Τι δουλειά έχει ένας Μπισμπίκης στις «Άγριες Μέλισσες»;
Τι δουλειά έχει ένας Μπισμπίκης στις «Άγριες Μέλισσες»;
Γιατί ο δημιουργός που εισέβαλε ως πρωταγωνιστής στo δημοφιλές σίριαλ είναι το πρόσωπο της χρονιάς - Η παράστασή του «Ανθρωποι και Ποντίκια» ετοιμάζεται να ανέβει ξανά σε νέο χώρο ενώ ακόμα δεν έχει κοπάσει ο θόρυβος από την τρομερή ερμηνεία του στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Αν δεν τον έχεις δει στην τηλεόραση -που αποκλείεται- θα τον έχεις δει σίγουρα στο σινεμά, ίσως στην πρόσφατη «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη και αν δεν τον έχεις δει στο σινεμά, σίγουρα θα έχεις ψάξει μέρες για να βρεις ένα πολυπόθητο εισιτήριο για τη sold out παράσταση «Ανθρωποι και Ποντίκια» ή θα έχεις παρακαλέσει να σου δώσει κάποιος τη θέση του στον -δικό του και πάλι sold out- «Πατέρα». Και αν δεν τον ξέρεις ως πρόσωπο που έχει αφήσει, εδώ και χρόνια, τη σφραγίδα του -ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και δημιουργός-, περίμενε να τον δεις να κλέβει την παράσταση ως σκληροτράχηλος διευθυντής Φυλακών στις τηλεοπτικές «Αγριες Μέλισσες» και ως αυτός που εισβάλει απειλητικά στη ζωή της Ελένης παίρνοντας ουσιαστικά τη σκυτάλη του πρωταγωνιστή από τον Γιάννη Στάνκογλου. Ο λόγος για τον Βασίλη Μπισμπίκη, τον οποίο για κάποιον λόγο όλοι αναφέρουν στις κουβέντες τους ως παράδειγμα προς έμπνευση/αντοχή/ανατροπή, αφού όλα δείχνουν πως αυτή -αλλά και οι επόμενες-είναι σίγουρα η χρονιά του.
Δεν είναι και λίγο να σκεφτείς ότι αρκεί ένας άνθρωπος για να οδηγήσει το πιο ετερόκλητο κοινό (αναρχικούς φοιτητές, κυρίες των βορείων προαστίων, θεατρόφιλους, ψαγμένους) στη μέση του πουθενά, στον Βοτανικό και τον Τεχνοχώρο Cartel. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε όλο τον περασμένο χειμώνα στην παράσταση που σκηνοθετούσε ο Βασίλης Μπισμπίκης «Ανθρωποι και Ποντίκια», μια σκληρή μεταφορά του έργου του Στάινμπεκ στη σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία ξάφνιασε και γοήτευσε με την αλήθεια της. Σιγά-σιγά ήρθαν και τα ένθερμα κείμενα από τους πλέον σκληρούς θεατροκριτικούς, το word of mouth και τα βραβεία για να μετατρέψουν τον Μπισμπίκη και την ομάδα του στο πιο προβεβλημένο και πολυσυζητημένο θεατρικό case study της περσινής χρονιάς. Οι ηθοποιοί της ομάδας του Cartel, που αυτός καθοδηγούσε με τρόπο μεταφυσικό σαν ένας αναρχικός-ρεαλιστής μαέστρος, δηλαδή τον Παναγιώτη Σούλη και τη Φαίη Τζήμα, έμοιαζαν να ακολουθούν το τέμπο ενός δημιουργού που ξέρει ότι για να κατακτήσει το κοινό πρέπει να μεταφέρει στη σκηνή κάθε ρανίδα του αίματός του. Παιδί της πραγματικότητας και ο ίδιος, ξέρει πως δεν γελιέται ο θεατής που θα μυριστεί αργά ή γρήγορα οτιδήποτε ψεύτικο. Αν επομένως κάτι έκανε τον κόσμο να έρθει σαν μανιακός κοντά στον Μπισμπίκη, ξεχνώντας όλες αυτές τις περισπούδαστες αναλύσεις για τη «μνημειώδη παράσταση» ή το «κρυμμένο νόημα», ήταν ότι εκεί κάποιος μιλούσε με τη δική του ξεχασμένη και αδικημένη φωνή χωρίς να μαϊμουδίζει ξένα πρότυπα και ούτε να πασχίζει να είναι κάπου ή κάπως αρεστός. Ως εκ τούτου ο εσκεμμένος ερασιτεχνισμός -που επέτρεψε ο ίδιος να διαφανεί ως δήθεν αυτοσχεδιασμός- ήταν βγαλμένος από τη βαθιά συνειδητοποίηση του ρόλου του ως ηθοποιού και δημιουργού, από το ότι ήξερε ότι πρέπει να παίζει με ικανότητα και στα δύο ταμπλό. Αν λοιπόν ο Μάρλον Μπράντο έγλειφε με σοφιστικέ αγριότητα το βούτυρο από τα πατώματα και το σώμα της ερωμένης του στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», μεταφερμένος στο νεοελληνικό σύμπαν της συμπρωτεύουσας ο Μπισμπίκης χτυπιόταν μοναδικά ως μοιραίος Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος» στη σκηνή του ΚΘΒΕ - ένας από τους πρώτους ρόλους που θα τον κάνουν να ξεχωρίσει. Από τότε ελάχιστοι απ’ όσους τον είχαν δει τον ξέχασαν.
Πετυχημένο πείραμα
Ρεαλισμός και μαγεία ήταν, άλλωστε, τα δύο συστατικά του «Λεωφορείου» του Τένεσι Ουίλιαμς - και είναι τα ίδια που ανέδειξε ο Μπισμπίκης στις μετέπειτα παραστάσεις του. Απόδειξη τα πρόσφατα «Ποντίκια»: καμώματα, τεχνάσματα, μιμητισμοί -ή αυτός ο απεχθής όρος «νέες τάσεις»- έμειναν μακριά από το έργο∙ το παν εδώ ήταν να αποκαλύψει ο ηθοποιός την αλήθεια του. Και το πείραμα πέτυχε: πλέον ο Βασίλης Μπισμπίκης μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό του να χαίρεται που δικαιώθηκε όχι μόνο η τέχνη στην αυταξία της, αλλά που μπορεί να την ασκεί με τους δικούς του όρους, όπως ακριβώς την ονειρεύεται και όπως ακριβώς θα ήθελε κάθε ηθοποιός που γουστάρει τη δουλειά του. «Αυτό που θέλω είναι να περνάνε καλά οι ηθοποιοί μου και να χαιρόμαστε όλοι με αυτό που κάνουμε», λέει και ξαναλέει ο ίδιος επιβεβαιώνοντας το πιστεύω του «χαίρομαι με τη χαρά σου». Πλέον έχει άλλον έναν λόγο να χαίρεται αφού έχει τη δική του στέγη, όπου θα ανεβούν οι φετινές παραγωγές του τεχνοχώρου Cartel - έναν νέο βιομηχανικό χώρο στην περιοχή του Ρέντη, ιδιοκτησίας του Ιδρύματος Ωνάση. Εκεί, σε αυτό τον νέο χώρο που του παραχώρησε το Ιδρυμα, θα ανέβει ξανά το «Ανθρωποι και Ποντίκια» και κατόπιν θα ακολουθήσουν τα «Κόκκινα Φανάρια», το πρώτο έργο που είδε στη ζωή του. Πρόκειται για μια queer εκδοχή, με πρωταγωνίστριες drag queen και με πραγματικές σκηνές που ο Μπισμπίκης είχε δει και ζήσει από κοντά σε διάφορα τέτοια στέκια: από τις «Κούκλες» μέχρι την περίφημη «Χαβάη» στον Κεραμεικό.
Αλλωστε δεν είναι από αυτούς που φοβούνται να κυλιστούν στις λάσπες ή να βρωμιστούν αν χρειαστεί. Η σχέση με τη γη είναι βασική για τον άμεσο κόσμο του Μπισμπίκη. Ακόμα και τα καλοκαίρια, όταν άλλοι αναζητούν εξωτικές παραλίες, εκείνος τρέχει στα βουνά της Απτερας Χανίων για να βρεθεί με τους φίλους του από τα μακρινά χωριά, τους βοσκούς της Κρήτης, «τους δικούς μου ανθρώπους», όπως λέει. Αν τον ρωτήσεις θα σου δηλώσει μάλιστα περήφανος που θα τον χρίσουν επιτέλους δημότη στα Μεγάλα Χωράφια -«όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή παρακάλεσα ο ίδιος»-, τη μοναδική τιμητική διάκριση που έχει ζητήσει στη ζωή του για να μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται και με τη βούλα Κρητικός. Στην πραγματικότητα, η καταγωγή του είναι από τη Σμύρνη -η έμφυτη ευγένεια προφανώς προέρχεται από εκεί- με δυο γονείς που έδωσαν τη δική τους μάχη για την επιβίωση για τις ιδέες. Από τον αντάρτη παππού πήρε την πίστη στα ιδανικά της ντομπροσύνης και της φιλίας, από τον πατέρα ποδοσφαιριστή την παρομοίωση της ζωής με μια διαρκή μάχη που πρέπει απλώς να κερδίζεται. Οχι ότι δεν θα μπορούσε να είχε βρεθεί στην άλλη πλευρά των ανθρώπων που αγαπάει να ξαναζωντανεύει στο θέατρο, οι οποίοι έχουν χάσει όλες τις μάχες και έχουν μείνει νεκροζώντανοι μακριά από τη λύτρωση. Ως άνθρωπος που ανέκαθεν φλέρταρε με τα άκρα χρειάστηκε πολλές φορές να ευχαριστήσει την τύχη του που τον γλίτωσε από τον θάνατο ή να δει με έκπληξη τον εαυτό του να βγαίνει σώος και αβλαβής. Σίγουρα τα εύκολα πράγματα δεν ήταν γι’ αυτόν - αλλά ούτε ήταν αυτός που θα παρασυρόταν ποτέ από τις ευκολίες. Πιστεύοντας στη ρήση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας», την οποία επικαλείται όταν άλλοι αρέσκονται σε αβρότητες, προτίμησε να θέσει αυτήν στο κέντρο του κοσμοειδώλου που έστησε στο θέατρο: η βία κινεί τα νήματα, η βία τα λύνει. Εχει, εξάλλου, το βλέμμα που θα εστιάσει στη σύγκρουση και όχι στο μελό, στην πραγματικότητα που πονάει και όχι σε αυτή που χαϊδεύει.
«Τα λουλούδια στην κυρία από μένα» δεν είναι άλλωστε ένα τραγούδι που θα ακούσεις στα πανάκριβα ρεστοράν με τα κολλαριστά τραπεζομάντιλα, αλλά στα φτηνές μπουζουκερί, γεμάτες ανθρώπους που ξέρουν, αν μη τι άλλο, ότι τα ψεύτικα αισθήματα δεν φτουράνε εδώ. Οφείλουν να είναι αρκούντως αυθεντικά, όπως στην ταινία του φίλου του Γιάννη Οικονομίδη -στην ταινία του οποίου πρωταγωνίστησε- αφού και αυτά πληρώνονται πάντα ακριβά και σχεδόν πάντοτε με αίμα. Αυτό φαινόταν και στην παράσταση «Πατέρας», διασκευή του ομώνυμου έργου του Στρίνμπεργκ, που κάνει τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου να μοιάζει με νηπιαγωγείο. Ενδεχομένως το πείραμα να έμοιαζε παράδοξο αν δεν ανίχνευε αυτή τη δύναμη στα ίδια τα κείμενα: στον Στρίνμπεργκ, στον Στάινμπεκ ή στον Ντοστογέφσκι, από τον οποίο εμπνέεται το επόμενο του θεατρικό εγχείρημα -μετά τα «Κόκκινα Φανάρια»- που θα είναι βασισμένο στο «Εγκλημα και Τιμωρία».
Βγαλμένα από τη ζωή και τα δύο, δεν έχουν σχέση με τις επίπλαστες φιοριτούρες που βλέπει κανείς να φοριούνται κατά κόρον στα θέατρα. Γι’ αυτό και ο νεαρός Βασίλης δεν διέκρινε την τέχνη από τη ζωή, όταν άρχισε να φαντάζεται παραστάσεις και σενάρια ή όταν σκηνοθετούσε τους συνομηλίκους του στην ερασιτεχνική ομάδα του Λουτρακίου, εμπνεόμενος από όλα όσα έβλεπε στο Θέατρο Σκιών. Τον Καραγκιόζη τον αγαπάει ακόμα, όπως και το τσίρκο, τα μπουλούκια, όλες αυτές τις άναρχες παρέες ηθοποιών-συνενόχων που γύριζαν τον κόσμο για να δείξουν την τέχνη τους. Ετσι μάζευε τα υπόλοιπα παιδιά από μικρός και τα έκανε να βγάζουν τον βαθύτερό τους εαυτό -ακόμα και να περπατάνε πάνω σε γυαλιά!- επειδή τους έπειθε ότι το είχε επιβάλει ο ρόλος. Οχι με καταναγκασμό, αλλά με τη συνθήκη αυτή που επέτρεπε τον από κοινού αυτοσχεδιασμό, κάτι που πρεσβεύει ακόμα. Η δύναμη της παρέας και ο κανόνας της από κοινού συνθήκης δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν ποτέ τον άνθρωπο που ξανάφερε στην πρώτη γραμμή τη δύναμη της κολεκτίβας, σπάζοντας τον ναρκισσιστικό φαύλο κύκλο που θέλει τους σκηνοθέτες εμπνευσμένους και μοναχικούς και τους ηθοποιούς καταπιεσμένους αντάρτες. Αλλωστε και ο ίδιος γι’ αυτό τον λόγο άρχισε να σκηνοθετεί: για να μπορέσει να απελευθερώσει τον ηθοποιό από τα δεσμά του καταναγκασμού και να αφήσει να βγουν οι δυνάμεις που οι πλέον προικισμένοι και ταλαντούχοι του χώρου έχουν πάντοτε μέσα τους.
Η πορεία του
Δεν είναι και λίγο να σκεφτείς ότι αρκεί ένας άνθρωπος για να οδηγήσει το πιο ετερόκλητο κοινό (αναρχικούς φοιτητές, κυρίες των βορείων προαστίων, θεατρόφιλους, ψαγμένους) στη μέση του πουθενά, στον Βοτανικό και τον Τεχνοχώρο Cartel. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε όλο τον περασμένο χειμώνα στην παράσταση που σκηνοθετούσε ο Βασίλης Μπισμπίκης «Ανθρωποι και Ποντίκια», μια σκληρή μεταφορά του έργου του Στάινμπεκ στη σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία ξάφνιασε και γοήτευσε με την αλήθεια της. Σιγά-σιγά ήρθαν και τα ένθερμα κείμενα από τους πλέον σκληρούς θεατροκριτικούς, το word of mouth και τα βραβεία για να μετατρέψουν τον Μπισμπίκη και την ομάδα του στο πιο προβεβλημένο και πολυσυζητημένο θεατρικό case study της περσινής χρονιάς. Οι ηθοποιοί της ομάδας του Cartel, που αυτός καθοδηγούσε με τρόπο μεταφυσικό σαν ένας αναρχικός-ρεαλιστής μαέστρος, δηλαδή τον Παναγιώτη Σούλη και τη Φαίη Τζήμα, έμοιαζαν να ακολουθούν το τέμπο ενός δημιουργού που ξέρει ότι για να κατακτήσει το κοινό πρέπει να μεταφέρει στη σκηνή κάθε ρανίδα του αίματός του. Παιδί της πραγματικότητας και ο ίδιος, ξέρει πως δεν γελιέται ο θεατής που θα μυριστεί αργά ή γρήγορα οτιδήποτε ψεύτικο. Αν επομένως κάτι έκανε τον κόσμο να έρθει σαν μανιακός κοντά στον Μπισμπίκη, ξεχνώντας όλες αυτές τις περισπούδαστες αναλύσεις για τη «μνημειώδη παράσταση» ή το «κρυμμένο νόημα», ήταν ότι εκεί κάποιος μιλούσε με τη δική του ξεχασμένη και αδικημένη φωνή χωρίς να μαϊμουδίζει ξένα πρότυπα και ούτε να πασχίζει να είναι κάπου ή κάπως αρεστός. Ως εκ τούτου ο εσκεμμένος ερασιτεχνισμός -που επέτρεψε ο ίδιος να διαφανεί ως δήθεν αυτοσχεδιασμός- ήταν βγαλμένος από τη βαθιά συνειδητοποίηση του ρόλου του ως ηθοποιού και δημιουργού, από το ότι ήξερε ότι πρέπει να παίζει με ικανότητα και στα δύο ταμπλό. Αν λοιπόν ο Μάρλον Μπράντο έγλειφε με σοφιστικέ αγριότητα το βούτυρο από τα πατώματα και το σώμα της ερωμένης του στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», μεταφερμένος στο νεοελληνικό σύμπαν της συμπρωτεύουσας ο Μπισμπίκης χτυπιόταν μοναδικά ως μοιραίος Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος» στη σκηνή του ΚΘΒΕ - ένας από τους πρώτους ρόλους που θα τον κάνουν να ξεχωρίσει. Από τότε ελάχιστοι απ’ όσους τον είχαν δει τον ξέχασαν.
Πετυχημένο πείραμα
Ρεαλισμός και μαγεία ήταν, άλλωστε, τα δύο συστατικά του «Λεωφορείου» του Τένεσι Ουίλιαμς - και είναι τα ίδια που ανέδειξε ο Μπισμπίκης στις μετέπειτα παραστάσεις του. Απόδειξη τα πρόσφατα «Ποντίκια»: καμώματα, τεχνάσματα, μιμητισμοί -ή αυτός ο απεχθής όρος «νέες τάσεις»- έμειναν μακριά από το έργο∙ το παν εδώ ήταν να αποκαλύψει ο ηθοποιός την αλήθεια του. Και το πείραμα πέτυχε: πλέον ο Βασίλης Μπισμπίκης μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό του να χαίρεται που δικαιώθηκε όχι μόνο η τέχνη στην αυταξία της, αλλά που μπορεί να την ασκεί με τους δικούς του όρους, όπως ακριβώς την ονειρεύεται και όπως ακριβώς θα ήθελε κάθε ηθοποιός που γουστάρει τη δουλειά του. «Αυτό που θέλω είναι να περνάνε καλά οι ηθοποιοί μου και να χαιρόμαστε όλοι με αυτό που κάνουμε», λέει και ξαναλέει ο ίδιος επιβεβαιώνοντας το πιστεύω του «χαίρομαι με τη χαρά σου». Πλέον έχει άλλον έναν λόγο να χαίρεται αφού έχει τη δική του στέγη, όπου θα ανεβούν οι φετινές παραγωγές του τεχνοχώρου Cartel - έναν νέο βιομηχανικό χώρο στην περιοχή του Ρέντη, ιδιοκτησίας του Ιδρύματος Ωνάση. Εκεί, σε αυτό τον νέο χώρο που του παραχώρησε το Ιδρυμα, θα ανέβει ξανά το «Ανθρωποι και Ποντίκια» και κατόπιν θα ακολουθήσουν τα «Κόκκινα Φανάρια», το πρώτο έργο που είδε στη ζωή του. Πρόκειται για μια queer εκδοχή, με πρωταγωνίστριες drag queen και με πραγματικές σκηνές που ο Μπισμπίκης είχε δει και ζήσει από κοντά σε διάφορα τέτοια στέκια: από τις «Κούκλες» μέχρι την περίφημη «Χαβάη» στον Κεραμεικό.
Αλλωστε δεν είναι από αυτούς που φοβούνται να κυλιστούν στις λάσπες ή να βρωμιστούν αν χρειαστεί. Η σχέση με τη γη είναι βασική για τον άμεσο κόσμο του Μπισμπίκη. Ακόμα και τα καλοκαίρια, όταν άλλοι αναζητούν εξωτικές παραλίες, εκείνος τρέχει στα βουνά της Απτερας Χανίων για να βρεθεί με τους φίλους του από τα μακρινά χωριά, τους βοσκούς της Κρήτης, «τους δικούς μου ανθρώπους», όπως λέει. Αν τον ρωτήσεις θα σου δηλώσει μάλιστα περήφανος που θα τον χρίσουν επιτέλους δημότη στα Μεγάλα Χωράφια -«όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή παρακάλεσα ο ίδιος»-, τη μοναδική τιμητική διάκριση που έχει ζητήσει στη ζωή του για να μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται και με τη βούλα Κρητικός. Στην πραγματικότητα, η καταγωγή του είναι από τη Σμύρνη -η έμφυτη ευγένεια προφανώς προέρχεται από εκεί- με δυο γονείς που έδωσαν τη δική τους μάχη για την επιβίωση για τις ιδέες. Από τον αντάρτη παππού πήρε την πίστη στα ιδανικά της ντομπροσύνης και της φιλίας, από τον πατέρα ποδοσφαιριστή την παρομοίωση της ζωής με μια διαρκή μάχη που πρέπει απλώς να κερδίζεται. Οχι ότι δεν θα μπορούσε να είχε βρεθεί στην άλλη πλευρά των ανθρώπων που αγαπάει να ξαναζωντανεύει στο θέατρο, οι οποίοι έχουν χάσει όλες τις μάχες και έχουν μείνει νεκροζώντανοι μακριά από τη λύτρωση. Ως άνθρωπος που ανέκαθεν φλέρταρε με τα άκρα χρειάστηκε πολλές φορές να ευχαριστήσει την τύχη του που τον γλίτωσε από τον θάνατο ή να δει με έκπληξη τον εαυτό του να βγαίνει σώος και αβλαβής. Σίγουρα τα εύκολα πράγματα δεν ήταν γι’ αυτόν - αλλά ούτε ήταν αυτός που θα παρασυρόταν ποτέ από τις ευκολίες. Πιστεύοντας στη ρήση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας», την οποία επικαλείται όταν άλλοι αρέσκονται σε αβρότητες, προτίμησε να θέσει αυτήν στο κέντρο του κοσμοειδώλου που έστησε στο θέατρο: η βία κινεί τα νήματα, η βία τα λύνει. Εχει, εξάλλου, το βλέμμα που θα εστιάσει στη σύγκρουση και όχι στο μελό, στην πραγματικότητα που πονάει και όχι σε αυτή που χαϊδεύει.
«Τα λουλούδια στην κυρία από μένα» δεν είναι άλλωστε ένα τραγούδι που θα ακούσεις στα πανάκριβα ρεστοράν με τα κολλαριστά τραπεζομάντιλα, αλλά στα φτηνές μπουζουκερί, γεμάτες ανθρώπους που ξέρουν, αν μη τι άλλο, ότι τα ψεύτικα αισθήματα δεν φτουράνε εδώ. Οφείλουν να είναι αρκούντως αυθεντικά, όπως στην ταινία του φίλου του Γιάννη Οικονομίδη -στην ταινία του οποίου πρωταγωνίστησε- αφού και αυτά πληρώνονται πάντα ακριβά και σχεδόν πάντοτε με αίμα. Αυτό φαινόταν και στην παράσταση «Πατέρας», διασκευή του ομώνυμου έργου του Στρίνμπεργκ, που κάνει τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου να μοιάζει με νηπιαγωγείο. Ενδεχομένως το πείραμα να έμοιαζε παράδοξο αν δεν ανίχνευε αυτή τη δύναμη στα ίδια τα κείμενα: στον Στρίνμπεργκ, στον Στάινμπεκ ή στον Ντοστογέφσκι, από τον οποίο εμπνέεται το επόμενο του θεατρικό εγχείρημα -μετά τα «Κόκκινα Φανάρια»- που θα είναι βασισμένο στο «Εγκλημα και Τιμωρία».
Βγαλμένα από τη ζωή και τα δύο, δεν έχουν σχέση με τις επίπλαστες φιοριτούρες που βλέπει κανείς να φοριούνται κατά κόρον στα θέατρα. Γι’ αυτό και ο νεαρός Βασίλης δεν διέκρινε την τέχνη από τη ζωή, όταν άρχισε να φαντάζεται παραστάσεις και σενάρια ή όταν σκηνοθετούσε τους συνομηλίκους του στην ερασιτεχνική ομάδα του Λουτρακίου, εμπνεόμενος από όλα όσα έβλεπε στο Θέατρο Σκιών. Τον Καραγκιόζη τον αγαπάει ακόμα, όπως και το τσίρκο, τα μπουλούκια, όλες αυτές τις άναρχες παρέες ηθοποιών-συνενόχων που γύριζαν τον κόσμο για να δείξουν την τέχνη τους. Ετσι μάζευε τα υπόλοιπα παιδιά από μικρός και τα έκανε να βγάζουν τον βαθύτερό τους εαυτό -ακόμα και να περπατάνε πάνω σε γυαλιά!- επειδή τους έπειθε ότι το είχε επιβάλει ο ρόλος. Οχι με καταναγκασμό, αλλά με τη συνθήκη αυτή που επέτρεπε τον από κοινού αυτοσχεδιασμό, κάτι που πρεσβεύει ακόμα. Η δύναμη της παρέας και ο κανόνας της από κοινού συνθήκης δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν ποτέ τον άνθρωπο που ξανάφερε στην πρώτη γραμμή τη δύναμη της κολεκτίβας, σπάζοντας τον ναρκισσιστικό φαύλο κύκλο που θέλει τους σκηνοθέτες εμπνευσμένους και μοναχικούς και τους ηθοποιούς καταπιεσμένους αντάρτες. Αλλωστε και ο ίδιος γι’ αυτό τον λόγο άρχισε να σκηνοθετεί: για να μπορέσει να απελευθερώσει τον ηθοποιό από τα δεσμά του καταναγκασμού και να αφήσει να βγουν οι δυνάμεις που οι πλέον προικισμένοι και ταλαντούχοι του χώρου έχουν πάντοτε μέσα τους.
Η πορεία του
Αυτό διέκρινε πάνω του ο Τάσος Ρούσσος, διευθυντής τότε της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, όταν τον είδε σε μια ερασιτεχνική παράσταση της ομάδας του Λουτρακίου και τον παρότρυνε να πάει στο Εθνικό. Επειδή όμως είχε παρατήσει το σχολείο, αποφάσισε να πάει στην πιο φτηνή σχολή η οποία μάλιστα δεν απαιτούσε απολυτήριο Λυκείου, αυτήν της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα και από εκεί άρχισαν όλα. Πολύ σύντομα το ταλέντο, η τύχη και η μοίρα θα τον οδηγήσουν στην κορυφαία τραγωδό μας Αννα Συνοδινού, με την οποία θα συνεργαστεί και θα μάθει τι σημαίνουν η καρδιά του θεάτρου, η κλασική παιδεία και η προσπάθεια. Θα βρεθούν, όμως, και άλλοι δάσκαλοι που θα του αφήσουν το αποτύπωμά τους όπως ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο άνθρωπος του Actors Studio, που θα τον μάθει πώς να ξεκλειδώνει τις κρυφές δυνάμεις και κυρίως πώς να μην ακούει τι θα του επιβάλλουν οι άλλοι. Εκτοτε η ματιά του παρατηρητή έμενε, παρά τις μεσολαβήσεις, μέσα του ακέραιη. Αυτήν εμπιστευόταν και ακολουθούσε σε ό,τι κι αν έκανε, από το θέατρο έως την τηλεόραση, με την εξαιρετική σειρά για ένα παιδί με αυτισμό «Η λέξη που δεν λες» του σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη. Από την περίοδο που δούλευε γκρουπιέρης στο Καζίνο Λουτρακίου διδάχτηκε τι σημαίνει να βρίσκεσαι στα όρια βλέποντας ανθρώπους να καταστρέφονται εν μια νυκτί, ενώ από τότε που εργάστηκε στην οικοδομή έμαθε τι είναι να αντέχεις και να σηκώνεις φορτία και να δουλεύεις μόνο για το μεροκάματο. Γι’ αυτό και φρόντισε να κάνει μόνο μια δουλειά που αγαπά και δεν βαριέται - ανεξάρτητα από το τίμημα. Ως γιος ποδοσφαιριστή και φανατικός Παναθηναϊκός, ως μετέπειτα παιδί των Εξαρχείων, της πόλης και του κέντρου, ήξερε πώς φτιάχνονται οι εμπειρίες και οι κανόνες που υπάρχουν για να ανασυντίθενται, να γίνονται κάτι άλλο, να σε οδηγούν ενδεχομένως στο πουθενά ή στο άγνωστο.
Κάπως έτσι έφτασε ως εδώ, παραδόξως σώος και αβλαβής, όπως θα έλεγε ο ίδιος, παρά τις περιπέτειες, έτοιμος να αποδείξει ότι όταν είσαι ηθοποιός, δημιουργός ή όταν αγαπάς το θέατρο δεν φοβάσαι να δοκιμάζεσαι σε διαφορετικά είδη. Σπάζοντας το φράγμα που θέλει τα πράγματα διαχωρισμένα ανάμεσα στην «κουλτουριάρικη» συνθήκη και το «ευρύ» κοινό, έφτιαξε έναν δικό του ιδιότυπο κόσμο, όπου κάλλιστα χωράνε ταυτόχρονα οι «Ανθρωποι και Ποντίκια« του Στάινμπεκ και οι «Αγριες Μέλισσες». Εξάλλου, τα κλισέ και οι ταμπέλες που αρκούν για να ταυτοποιήσουν τα ρούχα άλλων ανθρώπων μάλλον δεν κολλάνε στα δικά του∙ αν και έξαλλος φαινομενικά και με μια ζωή στα όρια, ένας ανέστιος, όπως κανείς θα περίμενε, στην πραγματικότητα έχει οικογένεια. Είναι παντρεμένος εδώ και 15 χρόνια και πατέρας ενός αγοριού 7 ετών. Και παρότι ροκ στη θεωρία, δεν σνομπάρει οτιδήποτε λαϊκό: τα ελληνικά τραγούδια, τα γλέντια με τον Μαζωνάκη με τον οποίο διατηρεί βαθιά φιλία, τη ζωή της νύχτας. Από εκεί ξεκίνησε και εκεί επιστρέφει κάθε φορά που πρέπει να βρει τις απαντήσεις στο επόμενο ερώτημα. Πώς το έλεγε ο Μποντλέρ; «Μεθάτε αδιάκοπα, από κρασί, από ποίηση ή από αρετή, απ’ ό,τι προτιμάτε». Και αυτό ο Βασίλης Μπισμπίκης το ξέρει καλύτερα απ’ όλους.
Ειδήσεις σήμερα:
Εφιάλτης στην κουζίνα: Οι κόντρες δεν θα μείνουν μόνο στην κουζίνα…
Αναστασιάδης: Δεν θα παραμείνουμε αδρανείς στις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας
Σε προληπτική καραντίνα οι κάτοικοι του χωριού Κεντρική στην ορεινή Ναυπακτία
Κάπως έτσι έφτασε ως εδώ, παραδόξως σώος και αβλαβής, όπως θα έλεγε ο ίδιος, παρά τις περιπέτειες, έτοιμος να αποδείξει ότι όταν είσαι ηθοποιός, δημιουργός ή όταν αγαπάς το θέατρο δεν φοβάσαι να δοκιμάζεσαι σε διαφορετικά είδη. Σπάζοντας το φράγμα που θέλει τα πράγματα διαχωρισμένα ανάμεσα στην «κουλτουριάρικη» συνθήκη και το «ευρύ» κοινό, έφτιαξε έναν δικό του ιδιότυπο κόσμο, όπου κάλλιστα χωράνε ταυτόχρονα οι «Ανθρωποι και Ποντίκια« του Στάινμπεκ και οι «Αγριες Μέλισσες». Εξάλλου, τα κλισέ και οι ταμπέλες που αρκούν για να ταυτοποιήσουν τα ρούχα άλλων ανθρώπων μάλλον δεν κολλάνε στα δικά του∙ αν και έξαλλος φαινομενικά και με μια ζωή στα όρια, ένας ανέστιος, όπως κανείς θα περίμενε, στην πραγματικότητα έχει οικογένεια. Είναι παντρεμένος εδώ και 15 χρόνια και πατέρας ενός αγοριού 7 ετών. Και παρότι ροκ στη θεωρία, δεν σνομπάρει οτιδήποτε λαϊκό: τα ελληνικά τραγούδια, τα γλέντια με τον Μαζωνάκη με τον οποίο διατηρεί βαθιά φιλία, τη ζωή της νύχτας. Από εκεί ξεκίνησε και εκεί επιστρέφει κάθε φορά που πρέπει να βρει τις απαντήσεις στο επόμενο ερώτημα. Πώς το έλεγε ο Μποντλέρ; «Μεθάτε αδιάκοπα, από κρασί, από ποίηση ή από αρετή, απ’ ό,τι προτιμάτε». Και αυτό ο Βασίλης Μπισμπίκης το ξέρει καλύτερα απ’ όλους.
Ειδήσεις σήμερα:
Εφιάλτης στην κουζίνα: Οι κόντρες δεν θα μείνουν μόνο στην κουζίνα…
Αναστασιάδης: Δεν θα παραμείνουμε αδρανείς στις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας
Σε προληπτική καραντίνα οι κάτοικοι του χωριού Κεντρική στην ορεινή Ναυπακτία
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα