Τζώρτζης Γρηγοράκης: «Το σινεμά μάς θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι»
06.12.2021
21:44
Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ο ταλαντούχος δημιουργός μπήκε στη διεκδίκηση του Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, κυρίως όμως κατάφερε να κάνει το «Digger» το πιο επιτυχημένο ελληνικό φιλμ με την παλιά πατροπαράδοτη στόμα με στόμα μέθοδο
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης δεν είχε ουρανομήκεις ή υπερτροφικές φιλοδοξίες. Λέει πως ήθελε να φτιάξει μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος. Οχι δηλαδή ότι το αυτονόητο δεν είναι στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο -και κυρίως όχι πάντα κερδισμένο- στοίχημα για κάθε δημιουργό. Βέβαια με μόλις το πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ του πέτυχε ακόμα περισσότερα.
Το «Digger», ένα σύγχρονο ψυχολογικό γουέστερν που εκτυλίσσεται στα άγρια δάση της Βόρειας Ελλάδας, εκτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό από το κοινό ώστε συνεχίζει να προβάλλεται έπειτα από πέντε μηνες στο Μικρόκοσμο -και μάλιστα χωρίς διαφήμιση, προώθηση και προβολή σε βαθμό πλύσης εγκεφάλου-, επιλέχθηκε από το Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ πριν από λίγες εβδομάδες προκρίθηκε ως η επίσημη πρόταση της Ελλάδας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας. Καθόλου κακή απόσβεση για τα σχεδόν έξι χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πρεμιέρα του φιλμ. Τότε ο Γρηγοράκης, ένας δημιουργός που επισημαίνει πως στο δικό του σύμπαν δεν υπάρχουν μονότονα καλοί ή έμμονα κακοί χαρακτήρες, ήταν ένας άλλος.
«Το “Digger” είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου. Για να φτιαχτεί χρειάστηκαν στ' αλήθεια σχεδόν έξι χρόνια. Η ιδέα ξεκίνησε το 2014, για δύο χρόνια γραφόταν το σενάριο και άλλα δύο πήρε η αναζήτηση χρηματοδότησης. Γυρίστηκε το 2018 και το 2020 κάναμε στην παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου», συνοψίζει την πολύχρονη διαδρομή ο σκηνοθέτης. Στην ταινία υπάρχει ένας πατέρας (Βαγγέλης Μουρίκης) κι ένας γιος (Αργύρης Πανταζάρας), ένα δάσος και μια βιομηχανία που το εκμεταλλεύεται απομυζώντας τους φυσικούς πόρους.
«Η σχέση πατέρα-γιου με απασχολούσε ανέκαθεν. Προσωπικά», λέει ο Γρηγοράκης. «Εχω μεγαλώσει με τον πατέρα μου και ήθελα με έναν τρόπο να τον τιμήσω. Μέσα από τις δυσκολίες κάθε σχέσης, τελικά κάτι ανακαλύπτεις, κάπου καταλήγεις. Υπήρχαν όμως και διάφορα άλλα εξωγενή γεγονότα. Οπως ο κοινωνικός εμφύλιος με αφορμή τις εξορύξεις στις Σκουριές της Χαλκιδικής που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ξεκίνησα να διαβάζω για το ζήτημα και κατόπιν να ερευνώ. Πήγα εκεί, συνάντησα τους κατοίκους, βρήκα κόσμο που ζούσε στο δάσος, βρήκα έναν τύπο που είχε πολλά χαρακτηριστικά του βασικού ήρωά μου. Είδα αυτούς που υπερασπίζονταν τον τόπο τους και το περιβάλλον και από την άλλη εκείνους που ανησυχούσαν για τις δουλειές τους. Μιλάμε για εμφυλιακή κατάσταση. Δεν μιλούσαν αδέλφια με αδέλφια. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Τελικά μπαίνοντας πιο βαθιά είδα ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Επιχειρηματικοί κολοσσοί που διχάζουν μια κοινότητα».
Ακόμα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρχικά δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να συνδέσει την κατακερματισμένη σχέση πατέρα-γιου με εκείνη του ανθρώπου με τη φύση. Τελικά βρήκε τις συνάψεις, φτιάχνοντας ένα φιλμ που από όποια σκοπιά κι αν το δεις μοιάζει ειρωνικά επίκαιρο. «Η ταυτότητα του ήρωα είναι συνδεδεμένη με τη φύση. Ένας άνθρωπος που ζει στην καρδιά του δάσους, ο οποίος έχει έναν εχθρό, το βιομηχανικό τέρας, και ξαφνικά εμφανίζεται ο γιος του, ένας άλλος εχθρός, άγνωστος, που έρχεται για να πάρει από τον πατέρα, τον βλέπει απλώς σαν μαθηματικά, σαν ένα λαχείο. Και τότε εκείνος ψάχνει να γεφυρώσει το χάσμα. Το ίδιο χάσμα υπάρχει και στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Γιατί μάθαμε να τη βλέπουμε ως έναν ανεξάντλητο πόρο».
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης πιστεύει ότι ο σκηνοθέτης είναι ο θεατής μηδέν κάθε ταινίας. «Εχεις ένα μόνιτορ μπροστά σου και παρακολουθείς όλο το έργο εν τη γενέσει του», λέει. Δεν έχει άδικο. Ο ίδιος πίστευε στην ιδέα του όταν τη συνέλαβε ως δημιουργός αλλά και όταν πια την έβλεπε να υλοποιείται από τη θέση του σκηνοθέτη/θεατή. «Πίστευα στην ταινία. Οτι άξιζε τις θυσίες. Και γι' αυτό το πήγαμε μέχρι τέλους. Μέχρι την τελευταία ημέρα του γυρίσματος δεν ξέραμε αν θα τη βγάλουμε. Ημασταν σε υψόμετρο 1.400 στην ορεινή Χαλκιδική με ομίχλη, με υγρασία, κρύο, βροχή, χιόνι. Χάναμε μέρες γυρίσματος λόγω του καιρού, οπότε για να το καταφέρεις όλο αυτό πρέπει να το πιστεύεις πολύ. Και θέλεις να πάει καλά. Αλλά δεν το ξέρεις. Χωρίς το κοινό δεν υπάρχει ταινία. Είναι σαν το θέατρο, χωρίς κοινό δεν είναι παράσταση, αλλά πρόβα. Στο Βερολίνο αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε ότι το πράγμα ξεκίνησε να λειτουργεί. Είναι όπως παλιά βγάζαμε φωτογραφίες. Τραβούσες και δεν ήξερες τι θα βγει. Εμφάνιζες το φιλμ στο εργαστήριο και έβγαινε κάτι μαγικό. Ή δεν έβγαινε. Πάντα υπάρχει το ρίσκο».
Το 2020, λίγες εβδομάδες πριν από την κήρυξη του πρώτου lockdown, το «Digger» έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Μια σημαντική απόσταση είχε ήδη διανυθεί. «Το όνειρο κάθε σκηνοθέτη είναι να πάει στα τρία μεγάλα φεστιβάλ: Βερολίνο, Βενετία και Κάννες. Αν μια ταινία ξεκινήσει εκεί, έχει καλές προοπτικές. Φέρνει δικτύωση, φέρνει άλλα φεστιβάλ, δίνει ζωή στην ταινία. Θες δε θες, τα φεστιβάλ είναι σημαντικά. Οι ταινίες που δεν είναι αμιγώς εμπορικές έχουν ανάγκη αυτό το δίκτυο για να διαφημιστούν, να ακουστούν, να βρουν διανομή. Στο Βερολίνο πήραμε το βραβείο της επιτροπής αιθουσαρχών. Ηταν μια διάκριση που βοήθησε πολύ τη διανομή. Ακόμα και στην Ελλάδα, χωρίς διαφήμιση, η ταινία παίζεται για πέντε συνεχόμενους μήνες. Είναι μια arthouse ταινία, προσβάσιμη σε ένα μεγάλο κοινό. Αυτό ήταν και το σκεπτικό της επιτροπής του υπουργείου Πολιτισμού που πρότεινε την ταινία για τα Οσκαρ. Και είναι ακριβώς αυτό που θέλω να πετύχω».
Το «Digger», ένα σύγχρονο ψυχολογικό γουέστερν που εκτυλίσσεται στα άγρια δάση της Βόρειας Ελλάδας, εκτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό από το κοινό ώστε συνεχίζει να προβάλλεται έπειτα από πέντε μηνες στο Μικρόκοσμο -και μάλιστα χωρίς διαφήμιση, προώθηση και προβολή σε βαθμό πλύσης εγκεφάλου-, επιλέχθηκε από το Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ πριν από λίγες εβδομάδες προκρίθηκε ως η επίσημη πρόταση της Ελλάδας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας. Καθόλου κακή απόσβεση για τα σχεδόν έξι χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πρεμιέρα του φιλμ. Τότε ο Γρηγοράκης, ένας δημιουργός που επισημαίνει πως στο δικό του σύμπαν δεν υπάρχουν μονότονα καλοί ή έμμονα κακοί χαρακτήρες, ήταν ένας άλλος.
«Το “Digger” είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου. Για να φτιαχτεί χρειάστηκαν στ' αλήθεια σχεδόν έξι χρόνια. Η ιδέα ξεκίνησε το 2014, για δύο χρόνια γραφόταν το σενάριο και άλλα δύο πήρε η αναζήτηση χρηματοδότησης. Γυρίστηκε το 2018 και το 2020 κάναμε στην παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου», συνοψίζει την πολύχρονη διαδρομή ο σκηνοθέτης. Στην ταινία υπάρχει ένας πατέρας (Βαγγέλης Μουρίκης) κι ένας γιος (Αργύρης Πανταζάρας), ένα δάσος και μια βιομηχανία που το εκμεταλλεύεται απομυζώντας τους φυσικούς πόρους.
«Η σχέση πατέρα-γιου με απασχολούσε ανέκαθεν. Προσωπικά», λέει ο Γρηγοράκης. «Εχω μεγαλώσει με τον πατέρα μου και ήθελα με έναν τρόπο να τον τιμήσω. Μέσα από τις δυσκολίες κάθε σχέσης, τελικά κάτι ανακαλύπτεις, κάπου καταλήγεις. Υπήρχαν όμως και διάφορα άλλα εξωγενή γεγονότα. Οπως ο κοινωνικός εμφύλιος με αφορμή τις εξορύξεις στις Σκουριές της Χαλκιδικής που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ξεκίνησα να διαβάζω για το ζήτημα και κατόπιν να ερευνώ. Πήγα εκεί, συνάντησα τους κατοίκους, βρήκα κόσμο που ζούσε στο δάσος, βρήκα έναν τύπο που είχε πολλά χαρακτηριστικά του βασικού ήρωά μου. Είδα αυτούς που υπερασπίζονταν τον τόπο τους και το περιβάλλον και από την άλλη εκείνους που ανησυχούσαν για τις δουλειές τους. Μιλάμε για εμφυλιακή κατάσταση. Δεν μιλούσαν αδέλφια με αδέλφια. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Τελικά μπαίνοντας πιο βαθιά είδα ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Επιχειρηματικοί κολοσσοί που διχάζουν μια κοινότητα».
Ακόμα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρχικά δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να συνδέσει την κατακερματισμένη σχέση πατέρα-γιου με εκείνη του ανθρώπου με τη φύση. Τελικά βρήκε τις συνάψεις, φτιάχνοντας ένα φιλμ που από όποια σκοπιά κι αν το δεις μοιάζει ειρωνικά επίκαιρο. «Η ταυτότητα του ήρωα είναι συνδεδεμένη με τη φύση. Ένας άνθρωπος που ζει στην καρδιά του δάσους, ο οποίος έχει έναν εχθρό, το βιομηχανικό τέρας, και ξαφνικά εμφανίζεται ο γιος του, ένας άλλος εχθρός, άγνωστος, που έρχεται για να πάρει από τον πατέρα, τον βλέπει απλώς σαν μαθηματικά, σαν ένα λαχείο. Και τότε εκείνος ψάχνει να γεφυρώσει το χάσμα. Το ίδιο χάσμα υπάρχει και στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Γιατί μάθαμε να τη βλέπουμε ως έναν ανεξάντλητο πόρο».
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης πιστεύει ότι ο σκηνοθέτης είναι ο θεατής μηδέν κάθε ταινίας. «Εχεις ένα μόνιτορ μπροστά σου και παρακολουθείς όλο το έργο εν τη γενέσει του», λέει. Δεν έχει άδικο. Ο ίδιος πίστευε στην ιδέα του όταν τη συνέλαβε ως δημιουργός αλλά και όταν πια την έβλεπε να υλοποιείται από τη θέση του σκηνοθέτη/θεατή. «Πίστευα στην ταινία. Οτι άξιζε τις θυσίες. Και γι' αυτό το πήγαμε μέχρι τέλους. Μέχρι την τελευταία ημέρα του γυρίσματος δεν ξέραμε αν θα τη βγάλουμε. Ημασταν σε υψόμετρο 1.400 στην ορεινή Χαλκιδική με ομίχλη, με υγρασία, κρύο, βροχή, χιόνι. Χάναμε μέρες γυρίσματος λόγω του καιρού, οπότε για να το καταφέρεις όλο αυτό πρέπει να το πιστεύεις πολύ. Και θέλεις να πάει καλά. Αλλά δεν το ξέρεις. Χωρίς το κοινό δεν υπάρχει ταινία. Είναι σαν το θέατρο, χωρίς κοινό δεν είναι παράσταση, αλλά πρόβα. Στο Βερολίνο αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε ότι το πράγμα ξεκίνησε να λειτουργεί. Είναι όπως παλιά βγάζαμε φωτογραφίες. Τραβούσες και δεν ήξερες τι θα βγει. Εμφάνιζες το φιλμ στο εργαστήριο και έβγαινε κάτι μαγικό. Ή δεν έβγαινε. Πάντα υπάρχει το ρίσκο».
Το 2020, λίγες εβδομάδες πριν από την κήρυξη του πρώτου lockdown, το «Digger» έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Μια σημαντική απόσταση είχε ήδη διανυθεί. «Το όνειρο κάθε σκηνοθέτη είναι να πάει στα τρία μεγάλα φεστιβάλ: Βερολίνο, Βενετία και Κάννες. Αν μια ταινία ξεκινήσει εκεί, έχει καλές προοπτικές. Φέρνει δικτύωση, φέρνει άλλα φεστιβάλ, δίνει ζωή στην ταινία. Θες δε θες, τα φεστιβάλ είναι σημαντικά. Οι ταινίες που δεν είναι αμιγώς εμπορικές έχουν ανάγκη αυτό το δίκτυο για να διαφημιστούν, να ακουστούν, να βρουν διανομή. Στο Βερολίνο πήραμε το βραβείο της επιτροπής αιθουσαρχών. Ηταν μια διάκριση που βοήθησε πολύ τη διανομή. Ακόμα και στην Ελλάδα, χωρίς διαφήμιση, η ταινία παίζεται για πέντε συνεχόμενους μήνες. Είναι μια arthouse ταινία, προσβάσιμη σε ένα μεγάλο κοινό. Αυτό ήταν και το σκεπτικό της επιτροπής του υπουργείου Πολιτισμού που πρότεινε την ταινία για τα Οσκαρ. Και είναι ακριβώς αυτό που θέλω να πετύχω».
Αλήθεια, πώς έμαθε για τη διεθνή ευκαιρία του φιλμ; «Πώς το έμαθα; Με πήρε τηλέφωνο η παραγωγός μου η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. Χάρηκα φοβερά. Γιατί δίνει ακόμα περισσότερη ορμή και ζωή στην ταινία». Του ζητώ να μου πει πώς μεταφράζεται αυτό πρακτικά. «Τώρα το υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να υποστηρίξει αυτή την απόφαση, να προωθήσει την ταινία. Είναι γύρω στις 90 ταινίες που προτείνονται από ισάριθμες χώρες. Και υπάρχει μια πρώτη διαδικασία επιλογής 15 ταινιών. Ο στόχος είναι να μπούμε σε αυτές. Χρειάζεται όμως μάρκετινγκ. Χρειάζεται να φτάσει η ταινία στα μάτια και τα αυτιά των μελών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αυτών δηλαδή που ψηφίζουν για τα Οσκαρ. Εφόσον πετύχει η εκστρατεία για την προώθηση, έχουμε θεωρητικά μια πιθανότητα για τις 15 ταινίες που θα ανακοινωθούν στις 21 Δεκεμβρίου. Η τελική πεντάδα είναι κάτι άλλο. Γιατί μιλάμε όχι μόνο για πολλές αλλά και για πολύ καλές ταινίες που έχουν άλλου μεγέθους ώθηση και προώθηση». Οι ουρανοί είναι ανοιχτοί. Λίγες ημέρες μετά τη συζήτησή μας το «Digger», που έκοψε 25.000 εισιτήρια στην Ελλάδα και συμμετείχε σε 30 φεστιβάλ, βρήκε διανομή στις ΗΠΑ από τη Strand Releasing.
Ακόμα βέβαια και σε αυτή τη σημαδιακή και ευοίωνη στιγμή προκύπτει ένα «γιατί». Γιατί ο Γρηγοράκης αποφάσισε να καταπιαστεί με ένα τόσο δύσκολο -τουλάχιστον στην Ελλάδα- επάγγελμα. «Δεν μου άρεσε τίποτε άλλο. Κάποια στιγμή αποφασίζεις τι θέλεις να κάνεις και λες “εδώ είμαι”. Ξεκίνησα με το να κουβαλάω καφέδες στα γυρίσματα, από βοηθός παραγωγής. Η πρώτη ταινία που συμμετείχα ήταν το “Λούφα και παραλλαγή Σειρήνες στο Αιγαίο”. Ο Νίκος Περάκης ήταν ο πρώτος δάσκαλος για μένα. Μετά πήγα στην Αγγλία και σπούδασα σινεμά. Εν τω μεταξύ είχα ήδη κάνει τις δύο πρώτες ταινίες μικρού μήκους. Καθόλου παιδικό όνειρό μου δεν ήταν το σινεμά. Τον κινηματογράφο τον ανακάλυψα μεγαλώνοντας, όταν σπούδαζα ψυχολογία. Αρχισα να βλέπω ταινίες και κατάλαβα ότι το δημιουργικό δυναμικό του μέσου ήταν απεριόριστο. Μου άρεσε και η δράση, ότι κάνεις γύρισμα, ανακαλύπτεις καινούργια μέρη, ταξιδεύεις, είσαι σε κίνηση. Επιπλέον, το σινεμά είναι ένα μέσο στο οποίο μπορείς να επικοινωνήσεις μια προσωπική ιστορία σου σε έναν άνθρωπο στην Ιαπωνία ή στη Χιλή. Οχι μόνο να τη δει, αλλά και να την καταλάβει. Μας κάνει να θυμόμαστε ότι είμαστε όλοι συνδεδεμένοι και τελικά όλοι άνθρωποι».
Η οικουμενικότητα που γεννούν οι εικόνες στη μεγάλη οθόνη απασχολεί και ερεθίζει τον ανερχόμενο δημιουργό, που θέλει οι ταινίες του να ισορροπούν ανάμεσα στην αισθητική, την αφήγηση της ιστορίας και το συναίσθημα, το οποίο τονίζει πως δεν θέλει να εκβιάζεται από τον θεατή, ούτε να του σερβίρεται ως μασημένη τροφή. Η επιτυχία του «Digger» είναι το δίχως άλλο ένα σημάδι πως βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αλλωστε είχε πριν απ' όλα τις ευλογίες του πατέρα του, του ανθρώπου δηλαδή που λειτούργησε ως έμπνευση. «Ο πατέρας μου είδε την ταινία. Του άρεσε πολύ, ενθουσιάστηκε. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι την είχε δει στην πολλή αρχή, το 2019 σε μια προβολή για συνεργάτες και φίλους. Μετά από ενάμιση χρόνο την ξαναείδε. Μου λέει “την άλλαξες. Είναι διαφορετική. Παλιά ο πατέρας με τον γιο είχαν φοβερή κόντρα. Τώρα τους είδα μια χαρά”. Αυτό για μένα είναι συγκλονιστικό. Επειδή νιώθει πιο κοντά του εμένα, είδε διαφορετικά και την ταινία. Είναι απίστευτο το πόσο υποκειμενική είναι τελικά η σύνδεση καθενός με αυτό που βλέπει».
Ειδήσεις σήμερα:
Η σύζυγος του Γιώργου Τράγκα, Μαρία Καρρά δεν νοσηλεύεται στο νοσοκομείο
La Casa De Papel και Squid Game ενώνουν δυνάμεις: Τι ετοιμάζει το Netflix
Ψευτογιατρός: Για ξέπλυμα μαύρου χρήματος απολογείται ο Dr… Kontos - Κινδυνεύει με νέα προφυλάκιση
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr