Θέμης Αδαμαντίδης: Ο «πρίγκιπας της νύχτας» με το βαρύ χέρι - Αύριο η δίκη του
Θέμης Αδαμαντίδης: Ο «πρίγκιπας της νύχτας» με το βαρύ χέρι - Αύριο η δίκη του
Η ταραχώδης ζωή ενός αυθεντικού λαϊκού ερµηνευτή που κληρονόµησε το «ταλέντο» των θρύλων του πάλκου στο τραγούδι, στις γυναίκες, στις ουσίεςκαι τον τζόγο - Τα παιδικά χρόνια στην Αφρική, οι ελαφρολαϊκές επιτυχίες που τον έκαναν γνωστό, η κουµπαριά µε τον Καζαντζίδη, οι επιθέσεις από τους «φουσκωτούς», οι συλλήψεις για τα παράνοµα παιχνίδια στα καταγώγια και η πρόσφατη µήνυση από τη σύντροφό του για απειλή και εξύβριση που τον οδήγησε ξανά στο Αυτόφωρο
Σαββάτο πρωί, 2 Ιουλίου 2022. Δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων. Με αργό αλλά σταθερό βήμα, άσπρο πουκάμισο, γκρίζο κοστούμι, μαύρα γυαλιά ηλίου και ένα κομποσκοίνι στον καρπό αντί ρολογιού χειρός, ο Θέμης Αδαμαντίδης οδηγήθηκε, συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του, στο Αυτόφωρο Τριμελές. Στον 65χρονο δημοφιλή τραγουδιστή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος. Κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βλάβη, ενδοοικογενειακή απειλή και απλή εξύβριση εις βάρος της συντρόφου του Βαρβάρας Κίρκη, η οποία κατέθεσε μήνυση εναντίον του.
Είχε προηγηθεί, σύμφωνα με την εγκαλούσα, μιάμιση ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 30ής Ιουνίου περιστατικό σωματικής βίας εις βάρος της έξω από κατάστημα τυχερών παιχνιδιών στην Ανω Γλυφάδα. Υποστήριζε ότι ο εναγόμενος την έβρισε και τη «μαύρισε» στο ξύλο. Αποτέλεσμα ήταν ο τραγουδιστής να περάσει τη νύχτα της Παρασκευής στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος της περιοχής.
Την επομένη το δικαστήριο του έδωσε αναβολή στην εκδίκαση της υπόθεσης για τις 14 Ιουλίου και τον άφησε ελεύθερο επιβάλλοντάς του τον περιοριστικό όρο να μην πλησιάζει τη σύντροφό του ούτε στα 100 μέτρα έως ότου διεξαχθεί η δίκη. Ακόμη του απαγόρευσε να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της. Δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής του τραγουδιστή με την αρνητική δημοσιότητα που προέκυψε για το πρόσωπό του.
Ο τζόγος
Τα πρόσφατα χρόνια, άλλωστε, δεν βίωνε τα καλύτερα φεγγάρια. Τα αντιμετώπισε, πάντως, με την ψυχραιμία, τη συστολή και την πραότητα του cool τύπου, που έχτισε διακριτικά, δίχως βεντετιλίκια και παχιά λόγια, την καριέρα του. Ωστόσο, τρεις φορές κατά τη διάρκεια της καραντίνας συνελήφθη σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες. Αναφαίρετο δικαίωμά του είναι, όμως, ως παραδομένος στο πάθος του για τον τζόγο, να σπαταλήσει τα λεφτά που έχει κερδίσει με μόχθο και ξενύχτια επί 50 ολόκληρα χρόνια στο πάλκο.
Απολύτως επίσης σεβαστή, ως δική του υπόθεση, η όρεξή του να πηγαίνει όπου αυτός θέλει. Αρκεί το στέκι όπου συχνάζει να είναι νόμιμο. Για τον ίδιο, βέβαια, το νόμιμο μεταφραζόταν ως το πολυδιαφημιζόμενο. Γι’ αυτό εξομολογούνταν ότι κατέφευγε στο ημίφως των περιθωριακών παράνομων λεσχών ώστε να μην προκαλεί. Είχε δηλώσει τότε πως «ούτε υφυπουργός, ούτε δάσκαλος του Κατηχητικού είμαι, δεν κάνω κάποιο κακούργημα και δεν βλάπτω κανέναν», παραβλέποντας ενδεχομένως τη ζημιά στη δική του τσέπη. Από μια άποψη, όμως, δεν έλεγε ψέματα.
Το δικό του πορτοφόλι μπορεί να το χειρίζεται χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Εξάλλου η «αντισυμβατική» στάση του στα τρέχοντα γούστα, στις ηθικοπλαστικές κατηχήσεις ή στις καθιερωμένες προκαταλήψεις δεν τον κάνει λιγότερο καλλιτέχνη. Ισως μόνο η παρορμητική επανάληψη της ίδιας «ασυμβίβαστης» κλίσης του να δίνει αφορμές που τον καθιστούν περισσότερο προβλέψιμο. Αλλά και πάλι δεν το λες και ανδραγάθημα να ξημεροβραδιάζεται κολλημένος στα μηχανάκια ταΐζοντας τα «φρουτάκια».
Ούτε αποτελεί κανένα κατόρθωμα να τον πετυχαίνουν, όπως τέτοιες μέρες τρία χρόνια πριν, δυο ντερέκια-«σφίχτες» που φορούσαν κράνη μοτοσικλετιστή, να τον γρονθοκοπούν, να του σπάνε τη μύτη και να τον αφήνουν αιμόφυρτο στη μέση του δρόμου στην Καλλιθέα. Πόσο μάλλον το χειρότερο: να τον καταγγέλλουν η νυν και η πρώην σύντροφοί του για συστηματική έμφυλη βία αποκαλύπτοντας σοβαρά περιστατικά επαναλαμβανόμενης βιαιοπραγίας εις βάρος τους. Ασφαλώς και ό,τι «στραβό» συμβαίνει στο σπίτι καθενός το ξέρουν μόνο όσοι ζουν σε αυτό, εφόσον βέβαια οι ίδιοι δεν το εκθέτουν φόρα παρτίδα, καθώς και οι μόνιμα εχέμυθοι τοίχοι που τους περιβάλλουν.
Τα μυστικά
Ο Αδαμαντίδης επί χρόνια κράτησε τα προσωπικά του «μυστικά» επτασφράγιστα, μη κοινοποιήσιμα, αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του. Από ευαισθησία χαρακτήρα και εσωτερικούς κώδικες δεν τα περιέφερε ποτέ στο μιντιακό παζάρι διανέμοντας την ιδιωτική του ζωή ως σόου σε κοινή θέα. Αν και πέρασε, λένε οι φίλοι του, φάσεις που συναισθηματικά υπέφερε, τις κράτησε μακριά από κάθε κακόβουλο κουτσομπολιό. Δεν προσέφυγε δήθεν καταρρακωμένος και θλιμμένος στα φώτα της δημοσιότητας να ζητιανέψει συμπαράσταση, να αναζητήσει συμπόνια και να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού.
Είχε προηγηθεί, σύμφωνα με την εγκαλούσα, μιάμιση ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 30ής Ιουνίου περιστατικό σωματικής βίας εις βάρος της έξω από κατάστημα τυχερών παιχνιδιών στην Ανω Γλυφάδα. Υποστήριζε ότι ο εναγόμενος την έβρισε και τη «μαύρισε» στο ξύλο. Αποτέλεσμα ήταν ο τραγουδιστής να περάσει τη νύχτα της Παρασκευής στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος της περιοχής.
Την επομένη το δικαστήριο του έδωσε αναβολή στην εκδίκαση της υπόθεσης για τις 14 Ιουλίου και τον άφησε ελεύθερο επιβάλλοντάς του τον περιοριστικό όρο να μην πλησιάζει τη σύντροφό του ούτε στα 100 μέτρα έως ότου διεξαχθεί η δίκη. Ακόμη του απαγόρευσε να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της. Δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής του τραγουδιστή με την αρνητική δημοσιότητα που προέκυψε για το πρόσωπό του.
Ο τζόγος
Τα πρόσφατα χρόνια, άλλωστε, δεν βίωνε τα καλύτερα φεγγάρια. Τα αντιμετώπισε, πάντως, με την ψυχραιμία, τη συστολή και την πραότητα του cool τύπου, που έχτισε διακριτικά, δίχως βεντετιλίκια και παχιά λόγια, την καριέρα του. Ωστόσο, τρεις φορές κατά τη διάρκεια της καραντίνας συνελήφθη σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες. Αναφαίρετο δικαίωμά του είναι, όμως, ως παραδομένος στο πάθος του για τον τζόγο, να σπαταλήσει τα λεφτά που έχει κερδίσει με μόχθο και ξενύχτια επί 50 ολόκληρα χρόνια στο πάλκο.
Απολύτως επίσης σεβαστή, ως δική του υπόθεση, η όρεξή του να πηγαίνει όπου αυτός θέλει. Αρκεί το στέκι όπου συχνάζει να είναι νόμιμο. Για τον ίδιο, βέβαια, το νόμιμο μεταφραζόταν ως το πολυδιαφημιζόμενο. Γι’ αυτό εξομολογούνταν ότι κατέφευγε στο ημίφως των περιθωριακών παράνομων λεσχών ώστε να μην προκαλεί. Είχε δηλώσει τότε πως «ούτε υφυπουργός, ούτε δάσκαλος του Κατηχητικού είμαι, δεν κάνω κάποιο κακούργημα και δεν βλάπτω κανέναν», παραβλέποντας ενδεχομένως τη ζημιά στη δική του τσέπη. Από μια άποψη, όμως, δεν έλεγε ψέματα.
Το δικό του πορτοφόλι μπορεί να το χειρίζεται χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Εξάλλου η «αντισυμβατική» στάση του στα τρέχοντα γούστα, στις ηθικοπλαστικές κατηχήσεις ή στις καθιερωμένες προκαταλήψεις δεν τον κάνει λιγότερο καλλιτέχνη. Ισως μόνο η παρορμητική επανάληψη της ίδιας «ασυμβίβαστης» κλίσης του να δίνει αφορμές που τον καθιστούν περισσότερο προβλέψιμο. Αλλά και πάλι δεν το λες και ανδραγάθημα να ξημεροβραδιάζεται κολλημένος στα μηχανάκια ταΐζοντας τα «φρουτάκια».
Ούτε αποτελεί κανένα κατόρθωμα να τον πετυχαίνουν, όπως τέτοιες μέρες τρία χρόνια πριν, δυο ντερέκια-«σφίχτες» που φορούσαν κράνη μοτοσικλετιστή, να τον γρονθοκοπούν, να του σπάνε τη μύτη και να τον αφήνουν αιμόφυρτο στη μέση του δρόμου στην Καλλιθέα. Πόσο μάλλον το χειρότερο: να τον καταγγέλλουν η νυν και η πρώην σύντροφοί του για συστηματική έμφυλη βία αποκαλύπτοντας σοβαρά περιστατικά επαναλαμβανόμενης βιαιοπραγίας εις βάρος τους. Ασφαλώς και ό,τι «στραβό» συμβαίνει στο σπίτι καθενός το ξέρουν μόνο όσοι ζουν σε αυτό, εφόσον βέβαια οι ίδιοι δεν το εκθέτουν φόρα παρτίδα, καθώς και οι μόνιμα εχέμυθοι τοίχοι που τους περιβάλλουν.
Τα μυστικά
Ο Αδαμαντίδης επί χρόνια κράτησε τα προσωπικά του «μυστικά» επτασφράγιστα, μη κοινοποιήσιμα, αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του. Από ευαισθησία χαρακτήρα και εσωτερικούς κώδικες δεν τα περιέφερε ποτέ στο μιντιακό παζάρι διανέμοντας την ιδιωτική του ζωή ως σόου σε κοινή θέα. Αν και πέρασε, λένε οι φίλοι του, φάσεις που συναισθηματικά υπέφερε, τις κράτησε μακριά από κάθε κακόβουλο κουτσομπολιό. Δεν προσέφυγε δήθεν καταρρακωμένος και θλιμμένος στα φώτα της δημοσιότητας να ζητιανέψει συμπαράσταση, να αναζητήσει συμπόνια και να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού.
Οπως όταν η πρώην σύντροφός του Αναστασία Στεφάνοβα ύστερα από μιάμιση δεκαετία συμβίωσης τον εγκατέλειψε στις αρχές του περασμένου χρόνου για την πατρίδα της τη Βουλγαρία, παίρνοντας μαζί της και τους δύο γιους τους. Η ίδια υποστηρίζει σήμερα ότι κατά την κοινή τους ζωή βίωσε αλλεπάλληλα βίαια περιστατικά, μερικά μπροστά στα παιδιά, για τα οποία είχε καλέσει κάμποσες φορές την Αστυνομία. Γνωστοποίησε ακόμη ότι κατέθεσε μήνυση εις βάρος του τραγουδιστή στο Α.Τ. Γλυφάδας τον Φεβρουάριο του 2020.
Οπως κι αν έχει, όταν κάποια ενοχλητικά και δυσάρεστα γεγονότα παραδίδονται εκ των «εν οίκω εν δήμω», όσοι τα εισπράττουν στον δημόσιο χώρο πέφτουν, λογικά, από τα σύννεφα. Γιατί στραπατσάρεται, δίκαια ή άδικα, η φήμη και η υπόληψη ακόμη και των πιο διάσημων προσωπικοτήτων. Κανένας όμως, όσο γνωστός και δημοφιλής κι αν είναι, δεν διαθέτει ασυλία απέναντι στον νόμο. Ειδικότερα, όταν ασκείται βάναυση κτητικότητα, τιμωρητική κυριαρχία και αυθαίρετη χειροδικία αντί της τρυφερότητας, της δοτικότητας και της αλληλεγγύης των ανθρώπων που συμβιώνουν κάτω από την ίδια οικογενειακή στέγη.
Μηνύσεις
Στην προκειμένη περίπτωση, η φιλοτεχνημένη με κόπο και χρόνο ρομαντική εικόνα του τραγουδιστή μοιάζει να θολώνει υπό το σκιερό πέπλο των κατηγοριών εναντίον του. Προφανώς και ο ίδιος αντέδρασε στις κατηγορίες που του αποδίδονται. Κατέθεσε μήνυση στη σύντροφό του, επικαλούμενος ότι επιχειρεί την αμαύρωση της εικόνας του, τον επαγγελματικό του διασυρμό και την απόσπαση χρηματικού οφέλους. Ισχυρίζεται ακόμη ότι τη βραδιά του καταγγελλόμενου βίαιου περιστατικού βρισκόταν σε άλλη τοποθεσία, ενώ η ίδια τού είχε πάρει τα κλειδιά στερώντας του την πρόσβαση στο δικό του σπίτι.
Χώρια κάτι χρήματα που υποστηρίζει ότι της είχε αφήσει να τα «φυλάει» και δεν του τα επέστρεφε. Τα εκατέρωθεν συγκεντρωμένα στοιχεία της υπόθεσης αναμένεται να ελεγχθούν και να κριθούν στις δικαστικές αίθουσες. Από τη στιγμή, όμως, που σόσιαλ μίντια, πάνελ τηλεοπτικών εκπομπών και έντυπα της λεγόμενης καλόπιστης κριτικής ασχολήθηκαν επικριτικά μαζί του, αν δεν τον αποδοκίμασαν σκληρά, σαν να ράγισε το μασίφ ίματζ ενός χαμηλού προφίλ, με μετρημένες κουβέντες συναισθηματικού καλλιτέχνη.
Ισως μερίδα του κοινού του να παρακολουθεί πλέον τη σκηνική του παρουσία με άλλο μάτι, διαχωρίζοντας τη βαριά νταλκαδιάρικη φωνή του από το υποτιθέμενο ή πραγματικό «βαρύ σατράπικο» χέρι του ως συντρόφου. Για τον ίδιο, πάντως, κουβαλώντας μισό αιώνα ερμηνευτικής εμπειρίας, επαγγελματικών βιωμάτων και μουσικών καταβολών, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει στον τρόπο που υπηρετεί την τέχνη του. Θα συνεχίσει να βγαίνει στην πίστα ντυμένος στην πένα, κρατώντας στο ένα χέρι το μικρόφωνο, στο άλλο ένα γαρίφαλο, θα πίνει μια γουλιά από το δυο δάχτυλα ουίσκι σε χαμηλό ποτήρι, θα τραβάει μια τζούρα από το φρεσκοαναμμένο τσιγάρο του και με κλειστά τα μάτια θα τραγουδάει εκφραστικά: «Σαν σημαδέψεις αετό μη του λαβώσεις τα φτερά του/ σημάδεψε τον στην καρδιά/ πάρε μαζί τα όνειρά του».
Οι γυναίκες
Το ίδιο πάθος που τραγουδάει έχει σφραγίσει και τη ζωή του όλη, λέει ο στενός του περίγυρος. Δεν πούλησε ακριβά την καθιέρωση όταν μεσουρανούσε με τα σουξέ του. Ποτέ δεν νοιάστηκε για χρήματα, φήμη και δόξα. Δεν προσπάθησε να εκβιάσει καταστάσεις, να «σπρώξει» τα τραγούδια του στη διαφημιστική πιάτσα, να επιβάλει νταηλίδικα το όνομά του στη φωτισμένη ρεκλάμα του μαγαζιού, να επιβληθεί με τρικλοποδιές, παραγκωνισμούς και ζοριλίκια στη βιτρίνα της δισκογραφίας. Ηπιος, συνεργάσιμος, υπομονετικός, ανέκαθεν είχε ριζωμένη την πεποίθηση ότι ο κόσμος έχει ένστικτο, έχει δική του κρίση και άποψη ώστε να προσφέρει την αναγνώριση όταν, όπου και σε όποιον πραγματικά την αξίζει.
Παρότι, όμως, έχει την επίγνωση ότι «ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει» πάντα αναγνώριζε σχεδόν διεγερτικά ότι το παιχνίδι είναι εκείνο που μετράει. Πράγμα που ερμηνεύει τη ροπή του στα τυχερά παιχνίδια. Ο τζογαδόρικος μικρόκοσμος, άλλωστε, πρωταγωνίστησε ως δυσλειτουργικό δέλεαρ που προσέλκυσε εθιστικά στο παρελθόν σπουδαίες φίρμες της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Ο Αδαμαντίδης δεν κόμπασε ποτέ ότι αποτελεί τον συνεχιστή αυτής της «κληρονομιάς» της μπαρμπουτιέρας. Ούτε τη χρησιμοποίησε ως νομιμοποιητικό ή εξαγνιστικό άλλοθι. Δεν συνέδεσε τη γνήσια λαϊκή στόφα του με το πάθος του.
Παρασύρθηκε από αυτό και το πληρώνει. Οπως ενδέχεται, όσο κι αν δεν το χωράει ο νους του, να πληρώσει -ανεξάρτητα από το πραγματικό ή υποτιθέμενο περιστατικό της βίαιης έκρηξής του- έναν παθιασμένο έρωτα. Αυτόν που από παράφορος μπορεί να γίνει ανυπόφορος, από εκστατική απόλαυση να μεταστραφεί σε ολέθρια λαίλαπα, επιμένει ο φιλικός του κύκλος. Ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο είχε σημειώσει ότι «η δουλειά που κάνω είναι σίγουρα πολύ δύσκολη για την οποιαδήποτε σύντροφο είναι δίπλα μου».
Μέσες άκρες είχε περιγράψει και τις προδιαγραφές της κατάλληλης συντρόφου του λέγοντας ότι «πρέπει να έχει δυνατά νεύρα, υπομονή και αντοχή στη μοναξιά, όταν ο άνθρωπός της λείπει δουλεύοντας τη νύχτα με όλους τους πειρασμούς που αυτή συνεπάγεται». Ωστόσο, με τη Σουηδή σύζυγό του Λένα, από τότε που παντρεύτηκαν το 1986 με κουμπάρο τον Στέλιο Καζαντζίδη, έμειναν μαζί 12 χρόνια αποκτώντας τους γιους τους Μάρκο και Αντώνη, σήμερα 35 και 29 χρόνων αντίστοιχα. Παρότι το ζευγάρι είναι σε διάσταση από το 1998, δεν πήρε διαζύγιο. Παρομοίως με την εκ Βουλγαρίας ορμώμενη Αναστασία έζησαν μαζί μια ολόκληρη 15ετία, στη διάρκεια της οποίας η σύντροφός του τού χάρισε ακόμη δύο αγόρια, τον 13χρονο σήμερα Θεμιστοκλή και τον 11χρονο Θέμη-Γιώργο.
Η μοιραία σχεση
Με την Ελληνίδα Βαρβάρα Κίρκη ο πολύτεκνος Αδαμαντίδης -που ισχυρίζεται ότι έχει και πέμπτο, μικρότερο γιο από άλλη σχέση- συναντήθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο και δημιούργησε σχέση μαζί της. Αποφάσισαν να συζήσουν στο ιδιόκτητο σπίτι του στη Γλυφάδα. Η ηλικιακά νεότερή του ξανθή αισθητικός -που δελεάστηκε λόγω εντυπωσιακών, αν όχι και τόσο συμμετρικών, σωματικών αναλογιών από το μόντελινγκ για να γίνει τελικά τηλεπαρουσιάστρια- έδειχνε να πλέει σε πελάγη ευτυχίας στο πλευρό του καταξιωμένου τραγουδιστή.
Ηταν ήδη και αυτή σχετικά αναγνωρίσιμη ως άλλοτε παρουσιάστρια του High TV και κυρίως από τη συμμετοχή της στο τηλεπαιχνίδι «Super Deal» του Χρήστου Φερεντίνου ανάμεσα στα μοντέλα που κρατούσαν κλειστές βαλίτσες με διάφορα ποσά. Είχε επίσης απασχολήσει τα ΜΜΕ που εντρυφούν πεισματικά σε εγχώριους «σελέμπριτις» με την υποτιθέμενη ή πραγματική σχέση της το 2013 με τον αδικοχαμένο τραγουδιστή Παντελή Παντελίδη, καθώς και τον αληθινό ή φερόμενο δεσμό της την επόμενη χρονιά με τον τότε χρυσαυγίτη βουλευτή, νυν φυλακισμένο, Ηλία Κασιδιάρη.
Η Βαρβάρα και ο Θέμης έκαναν την πρώτη δημόσια κοινή εμφάνισή τους, ως ζευγάρι, κατά την έξοδό τους φέτος την άνοιξη στο κέντρο διασκέδασης «Vegas». Καθισμένοι οι δυο τους στο πρώτο κεντρικό τραπέζι-πίστα, αυτός με μακρυμάνικο μαύρο πουκάμισο, εκείνη με ριγέ κοντομάνικο τοπ, ακτινοβολούσαν χαμογελαστοί ακούγοντας τους Μελά, Τερλέγκα και Ζαζόπουλο να τους αφιερώνουν τα πιο καψούρικα άσματά τους. Οσοι τους είδαν από κοντά εκείνο το βράδυ να αποπνέουν απροσποίητη ευφορία και ψυχοσωματική γαλήνη θα στοιχημάτιζαν ότι μπροστά τους ξεδιπλωνόταν ένας ανθεκτικός έρωτας. Διαψεύστηκαν.
Η προδιαγραφόμενη μακροχρόνια λαμπερή σχέση αποδείχθηκε παροδική. Εσβησε φευγαλέα σαν βεγγαλικό, αλλά πρόλαβε να ακουστεί βουερός ο κρότος του. Με συνέπεια να κατακάθονται τώρα ταπεινωτικά τα αποκαΐδια του πυροτεχνήματος για να λεκιάσουν με καπνιά το όνομα του καλλιτέχνη. Είτε αυτός κριθεί θύτης ακραίας βίαιης συμπεριφοράς, είτε αποδειχθεί θύμα συκοφαντίας, η μουντζούρα τον έχει σημαδέψει.
Οι φοβίες
Χρόνια στη νυχτερινή διασκέδαση, παρών σε αναρίθμητα κέντρα απανταχού της Ελλάδας, χώρια οι συναυλίες, ο Αδαμαντίδης δεν χαρακτηρίστηκε στην πλούσια διαδρομή του ως τζαναμπέτης, ανακατωσούρας, τσαμπουκαλής. Εχει περιγραφεί ως απρογραμμάτιστος που μπορεί να σου δώσει σήμερα ραντεβού και να φτάσει σε αυτό αύριο, αν τελικά έρθει. Πολύ «χύμα» για να μπει σε αυστηρά προσχεδιασμένα καλούπια, με το ρολόι που δεν φοράει ποτέ, δεν έχει την καλύτερη σχέση. Γι’ αυτό ίσως και ο χρόνος τού έχει χαρίσει την εύνοιά του κάνοντας τον να μοιάζει σήμερα 50άρης.
Τον λένε αμελή και άστατο σε θέματα υγείας, αφού πριν από 25 χρόνια ταλαιπωρούνταν από ένα εξωογκοματικό πολύποδα στις φωνητικές χορδές και απέφευγε να κάνει εγχείρηση αφαίρεσής του γιατί έτρεμε την ολική νάρκωση. Ωσπου τον απέβαλε από το στόμα πάνω στην πίστα φρικάροντας τον Γιάννη Πάριο που τραγουδούσε πλάι του. Τον έχουν κοροϊδέψει στο σινάφι του για τις φοβίες του με τις αεροπορικές πτήσεις, που αποτελούσαν ζωντανό εφιάλτη για τον ίδιο. Οταν στα 20 του δούλευε για τρία χρόνια στη Σουηδία, διασκεδάζοντας την Ομογένεια με καθημερινές εμφανίσεις στο κέντρο «Ορφέας», επέστρεφε τα καλοκαίρια στην Αθήνα από τη Στοκχόλμη οδικώς, κάνοντας ταξίδι 35 και βάλε ωρών.
Του έχουν αποδώσει απερισκεψία σε ό,τι αφοσιώνεται, όπως στη λατρεμένη του θάλασσα. Είχε κάνει την αποκοτιά να πάει σε συναυλία στον Βόλο, ξεκινώντας με τζετ σκι από τη Ραφήνα. Αφού έκανε μια στάση στα Καμένα Βούρλα, ξαναγέμισε το ντεπόζιτο, έβαλε μια μπουκιά στο στόμα και έκανε τον σταυρό του, διέσχισε τα στενά του Αρτεμισίου και διαπλέοντας τον Παγασητικό κόλπο έφτασε ταλαιπωρημένος στον προορισμό του όταν είχε πια νυχτώσει. Μουσκεμένος, άλλαξε επειγόντως ρούχα και ανέβηκε αμέσως στη σκηνή για να τραγουδήσει.
Πολιτική και βιοπάλη
Τον έχουν πει ακόμη πολιτικά ασταθή γιατί, παρότι δεν είχε εκδηλώσει ποτέ πολιτικές βλέψεις, συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του συνδυασμού «Αρμα Πολιτών» με επικεφαλής τον Γιάννη Δημαρά στις εκλογές του 2010 για την Περιφέρεια Αττικής. Εννέα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2019, παραβρέθηκε στην εκδήλωση-προσκλητήριο του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύναξη μιας wannabe Κεντροαριστεράς. Ουδείς ψόγος. Οι άνθρωποι που τον έχουν συναναστραφεί εκ του σύνεγγυς σημειώνουν πως τίποτε από όλα αυτά δεν είναι ψέμα. Υπογραμμίζουν, όμως, ότι αναξιοπρεπή ή άστοργο πατέρα δεν τον έχει αποκαλέσει κανείς. Ούτε πρόκειται, δεσμεύονται οι ίδιοι.
Για τους συναδέλφους του είναι ένας ήσυχος, ήρεμος, θεοσεβούμενος, ευθύς και ακομπλεξάριστος επαγγελματίας, με μεγάλο φωνητικό ταλέντο, σκηνικό εκτόπισμα και μακρά διάρκεια. Αυτούς τους επαίνους δεν τους έχει περιφέρει ως τρόπαιο γιατί έμαθε από νωρίς, από μάστορες του λαϊκού τραγουδιού, την προπαίδεια του πάλκου, την αγωγή της πίστας, μυήθηκε στους κώδικες της συνύπαρξης με την ορχήστρα και τους ομότεχνούς του. Τότε που στα 15 του χρόνια η μητέρα του τον συνόδευε σε μια παλιά ντισκοτέκ της Πλάκας, που είχε μετασχηματιστεί σε ζωντανή σκηνή με την επωνυμία «Οι ρεμπέτες». Εκεί εμφανίζονταν θρυλικοί βετεράνοι του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού όπως η Αννα Χρυσάφη και η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Σπύρος Καλφόπουλος και ο Στέλιος Κερομύτης.
Μέσα στη ζεστή αγκαλιά αυτής της ηλικιωμένης παλιάς φρουράς που τον καλοδέχτηκε, ο ανήλικος τραγουδιστής θεμελίωσε στέρεα, με σεβασμό στους δασκάλους του, ένα ακέραιο και συνεπές επαγγελματικό ήθος. Ηταν η εποχή που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο Καισαριανής και δεν προχώρησε στο Λύκειο. Εμαθε, τότε, από άγουρος έφηβος να κοιμάται ελάχιστα. Και βούτηξε στη βιοπάλη. Το βράδυ νυχτοκάματο, το πρωί μεροκάματο σε περιστασιακές δουλειές, πότε σε βενζινάδικο, πότε σε εργαστήριο αργυροχοΐας και πού και πού σε βαψίματα και μερεμέτια με τον ελαιοχρωματιστή πατέρα του.
Τα απογεύματα σπουδές στο Εθνικό Ωδείο και κατόπιν στη Σχολή Λαϊκής Μουσικής του συνθέτη και βιρτουόζου οργανοπαίχτη Θόδωρου Δερβενιώτη που έδρευε κάπου στη λεωφ. Αλεξάνδρας στο ύψος το ζαχαροπλαστείου «Σόνια». Από τις μουσικές σχολές άντλησε κάποια χρήσιμα εφόδια, αλλά η πρώτη ύλη από την πλούσια φωνητική του φλέβα ανάβλυζε άφθονη. Στα 17 του, στο κέντρο «Μινόρε» στον Καρέα, ερμήνευε αποκλειστικά τα απαιτητικά τραγούδια του Καζαντζίδη. Καθαρόαιμα λαϊκά άσματα που χρειάζονταν τσαγανό για να αποδοθούν σωστά. Ανέλαβε στα δύσκολα το ρίσκο. Κι αφού πήρε με τόλμη το βάπτισμα του πυρός από πιτσιρικάς, ανέμενε την ευκαιρία της ανακάλυψής του από το ευρύ κοινό.
Το όνειρο του πάλκου
Γεννημένος το 1957 στην Καισαριανή, μόλις επτά ετών μετανάστευσε με τους γονείς του στη Νότια Αφρική. Η μουσικόφιλη οικογένειά του, με πολλούς συγγενείς που ήταν μουσικοί, πήρε μαζί της μερικές μπομπίνες μαγνητοφώνου με λαϊκά τραγούδια για να κρατάει στην ξενιτιά ζωντανούς τους μελωδικούς δεσμούς της με την πατρίδα. Με αυτές «κόλλησε» ο μικρός Θέμης, εντυπωσιασμένος από τις φωνές των λαϊκών βάρδων της εποχής. Την «ψώνισε» μαζί τους και όλη μέρα τραγουδούσε όσα άκουγε. Το όνειρό του ήταν να γίνει τραγουδιστής, Μετά από έξι-επτά χρόνια η οικογένεια επέστρεψε από το Γιοχάνεσμπουργκ στην Ελλάδα.
Στο καράβι της επιστροφής, που έκανε 22 μέρες να φτάσει στο Πειραιά, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως τραγουδιστής με κοινό τους επιβάτες. Πήρε έκτοτε το ανηφορικό μονοπάτι τραγουδώντας σε μαγαζιά της Αθήνας και της επαρχίας, χωρίς το άγχος της βιαστικής επιτυχίας. Στα 19 του, το 1976, κατηγορήθηκε για χρήση ναρκωτικών, χωρίς να έχει ξεκινήσει καν το κάπνισμα. Μισό γραμμάριο χασίς βρέθηκε αλλοιωμένο μέσα σε μια σακούλα, στην πεταλιέρα μιας κιθάρας και έγινε ντόρος. Στη δίκη αθωώθηκε.
Τον επιβάρυνε επαγγελματικά ο άδικος στιγματισμός, αλλά δεν προσπάθησε να πείσει κανέναν για τη δικαίωσή του. Πόσο μάλλον να εξηγήσει, να απολογηθεί ή να λογοδοτήσει για ό,τι δεν έκανε. Εφυγε για τη Σουηδία με άδεια παραμονής και εργασίας. Στα τέλη του 1979, ενώ βρισκόταν στην Αθήνα για ολιγοήμερες διακοπές, η γιαγιά του η Δέσποινα, από την πλευρά της μητέρας του, έκλεισε τη συμμετοχή του στο «Να η ευκαιρία», το πρώτο talent show της ασπρόμαυρης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Η εκπομπή, βασισμένη στο βρετανικό τηλε-σόου «Opportunity Knocks», μεταδιδόταν μαγνητοσκοπημένη κάθε Τετάρτη στην ΕΡΤ.
Την παρουσίαζε η Ρένα Καπιτσαλά ενώ η 4μελής επιτροπή απαρτιζόταν από μουσικοσυνθέτη Γιώργο Κατσαρό, το σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου την κριτικό Ροζίτα Σώκου και τη χορογράφο Σάσα Ντάριο. Ο Αδαμαντίδης πήγε στο στούντιο της εκπομπής στον Κορυδαλλό, τραγούδησε το «Θα με θυμηθείς», σύνθεση του Γιάννη Σπανού, που είχε πρωτοερμηνεύσει εκείνη τη χρονιά ο Γιάννης Πάριος, και έκανε πάταγο.
Στον «Μικρό Διογένη»
Νεαρός στα 22 του, όμορφος, κομψός, μελαχρινός με σγουρό μαλλί τύπου αφάνα, πλατύ χαμόγελο, αστραφτερή οδοντοστοιχία, ζυγισμένες αρμονικές κινήσεις, έφερνε σε μια λιγότερο φανκ εκδοχή του Λάιονελ Ρίτσι, χωρίς το μουστάκι. Με τη μία, όμως, έκανε γκελ σε τηλεθεατές και κριτές. Μπορεί να μην είχε τη μεστή ωριμότητα ενός ερμηνευτή υψηλών απαιτήσεων, αλλά διέθετε όλες τις κατάλληλες προδιαγραφές για καριέρα. Εκφραστικότητα, αέρα, ξεχωριστό στυλ, ειδικό βάρος μιας πρώιμα καλλιεργημένης φωνής.
Χάρη στην αμεσότητα και τη δύναμη της μικρής οθόνης έγινε αυτομάτως γνωστός, Ο ίδιος, ωστόσο, βαρέθηκε να περιμένει πότε θα μεταδοθεί η εκπομπή ή αν θα τον ψάξουν μετά οι δισκογραφικές και ξαναγύρισε στη Σουηδία. Τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις για συνεργασία με τις δισκογραφικές εταιρείες που ενδιαφέρθηκαν τις έκανε ο πατέρας του. Οταν ο ίδιος επέστρεψε από τον σκανδιναβικό Βορρά έπιασε αμέσως δουλειά στον «μικρό Διογένη» στη Λεωφόρο Συγγρού, ενώ τα τραγούδια του πρώτου δίσκου ήταν ήδη έτοιμα από την ΕΜΙ.
Η δισκογραφική σκόπευε να τον πλασάρει σαν μια ντόπια γλυκανάλατη εκδοχή του Τομ Τζόουνς με ελαφρολαϊκά τραγούδια, στα χνάρια του είδους που υπηρετούσε τότε ο Γιώργος Γερολυμάτος. Ο Αδαμαντίδης μπήκε το 1980 στο στούντιο και ερμήνευσε πρίμα βίστα όλα τα τραγούδια. Στη πλειονότητά τους ήταν διασκευές ξένων επιτυχιών με ελληνικούς στίχους. Μερικά τα απέδωσε καλύτερα από το τα πρωτότυπα. όπως το γαλλικό «Je t’aime un peu trop» των Shuky & Aviva που έγινε «Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο» καθώς και την ιταλική επιτυχία «Mama Leone» με τον Bino που μεταποιήθηκε σε «Αγάπησέ με» και έδωσε τον τίτλο στο άλμπουμ. Τραγούδησε ακόμη και το «Κάποτε» διασκευή του «Yesterday» των Beatles. Μικροϊεροσυλία που χωνεύτηκε άρπα-κόλλα, γιατί κανείς δεν περίμενε τίποτε περισσότερο στην επιλογή τραγουδιών για έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη.
Η καταξίωση
Ο δίσκος έγινε χρυσός, ο τραγουδιστής αναδύθηκε στον αφρό της δημοσιότητας και ταυτόχρονα εμφανίστηκε στη ταινία «Βασικά καλησπέρα σας» με τον Στάθη Ψάλτη ερμηνεύοντας βελούδινα το «Πονάμε όσοι αγαπάμε». Καλά και κερδοφόρα τα ανάλαφρα ερωτικά σουξέ, αλλά μέσα του η καρδιά του αναζητούσε στους «δρόμους» του μπουζουκιού πιο αυθεντικό λαϊκό τέμπο για να το σφραγίσει με τη φωνή της. Στο ρεπερτόριό του πρόσθεσε σιγά-σιγά τραγούδια του Καζαντζίδη τα οποία ερμήνευε με προσήλωση, λατρεία και αξιοσύνη χωρίς λυγμό, τσακίσματα και βιμπράτο.
Ηταν η εποχή των μεγάλων μεγεθών και των υπέρογκων δόσεων διασκέδασης στα νυχτερινά μαγαζιά που δούλευαν τίγκα στον κόσμο έξι νύχτες την εβδομάδα και τη Δευτέρα, υποτίθεται ρεπό για τους καλλιτέχνες, λειτουργούσαν έξτρα για χορούς και συνεστιάσεις. Πάλι με το ίδιο προσωπικό. Ηταν τα χρόνια της αρχής της δεκαετίας του ’80 όταν η «ζημιά» ήταν καθήκον του κεφάτου θαμώνα που σεβόταν τον εαυτό του. Ολες οι μεγάλες πίστες καλύπτονταν με σωρούς από ντάνες σπασμένων γύψινων πιάτων και οι «σωστοί» γλεντζέδες θεωρούσαν εκτονωτική υποχρέωσή τους να ανοίγουν κατά συρροή στους καλλιτέχνες τη μια σαμπάνια μετά την άλλη.
Αργότερα ήρθαν και τα βουνά με τα λουλούδια. Ο Αδαμαντίδης έφτιαχνε τότε το όνομά του πλάι στους φτασμένους Βίκυ Μοσχολιού, Γιώργο Ζαμπέτα, Σταμάτη Κόκοτα, Στράτο Διονυσίου. Κοντά τους μάθαινε, αφομοίωνε και έδειχνε σεβασμό. Εκανε δυο και τρία βήματα πίσω στα σιγόντα , χαμήλωνε τη φωνή στα ντουέτα με τις φίρμες, παραμέριζε διακριτικά στις αφρίζουσες σαμπάνιες που προσφέρονταν στα πρώτα ονόματα. Και παράλληλα ψαχνόταν.
Ο Καζαντζίδης
Κομβικό σημείο στη σταδιοδρομία του ήταν η τυχαία συνάντησή του στα στούντιο της Κολούμπια με το ίνδαλμά του. Ο «δύσκολος, στρυφνός και εγωπαθής» για μια μερίδα των επαγγελματιών του μουσικού κλάδου Στέλιος Καζαντζίδης συμπάθησε τον νεαρό τραγουδιστή για την ειλικρίνεια και την ευθύτητά του, όχι για τον μεγάλο θαυμασμό που εξέφραζε στο πρόσωπο του αδιαφιλονίκητα μεγάλου λαϊκού ερμηνευτή,. Ξεκίνησαν να κάνουν παρέα παρότι ο Αδαμαντίδης είχε τα μισά χρόνια του Καζαντζίδη. 27 χρόνων ο πρώτος, περπατούσε στα 54 ο δεύτερος.
Πήγαιναν σε διάφορα στέκια, σε ένα κουτούκι στη Νίκαια, σε ένα καφενείο της Φορμίωνος, επισκέπτονταν τη μητέρα του Στέλιου τη κυρα-Γεσθημανή σε ένα διαμέρισμα της οδού Κνωσού κοντά στον Αγ. Ανδρέα Πατησιών, έβγαιναν με τη βάρκα στη θάλασσα του Βόρειου Ευβοϊκού και ό,τι ψάρευαν τα τηγάνιζε η Βάσω, η σύζυγος του Στέλιου στο εξοχικό τους στον Αγιο Κωνσταντίνο. Ο Καζαντζίδης που αξιολογούσε πολύ ψηλά την απλότητα εκτιμούσε τη μετριοφροσύνη του νεαρού τραγουδιστή που δεν τον σκότιζε με φλυαρίες και περιττολογίες.
Πότε δεν του άνοιγε κουβέντα για δουλειές, συνεργασίες, αμοιβές, συναδέλφους και δισκογραφικές. Εγιναν και κουμπάροι, καθώς ο Στέλιος στεφάνωσε τον Θέμη στον γάμο του. Οταν ο μεγάλος τραγουδιστής μετά από 12 χρόνια σιωπής επανήλθε το 1987 στη δισκογραφία με τον δίσκο «Ο Δρόμος της Επιστροφής», ζήτησε από τον ταλαντούχο νεαρό να συμμετέχει κάνοντας του φωνητικά στο τραγούδι «Πρόσφυγες κυνηγημένοι». Δεν ήταν κανένα ρουσφέτι λόγω φιλίας και κουμπαριάς. Ο Καζαντζίδης αενάως σφιχτός σε εγκώμια προς συναδέλφους, για τη φωνή του Θέμη μιλούσε δημοσίως πάντα κολακευτικά. Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία η συνεργασία τους επιδοκιμάστηκε, αλλά το σημαντικότερο για τον Αδαμαντίδη ήταν ότι πλάι στον Καζαντζίδη βρήκε τη γνήσια λαϊκή μουσική του περπατησιά.
Τα υπόλοιποι με τα λάθη και τα σωστά μιας ολόκληρης καριέρας είναι πια ιστορία. Πώς τώρα ένας κατά κανόνα ήσυχος, σεμνός και συνετός επαγγελματίας -που δεν «ψάρευε» επαίνους και δεν «τσιμπούσε» στα δολώματα της ματαιοδοξίας- καταγγέλλεται ότι κρύβει μέσα του σκοτεινούς «δαίμονες» που ξεσπούν τη μανία τους στον ιδιωτικό του βίο εναντίον προσφιλών του προσώπων του αντίθετου φύλου;
Το ερώτημα, εφόσον ευσταθούν οι κατηγορίες, τίθεται και για ψυχαναλυτική διερεύνηση. Αβυσσος, σίγουρα, η ψυχή του ανθρώπου. Η ζηλοτυπία, όμως, που επιρρίπτει στον Θέμη Αδαμαντίδη η Βαρβάρα Κίρκη ως αιτία του οικτρού ξυλοδαρμού της προϋποθέτει για τον εναγόμενο φιλαυτία και εγωκεντρισμό. Οπως κι αν έχει, είπαμε, τα δικαστήρια θα αποφασίσουν. Με ή χωρίς την υποσημείωση από τους διαδίκους του στίχου: «Σε μια παραίσθηση τρελή, έψαχνα λόγο κι αφορμή στον πανικό μου».
Οπως κι αν έχει, όταν κάποια ενοχλητικά και δυσάρεστα γεγονότα παραδίδονται εκ των «εν οίκω εν δήμω», όσοι τα εισπράττουν στον δημόσιο χώρο πέφτουν, λογικά, από τα σύννεφα. Γιατί στραπατσάρεται, δίκαια ή άδικα, η φήμη και η υπόληψη ακόμη και των πιο διάσημων προσωπικοτήτων. Κανένας όμως, όσο γνωστός και δημοφιλής κι αν είναι, δεν διαθέτει ασυλία απέναντι στον νόμο. Ειδικότερα, όταν ασκείται βάναυση κτητικότητα, τιμωρητική κυριαρχία και αυθαίρετη χειροδικία αντί της τρυφερότητας, της δοτικότητας και της αλληλεγγύης των ανθρώπων που συμβιώνουν κάτω από την ίδια οικογενειακή στέγη.
Μηνύσεις
Στην προκειμένη περίπτωση, η φιλοτεχνημένη με κόπο και χρόνο ρομαντική εικόνα του τραγουδιστή μοιάζει να θολώνει υπό το σκιερό πέπλο των κατηγοριών εναντίον του. Προφανώς και ο ίδιος αντέδρασε στις κατηγορίες που του αποδίδονται. Κατέθεσε μήνυση στη σύντροφό του, επικαλούμενος ότι επιχειρεί την αμαύρωση της εικόνας του, τον επαγγελματικό του διασυρμό και την απόσπαση χρηματικού οφέλους. Ισχυρίζεται ακόμη ότι τη βραδιά του καταγγελλόμενου βίαιου περιστατικού βρισκόταν σε άλλη τοποθεσία, ενώ η ίδια τού είχε πάρει τα κλειδιά στερώντας του την πρόσβαση στο δικό του σπίτι.
Χώρια κάτι χρήματα που υποστηρίζει ότι της είχε αφήσει να τα «φυλάει» και δεν του τα επέστρεφε. Τα εκατέρωθεν συγκεντρωμένα στοιχεία της υπόθεσης αναμένεται να ελεγχθούν και να κριθούν στις δικαστικές αίθουσες. Από τη στιγμή, όμως, που σόσιαλ μίντια, πάνελ τηλεοπτικών εκπομπών και έντυπα της λεγόμενης καλόπιστης κριτικής ασχολήθηκαν επικριτικά μαζί του, αν δεν τον αποδοκίμασαν σκληρά, σαν να ράγισε το μασίφ ίματζ ενός χαμηλού προφίλ, με μετρημένες κουβέντες συναισθηματικού καλλιτέχνη.
Ισως μερίδα του κοινού του να παρακολουθεί πλέον τη σκηνική του παρουσία με άλλο μάτι, διαχωρίζοντας τη βαριά νταλκαδιάρικη φωνή του από το υποτιθέμενο ή πραγματικό «βαρύ σατράπικο» χέρι του ως συντρόφου. Για τον ίδιο, πάντως, κουβαλώντας μισό αιώνα ερμηνευτικής εμπειρίας, επαγγελματικών βιωμάτων και μουσικών καταβολών, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει στον τρόπο που υπηρετεί την τέχνη του. Θα συνεχίσει να βγαίνει στην πίστα ντυμένος στην πένα, κρατώντας στο ένα χέρι το μικρόφωνο, στο άλλο ένα γαρίφαλο, θα πίνει μια γουλιά από το δυο δάχτυλα ουίσκι σε χαμηλό ποτήρι, θα τραβάει μια τζούρα από το φρεσκοαναμμένο τσιγάρο του και με κλειστά τα μάτια θα τραγουδάει εκφραστικά: «Σαν σημαδέψεις αετό μη του λαβώσεις τα φτερά του/ σημάδεψε τον στην καρδιά/ πάρε μαζί τα όνειρά του».
Οι γυναίκες
Το ίδιο πάθος που τραγουδάει έχει σφραγίσει και τη ζωή του όλη, λέει ο στενός του περίγυρος. Δεν πούλησε ακριβά την καθιέρωση όταν μεσουρανούσε με τα σουξέ του. Ποτέ δεν νοιάστηκε για χρήματα, φήμη και δόξα. Δεν προσπάθησε να εκβιάσει καταστάσεις, να «σπρώξει» τα τραγούδια του στη διαφημιστική πιάτσα, να επιβάλει νταηλίδικα το όνομά του στη φωτισμένη ρεκλάμα του μαγαζιού, να επιβληθεί με τρικλοποδιές, παραγκωνισμούς και ζοριλίκια στη βιτρίνα της δισκογραφίας. Ηπιος, συνεργάσιμος, υπομονετικός, ανέκαθεν είχε ριζωμένη την πεποίθηση ότι ο κόσμος έχει ένστικτο, έχει δική του κρίση και άποψη ώστε να προσφέρει την αναγνώριση όταν, όπου και σε όποιον πραγματικά την αξίζει.
Παρότι, όμως, έχει την επίγνωση ότι «ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει» πάντα αναγνώριζε σχεδόν διεγερτικά ότι το παιχνίδι είναι εκείνο που μετράει. Πράγμα που ερμηνεύει τη ροπή του στα τυχερά παιχνίδια. Ο τζογαδόρικος μικρόκοσμος, άλλωστε, πρωταγωνίστησε ως δυσλειτουργικό δέλεαρ που προσέλκυσε εθιστικά στο παρελθόν σπουδαίες φίρμες της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Ο Αδαμαντίδης δεν κόμπασε ποτέ ότι αποτελεί τον συνεχιστή αυτής της «κληρονομιάς» της μπαρμπουτιέρας. Ούτε τη χρησιμοποίησε ως νομιμοποιητικό ή εξαγνιστικό άλλοθι. Δεν συνέδεσε τη γνήσια λαϊκή στόφα του με το πάθος του.
Παρασύρθηκε από αυτό και το πληρώνει. Οπως ενδέχεται, όσο κι αν δεν το χωράει ο νους του, να πληρώσει -ανεξάρτητα από το πραγματικό ή υποτιθέμενο περιστατικό της βίαιης έκρηξής του- έναν παθιασμένο έρωτα. Αυτόν που από παράφορος μπορεί να γίνει ανυπόφορος, από εκστατική απόλαυση να μεταστραφεί σε ολέθρια λαίλαπα, επιμένει ο φιλικός του κύκλος. Ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο είχε σημειώσει ότι «η δουλειά που κάνω είναι σίγουρα πολύ δύσκολη για την οποιαδήποτε σύντροφο είναι δίπλα μου».
Μέσες άκρες είχε περιγράψει και τις προδιαγραφές της κατάλληλης συντρόφου του λέγοντας ότι «πρέπει να έχει δυνατά νεύρα, υπομονή και αντοχή στη μοναξιά, όταν ο άνθρωπός της λείπει δουλεύοντας τη νύχτα με όλους τους πειρασμούς που αυτή συνεπάγεται». Ωστόσο, με τη Σουηδή σύζυγό του Λένα, από τότε που παντρεύτηκαν το 1986 με κουμπάρο τον Στέλιο Καζαντζίδη, έμειναν μαζί 12 χρόνια αποκτώντας τους γιους τους Μάρκο και Αντώνη, σήμερα 35 και 29 χρόνων αντίστοιχα. Παρότι το ζευγάρι είναι σε διάσταση από το 1998, δεν πήρε διαζύγιο. Παρομοίως με την εκ Βουλγαρίας ορμώμενη Αναστασία έζησαν μαζί μια ολόκληρη 15ετία, στη διάρκεια της οποίας η σύντροφός του τού χάρισε ακόμη δύο αγόρια, τον 13χρονο σήμερα Θεμιστοκλή και τον 11χρονο Θέμη-Γιώργο.
Η μοιραία σχεση
Με την Ελληνίδα Βαρβάρα Κίρκη ο πολύτεκνος Αδαμαντίδης -που ισχυρίζεται ότι έχει και πέμπτο, μικρότερο γιο από άλλη σχέση- συναντήθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο και δημιούργησε σχέση μαζί της. Αποφάσισαν να συζήσουν στο ιδιόκτητο σπίτι του στη Γλυφάδα. Η ηλικιακά νεότερή του ξανθή αισθητικός -που δελεάστηκε λόγω εντυπωσιακών, αν όχι και τόσο συμμετρικών, σωματικών αναλογιών από το μόντελινγκ για να γίνει τελικά τηλεπαρουσιάστρια- έδειχνε να πλέει σε πελάγη ευτυχίας στο πλευρό του καταξιωμένου τραγουδιστή.
Ηταν ήδη και αυτή σχετικά αναγνωρίσιμη ως άλλοτε παρουσιάστρια του High TV και κυρίως από τη συμμετοχή της στο τηλεπαιχνίδι «Super Deal» του Χρήστου Φερεντίνου ανάμεσα στα μοντέλα που κρατούσαν κλειστές βαλίτσες με διάφορα ποσά. Είχε επίσης απασχολήσει τα ΜΜΕ που εντρυφούν πεισματικά σε εγχώριους «σελέμπριτις» με την υποτιθέμενη ή πραγματική σχέση της το 2013 με τον αδικοχαμένο τραγουδιστή Παντελή Παντελίδη, καθώς και τον αληθινό ή φερόμενο δεσμό της την επόμενη χρονιά με τον τότε χρυσαυγίτη βουλευτή, νυν φυλακισμένο, Ηλία Κασιδιάρη.
Η Βαρβάρα και ο Θέμης έκαναν την πρώτη δημόσια κοινή εμφάνισή τους, ως ζευγάρι, κατά την έξοδό τους φέτος την άνοιξη στο κέντρο διασκέδασης «Vegas». Καθισμένοι οι δυο τους στο πρώτο κεντρικό τραπέζι-πίστα, αυτός με μακρυμάνικο μαύρο πουκάμισο, εκείνη με ριγέ κοντομάνικο τοπ, ακτινοβολούσαν χαμογελαστοί ακούγοντας τους Μελά, Τερλέγκα και Ζαζόπουλο να τους αφιερώνουν τα πιο καψούρικα άσματά τους. Οσοι τους είδαν από κοντά εκείνο το βράδυ να αποπνέουν απροσποίητη ευφορία και ψυχοσωματική γαλήνη θα στοιχημάτιζαν ότι μπροστά τους ξεδιπλωνόταν ένας ανθεκτικός έρωτας. Διαψεύστηκαν.
Η προδιαγραφόμενη μακροχρόνια λαμπερή σχέση αποδείχθηκε παροδική. Εσβησε φευγαλέα σαν βεγγαλικό, αλλά πρόλαβε να ακουστεί βουερός ο κρότος του. Με συνέπεια να κατακάθονται τώρα ταπεινωτικά τα αποκαΐδια του πυροτεχνήματος για να λεκιάσουν με καπνιά το όνομα του καλλιτέχνη. Είτε αυτός κριθεί θύτης ακραίας βίαιης συμπεριφοράς, είτε αποδειχθεί θύμα συκοφαντίας, η μουντζούρα τον έχει σημαδέψει.
Οι φοβίες
Χρόνια στη νυχτερινή διασκέδαση, παρών σε αναρίθμητα κέντρα απανταχού της Ελλάδας, χώρια οι συναυλίες, ο Αδαμαντίδης δεν χαρακτηρίστηκε στην πλούσια διαδρομή του ως τζαναμπέτης, ανακατωσούρας, τσαμπουκαλής. Εχει περιγραφεί ως απρογραμμάτιστος που μπορεί να σου δώσει σήμερα ραντεβού και να φτάσει σε αυτό αύριο, αν τελικά έρθει. Πολύ «χύμα» για να μπει σε αυστηρά προσχεδιασμένα καλούπια, με το ρολόι που δεν φοράει ποτέ, δεν έχει την καλύτερη σχέση. Γι’ αυτό ίσως και ο χρόνος τού έχει χαρίσει την εύνοιά του κάνοντας τον να μοιάζει σήμερα 50άρης.
Τον λένε αμελή και άστατο σε θέματα υγείας, αφού πριν από 25 χρόνια ταλαιπωρούνταν από ένα εξωογκοματικό πολύποδα στις φωνητικές χορδές και απέφευγε να κάνει εγχείρηση αφαίρεσής του γιατί έτρεμε την ολική νάρκωση. Ωσπου τον απέβαλε από το στόμα πάνω στην πίστα φρικάροντας τον Γιάννη Πάριο που τραγουδούσε πλάι του. Τον έχουν κοροϊδέψει στο σινάφι του για τις φοβίες του με τις αεροπορικές πτήσεις, που αποτελούσαν ζωντανό εφιάλτη για τον ίδιο. Οταν στα 20 του δούλευε για τρία χρόνια στη Σουηδία, διασκεδάζοντας την Ομογένεια με καθημερινές εμφανίσεις στο κέντρο «Ορφέας», επέστρεφε τα καλοκαίρια στην Αθήνα από τη Στοκχόλμη οδικώς, κάνοντας ταξίδι 35 και βάλε ωρών.
Του έχουν αποδώσει απερισκεψία σε ό,τι αφοσιώνεται, όπως στη λατρεμένη του θάλασσα. Είχε κάνει την αποκοτιά να πάει σε συναυλία στον Βόλο, ξεκινώντας με τζετ σκι από τη Ραφήνα. Αφού έκανε μια στάση στα Καμένα Βούρλα, ξαναγέμισε το ντεπόζιτο, έβαλε μια μπουκιά στο στόμα και έκανε τον σταυρό του, διέσχισε τα στενά του Αρτεμισίου και διαπλέοντας τον Παγασητικό κόλπο έφτασε ταλαιπωρημένος στον προορισμό του όταν είχε πια νυχτώσει. Μουσκεμένος, άλλαξε επειγόντως ρούχα και ανέβηκε αμέσως στη σκηνή για να τραγουδήσει.
Πολιτική και βιοπάλη
Τον έχουν πει ακόμη πολιτικά ασταθή γιατί, παρότι δεν είχε εκδηλώσει ποτέ πολιτικές βλέψεις, συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του συνδυασμού «Αρμα Πολιτών» με επικεφαλής τον Γιάννη Δημαρά στις εκλογές του 2010 για την Περιφέρεια Αττικής. Εννέα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2019, παραβρέθηκε στην εκδήλωση-προσκλητήριο του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύναξη μιας wannabe Κεντροαριστεράς. Ουδείς ψόγος. Οι άνθρωποι που τον έχουν συναναστραφεί εκ του σύνεγγυς σημειώνουν πως τίποτε από όλα αυτά δεν είναι ψέμα. Υπογραμμίζουν, όμως, ότι αναξιοπρεπή ή άστοργο πατέρα δεν τον έχει αποκαλέσει κανείς. Ούτε πρόκειται, δεσμεύονται οι ίδιοι.
Για τους συναδέλφους του είναι ένας ήσυχος, ήρεμος, θεοσεβούμενος, ευθύς και ακομπλεξάριστος επαγγελματίας, με μεγάλο φωνητικό ταλέντο, σκηνικό εκτόπισμα και μακρά διάρκεια. Αυτούς τους επαίνους δεν τους έχει περιφέρει ως τρόπαιο γιατί έμαθε από νωρίς, από μάστορες του λαϊκού τραγουδιού, την προπαίδεια του πάλκου, την αγωγή της πίστας, μυήθηκε στους κώδικες της συνύπαρξης με την ορχήστρα και τους ομότεχνούς του. Τότε που στα 15 του χρόνια η μητέρα του τον συνόδευε σε μια παλιά ντισκοτέκ της Πλάκας, που είχε μετασχηματιστεί σε ζωντανή σκηνή με την επωνυμία «Οι ρεμπέτες». Εκεί εμφανίζονταν θρυλικοί βετεράνοι του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού όπως η Αννα Χρυσάφη και η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Σπύρος Καλφόπουλος και ο Στέλιος Κερομύτης.
Μέσα στη ζεστή αγκαλιά αυτής της ηλικιωμένης παλιάς φρουράς που τον καλοδέχτηκε, ο ανήλικος τραγουδιστής θεμελίωσε στέρεα, με σεβασμό στους δασκάλους του, ένα ακέραιο και συνεπές επαγγελματικό ήθος. Ηταν η εποχή που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο Καισαριανής και δεν προχώρησε στο Λύκειο. Εμαθε, τότε, από άγουρος έφηβος να κοιμάται ελάχιστα. Και βούτηξε στη βιοπάλη. Το βράδυ νυχτοκάματο, το πρωί μεροκάματο σε περιστασιακές δουλειές, πότε σε βενζινάδικο, πότε σε εργαστήριο αργυροχοΐας και πού και πού σε βαψίματα και μερεμέτια με τον ελαιοχρωματιστή πατέρα του.
Τα απογεύματα σπουδές στο Εθνικό Ωδείο και κατόπιν στη Σχολή Λαϊκής Μουσικής του συνθέτη και βιρτουόζου οργανοπαίχτη Θόδωρου Δερβενιώτη που έδρευε κάπου στη λεωφ. Αλεξάνδρας στο ύψος το ζαχαροπλαστείου «Σόνια». Από τις μουσικές σχολές άντλησε κάποια χρήσιμα εφόδια, αλλά η πρώτη ύλη από την πλούσια φωνητική του φλέβα ανάβλυζε άφθονη. Στα 17 του, στο κέντρο «Μινόρε» στον Καρέα, ερμήνευε αποκλειστικά τα απαιτητικά τραγούδια του Καζαντζίδη. Καθαρόαιμα λαϊκά άσματα που χρειάζονταν τσαγανό για να αποδοθούν σωστά. Ανέλαβε στα δύσκολα το ρίσκο. Κι αφού πήρε με τόλμη το βάπτισμα του πυρός από πιτσιρικάς, ανέμενε την ευκαιρία της ανακάλυψής του από το ευρύ κοινό.
Το όνειρο του πάλκου
Γεννημένος το 1957 στην Καισαριανή, μόλις επτά ετών μετανάστευσε με τους γονείς του στη Νότια Αφρική. Η μουσικόφιλη οικογένειά του, με πολλούς συγγενείς που ήταν μουσικοί, πήρε μαζί της μερικές μπομπίνες μαγνητοφώνου με λαϊκά τραγούδια για να κρατάει στην ξενιτιά ζωντανούς τους μελωδικούς δεσμούς της με την πατρίδα. Με αυτές «κόλλησε» ο μικρός Θέμης, εντυπωσιασμένος από τις φωνές των λαϊκών βάρδων της εποχής. Την «ψώνισε» μαζί τους και όλη μέρα τραγουδούσε όσα άκουγε. Το όνειρό του ήταν να γίνει τραγουδιστής, Μετά από έξι-επτά χρόνια η οικογένεια επέστρεψε από το Γιοχάνεσμπουργκ στην Ελλάδα.
Στο καράβι της επιστροφής, που έκανε 22 μέρες να φτάσει στο Πειραιά, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως τραγουδιστής με κοινό τους επιβάτες. Πήρε έκτοτε το ανηφορικό μονοπάτι τραγουδώντας σε μαγαζιά της Αθήνας και της επαρχίας, χωρίς το άγχος της βιαστικής επιτυχίας. Στα 19 του, το 1976, κατηγορήθηκε για χρήση ναρκωτικών, χωρίς να έχει ξεκινήσει καν το κάπνισμα. Μισό γραμμάριο χασίς βρέθηκε αλλοιωμένο μέσα σε μια σακούλα, στην πεταλιέρα μιας κιθάρας και έγινε ντόρος. Στη δίκη αθωώθηκε.
Τον επιβάρυνε επαγγελματικά ο άδικος στιγματισμός, αλλά δεν προσπάθησε να πείσει κανέναν για τη δικαίωσή του. Πόσο μάλλον να εξηγήσει, να απολογηθεί ή να λογοδοτήσει για ό,τι δεν έκανε. Εφυγε για τη Σουηδία με άδεια παραμονής και εργασίας. Στα τέλη του 1979, ενώ βρισκόταν στην Αθήνα για ολιγοήμερες διακοπές, η γιαγιά του η Δέσποινα, από την πλευρά της μητέρας του, έκλεισε τη συμμετοχή του στο «Να η ευκαιρία», το πρώτο talent show της ασπρόμαυρης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Η εκπομπή, βασισμένη στο βρετανικό τηλε-σόου «Opportunity Knocks», μεταδιδόταν μαγνητοσκοπημένη κάθε Τετάρτη στην ΕΡΤ.
Την παρουσίαζε η Ρένα Καπιτσαλά ενώ η 4μελής επιτροπή απαρτιζόταν από μουσικοσυνθέτη Γιώργο Κατσαρό, το σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου την κριτικό Ροζίτα Σώκου και τη χορογράφο Σάσα Ντάριο. Ο Αδαμαντίδης πήγε στο στούντιο της εκπομπής στον Κορυδαλλό, τραγούδησε το «Θα με θυμηθείς», σύνθεση του Γιάννη Σπανού, που είχε πρωτοερμηνεύσει εκείνη τη χρονιά ο Γιάννης Πάριος, και έκανε πάταγο.
Στον «Μικρό Διογένη»
Νεαρός στα 22 του, όμορφος, κομψός, μελαχρινός με σγουρό μαλλί τύπου αφάνα, πλατύ χαμόγελο, αστραφτερή οδοντοστοιχία, ζυγισμένες αρμονικές κινήσεις, έφερνε σε μια λιγότερο φανκ εκδοχή του Λάιονελ Ρίτσι, χωρίς το μουστάκι. Με τη μία, όμως, έκανε γκελ σε τηλεθεατές και κριτές. Μπορεί να μην είχε τη μεστή ωριμότητα ενός ερμηνευτή υψηλών απαιτήσεων, αλλά διέθετε όλες τις κατάλληλες προδιαγραφές για καριέρα. Εκφραστικότητα, αέρα, ξεχωριστό στυλ, ειδικό βάρος μιας πρώιμα καλλιεργημένης φωνής.
Χάρη στην αμεσότητα και τη δύναμη της μικρής οθόνης έγινε αυτομάτως γνωστός, Ο ίδιος, ωστόσο, βαρέθηκε να περιμένει πότε θα μεταδοθεί η εκπομπή ή αν θα τον ψάξουν μετά οι δισκογραφικές και ξαναγύρισε στη Σουηδία. Τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις για συνεργασία με τις δισκογραφικές εταιρείες που ενδιαφέρθηκαν τις έκανε ο πατέρας του. Οταν ο ίδιος επέστρεψε από τον σκανδιναβικό Βορρά έπιασε αμέσως δουλειά στον «μικρό Διογένη» στη Λεωφόρο Συγγρού, ενώ τα τραγούδια του πρώτου δίσκου ήταν ήδη έτοιμα από την ΕΜΙ.
Η δισκογραφική σκόπευε να τον πλασάρει σαν μια ντόπια γλυκανάλατη εκδοχή του Τομ Τζόουνς με ελαφρολαϊκά τραγούδια, στα χνάρια του είδους που υπηρετούσε τότε ο Γιώργος Γερολυμάτος. Ο Αδαμαντίδης μπήκε το 1980 στο στούντιο και ερμήνευσε πρίμα βίστα όλα τα τραγούδια. Στη πλειονότητά τους ήταν διασκευές ξένων επιτυχιών με ελληνικούς στίχους. Μερικά τα απέδωσε καλύτερα από το τα πρωτότυπα. όπως το γαλλικό «Je t’aime un peu trop» των Shuky & Aviva που έγινε «Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο» καθώς και την ιταλική επιτυχία «Mama Leone» με τον Bino που μεταποιήθηκε σε «Αγάπησέ με» και έδωσε τον τίτλο στο άλμπουμ. Τραγούδησε ακόμη και το «Κάποτε» διασκευή του «Yesterday» των Beatles. Μικροϊεροσυλία που χωνεύτηκε άρπα-κόλλα, γιατί κανείς δεν περίμενε τίποτε περισσότερο στην επιλογή τραγουδιών για έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη.
Η καταξίωση
Ο δίσκος έγινε χρυσός, ο τραγουδιστής αναδύθηκε στον αφρό της δημοσιότητας και ταυτόχρονα εμφανίστηκε στη ταινία «Βασικά καλησπέρα σας» με τον Στάθη Ψάλτη ερμηνεύοντας βελούδινα το «Πονάμε όσοι αγαπάμε». Καλά και κερδοφόρα τα ανάλαφρα ερωτικά σουξέ, αλλά μέσα του η καρδιά του αναζητούσε στους «δρόμους» του μπουζουκιού πιο αυθεντικό λαϊκό τέμπο για να το σφραγίσει με τη φωνή της. Στο ρεπερτόριό του πρόσθεσε σιγά-σιγά τραγούδια του Καζαντζίδη τα οποία ερμήνευε με προσήλωση, λατρεία και αξιοσύνη χωρίς λυγμό, τσακίσματα και βιμπράτο.
Ηταν η εποχή των μεγάλων μεγεθών και των υπέρογκων δόσεων διασκέδασης στα νυχτερινά μαγαζιά που δούλευαν τίγκα στον κόσμο έξι νύχτες την εβδομάδα και τη Δευτέρα, υποτίθεται ρεπό για τους καλλιτέχνες, λειτουργούσαν έξτρα για χορούς και συνεστιάσεις. Πάλι με το ίδιο προσωπικό. Ηταν τα χρόνια της αρχής της δεκαετίας του ’80 όταν η «ζημιά» ήταν καθήκον του κεφάτου θαμώνα που σεβόταν τον εαυτό του. Ολες οι μεγάλες πίστες καλύπτονταν με σωρούς από ντάνες σπασμένων γύψινων πιάτων και οι «σωστοί» γλεντζέδες θεωρούσαν εκτονωτική υποχρέωσή τους να ανοίγουν κατά συρροή στους καλλιτέχνες τη μια σαμπάνια μετά την άλλη.
Αργότερα ήρθαν και τα βουνά με τα λουλούδια. Ο Αδαμαντίδης έφτιαχνε τότε το όνομά του πλάι στους φτασμένους Βίκυ Μοσχολιού, Γιώργο Ζαμπέτα, Σταμάτη Κόκοτα, Στράτο Διονυσίου. Κοντά τους μάθαινε, αφομοίωνε και έδειχνε σεβασμό. Εκανε δυο και τρία βήματα πίσω στα σιγόντα , χαμήλωνε τη φωνή στα ντουέτα με τις φίρμες, παραμέριζε διακριτικά στις αφρίζουσες σαμπάνιες που προσφέρονταν στα πρώτα ονόματα. Και παράλληλα ψαχνόταν.
Ο Καζαντζίδης
Κομβικό σημείο στη σταδιοδρομία του ήταν η τυχαία συνάντησή του στα στούντιο της Κολούμπια με το ίνδαλμά του. Ο «δύσκολος, στρυφνός και εγωπαθής» για μια μερίδα των επαγγελματιών του μουσικού κλάδου Στέλιος Καζαντζίδης συμπάθησε τον νεαρό τραγουδιστή για την ειλικρίνεια και την ευθύτητά του, όχι για τον μεγάλο θαυμασμό που εξέφραζε στο πρόσωπο του αδιαφιλονίκητα μεγάλου λαϊκού ερμηνευτή,. Ξεκίνησαν να κάνουν παρέα παρότι ο Αδαμαντίδης είχε τα μισά χρόνια του Καζαντζίδη. 27 χρόνων ο πρώτος, περπατούσε στα 54 ο δεύτερος.
Πήγαιναν σε διάφορα στέκια, σε ένα κουτούκι στη Νίκαια, σε ένα καφενείο της Φορμίωνος, επισκέπτονταν τη μητέρα του Στέλιου τη κυρα-Γεσθημανή σε ένα διαμέρισμα της οδού Κνωσού κοντά στον Αγ. Ανδρέα Πατησιών, έβγαιναν με τη βάρκα στη θάλασσα του Βόρειου Ευβοϊκού και ό,τι ψάρευαν τα τηγάνιζε η Βάσω, η σύζυγος του Στέλιου στο εξοχικό τους στον Αγιο Κωνσταντίνο. Ο Καζαντζίδης που αξιολογούσε πολύ ψηλά την απλότητα εκτιμούσε τη μετριοφροσύνη του νεαρού τραγουδιστή που δεν τον σκότιζε με φλυαρίες και περιττολογίες.
Πότε δεν του άνοιγε κουβέντα για δουλειές, συνεργασίες, αμοιβές, συναδέλφους και δισκογραφικές. Εγιναν και κουμπάροι, καθώς ο Στέλιος στεφάνωσε τον Θέμη στον γάμο του. Οταν ο μεγάλος τραγουδιστής μετά από 12 χρόνια σιωπής επανήλθε το 1987 στη δισκογραφία με τον δίσκο «Ο Δρόμος της Επιστροφής», ζήτησε από τον ταλαντούχο νεαρό να συμμετέχει κάνοντας του φωνητικά στο τραγούδι «Πρόσφυγες κυνηγημένοι». Δεν ήταν κανένα ρουσφέτι λόγω φιλίας και κουμπαριάς. Ο Καζαντζίδης αενάως σφιχτός σε εγκώμια προς συναδέλφους, για τη φωνή του Θέμη μιλούσε δημοσίως πάντα κολακευτικά. Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία η συνεργασία τους επιδοκιμάστηκε, αλλά το σημαντικότερο για τον Αδαμαντίδη ήταν ότι πλάι στον Καζαντζίδη βρήκε τη γνήσια λαϊκή μουσική του περπατησιά.
Τα υπόλοιποι με τα λάθη και τα σωστά μιας ολόκληρης καριέρας είναι πια ιστορία. Πώς τώρα ένας κατά κανόνα ήσυχος, σεμνός και συνετός επαγγελματίας -που δεν «ψάρευε» επαίνους και δεν «τσιμπούσε» στα δολώματα της ματαιοδοξίας- καταγγέλλεται ότι κρύβει μέσα του σκοτεινούς «δαίμονες» που ξεσπούν τη μανία τους στον ιδιωτικό του βίο εναντίον προσφιλών του προσώπων του αντίθετου φύλου;
Το ερώτημα, εφόσον ευσταθούν οι κατηγορίες, τίθεται και για ψυχαναλυτική διερεύνηση. Αβυσσος, σίγουρα, η ψυχή του ανθρώπου. Η ζηλοτυπία, όμως, που επιρρίπτει στον Θέμη Αδαμαντίδη η Βαρβάρα Κίρκη ως αιτία του οικτρού ξυλοδαρμού της προϋποθέτει για τον εναγόμενο φιλαυτία και εγωκεντρισμό. Οπως κι αν έχει, είπαμε, τα δικαστήρια θα αποφασίσουν. Με ή χωρίς την υποσημείωση από τους διαδίκους του στίχου: «Σε μια παραίσθηση τρελή, έψαχνα λόγο κι αφορμή στον πανικό μου».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα