Θανάσης Ευθυμιάδης... η μεταμόρφωση: Ο ζεν πρεμιέ που έγινε γιόγκι για να βρει την ευτυχία
21.05.2021
19:52
Αποκλειστικά αποσπάσματα από τη βιογραφία του «Μια όμορφη μέρα»- Η πορεία του προς την επιτυχία, την δόξα, το χρήμα και τις ανέσεις αλλά και η κατάθλιψη, οι δοκιμασίες και οι συνεχείς ανατροπές που βίωσε στα χρόνια της κρίσης
Μέσα σε 228 σελίδες ο πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ Θανάσης Ευθυμιάδης αφηγείται τη συναρπαστική ζωή του στην βιογραφία με τίτλο «Μια όμορφη μέρα» που θα κυκλοφορήσει την Δευτέρα από την Key Books. Η πορεία του προς την επιτυχία, την δόξα, το χρήμα και τις ανέσεις αλλά και η κατάθλιψη, οι δοκιμασίες και οι συνεχείς ανατροπές που βίωσε στα χρόνια της κρίσης περιγράφονται γλαφυρά από τον ηθοποιό που σήμερα απαλλαγμένος από περιττά βάρη και χωρίς καμία έννοια για τα υλικά αγαθά, έχει επιλέξει μαζί με την γυναίκα του Αννα Δημητρίεβιτς και τις δύο τους κόρες να ζουν εναλλακτικά και σχεδόν ασκητικά βρίσκοντας επιτέλους την ευτυχία. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του εξηγεί πώς καταφέρνει να είναι χαρούμενος ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες.
«Στις 12 Μαρτίου 2020 έκλεισαν τα θέατρα και ξεκίνησε μια περίοδος "παύσης" και περιορισμών για να πολεμήσουμε με έναν "αόρατο εχθρό", τον covid. Όσο κι αν γύρω μου απλωνόταν ο φόβος και η θλίψη, μέσα μου ήμουν σίγουρος πως και αυτή η δοκιμασία για κάποιον λόγο ήρθε. Παρέμεινα ήρεμος κι έτσι είχα τη δυνατότητα να αφουγκραστώ την εσωτερική μου φωνή. "Κάθε εμπόδιο, για καλό", μου είπε. Για άλλη μια φορά την εμπιστεύτηκα. Για άλλη μια φορά, οι φίλοι μου άρχισαν να με ρωτάνε: "Μα πώς το κάνεις; Εσύ χαρούμενος κι εμείς ένα βήμα πριν την κατάθλιψη". "Σας τα λέω, αλλά τα ξεχνάτε", τους απάντησα χαμογελώντας, "οπότε, μιας και έχω ελεύθερο χρόνο, θα κάτσω να τα γράψω… Για να καταλάβετε, όμως, τον τρόπο που ζω τώρα, θα πιάσω την ιστορία μου από την αρχή". Με την ελπίδα να είμαι χρήσιμος, μοιράζομαι μαζί σας Μια Όμορφη Μέρα»: γράφει ο Θανάσης Ευθυμιάδης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του στο οποίο ξεδιπλώνει όλη την πορεία του από την Καβάλα όπου έζησε και μεγάλωσε μέχρι τα χρόνια της Επιδαύρου δίπλα σε μεγάλους δασκάλους όπως τον δύσκολο και απαιτητικό Λευτέρη Βογιατζή, την εκρηκτική επιτυχία που γνώρισε με το σίριαλ «Dolce Vita» αλλά και την κατάθλιψη και την ανασφάλεια στα χρόνια των μνημονίων μέχρι επιτέλους να απαλλαχτεί από κάθε περιττό βάρος χάρη σε ένα κλικ του μυαλού του. Στα παρακάτω αποκλειστικά αποσπάσματα από την προδημοσίευση της βιογραφίας του, ο ίδιος προτρέπει τους αναγνώστες μέσα από τα δικά του βιώματα και μαθήματα να ζήσουν «μια όμορφη μέρα την φορά» ανακαλύπτοντας τη γνήσια ομορφιά της ζωής:
Για τον Λευτέρη Βογιατζή που τον έφτασε στα όριά του:
Ένα απόγευμα, όπως πήγαινα να φύγω, μου φωνάζει ο Λευτέρης: «Θανάση, πας στο χωριό;». «Ναι», του απάντησα, «για τηλέφωνο». «Περίμενε, θα ’ρθω κι εγώ μαζί σου», μου είπε. «Ωχ!» σκέφτηκα από μέσα μου «Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις παρατηρήσεις του την ώρα της πρόβας και θα μου τα ψέλνει και στον περίπατό μου». Σε αυτήν τη διαδρομή μας, όμως, συνέβη κάτι απίστευτο. Στην αρχή ξεκίνησε να μου λέει τα γνωστά. Παρατηρήσεις, παρατηρήσεις, παρατηρήσεις. Προς το μέσο όμως της διαδρομής, ξαφνικά άλλαξε και για πρώτη φορά μου μίλησε ο άνθρωπος, όχι ο σκηνοθέτης. Σχεδόν άλλαξε ο ήχος και το χρώμα της φωνής του και με λόγια πατρικής προστασίας μου είπε: «Ξέρω ότι θέλεις να φύγεις από την ομάδα. Ξέρω ότι θέλεις να κάνεις άλλα πράγματα. Περίμενε όμως πρώτα να ολοκληρωθείς σαν ηθοποιός. Περίμενε να τελειώσουμε με την Αντιγόνη και με μια κωμωδία στη συνέχεια και μετά φύγε και κάνε ό,τι θέλεις. Θα μπορείς να παίξεις τα πάντα, αρχαία τραγωδία, επιθεώρηση, τηλεόραση ή ό,τι άλλο σου αρέσει». Μου μίλησε με λόγια καρδιάς και με κέρδισε. Ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι μου μιλούσε για το καλό μου.
Τα υπόλοιπα τρία χρόνια της συνεργασίας μας, καλλιέργησα στον ύψιστο βαθμό το τεράστιο αγαθό της υπομονής. Του επέτρεψα, σαν δάσκαλο πλέον, να τσακίσει τον εγωισμό μου και να τον κάνει κομμάτια. Και ο Λευτέρης Βογιατζής, ήταν αρχιμάστορας σε αυτό. Πολλοί ηθοποιοί μετά τη συνεργασία τους μαζί του κατέφευγαν στη βοήθεια ψυχιάτρου. Σε μένα λειτούργησε κάπως διαφορετικά. Τον εμπιστεύτηκα και αυτό μου έδωσε δύναμη να αντέξω. Κάτι μέσα μου μου είπε πως έπρεπε να περάσω αυτή τη δοκιμασία για κάποιον λόγο που δεν ήμουν σε θέση να εξηγήσω τότε. Καταλαβαίνω τώρα ότι επρόκειτο για μια δοκιμασία που έπρεπε να περάσω για να ετοιμαστώ, ώστε να αντέξω και να υποδεχτώ ήρεμα τη δόξα που σε λίγα χρόνια θα μ’ έλουζε με την επιτυχία μου στην τηλεόραση. Σταμάτησα λοιπόν να του εναντιώνομαι και δεχόμουν τα τεστ που μου έβαζε χωρίς αντίδραση.
Δεν αντέδρασα ούτε όταν στην πρεμιέρα της Αντιγόνης, μετά από τρία χρόνια εξαντλητικών προβών (στην πρώτη πρεμιέρα της ζωής μου σαν επαγγελματίας ηθοποιός) και με το θέατρο γεμάτο από επίσημους καλεσμένους, δέκα λεπτά πριν από την έναρξη κι ενώ ήμασταν έτοιμοι επιτέλους να βγούμε στη σκηνή, μας είπε: «Θα καθυστερήσουμε να αρχίσουμε» «Γιατί;» ρωτάμε « περιμένουμε κάποιον επίσημο που άργησε;» «Όχι», απαντάει ο δάσκαλός μου και σκηνοθέτης, «κατάλαβα ότι είναι εντελώς λάθος ο τρόπος που λέει ο Θανάσης τον μονόλογό του και θέλω να του τα αλλάξω όλα τώρα».
Μετά από τρία χρόνια εξαντλητικών προβών στα αρχαία και νέα ελληνικά και αφού είχαμε αναλύσει και προβάρει τα πάντα, υποστηριζόμενοι από τους κορυφαίους δασκάλους σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, εκεί, δέκα λεπτά πριν από την πρεμιέρα, κατάλαβε ότι εγώ δεν έλεγα σωστά τα λόγια μου. Εκείνη τη στιγμή ή τον πλακώνεις στο ξύλο και φεύγεις ή μένεις αλλά τον μισείς και αρρωσταίνεις, ή δείχνεις εμπιστοσύνη στον δάσκαλο και κάνεις αυτό που σου είπε.
Η πρεμιέρα καθυστέρησε μία ώρα. Έπαιζα τον ρόλο του τυφλού μάντη Τειρεσία, ο οποίος, εξοργισμένος με τον ασεβή βασιλιά Κρέοντα και τις αποφάσεις του για την Αντιγόνη, εξαπολύει σε έναν μονόλογο-κεραυνό τον χρησμό του. Μετά από αυτόν τον μονόλογο αλλάζει η ροή του έργου εις βάρος του Κρέοντα. Οι αλλαγές που μου έκανε την τελευταία στιγμή ήταν ριζικές και στη διάθεση και στους τονισμούς των λέξεων.
Μόλις τέλειωσε η πρεμιέρα, επιτέλους με αγκάλιασε και μου είπε «μπράβο» κι αμέσως συμπλήρωσε «από το επίπεδο που βρισκόταν η ενέργειά σου όταν τελείωσες τον μονόλογο, από αυτό θέλω αύριο, να ξεκινήσεις γιατί αλλιώς καταστρεφόμαστε». Σκάσαμε όλοι στα γέλια, γιατί λίγα δευτερόλεπτα πριν μπει στο καμαρίνι, εγώ, μιμούμενος τον Λευτέρη, τους είχα πει ότι θα μου έλεγε αυτά τα λόγια.
Το επεισόδιο στα Πομακοχώρια με 2000 άντρες να απειλούν τη ζωή τους
Οι πενήντα μουσουλμάνοι άντρες έξω από το αστυνομικό τμήμα είχαν χτυπήσει την αποστολή μας και οι τρεις ευγενέστατοι νεαροί αστυνομικοί που είχαν υπηρεσία εκείνη τη μέρα στα τρία δωμάτια όλα κι όλα του αστυνομικού τμήματος στον Εχίνο μάς διαβεβαίωναν ότι «δεν θα πρέπει να ανησυχούμε γιατί το πλήθος θα διαλυθεί σε λίγο». Μέχρι όμως να δει το υλικό που βιντεοσκοπήσαμε και να έρθει ο ιμάμης τους να με βρει, δύο χιλιάδες εξαγριωμένοι άντρες είχαν μαζευτεί από όλα τα Πομακοχώρια έξω από το τμήμα. Ενημέρωσα τηλεφωνικά τον διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού Alpha και οι αστυνομικοί ενημέρωσαν την Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης.
Από το παράθυρο είδαμε ότι επιτέλους ο ιμάμης έφτασε και μιλούσε σε όλο το πλήθος στα τούρκικα. Μετά μπήκε μέσα και ζήτησε να μιλήσει μαζί μου (στα ελληνικά). «Έχεις δίκιο», μου είπε, «δεν έχετε κάνει κάτι που να προσβάλλει τον ναό μας, αλλά η κατάσταση έχει ξεφύγει, δεν μ’ ακούνε και ζητάνε εκδίκηση». «Μα πώς είναι δυνατόν να μην ακούνε εσένα;» τον ρώτησα. «Νομίζουν πως τους λέω ψέματα για να μη γίνουν χειρότερα τα πράγματα». «Και τι ακριβώς θέλουν;» τον ρώτησα. «Να στείλεις έξω τις γυναίκες που ήταν στο υπόστεγο του ναού για να τους ζητήσουν συγγνώμη». «Καλέ μου άνθρωπε, δεν ζούμε στον Μεσαίωνα να γίνονται λαϊκά δικαστήρια στην πλατεία του χωριού και οι άντρες να λιθοβολούν τις “κακές μάγισσες”! Ούτε, οι γυναίκες που είναι μαζί μας είναι σκλάβες του πασά. Είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Δεν θα επιτρέψω να βγουν έξω. Πήγαινε να τους το πεις». Γύρισα στο δωμάτιο με τους υπόλοιπους και τους είπα τα μαντάτα.
Αμέσως πήρα τηλέφωνο στον τηλεοπτικό σταθμό και στη Διοίκηση της Αστυνομίας στην Ξάνθη και ζήτησα να ενημερώσουν το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (πλέον, Προστασίας του Πολίτη) για την άμεση προστασία και τον άμεσο απεγκλωβισμό μας. Ενημέρωσαν και οι υπόλοιποι από τα τηλέφωνά τους φίλους και συγγενείς. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και σε λίγη ώρα ήμασταν πρώτο θέμα σε εκπομπές και δελτία έκτακτων ειδήσεων σε Ελλάδα και Τουρκία. Καμιά απάντηση όμως από την Αστυνομία ή από το Υπουργείο. Ο διευθυντής του τηλεοπτικού σταθμού μού δήλωσε στο τηλέφωνο ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το θέμα με τις μειονότητες είναι «καυτή πατάτα» στα χέρια κάθε αρμόδιου υπουργού και κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη με τον φόβο ότι η εμφάνιση αστυνομικής δύναμης μπορεί να πυροδοτήσει την κατάσταση. Προσπάθησα να κρατήσω ψηλά το ηθικό όλων, αλλά το εξαγριωμένο πλήθος φώναζε απέξω δυνατά και ρυθμικά στα ελληνικά «Φέρτε έξω τις πουτάνες!». Άρχισαν τα κλάματα και οι πρώτες κρίσεις πανικού μέσα στην αίθουσα του αστυνομικού τμήματος όπου φιλοξενούμασταν. Κανένα σημάδι βοήθειας από πουθενά.
Γύρω μου ένας χαμός, όπως τα κύματα της αγριεμένης θάλασσας όταν φυσάει δυνατός αέρας. Μέσα μου όμως ηρεμία και εμπιστοσύνη, όπως στον βυθό της θάλασσας όταν έκανα τις καταδύσεις.
Αντί ν’ αφήσω τον φόβο και τον πανικό να με κυριεύσουν, άρχισα απλά να αναπνέω βαθιά σαν να ήμουν στον βυθό της θάλασσας με τις μπουκάλες οξυγόνου. Εκεί, όλοι οι φόβοι διαλύονται. Ήξερα ότι όλοι οι υπόλοιποι περίμεναν κάτι από μένα, μιας και είχα αναλάβει όλες τις συνεννοήσεις με τον ιμάμη, την αστυνομία και τον τηλεοπτικό σταθμό. Απλά έμεινα ήρεμος και άρχισα να κοιτάζω έναν έναν στα μάτια με θαρραλέο βλέμμα. Από όλους εισέπραξα ανησυχία, αλλά μόλις «μιλούσαμε με τα μάτια» για λίγα δευτερόλεπτα, κάπως αναθάρρευαν. Με τρία άτομα όμως ένιωσα ότι είχαν ιδιαίτερη ανάγκη.
Ο Γιώργος Βογιατζής και η γυναίκα του Ντιάνα (Αγγλίδα υπήκοος) πραγματικά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάτι τέτοιο τους συνέβαινε και μάλιστα μέσα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαν πάθει και οι δύο πολιτισμικό σοκ και όχι μόνο. Τους χτύπησαν με κλοτσιές, σφαλιάρες και βρισιές άγνωστοί τους άνθρωποι για κάτι που δεν έκαναν. Δεν ένιωθαν καμιά προστασία από τρεις νεαρούς αστυνομικούς απέναντι στους δύο χιλιάδες εξαγριωμένους άντρες, αποκλεισμένοι στην μέση του πουθενά.
Ήταν ζευγάρι τα τελευταία χρόνια, με τη ζωή τους να κυλάει μεταξύ Λονδίνου, Ρώμης, Παρισιού και Λος Άντζελες. Ζούσαν σε σουίτες ξενοδοχείων ή πολυτελή σπίτια και ξαφνικά βρέθηκαν εδώ, σε ένα χωριό, κατάλοιπο και ζωντανό απομεινάρι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τρίτη που ένιωθα ότι είχε ανάγκη ήταν η Νίνα Λοτσάρη. Ήξερα ότι η Νίνα ήταν πολύ δυνατός χαρακτήρας και είχα μπερδευτεί με την ευαισθησία που της βγήκε. Ούτε η ίδια μπορούσε να καταλάβει το γιατί.(Όλα εξηγήθηκαν λίγες μέρες αργότερα όταν έμαθε ότι ήταν ήδη στην αρχή της εγκυμοσύνης της.)
Μπήκε μέσα ο ένας από τους αστυνομικούς, που είχε μια μικρή τηλεόραση ανοιχτή στο γραφείο του δίπλα στο άλλο δωμάτιο, και πολύ αγχωμένος μου είπε: «Θα έχουμε προβλήματα». «Τι έγινε;» τον ρώτησα. «Έρχονται οι φίλοι σου από την Καβάλα, να σε απελευθερώσουν». «Τι λες;». «Έχουν ζωντανή σύνδεση σε μια εκπομπή με την Καβάλα, όπου εκατοντάδες μηχανόβιοι φίλοι σου έχουν συγκεντρωθεί και περιμένουν ένα σήμα σου μόνο για να έρθουν εδώ να συμπλακούν με τους μουσουλμάνους και να σε απελευθερώσουν. Σε λιγότερο από μία ώρα μπορούν να είναι εδώ».
Στην αδράνεια της πολιτείας απάντησαν οι συμπολίτες, οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου, τα αδέρφια μου. Με συγκίνησε βαθιά αυτή η προσφορά τους. Γι’ αυτούς δεν ήμουν απλά ένας καλλιτέχνης από την πόλη τους. Ήμουν ο άνθρωπός τους. Με γνώριζαν προσωπικά. Μαζί κάναμε σούζες και motocross, εγώ τους πήγαινα ανθοδέσμες όταν δούλευα στο ανθοπωλείο, εγώ τους σέρβιρα όταν δούλευα στο μπαρ. Δεν έριξα «μαύρη πέτρα» πίσω μου μόλις έγινα γνωστός. Ίσα ίσα, το αντίθετο. Πήγαινα πιο συχνά στην Καβάλα και όταν το ΔΗΠΕΘΕ (Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο) της πόλης μου ξέμεινε από χρήματα, εγώ είχα προσφερθεί αφιλοκερδώς και τους βοήθησα. Δεν ήμουν απλά ένας Καβαλιώτης που έκανε τον ζενπρεμιέ στην Αθήνα. Ήμουν ο working class hero (ο ήρωας της εργατικής τάξης) γι’ αυτούς, και είχε έρθει η ώρα που ένιωσαν ότι χρειαζόμουν τη βοήθειά τους.
Για την κρίση του 2012 και τη μέρα που άλλαξε η ζωή του
Πήρα την απόφαση να μην ξαναπαίξω στην τηλεόραση όσο οι συνθήκες ήταν έτσι. Η γυναίκα μου και τα αγγελούδια μας με περίμεναν σπίτι και θέλαν να με βλέπουν χαρούμενο.
Πουλώντας αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες όσο όσο (κράτησα μόνο ένα μικρό αυτοκίνητο κι ένα μηχανάκι), κατάφερα να παραμείνω συνεπής στις δόσεις μου στην τράπεζα για όλο το 2010 και το 2011. Βλέποντας όμως τα προγνωστικά των ειδήσεων και των ειδικών οικονομολόγων που μιλούσαν στις εκπομπές, καταλάβαινα ότι η παγκόσμια οικονομική κατρακύλα μόλις ξεκίναγε και κανείς δεν ήξερε πότε θα σταματούσε. Σε λίγο το πρόβλημα θα έφτανε και σε μένα. Άρχισα να αγχώνομαι και να μην μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος. Ήταν αρχές του 2012 και σε λίγο θα τελείωνε η συνεργασία μου με το Εθνικό Θέατρο. Κρατώντας τα τελευταία χρήματα στα χέρια μου, έπρεπε να πάρω μια απόφαση.
Εκεί ήρθε η ψυχολογική βοήθεια από τη γυναίκα μου (η οποία επίσης ήταν ακόμα απλήρωτη από την τελευταία της τηλεοπτική συνεργασία). Με την εμπειρία του πολέμου από το πρόσφατο παρελθόν της χώρας της, μου είπε: «Μπορεί να μην το λένε στις ειδήσεις, για να μην πανικοβληθεί ο κόσμος, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου. Και στον πόλεμο φροντίζεις πρώτα την οικογένειά σου και μετά τα χρέη σου. Με τα χρήματα που έχουμε, λοιπόν, θα φροντίσουμε πρώτα να ζήσουμε και ό,τι περισσέψει το δίνεις στην τράπεζα και στην εφορία. Όχι το αντίστροφο».
Ακούγεται τόσο απλό και αυτονόητο, αλλά ο φόβος που μετέδιδαν οι ειδήσεις και οι πολιτικές εκπομπές δεν με άφηνε να το καταλάβω από μόνος μου. Την αγκάλιασα και την ευχαρίστησα.
Τα παιδιά ήταν στον παιδικό σταθμό και έξω έκανε πολύ κρύο. Έφυγα και πήγα μόνος μου στην παραλία. Λίγα χρόνια πριν, ο φίλος μου Χρήστος Βασιλόπουλος με μύησε στα χειμερινά μπάνια, αλλά ποτέ δεν είχα βουτήξει με τόσο κρύο. Ολομόναχος στην έρημη παραλία, έβγαλα τα ρούχα μου κι έμεινα γυμνός. Άρχισα να τρέχω στην αμμουδιά πάνω κάτω, πάνω κάτω, κι όταν οι πρώτες σταγόνες του χιονόνερου άρχισαν να με βρέχουν, ξεκίνησαν μέσα μου οι φωνές των προγόνων μου να με εμψυχώνουν. Μου έλεγαν και πάλι ιστορίες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Τα λόγια τους όμως είχαν μέσα δύναμη. Αυτοί τα κατάφεραν, για να μπορώ να ζω εγώ τώρα. Σταμάτησα το τρέξιμο, πάτησα γερά στο έδαφος, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά στον ουρανό και φώναξα με όλη μου τη δύναμη: «Πυρίιιιιιχειοοοος!» κι άρχισα να χορεύω τον μέγιστο ποντιακό χορό.
Αφού τα κατάφεραν οι πρόγονοί μου και επέζησαν παρ’ όλες τις κακουχίες που πέρασαν, ήρθε η ώρα να αποδείξω κι εγώ ότι ήμουν άξιος απόγονός τους και να μεταλαμπαδεύσω στα δικά μου παιδιά το θάρρος που κληρονόμησα.
Τέλειωσα τον χορό και μπήκα στη θάλασσα.
Το κρύο νερό μού φαινόταν βάλσαμο και το νερόχιονο που έπεφτε από τον ουρανό ήταν τα δάκρυα χαράς και περηφάνιας των προγόνων μου, που επιτέλους έδιωξα τον φόβο από μέσα μου. Εκείνη την στιγμή η φύση ήταν πλέον φιλική μαζί μου. Ήταν σύμμαχός μου, γιατί ο Θεός θέλει να είμαστε σύμμαχοι. Τη χρειαζόμαστε. Από τη φύση εξαρτάται απόλυτα η ύπαρξη του ανθρώπου και όχι το αντίθετο. Κατάλαβα ότι η φύση ήταν η δασκάλα κι εγώ ο μαθητής. Ευχαρίστησα τη μεγάλη δασκάλα κατανοώντας ότι πάντα ήταν εκεί και θα είναι εκεί για να διώχνει τους φόβους μου.
Γύρισα σπίτι και ήμουν, επιτέλους, ο πραγματικός μου εαυτός. Δεν «άλλαξα», όπως κάποιοι παρατήρησαν, απλά με ξαναβρήκα. Η τηλεόραση δεν ξανάνοιξε ποτέ για ειδήσεις και πολιτικές εκπομπές και, αν χρειαζόταν να ενημερωθούμε για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, το ψάχναμε στο Internet. Εύκολα προσαρμόστηκα και ξαναθυμήθηκα την απλή, λιτή και απέριττη ζωή παίρνοντας μαζί με τη γυναίκα μου μια γενναία απόφαση: Αν ο Θεός θέλει και καταφέρουμε τελικά το σπίτι να μείνει σε μας, έχει καλώς. Προτεραιότητά μας όμως έγινε να αφήσουμε κληρονομιά στα παιδιά μας στιγμές αγάπης και όχι τσιμέντα και τούβλα.
Ειδήσεις σήμερα:
Τρόμος για 22χρονη: Γνωρίστηκαν στο Facebook, βγήκαν ραντεβού και... την βίασε!
Πρίγκιπας Χάρι: Η Μέγκαν μου είπε ότι ήθελε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν το έκανε για χάρη μου
Μπιλ Γκέιτς: Γιατί φορά ακόμα τη βέρα του παρά την ανακοίνωση διαζυγίου με τη Μελίντα;
«Στις 12 Μαρτίου 2020 έκλεισαν τα θέατρα και ξεκίνησε μια περίοδος "παύσης" και περιορισμών για να πολεμήσουμε με έναν "αόρατο εχθρό", τον covid. Όσο κι αν γύρω μου απλωνόταν ο φόβος και η θλίψη, μέσα μου ήμουν σίγουρος πως και αυτή η δοκιμασία για κάποιον λόγο ήρθε. Παρέμεινα ήρεμος κι έτσι είχα τη δυνατότητα να αφουγκραστώ την εσωτερική μου φωνή. "Κάθε εμπόδιο, για καλό", μου είπε. Για άλλη μια φορά την εμπιστεύτηκα. Για άλλη μια φορά, οι φίλοι μου άρχισαν να με ρωτάνε: "Μα πώς το κάνεις; Εσύ χαρούμενος κι εμείς ένα βήμα πριν την κατάθλιψη". "Σας τα λέω, αλλά τα ξεχνάτε", τους απάντησα χαμογελώντας, "οπότε, μιας και έχω ελεύθερο χρόνο, θα κάτσω να τα γράψω… Για να καταλάβετε, όμως, τον τρόπο που ζω τώρα, θα πιάσω την ιστορία μου από την αρχή". Με την ελπίδα να είμαι χρήσιμος, μοιράζομαι μαζί σας Μια Όμορφη Μέρα»: γράφει ο Θανάσης Ευθυμιάδης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του στο οποίο ξεδιπλώνει όλη την πορεία του από την Καβάλα όπου έζησε και μεγάλωσε μέχρι τα χρόνια της Επιδαύρου δίπλα σε μεγάλους δασκάλους όπως τον δύσκολο και απαιτητικό Λευτέρη Βογιατζή, την εκρηκτική επιτυχία που γνώρισε με το σίριαλ «Dolce Vita» αλλά και την κατάθλιψη και την ανασφάλεια στα χρόνια των μνημονίων μέχρι επιτέλους να απαλλαχτεί από κάθε περιττό βάρος χάρη σε ένα κλικ του μυαλού του. Στα παρακάτω αποκλειστικά αποσπάσματα από την προδημοσίευση της βιογραφίας του, ο ίδιος προτρέπει τους αναγνώστες μέσα από τα δικά του βιώματα και μαθήματα να ζήσουν «μια όμορφη μέρα την φορά» ανακαλύπτοντας τη γνήσια ομορφιά της ζωής:
Για τον Λευτέρη Βογιατζή που τον έφτασε στα όριά του:
Ένα απόγευμα, όπως πήγαινα να φύγω, μου φωνάζει ο Λευτέρης: «Θανάση, πας στο χωριό;». «Ναι», του απάντησα, «για τηλέφωνο». «Περίμενε, θα ’ρθω κι εγώ μαζί σου», μου είπε. «Ωχ!» σκέφτηκα από μέσα μου «Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις παρατηρήσεις του την ώρα της πρόβας και θα μου τα ψέλνει και στον περίπατό μου». Σε αυτήν τη διαδρομή μας, όμως, συνέβη κάτι απίστευτο. Στην αρχή ξεκίνησε να μου λέει τα γνωστά. Παρατηρήσεις, παρατηρήσεις, παρατηρήσεις. Προς το μέσο όμως της διαδρομής, ξαφνικά άλλαξε και για πρώτη φορά μου μίλησε ο άνθρωπος, όχι ο σκηνοθέτης. Σχεδόν άλλαξε ο ήχος και το χρώμα της φωνής του και με λόγια πατρικής προστασίας μου είπε: «Ξέρω ότι θέλεις να φύγεις από την ομάδα. Ξέρω ότι θέλεις να κάνεις άλλα πράγματα. Περίμενε όμως πρώτα να ολοκληρωθείς σαν ηθοποιός. Περίμενε να τελειώσουμε με την Αντιγόνη και με μια κωμωδία στη συνέχεια και μετά φύγε και κάνε ό,τι θέλεις. Θα μπορείς να παίξεις τα πάντα, αρχαία τραγωδία, επιθεώρηση, τηλεόραση ή ό,τι άλλο σου αρέσει». Μου μίλησε με λόγια καρδιάς και με κέρδισε. Ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι μου μιλούσε για το καλό μου.
Τα υπόλοιπα τρία χρόνια της συνεργασίας μας, καλλιέργησα στον ύψιστο βαθμό το τεράστιο αγαθό της υπομονής. Του επέτρεψα, σαν δάσκαλο πλέον, να τσακίσει τον εγωισμό μου και να τον κάνει κομμάτια. Και ο Λευτέρης Βογιατζής, ήταν αρχιμάστορας σε αυτό. Πολλοί ηθοποιοί μετά τη συνεργασία τους μαζί του κατέφευγαν στη βοήθεια ψυχιάτρου. Σε μένα λειτούργησε κάπως διαφορετικά. Τον εμπιστεύτηκα και αυτό μου έδωσε δύναμη να αντέξω. Κάτι μέσα μου μου είπε πως έπρεπε να περάσω αυτή τη δοκιμασία για κάποιον λόγο που δεν ήμουν σε θέση να εξηγήσω τότε. Καταλαβαίνω τώρα ότι επρόκειτο για μια δοκιμασία που έπρεπε να περάσω για να ετοιμαστώ, ώστε να αντέξω και να υποδεχτώ ήρεμα τη δόξα που σε λίγα χρόνια θα μ’ έλουζε με την επιτυχία μου στην τηλεόραση. Σταμάτησα λοιπόν να του εναντιώνομαι και δεχόμουν τα τεστ που μου έβαζε χωρίς αντίδραση.
Δεν αντέδρασα ούτε όταν στην πρεμιέρα της Αντιγόνης, μετά από τρία χρόνια εξαντλητικών προβών (στην πρώτη πρεμιέρα της ζωής μου σαν επαγγελματίας ηθοποιός) και με το θέατρο γεμάτο από επίσημους καλεσμένους, δέκα λεπτά πριν από την έναρξη κι ενώ ήμασταν έτοιμοι επιτέλους να βγούμε στη σκηνή, μας είπε: «Θα καθυστερήσουμε να αρχίσουμε» «Γιατί;» ρωτάμε « περιμένουμε κάποιον επίσημο που άργησε;» «Όχι», απαντάει ο δάσκαλός μου και σκηνοθέτης, «κατάλαβα ότι είναι εντελώς λάθος ο τρόπος που λέει ο Θανάσης τον μονόλογό του και θέλω να του τα αλλάξω όλα τώρα».
Μετά από τρία χρόνια εξαντλητικών προβών στα αρχαία και νέα ελληνικά και αφού είχαμε αναλύσει και προβάρει τα πάντα, υποστηριζόμενοι από τους κορυφαίους δασκάλους σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, εκεί, δέκα λεπτά πριν από την πρεμιέρα, κατάλαβε ότι εγώ δεν έλεγα σωστά τα λόγια μου. Εκείνη τη στιγμή ή τον πλακώνεις στο ξύλο και φεύγεις ή μένεις αλλά τον μισείς και αρρωσταίνεις, ή δείχνεις εμπιστοσύνη στον δάσκαλο και κάνεις αυτό που σου είπε.
Η πρεμιέρα καθυστέρησε μία ώρα. Έπαιζα τον ρόλο του τυφλού μάντη Τειρεσία, ο οποίος, εξοργισμένος με τον ασεβή βασιλιά Κρέοντα και τις αποφάσεις του για την Αντιγόνη, εξαπολύει σε έναν μονόλογο-κεραυνό τον χρησμό του. Μετά από αυτόν τον μονόλογο αλλάζει η ροή του έργου εις βάρος του Κρέοντα. Οι αλλαγές που μου έκανε την τελευταία στιγμή ήταν ριζικές και στη διάθεση και στους τονισμούς των λέξεων.
Μόλις τέλειωσε η πρεμιέρα, επιτέλους με αγκάλιασε και μου είπε «μπράβο» κι αμέσως συμπλήρωσε «από το επίπεδο που βρισκόταν η ενέργειά σου όταν τελείωσες τον μονόλογο, από αυτό θέλω αύριο, να ξεκινήσεις γιατί αλλιώς καταστρεφόμαστε». Σκάσαμε όλοι στα γέλια, γιατί λίγα δευτερόλεπτα πριν μπει στο καμαρίνι, εγώ, μιμούμενος τον Λευτέρη, τους είχα πει ότι θα μου έλεγε αυτά τα λόγια.
Το επεισόδιο στα Πομακοχώρια με 2000 άντρες να απειλούν τη ζωή τους
Οι πενήντα μουσουλμάνοι άντρες έξω από το αστυνομικό τμήμα είχαν χτυπήσει την αποστολή μας και οι τρεις ευγενέστατοι νεαροί αστυνομικοί που είχαν υπηρεσία εκείνη τη μέρα στα τρία δωμάτια όλα κι όλα του αστυνομικού τμήματος στον Εχίνο μάς διαβεβαίωναν ότι «δεν θα πρέπει να ανησυχούμε γιατί το πλήθος θα διαλυθεί σε λίγο». Μέχρι όμως να δει το υλικό που βιντεοσκοπήσαμε και να έρθει ο ιμάμης τους να με βρει, δύο χιλιάδες εξαγριωμένοι άντρες είχαν μαζευτεί από όλα τα Πομακοχώρια έξω από το τμήμα. Ενημέρωσα τηλεφωνικά τον διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού Alpha και οι αστυνομικοί ενημέρωσαν την Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης.
Από το παράθυρο είδαμε ότι επιτέλους ο ιμάμης έφτασε και μιλούσε σε όλο το πλήθος στα τούρκικα. Μετά μπήκε μέσα και ζήτησε να μιλήσει μαζί μου (στα ελληνικά). «Έχεις δίκιο», μου είπε, «δεν έχετε κάνει κάτι που να προσβάλλει τον ναό μας, αλλά η κατάσταση έχει ξεφύγει, δεν μ’ ακούνε και ζητάνε εκδίκηση». «Μα πώς είναι δυνατόν να μην ακούνε εσένα;» τον ρώτησα. «Νομίζουν πως τους λέω ψέματα για να μη γίνουν χειρότερα τα πράγματα». «Και τι ακριβώς θέλουν;» τον ρώτησα. «Να στείλεις έξω τις γυναίκες που ήταν στο υπόστεγο του ναού για να τους ζητήσουν συγγνώμη». «Καλέ μου άνθρωπε, δεν ζούμε στον Μεσαίωνα να γίνονται λαϊκά δικαστήρια στην πλατεία του χωριού και οι άντρες να λιθοβολούν τις “κακές μάγισσες”! Ούτε, οι γυναίκες που είναι μαζί μας είναι σκλάβες του πασά. Είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Δεν θα επιτρέψω να βγουν έξω. Πήγαινε να τους το πεις». Γύρισα στο δωμάτιο με τους υπόλοιπους και τους είπα τα μαντάτα.
Αμέσως πήρα τηλέφωνο στον τηλεοπτικό σταθμό και στη Διοίκηση της Αστυνομίας στην Ξάνθη και ζήτησα να ενημερώσουν το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (πλέον, Προστασίας του Πολίτη) για την άμεση προστασία και τον άμεσο απεγκλωβισμό μας. Ενημέρωσαν και οι υπόλοιποι από τα τηλέφωνά τους φίλους και συγγενείς. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και σε λίγη ώρα ήμασταν πρώτο θέμα σε εκπομπές και δελτία έκτακτων ειδήσεων σε Ελλάδα και Τουρκία. Καμιά απάντηση όμως από την Αστυνομία ή από το Υπουργείο. Ο διευθυντής του τηλεοπτικού σταθμού μού δήλωσε στο τηλέφωνο ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το θέμα με τις μειονότητες είναι «καυτή πατάτα» στα χέρια κάθε αρμόδιου υπουργού και κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη με τον φόβο ότι η εμφάνιση αστυνομικής δύναμης μπορεί να πυροδοτήσει την κατάσταση. Προσπάθησα να κρατήσω ψηλά το ηθικό όλων, αλλά το εξαγριωμένο πλήθος φώναζε απέξω δυνατά και ρυθμικά στα ελληνικά «Φέρτε έξω τις πουτάνες!». Άρχισαν τα κλάματα και οι πρώτες κρίσεις πανικού μέσα στην αίθουσα του αστυνομικού τμήματος όπου φιλοξενούμασταν. Κανένα σημάδι βοήθειας από πουθενά.
Γύρω μου ένας χαμός, όπως τα κύματα της αγριεμένης θάλασσας όταν φυσάει δυνατός αέρας. Μέσα μου όμως ηρεμία και εμπιστοσύνη, όπως στον βυθό της θάλασσας όταν έκανα τις καταδύσεις.
Αντί ν’ αφήσω τον φόβο και τον πανικό να με κυριεύσουν, άρχισα απλά να αναπνέω βαθιά σαν να ήμουν στον βυθό της θάλασσας με τις μπουκάλες οξυγόνου. Εκεί, όλοι οι φόβοι διαλύονται. Ήξερα ότι όλοι οι υπόλοιποι περίμεναν κάτι από μένα, μιας και είχα αναλάβει όλες τις συνεννοήσεις με τον ιμάμη, την αστυνομία και τον τηλεοπτικό σταθμό. Απλά έμεινα ήρεμος και άρχισα να κοιτάζω έναν έναν στα μάτια με θαρραλέο βλέμμα. Από όλους εισέπραξα ανησυχία, αλλά μόλις «μιλούσαμε με τα μάτια» για λίγα δευτερόλεπτα, κάπως αναθάρρευαν. Με τρία άτομα όμως ένιωσα ότι είχαν ιδιαίτερη ανάγκη.
Ο Γιώργος Βογιατζής και η γυναίκα του Ντιάνα (Αγγλίδα υπήκοος) πραγματικά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάτι τέτοιο τους συνέβαινε και μάλιστα μέσα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαν πάθει και οι δύο πολιτισμικό σοκ και όχι μόνο. Τους χτύπησαν με κλοτσιές, σφαλιάρες και βρισιές άγνωστοί τους άνθρωποι για κάτι που δεν έκαναν. Δεν ένιωθαν καμιά προστασία από τρεις νεαρούς αστυνομικούς απέναντι στους δύο χιλιάδες εξαγριωμένους άντρες, αποκλεισμένοι στην μέση του πουθενά.
Ήταν ζευγάρι τα τελευταία χρόνια, με τη ζωή τους να κυλάει μεταξύ Λονδίνου, Ρώμης, Παρισιού και Λος Άντζελες. Ζούσαν σε σουίτες ξενοδοχείων ή πολυτελή σπίτια και ξαφνικά βρέθηκαν εδώ, σε ένα χωριό, κατάλοιπο και ζωντανό απομεινάρι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τρίτη που ένιωθα ότι είχε ανάγκη ήταν η Νίνα Λοτσάρη. Ήξερα ότι η Νίνα ήταν πολύ δυνατός χαρακτήρας και είχα μπερδευτεί με την ευαισθησία που της βγήκε. Ούτε η ίδια μπορούσε να καταλάβει το γιατί.(Όλα εξηγήθηκαν λίγες μέρες αργότερα όταν έμαθε ότι ήταν ήδη στην αρχή της εγκυμοσύνης της.)
Μπήκε μέσα ο ένας από τους αστυνομικούς, που είχε μια μικρή τηλεόραση ανοιχτή στο γραφείο του δίπλα στο άλλο δωμάτιο, και πολύ αγχωμένος μου είπε: «Θα έχουμε προβλήματα». «Τι έγινε;» τον ρώτησα. «Έρχονται οι φίλοι σου από την Καβάλα, να σε απελευθερώσουν». «Τι λες;». «Έχουν ζωντανή σύνδεση σε μια εκπομπή με την Καβάλα, όπου εκατοντάδες μηχανόβιοι φίλοι σου έχουν συγκεντρωθεί και περιμένουν ένα σήμα σου μόνο για να έρθουν εδώ να συμπλακούν με τους μουσουλμάνους και να σε απελευθερώσουν. Σε λιγότερο από μία ώρα μπορούν να είναι εδώ».
Στην αδράνεια της πολιτείας απάντησαν οι συμπολίτες, οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου, τα αδέρφια μου. Με συγκίνησε βαθιά αυτή η προσφορά τους. Γι’ αυτούς δεν ήμουν απλά ένας καλλιτέχνης από την πόλη τους. Ήμουν ο άνθρωπός τους. Με γνώριζαν προσωπικά. Μαζί κάναμε σούζες και motocross, εγώ τους πήγαινα ανθοδέσμες όταν δούλευα στο ανθοπωλείο, εγώ τους σέρβιρα όταν δούλευα στο μπαρ. Δεν έριξα «μαύρη πέτρα» πίσω μου μόλις έγινα γνωστός. Ίσα ίσα, το αντίθετο. Πήγαινα πιο συχνά στην Καβάλα και όταν το ΔΗΠΕΘΕ (Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο) της πόλης μου ξέμεινε από χρήματα, εγώ είχα προσφερθεί αφιλοκερδώς και τους βοήθησα. Δεν ήμουν απλά ένας Καβαλιώτης που έκανε τον ζενπρεμιέ στην Αθήνα. Ήμουν ο working class hero (ο ήρωας της εργατικής τάξης) γι’ αυτούς, και είχε έρθει η ώρα που ένιωσαν ότι χρειαζόμουν τη βοήθειά τους.
Για την κρίση του 2012 και τη μέρα που άλλαξε η ζωή του
Πήρα την απόφαση να μην ξαναπαίξω στην τηλεόραση όσο οι συνθήκες ήταν έτσι. Η γυναίκα μου και τα αγγελούδια μας με περίμεναν σπίτι και θέλαν να με βλέπουν χαρούμενο.
Πουλώντας αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες όσο όσο (κράτησα μόνο ένα μικρό αυτοκίνητο κι ένα μηχανάκι), κατάφερα να παραμείνω συνεπής στις δόσεις μου στην τράπεζα για όλο το 2010 και το 2011. Βλέποντας όμως τα προγνωστικά των ειδήσεων και των ειδικών οικονομολόγων που μιλούσαν στις εκπομπές, καταλάβαινα ότι η παγκόσμια οικονομική κατρακύλα μόλις ξεκίναγε και κανείς δεν ήξερε πότε θα σταματούσε. Σε λίγο το πρόβλημα θα έφτανε και σε μένα. Άρχισα να αγχώνομαι και να μην μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος. Ήταν αρχές του 2012 και σε λίγο θα τελείωνε η συνεργασία μου με το Εθνικό Θέατρο. Κρατώντας τα τελευταία χρήματα στα χέρια μου, έπρεπε να πάρω μια απόφαση.
Εκεί ήρθε η ψυχολογική βοήθεια από τη γυναίκα μου (η οποία επίσης ήταν ακόμα απλήρωτη από την τελευταία της τηλεοπτική συνεργασία). Με την εμπειρία του πολέμου από το πρόσφατο παρελθόν της χώρας της, μου είπε: «Μπορεί να μην το λένε στις ειδήσεις, για να μην πανικοβληθεί ο κόσμος, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου. Και στον πόλεμο φροντίζεις πρώτα την οικογένειά σου και μετά τα χρέη σου. Με τα χρήματα που έχουμε, λοιπόν, θα φροντίσουμε πρώτα να ζήσουμε και ό,τι περισσέψει το δίνεις στην τράπεζα και στην εφορία. Όχι το αντίστροφο».
Ακούγεται τόσο απλό και αυτονόητο, αλλά ο φόβος που μετέδιδαν οι ειδήσεις και οι πολιτικές εκπομπές δεν με άφηνε να το καταλάβω από μόνος μου. Την αγκάλιασα και την ευχαρίστησα.
Τα παιδιά ήταν στον παιδικό σταθμό και έξω έκανε πολύ κρύο. Έφυγα και πήγα μόνος μου στην παραλία. Λίγα χρόνια πριν, ο φίλος μου Χρήστος Βασιλόπουλος με μύησε στα χειμερινά μπάνια, αλλά ποτέ δεν είχα βουτήξει με τόσο κρύο. Ολομόναχος στην έρημη παραλία, έβγαλα τα ρούχα μου κι έμεινα γυμνός. Άρχισα να τρέχω στην αμμουδιά πάνω κάτω, πάνω κάτω, κι όταν οι πρώτες σταγόνες του χιονόνερου άρχισαν να με βρέχουν, ξεκίνησαν μέσα μου οι φωνές των προγόνων μου να με εμψυχώνουν. Μου έλεγαν και πάλι ιστορίες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Τα λόγια τους όμως είχαν μέσα δύναμη. Αυτοί τα κατάφεραν, για να μπορώ να ζω εγώ τώρα. Σταμάτησα το τρέξιμο, πάτησα γερά στο έδαφος, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά στον ουρανό και φώναξα με όλη μου τη δύναμη: «Πυρίιιιιιχειοοοος!» κι άρχισα να χορεύω τον μέγιστο ποντιακό χορό.
Αφού τα κατάφεραν οι πρόγονοί μου και επέζησαν παρ’ όλες τις κακουχίες που πέρασαν, ήρθε η ώρα να αποδείξω κι εγώ ότι ήμουν άξιος απόγονός τους και να μεταλαμπαδεύσω στα δικά μου παιδιά το θάρρος που κληρονόμησα.
Τέλειωσα τον χορό και μπήκα στη θάλασσα.
Το κρύο νερό μού φαινόταν βάλσαμο και το νερόχιονο που έπεφτε από τον ουρανό ήταν τα δάκρυα χαράς και περηφάνιας των προγόνων μου, που επιτέλους έδιωξα τον φόβο από μέσα μου. Εκείνη την στιγμή η φύση ήταν πλέον φιλική μαζί μου. Ήταν σύμμαχός μου, γιατί ο Θεός θέλει να είμαστε σύμμαχοι. Τη χρειαζόμαστε. Από τη φύση εξαρτάται απόλυτα η ύπαρξη του ανθρώπου και όχι το αντίθετο. Κατάλαβα ότι η φύση ήταν η δασκάλα κι εγώ ο μαθητής. Ευχαρίστησα τη μεγάλη δασκάλα κατανοώντας ότι πάντα ήταν εκεί και θα είναι εκεί για να διώχνει τους φόβους μου.
Γύρισα σπίτι και ήμουν, επιτέλους, ο πραγματικός μου εαυτός. Δεν «άλλαξα», όπως κάποιοι παρατήρησαν, απλά με ξαναβρήκα. Η τηλεόραση δεν ξανάνοιξε ποτέ για ειδήσεις και πολιτικές εκπομπές και, αν χρειαζόταν να ενημερωθούμε για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, το ψάχναμε στο Internet. Εύκολα προσαρμόστηκα και ξαναθυμήθηκα την απλή, λιτή και απέριττη ζωή παίρνοντας μαζί με τη γυναίκα μου μια γενναία απόφαση: Αν ο Θεός θέλει και καταφέρουμε τελικά το σπίτι να μείνει σε μας, έχει καλώς. Προτεραιότητά μας όμως έγινε να αφήσουμε κληρονομιά στα παιδιά μας στιγμές αγάπης και όχι τσιμέντα και τούβλα.
Ειδήσεις σήμερα:
Τρόμος για 22χρονη: Γνωρίστηκαν στο Facebook, βγήκαν ραντεβού και... την βίασε!
Πρίγκιπας Χάρι: Η Μέγκαν μου είπε ότι ήθελε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν το έκανε για χάρη μου
Μπιλ Γκέιτς: Γιατί φορά ακόμα τη βέρα του παρά την ανακοίνωση διαζυγίου με τη Μελίντα;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr