Γιώργος Κιμούλης: «Iερό τέρας» της σκηνής, ή απλά τέρας;

Οι καταγγελίες των συμπρωταγωνιστριών του για  ψυχολογική κακοποίηση και βία οδήγησαν τον δημοφιλή  ηθοποιό από το απόγειο της καλλιτεχνικής αποθέωσης στο υπόγειο  της ανθρώπινης αποκαθήλωσης μέσα σε μία εβδομάδα -  Οι συνεργασίες που σημάδεψαν για πάντα όσες  στάθηκαν δίπλα του στο θεατρικό σανίδι

Μετά τη θύελλα καταγγελιών για ψυχολογική κακοποίηση και λεκτική βία από πρώην θεατρικές παρτενέρ και συνεργάτες του, ο Γιώργος Κιμούλης βρέθηκε από το απόγειο της καλλιτεχνικής αποθέωσης στο υπόγειο της ανθρώπινης αποκαθήλωσης. Μετά από 45 χρόνια καριέρας χρειάστηκε μόλις μία εβδομάδα για να αποκαλυφθεί το διπλό πρόσωπο ενός ιερού τέρατος που από Ντόκτορ Τζέκιλ στη θεατρική σκηνή μεταμορφώνεται στο τέρας Μίστερ Χάιντ, που βγήκε παγανιά στην πραγματική ζωή. Μια ιστορία για έναν ηθοποιό που έχασε τα όρια μεταξύ του ρόλου και αυτού που θα γινόταν το τέλειο θεατρικό έργο αν δεν το ξεπερνούσε η ζωή.

O Ντόκορ Τζέκιλ που έγινε Μίστερ Χάιντ
Στο Θέατρο Βρετάνια, στο κέντρο της πόλης, δεν πέφτει καρφίτσα. Το αστικό κοινό με τις γούνες και τα κοστούμια που κάθε βράδυ δίνει βροντερό «παρών» στην παράσταση «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» έχει για άλλη μία φορά γεμίσει το θέατρο ασφυκτικά. Η υπόθεση του έργου, μια τρυφερή κομεντί για τον έρωτα ενός καθηγητή με ένα κορίτσι της λαϊκής τάξης, την κομμώτρια Ρίτα, και την προσπάθειά του να τη μυήσει με υπομονή και αφοσίωση στον κόσμο των γραμμάτων και της φιλοσοφίας. Ο Γιώργος Κιμούλης στη σκηνή υποδυόταν για μία ακόμα φορά έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του: έναν κυνικό προφέσορα με σιγουριά για την ικανότητά του να πλάθει ως Πυγμαλίων τις ψυχές των κοριτσιών, αλλά που στο τέλος βρισκόταν να παίρνει το μάθημά του. Ενας ρόλος που σήμερα φαίνεται να δικαιώνεται από την ίδια την πραγματικότητα, αφού οι περισσότερες «εκπαιδευόμενες» είναι αυτές που αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο του αλλοτινού Πυγμαλίωνα και δυνάστη: αυτού που έκανε στην πραγματικότητα την εκάστοτε Ρίτα να μετατρέπεται από φιλόδοξη μαθήτρια σε ανασφαλές θύμα που ζούσε μια κόλαση η οποία ξεκινούσε από το καμαρίνι, οδηγούσε στη σκηνή και κατέληγε στο σπίτι με χάπια. Λεκτικό μπούλινγκ, συνεχής υποτίμηση, απανωτές βρισιές ακόμα και πάνω στη σκηνή έχουν καταγραφεί από τις μέχρι τώρα νεαρές ηθοποιούς, οι οποίες μεταβλήθηκαν, εν μια νυκτί, από «ερωτευμένες Ρίτες» σε δικαιολογημένα απονενοημένες μαινάδες αποφασίζοντας να πάρουν εκδίκηση για το βασανιστικό «μάθημα» στο οποίο τους ανάγκαζε ο άλλοτε παντοδύναμος δάσκαλος.

Tραυματική ήταν η συνεργασία της Κατερίνας Γερονικολού με τον Γιώργο Κιμούλη, η οποία έσπευσε να επιβεβαιώσει  τις καταγγελίες της Ζετας Δούκα (πάνω). Ανάμεσα στις πρωταγωνίστριες που είχαν εκρηκτικές συνεργασίες μετον Κιμούλη ήταν και η Δήμητρα Ματσούκα (κάτω)

Θύελλα καταγγελιών
Την αρχή έκανε εκτός από τις δύο Ρίτες -Ευδοκία Ρουμελιώτη και Κατερίνα Παπουτσάκη- η Ζέτα Δούκα προβαίνοντας σε μία αποκάλυψη που στον χώρο ισοδυναμούσε με κοινό μυστικό: σε μια εκπομπή όπου το πάνελ αποτελείται στην πλειονότητα από γυναίκες, αισθάνθηκε αρκετά ασφαλής ώστε να μιλήσει για «απίστευτης έντασης ψυχολογική και λεκτική βία, εντός και εκτός σκηνής, με εξάρσεις και περιστατικά θυμού», ακόμα και για κλωτσιά εκ μέρους του Γιώργου Κιμούλη. Ο κύκλος των αποκαλύψεων είχε ανοίξει για να καταγράψει πλήθος από περιστατικά όπου ο απόλυτα κυρίαρχος επί σκηνής έμοιαζε να μεταφέρει τις απολυταρχικές του τάσεις στον ψυχισμό των νεαρών ηθοποιών του, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει το προβλέψιμο σενάριο των ρόλων του: στην πλειονότητα πανέξυπνοι, ευφυείς και υπέρμετρα κυνικοί πρωταγωνιστές που φλέρταραν συχνά με τη βία ή αποκάλυπταν τη διπρόσωπη ισχύ των ηρώων του αγαπημένου του Σαίξπηρ, όπου κάθε καλόβουλος Οθέλλος συμπληρωνόταν πάντα από έναν σατανικό Ιάγο. Πολλές φορές τα δύο πρόσωπα εναλλάσσονταν με την ίδια αριστουργηματική ικανότητα αποδεικνύοντας ότι ο Κιμούλης δεν φρόντισε και δεν θέλησε να είναι ποτέ καλός - όχι με την έννοια της καλλιτεχνικής επάρκειας, αλλά της πραγματικής καλοσύνης. Σαν να τη θεωρούσε εγγενή αδυναμία ή πρωτογενές ελάττωμα το οποίο όφειλε να αποδιώξει, μαζί και κάθε υποψία τρυφερότητας προς συμπρωταγωνιστή/συμπρωταγωνίστρια εντός και εκτός σκηνής.

Στο ίδιο πλαίσιο της ευφάνταστης νομιμοφροσύνης της λεκτικής βίας, που στα μάτια του δικαιολογείται από ένα νιτσεϊκό επιχείρημα που του δίνει το δικαίωμα να πράττει και να λέει τα πάντα στο όνομα της απροσμέτρητης ευφυΐας, έσπευσε να ρίξει ταυτόχρονα το φταίξιμο τόσο στη γυναίκα που πρώτη αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπό του, τη Ζέτα Δούκα, όσο και στους συντελεστές της εκπομπής που τη φιλοξένησαν, τους οποίους χαρακτήρισε «δημοσιογραφικά αδαείς». Αντίστοιχα «υπεύθυνες» θεώρησε και όλες όσες τόλμησαν να προβούν σε αποκαλύψεις γιατί παρασύρθηκαν από εφήμερες «μόδες». Τόλμησε μάλιστα να αποδώσει σε αυτό το νέο... trend την ανάγκη των γυναικών να καταγγέλλουν τους αλλοτινούς θύτες τους ξεχνώντας ίσως ότι κάποτε ήταν η ίδια η μόδα των σουτιέν, τα οποία έβγαζαν οι γυναίκες με περισσή τόλμη που τις έκανε να διεκδικήσουν θέσεις, δουλειές και ερωτική ελευθερία. Τώρα ήρθε η σειρά των κακοποιημένων ηθοποιών να πάρουν η μία από την άλλη τη σκυτάλη σε μια κούρσα που ως στόχο έχει ένα και μόνο πρόσωπο: τον άλλοτε δυνάστη -τουλάχιστον στα μάτια τους και στην τραυματισμένη τους ψυχή- Γιώργο Κιμούλη.

Σειρά, έτσι, είχαν μετά τη Ζέτα Δούκα οι δύο Ρίτες, Ευδοκία Ρουμελιώτη και Κατερίνα Παπουτσάκη, οι οποίες έμελλε και αυτές να υποφέρουν τα πάνδεινα από τον προσωπικό τους Πυγμαλίωνα. Δεν θέλει και πολλή φαντασία για να αντιληφθεί κανείς τους αρμούς που έφεραν κοντά τα δύο θύματα, τις κοινές αναμνήσεις που πυροδότησε το υπερεγώ των καταγγελιών. Σαν να έπρεπε να βρουν από κοινού το θάρρος να μιλήσουν: η Ρουμελιώτη αποκάλυψε ότι έχασε τη φωνή της εξαιτίας του αδιανόητου μπούλινγκ που την ανάγκασε τελικά να εγκαταλείψει τη δύσκολη επί σκηνής συνεύρεση και η Κατερίνα Παπουτσάκη να αποκαλύψει τη δύσκολη προσωπική της περιπέτεια που την ανάγκασε να έρθει αντιμέτωπη με πραγματικούς εφιάλτες.

Αλλά δεν ήταν οι μόνες, αφού ήταν άπειρες οι γυναίκες που είχαν επίσης απολέσει την υγεία τους εξαιτίας της λεκτικής βίας που ασκούσε ο παντοδύναμος δάσκαλος, σκηνοθέτης και αλαζονικός μέντορας. Η εύθραυστη τότε Κατερίνα Γερονικολού είχε επίσης υποφέρει τα πάνδεινα από τον αλλοτινό «Δον Ζουάν», αφού έτσι ήταν ο τίτλος μιας παράστασης που με ναρκισσιστικό τρόπο έκανε τον Κιμούλη να ερμηνεύει επί σκηνής τον σαρωτικό εαυτό του. «Με φόβισες. Με τρόμαξες...Με έκανες να μην πιστεύω σε μένα. Εσύ, που μου έδωσες τον ρόλο. Να βάζω στοιχήματα με τον εαυτό μου αν θα μπορώ να συνέλθω μετά τη “συνεργασία” μας» ήταν το ακριβές μήνυμα που έστειλε στον Κιμούλη η Γερονικολού, επιβεβαιώνοντας ένα ακόμη -πραγματικό αυτή τη φορά- σενάριο που ήθελε τον ίδιο να ψιθυρίζει στο αυτί νεαρής ηθοποιού ότι «αυτή η συνεργασία θα σου μείνει αξέχαστη» και να το εννοεί.

Μόνο που δεν το έλεγε με τον τρυφερό τρόπο ενός δασκάλου, αλλά ενός σαδιστή που χαίρεται να βλέπει τις ηθοποιούς να αγωνίζονται να ξαναστήσουν εκτός και εντός σκηνής τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει περίπτωση η εξαιρετική εμφάνιση που αποκάλυπταν οι περισσότερες από τις συμπρωταγωνίστριές του να οφειλόταν τόσο στα χαρίσματα του τελειομανούς Κιμούλη όσο και στο ότι αναγκάζονταν να ξεπερνούν τα όρια των αντοχών τους. Χαρακτηριστική είναι η επί σκηνής συνεύρεση με τη Δήμητρα Ματσούκα, μια συνεργασία που μύριζε μπαρούτι μέχρι τα τελευταία καθίσματα της πλατείας, αφού οι δύο ηθοποιοί έδειχναν ότι το κρεσέντο της λεκτικής τους αντιπαράθεσης επί σκηνής δεν ήταν και τόσο υποκριτικό όσο φαινόταν.

Πρώτη είχε μιλήσει σε ανύποπτο χρόνο η Ευδοκία Ρουμελιώτη, όμως οι αποκαλύψεις της δεν είχαν τύχει ιδιαίτερης προσοχής

Πολλοί μάλιστα είχαν παρατηρήσει ότι ο Γιώργος Κιμούλης φρόντιζε να αλλάζει τη σειρά από τις ατάκες του ώστε να μπερδεύει τη συμπρωταγωνίστριά του, που σίγουρα δεν έδειχνε να περνάει τις καλύτερες μέρες της στην περίφημη «Συνέντευξη», όπως ήταν ο τίτλος εκείνης της παράστασης στο καθημερινά κατάμεστο Θέατρο Αθηνών. Σύμφωνα με την υπόθεση, ο υποτιθέμενος ασυμβίβαστος πολεμικός ρεπόρτερ και πολιτικός αναλυτής, απαξιωμένος από την ίδια του την εφημερίδα, κάποια στιγμή αναγκάζεται να πάρει συνέντευξη από μια σταρ της τηλεόρασης, από την οποία ενώ την απαξίωνε βρίσκει, κυριολεκτικά, τον δάσκαλό του. Η μαθημένη στα δύσκολα Ματσούκα ήταν προφανές ότι δεν μάσησε από το μπούλινγκ του «αδέκαστου» συμπρωταγωνιστή της, αλλά όλοι ήξεραν ότι αμφότεροι φρόντιζαν να μη συναντιούνται ούτε στους στενούς διαδρόμους του θεάτρου, ούτε καν στη μικρή χρονική απόσταση που χωρίζει το πρώτο από το τρίτο κουδούνι.
Η σκληροτράχηλη Ματσούκα μπορεί να θέλησε να κρατήσει τις εντυπώσεις για τον εαυτό της, αλλά άλλες πρωταγωνίστριες θεώρησαν ότι η μόνιμη απειλή του Κιμούλη δεν έπρεπε να επικρέμαται σαν δαμόκλειος σπάθη για πάντα: για την Ευδοκία Ρουμελιώτη, πάντως, μετατράπηκε σε μόνιμο τραύμα που την έκανε να ομολογήσει πως «αυτός ο άνθρωπος με κακοποίησε ψυχικά αφού μετά τη συνεργασία μας φοβόμουν να ανέβω στη σκηνή. Την ώρα που έπαιζα με έβριζε χυδαία. Ημουν στη σκηνή και ερχόταν πίσω μου και δεν μπορώ να σας πω αυτά που άκουγα στο αυτί μου. Στο διάλειμμα της παράστασης φοβόμουν να μείνω στο καμαρίνι και πήγαινα και καθόμουν στην τουαλέτα για να περάσει η ώρα μέχρι να βγω στη σκηνή». Οχι και οι ιδανικότερες συνθήκες για μια 25χρονη που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το τραύμα της λεκτικής κακοποίησης και του μπούλινγκ, σε αντίθεση με την άλλοτε στενή συνεργάτιδα του Κιμούλη, Ταμίλα Κουλίεβα, η οποία είχε μεν έντονες τριβές και βίωσε αντίστοιχα αδιέξοδα, αλλά η παιδική της ανατροφή στις σκληρές συνθήκες της πρώην σοβιετικής κομμουνιστικής πραγματικότητας την είχε προικίσει με αντοχές και θέληση. Εκανε έτσι δημόσια λόγο για μια πολύ δύσκολη και ενίοτε αδιέξοδη συνεργασία την οποία προσπάθησε να ξεπεράσει με άλλους τρόπους.

Επικίνδυνες σχέσεις
Η Φαίη Ξυλά ήταν επίσης από τις γυναικείες φωνές που τόλμησαν να ενωθούν στο βροντερό πια «κατηγορώ» που έχει υψωθεί με θαυμαστή επάρκεια δίπλα στους εντυπωσιακούς τίτλους των παραστάσεων στις οποίες πρωταγωνίστησαν μαζί με τον γνωστό σκηνοθέτη και ηθοποιό. Σε αυτές προστέθηκαν και της Μπέττυς Νικολέση και της Αλεξάνδρας Ταβουλάρη. Μάλιστα η τελευταία πρόλαβε να παραιτηθεί τινάζοντας την παράσταση «Μαυροπούλι» στον αέρα και κάνοντας τον Κιμούλη να αποκαλύψει επί σκηνής ότι λόγοι «ανωτέρας βίας» τον ανάγκασαν και πάλι να αλλάξει ηθοποιό. Παρότι η Ταβουλάρη πίστευε ότι θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την πίεση των αναγκαστικών προβών που έγιναν τελευταία στιγμή, τελικά το αδυσώπητο μπούλινγκ του Κιμούλη την ανάγκασε και αυτή να φύγει πριν την ώρα της. Πάντοτε άλλωστε ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβεβαιώσει το σατανικό στοιχείο του χαρακτήρα του, όπως ο υποκόμης Βαλμόν, τον οποίο έχει ερμηνεύσει στις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, με την επιθετική, σαδιστική προς τις γυναίκες συμπεριφορά που ισχυρίζεται ότι αναγκάζεται πάντα να φέρεται απόλυτα άσχημα γιατί «αυτό είναι πέρα από τον έλεγχό μου».

Ετσι όταν σε μια κρίσιμη σκηνή από τις «Επικίνδυνες σχέσεις» έβλεπε κανείς να σέρνονται στα πόδια του κόμη τα νεαρά κορίτσια παρακαλώντας τον να τις λυπηθεί και να δείξει οίκτο, το κοινό δεν ήξερε αν αυτό που γινόταν επί σκηνής ήταν ψέμα ή αλήθεια. Παρότι η Εβελίνα Παπούλια δεν έχει αναφέρει επίσημα κάποιο περιστατικό από τις κουίντες της παράστασης, όλοι ξέρουν ότι η συνεργασία της με τον Κιμούλη-κόμη Βαλμόν σίγουρα δεν θα αναφερθεί ως μια ευχάριστη ανάμνηση σε μια ξάστερη νύχτα. Αλλωστε, όπως λέει και το ίδιο το έργο, «τα ανθρώπινα πιόνια του υποκόμη Βαλμόν, δυστυχώς, ανταποκρίνονται και οι συνέπειες αποδεικνύονται πιο σοβαρές και θανατηφόρες απ’ ό,τι οι ίδιοι οι παίκτες είχαν προβλέψει».
Αυτή ήταν όντως η περίπτωση για τον νεαρό Φάνη Παυλόπουλο, ο οποίος δεν μπορούσε να φανταστεί ότι είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του επαφή με τον σκηνοθέτη και μέντορά του θα βρισκόταν στο σημείο να βγάλει στην επιφάνεια όλα όσα οδυνηρά αντιμετώπισε σε ένα διαρκές σκηνικό ταπείνωσης και φόβου. «Είκοσι χρόνια μετά, τρία χρόνια στη σχολή, τρία χρόνια με φόβο, κατάχρηση εξουσίας, ταπείνωση, μισογυνισμό, χειραγώγηση, εκμετάλλευση, κλάματα, δουλοπρέπεια, τοξικότητα, ψυχολογική βία, τσακωμούς. Διέλυσε ένα ολόκληρο έτος, κατέστρεψε προσωπικότητες γιατί έτσι γούσταρε και γιατί μπορούσε. Την τελευταία ώρα μιλάω με συμφοιτητές που κλαίνε με λυγμούς επειδή θυμήθηκαν τι ζούσαμε αυτά τα χρόνια στη σχολή του. Σήμερα συνειδητοποίησα γιατί, όταν κάποιοι με ρωτάνε σε ποια δραματική σχολή να δώσουν εξετάσεις, δίνω πάντα την ίδια απάντηση: σε καμία», έγραψε ο ώριμος πια ηθοποιός στα social media.

Φαίη Ξυλά


O σαδομαζοχισμός ενός σπάνιου ταλέντου
Η σαδιστική, ωστόσο, εξάντληση κάθε ανεκτικότητας προφανώς εξηγείται και από την αντίστροφη όψη ενός ανυπεράσπιστου μαζοχισμού. Και όπως θα ήθελε ο Φρόιντ, ποτέ δεν υπάρχει περίπτωση να διαχωρίσεις αυτά τα δύο. «Πιτσιρικάς γαλουχήθηκα με μία φράση που μπορεί να βίασε τον ψυχικό μου κόσμο αφού θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει: Δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, υπάρχει “δεν θέλω”», λέει ο υποψήφιος φορέας του σαδομαζοχισμού Γιώργος Κιμούλης επιβεβαιώνοντας τη λογική ότι η ψυχική βία γεννάει -ακόμα περισσότερη- βία. Πρόκειται για μια ομολογία που επιβάλλει έναν και μόνο κανόνα: καμία αποτυχία δεν μπορεί να γραφτεί στο οικογενειακό πρόγραμμα. Η στιβαρή εικόνα της μητέρας, που ήταν η πρώτη δικαστής του Συμβουλίου της Επικρατείας στην Ελλάδα, και η επιβλητική εικόνα του υπερήλικα πατέρα διαμόρφωσαν στον παιδικό ψυχισμό του Κιμούλη έναν στιβαρό κανόνα που δεν επέτρεπε δικαιολογίες και ευαισθησίες. Ενδεχομένως όσοι προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν καλοπροαίρετα να ήρθαν αντιμέτωποι με την εικόνα ενός τραυματισμένου αγοριού που πάντοτε ήθελε να είναι ένας άλλος.

Ηταν αυτό που ο ίδιος εξομολογούνταν σε συνεντεύξεις του, ότι από τότε που στη ζωή του πρωτοήρθε σε επαφή με το θέατρο, δεν σταμάτησε να του τριβελίζει το μυαλό μία φράση: «Θα ήθελα να γίνω έτσι όπως ήταν μια φορά κάποιος άλλος. Μόνο που κατάλαβα ότι αυτός ο άλλος ήμουν εγώ τελικά». Ηταν μόλις 17 ετών όταν είδε την πρώτη του θεατρική παράσταση και σχεδόν αμέσως κατάλαβε ότι το θέατρο είναι ο παράξενος κόσμος στον οποίο θα ανήκε, πέρα και έξω από τις οικογενειακές επιταγές που τον ήθελαν να διαπρέπει ως δεινός ρήτορας στις δικαστικές αίθουσες: «Για αρκετά χρόνια λειτουργούσα ετεροπροσδιορισμένος. Σιγά-σιγά και όσο έμπαινα μέσα στον χώρο έβλεπα ότι μπορούσα να καλύψω πάρα πολλές δικές μου ανάγκες, ως επί το πλείστον στο επίπεδο της έκφρασης σκέψεων, συναισθημάτων. Αρχισα, λοιπόν, σιγά-σιγά να αυτοπροσδιορίζομαι», έλεγε δικαιολογώντας το χρονικό της προσωπικής ανέλιξης - ή μήπως στασιμότητας; Και όλα αυτά, τα καλά και κακά συναισθήματα, η σαδιστική συμπεριφορά ως αντίστροφη όψη του μαζοχισμού προφανώς οφείλονται στο γεγονός ότι μάλλον δεν αντέχει να βλέπει ανθρώπους ανυπεράσπιστους όπως ήταν κάποτε ο ίδιος. «Οταν ήμουν στην Ε’ Γυμνασίου οι γονείς μου χώρισαν και βρήκα την ευκαιρία να το σκάσω από το σπίτι.

Τις δύο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου τις τελείωσα μόνος μου σε άλλο σπίτι. Και αυτό γιατί επένδυσα στις ενοχές των γονιών μου. Εμενα μόνος μου στον Πειραιά, σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει η μητέρα μου από μια φίλη της. Παράλληλα τα βράδια δούλευα για να έχω έξτρα χαρτζιλίκι - ντελίβερι αλλά και σερβιτόρος σε πιτσαρία», έχει πει για να εξηγήσει ότι ποτέ, όσο καλά κι αν φαίνονταν να είναι τα δεδομένα στην αστική του ζωή, δεν ήταν πραγματικά ρόδινα. Εννοείται βέβαια ότι η επιβλητική προσωπικότητα την οποία εμφάνισε από πολύ νωρίς έκανε ακόμα και τον δύσκολο Δημήτρη Χορν να τον καλέσει στο πλάι του και να τον αναγνωρίσει δικαιωματικά ως τον διάδοχό του. Ο Κιμούλης βρέθηκε έτσι να κλέβει τις εντυπώσεις με το καλημέρα μέσα από το σχήμα του Ελεύθερου Θεάτρου, ενώ στο σινεμά έκανε το ντεμπούτο του με την ταινία με τον προφητικό τίτλο «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια».

Οποιοι θέλουν να ανιχνεύσουν στοιχεία του οριακού Γιώργου Κιμούλη αρκεί να ρίξουν μια ματιά σε σκηνές από το αξεπέραστο κινηματογραφικό «Νοκ άουτ», όπου μαζί με το ρεσιτάλ ερμηνείας φαίνεται η ανεξέλεγκτη αρχή μιας προσωπικότητας που δεν καταλαβαίνει τις διαφορές από νομιμοποιημένη ή μη νομιμοποιημένη βία. Ισως να φταίει και ο άγραφος νόμος της Αριστεράς που έλεγε πάντα ότι η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, ίσως και οι κανόνες ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που τον έκαναν να διαμορφώσει τη δική του απόλυτη ρότα -χωρίς να λογαριάσει τις επιπτώσεις- για να επιβληθεί. Πολλές φορές χρειάστηκε να φτάσει στα όρια της προσωπικής χρεοκοπίας και απανωτών επαγγελματικών αποτυχιών για να ξανασηκωθεί -και ήταν τότε που ταυτίστηκε με τον ολόμαυρο και ολοσκότεινο «Οιδίποδα Τύραννο» στην Επίδαυρο-, ενώ άλλες, τις εποχές της μελαγχολίας, να καταφύγει στον αλαζονικό πρίγκιπα Αμλετ για να μεταφέρει το δικό του μήνυμα. Ηταν την ίδια εποχή που άρχισε να ανακαλύπτει τη φιλοσοφία και τη λογική της «εμμένειας» και να δίνει ακατάληπτες συνεντεύξεις για το νόημα της ύπαρξης σνομπάροντας επιδεικτικά τόσο τους δημοσιογράφους όσο και οποιαδήποτε νεαρή συμπρωταγωνίστρια προσπαθούσε να βρει το δικό της στίγμα.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι είχε πολλά κάποιος -και κυρίως κάποια- να μάθει από τον υπερταλαντούχο Κιμούλη, με την προϋπόθεση ότι θα κατάφερνε να βγει προσωπικά άτρωτος/η, μια πολύ δύσκολη εξίσωση ακόμα και για τον ίδιο. Γιατί ποιος κατάφερε να πείσει τον Κιμούλη -ούτε καν ο ίδιος του ο εαυτός- ότι υπάρχουν κάποιοι βάσιμοι λόγοι για να είναι καλός ή έστω ανθρώπινος; «Το θέμα στο θέατρο δεν είναι να είσαι αρεστός, αλλά να δώσεις στον άλλον τα όπλα ώστε να προχωρήσει», έλεγε σε συνέντευξή του δικαιολογώντας το άτεγκτο προφίλ του που στις ψυχές των πιο ευαίσθητων θυμάτων του είχε καταγραφεί ως αυτό ενός ανελέητου δυνάστη. Μπορεί λοιπόν κάποιοι ή κάποιες να έχουν αναγνωρίσει στις συμβουλές του έναν πραγματικό λόγο για να γίνουν καλύτεροι, κανείς όμως -ούτε ένας- δεν έχει πει ότι έχει καλοπεράσει.

Υπάρχει, όμως, και μια θεωρία που υποστηρίζουν όσοι τον γνωρίζουν καλά, ότι «ο Γιώργος δεν ήταν ποτέ έντονος με γυναίκες που του ήταν αδιάφορες. Ενδεχομένως να μισεί τον εαυτό του για τη συναισθηματική αδυναμία που μπορεί να έχει προς το εκάστοτε πρόσωπο και γι’ αυτό να φέρεται έτσι», επιμένοντας έτσι σε μια άλλη εκδοχή ψυχαναλυτικής αποκωδικοποίησης για οριακές συμπεριφορές που προέρχονται από χαρισματικές, πλην όμως σαδιστικές προσωπικότητες. Ισως και στο μυαλό του Κιμούλη αυτός ο όρος να έχει καταγραφεί ως η αντίθετη όψη του προικισμένου, ταλαντούχου, τρελού και έξυπνου μοναχικού μισάνθρωπου πρίγκιπα -βλέπε Αμλετ- που κανείς -και κυρίως καμία- δεν κατάφερε να καταλάβει. Σπανίως βέβαια βρίσκεται ο ίδιος στον ρόλο του μαθητή και το παράδοξο είναι ότι αυτό συμβαίνει πάντα με κάποια γυναίκα: είτε με την κόρη του, την οποία συμβουλεύεται αντιστρέφοντας τους ρόλους του πατρικού δασκάλου και του αθώου κοριτσιού, είτε με τις γυναίκες του, τις οποίες δεν φοβάται ως δυναμικές και ισότιμες με εκείνον. Ετσι ήταν η σχέση με τη μητέρα του, την οποία αναγνώριζε ως μια κυρίαρχα επιβλητική και έξυπνη φιγούρα, ανεξάρτητη, με ισχυρή προσωπικότητα και πνεύμα, έτσι ήταν και με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, έτσι ήταν ακόμα και η έντονη σχέση του με την Κατερίνα Λέχου, η οποία τελείωσε με αντίστοιχα περιπετειώδη τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε. Ωστόσο, αν μία γυναίκα στάθηκε παραδειγματικά με ισότιμο τρόπο δίπλα του ήταν η Μαρία Δαμανάκη, ένας σφόδρα κεραυνοβόλος έρωτας που οδήγησε σε γάμο και με την οποία απέκτησε τη μονάκριβη κόρη του Μαριάννα. Από εκεί και πέρα οι γυναίκες εναλλάσσονταν με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό με τους άπειρους ρόλους με τους οποίους πειραματιζόταν ή με τις αδυσώπητες εκδοχές του οριακού εαυτού του. Πάντοτε ωστόσο εξέπληττε τους πάντες με το πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει η πάλη με τον εαυτό και τους άπειρους εαυτούς, σε τέτοιο σημείο ώστε να ταυτιστεί με τη δική του ανδρόγυνη εκδοχή της Μήδειας που τον ήθελε να είναι μια φόνισσα μεταμφιεσμένη σε άνδρα.

Αλεξάνδρα Ταβουλάρη
Μπέττυ Νικολέση


Ομολογία

Τα πάντα μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν Κιμούλη, όπως το να αναγκαστεί να προσευχηθεί σε εκκλησία -ομολόγησε ότι συνέβη για χάρη της θρησκευόμενης Λέχου-, να ασχοληθεί με τη ρωσική γλώσσα για χάρη της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, να γίνει αυτός ο άλλος που τελικά δεν κατάλαβε ποτέ τον εαυτό του. Εχει, άλλωστε, ομολογήσει ότι δεν κατάφερε να γίνει ο ηθοποιός που ο ίδιος περίμενε να γίνει παρά την καταξίωση και την αναγνώριση, φροντίζοντας μάλλον να εξαντλεί τα όρια της ανοχής όχι μόνο των συνεργατών του αλλά και του ίδιου του εαυτού. «Ολοι µας ξέρουµε τι είµαστε, αλλά και τι θα θέλαµε να γίνουµε. Κάποιες φορές δοκιµάζουµε να καµωθούµε αυτό που θέλαµε να γίνουµε πριν γίνουµε. Και τότε βλέπουµε πως πιάνει και συνεχίζουµε να ζούµε σε αυτό το ψέµα. Δεν µας περνάει ποτέ από το µυαλό πως ο άλλος βλέπει την αλήθεια, αλλά δεν µας τη λέει, γιατί ίσως κάνει και αυτός το ίδιο. Αποτέλεσµα: κάποια στιγµή οι µάσκες να πέσουν και η πραγµατικότητα να µην αρέσει σε κανέναν από τους δύο», εξηγούσε -κάπως προφητικά είναι η αλήθεια- την ουσία του ρόλου του στο έργο «Το παγκάκι» του Αλεξάντερ Γκέλμαν, που έμελλε να ανέβει στο θέατρο, αλλά τον πρόλαβε η καραντίνα, σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στη Σεμίνα Διγενή.

Τελικά η αλήθεια αποκαλύφθηκε απλώς επειδή οι συμπρωταγωνίστριές του βρήκαν το θάρρος να αποδείξουν ότι ακόμα κι αν δεν έχεις βρει την ταυτότητά σου ως ηθοποιού, το σημαντικό είναι να βρεις τον ουσιαστικό σου ρόλο ως ανθρώπου και ως δασκάλου. «Στις µέρες µας το όνειρο και η ουτοπία αντιµετωπίζονται ανεκδοτολογικά. Ξεχνούν, βέβαια, πως αν δεν πιστεύεις στην ουτοπία ζεις δυστοπικά», κατέληγε ο Κιμούλης στην ίδια συνέντευξη - με τη μόνη διαφορά ότι αυτός που φάνηκε να προκαλεί, εν προκειμένω, την πιο αδυσώπητη δυστοπία για τους ανθρώπους γύρω του ήταν τελικά ο ίδιος. Και αυτή τη φορά η συνέχεια δεν είναι επί της σκηνής, αλλά στις αίθουσες ενός δικαστηρίου ή στη μικρή οθόνη. Θλιβερό για έναν ηθοποιό που θα άξιζε να τιμά την καλύτερη και όχι τη χειρότερη και την πιο δυστοπική εκδοχή του εαυτού του.

Ειδήσεις σήμερα:

Φον Ντερ Λάιεν για εμβόλια: Η Ευρώπη ξεκίνησε αργότερα, όμως αυτή ήταν η σωστή απόφαση

«Άλμα» με 1.261 νέα κρούσματα - Τα 652 στην Αττική

Μονοκλωνικά αντισώματα: H πολλά υποσχόμενη θεραπεία «αναποτελεσματική στις μεταλλάξεις»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr