Το βιβλίο της Μαργαρίτας Θεοδωράκη: Όταν η Μόσχα ήθελε τον Μίκη γραμματέα του ΚΚΕ
Το βιβλίο της Μαργαρίτας Θεοδωράκη: Όταν η Μόσχα ήθελε τον Μίκη γραμματέα του ΚΚΕ
Η Μαργαρίτα καταγράφει τα γεγονότα που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή - Το ταξίδι στη Σοβιετική Ενωση, η άρνηση που προκάλεσε την οργή του Κρεμλίνου, η απόδραση της οικογένειας στο Παρίσι την περίοδο της δικτατορίας και η γνωριμία της με την Ελενα Ακρίτα
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ενα προσωπικό ημερολόγιο, πλεγμένο, σελίδα-σελίδα, με το κουβάρι των αναμνήσεων μιας μυθιστορηματικής ζωής. Μια εξομολόγηση πλημμυρισμένη από συναισθήματα, όμορφα αλλά και και σκληρά. Μια ατομική διαδρομή που ταυτίζεται με τη ζωή ενός μύθου, αλλά και πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Μια αφηγήτρια, μια δεμένη οικογένεια, πολλοί σημαντικοί συνοδοιπόροι, αλλά ένας μεγάλος πρωταγωνιστής. Ο τρυφερός πατέρας, ο ευφυής δημιουργός, ο ασυμβίβαστος αγωνιστής, ο διεθνής καλλιτέχνης, ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτό είναι το νέο βιβλίο της Μαργαρίτας Θεοδωράκη με τίτλο «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ιανός. Ενα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά περιστατικά, ένα ταξίδι στον κόσμο και στον χρόνο, η καταγραφή των γεγονότων μιας ολόκληρης εποχής, όχι απαραίτητα έτσι ακριβώς όπως συνέβησαν, αλλά όπως τα έχει καταγράψει στη μνήμη της και στην καρδιά της η συγγραφέας του.
Οπως την πρώτη της επίσκεψη στη Μόσχα, τον Αύγουστο του 1970. Τότε που εκείνη, παιδί ακόμη, φωτογραφιζόταν χαμογελαστή μαζί με τους γονείς και τον αδελφό της στην Κόκκινη Πλατεία, έκανε εκδρομές στα περίχωρα, κολυμπούσε στα νερά του Βόλγα, ενώ την ίδια στιγμή εξελισσόταν μια απροσδόκητη πολιτική ιστορία: «Φτάσαμε στη Σοβιετική Ενωση με τον πατέρα μας που ήταν επίσημα προσκεκλημένος από την κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ. Του πρότειναν τη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ στη θέση του τότε γραμματέα Κώστα Κολιγιάννη (1956-1972). Ο μπαμπάς, όμως, δεν γνώριζε ακριβώς τον λόγο της πρόσκλησης - σκεφτόταν, προφανώς η Σοβιετική Ενωση ήθελε να τιμήσει τον κομμουνιστή επαναστάτη! Φυσικά, μετά την πρότασή τους και ύστερα από πολλές στείρες συζητήσεις, διαφώνησε μαζί τους. Στη Μόσχα έγιναν οι πολλές συζητήσεις. Εμείς με τη μαμά και με τη μεταφράστρια-συνοδό μας (της ΚGB), την ευχάριστη Γκαλίνα, αλωνίζαμε την πόλη βδομάδες ολόκληρες… Αξέχαστη και η χλιδή που περιέβαλλε τα κομματικά στελέχη...!» διηγείται η ίδια.
Από τις πιο έντονες αλλά και ιδιαιτέρως συμβολικές αναμνήσεις της από εκείνο το ταξίδι στη Ρωσία, η οποία έμοιαζε παράδεισος στα παιδικά της μάτια, όπως η ίδια εξομολογείται, είναι η επίσκεψη στο σπίτι του σπουδαίου συγγραφέα Αντον Τσέχωφ: «Κάποια μέρα, λοιπόν, στη Γιάλτα πήγαμε να επισκεφτούμε το σπίτι του συγγραφέα Αντον Τσέχωφ που έζησε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ηταν απόγευμα, ο ήλιος έγερνε στον γαλήνιο κήπο όπου κάθισε ο μπαμπάς δίπλα στο μαρμάρινο τραπέζι και έγραψε δυο λόγια στο βιβλίο των επισκεπτών. Σίγουρα υπάρχει ακόμα η αφιέρωσή του. Υπάρχει και μια φωτογραφία. Τον τράβηξαν καθώς έγραφε. Οταν την κοιτάζω νιώθω σαν να βλέπω ένα ιστορικό γεγονός. Γύρω μας, αμέτρητα δέντρα, αμέτρητα παρτέρια με λουλούδια και αμέτρητα μονοπάτια! Ημασταν, θαρρείς, στον Παράδεισο. Γι’ αυτό εμείς τα παιδιά περπατούσαμε ευλαβικά σαν σε άγιο τόπο».
Λίγες ώρες μετά, όμως, η εξαιρετική έως τότε ρωσική φιλοξενία θα αλλάξει πρόσωπο. Η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτη στη χώρα και είχε δοθεί εντολή την εγκαταλείψει άρον άρον: «Κι ύστερα οι συνοδοί μας πήραν την εντολή να φύγει ο μπαμπάς, και φύγαμε. Οταν επιστρέψαμε στη Μόσχα, στο αεροδρόμιο, οι συνοδοί μας, της KGB, μεταμορφώθηκαν σε αντιπαθητικούς κρατικούς υπαλλήλους, μες στον εκνευρισμό. Με βιασύνη περάσαμε το τελωνείο και τον έλεγχο των διαβατηρίων. Ηθελαν να φύγουμε μια ώρα αρχύτερα. Το ίδιο και περισσότερο ήθελαν κι οι γονείς μας.
Ενώ περνάγαμε από τη μια άδεια αίθουσα στην άλλη άδεια αίθουσα, που κατέληγαν στους εξωτερικούς αεροδιαδρόμους, είδαμε πέρα από μια θεόρατη τζαμαρία, στο βάθος μακριά, μία ομάδα νεαρών που κουνούσαν έντονα τα χέρια τους και μας χαιρετούσαν με πάθος και μανία! Τους βλέπαμε που φώναζαν, όμως δεν τους ακούγαμε πίσω από την τεράστια τζαμαρία. Δίπλα μας στεκόταν ο συνοδός του μπαμπά, ένας τεράστιος κι ογκώδης άντρας, ο συνομιλητής του μέρα νύχτα· Ανατόλ νομίζω πως τον έλεγαν - θα ρωτήσω τον μπαμπά. Ηταν, φυσικά, στέλεχος της KGB. Είπε στον μπαμπά πως οι νεαροί ήταν Ελληνες από την Τασκένδη κι είχαν ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα για να τον δουν!
Υστερα από μια βδομάδα ταξίδι με το τρένο και αμέτρητες στάσεις στα κοντρόλ της Αστυνομίας, έφτασαν ίσα ίσα την ώρα της αναχώρησής μας! Ζήτησαν να δουν, να μιλήσουν με τον μπαμπά, ή τουλάχιστον να τον χαιρετήσουν. Ομως είπε ο Ανατόλ πως άδεια δεν πήραν για να τον δουν, κι ας είχαν ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα... Και τώρα, με κουνήματα και μορφασμούς προσπαθούσαν να δώσουν στον μπαμπά να καταλάβει πόσο τον υπεραγαπούσαν! Βλέπετε, ο μπαμπάς τούς είχε επισκεφτεί στην Τασκένδη το 1966 με την ορχήστρα του, τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη, και η μουσική του ήταν μια άσβεστη φλόγα για τους απομονωμένους και ξεχασμένους Ελληνες αντάρτες και τα παιδιά τους που είχαν γεννηθεί στα βάθη της Ασίας. Στην τεράστια τζαμαρία ήταν παιδιά Ελλήνων ανταρτών που είχαν γεννηθεί στα βάθη της Ασίας!».
Μετά τη Μόσχα η οικογένεια Θεοδωράκη δεν επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά στο Παρίσι, όπου ζούσε μόνιμα εκείνη την εποχή. Στη φιλόξενη πόλη όπου κατέφυγαν, αφού πρώτα είχαν βιώσει στο πετσί τους τη σκληρότητα και το μίσος της χούντας που έβλεπε στο πρόσωπο του Μίκη έναν από τους πιο μεγάλους και επικίνδυνους εχθρούς της που παρέμενε «αμετανόητος» παρά τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες. Αυτό που τελικά τον έσωσε από τα χέρια τους, ήταν, σύμφωνα με τις αναμνήσεις της Μαργαρίτας, μια... σκωληκοειδίτιδα!
«Ολ’ αυτά έγιναν λίγο μετά την απελευθέρωση του μπαμπά από τη χούντα, όταν ο Γάλλος πολιτικός Jean-Jacques Servan-Schreiber ήρθε με θράσος και τον ζήτησε από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο προσωπικά, ενώ ο μπαμπάς φούσκωνε επικίνδυνα. Η κοιλιά του είχε γίνει τούμπανο και έτσι τον μετέφεραν από το στρατόπεδο του Ωρωπού στο νοσοκομείο της Νίκαιας.
Η χούντα νόμιζε πως είχε καρκίνο στο στομάχι. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως έτσι θα τον ξεφορτωνόταν! Τελικά, ο μπαμπάς είχε μια απλή σκωληκοειδίτιδα που όμως κανείς δεν την είχε διαγνώσει κι αυτή μετατράπηκε σε καραμπινάτη περιτονίτιδα! Εσπασε τη στιγμή που ο μπαμπάς, ελεύθερος πια, βρισκόταν στη Ρώμη, σε τεράστια πλατεία, Πρωτομαγιά του 1970, πάνω στην εξέδρα με τον Enrico Berlinguer, μετέπειτα αρχηγό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ιστορικό ηγέτη της Αριστεράς, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες λαού, στην κεντρική ομιλία της Πρωτομαγιάς. Το πλήθος θαύμαζε τον ήρωα, τον μαχητή της Αντίστασης, τον κομμουνιστή, τον πατέρα μου! Το πλήθος ζητωκραύγαζε μπροστά στον επαναστάτη! Ο ιταλικός λαός τον λάτρευε! Κι ο μπαμπάς ξεκίνησε τον χαιρετισμό του σε άπταιστα ιταλικά και... λιποθύμησε. Η εγχείρηση, σε νοσοκομείο της Ρώμης, κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες, καθώς το πύον είχε πια απλωθεί μέσα σε όλη του την κοιλιά. “Εβγαλαν τα έντερα μου και τα έπλυναν!” μας έλεγε αργότερα ο μπαμπάς. “Κόντεψα, πραγματικά, να πεθάνω! Μ’ έσωσε ένας σπουδαίος γιατρός”. Ηταν ο προσωπικός γιατρός τού Berlinguer, ο professore Garofalo. Κι εμείς, παιδιά, βάλαμε κι αυτό το συμβάν μέσα στο πάνθεον των κατορθωμάτων του μπαμπά!».
Ιδιαίτερα γλαφυρή και συναισθηματικά φορτισμένη είναι η διήγηση της Μαργαρίτας Θεοδωράκη για το ανοιξιάτικο βράδυ που η ίδια μαζί με τη μητέρα της και τον αδελφό της φυγαδεύτηκαν κάτω από άκρα μυστικότητα στο Παρίσι, όπου η οικογένειά τους θα ενωνόταν, επιτέλους, ξανά: «Ολ’ αυτά έγιναν τέλη Απριλίου του 1970, κι εμείς ζούσαμε πάντα στη Νέα Σμύρνη, όμηροι της χούντας, έλεγαν οι μεγάλοι. Γι’ αυτό το σκάσαμε την Πρωτομαγιά! Η μαμά, ο Γιώργος κι εγώ, παριστάνοντας τους Γάλλους! Με τη βοήθεια Γάλλων φίλων του Schreiber και κατόπιν φίλων καρδιακών τον γονιών μας στη Γαλλία πλέον. Κάναμε, δήθεν, κρουαζιέρα στο Αιγαίο με ένα ιστιοφόρο νοικιασμένο από τον εφοπλιστή Ποταμιάνο (πού να το ήξεραν κι αυτοί!). Και καταλήξαμε στη Χίο. Από κει, με γαλλικά διαβατήρια και τη μαμά μεταμφιεσμένη με καφετιά περούκα και μαύρα γυαλιά, περάσαμε στην Τουρκία με το καραβάκι της γραμμής Χίος - Τσεσμές!
Το πρώτο μας ταξίδι εκτός Ελλάδας, μετά κάμποσα χρόνια από την άφιξή μας στην πατρίδα όταν ήρθαμε μωρά από το Παρίσι. Ημουνα 11 χρονών κι ο Γιώργος δέκα.
Φτάσαμε στην Τουρκία από τη θάλασσα, όπως είχαν φύγει το ’22 άρον άρον κυνηγημένοι όλοι οι δικοί μας· εκατομμύρια δικοί μας. Μπροστά μας φάνηκε η πατρίδα της γιαγιάς Ασπας, της μαμάς του μπαμπά. Ο Τσεσμές! Μια πόλη μυθική, μια πόλη μαγική... Την άλλη μέρα πετάξαμε με το αεροπλάνο από τη Σμύρνη έως το Γκρατς της Αυστρίας, ενώ το προηγούμενο βράδυ είχαμε κοιμηθεί, πάλι κρυφά και κανονισμένα από τους Γάλλους φίλους μας, στο “Club Méditerranée” της Σμύρνης. Μάλιστα, αφού δεν κοιμηθήκαμε εκεί επισήμως, τα σεντόνια του δωματίου που μας έβαλαν μέσα κρυφά, ήταν άστρωτα και χρησιμοποιημένα, πράγμα που αναστάτωσε τη μίζερη μητέρα μας, αλλά εμείς κοιμηθήκαμε, θυμάμαι, μια χαρά!».
Τα δυο παιδιά, η Μαργαρίτα και ο Γιώργος, ρουφούσαν με τα παιδικά τους μάτια κάθε νέα εικόνα. Παρ’ όλα αυτά, δεν γνώριζαν πού πήγαιναν ούτε γιατί έφυγαν από το σπίτι τους μέσα στη νύχτα. Κανείς δεν γνώριζε. Ούτε καν η γιαγιά και ο παππούς, που εκείνο το βράδυ έμελλε να τον χαιρετίσουν για τελευταία φορά: «Φύγαμε εκείνη την Πρωτομαγιά του 1970 κρυφά από το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Μα ούτε κι εμείς τα παιδιά ξέραμε πού πηγαίναμε! “Πάμε μια εκδρομή, παιδιά μου, τώρα που είναι Πρωτομαγιά;” μας είπε, δήθεν, η μαμά.
Κι εμείς, σαστισμένα, το χάψαμε. Γιατί ποτέ άλλοτε η μαμά δεν μας είχε προτείνει κάτι τόσο επαναστατικό για μικρά παιδιά, που όλος ο κόσμος μας μοιραζόταν ανάμεσα στη Νέα Σμύρνη και στο Βραχάτι, τα δυο μας σπίτια, τις δυο φωλιές μας. Θα ’ταν ύβρις να τρέχει η μαμά σ’ εκδρομές και πανηγύρια όταν ο μπαμπάς βρισκόταν, ούτε μια βδομάδα πριν, δεσμώτης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού μαζί με χιλιάδες συντρόφους του. Αυτό το ξέραμε και ήμασταν περήφανα για τον αγώνα του πατέρα μας. Ολα τα ξέραμε και καταλαβαίναμε πως η μαμά έπρεπε να έχει πάντα την ησυχία της με την αμέτρητη στενοχώρια της. Μα ούτε και στους γονείς της είπε την αλήθεια. Φοβόταν μήπως μετά τους αναγκάσουν να μιλήσουν... “Θα πάμε μια πρωτομαγιάτικη εκδρομή με Γάλλους φίλους”, τους είχε πει.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μας για την “εκδρομή”, έβλεπα τον έντονο εκνευρισμό και την ανησυχία στα μάτια της γιαγιάς μου Μαργαρίτας. Και γυρόφερνε κούτσα κούτσα, κούτσα κούτσα με τα άρρωστα πόδια της, πάντα βιαστική. Η μικροσκοπική γιαγιά μου!
Δεν τον ξαναείδε τον μπαμπά της η μαμά μου. Ούτε κι εμείς τον παππού μας. Κάποιο βράδυ του 1971 στο Παρίσι, μας τηλεφώνησαν από την Ελλάδα και της είπαν πως ο παππούς πέθανε. Πήγε σε μιαν άκρη κι έκλαψε. Εκείνο το βράδυ μείναμε οι τρεις μας σιωπηλοί, αφήνοντας τη μαμά μας ήσυχη, μόνη με τον πόνο της. Ούτε στην κηδεία του μπόρεσε να πάει... Εμείς χάσαμε τον σοφό παππού μας, που από μωρά τριγυρνάγαμε ανάμεσα στα γέρικα ποδάρια του».
Οι ανατροπές και οι μετακινήσεις πολλές για δύο μικρά παιδιά. Τα συναισθήματά τους, σίγουρα, ανάμεικτα. Η παιδική αφέλεια και ο ενθουσιασμός της περιπέτειας συμπορεύονταν με τον φόβο αλλά και την ελπίδα που ήταν μία και μοναδική: Να ξαναβρεθούν όλοι μαζί! Και όταν αυτό συνέβη, στο Παρίσι, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά και την ανακούφισή τους. Η εικόνα που μεταφέρει η Μαργαρίτα από εκείνες τις στιγμές είναι ολοζώντανη: «Κουρνιασμένα στην αγκαλιά της μανούλας μας, είχαμε τώρα και για πάντα κοντά μας τον μπαμπά μας, που χαϊδεύαμε, που αγκαλιάζαμε, που φιλούσαμε, που μας έσφιγγε μέσα στα τεράστια χέρια του, που δεν σταματούσαμε να του μιλάμε, να του λέμε, να του λέμε, να του λέμε... Και που μας μιλούσε ασταμάτητα, μας εξιστορούσε ασταμάτητα!».
Οπως την πρώτη της επίσκεψη στη Μόσχα, τον Αύγουστο του 1970. Τότε που εκείνη, παιδί ακόμη, φωτογραφιζόταν χαμογελαστή μαζί με τους γονείς και τον αδελφό της στην Κόκκινη Πλατεία, έκανε εκδρομές στα περίχωρα, κολυμπούσε στα νερά του Βόλγα, ενώ την ίδια στιγμή εξελισσόταν μια απροσδόκητη πολιτική ιστορία: «Φτάσαμε στη Σοβιετική Ενωση με τον πατέρα μας που ήταν επίσημα προσκεκλημένος από την κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ. Του πρότειναν τη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ στη θέση του τότε γραμματέα Κώστα Κολιγιάννη (1956-1972). Ο μπαμπάς, όμως, δεν γνώριζε ακριβώς τον λόγο της πρόσκλησης - σκεφτόταν, προφανώς η Σοβιετική Ενωση ήθελε να τιμήσει τον κομμουνιστή επαναστάτη! Φυσικά, μετά την πρότασή τους και ύστερα από πολλές στείρες συζητήσεις, διαφώνησε μαζί τους. Στη Μόσχα έγιναν οι πολλές συζητήσεις. Εμείς με τη μαμά και με τη μεταφράστρια-συνοδό μας (της ΚGB), την ευχάριστη Γκαλίνα, αλωνίζαμε την πόλη βδομάδες ολόκληρες… Αξέχαστη και η χλιδή που περιέβαλλε τα κομματικά στελέχη...!» διηγείται η ίδια.
Από τις πιο έντονες αλλά και ιδιαιτέρως συμβολικές αναμνήσεις της από εκείνο το ταξίδι στη Ρωσία, η οποία έμοιαζε παράδεισος στα παιδικά της μάτια, όπως η ίδια εξομολογείται, είναι η επίσκεψη στο σπίτι του σπουδαίου συγγραφέα Αντον Τσέχωφ: «Κάποια μέρα, λοιπόν, στη Γιάλτα πήγαμε να επισκεφτούμε το σπίτι του συγγραφέα Αντον Τσέχωφ που έζησε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ηταν απόγευμα, ο ήλιος έγερνε στον γαλήνιο κήπο όπου κάθισε ο μπαμπάς δίπλα στο μαρμάρινο τραπέζι και έγραψε δυο λόγια στο βιβλίο των επισκεπτών. Σίγουρα υπάρχει ακόμα η αφιέρωσή του. Υπάρχει και μια φωτογραφία. Τον τράβηξαν καθώς έγραφε. Οταν την κοιτάζω νιώθω σαν να βλέπω ένα ιστορικό γεγονός. Γύρω μας, αμέτρητα δέντρα, αμέτρητα παρτέρια με λουλούδια και αμέτρητα μονοπάτια! Ημασταν, θαρρείς, στον Παράδεισο. Γι’ αυτό εμείς τα παιδιά περπατούσαμε ευλαβικά σαν σε άγιο τόπο».
Λίγες ώρες μετά, όμως, η εξαιρετική έως τότε ρωσική φιλοξενία θα αλλάξει πρόσωπο. Η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτη στη χώρα και είχε δοθεί εντολή την εγκαταλείψει άρον άρον: «Κι ύστερα οι συνοδοί μας πήραν την εντολή να φύγει ο μπαμπάς, και φύγαμε. Οταν επιστρέψαμε στη Μόσχα, στο αεροδρόμιο, οι συνοδοί μας, της KGB, μεταμορφώθηκαν σε αντιπαθητικούς κρατικούς υπαλλήλους, μες στον εκνευρισμό. Με βιασύνη περάσαμε το τελωνείο και τον έλεγχο των διαβατηρίων. Ηθελαν να φύγουμε μια ώρα αρχύτερα. Το ίδιο και περισσότερο ήθελαν κι οι γονείς μας.
Ενώ περνάγαμε από τη μια άδεια αίθουσα στην άλλη άδεια αίθουσα, που κατέληγαν στους εξωτερικούς αεροδιαδρόμους, είδαμε πέρα από μια θεόρατη τζαμαρία, στο βάθος μακριά, μία ομάδα νεαρών που κουνούσαν έντονα τα χέρια τους και μας χαιρετούσαν με πάθος και μανία! Τους βλέπαμε που φώναζαν, όμως δεν τους ακούγαμε πίσω από την τεράστια τζαμαρία. Δίπλα μας στεκόταν ο συνοδός του μπαμπά, ένας τεράστιος κι ογκώδης άντρας, ο συνομιλητής του μέρα νύχτα· Ανατόλ νομίζω πως τον έλεγαν - θα ρωτήσω τον μπαμπά. Ηταν, φυσικά, στέλεχος της KGB. Είπε στον μπαμπά πως οι νεαροί ήταν Ελληνες από την Τασκένδη κι είχαν ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα για να τον δουν!
Υστερα από μια βδομάδα ταξίδι με το τρένο και αμέτρητες στάσεις στα κοντρόλ της Αστυνομίας, έφτασαν ίσα ίσα την ώρα της αναχώρησής μας! Ζήτησαν να δουν, να μιλήσουν με τον μπαμπά, ή τουλάχιστον να τον χαιρετήσουν. Ομως είπε ο Ανατόλ πως άδεια δεν πήραν για να τον δουν, κι ας είχαν ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα... Και τώρα, με κουνήματα και μορφασμούς προσπαθούσαν να δώσουν στον μπαμπά να καταλάβει πόσο τον υπεραγαπούσαν! Βλέπετε, ο μπαμπάς τούς είχε επισκεφτεί στην Τασκένδη το 1966 με την ορχήστρα του, τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη, και η μουσική του ήταν μια άσβεστη φλόγα για τους απομονωμένους και ξεχασμένους Ελληνες αντάρτες και τα παιδιά τους που είχαν γεννηθεί στα βάθη της Ασίας. Στην τεράστια τζαμαρία ήταν παιδιά Ελλήνων ανταρτών που είχαν γεννηθεί στα βάθη της Ασίας!».
Μετά τη Μόσχα η οικογένεια Θεοδωράκη δεν επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά στο Παρίσι, όπου ζούσε μόνιμα εκείνη την εποχή. Στη φιλόξενη πόλη όπου κατέφυγαν, αφού πρώτα είχαν βιώσει στο πετσί τους τη σκληρότητα και το μίσος της χούντας που έβλεπε στο πρόσωπο του Μίκη έναν από τους πιο μεγάλους και επικίνδυνους εχθρούς της που παρέμενε «αμετανόητος» παρά τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες. Αυτό που τελικά τον έσωσε από τα χέρια τους, ήταν, σύμφωνα με τις αναμνήσεις της Μαργαρίτας, μια... σκωληκοειδίτιδα!
«Ολ’ αυτά έγιναν λίγο μετά την απελευθέρωση του μπαμπά από τη χούντα, όταν ο Γάλλος πολιτικός Jean-Jacques Servan-Schreiber ήρθε με θράσος και τον ζήτησε από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο προσωπικά, ενώ ο μπαμπάς φούσκωνε επικίνδυνα. Η κοιλιά του είχε γίνει τούμπανο και έτσι τον μετέφεραν από το στρατόπεδο του Ωρωπού στο νοσοκομείο της Νίκαιας.
Η χούντα νόμιζε πως είχε καρκίνο στο στομάχι. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως έτσι θα τον ξεφορτωνόταν! Τελικά, ο μπαμπάς είχε μια απλή σκωληκοειδίτιδα που όμως κανείς δεν την είχε διαγνώσει κι αυτή μετατράπηκε σε καραμπινάτη περιτονίτιδα! Εσπασε τη στιγμή που ο μπαμπάς, ελεύθερος πια, βρισκόταν στη Ρώμη, σε τεράστια πλατεία, Πρωτομαγιά του 1970, πάνω στην εξέδρα με τον Enrico Berlinguer, μετέπειτα αρχηγό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ιστορικό ηγέτη της Αριστεράς, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες λαού, στην κεντρική ομιλία της Πρωτομαγιάς. Το πλήθος θαύμαζε τον ήρωα, τον μαχητή της Αντίστασης, τον κομμουνιστή, τον πατέρα μου! Το πλήθος ζητωκραύγαζε μπροστά στον επαναστάτη! Ο ιταλικός λαός τον λάτρευε! Κι ο μπαμπάς ξεκίνησε τον χαιρετισμό του σε άπταιστα ιταλικά και... λιποθύμησε. Η εγχείρηση, σε νοσοκομείο της Ρώμης, κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες, καθώς το πύον είχε πια απλωθεί μέσα σε όλη του την κοιλιά. “Εβγαλαν τα έντερα μου και τα έπλυναν!” μας έλεγε αργότερα ο μπαμπάς. “Κόντεψα, πραγματικά, να πεθάνω! Μ’ έσωσε ένας σπουδαίος γιατρός”. Ηταν ο προσωπικός γιατρός τού Berlinguer, ο professore Garofalo. Κι εμείς, παιδιά, βάλαμε κι αυτό το συμβάν μέσα στο πάνθεον των κατορθωμάτων του μπαμπά!».
Ιδιαίτερα γλαφυρή και συναισθηματικά φορτισμένη είναι η διήγηση της Μαργαρίτας Θεοδωράκη για το ανοιξιάτικο βράδυ που η ίδια μαζί με τη μητέρα της και τον αδελφό της φυγαδεύτηκαν κάτω από άκρα μυστικότητα στο Παρίσι, όπου η οικογένειά τους θα ενωνόταν, επιτέλους, ξανά: «Ολ’ αυτά έγιναν τέλη Απριλίου του 1970, κι εμείς ζούσαμε πάντα στη Νέα Σμύρνη, όμηροι της χούντας, έλεγαν οι μεγάλοι. Γι’ αυτό το σκάσαμε την Πρωτομαγιά! Η μαμά, ο Γιώργος κι εγώ, παριστάνοντας τους Γάλλους! Με τη βοήθεια Γάλλων φίλων του Schreiber και κατόπιν φίλων καρδιακών τον γονιών μας στη Γαλλία πλέον. Κάναμε, δήθεν, κρουαζιέρα στο Αιγαίο με ένα ιστιοφόρο νοικιασμένο από τον εφοπλιστή Ποταμιάνο (πού να το ήξεραν κι αυτοί!). Και καταλήξαμε στη Χίο. Από κει, με γαλλικά διαβατήρια και τη μαμά μεταμφιεσμένη με καφετιά περούκα και μαύρα γυαλιά, περάσαμε στην Τουρκία με το καραβάκι της γραμμής Χίος - Τσεσμές!
Το πρώτο μας ταξίδι εκτός Ελλάδας, μετά κάμποσα χρόνια από την άφιξή μας στην πατρίδα όταν ήρθαμε μωρά από το Παρίσι. Ημουνα 11 χρονών κι ο Γιώργος δέκα.
Φτάσαμε στην Τουρκία από τη θάλασσα, όπως είχαν φύγει το ’22 άρον άρον κυνηγημένοι όλοι οι δικοί μας· εκατομμύρια δικοί μας. Μπροστά μας φάνηκε η πατρίδα της γιαγιάς Ασπας, της μαμάς του μπαμπά. Ο Τσεσμές! Μια πόλη μυθική, μια πόλη μαγική... Την άλλη μέρα πετάξαμε με το αεροπλάνο από τη Σμύρνη έως το Γκρατς της Αυστρίας, ενώ το προηγούμενο βράδυ είχαμε κοιμηθεί, πάλι κρυφά και κανονισμένα από τους Γάλλους φίλους μας, στο “Club Méditerranée” της Σμύρνης. Μάλιστα, αφού δεν κοιμηθήκαμε εκεί επισήμως, τα σεντόνια του δωματίου που μας έβαλαν μέσα κρυφά, ήταν άστρωτα και χρησιμοποιημένα, πράγμα που αναστάτωσε τη μίζερη μητέρα μας, αλλά εμείς κοιμηθήκαμε, θυμάμαι, μια χαρά!».
Τα δυο παιδιά, η Μαργαρίτα και ο Γιώργος, ρουφούσαν με τα παιδικά τους μάτια κάθε νέα εικόνα. Παρ’ όλα αυτά, δεν γνώριζαν πού πήγαιναν ούτε γιατί έφυγαν από το σπίτι τους μέσα στη νύχτα. Κανείς δεν γνώριζε. Ούτε καν η γιαγιά και ο παππούς, που εκείνο το βράδυ έμελλε να τον χαιρετίσουν για τελευταία φορά: «Φύγαμε εκείνη την Πρωτομαγιά του 1970 κρυφά από το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Μα ούτε κι εμείς τα παιδιά ξέραμε πού πηγαίναμε! “Πάμε μια εκδρομή, παιδιά μου, τώρα που είναι Πρωτομαγιά;” μας είπε, δήθεν, η μαμά.
Κι εμείς, σαστισμένα, το χάψαμε. Γιατί ποτέ άλλοτε η μαμά δεν μας είχε προτείνει κάτι τόσο επαναστατικό για μικρά παιδιά, που όλος ο κόσμος μας μοιραζόταν ανάμεσα στη Νέα Σμύρνη και στο Βραχάτι, τα δυο μας σπίτια, τις δυο φωλιές μας. Θα ’ταν ύβρις να τρέχει η μαμά σ’ εκδρομές και πανηγύρια όταν ο μπαμπάς βρισκόταν, ούτε μια βδομάδα πριν, δεσμώτης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού μαζί με χιλιάδες συντρόφους του. Αυτό το ξέραμε και ήμασταν περήφανα για τον αγώνα του πατέρα μας. Ολα τα ξέραμε και καταλαβαίναμε πως η μαμά έπρεπε να έχει πάντα την ησυχία της με την αμέτρητη στενοχώρια της. Μα ούτε και στους γονείς της είπε την αλήθεια. Φοβόταν μήπως μετά τους αναγκάσουν να μιλήσουν... “Θα πάμε μια πρωτομαγιάτικη εκδρομή με Γάλλους φίλους”, τους είχε πει.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μας για την “εκδρομή”, έβλεπα τον έντονο εκνευρισμό και την ανησυχία στα μάτια της γιαγιάς μου Μαργαρίτας. Και γυρόφερνε κούτσα κούτσα, κούτσα κούτσα με τα άρρωστα πόδια της, πάντα βιαστική. Η μικροσκοπική γιαγιά μου!
Δεν τον ξαναείδε τον μπαμπά της η μαμά μου. Ούτε κι εμείς τον παππού μας. Κάποιο βράδυ του 1971 στο Παρίσι, μας τηλεφώνησαν από την Ελλάδα και της είπαν πως ο παππούς πέθανε. Πήγε σε μιαν άκρη κι έκλαψε. Εκείνο το βράδυ μείναμε οι τρεις μας σιωπηλοί, αφήνοντας τη μαμά μας ήσυχη, μόνη με τον πόνο της. Ούτε στην κηδεία του μπόρεσε να πάει... Εμείς χάσαμε τον σοφό παππού μας, που από μωρά τριγυρνάγαμε ανάμεσα στα γέρικα ποδάρια του».
Οι ανατροπές και οι μετακινήσεις πολλές για δύο μικρά παιδιά. Τα συναισθήματά τους, σίγουρα, ανάμεικτα. Η παιδική αφέλεια και ο ενθουσιασμός της περιπέτειας συμπορεύονταν με τον φόβο αλλά και την ελπίδα που ήταν μία και μοναδική: Να ξαναβρεθούν όλοι μαζί! Και όταν αυτό συνέβη, στο Παρίσι, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά και την ανακούφισή τους. Η εικόνα που μεταφέρει η Μαργαρίτα από εκείνες τις στιγμές είναι ολοζώντανη: «Κουρνιασμένα στην αγκαλιά της μανούλας μας, είχαμε τώρα και για πάντα κοντά μας τον μπαμπά μας, που χαϊδεύαμε, που αγκαλιάζαμε, που φιλούσαμε, που μας έσφιγγε μέσα στα τεράστια χέρια του, που δεν σταματούσαμε να του μιλάμε, να του λέμε, να του λέμε, να του λέμε... Και που μας μιλούσε ασταμάτητα, μας εξιστορούσε ασταμάτητα!».
Μαργαρίτα Θεοδωράκη - Ελενα Ακρίτα
Μπορεί το τελευταίο χρονικό διάστημα να έχει βγει προς τα έξω μια εικόνα υποβόσκουσας κόντρας μεταξύ της Μαργαρίτας Θεοδωράκη και της Ελενας Ακρίτα, με τη δεύτερη να κατακρίνει σφοδρότατα τη δημόσια έκκληση βοήθειας που απηύθυνε η κόρη του συνθέτη για να εισπράξει από την ίδια ως απάντηση βαρείς χαρακτηρισμούς, οι δρόμοι και οι ζωές των δύο γυναικών, ωστόσο, διασταυρώθηκαν πολλές φορές στο παρελθόν με κοινό άξονα, πάντα, τον Μίκη. Στο βιβλίο της, μάλιστα, η Μαργαρίτα, αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην μητέρα της Ελενας, Σύλβα Ακρίτα, η οποία διατηρούσε και συνεχίζει, δεκαετίες μετά, να συνδέεται με μια σταθερή και βαθιά σχέση αγάπης και εκτίμησης με τον Μίκη Θεοδωράκη. Στο κεφάλαιο αυτό η Μαργαρίτα αναφέρεται στην αντισταστιακή δράση της Σύλβας Ακρίτα, αλλά και σε ένα περιστατικό το οποίο η Ελενα αμφισβήτησε δημοσίως, προ ημερών, ως ανακριβές αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια: «Ουδέποτε η μητέρα μου έκρυψε τον Μίκη στο σπίτι μας. Ο Θεοδωράκης κρύφτηκε στη μονοκατοικία του θείου μου Γιώργου Γιαβάσογλου στη Φιλοθέη. Στο ίδιο σπίτι την ίδια περίοδο κρύφτηκαν ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Κώστας Φιλίνης και ο Μπαμπης Δρακόπουλος. Για την ιστορία, ο Μίκης συνελήφθη στο Χαϊδάρι».
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ωστόσο, μαθαίνουμε πότε και πού έγινε η πρώτη συνάντηση των δύο γυναικών αλλά και ποια ήταν η πρώτη εντύπωση που σχημάτισε, τότε, η μικρή Μαργαρίτα για τη νεαρή Ελενα: «Το 1968, καλοκαίρι στο Βραχάτι, όταν ο μπαμπάς μάς μάθαινε να τραγουδάμε τον “Ηλιο και τον Χρόνο”, εξηγώντας μας στίχο-στίχο τη βαθιά έννοιά τους, η Σύλβα και η Ελενα ήταν δύο μαγικές οπτασίες που πέταγαν πάνω από επουράνιους ποταμούς, δίπλα σε πουλιά με ξύλινα φτερά και Ηλιους-θεούς να τις εξουσιάζουν, ενώ ο Χρόνος διαλυόταν στο κεφάλι μας, και ξανά και ξανά η Ελενα που έψαχνε τη Σύλβα, τη μητέρα της, πίσω από κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα... Ηταν η γυναίκα οπτασία, η όμορφη Σύλβα που λατρεύαμε! Σκεφτόμασταν πως σίγουρα η μικρή Ελενα θα είναι πανέμορφη! Οταν την πρωτοείδα στη Νότια Γαλλία καλοκαίρι του 1971 -θα ’ταν δε θα ’ταν 17 χρονών- θαμπώθηκα από την ομορφιά της! Ναι, η Ελενα ήταν πανέμορφη. Σύλβα και Ελενα μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου του μπαμπά, μέσα σε ατελείωτους λαβύρινθους του αδυσώπητου Χρόνου. Κι ο Ηλιος να δαγκώνει. Μέσα στον Ηλιο και τον Χρόνο. Πώς να μην είναι παθιασμένοι μεταξύ τους ο μπαμπάς, η Σύλβα και η Ελενα;» διερωτάται για να απευθύνει, αμέσως μετά, ένα προσωπικό μήνυμα στην Ελενα Ακρίτα: «Ελενα, οι γονείς μας κοντεύουν 100 χρόνια στη ζωή, κοντά έναν αιώνα, κι είναι τόσο πονετική αυτή η απόσταση από την αφετηρία! Είναι αυτός ο terrible Χρόνος που ανελέητα τρώει τις σάρκες μας και, δυστυχώς, και το πνεύμα μας. Αυτό μου έμαθε “Ο Ηλιος και ο Χρόνος”. Ευτυχώς, οι γονείς μας στέκουν σαν αθάνατοι. Σώμα και πνεύμα. Τα μηνύματά τους είναι παρηγορητικά. Ζωή, Ελενα! Ακόμη Ζωή!».
Ειδήσεις σήμερα:
«Συναθροίζεσθαι»... οικογενειακώς: Πώς θα κάνουμε γιορτές - «Παράθυρο» χαλάρωσης μετά τις 7 Ιανουαρίου
Αυστηρό lockdown από σήμερα σε Γερμανία και Λονδίνο - Οι ελπίδες της Ευρώπης στο εμβόλιο
Ο Τούρκος πρόξενος ζητάει πίσω υπολογιστή και κινητό του 35χρονου κατασκόπου που κατασχέθηκαν!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα