Άρης Σερβετάλης: Ένα ιγκουάνα που έγινε Ρινόκερος

Ο γέροντας Θαδδαίος και ο πνευματικός Ανανίας που άλλαξαν τον «Ανθρωπο του Θεού» - Η διαδρομή του ηθοποιού από την αναρχία στην Ορθοδοξία και η απόλυτη προσήλωσή του σε σκληροπυρηνικούς μοναχούς - Το τεράστιο ταλέντο του και η ένταξή του στο στρατόπεδο των αντιεμβολιαστών

«Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και μέχρι να έρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος», λέει ο Μπερανζέ στο έργο «Ρινόκερος» του Ιονέσκο προτάσσοντας την ανάγκη του να διατηρήσει τα ανθρώπινα εκείνα χαρακτηριστικά που θα τον διαχωρίσουν από το ζώο ώστε να μη μετατραπεί και αυτός όπως τόσοι άλλοι σε Ρινόκερο. Αλλά ο Αρης Σερβετάλης, επιβεβαιώνοντας με αντίστροφο τρόπο το έργο από το οποίο αποχώρησε, δεν φάνηκε και τόσο να σκέφτεται τους συνανθρώπους του, οι οποίοι την ίδια στιγμή έδιναν τη δική τους μάχη, μόνοι σε ένα κρεβάτι Εντατικής, που και αυτό θα είχε βρεθεί με δυσκολία. Σε αντίθεση με το μήνυμα ενός έργου που μας καλεί να παραμείνουμε ενάντιοι σε ένα κλίμα αποκτήνωσης, ο γνωστός ηθοποιός έδειξε να επιβεβαιώνει την αλόγιστη παράκρουση της μάζας που επιμένει να αψηφά το κοινό καλό. Γι’ αυτό και η απόφασή του να αποχωρήσει από μια συλλογική καλλιτεχνική προσπάθεια σε καιρό πανδημίας πήρε πολύ γρήγορα διαστάσεις καθολικές και έγινε θέμα προς συζήτηση - και σίγουρα προς αποφυγή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το «ντάνιασμα», για το οποίο έκανε λόγο ο ίδιος, μάλλον δεν έχει να κάνει με αυτό που εκείνος εννοεί, δηλαδή τους θεατές που θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν ασφαλείς την παράσταση, αλλά με τα ονόματα των νεκρών που ανακοινώνονται καθημερινά. Ως εκ τούτου η απόφασή του δεν εκφράζει καμία αντίσταση στην επιβολή ενός νόμου, αλλά την αδιαφορία για τον μοναδικό νόμο που μπορεί κανείς να δεχτεί ως αιτούμενο κόντρα στον θάνατο, τον νόμο της ζωής.

Με το μέρος των κυνικών

Πάντως κανείς δεν θα είχε πρόθεση να λιθοβολήσει τον Σερβετάλη, τον κορυφαίο ίσως ηθοποιό της γενιάς του και ίσως τον μοναδικό που έχει πραγματικά προοπτική να κάνει διεθνή καριέρα, αν ο ίδιος δεν αρνιόταν τους συναδέλφους του, τους συνανθρώπους του -και γιατί όχι;- τον εαυτό του. Αν δεν προέτασσε την προσωπική του ανάγκη αμφισβήτησης ενός κανόνα, που σε τελική ανάλυση δεν προέρχεται τόσο από την κυβέρνηση ή την πολιτεία, αλλά από την ανάγκη μιας συμφοράς που έχει ενσκήψει χωρίς κοινωνικές ή πολιτικές διακρίσεις. Σε ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου ο Σερβετάλης προτίμησε λοιπόν πολύ εύκολα να ταχθεί με το μέρος των κυνικών που επιμένουν να γυρίζουν την πλάτη στους συμπολίτες τους οι οποίοι πεθαίνουν αδιαφορώντας ακόμα και για το γεγονός ότι οι συνάδελφοί του ενδεχομένως να βρίσκονταν λόγω της αποχώρησής του ως πρώτου ονόματος χωρίς δουλειά.

«Η απόφαση να αποχωρήσω από τη θεατρική παράσταση “Ρινόκερος” πάρθηκε καθώς αδυνατώ να υποστηρίξω τον διαχωρισμό ανθρώπων που επιβάλλουν τα νέα μέτρα», έγραψε ο ηθοποιός σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα-, μόνο που η αποχώρησή του επιβάλλει διαχωρισμούς έτσι και αλλιώς, καθώς τάσσεται αναφανδόν με το μέρος των πάσης φύσεως αρνητών - της επιστήμης, της λογικής, του κανόνα; Δεν έχει σημασία. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είχε ενημερώσει τόσο τον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου «Κιβωτός» όσο και τον σκηνοθέτη της παράστασης Γιάννη Κακλέα για την πρόθεσή του αυτή από τον Ιούλιο, όταν είχε ανακοινωθεί ότι η Πολιτεία προετίθετο να απαγορεύσει την είσοδο σε μη εμβολιασμένους, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, υποστηρίζοντας ότι «κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και έχει δημιουργηθεί από τον Θεό με την ελευθερία ακόμα και να το αρνηθεί». Με τη μόνη διαφορά ότι ο Θεός μίλησε για την αγάπη και τη συμπόνοια, για το νοιάξιμο μεταξύ των ανθρώπων και το κοινό καλό και όχι για το αντίθετο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Αρης Σερβετάλης έδειξε να νομιμοποιεί όχι μόνο την αδιαφορία απέναντι στον πλησίον, αλλά και όλη την προπαγάνδα που προέρχεται από κάποιες όχι και τόσο περιθωριακές φωνές από τους κόλπους της Εκκλησίας, οι οποίες επιμένουν να προβαίνουν σε παλαιολιθικού τύπου διαχωρισμούς ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη, στο θεοκρατικό στοιχείο και το πολιτικό. Θέματα λοιπόν που φαίνονταν να έχουν λυθεί ξαναήρθαν στο προσκήνιο διχάζοντας τον κόσμο και νομιμοποιώντας συμπεριφορές άρνησης του κοινού σκοπού πάταξης της πανδημίας. Και ο λόγος που ο Σερβετάλης βρέθηκε να προΐσταται ενός τέτοιου παράλογου κινήματος σίγουρα έχει να κάνει με τη στενή σχέση που διατηρεί με διάφορα πρόσωπα της Εκκλησίας -διάφορους «επαναστάτες» μοναχούς που αρνούνται να «συμβιβαστούν», γέροντες που στα μάτια του ηθοποιού φάνταζαν όχι ως εκπρόσωποι ενός ακόμα εκκλησιαστικού κύματος αλλά ως «αναρχικοί». Ετσι, πολύ γρήγορα η βόλτα που έκανε ο Σερβετάλης προς τα διάφορα μοναστήρια της περιφέρειας, όπως στη Δημητσάνα, όπου μόναζαν «άγια» πρόσωπα που χάραζαν μοναχική πορεία και με τα οποία ο ίδιος ταυτιζόταν, έγιναν μονόδρομος για τον ηθοποιό. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς την πορεία του από πρώην άγριο νιάτο που βρέθηκε πολύ νωρίς στην πρώτη γραμμή της διασημότητας με τον ρόλο του Λαζάρου στο «Είσαι το ταίρι μου» και αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το προσκήνιο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, χάρη της θρησκείας, έως την ολική του επαναφορά ως ένας άλλος πεφωτισμένος Απόστολος Παύλος -με αποκορύφωμα τον ρόλο του Νεκταρίου στον «Ανθρωπο του Θεού»- για να καταλάβει γιατί η πρόσφατη κίνησή του δεν είναι μόνο εύλογη αλλά άκρως και απόλυτα αναμενόμενη.

Ερμαιο των μοναχών

Σαν τους μαθητές του Ιησού, οι οποίοι διαχωρίζονταν από το θορυβώδες πλήθος δίνοντας το στίγμα μιας εσωτερικής επισκόπησης, έτσι και ο πιστός Σερβετάλης διαχώριζε τον εαυτό του από τις πάσης φύσεως κοσμικότητες από νωρίς: στα διαλείμματα ανάμεσα στις πρόβες προσπαθούσε να απομονώνεται αντί να συνευρίσκεται με τους συναδέλφους του, όπως πρόσφατα κατά τα διαλείμματα από τον «Ανθρωπο του Θεού», οπότε προτιμούσε να σιωπά σε μια γωνία προκειμένου να έρθει σε επαφή με τη θεία φώτιση ή να δεχτεί την ευλογία του αγίου για να ερμηνεύσει τον ρόλο. Η βούλησή του να μονάσει ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν άλλος ένας παράδοξος ήρωας του Ντοστογιέφσκι ή του Παπαδιαμάντη, τον έκανε εξ ανάγκης να διαφέρει τόσο ως πνεύμα όσο και ως ιδιοσυγκρασία, αν και όλοι ήξεραν ότι αυτός ήταν ο δικός του τρόπος να επικοινωνεί τελικά με τον εαυτό του και να συγκεντρώνεται. Εως ότου τα τελευταία χρόνια οι ώρες που περνούσε, αποκλειστικά μαζί με τη σύζυγό του, σκηνοθέτιδα, εικαστικό και δραματουργό Εφη Μπίρμπα, κοντά στον κοινό τους πνευματικό πατέρα, μακριά από δημόσιες εκδηλώσεις ή άλλου είδους κοσμικότητες, όλο και αυξάνονταν: η ανάγκη του για εξομολόγηση έφτασε να μετατραπεί σε κανόνα, όπως και το να ζητάει διαρκώς την άδεια του πνευματικού του για τους ρόλους που του προτείνονταν.

Αλλωστε είναι ο πνευματικός που τον έπεισε τελικά και του έδωσε την ευλογία να αναλάβει τον ρόλο του Αγίου Νεκταρίου, που ίσως ήταν καθοριστικός για τη μεταστροφή του σε πιο εσωτερικές, πνευματικές ερμηνείες - και ενδεχομένως σε πιο απόλυτες ενέργειες, όπως αυτή της αποχώρησης.

Σάμπως τα χιουμοριστικά στοιχεία που είχαν προηγούμενες εμφανίσεις του, όπως στους «Ορνιθες» του Νίκου Καραθάνου -ένας από τους καλύτερους ρόλους στην καριέρα του- να αντιστάθμιζαν αυτή την ψυχαναγκαστική ενδοσκόπηση που του επέβαλαν οι «υψηλές» ερμηνείες και η επαφή με τη θρησκεία. Καθοριστικό ρόλο στο σημείο αυτό έπαιξε η ολοένα αυξανόμενη συνάφειά του με τους εκκλησιαστικούς κύκλους. Η στενή του επαφή με διάφορους πατέρες από τον πιο «ριζοσπαστικό», σχεδόν αναρχικό χώρο της θρησκείας, άμεσα συνυφασμένο με άγνωστους σχεδόν γέροντες, όπως ο γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα, που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Σέρβους ασκητές του 20ού αιώνα, τον έστρεψε όχι μόνο προς τον εαυτό του αλλά και σε απομακρυσμένα μοναστήρια. Τα βιβλία του και όχι μόνο υπήρξαν καθοριστικά και απολύτως αποκαλυπτικά για τον Σερβετάλη, ο οποίος επικαλούνταν τις υποδείξεις του γέροντα ως προσωπική του μέριμνα. Ετσι, όταν ο τελευταίος έγραφε πως ο καλύτερος τρόπος για την ψυχική ταπείνωση είναι η εξόντωση του εγωισμού -ακόμα και η σωματική κόπωση-, ο ηθοποιός έπαιρνε τα λόγια του γέροντα κατά γράμμα.

Στόχος του ήταν να πατάξει τον δικό του εγωισμό και στο μυαλό του αυτό σήμαινε πως αν ήθελε να ερμηνεύσει, για παράδειγμα, καλά τον Αγιο Νεκτάριο, έπρεπε να μάθει τι σημαίνει εξάλειψη κάθε αυτοαναφορικότητας, που έφτανε ακόμα και στη σωματική εξόντωση. Η νηστεία, η πολύωρη προσευχή και ο ελάχιστος ύπνος τον έκαναν να φτάνει στα γυρίσματα κουρασμένος γιατί, όπως έλεγε, αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να ταυτιστεί με τις εσωτερικές πτυχές του εαυτού του. Συνήθιζε, μάλιστα, να επικαλείται και τα λόγια του Θαδδαίου ως προσωπικό του οδοδείκτη ειδικά όταν ο τελευταίος έγραφε πως «συχνά μας βρίσκουν πολλές συμφορές και όλες οφείλονται στο γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα ταπεινώσει τον εαυτό μας. Οταν η ψυχή μας ταπεινωθεί και υποκλιθεί ενώπιον του θελήματος του Θεού, τα βάσανα και οι συμφορές μας θα πάψουν. Διότι τότε οι συμφορές και τα βάσανα θα μας γίνουν κατά κάποιον τρόπο προσφιλή. Θα φτάσουμε να έχουμε μια ολότελα διαφορετική αντίληψη της ζωής. Δεν θα σκεφτόμαστε πια με βάση τους νόμους αυτού του κόσμου. Θα βλέπουμε τα πάντα μέσα από διαφορετικό φως. Ο,τι και αν κοιτάζουμε θα μας φαίνεται κατά κάποιον τρόπο λαμπρότερο, γεμάτο αγάπη. Τα πάντα θα είναι καλά επειδή είναι ευάρεστα στον Θεό». Αυτά έγραφε ο Σέρβος γέροντας, τα οποία είχαν εμπνεύσει και άλλους «επαναστάτες» μοναχούς, όπως τον αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, έναν από τους πνευματικούς που καθόρισαν απόλυτα τον Σερβετάλη. Για χάρη του πήγαινε συχνά στη Δημητσάνα, στον Τίμιο Πρόδρομο, για να πάρει την ευλογία του ή τις συμβουλές του, όπως όταν ήταν να παίξει στην ταινία της Γελένα Πόποβιτς.

Ο «ροκ» πατέρας

Ο «ροκ» πατέρας, όπως ήταν γνωστό το προσωνύμιο του Κουστένη επειδή ήταν ασυμβίβαστος και ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των Εξαρχείων, φαινόταν να ταιριάζει απόλυτα με την αναρχική ιδιοσυγκρασία του Σερβετάλη. Είναι μάλιστα ο μακαριστός πατέρας που είχε πει χαρακτηριστικά ότι «η Ορθοδοξία είναι αναρχία» και ότι «αναρχικός είναι εκείνος ο οποίος δεν είναι ούτε δούλος ούτε τύραννος του άλλου. Θέλει μαγκιά να είσαι αναρχικός!». Ο πρόσφατος, όμως, θάνατος του Κουστένη -κοίμιση όπως λένε στη γλώσσα της Εκκλησίας- φαίνεται να κόστισε στον ηθοποιό, ο οποίος βρέθηκε να πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους εσωτερικούς του δαίμονες αλλά και τους συναδέλφους του, οι οποίοι δεν έδειχναν να ασπάζονται τα «ανορθόδοξα» δημόσια μηνύματα των εκπροσώπων της θρησκείας. Αλλά ο Σερβετάλης δεν έπαψε ποτέ να διατρανώνει τα χριστιανικά του πιστεύω, επιμένοντας πως η Ορθοδοξία «είναι αναρχική θρησκεία», πως ο πρώτος μέγας ανατροπέας είναι ο Χριστός και πως όλα αυτά που ζούμε είναι μάταια - και άρα και η δική μας ευθύνη και εμπλοκή στο ζήτημα της πανδημίας είναι ως εκ τούτου ανύπαρκτη.


Και ο λόγος μάλλον είναι ότι η θρησκεία βοήθησε τον ίδιο να βρει τον δικό του δρόμο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ειδικά όταν μετά την επιτυχία του «Είσαι το ταίρι μου» του έμοιαζαν όλα μάταια: «Δεν είχε σχέση με το σίριαλ, είχε σχέση με μένα. Είχα φτάσει στον πάτο. Αλλά και πάλι, αυτά είναι αποκαλυπτικά και δεν εξηγούνται. Επρεπε να πάρω τις αποστάσεις μου από όλη αυτή την επιτυχία, αλλιώς θα έχανα τον εαυτό μου», δήλωνε σε παλιότερη συνέντευξή του. Για τον ίδιο η Θεία Λειτουργία ήταν ενίοτε πιο σημαντική και από την τέχνη του, αφού τον βοήθησε να μην τρελαθεί όταν απέκτησε πολύ γρήγορα δημοσιότητα χάρη στον ρόλο του Λάζαρου, του χαρακτηριστικού πανκ απροσάρμοστου νεαρού με το ιγκουάνα. Ο ρόλος αυτός τον έκανε να αποσυρθεί για μεγάλο διάστημα από το θέατρο ή την τηλεόραση και να στραφεί στην εξομολόγηση και την προσευχή. Ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να μην εξομολογείται, παραδεχόμενος πως «η δυνατότητα να μπορείς να εξομολογείσαι είναι σαν να μπορείς να σκαλίζεις τον κήπο σου και να αφαιρείς τα ζιζάνια. Καλλιεργείς κάτι που ίσως σου φέρει και καρπούς. Για μένα, αυτή είναι η διαδικασία. Η επαφή με τον Θεό δεν είναι μόνο επαφή με τον κατασκευαστή σου αλλά με τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι αυτό σιγά-σιγά κάτι δημιουργεί».

Ανατρεπτική δύναμη

Σε αντίθεση όμως με τους υπόλοιπους πιο συντηρητικούς πιστούς, ο Σερβετάλης ανακάλυψε στην Ορθοδοξία την ανατρεπτική και σαρωτική δύναμη που είχε τα πρώτα χρόνια της επικράτησής της, προτού δηλαδή συνδεθεί με μητροπολίτες, επισημότητες και άμφια, όταν αφορούσε έναν συγκεκριμένο αναχωρητικό τρόπο ζωής, με την ανάλογη εσωτερικότητα. Ο ίδιος πιστεύει ότι η θρησκεία τον «έσωσε» από κακές συνήθειες, «πρόσκαιρες ηδονές» όπως λέει, ή καταχρήσεις - μόνο που τον έχει κάνει να βλέπει μονάχα αυτόν τον δρόμο και όχι αυτόν των συνανθρώπων του, απομακρύνοντάς τον πολλές φορές από το να δει τις πραγματικές διαστάσεις ενός ζητήματος. Σταδιακά, άλλωστε, είχε αρχίσει προ πολλού να απομακρύνεται και από διάφορους συναδέλφους του επιλέγοντας τον δρόμο της μοναχικότητας ή της αποκλειστικής παρέας της συζύγου του. Θεωρεί πως το γεγονός ότι παραμένει ζωντανός το χρωστάει αποκλειστικά στην προσευχή που τον έχει προστατεύσει από το να μην έχει πέσει μέχρι σήμερα από τη μηχανή την οποία προτιμάει για τις μετακινήσεις του - αν και στο κέντρο περιφέρεται πάντα με τα πόδια, κοιτώντας μονίμως μπροστά και ποτέ τριγύρω, αποφεύγοντας τα περίεργα βλέμματα και λανσάροντας τα γνωστά κοντά και φαρδιά παντελόνια και τα μεγάλων διαστάσεων -πάντα δύο νούμερα μεγαλύτερα- παπούτσια.
O Aρης Σερβετάλης με τη σύζυγό του, σκηνοθέτιδα, εικαστικό και δραματουργό, Εφη Μπίρμπα έχουν κοινό πνευματικό πατέρα και αποφεύγουν τις δημόσιες εκδηλώσεις και κάθε είδους κοσμικότητες

Σε αντίθεση με το βλέμμα των πολλών, το βλέμμα του Σερβετάλη μαρτυρά αυτή την εσωτερική ενδοσκόπηση που χαρακτηρίζει τους εσωστρεφείς, τους παρανοϊκούς ή τα μεγάλα ταλέντα. Και όλα αυτά τα είχε σε ισόποσες δόσεις από πολύ νεαρή ηλικία, όταν σύχναζε σε παράξενα υπόγεια κλαμπ ως γέννημα θρέμμα Αθηναίος, παριστάνοντας τον πανκ και κάνοντας παρέα με φαινομενικά κανονικούς ανθρώπους που αποδεικνύονταν κρυφοκατατονικοί, τρελοί ή απλώς πρωτότυπα σκεπτόμενοι. Μια τέτοια φίλη τον έπεισε να δώσει εξετάσεις στο υπουργείο Πολιτισμού και να δοκιμάσει την τύχη του στην υποκριτική, κάτι που φυσικά ούτε είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του. Ούτε το σχολείο όμως τον ενδιέφερε - άσε που οι δάσκαλοι του φαίνονταν αρκετά καταπιεστικοί. Το μόνο που τον ένοιαζε κάπως ήταν να γράφει μακροσκελείς εκθέσεις με τρελές ιδέες. Αλλά βρήκε τόσο απαράδεκτο το θέμα στις Πανελλήνιες που αποφάσισε να δώσει την κόλλα έχοντας γράψει μονάχα τον πρόλογο - σαν τα προσχέδια μανιφέστα που θα του άρεσαν αργότερα. Το μόνο που του φαινόταν κάπως ενδιαφέρον ήταν να αλητεύει και η μόνη σχέση που είχε με τη σύνεση ήταν τα λεφτά που φρόντισε να βάλει στην άκρη για να αγοράσει μηχανή: μια Honda XLR 250, την οποία απέκτησε δουλεύοντας ως αποθηκάριος σε μαγαζί με ηλεκτρικά είδη. Και δεν ήταν η πρώτη δουλειά που έκανε: είχε εργαστεί για ένα διάστημα σε περίπτερο στη Βουλιαγμένη, αγαπημένο μέρος από τότε που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα με τη γιαγιά και τον παππού - οι κλασικές έξοδοι των Αθηναίων μαζί με τα κοψίδια στα Βλάχικα. Εχει κάνει εξάλλου όποια δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς: από παιδί για τα θελήματα και σερβιτόρος μέχρι εργάτης και μαραγκός, ενώ δεν αρνείται ότι για να πληρώνει τα δίδακτρα της σχολής έχει καθαρίσει ακόμα και σκάλες!

Για εκείνον η ταπεινότητα είναι, άλλωστε, τέχνη του βίου. Και ούτε φοβάται το στραπατσάρισμα. Μπορεί να κάνει σχεδόν κατατονικά τις ίδιες κινήσεις, όπως ο ήρωας από τον «Σωσία» του Ντοστογιέσφκι όπου πρωταγωνιστούσε σε σκηνοθεσία της συζύγου του, να φοράει παράξενες κάλτσες και να τρώει 30 πορτοκάλια καθημερινά (το έχει κάνει κι αυτό και έχει πάθει υπερβιταμίνωση!). Αλλωστε, κάπως έτσι υπήρξε και η επαφή του με τη θρησκεία, τα σπορ ή την τέχνη: απόλυτη. Τα έδινε και τα δίνει όλα. Τα ημίμετρα είναι μάλλον για τους κανονικούς, αυτούς που δεν θα καταλάβουν ποτέ πώς ακριβώς σκέφτεται ένας νεαρός στα οδοφράγματα ή ένας καλόγερος που θα κάνει 250 μετάνοιες την ημέρα. Η θρησκεία του δίδαξε τι σημαίνει υπομονή, όπως στην αρχή ακόμα της καριέρας του, που είχε πει απανωτά όχι ώστε να βρει τον ρόλο που θα του ταίριαζε και αυτός δεν άργησε να συμβεί με το πολυσυζητημένο τότε και άκρως πετυχημένο «Ουπς» -βασισμένο στα κόμικς- σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, ο οποίος είναι και αυτός που τον σκηνοθέτησε και πάλι στον πρόσφατο «Ρινόκερο».
Για να υποδυθεί τον Αγιο Νεκτάριο ο Σερβετάλης πήρε την άδεια και την ευλογία του πνευματικού του, ενώ υπέβαλε τον εαυτό του σε κακουχίες για να ταυτιστεί με τον ρόλο

Πώς μάγεψε την Κέιτ Μπλάνσετ

Ο Αρης Σερβετάλης δεν έγινε τυχαία ο πιο εκφραστικός και χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής του Γιώργου Λάνθιμου, πολύ ταιριαστός με το δικό του όραμα για ένα παράδοξο και αλλόκοτο σινεμά που θα περνούσε τα σύνορα. Είναι ο ηθοποιός στον οποίο δεν χρειαζόταν ο Λάνθιμος να δώσει ποτέ εξηγήσεις, από τον πρώτο του κιόλας ρόλο, αφού πάντοτε ο γνωστός ηθοποιός επικοινωνούσε με τους σκηνοθέτες του με μια άλλη γλώσσα, άρρητη και υπόγεια. Η υποκριτική δύναμη του Σερβετάλη δεν άργησε να τραβήξει το ενδιαφέρον μέσω ταινιών του Λάνθιμου πολλών ανθρώπων από το διεθνές στερέωμα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία τον είχε δει όχι μόνο στις ταινίες του Λάνθιμου αλλά και στα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου, όπου συμμετείχε η ίδια ως παραγωγός, δύσκολα μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Η παράδοξη κίνηση, η σωματική έκφραση και κυρίως το βλέμμα του Σερβετάλη θα μείνουν αξέχαστα στην ηθοποιό όσο και σε τόσους άλλους ομότεχνούς του, τους οποίους έχει σημαδέψει με την ερμηνεία του - μια ειρωνική αντίστιξη στον απροσάρμοστο χαρακτήρα που δύσκολα καταλαβαίνει από κοινωνικές συμβατικότητες ή ανάγκες. Αρκεί όμως να διαβάσει κανείς τις σπάνιες δηλώσεις του για να δει την παράξενη ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που όταν οι άλλοι εξηγούν το έργο τους, εκείνος προτιμάει να μιλάει για την ομορφιά που έχουν τα ξύλα.

Σε μια συζήτησή του με τον βραβευμένο σεναριογράφο του Λάνθιμου, Ευθύμη Φιλίππου, στο έντυπο της «Lifo», έλεγε χαρακτηριστικά: «Ξεκίνησα την ξυλουργική από μικρός γιατί ο πατέρας μου είναι μαραγκός. Το αγαπημένο μου ξύλο είναι η ελιά γιατί κάνει ωραία νερά, κάπως καφέ και πιο ανοιχτά, διάφορα. Ποτέ δεν άκουγα ιδιαίτερα μουσική. Κασετόφωνο πήρα στα 15. Αν ήξερα ένα όργανο μουσικό, θα ήθελα να ήταν το μπάσο. Μου αρέσει πολύ όταν βλέπω στις συναυλίες να γίνεται πάνω στη σκηνή της πουτάνας και ο μπασίστας απλώς στέκεται ακίνητος, σκυφτός πάνω από το μπάσο και κάνει μπουπ, μπουμ, μπουπ, μπουμ. Εχω κάνει διάφορα κουρέματα, δηλαδή τα μαλλιά μου παλιά ήταν μακριά και μετά τα ξύριζα ή τα έβαφα μπλε, κόκκινα, κίτρινα ή και τα τρία μαζί. Μιλάω σιγά». Δεν είναι τυχαία η σκηνή από την πρώτη εκείνη αξέχαστη ταινία του Λάνθιμου «Κινέττα» όπου ο Σερβετάλης περιφέρεται ανάμεσα σε τάφους ακούγοντας στο γουόκμαν Τζένη Βάνου, σε μια κασέτα που ανέσυρε από ένα ντελαπαρισμένο αυτοκίνητο στην Εθνική.

Ηταν από αυτούς τους ρόλους που είναι τόσο χαρακτηριστικοί στην καριέρα του που τον έφεραν στην πόρτα όχι μόνο του Γιώργου Λάνθιμου αλλά και του Δημήτρη Παπαϊωάννου, στο «2» και στη «Μήδεια». Στοχαστικός και σιωπηλός, ο Σερβετάλης ως ηθοποιός έχει κάτι από τους ήρωες του Μπουλγκάκοφ, που ξεχωρίζουν χάρη στη σιωπή - δεν είναι τυχαίο ότι στη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου έπαιζε τον ρόλο του σκύλου. Ποιος άλλος όμως θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον σκύλο αν όχι αυτός; Και η αλήθεια είναι ότι για να καταλάβει κανείς τον κόσμο του Σερβετάλη που μοιράζεται ανάμεσα στην παράφορη αγάπη για τη γυναίκα του, με την οποία παντρεύτηκαν το 2009, τα απόμερα μέρη στην Πελοπόννησο ή στην πατρίδα του τη Νάξο, τη μουσική και το διάβασμα, αρκεί να ρίξει μια ματιά στις σελίδες του αγαπημένου του Μπέκετ για να δει τον τρόπο που η θρησκεία συνορεύει άμεσα με την τρέλα. Και τότε ίσως να καταλάβει ότι ο ίδιος δεν είναι τόσο ένας μοναχικός, αλλόκοτος Δον Κιχώτης, με τον οποίο είχε ταυτιστεί όταν τον ερμήνευε στο θέατρο, αλλά ένας εξαιρετικός ηθοποιός που εκτός από τους ρόλους πρέπει μάλλον να μάθει να αφουγκράζεται την αλήθεια και τον πόνο της κοινωνίας. Αλλωστε, όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ, «η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι δαίμονες είναι εδώ». Πόσο μάλλον στους ακραία δύσκολους καιρούς της πανδημίας και η ευθύνη κάθε χειρονομίας είναι απολύτως κρίσιμη, καθιστώντας τη συγκεκριμένη πράξη του Σερβετάλη ελάχιστα αμελητέα.



Ειδήσεις σήμερα:

Πότε λήγουν οι προθεσμίες για τις αιτήσεις του επιδόματος θέρμανσης και τι πρέπει να γνωρίζετε

Μετά τις 20 Δεκεμβρίου οι εμβολιασμοί παιδιών 5-11 ετών - Θα δίνεται το 1/3 της δόσης

Το ντιμπέιτ του Κινήματος Αλλαγής: Παιχνίδι κέντρου και πρόβες β' γύρου

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr