Πες «ναι στο παιχνίδι» απολαμβάνοντας σούπερ προσφορές σε ένα σύγχρονο, γρήγορο και φιλικό περιβάλλον, με απόλυτη ασφάλεια για τις συναλλαγές σου και άμεση διευθέτηση
Νότης Σφακιανάκης: Ο «άρχοντας της πίστας» έχασε τον τίτλο του
Νότης Σφακιανάκης: Ο «άρχοντας της πίστας» έχασε τον τίτλο του
Ο μικρός Παναγιώτης που ξεκίνησε από το Ηράκλειο της Κρήτης είχε εξομολογηθεί στους δικούς του ανθρώπους ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει σταρ. Όχι απλά τραγουδιστής
Κυριακή βράδυ. Η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά και το ψιλόβροχο δυναμώνει. Υπό άλλες συνθήκες, η λεωφόρος Βουλιαγμένης θα ήταν πηγμένη στα αυτοκίνητα. Φίλοι και οικογένειες θα επέστρεφαν ή θα κατευθύνονταν προς τη διασκέδασή τους. Χωνεύοντας ή διεκδικώντας την τελευταία ανάσα. Τον επίλογο ενός Σαββατοκύριακου. Με την ελπίδα ότι αυτός θα τους παρείχε την απαραίτητη ώθηση, για την έναρξη μίας ακόμα εβδομάδας.
Αυτή τη φορά, όμως, ο βρεγμένος κεντρικός δρόμος ήταν ερημωμένος. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Νότης Σφακιανάκης ήταν σταματημένο λίγα μέτρα μακριά από γνωστό σούπερ μάρκετ στη συμβολή της Βουλιαγμένης. Ξεχώριζε τόσο για τον όγκο του, όσο και για την πολυτέλειά του. Οι αστυνομικοί που είχαν στήσει μπλόκο, εντόπισαν το θηριώδες τζιπ και προχώρησαν στον καθιερωμένο έλεγχο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Για την ακρίβεια, σερβιρίστηκαν πασπαλισμένα με κάθε λεπτομέρεια από τηλεοπτικά κανάλια, εξώφυλλα εφημερίδων και ιστοσελίδες.
Η αρχή, όμως, γράφτηκε μακριά από τον κεντρικό δρόμο των Νοτίων Προαστίων. Μακριά από την πανδημία και τη δημοσιότητα. Σε μία λαϊκή γειτονιά, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει ήδη δύο παιδιά και αυτός ήταν ένα ευχάριστο «ατύχημα». Ο παππούς του επέλεξε το όνομά του: Παναγιώτης. Ο ίδιος παππούς που έριξε βαριά την σκιά του. Είχε ιδιόρρυθμο χαρακτήρα και επέβαλε τους όρους στο σπίτι, όπου η οικογένεια ζούσε μαζί. Αυταρχικός επιζητούσε την τελειότητα από τα εγγόνια του, ενώ τα ξεσπάσματα θυμού δεν περιορίζονταν στα ανήλικα παιδιά, αλλά και στους γονείς τους. Εντέλει, οι εντάσεις κλόνισαν ανεπανόρθωτα την σχέση του ζευγαριού και ο πατέρας του Νότη εγκατέλειψε το σπίτι. Ο ίδιος ο τραγουδιστής έχει περιγράψει την σκηνή αυτή, η οποία τον καθόρισε διά βίου. «Τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι, η γιαγιά μου με κράταγε στην αγκαλιά της και θυμάμαι το περιστατικό όλο. Η απώλεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη».
Η μητέρα με τα τρία της παιδιά μετακόμισε στην Κω. Εκεί που ζούσαν οι δικοί της γονείς. Έφτιαξε ξανά τη ζωή της, πραγματοποιώντας δεύτερο γάμο. Χρόνια αργότερα, μετακόμισε, μάλιστα, στη Γερμανία. Ο πατέρας του επίσης ξαναπαντρεύτηκε. Αν και δεν απέκτησε άλλα παιδιά, οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν αποκαταστάθηκαν. Μεγαλώνοντας, δεν επιχείρησε να επανασυνδεθεί μαζί του, κάτι που επίσης άφησε τις πληγές του. Άργησε πολύ να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή, η οποία τουλάχιστον εδραίωσε μέσα στον καλλιτέχνη ότι και ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος: με τα πάθη και τις αδυναμίες του. Με τις αρετές και τις ευαισθησίες του. Κάπως έτσι, επιτρέποντας στην «καρικατούρα πατέρα» να πάρει ανθρώπινη υπόσταση, κατευνάστηκε ο θυμός του, αλλά πιθανότατα παρέμεινε παράπονο που απέφευγε συστηματικά να εκφράσει.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν ήταν ποτέ καλή. Από την εφηβεία ακόμα, ο Νότης, όπως τον φώναζαν όλοι, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να εξασφαλίσει το χαρτζιλίκι του. Τα καλοκαίρια, όμως, το νησί αποκτούσε άλλη ενέργεια. Τουρίστες, νυχτερινή ζωή, παρέες, συγκροτήματα και ξαφνικά σε αυτά πρωταγωνίστησε και εκείνος. Λίγο για την πλάκα του, λίγο για το χούι που είχε πάντα με τη μουσική. Απολαμβάνει μεγάλη επιτυχία ως ντι τζέι σε ένα μικρό κλαμπάκι του νησιού. Οι φίλοι του εκεί κάθε βράδυ για να τον στηρίζουν και να πίνουν δωρεάν ποτάκια. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα τον περιγράφουν πιστό, με τα ελάχιστα άτομα από τα οποία έχει επιλέξει να πλαισιώνεται. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από τις αλάνες της Κω. Υποστηρίζουν ότι είναι ντόμπρος, δίκαιος και γενναιόδωρος. Από τότε, μέχρι και σήμερα…
Αυτή τη φορά, όμως, ο βρεγμένος κεντρικός δρόμος ήταν ερημωμένος. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Νότης Σφακιανάκης ήταν σταματημένο λίγα μέτρα μακριά από γνωστό σούπερ μάρκετ στη συμβολή της Βουλιαγμένης. Ξεχώριζε τόσο για τον όγκο του, όσο και για την πολυτέλειά του. Οι αστυνομικοί που είχαν στήσει μπλόκο, εντόπισαν το θηριώδες τζιπ και προχώρησαν στον καθιερωμένο έλεγχο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Για την ακρίβεια, σερβιρίστηκαν πασπαλισμένα με κάθε λεπτομέρεια από τηλεοπτικά κανάλια, εξώφυλλα εφημερίδων και ιστοσελίδες.
Η αρχή, όμως, γράφτηκε μακριά από τον κεντρικό δρόμο των Νοτίων Προαστίων. Μακριά από την πανδημία και τη δημοσιότητα. Σε μία λαϊκή γειτονιά, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει ήδη δύο παιδιά και αυτός ήταν ένα ευχάριστο «ατύχημα». Ο παππούς του επέλεξε το όνομά του: Παναγιώτης. Ο ίδιος παππούς που έριξε βαριά την σκιά του. Είχε ιδιόρρυθμο χαρακτήρα και επέβαλε τους όρους στο σπίτι, όπου η οικογένεια ζούσε μαζί. Αυταρχικός επιζητούσε την τελειότητα από τα εγγόνια του, ενώ τα ξεσπάσματα θυμού δεν περιορίζονταν στα ανήλικα παιδιά, αλλά και στους γονείς τους. Εντέλει, οι εντάσεις κλόνισαν ανεπανόρθωτα την σχέση του ζευγαριού και ο πατέρας του Νότη εγκατέλειψε το σπίτι. Ο ίδιος ο τραγουδιστής έχει περιγράψει την σκηνή αυτή, η οποία τον καθόρισε διά βίου. «Τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι, η γιαγιά μου με κράταγε στην αγκαλιά της και θυμάμαι το περιστατικό όλο. Η απώλεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η μητέρα με τα τρία της παιδιά μετακόμισε στην Κω. Εκεί που ζούσαν οι δικοί της γονείς. Έφτιαξε ξανά τη ζωή της, πραγματοποιώντας δεύτερο γάμο. Χρόνια αργότερα, μετακόμισε, μάλιστα, στη Γερμανία. Ο πατέρας του επίσης ξαναπαντρεύτηκε. Αν και δεν απέκτησε άλλα παιδιά, οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν αποκαταστάθηκαν. Μεγαλώνοντας, δεν επιχείρησε να επανασυνδεθεί μαζί του, κάτι που επίσης άφησε τις πληγές του. Άργησε πολύ να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή, η οποία τουλάχιστον εδραίωσε μέσα στον καλλιτέχνη ότι και ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος: με τα πάθη και τις αδυναμίες του. Με τις αρετές και τις ευαισθησίες του. Κάπως έτσι, επιτρέποντας στην «καρικατούρα πατέρα» να πάρει ανθρώπινη υπόσταση, κατευνάστηκε ο θυμός του, αλλά πιθανότατα παρέμεινε παράπονο που απέφευγε συστηματικά να εκφράσει.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν ήταν ποτέ καλή. Από την εφηβεία ακόμα, ο Νότης, όπως τον φώναζαν όλοι, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να εξασφαλίσει το χαρτζιλίκι του. Τα καλοκαίρια, όμως, το νησί αποκτούσε άλλη ενέργεια. Τουρίστες, νυχτερινή ζωή, παρέες, συγκροτήματα και ξαφνικά σε αυτά πρωταγωνίστησε και εκείνος. Λίγο για την πλάκα του, λίγο για το χούι που είχε πάντα με τη μουσική. Απολαμβάνει μεγάλη επιτυχία ως ντι τζέι σε ένα μικρό κλαμπάκι του νησιού. Οι φίλοι του εκεί κάθε βράδυ για να τον στηρίζουν και να πίνουν δωρεάν ποτάκια. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα τον περιγράφουν πιστό, με τα ελάχιστα άτομα από τα οποία έχει επιλέξει να πλαισιώνεται. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από τις αλάνες της Κω. Υποστηρίζουν ότι είναι ντόμπρος, δίκαιος και γενναιόδωρος. Από τότε, μέχρι και σήμερα…
Παρ’ ότι το ευρύ κοινό τοποθετεί τη μουσική του έναρξη το 1992, τότε που κυκλοφόρησε ο δίσκος «Είσαι ένα πιστόλι» και τον καθιέρωσε ως άρχοντα της πίστας και κυρίαρχο στα μουσικά δρώμενα, η απαρχή εντοπίζεται πολύ-πολύ νωρίτερα. Το 1977. Τότε τα ζυγίζει και ανακοινώνει στους κοντινούς του ανθρώπους ότι θα γίνει σταρ. Όχι απλά τραγουδιστής. Σταρ.
Και μπορεί να στόχευε στα αστέρια, αλλά από το υπόγειο της Καλλιθέας στο οποίο μετακομίζει, κυνηγώντας την τύχη του, ούτε τα αστέρια δεν μπορεί να διακρίνει. Αυτό δεν μετριάζει στο ελάχιστο την αυτοπεποίθηση του -κατά πολλούς αλαζονεία- τις περίτεχνες φαβορίτες, την υπεροψία στο βλέμμα, αλλά και μία τσίχλα που δεν λέει να βγει από το στόμα. Οι περισσότεροι παραγωγοί και επιχειρηματίες νυχτερινών κέντρων που τον συναντούν, κάνουν λόγο για έναν αντιπαθητικό νέο που, όμως, «κάτι έχει».
Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται, όμως, και από το άγγιγμα του Μίδα. Και αυτό κανείς δεν το απαρνείται. Το ένα σουξέ διαδέχεται το άλλο. Τα νυχτερινά κέντρα γεμίζουν – διανύουμε τότε, άλλωστε τις χρυσές εποχές της νυχτερινής Αθήνας και όχι μόνο. Οι αποδοχές του είναι δυσθεώρητες, ξεπερνώντας κάθε άλλου συναδέλφου του. Την περίοδο εκείνη με μεράκι χτίζει και την ιδιαίτερη έπαυλη του. Συγκαταλέγεται και αυτή σε μία από τις πολλές εκκεντρικότητές του. Βρίσκεται στη Βάρκιζα και εκτός από άκρατη πολυτέλεια, χαρακτηρίζεται από ένα αρχιτεκτονικό στυλ που παραπέμπει σε μινωικό ανάκτορο, αξίας έξι εκατομμυρίων ευρώ.
Ο τραγουδιστής μεσουρανεί στη δεκαετία του 1990 και του 2000 και μαζί με την επιτυχία του, μεγεθύνονται και οι ιδιαιτερότητές του. Ο Νότης, όμως, δεν είναι μονάχα τα χιτάκια του. Οι φανατικοί θαυμαστές του τον αποκαλούν «άρχοντα» και τον συγκρίνουν με λαϊκά ινδάλματα, όπως ο Καζαντζίδης. Όπως και σε εκείνον, συγχωρούν τα πάντα. Οι συγκρούσεις με τους συναδέλφους του πληθαίνουν. Οι συνεντεύξεις του εγείρουν ερωτήματα για τις απόψεις του και την γενικότερη στάση του. Όλα, όμως, παραμένουν ανοδικά.
Στο πλευρό του είναι η επι χρόνια σύζυγός του. Η Βρετανίδα Κίλι γνώρισε τον άσημο τότε τραγουδιστή στην Κω και όπως έχει δηλώσει η ίδια χαριτολογώντας «έπεσε θύμα, καθώς της άσκησε το περίφημο ελληνικό καμάκι». Εφτά χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν και απέκτησαν τα δίδυμα παιδιά τους: την Αφροδίτη και τον Απόλλωνα. Το περιβάλλον του ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι η δυναμική, αλλά ορθολογική Κίλι ισορροπούσε τον τραγουδιστή. Στο πλευρό του και οι μουσικοί που τον συνοδεύουν από τα πρώτα του βήματα. «Πιστά σκυλιά», όπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος. Τον λατρεύουν και τον υπερασπίζονται ως θεό. Κάπως έτσι, ακόμα και όταν εκτροχιάζεται, προσγειώνεται πάντα σε ένα ασφαλές πάπλωμα που σχηματίζει το περιβάλλον του.
Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του, όμως, φαίνεται να τον κυριεύει, επισκιάζοντας το ταλέντο και πλήττοντας ακόμα και την άδολη αγάπη των θαυμαστών του. Ο πρόωρος χαμός του αδελφού του από καρκίνο σηματοδοτεί κατά πολλούς την αρχή του τέλους. Νυχτερινές εμφανίσεις και συνεργασίες ακυρώνονται όλο και πιο συχνά, ενώ οι συνεντεύξεις του προκαλούν έντονες αντιδράσεις. Ταυτίζεται με την Χρυσή Αυγή. Το φλερτ αρχικά διακριτικό, αλλά ο τραγουδιστής δεν αργεί να επαινέσει ακρότητες, όπως το σπάσιμο των πάγκων αλλοδαπών μικροπωλητών, χαρακτηρίζοντάς το «μια χαρά». Επικρίνει τους μετανάστες στα φανάρια. «Δεν μπορώ να ζω στη χώρα του Σωκράτη, του Ομήρου, του Πλάτωνος και να υπάρχει αυτή η κατάσταση». Σε μία ακόμα αμφιλεγόμενη συνέντευξη υποστηρίζει ότι την Ακρόπολη την δημιούργησαν... οι εξωγήινοι.
Η καριέρα του έχει φθαρεί, τα σουξέ έχουν εκλείψει και ο γάμος του περνάει κρίση. Φιλοξενείται σε ένα διαμέρισμα πάνω από ένα νυχτερινό κέντρο. Δεν κοιμάται. Με τα βίας δυο τρεις ώρες την ημέρα. Δεν εμπιστεύεται κανέναν. Όποτε μιλάει δημόσια, αποκαλεί τους Έλληνες τεμπέληδες που δεν θέλουν να δουλέψουν και εξυμνεί τους Αλβανούς που τον αποθεώνουν.
Η λατρεμένη του μητέρα αρρωσταίνει βαριά και αυτός σπεύδει να βρεθεί επί μήνες στο πλευρό της. Εκεί και η εν διαστάσει σύζυγος του, με το ζευγάρι να έρχεται ξανά κοντά.
Η απώλεια της μητέρας, η κατακραυγή του κόσμου για τις απόψεις και τις συνωμοσιολογίες του, η οικονομική κρίση που του στέρησε την οικία του στη Βάρκιζα, αλλά και το τελευταίο πρόσφατο περιστατικό, όπου οδηγήθηκε στον εισαγγελέα με χειροπέδες, αποδεικνύουν ότι και οι «άρχοντες» χάνουν τους τίτλους τους.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα