Σον Κόνερι: Ο (μόνος) άνθρωπος που σκότωσε τον Τζέιμς Μποντ
Σον Κόνερι: Ο (μόνος) άνθρωπος που σκότωσε τον Τζέιμς Μποντ
Ο Σον Κόνερι δεν ήταν μόνο ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ αλλά και αυτός που κατάφερε να τινάξει από πάνω του την ρετσινιά του Βρετανού κατασκόπου διαπρέποντας σε μεγάλους ρόλους πέρα από το διάσημο σίκουελ
Ελάχιστοι είναι οι ηθοποιοί που κατάφεραν να βάλουν το στενό κουστούμι του Τζέιμς Μποντ με τα πάντοτε αστραφτερά μανικετόκουμπα και να φορέσουν ένα χαμόγελο που απέπνεε ταυτόχρονα ειρωνεία και σεξ απίλ-μια επικίνδυνη στυλιστική ισορροπία που πρώτος ο Σον Κόνερι καθιέρωσε μαζί με τη δηλητηριώδη ατάκα «Το όνομα μου είναι Τζέιμς Μποντ»-χωρίς να τους μείνει η ρετσινιά για πάντα. Ίσως γι αυτό ο Κόνερι είναι ο μοναδικός που κατάφερε να «σκοτώσει» με επιτυχία το είδωλο του Βρετανού κατασκόπου αφού όχι μόνο δεν μπήκε στις νόρμες του ρόλου αλλά κατάφερε να κάνει επιτυχίες έξω από αυτόν.
Αντίστοιχα με τη γνωστή κατάρα που θέλει τους ηθοποιούς που υποδύονται τον Ιησού Χριστό να μην ευδοκιμούν πολύ κινηματογραφικά, η βαρύτιμος ταμπέλα του Τζέιμς Μποντ ποτέ δεν έδινε περιθώρια για έξωθεν επιτυχίες: απόδειξη πως ακόμα και καταξιωμένοι και σπουδαίοι ηθοποιοί όπως ο Ντάνιελ Γκρεγκ σταμάτησαν να δοκιμάζονται σε άλλες ταινίες από τότε που «κόλλησαν» τη ρετσινιά του γνωστού σίκουελ. Αντιθέτως ο πάντοτε αγέρωχος Σκοτζέζος, με το τατουάζ «Σκοτία για πάντα» χτυπημένο στο μέρος της καρδιάς, κατάφερε να σπάσει το αόρατο σκοινί που δένει τους ηθοποιούς με τον διάσημο Μποντ και να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες που τον ανέδειξαν ερμηνευτικά και του χάρισαν υποψηφιότητες και αναγνώριση.
Δεν είναι και λίγο από το παράξενο ξωτικό της Walt Disney-ένας ρόλος που ερμήνευε στα πρώτα του στάδια στην ταινία «Τρεις Ευχές»- να βρεθεί εντελώς απροσδόκητα στα πλατό της πιο πετυχημένης κινηματογραφικής επιτυχίας της δεκαετία του 60: η επιτυχία του ήταν τέτοια που κατάφερε να ανεβάσει το κασέ σε ύψη θεαματικά αλλά και να δείξει πως το βασικό χαρακτηριστικό που πρέπει να διαθέτει ο διάσημος κατάσκοπος για να γίνει ποπ σύμβολο είναι ένα-εκτός από το να πίνει πάντα το μαρτίνι του με συγκεκριμένο τρόπο: να διαθέτει το coolness που μόνο ένας απόμακρος από τη βρετανική κουλτούρα Σκωτζέζος μπορεί να καταλάβει.
Ειρωνικός, δηκτικός και πάντα με ένα χαμόγελο που ακροβατούσε ανάμεσα στην ικανοποίηση και τη μελαγχολία ο Σον Κόνερι απέπνεε κάτι από τη μεγαλοπρέπεια των σκοτζέζικων πεδιάδων και την ειρωνική ανατροπή που διαθέτουν μονάχα οι Κέλτες. Το δήλωνε με κάθε τρόπο επιμένοντας να φοράει το παραδοσιακό του κιλτ όταν τον καλούσαν σε επίσημα δείπνα με υποχρεωτικές γραβάτες και αστειευόμενος-ακόμα και αν μερικές φορές ήταν εις βάρος του- εκεί όπου το Χόλυγουντ προτιμούσε να περνάει τη βραδιά με μεγαλόστομες δηλώσεις. Άλλωστε ως Σκοτζέζος δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιβαστεί με τους όρους της κινηματογραφικής βιομηχανίας προτιμώντας να αρνείται τις ευκολίες ή να επιμένει σε ρόλους που έδειχναν τον στιβαρό χαρακτήρα και το ταλέντο του.
Κανείς Τζέιμς Μποντ σαν και αυτόν
Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους λόγους που αυτός πρώτος-και μάλλον τελευταίος-ανακάλυψε το ιδανικό κράμα του σεξουαλικού άνδρα που αποπνέει υψηλή ευγένεια και του αποστασιοποιημένου τζέτλεμαν που πίνει ήρεμος, ακόμα και όταν όλα γύρω του καταρρέουν το ντράι μαρτίνι του, σε εξίσου ιδανικές αναλογίες. Σε αυτό βοήθησε και το «σκληροπυρηνικό» βιογραφικό του Σον. Γιος μιας καθαρίστριας και ενός εργάτη έκανε ο,τι δουλειά μπορεί κανείς να φανταστεί για να ζήσει: μπόντι μπίλντερ, ναυαγοσώστης, μοντέλο για φοιτητές στο Κολέγιο Τεχνών του Εδιμβούργου, οδηγός φορτηγών, εργαζόμενος σε γραφείο τελετών, pool boy ακόμα και παρ'ολίγο ποδοσφαιριστής, κάτι που του χάρισε την ευλυγισία της κίνησης που είχε ανάγκη ένας κατάσκοπος.
Σε αυτά πρόσθεσε και το αλατοπίπερο του σκοτζέζικου χιούμορ, φτιαγμένου για να πολεμάει τη βρετανική παντοκρατορία καθιερώνοντας-και αυτό φαντάζει μάλλον τραγική ειρωνεία-το κεντρικό μοντέλο του αγαπημένου κατασκόπου της Αυτής Μεγαλειότητος. Λένε μάλιστα ότι ο Ίαν Φλέμινγκ είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ ώστε αποφάσισε να αποδώσει σκοτζέζικες ρίζες στον Μποντ, εξηγώντας με αυτό τον τρόπο την αποσυνάγωγο ιδιότητα του απέθαντου κατασκόπου-δοσμένη με κάποια κέλτικου είδους κρυμμένη μυσταγωγία. Γι αυτό και υποδύθηκε τον ρόλο εφτά φορές-μαγικός αριθμός για τις περισσότερες θρησκείες-πόσο μάλλον για αυτή του απόλυτου κινηματογραφικού ήρωα: «Δρ Νο» (1962), «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Πράκτωρ 007 εναντίον Χρυσοδάκτυλου» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967). Έκανε μια παύση για να επιστρέψει με «Τα Διαμάντια είναι παντοτινά» και το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» σε μεγάλη σχετικά ηλικία για να δείξει ότι το σεξ απίλ δεν είναι θέμα νεανικότητας.
Αντίστοιχα με τη γνωστή κατάρα που θέλει τους ηθοποιούς που υποδύονται τον Ιησού Χριστό να μην ευδοκιμούν πολύ κινηματογραφικά, η βαρύτιμος ταμπέλα του Τζέιμς Μποντ ποτέ δεν έδινε περιθώρια για έξωθεν επιτυχίες: απόδειξη πως ακόμα και καταξιωμένοι και σπουδαίοι ηθοποιοί όπως ο Ντάνιελ Γκρεγκ σταμάτησαν να δοκιμάζονται σε άλλες ταινίες από τότε που «κόλλησαν» τη ρετσινιά του γνωστού σίκουελ. Αντιθέτως ο πάντοτε αγέρωχος Σκοτζέζος, με το τατουάζ «Σκοτία για πάντα» χτυπημένο στο μέρος της καρδιάς, κατάφερε να σπάσει το αόρατο σκοινί που δένει τους ηθοποιούς με τον διάσημο Μποντ και να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες που τον ανέδειξαν ερμηνευτικά και του χάρισαν υποψηφιότητες και αναγνώριση.
Δεν είναι και λίγο από το παράξενο ξωτικό της Walt Disney-ένας ρόλος που ερμήνευε στα πρώτα του στάδια στην ταινία «Τρεις Ευχές»- να βρεθεί εντελώς απροσδόκητα στα πλατό της πιο πετυχημένης κινηματογραφικής επιτυχίας της δεκαετία του 60: η επιτυχία του ήταν τέτοια που κατάφερε να ανεβάσει το κασέ σε ύψη θεαματικά αλλά και να δείξει πως το βασικό χαρακτηριστικό που πρέπει να διαθέτει ο διάσημος κατάσκοπος για να γίνει ποπ σύμβολο είναι ένα-εκτός από το να πίνει πάντα το μαρτίνι του με συγκεκριμένο τρόπο: να διαθέτει το coolness που μόνο ένας απόμακρος από τη βρετανική κουλτούρα Σκωτζέζος μπορεί να καταλάβει.
Ειρωνικός, δηκτικός και πάντα με ένα χαμόγελο που ακροβατούσε ανάμεσα στην ικανοποίηση και τη μελαγχολία ο Σον Κόνερι απέπνεε κάτι από τη μεγαλοπρέπεια των σκοτζέζικων πεδιάδων και την ειρωνική ανατροπή που διαθέτουν μονάχα οι Κέλτες. Το δήλωνε με κάθε τρόπο επιμένοντας να φοράει το παραδοσιακό του κιλτ όταν τον καλούσαν σε επίσημα δείπνα με υποχρεωτικές γραβάτες και αστειευόμενος-ακόμα και αν μερικές φορές ήταν εις βάρος του- εκεί όπου το Χόλυγουντ προτιμούσε να περνάει τη βραδιά με μεγαλόστομες δηλώσεις. Άλλωστε ως Σκοτζέζος δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιβαστεί με τους όρους της κινηματογραφικής βιομηχανίας προτιμώντας να αρνείται τις ευκολίες ή να επιμένει σε ρόλους που έδειχναν τον στιβαρό χαρακτήρα και το ταλέντο του.
Κανείς Τζέιμς Μποντ σαν και αυτόν
Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους λόγους που αυτός πρώτος-και μάλλον τελευταίος-ανακάλυψε το ιδανικό κράμα του σεξουαλικού άνδρα που αποπνέει υψηλή ευγένεια και του αποστασιοποιημένου τζέτλεμαν που πίνει ήρεμος, ακόμα και όταν όλα γύρω του καταρρέουν το ντράι μαρτίνι του, σε εξίσου ιδανικές αναλογίες. Σε αυτό βοήθησε και το «σκληροπυρηνικό» βιογραφικό του Σον. Γιος μιας καθαρίστριας και ενός εργάτη έκανε ο,τι δουλειά μπορεί κανείς να φανταστεί για να ζήσει: μπόντι μπίλντερ, ναυαγοσώστης, μοντέλο για φοιτητές στο Κολέγιο Τεχνών του Εδιμβούργου, οδηγός φορτηγών, εργαζόμενος σε γραφείο τελετών, pool boy ακόμα και παρ'ολίγο ποδοσφαιριστής, κάτι που του χάρισε την ευλυγισία της κίνησης που είχε ανάγκη ένας κατάσκοπος.
Σε αυτά πρόσθεσε και το αλατοπίπερο του σκοτζέζικου χιούμορ, φτιαγμένου για να πολεμάει τη βρετανική παντοκρατορία καθιερώνοντας-και αυτό φαντάζει μάλλον τραγική ειρωνεία-το κεντρικό μοντέλο του αγαπημένου κατασκόπου της Αυτής Μεγαλειότητος. Λένε μάλιστα ότι ο Ίαν Φλέμινγκ είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ ώστε αποφάσισε να αποδώσει σκοτζέζικες ρίζες στον Μποντ, εξηγώντας με αυτό τον τρόπο την αποσυνάγωγο ιδιότητα του απέθαντου κατασκόπου-δοσμένη με κάποια κέλτικου είδους κρυμμένη μυσταγωγία. Γι αυτό και υποδύθηκε τον ρόλο εφτά φορές-μαγικός αριθμός για τις περισσότερες θρησκείες-πόσο μάλλον για αυτή του απόλυτου κινηματογραφικού ήρωα: «Δρ Νο» (1962), «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Πράκτωρ 007 εναντίον Χρυσοδάκτυλου» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967). Έκανε μια παύση για να επιστρέψει με «Τα Διαμάντια είναι παντοτινά» και το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» σε μεγάλη σχετικά ηλικία για να δείξει ότι το σεξ απίλ δεν είναι θέμα νεανικότητας.
Είναι ο μόνος που μεγάλωνε σαν τα καλά κρασιά κερδίζοντας ολοένα και παραπάνω θηλυκές θαυμάστριες και επιβεβαιώνοντας ότι η αρρενωπότητα δεν είναι θέμα ηλικίας-είναι θέμα γοήτρου και διάρκειας. Άλλωστε είναι αυτός που απέσπασε τον τίτλο του πιο σέξι άνδρα του πλανήτη, σύμφωνα με το περιοδικό «People» στα 59 του χρόνια-ποιος, άλλος, έχει κατακτήσει ποτέ κάτι ανάλογο σε αυτή την ηλικία; Αποποιούμενος ωστόσο αυτόν τον χαρακτηρισμό επέμενε πως οι γυναικείες κατακτήσεις δεν ήταν προτεραιότητά του: παρέμεινε σε μακροχρόνιες σχέσεις όπως με την πρόσφατη ζωγράφο γυναίκα του με την οποία φάνηκε να απαθανατίζεται αποχαιρετώντας χαμογελαστός τη ζωή τις τελευταίες του ώρες.
Κατά τα άλλα δεν υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές ενός εύπεπτου σίκουελ- αποτέλεσμα των ωραίων στιγμών της μαζικής κουλτούρας- τους οποίους να σέβονται οι σπουδαίοι σκηνοθέτες. Και όχι μόνο αυτό αλλά να μετατρέπονται αυτόχρημα από ήρωες ενός απόλυτα κινηματογραφικού σουξέ σε ιδανικούς πρωταγωνιστές ενός ψυχολογικού θρίλερ όπως το «Μάρνι» του Χίτσκοκ στο οποίο πρωταγωνίστησε ο Σον Κόνερι υποδυόμενος τον πλούσιο εκδότη Μαρκ Ρούτλαντ. Αμέσως μετά τον Χίτσοκ ακολούθησε και πρόταση από άλλον συγκλονιστικό σκηνοθέτη όπως ο Σίντνει Λιούμετ που του έκανε πρόταση να παίξει έναν τρελό λοχία σε επανένταξη σε μια φυλακή με ο,τι αυτό ακραίο συνεπάγεται-και ο Κόνερι πετώντας μακριά τα ευγενικά του όπλα κατάφερε να πείσει μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη την πιο σκληρή πλευρά του. Είχε αρχίσει πλέον να αποκαλύπτει τον αντι-τζειμπσποντικό του εαυτό πρωταγωνιστώντας ακόμα και σε science fiction, το «Ζάρντοζ» όπου φιγούραρε ως ο εξολοθρευτής Ζεντ με τα κόκκινα εσώρουχα-ναι με τα κόκκινα εσώρουχα!-μαύρες μπότες και τα μακριά μπλεγμένα σε μαύρη κοτσίδα μαλλιά. Είπαμε τρελός Σκοτζέζος είναι αυτός-δεν ήξερες ποτέ τι θα σε περιμένει.
Και όντως έτσι ήταν αφού ο παράξενος εναλλακτικός ήρωας της πιο καλτ ταινίας των 70'ς λίγα χρόνια μετά θα πρωταγωνιστούσε στο επικό και αξεπέραστο «Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» του Τζον Χιούστον-μόλις το 1975 τις εποχές δηλαδή όπου οι χίπιδες θα αναλίσκονταν σε ριζοσπαστικού τύπου εναλλακτικές ταινίες και εκείνος θα θύμιζε τι σημαίνει αλαζονεία της εξουσίας και μεγάλα έπη. Η ταινία θα του έδινε την ευκαιρία να ξετυλίξει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και χημείας με τον Μάικλ Κέιν που θα γράψει ιστορία και θα εντάξει τον Κόνερι στο παλμαρέ των μεγάλων κινηματογραφικών ρόλων. Έναν χρόνο αργότερα όμως ο τρελο-Σκοτζέζος θα κάνει τη στροφή πρωταγωνιστώντας στο «Ρόδο και Βέλος» δείχνοντας πως η ωριμότητα-και όχι μόνο η τρέλα-του ταιριάζει επίσης γάντι. Εδώ θα υποδυθεί τον γερασμένο Ρόμπι Χουντ ο οποίος εξαντλημένος από τις διαρκείς μάχες θα επιστρέψει στην Αγγλία για να διεκδικήσει τη δική του Ιουλιέτα-την οποία υποδύεται η αξεπέραστη Όντρει Χέρμπον.
Ωστόσο είναι τότε που ο Σον Κόνερι-Τζειμς Μποντ άρχισε να κουράζεται: απομακρύνεται σταδιακά από τις μεγάλες ταινίες και αποφασίζει να ζήσει ως άνθρωπος παίζοντας γκολφ και κάνοντας μπάνια. Επέστρεψε για λίγο με μια ταινία που του ταίριαζε γάντι όπως το «Όνομα του Ροδου» ενώ αποφάσισε να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν έχει ξοφλήσει ως ηθοποιός αλλά μπορεί να πάρει και το χρυσό αγαλματίδιο στο σπίτι-το οποίο έκανε- πρωταγωνιστώντας στους «Αδιάφθορους» του Ντε Πάλμα και κερδίζοντας επιτέλους το Όσκαρ. Συνέχισε με διάφορους άλλους «εναλλακτικούς» και πηγαίους ήρωες όπως ο Βασιλιάς Αρθούρος ή ο Ρομπεν των Δασών αλλά στο μυαλό όλων θα παραμείνει ο αιώνιος και ακατανίκητος Τζέιμς Μποντ. Δεν είναι θέμα εμπειρίας αλλά τρόπου που αποδεικνύει ότι ακόμα και αν το νήμα της ζωής τελειώσει ο μύθος θα μείνει εκεί για να στοιχειώνει μνήμες και συνειδήσεις. Και αυτό θα είναι για πάντα ο Σον Κόνερι για εμάς: ο Τζέιμς Μποντ που κανείς ποτέ δεν νίκησε αλλά που αποφάσισε μονάχα αυτός να εκδικηθεί ως το alter ego του πλέον απέθαντου εαυτού του.
Ο παράδεισος είναι παντοτινός και θα έχει σίγουρα για κάτοικο έναν απαράμιλλο και ανίκητο Σκοτζέζο.
Ειδήσεις σήμερα:
Δίχως τέλος η τραγωδία στην Τουρκία: Στους 76 οι νεκροί από τον σεισμό των 6,7 Ρίχτερ
Πανδημία-Τουρκία: Πάνω από 2.100 κρούσματα και 74 θάνατοι σε 24 ώρες
Σε χαμηλά επίπεδα παραμένουν τα καθημερινά κρούσματα κορωνοϊού στην Κίνα
Κατά τα άλλα δεν υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές ενός εύπεπτου σίκουελ- αποτέλεσμα των ωραίων στιγμών της μαζικής κουλτούρας- τους οποίους να σέβονται οι σπουδαίοι σκηνοθέτες. Και όχι μόνο αυτό αλλά να μετατρέπονται αυτόχρημα από ήρωες ενός απόλυτα κινηματογραφικού σουξέ σε ιδανικούς πρωταγωνιστές ενός ψυχολογικού θρίλερ όπως το «Μάρνι» του Χίτσκοκ στο οποίο πρωταγωνίστησε ο Σον Κόνερι υποδυόμενος τον πλούσιο εκδότη Μαρκ Ρούτλαντ. Αμέσως μετά τον Χίτσοκ ακολούθησε και πρόταση από άλλον συγκλονιστικό σκηνοθέτη όπως ο Σίντνει Λιούμετ που του έκανε πρόταση να παίξει έναν τρελό λοχία σε επανένταξη σε μια φυλακή με ο,τι αυτό ακραίο συνεπάγεται-και ο Κόνερι πετώντας μακριά τα ευγενικά του όπλα κατάφερε να πείσει μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη την πιο σκληρή πλευρά του. Είχε αρχίσει πλέον να αποκαλύπτει τον αντι-τζειμπσποντικό του εαυτό πρωταγωνιστώντας ακόμα και σε science fiction, το «Ζάρντοζ» όπου φιγούραρε ως ο εξολοθρευτής Ζεντ με τα κόκκινα εσώρουχα-ναι με τα κόκκινα εσώρουχα!-μαύρες μπότες και τα μακριά μπλεγμένα σε μαύρη κοτσίδα μαλλιά. Είπαμε τρελός Σκοτζέζος είναι αυτός-δεν ήξερες ποτέ τι θα σε περιμένει.
Και όντως έτσι ήταν αφού ο παράξενος εναλλακτικός ήρωας της πιο καλτ ταινίας των 70'ς λίγα χρόνια μετά θα πρωταγωνιστούσε στο επικό και αξεπέραστο «Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» του Τζον Χιούστον-μόλις το 1975 τις εποχές δηλαδή όπου οι χίπιδες θα αναλίσκονταν σε ριζοσπαστικού τύπου εναλλακτικές ταινίες και εκείνος θα θύμιζε τι σημαίνει αλαζονεία της εξουσίας και μεγάλα έπη. Η ταινία θα του έδινε την ευκαιρία να ξετυλίξει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και χημείας με τον Μάικλ Κέιν που θα γράψει ιστορία και θα εντάξει τον Κόνερι στο παλμαρέ των μεγάλων κινηματογραφικών ρόλων. Έναν χρόνο αργότερα όμως ο τρελο-Σκοτζέζος θα κάνει τη στροφή πρωταγωνιστώντας στο «Ρόδο και Βέλος» δείχνοντας πως η ωριμότητα-και όχι μόνο η τρέλα-του ταιριάζει επίσης γάντι. Εδώ θα υποδυθεί τον γερασμένο Ρόμπι Χουντ ο οποίος εξαντλημένος από τις διαρκείς μάχες θα επιστρέψει στην Αγγλία για να διεκδικήσει τη δική του Ιουλιέτα-την οποία υποδύεται η αξεπέραστη Όντρει Χέρμπον.
Ωστόσο είναι τότε που ο Σον Κόνερι-Τζειμς Μποντ άρχισε να κουράζεται: απομακρύνεται σταδιακά από τις μεγάλες ταινίες και αποφασίζει να ζήσει ως άνθρωπος παίζοντας γκολφ και κάνοντας μπάνια. Επέστρεψε για λίγο με μια ταινία που του ταίριαζε γάντι όπως το «Όνομα του Ροδου» ενώ αποφάσισε να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν έχει ξοφλήσει ως ηθοποιός αλλά μπορεί να πάρει και το χρυσό αγαλματίδιο στο σπίτι-το οποίο έκανε- πρωταγωνιστώντας στους «Αδιάφθορους» του Ντε Πάλμα και κερδίζοντας επιτέλους το Όσκαρ. Συνέχισε με διάφορους άλλους «εναλλακτικούς» και πηγαίους ήρωες όπως ο Βασιλιάς Αρθούρος ή ο Ρομπεν των Δασών αλλά στο μυαλό όλων θα παραμείνει ο αιώνιος και ακατανίκητος Τζέιμς Μποντ. Δεν είναι θέμα εμπειρίας αλλά τρόπου που αποδεικνύει ότι ακόμα και αν το νήμα της ζωής τελειώσει ο μύθος θα μείνει εκεί για να στοιχειώνει μνήμες και συνειδήσεις. Και αυτό θα είναι για πάντα ο Σον Κόνερι για εμάς: ο Τζέιμς Μποντ που κανείς ποτέ δεν νίκησε αλλά που αποφάσισε μονάχα αυτός να εκδικηθεί ως το alter ego του πλέον απέθαντου εαυτού του.
Ο παράδεισος είναι παντοτινός και θα έχει σίγουρα για κάτοικο έναν απαράμιλλο και ανίκητο Σκοτζέζο.
Ειδήσεις σήμερα:
Δίχως τέλος η τραγωδία στην Τουρκία: Στους 76 οι νεκροί από τον σεισμό των 6,7 Ρίχτερ
Πανδημία-Τουρκία: Πάνω από 2.100 κρούσματα και 74 θάνατοι σε 24 ώρες
Σε χαμηλά επίπεδα παραμένουν τα καθημερινά κρούσματα κορωνοϊού στην Κίνα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα