Αλεξάντερ Πέιν: Αλέξανδρος ο Έλληνας (με την ωραία Αιγιώτισσα)
16.02.2022
11:04
Ο βραβευμένος με Οσκαρ ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης πάντα έλεγε ότι ήθελε να συσφίξει τους δεσμούς του με την Ελλάδα, να μάθει καλύτερα τη γλώσσα, ακόμη και να γυρίσει μια ταινία στη χώρα μας - Πριν από λίγα χρόνια παντρεύτηκε μια Αιγιώτισσα και πριν από λίγες ημέρες ορκίστηκε Ελληνας πολίτης - Μένει να δούμε τι θα ακολουθήσει...
Το επώνυμο Payne προφέρεται στα αγγλικά όπως το «pain», δηλαδή ο πόνος. Κι αυτό είναι κάπως παράξενο και αρκετά αντιφατικό με την προσωπικότητα του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν, ο οποίος, εκτός από βραβευμένος με δύο Οσκαρ και έξι Χρυσές Σφαίρες για τις πρωτότυπες και βαθιά ανθρώπινες ταινίες του, είναι διάσημος για το χιούμορ του. Μάλιστα, σχετικά με τις ελληνικές του ρίζες και αρκετά χρόνια πριν από την πρόσφατη ορκωμοσία του ως Ελληνα, έχει πει σε συνέντευξή του ότι «ποτέ δεν ένιωσα παρείσακτος στις ΗΠΑ. Πάντα ένιωθα Αμερικανός. Ισως όχι τόσο αυθεντικός όσο η αμερικανική μηλόπιτα, αλλά σίγουρα σαν αμερικανικός μπακλαβάς - τουλάχιστον».
Προφανώς, ο μπακλαβάς δεν είναι το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα παραδοσιακής ελληνικής ζαχαροπλαστικής, αλλά ο Πέιν δικαιούται να κριθεί με μια κάποια επιείκεια, καθώς έχει ταυτίσει το συγκεκριμένο γλυκό με τις δικές του οικογενειακές και παροικιακές παραδόσεις. Καθώς μεγάλωνε στην Ομάχα της Πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ, ο Αλεξάντερ Πέιν συμμετείχε κατ’ ανάγκην στις δραστηριότητες των γονιών του.
Ο πατέρας του, Τζορτζ Πέιν, μαζί με τη σύζυγό του Ευαγγελία ή Πέγκι, περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχαν καθιερώσει το ετήσιο Ελληνικό Φεστιβάλ της πόλης. Λόγω και της ενασχόλησης των γονιών του με το εστιατόριο που είχε ιδρύσει ο παππούς του, ο Αλεξάντερ μαζί με τα δύο αδέλφια του ζούσε εκ των έσω το ελληνικό πανηγύρι: τους δημοτικούς χορούς, τη λαϊκή μουσική, τις λαμαρίνες με τα σπιτικά εδέσματα, τα γλυκίσματα που μύριζαν Ελλάδα, όπως τα κουλουράκια, οι κουραμπιέδες και, οπωσδήποτε, ο σπιτικός μπακλαβάς.
Υπ’ αυτή την έννοια, το γεγονός ότι κάποια ημέρα θα λάμβανε επίσημα την ελληνική υπηκοότητα ή ίσως ακόμη και το ότι θα παντρευόταν μια Ελληνίδα ήταν σχεδόν νομοτελειακό και προδιαγεγραμμένο. Το πρώτο συνέβη πριν από λίγες ημέρες, το δεύτερο περίπου πριν από επτά χρόνια, όταν κατά τη διάρκεια μιας από τις τακτικές επισκέψεις του στην Ελλάδα, και δη στο Αίγιο, έναν από τους τόπους καταγωγής των προγόνων του, γνώρισε τη Μαρία Κόντου. Τον Μάιο του 2015 ο Πέιν ήταν 54 ετών, η Μαρία περίπου 27 και μολονότι οι κόσμοι στους οποίους ανήκε ο καθένας απέχουν μεταξύ τους έτη φωτός, η αμοιβαία έλξη αναπτύχθηκε αστραπιαία.
Συναντήθηκαν τυχαία, όταν ο Πέιν είχε αφιχθεί στο Αίγιο, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, κατόπιν πρόσκλησης του Δήμου Αιγιαλείας, ο οποίος είχε διοργανώσει μια ιδιαίτερη εκδήλωση για να τον τιμήσει ως υπόδειγμα επιτυχημένου Ελληνα της Διασποράς. Το γενικότερο αίσθημα ήταν κάτι περισσότερο από εγκάρδιο, με τον Πέιν να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όσο λιγότερο αδέξια και κωμικά μπορούσε τα υποτυπώδη ελληνικά του και τη μητέρα του, αντιθέτως, να ζητά απ’ όλους να της μιλούν στη μητρική της γλώσσα. Η συγκίνηση των εκλεκτών προσκεκλημένων κορυφώθηκε όταν ο Αλεξάντερ μαζί με την Πέγκι Πέιν ξεναγήθηκαν σε ένα κατάστημα που διατηρούσαν στο Αίγιο κατά το παρελθόν κάποιοι στενοί συγγενείς τους - φυσικά υπό την αυθεντική επωνυμία «Παπαδόπουλος».
Ο γάμος με τη Μαρία
Ο Αλέξανδρος Πέιν, όπως επέμεναν να τον προσφωνούν οι διοργανωτές της εκδήλωσης, ξεναγήθηκε στο Αρχοντικό Παναγιωτόπουλου, την τριώροφη ανακτορική κατοικία του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο εμβληματικό νεότερο μνημείο του Αιγίου πρόσεξε μια νεαρή γυναίκα με μια ιδιαίτερη, φυσική λάμψη, η οποία ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των παρευρισκομένων που διαγκωνίζονταν για να βρεθούν όσο το δυνατόν πιο κοντά στον σκηνοθέτη και τη μητέρα του. Η παρουσία της συγκεκριμένης γυναίκας είχε μια αβίαστη αριστοκρατική και ταυτόχρονα εκλεπτυσμένη αύρα.
Επίσης, καθώς είχε ανέβει σε μια καρέκλα για να έχει καλύτερη θέα στα τεκταινόμενα με επίκεντρο τον ίδιο, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι το βλέμμα του θα έπεφτε πάνω της - αλλά και θα έμενε εκεί. Εκείνος θέλησε να τη γνωρίσει. Η Μαρία Κόντου συστήθηκε αναφέροντας ότι είναι φιλόλογος και ιστορικός. Η επαφή τους συνεχίστηκε και πέραν της εκδήλωσης, καθώς ήταν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι το ενδιαφέρον ήταν έντονο και αμοιβαίο. Ο Πέιν την κάλεσε να τον συνοδεύσει στην Αθήνα, εκείνη δέχτηκε πρόθυμα, οπότε τα πρώτα μέτρα της σχέσης τους καλύφθηκαν πολύ γρήγορα.
Αναγκαστικά όμως ο Πέιν θα επέστρεφε στις ΗΠΑ χωρίς εκείνη - αλλά όχι για πολύ. Οι δυο τους έμειναν σε επαφή και περίπου σε έναν μήνα, προς το τέλος Ιουνίου του 2015, η Μαρία έκανε το πρώτο της υπερατλαντικό ταξίδι ειδικά για να σμίξει με τον σκηνοθέτη. Ακολούθησαν δύο γάμοι, ο πολιτικός στις ΗΠΑ και ο θρησκευτικός στο Αίγιο, ενώ η Μαρία ήταν ήδη έγκυος στην κόρη τους, τη Δέσποινα-Ευαγγελία, η οποία γεννήθηκε στην Πάτρα τις τελευταίες ημέρες του 2017. Στα 56 χρόνια του ο Αλεξάντερ Πέιν γινόταν πατέρας για πρώτη φορά.
Και όπως παρατηρούσε τον Ιανουάριο του 2018 ο δημοσιογράφος Τζόναθαν Ρόμνεϊ του βρετανικού «Guardian», «ο Πέιν είχε τη φήμη ότι στις συνεντεύξεις του είναι ψυχρός και απόμακρος. Φαίνεται όμως ότι η έλευση της κόρης του τον έχει κάνει γλυκό και ευχάριστο». Παρόλο που ο Πέιν μιλάει συχνά για τις οικογενειακές του ρίζες, αποφεύγει να αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τη νέα του οικογένεια, τη ζωή που μοιράζεται με τη Μαρία Κόντου (ασχέτως εάν η διαδικτυακή δεξαμενή κινηματογραφικών δεδομένων IMDb αναφέρει ότι εκκρεμεί αίτηση διαζυγίου).
Καθώς ο Πέιν είναι δεμένος με την Ομάχα και τη Νεμπράσκα, η οικογένεια που δημιούργησε περνά εκεί το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της. Εκτός των άλλων, ο συγκεκριμένος τόπος αποτελεί πηγή έμπνευσης και φυσικό σκηνικό για τις ταινίες του, με πιο χαρακτηριστική το ομότιτλο ασπρόμαυρο φιλμ περιπλάνησης «Νεμπράσκα» του 2013, που είχε προταθεί για έξι βραβεία Οσκαρ. Επίσης, τηρώντας μια άλλη αγαπημένη του συνήθεια, το να χρησιμοποιεί ως κομπάρσους φίλους, συγγενείς και γείτονές του, το 2017 στην ταινία «Μικρόκοσμος» (Downsizing) ο Πέιν κινηματογράφησε τη σύζυγό του σε μια σκηνή όπου εκείνη ακούγεται να μιλά ελληνικά με τη συντροφιά της.
Ο γάμος με τη Μαρία Κόντου είναι ο δεύτερος για τον Πέιν. Το 2003 είχε παντρευτεί την κορεατικής καταγωγής Καναδή ηθοποιό Σάντρα Ο, διάσημη από τις εμφανίσεις της σε πολύ επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές όπως το «Grey’s Anatomy», αλλά και την ταινία «Πλαγίως» του Πέιν, το 2004, χάρη στην οποία κέρδισε το πρώτο του Οσκαρ, στην κατηγορία του Διασκευασμένου Σεναρίου. Ωστόσο, ο έγγαμος βίος του σκηνοθέτη με τη σταρ δεν αποδείχθηκε μακρύς, καθώς χώρισαν το 2006 κοινή συναινέσει και διατηρώντας φιλικές σχέσεις. Σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, ώστε η Σάντρα Ο να επαινεί δημοσίως τον Πέιν για τη θερμή ατμόσφαιρα που δημιουργεί στα γυρίσματα των ταινιών του ανάμεσα στους συντελεστές, στους οποίους αφήνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας και αυτενέργειας.
Προφανώς, ο μπακλαβάς δεν είναι το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα παραδοσιακής ελληνικής ζαχαροπλαστικής, αλλά ο Πέιν δικαιούται να κριθεί με μια κάποια επιείκεια, καθώς έχει ταυτίσει το συγκεκριμένο γλυκό με τις δικές του οικογενειακές και παροικιακές παραδόσεις. Καθώς μεγάλωνε στην Ομάχα της Πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ, ο Αλεξάντερ Πέιν συμμετείχε κατ’ ανάγκην στις δραστηριότητες των γονιών του.
Ο πατέρας του, Τζορτζ Πέιν, μαζί με τη σύζυγό του Ευαγγελία ή Πέγκι, περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχαν καθιερώσει το ετήσιο Ελληνικό Φεστιβάλ της πόλης. Λόγω και της ενασχόλησης των γονιών του με το εστιατόριο που είχε ιδρύσει ο παππούς του, ο Αλεξάντερ μαζί με τα δύο αδέλφια του ζούσε εκ των έσω το ελληνικό πανηγύρι: τους δημοτικούς χορούς, τη λαϊκή μουσική, τις λαμαρίνες με τα σπιτικά εδέσματα, τα γλυκίσματα που μύριζαν Ελλάδα, όπως τα κουλουράκια, οι κουραμπιέδες και, οπωσδήποτε, ο σπιτικός μπακλαβάς.
Υπ’ αυτή την έννοια, το γεγονός ότι κάποια ημέρα θα λάμβανε επίσημα την ελληνική υπηκοότητα ή ίσως ακόμη και το ότι θα παντρευόταν μια Ελληνίδα ήταν σχεδόν νομοτελειακό και προδιαγεγραμμένο. Το πρώτο συνέβη πριν από λίγες ημέρες, το δεύτερο περίπου πριν από επτά χρόνια, όταν κατά τη διάρκεια μιας από τις τακτικές επισκέψεις του στην Ελλάδα, και δη στο Αίγιο, έναν από τους τόπους καταγωγής των προγόνων του, γνώρισε τη Μαρία Κόντου. Τον Μάιο του 2015 ο Πέιν ήταν 54 ετών, η Μαρία περίπου 27 και μολονότι οι κόσμοι στους οποίους ανήκε ο καθένας απέχουν μεταξύ τους έτη φωτός, η αμοιβαία έλξη αναπτύχθηκε αστραπιαία.
Συναντήθηκαν τυχαία, όταν ο Πέιν είχε αφιχθεί στο Αίγιο, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, κατόπιν πρόσκλησης του Δήμου Αιγιαλείας, ο οποίος είχε διοργανώσει μια ιδιαίτερη εκδήλωση για να τον τιμήσει ως υπόδειγμα επιτυχημένου Ελληνα της Διασποράς. Το γενικότερο αίσθημα ήταν κάτι περισσότερο από εγκάρδιο, με τον Πέιν να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όσο λιγότερο αδέξια και κωμικά μπορούσε τα υποτυπώδη ελληνικά του και τη μητέρα του, αντιθέτως, να ζητά απ’ όλους να της μιλούν στη μητρική της γλώσσα. Η συγκίνηση των εκλεκτών προσκεκλημένων κορυφώθηκε όταν ο Αλεξάντερ μαζί με την Πέγκι Πέιν ξεναγήθηκαν σε ένα κατάστημα που διατηρούσαν στο Αίγιο κατά το παρελθόν κάποιοι στενοί συγγενείς τους - φυσικά υπό την αυθεντική επωνυμία «Παπαδόπουλος».
Ο γάμος με τη Μαρία
Ο Αλέξανδρος Πέιν, όπως επέμεναν να τον προσφωνούν οι διοργανωτές της εκδήλωσης, ξεναγήθηκε στο Αρχοντικό Παναγιωτόπουλου, την τριώροφη ανακτορική κατοικία του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο εμβληματικό νεότερο μνημείο του Αιγίου πρόσεξε μια νεαρή γυναίκα με μια ιδιαίτερη, φυσική λάμψη, η οποία ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των παρευρισκομένων που διαγκωνίζονταν για να βρεθούν όσο το δυνατόν πιο κοντά στον σκηνοθέτη και τη μητέρα του. Η παρουσία της συγκεκριμένης γυναίκας είχε μια αβίαστη αριστοκρατική και ταυτόχρονα εκλεπτυσμένη αύρα.
Επίσης, καθώς είχε ανέβει σε μια καρέκλα για να έχει καλύτερη θέα στα τεκταινόμενα με επίκεντρο τον ίδιο, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι το βλέμμα του θα έπεφτε πάνω της - αλλά και θα έμενε εκεί. Εκείνος θέλησε να τη γνωρίσει. Η Μαρία Κόντου συστήθηκε αναφέροντας ότι είναι φιλόλογος και ιστορικός. Η επαφή τους συνεχίστηκε και πέραν της εκδήλωσης, καθώς ήταν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι το ενδιαφέρον ήταν έντονο και αμοιβαίο. Ο Πέιν την κάλεσε να τον συνοδεύσει στην Αθήνα, εκείνη δέχτηκε πρόθυμα, οπότε τα πρώτα μέτρα της σχέσης τους καλύφθηκαν πολύ γρήγορα.
Αναγκαστικά όμως ο Πέιν θα επέστρεφε στις ΗΠΑ χωρίς εκείνη - αλλά όχι για πολύ. Οι δυο τους έμειναν σε επαφή και περίπου σε έναν μήνα, προς το τέλος Ιουνίου του 2015, η Μαρία έκανε το πρώτο της υπερατλαντικό ταξίδι ειδικά για να σμίξει με τον σκηνοθέτη. Ακολούθησαν δύο γάμοι, ο πολιτικός στις ΗΠΑ και ο θρησκευτικός στο Αίγιο, ενώ η Μαρία ήταν ήδη έγκυος στην κόρη τους, τη Δέσποινα-Ευαγγελία, η οποία γεννήθηκε στην Πάτρα τις τελευταίες ημέρες του 2017. Στα 56 χρόνια του ο Αλεξάντερ Πέιν γινόταν πατέρας για πρώτη φορά.
Και όπως παρατηρούσε τον Ιανουάριο του 2018 ο δημοσιογράφος Τζόναθαν Ρόμνεϊ του βρετανικού «Guardian», «ο Πέιν είχε τη φήμη ότι στις συνεντεύξεις του είναι ψυχρός και απόμακρος. Φαίνεται όμως ότι η έλευση της κόρης του τον έχει κάνει γλυκό και ευχάριστο». Παρόλο που ο Πέιν μιλάει συχνά για τις οικογενειακές του ρίζες, αποφεύγει να αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τη νέα του οικογένεια, τη ζωή που μοιράζεται με τη Μαρία Κόντου (ασχέτως εάν η διαδικτυακή δεξαμενή κινηματογραφικών δεδομένων IMDb αναφέρει ότι εκκρεμεί αίτηση διαζυγίου).
Καθώς ο Πέιν είναι δεμένος με την Ομάχα και τη Νεμπράσκα, η οικογένεια που δημιούργησε περνά εκεί το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της. Εκτός των άλλων, ο συγκεκριμένος τόπος αποτελεί πηγή έμπνευσης και φυσικό σκηνικό για τις ταινίες του, με πιο χαρακτηριστική το ομότιτλο ασπρόμαυρο φιλμ περιπλάνησης «Νεμπράσκα» του 2013, που είχε προταθεί για έξι βραβεία Οσκαρ. Επίσης, τηρώντας μια άλλη αγαπημένη του συνήθεια, το να χρησιμοποιεί ως κομπάρσους φίλους, συγγενείς και γείτονές του, το 2017 στην ταινία «Μικρόκοσμος» (Downsizing) ο Πέιν κινηματογράφησε τη σύζυγό του σε μια σκηνή όπου εκείνη ακούγεται να μιλά ελληνικά με τη συντροφιά της.
Ο γάμος με τη Μαρία Κόντου είναι ο δεύτερος για τον Πέιν. Το 2003 είχε παντρευτεί την κορεατικής καταγωγής Καναδή ηθοποιό Σάντρα Ο, διάσημη από τις εμφανίσεις της σε πολύ επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές όπως το «Grey’s Anatomy», αλλά και την ταινία «Πλαγίως» του Πέιν, το 2004, χάρη στην οποία κέρδισε το πρώτο του Οσκαρ, στην κατηγορία του Διασκευασμένου Σεναρίου. Ωστόσο, ο έγγαμος βίος του σκηνοθέτη με τη σταρ δεν αποδείχθηκε μακρύς, καθώς χώρισαν το 2006 κοινή συναινέσει και διατηρώντας φιλικές σχέσεις. Σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, ώστε η Σάντρα Ο να επαινεί δημοσίως τον Πέιν για τη θερμή ατμόσφαιρα που δημιουργεί στα γυρίσματα των ταινιών του ανάμεσα στους συντελεστές, στους οποίους αφήνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας και αυτενέργειας.
H ορκωμοσία
Πριν από λίγες ημέρες ο Αλεξάντερ Πέιν επιβεβαίωσε στην πράξη ότι θεωρεί στ’ αλήθεια την ελληνική καταγωγή του στοιχείο ζωτικής σημασίας για την προσωπικότητά του. Επανειλημμένως στο παρελθόν είχε δηλώσει ότι το οφείλει στον εαυτό του να μάθει, επιτέλους, καλύτερα ελληνικά, να συσφίξει τους δεσμούς του με την Ελλάδα, ακόμη και να γυρίσει μια ταινία στην προγονική χώρα. Οπότε ήταν απόδειξη συνέπειας λόγων και έργων το γεγονός ότι ορκίστηκε Ελληνας πολίτης στο γενικό προξενείο της Βοστόνης τη Δευτέρα, 7 Φεβρουαρίου.
Θα ήταν, άλλωστε, κάπως αλλόκοτο να έχουν ελληνικό διαβατήριο Χολιγουντιανοί αστέρες όπως το ζεύγος Τομ Χανκς - Ρίτας Γουίλσον και όχι ο Αλέξανδρος-Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, κατά κόσμον Πέιν. Η απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας τείνει, άραγε, να μετατραπεί σε τάση στους κύκλους περιωπής της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος; Ισως ναι, ίσως όχι, σίγουρα όμως η κίνηση του Πέιν προσδίδει επιπλέον κύρος και συμβολική βαρύτητα στο δικαίωμα του να αποκαλείται κάποιος Ελληνας.
Πιθανώς, μάλιστα, ο Αλεξάντερ Πέιν να προτιμούσε το αυθεντικό του επώνυμο, αντί του εντελώς αμερικανοποιημένου, το οποίο ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει «άσχημο» - παρόλο που και αυτό έχει τη δική του ιστορία. Η οποία αφορά τον παππού του, Νικόλαο-Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο, γεννηθέντα το 1895, που στις αρχές του περασμένου αιώνα, σχεδόν έφηβος ακόμη, εγκατέλειψε τα πάτρια πλην πτωχά εδάφη της Κρόκοβας Αιγίου για να κυνηγήσει την τύχη του στις ΗΠΑ. Ο Αλεξάντερ έχει εξηγήσει ότι το «Payne» προτιμήθηκε από τον παππού του ως πολύ πιο εύηχο από το Νικόλαος-Σπυρίδων Παπαδόπουλος, ιδιαίτερα δε εφόσον εκείνος σκόπευε να ανοίξει εστιατόριο στην Ομάχα.
Επέλεξε, λοιπόν, να εξαμερικανίσει πλήρως το επώνυμό του, αντί να το περικόψει σε «Pappas», όπως έκανε η πλειονότητα των συμπατριωτών του προκειμένου να ενσωματωθεί στην Αμερική. Ομως, πέρα από την ευκολία, ο παππούς του Αλεξάντερ θέλησε να γίνει «κρυφός Ελληνας», επειδή το 1909 είχαν ξεσπάσει ανθελληνικές ταραχές στη Νεμπράσκα, ως αντίποινα στη δολοφονία ενός αστυνομικού από Ελληνα μετανάστη. «Εκείνη την περίοδο έπιαναν τους Ελληνες και τους φόρτωναν διά της βίας στα τρένα για να τους διώξουν από τη Νεμπράσκα», διηγείται ο Πέιν. Προσθέτοντας με τον χαρακτηριστικό υποδόριο σαρκασμό του ότι «τότε η Ομάχα και η Νεμπράσκα ήταν σαν την Αγρια Δύση. Εβλεπαν με μισό μάτι αυτούς τους μελαχρινούς τύπους που είχαν έρθει από κάποιο παράξενο μέρος της Ευρώπης και είχαν ονοματεπώνυμα-σιδηρόδρομους».
Ειδήσεις σήμερα:
Ουκρανία: Η Ρωσία ανακοίνωσε αποχώρηση στρατευμάτων που έκαναν άσκηση στην Κριμαία
Αρση μέτρων: Αποφάσεις σήμερα για διασκέδαση, σχολικές εκδρομές και γήπεδα - Τι θα ισχύσει για τις μάσκες
ΗΠΑ: Ζωντανό βρέθηκε 6χρονο κοριτσάκι που αγνοούνταν από το 2019 - Την έκρυβαν σε μυστικό δωμάτιο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr