στίγμα του στην πρώτη «Λούφα και Παραλλαγή» του Περράκη, στο «Αυτή η Νύχτα Μένει» με έναν μικρό αλλά εκπληκτικό ρόλο αγανακτισμένου μουσικού σε σκυλάδικο της επαρχίας, στα «Φθηνά Τσιγάρα» και στα «Τέσσερα Μαύρα Κουστούμια», αμφότερες ταινίες του Ρένου Χαραλαμπίδη.

Δεν είναι υπερβολή αλλά είναι κρίμα ίσως το γεγονός ότι έγινε ευρύτατα γνωστός από τις διαφημιστικές καμπάνιες της Wind στον ρόλο του προέδρου ομάδας που κάνει τα πάντα.
Η ερμηνεία του ως πρόεδρος και η ατάκα «Αγαπούλα, πούλα» ή οι λεκτικοί διαξιφισμοί με τον προπονητή και τον σεΐχη επενδυτή σκόρπισαν τρελό γέλιο στο πανελλήνιο.
Όμως ακόμη κι εκεί ο Τάκης ήταν ο εαυτός του, αυτός ο αιώνια φευγάτος μποέμ τύπος που ήθελε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα.

«Ο κήπος του Θεού», τα χρέη και ο καρκίνος

Μετά την μικρού μήκους ταινία «Βέρα Κρουζ» ο Σπυριδάκης αποφάσισε να κάνει το φιλμ «Ο κήπος του Θεού» στια αρχές της δεκαετίας του ’90. Η ταινία γυρίστηκε εξ’ ολοκλήρου στην Αίγινα και όταν προβλήθηκε σάρωσε τα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1994, πραγματευόμενη τις περιπέτειες μιας παρέας φυλακισμένων που φτάνουν μέχρι την εξέγερση.

«Σάρωσε» όμως και τον Τάκη ο οποίος χρεώθηκε αρκετά εκατομμύρια δραχμές για να την τελειώσει, γεγονός που τον έφερε σε δεινή οικονομική θέση. Ήταν ένα βήμα πριν από την φυλακή, όταν ένας κριτικός της Liberation που είδε την ταινία σε ένα φεστιβάλ, έγραψε μια διθυραμβική κριτική με αποτέλεσμα να προβληθεί σε δεκάδες κινηματογράφους του Παρισιού.
Λίγα 24ωρα πριν συλληφθεί για χρέη έλαβε τα λεφτά από τις προβολές στην Γαλλία, τα οποία ήταν όλο του το χρέος και το ξόφλησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

Έχοντας φτάσει στο αμήν από τα συνεχή τηλεφωνήματα γέμισε τις τσέπες του με λεφτά, πήγε στην εταιρία που τα χρωστούσε και άρχισε να τα πετάει στον αέρα, επί μια ώρα! Λυτρώθηκε όπως μου είχε πει σε μια κουβέντα μας αφού η σύζυγος του φοβόταν πλέον να σηκώσει το τηλέφωνο κάθε φορά που χτυπούσε. Χρόνια μετά κι ενώ είχαν χωρίσει κρατώντας πολύ καλές σχέσεις ήταν αυτή που τον έπεισε να πάει στον γιατρό λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2016.

Τότε που ο Τάκης δυσκολευόταν να φάει, κάτι που απέδωσε σε πολλά πράγματα αλλά όχι σε ασθένεια και αρχικά ανέβαλλε την επίσκεψη σε γιατρό. Όταν του ζητάει να μιλήσει ευθέως μετά τις εξετάσεις ακούει την φράση «έχεις καρκίνο που μπορεί να αντιμετωπίζεται» και η πρώτη του αντίδραση ήταν η αναμενόμενη για όσους τον ήξεραν. Πήρε τηλέφωνο την πρώην σύζυγο του και της έδωσε ραντεβού μέρα μεσημέρι σε ένα μπαράκι, όπου μεταξύ ενός πακέτου τσιγάρων και τεσσάρων ουίσκι της είπε την διάγνωση.

Μετά μίλησε στις δύο κόρες του και όπως είπε σε κάποιους πολύ δικούς του ανθρώπους «αν μέχρι εδώ ήτανε, μέχρι εδώ ήτανε». Όμως δεν ήταν μέχρι εκεί. Μετά από ένα πολύ δύσκολο χειρουργείο αυτός ο μποέμ τύπος που αγαπούσε τις καταχρήσεις-δεν είχε αρνηθεί ποτέ ότι παλιότερα κάπνιζε φούντα-και λάτρευε τις μεθυσμένες και γεμάτες καπνό συζητήσεις με φίλους και ωραίες γυναίκες επέστρεψε αλλά τελικά ήταν μόνο για λίγο.

Η αρρώστια επανήρθε δριμύτερη και οι τελευταίες μέρες του Τάκη δεν ήταν αυτές που θα άξιζαν σε ένα τέτοιο τύπο, που θα μπορούσε άνετα να είναι πρωταγωνιστής στις ταινίες του Τζιμ Τζάρμους. Από εκείνη την Παρασκευή του περασμένου Σεπτέμβρη που το ημερολόγιο έδειχνε 14 του μήνα, παίζει πλέον τα δικά του «μεθυσμένα» νουάρ στο «Σινεμά ο Παράδεισος» παρέα με φίλους που πήγε να βρει εκεί ψηλά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr