Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Ντίσνεϊ: Οι σκληρές ιστορίες πίσω από τις διασημότερες παιδικές ταινίες
Ντίσνεϊ: Οι σκληρές ιστορίες πίσω από τις διασημότερες παιδικές ταινίες
Κομμένα άκρα, σκελετοί και δολοφονίες «κρύβονται» πίσω από τα δημοφιλέστερα παραμύθια όλων των εποχών
Πώς θα μπορούσε κανείς να συνδέσει τους 7 νάνους στη «Χιονάτη» με παιδιά - εργάτες του 16ου αιώνα που παραμορφώθηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης; Και ποιος θα πίστευε ότι η πρωτότυπη ιστορία πίσω από τη «Σταχτοπούτα» είχε να κάνει με κομμένα… δάχτυλα;
Οξύμωρο και όμως πραγματικότητα. Πολλές από τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϊ που ταξιδεύουν μικρούς και μεγάλους στον κόσμο της φαντασίας, της νεραϊδόσκονης και τoυ «happy end», κρύβουν αιματοβαμμένες ιστορίες πίσω τους.
Μεγάλοι παραμυθάδες του παρελθόντος, όπως οι αδελφοί Γκριμ, δάνεισαν την πρώτη ύλη για να μεταφερθούν οι ιστορίες τους στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, οι κλασικοί ήρωες των πρωτότυπων έργων δεν είχαν πάντα την ίδια κατάληξη. Ακόμη, πολλοί από αυτούς λέγεται πως ήταν υπαρκτά πρόσωπα, που στις περισσότερες περιπτώσεις βίωναν τραγικά γεγονότα.
Ακολουθούν μερικές σκληρές ιστορίες, που αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο για τις παιδικές ταινίες.
Σταχτοπούτα
Η ιστορία της Σταχτοπούτας έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα την ταινία της Ντίσνεϊ το 1950. Πρόκειται για ένα παραμύθι που έχει υποστεί πολλές παραλλαγές, πολύ πριν καταλήξει στην παρακαταθήκη του κολοσσού παραγωγής ταινιών. Η ιστορία μίας κοπέλας, με το όνομα Σταχτοπούτα, γράφτηκε το 1634 από τον Τζιαμπατίστα Μπασίλ και ξαναγράφτηκε το 1697, από τον Σαρλ Περώ.
Από την άλλη, κινέζικα χειρόγραφα του 850 μ.Χ, αλλά και ένας μύθος από την αρχαία Αίγυπτο θέλουν την πραγματική ιστορία της «Σταχτοπούτας», να απέχει αρκετά από τη σημερινή εκδοχή της.
Σε κάθε περίπτωση, η ανατριχιαστική αφήγηση της πριγκίπισσας ήρθε από τους αδερφούς Γκριμ το 1812. Στην εκδροχή των Γκριμ, οι αδερφές της Σταχτοπούτας κόβουν κανονικά κομμάτια από τα πόδια τους για να χωρέσουν στο γοβάκι και τελικά προδίδονται από το αίμα που τρέχει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο τέλος, τα περιστέρια, τα οποία έχουν τον ρόλο της νονάς-νεράιδας, παίρνουν εκδίκηση για τον τρόπο που κακομεταχειρίζονταν τη Σταχτοπούτα και αφαιρούν από εκείνες με βασανιστικό τρόπο τα μάτια.
Εκείνο δε που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι ότι στην εκδοχή των Γκριμ η Σταχτοπούτα δεν είναι και τόσο αθώα, αφού είναι εκείνη που δολοφονεί τη μητριά της, χτυπώντας τη με ένα ξύλινο μπαούλο.
Χιονάτη
Το 1994, ο Γερμανός ιστορικός Έκχαρντ Ζάντερ δημοσίευσε το «Χιονάτη: είναι παραμύθι;», όπου υποστήριζε πως είχε βρει ενδείξεις ότι η Χιονάτη ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και η ιστορία της ενέπνευσε τους αδελφούς Γκριμ. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο χαρακτήρας της Χιονάτης βασίστηκε στη ζωή της Μάργκαρετ φον Βάλντεκ, μίας Γερμανίδας κοντέσσας από τη Βαυαρία, η γέννηση της οποίας χρονολογείται περίπου στο 1533.
Όταν η Μάργκαρετ έκλεισε τα 16, ήρθε αντιμέτωπη με τον φθόνο της μητριάς της, Καταρίνα του Χατζφελντ. Τη ζήλευε για την απαράμιλλη ομορφιά της και την έστειλε στις Βρυξέλλες για να την ξεφορτωθεί. Εκεί, η νεαρή κοπέλα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα που αργότερα έγινε ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας.
Ο πατέρας και η μητριά της δεν ενέκρικαν τη σχέση αυτή, που τη χαρακτήρισαν ως πολιτικό εμπόδιο. Η Μάργκαρετ πέθανε μυστηριωδώς σε ηλικία 21 ετών, αν και υπήρχαν έντονες υποψίες πως είχε δηλητηριαστεί. Κατά τους ιστορικούς, που ασχολήθηκαν με αυτό, ο βασιλιάς της Ισπανίας, που επίσης ήταν αντίθετος στον γάμο του γιου του με τη νεαρή κοντέσσα, φέρεται να έστειλε ανθρώπους του για να τη δολοφονήσουν.
Ο πατέρας της Μάργκαρετ είχε στην κατοχή του ορυχεία χαλκού, όπου εργάζονταν πολλά παιδιά ως δούλοι και οι σκληρές συνθήκες,που επικρατούσαν έφεραν σε πολλά από αυτά τον πρόωρο θάνατό τους. Όσα επιβίωσαν όμως, είχαν σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξή τους, εξαιτίας του υποσιτισμού και της σκληρής σωματικής εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμορφωθούν τα άκρα τους. Τα παιδιά αυτά, συχνά αναφέρονταν ως «φτωχοί νάνοι» και έτσι εξηγείται κατά τον Ζάντερ η παρουσία των 7 νάνων στο κλασικό παραμύθι.
Όσο για το δηλητηριασμένο μήλο, το οποίο στο παραμύθι δίνει στη Χιονάτη η μητριά της μεταμφιεσμένη σε ηλικιωμένη, δεν ήταν αποκλειστική έμπνευση των Γκριμ. Οι διάσημοι παραμυθάδες φαίνεται πως το «δανείστηκαν» από έναν γερμανικό θρύλο, ιδιαίτερα διαδεδομένο, με κεντρικό πρόσωπο έναν ηλικιωμένο που είχε συλληφθεί, επειδή έδινε δηλητηριασμένα μήλα σε παιδιά που έκλεβαν τους καρπούς του.
Ραπουνζέλ
Η «Ραπουνζέλ» έχει περάσει από την πένα πολλών συγγραφέων και έχει υποστεί αρκετές αλλοιώσεις. Η πριγκίπισσα της Ντίσνει, ζει απομονωμένη σε έναν πύργο με την αυστηρή Γκόθελ, που θεωρεί ότι είναι μητέρα της, μέχρι ένας γοητευτικός ληστής, ο Φλυν Ράιντερ να τη βοηθήσει να δραπετεύσει και να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Οι δυο τους ερωτεύονται και η Ραπουνζέλ κόβει τα μακριά μαλλιά της, που ήταν το κρυφό ελιξίριο νεότητας της Γκόθελ. Η Ραπουνζέλ καταφέρνει να βρει τους πραγματικούς της γονείς, από τους οποίους την είχε κλέψει η Γκόθελ, όταν ήταν μωρό. Στο τέλος παντρεύεται τον Φλυν και ζουν ευτυχισμένοι.
Μία από τις εκδοχές που έχουν γραφτεί για τη Ραπουνζέλ, επικεντρώνεται στην επιθυμία της Γκόθελ να ξεφορτωθεί τον πρίγκιπα που έχει αφήσει έγκυο τη Ραπουνζέλ και βλέποντας την επιρροή του πάνω της, της κόβει τα μαλλιά και τα ρίχνει από το παράθυρο για να τον ξεγελάσει. Όταν αυτός σκαρφαλώνει περιμένοντας να βρει την κοπέλα, η Γκόθελ τον αιφνιδιάζει και τον ρίχνει κάτω, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα στα αγκάθια και να τυφλωθεί. Το «happy end» έρχεται όμως, αφού τελικά ακολουθεί το ίδιο τέλος με το παραμύθι της Ντίσνει. Ο τυφλός Φλυν ζει ευτυχισμένος με τη Ραπουνζέλ.
Παναγιά των Παρισίων
Η «Παναγιά των Παρισίων» αφηγείται την ιστορία του δύσμορφου καμπανοκρούστη, Κουασιμόδου, που ζει μία ζωή στο ψέμα που κατασκεύασε ο διοικητής Φρόλο, πως εκείνος τον έσωσε όταν η μητέρα του τον εγκατέλειψε μωρό στα σκαλοπάτια της εκκλησίας.
Στην ταινία ο Κουασιμόδος γνωρίζει την όμορφη Εσμεράλδα και την ερωτεύεται, αλλά ο Φρόλο θέλει να τη σκοτώσει επειδή είναι τσιγγάνα. Μάλιστα, ο Κουασιμόδος που ζει απομονωμένος στο καμπαναριό ερωτεύεται την Εσμεράλδα, αλλά εκείνη συνάπτει σχέση μετον λοχαγό Φοίβο. Στο τέλος, ο Φρόλο πεθαίνει και το δίδυμο Κουασιμόδος - Εσμεράλδα γλιτώνουν τις ζωές τους με ευτυχισμένο τέλος.
Στην πραγματική εκδοχή όμως, όπως την έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Φρόλο είναι και αυτός ερωτευμένος με την Εσμεράλδα. Όταν αυτή αρνείται να είναι μαζί του, αυτός την απαγχονίζει. Ο Κουασιμόδος τον κυνηγά και τον σκοτώνει. Μετά αγκαλιασμένος με το άψυχο σώμα της τσιγγάνας, πεθαίνει από ασιτία. Τα χρόνια περνούν και ο τάφος ανοίγει. Εκείνο που αντικρύζουν οι Παριζιάνοι, είναι οι σκελετοί τους αγκαλιασμένοι.
Οξύμωρο και όμως πραγματικότητα. Πολλές από τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϊ που ταξιδεύουν μικρούς και μεγάλους στον κόσμο της φαντασίας, της νεραϊδόσκονης και τoυ «happy end», κρύβουν αιματοβαμμένες ιστορίες πίσω τους.
Μεγάλοι παραμυθάδες του παρελθόντος, όπως οι αδελφοί Γκριμ, δάνεισαν την πρώτη ύλη για να μεταφερθούν οι ιστορίες τους στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, οι κλασικοί ήρωες των πρωτότυπων έργων δεν είχαν πάντα την ίδια κατάληξη. Ακόμη, πολλοί από αυτούς λέγεται πως ήταν υπαρκτά πρόσωπα, που στις περισσότερες περιπτώσεις βίωναν τραγικά γεγονότα.
Ακολουθούν μερικές σκληρές ιστορίες, που αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο για τις παιδικές ταινίες.
Σταχτοπούτα
Η ιστορία της Σταχτοπούτας έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα την ταινία της Ντίσνεϊ το 1950. Πρόκειται για ένα παραμύθι που έχει υποστεί πολλές παραλλαγές, πολύ πριν καταλήξει στην παρακαταθήκη του κολοσσού παραγωγής ταινιών. Η ιστορία μίας κοπέλας, με το όνομα Σταχτοπούτα, γράφτηκε το 1634 από τον Τζιαμπατίστα Μπασίλ και ξαναγράφτηκε το 1697, από τον Σαρλ Περώ.
Από την άλλη, κινέζικα χειρόγραφα του 850 μ.Χ, αλλά και ένας μύθος από την αρχαία Αίγυπτο θέλουν την πραγματική ιστορία της «Σταχτοπούτας», να απέχει αρκετά από τη σημερινή εκδοχή της.
Σε κάθε περίπτωση, η ανατριχιαστική αφήγηση της πριγκίπισσας ήρθε από τους αδερφούς Γκριμ το 1812. Στην εκδροχή των Γκριμ, οι αδερφές της Σταχτοπούτας κόβουν κανονικά κομμάτια από τα πόδια τους για να χωρέσουν στο γοβάκι και τελικά προδίδονται από το αίμα που τρέχει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο τέλος, τα περιστέρια, τα οποία έχουν τον ρόλο της νονάς-νεράιδας, παίρνουν εκδίκηση για τον τρόπο που κακομεταχειρίζονταν τη Σταχτοπούτα και αφαιρούν από εκείνες με βασανιστικό τρόπο τα μάτια.
Εκείνο δε που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι ότι στην εκδοχή των Γκριμ η Σταχτοπούτα δεν είναι και τόσο αθώα, αφού είναι εκείνη που δολοφονεί τη μητριά της, χτυπώντας τη με ένα ξύλινο μπαούλο.
Χιονάτη
Το 1994, ο Γερμανός ιστορικός Έκχαρντ Ζάντερ δημοσίευσε το «Χιονάτη: είναι παραμύθι;», όπου υποστήριζε πως είχε βρει ενδείξεις ότι η Χιονάτη ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και η ιστορία της ενέπνευσε τους αδελφούς Γκριμ. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο χαρακτήρας της Χιονάτης βασίστηκε στη ζωή της Μάργκαρετ φον Βάλντεκ, μίας Γερμανίδας κοντέσσας από τη Βαυαρία, η γέννηση της οποίας χρονολογείται περίπου στο 1533.
Όταν η Μάργκαρετ έκλεισε τα 16, ήρθε αντιμέτωπη με τον φθόνο της μητριάς της, Καταρίνα του Χατζφελντ. Τη ζήλευε για την απαράμιλλη ομορφιά της και την έστειλε στις Βρυξέλλες για να την ξεφορτωθεί. Εκεί, η νεαρή κοπέλα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα που αργότερα έγινε ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας.
Ο πατέρας και η μητριά της δεν ενέκρικαν τη σχέση αυτή, που τη χαρακτήρισαν ως πολιτικό εμπόδιο. Η Μάργκαρετ πέθανε μυστηριωδώς σε ηλικία 21 ετών, αν και υπήρχαν έντονες υποψίες πως είχε δηλητηριαστεί. Κατά τους ιστορικούς, που ασχολήθηκαν με αυτό, ο βασιλιάς της Ισπανίας, που επίσης ήταν αντίθετος στον γάμο του γιου του με τη νεαρή κοντέσσα, φέρεται να έστειλε ανθρώπους του για να τη δολοφονήσουν.
Ο πατέρας της Μάργκαρετ είχε στην κατοχή του ορυχεία χαλκού, όπου εργάζονταν πολλά παιδιά ως δούλοι και οι σκληρές συνθήκες,που επικρατούσαν έφεραν σε πολλά από αυτά τον πρόωρο θάνατό τους. Όσα επιβίωσαν όμως, είχαν σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξή τους, εξαιτίας του υποσιτισμού και της σκληρής σωματικής εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμορφωθούν τα άκρα τους. Τα παιδιά αυτά, συχνά αναφέρονταν ως «φτωχοί νάνοι» και έτσι εξηγείται κατά τον Ζάντερ η παρουσία των 7 νάνων στο κλασικό παραμύθι.
Όσο για το δηλητηριασμένο μήλο, το οποίο στο παραμύθι δίνει στη Χιονάτη η μητριά της μεταμφιεσμένη σε ηλικιωμένη, δεν ήταν αποκλειστική έμπνευση των Γκριμ. Οι διάσημοι παραμυθάδες φαίνεται πως το «δανείστηκαν» από έναν γερμανικό θρύλο, ιδιαίτερα διαδεδομένο, με κεντρικό πρόσωπο έναν ηλικιωμένο που είχε συλληφθεί, επειδή έδινε δηλητηριασμένα μήλα σε παιδιά που έκλεβαν τους καρπούς του.
Ραπουνζέλ
Η «Ραπουνζέλ» έχει περάσει από την πένα πολλών συγγραφέων και έχει υποστεί αρκετές αλλοιώσεις. Η πριγκίπισσα της Ντίσνει, ζει απομονωμένη σε έναν πύργο με την αυστηρή Γκόθελ, που θεωρεί ότι είναι μητέρα της, μέχρι ένας γοητευτικός ληστής, ο Φλυν Ράιντερ να τη βοηθήσει να δραπετεύσει και να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Οι δυο τους ερωτεύονται και η Ραπουνζέλ κόβει τα μακριά μαλλιά της, που ήταν το κρυφό ελιξίριο νεότητας της Γκόθελ. Η Ραπουνζέλ καταφέρνει να βρει τους πραγματικούς της γονείς, από τους οποίους την είχε κλέψει η Γκόθελ, όταν ήταν μωρό. Στο τέλος παντρεύεται τον Φλυν και ζουν ευτυχισμένοι.
Μία από τις εκδοχές που έχουν γραφτεί για τη Ραπουνζέλ, επικεντρώνεται στην επιθυμία της Γκόθελ να ξεφορτωθεί τον πρίγκιπα που έχει αφήσει έγκυο τη Ραπουνζέλ και βλέποντας την επιρροή του πάνω της, της κόβει τα μαλλιά και τα ρίχνει από το παράθυρο για να τον ξεγελάσει. Όταν αυτός σκαρφαλώνει περιμένοντας να βρει την κοπέλα, η Γκόθελ τον αιφνιδιάζει και τον ρίχνει κάτω, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα στα αγκάθια και να τυφλωθεί. Το «happy end» έρχεται όμως, αφού τελικά ακολουθεί το ίδιο τέλος με το παραμύθι της Ντίσνει. Ο τυφλός Φλυν ζει ευτυχισμένος με τη Ραπουνζέλ.
Παναγιά των Παρισίων
Η «Παναγιά των Παρισίων» αφηγείται την ιστορία του δύσμορφου καμπανοκρούστη, Κουασιμόδου, που ζει μία ζωή στο ψέμα που κατασκεύασε ο διοικητής Φρόλο, πως εκείνος τον έσωσε όταν η μητέρα του τον εγκατέλειψε μωρό στα σκαλοπάτια της εκκλησίας.
Στην ταινία ο Κουασιμόδος γνωρίζει την όμορφη Εσμεράλδα και την ερωτεύεται, αλλά ο Φρόλο θέλει να τη σκοτώσει επειδή είναι τσιγγάνα. Μάλιστα, ο Κουασιμόδος που ζει απομονωμένος στο καμπαναριό ερωτεύεται την Εσμεράλδα, αλλά εκείνη συνάπτει σχέση μετον λοχαγό Φοίβο. Στο τέλος, ο Φρόλο πεθαίνει και το δίδυμο Κουασιμόδος - Εσμεράλδα γλιτώνουν τις ζωές τους με ευτυχισμένο τέλος.
Στην πραγματική εκδοχή όμως, όπως την έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Φρόλο είναι και αυτός ερωτευμένος με την Εσμεράλδα. Όταν αυτή αρνείται να είναι μαζί του, αυτός την απαγχονίζει. Ο Κουασιμόδος τον κυνηγά και τον σκοτώνει. Μετά αγκαλιασμένος με το άψυχο σώμα της τσιγγάνας, πεθαίνει από ασιτία. Τα χρόνια περνούν και ο τάφος ανοίγει. Εκείνο που αντικρύζουν οι Παριζιάνοι, είναι οι σκελετοί τους αγκαλιασμένοι.
Ποκαχόντας
Η Ποκαχόντας ήταν υπαρκτό πρόσωπο και το φιλμ της Ντίσνεϊ είναι βασισμένο στην ιστορία της Ματαόκα, κόρη του αρχηγού της ινδιάνικης φυλής Powhatan. Τον Μάιο του 1607, σχεδόν 100 Άγγλοι άποικοι εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του ποταμού Τζέιμς στη Βιρτζίνια και ίδρυσαν το Τζέιμσταουν, την πρώτη μόνιμη αγγλική αποικία στην Αμερική.
Πολλοί, ωστόσο, πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις επιθέσεις των Ινδιάνων μέχρι που βρήκαν τον σωτήρα τους στο πρόσωπο του 27χρονου Βρετανού τυχοδιώκτη Τζον Σμιθ, ο οποίος ηγείτο των προσπαθειών επιβίωσης και χαρτογράφησε την περιοχή. Σε μία από τις εξερευνήσεις του τον Δεκέμβριο του 1607, ο Σμιθ και δύο ακόμα άποικοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι από πολεμιστές Powhatan. Για λίγο, η ιστορία αρχίζει να θυμίζει το κλασικό πλέον καρτούν.
Στα 17 της όμως, η Ποκαχόντας απαγάγεται από τους Άγγλους και πολλές εκδοχές τη θέλουν να έχει πέσει θύμα κακοποίησης και βιασμών κατ΄ εξακολούθηση. Μία από τις πιο διαδεδομένες αφηγήσεις, αναφέρει ότι κατα τη διάρκεια μιας από τις εγκυμοσύνες της, τη βάπτισαν με το ζόρι Χριστιανή και την πάντρεψαν με έναν άνδρα που καλλιεργούσε καπνικά.Έζησαν στην Αγγλία και εκεί αναγκάστηκε να μυηθεί στον ευρωπαικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Δύο χρόνια μετά, ο άντρας της αποφασίζει να επιστρέψει από την Αγγλία αλλά η Ποκαχίντας δεν κατάφερε να ξαναδεί τη φυλή της, αφού πέθανε πριν καν το πλοίο απομακρθυνθεί από τον Τάμεση. Λέγεται, ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, η Ινδιάνα είχε καταλάβει το σχέδιο εξόντωσης της φυλής της από τους Άγγλους και τη δηλητηρίασαν πριν καταφέρει να μεταφέρει τα νέα.
Μουλάν
Η ιστορία της γενναίας πολεμίστριας Μουλάν δεν έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για πραγματικά γεγονότα ή προϊόν μυθοπλασίας. Η παλαιότερη γνωστή εκδοχή για τη Μουλάν έρχεται από ένα λαϊκό τραγούδι της βόρειας δυναστεία των Wei, το οποίο καλύπτει τα έτη 368 έως 557 μ.Χ. Ονομάζεται «Η Μπαλάντα της Mulan» και περιγράφει την εκδοχή της ηρωικής νεαρής που πολέμησε στη θέση του πατέρα της.
Όταν εκείνος κλήθηκε να πολεμήσει ήταν ηλικιωμένος και ανήμπορος. Έτσι, η Μουλάν πήγε στη θέση του για να τον προστατεύσει και περνά περίπου 10 ή 12 χρόνια σε πεδία μάχης. Η συνεισφορά της στον πόλεμο ήταν εξαιρετική, αλλά όταν, ο αυτοκράτορας προσπάθησε να την ανταμείψει για τις υπηρεσίες της, εκείνη του είπε ότι ένας τίτλος δεν της είναι χρήσιμος και το μόνο που θέλει είναι ένα ζώο (μια καμήλα σε μερικές μεταφράσεις ή ένα άλογο σε άλλες) ώστε να μπορέσει να πάει στο σπίτι και να δει την οικογένειά της.
Ο αυτοκράτορας της έδωσε αυτό που ζήτησε και εκείνη ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής της. Όταν έφτασε, φόρεσε τα παλιά ρούχα της, έφτιαξε τα μαλλιά και το μακιγιάζ της, σύμφωνα με όσα πρόσταζε το κινεζικό καθεστώς της εποχής για την εμφάνιση των γυναικών.
Όταν συνάντησε τους στρατιώτες, που πολέμησαν μαζί, όλοι εξεπλάγησαν που η Μουλάν ήταν γυναίκα. Η ιστορία αγάπης και η σύγκρουση με τον Shan Yu αποτελούν προσθήκη της Ντίσνει. Αν πράγματι ισχύει η παραπάνω ιστορία, η τολμηρή Κινέζα έζησε ως άνδρας για πάνω από μία δεκαετία.
Η Ποκαχόντας ήταν υπαρκτό πρόσωπο και το φιλμ της Ντίσνεϊ είναι βασισμένο στην ιστορία της Ματαόκα, κόρη του αρχηγού της ινδιάνικης φυλής Powhatan. Τον Μάιο του 1607, σχεδόν 100 Άγγλοι άποικοι εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του ποταμού Τζέιμς στη Βιρτζίνια και ίδρυσαν το Τζέιμσταουν, την πρώτη μόνιμη αγγλική αποικία στην Αμερική.
Πολλοί, ωστόσο, πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις επιθέσεις των Ινδιάνων μέχρι που βρήκαν τον σωτήρα τους στο πρόσωπο του 27χρονου Βρετανού τυχοδιώκτη Τζον Σμιθ, ο οποίος ηγείτο των προσπαθειών επιβίωσης και χαρτογράφησε την περιοχή. Σε μία από τις εξερευνήσεις του τον Δεκέμβριο του 1607, ο Σμιθ και δύο ακόμα άποικοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι από πολεμιστές Powhatan. Για λίγο, η ιστορία αρχίζει να θυμίζει το κλασικό πλέον καρτούν.
Στα 17 της όμως, η Ποκαχόντας απαγάγεται από τους Άγγλους και πολλές εκδοχές τη θέλουν να έχει πέσει θύμα κακοποίησης και βιασμών κατ΄ εξακολούθηση. Μία από τις πιο διαδεδομένες αφηγήσεις, αναφέρει ότι κατα τη διάρκεια μιας από τις εγκυμοσύνες της, τη βάπτισαν με το ζόρι Χριστιανή και την πάντρεψαν με έναν άνδρα που καλλιεργούσε καπνικά.Έζησαν στην Αγγλία και εκεί αναγκάστηκε να μυηθεί στον ευρωπαικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Δύο χρόνια μετά, ο άντρας της αποφασίζει να επιστρέψει από την Αγγλία αλλά η Ποκαχίντας δεν κατάφερε να ξαναδεί τη φυλή της, αφού πέθανε πριν καν το πλοίο απομακρθυνθεί από τον Τάμεση. Λέγεται, ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, η Ινδιάνα είχε καταλάβει το σχέδιο εξόντωσης της φυλής της από τους Άγγλους και τη δηλητηρίασαν πριν καταφέρει να μεταφέρει τα νέα.
Μουλάν
Η ιστορία της γενναίας πολεμίστριας Μουλάν δεν έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για πραγματικά γεγονότα ή προϊόν μυθοπλασίας. Η παλαιότερη γνωστή εκδοχή για τη Μουλάν έρχεται από ένα λαϊκό τραγούδι της βόρειας δυναστεία των Wei, το οποίο καλύπτει τα έτη 368 έως 557 μ.Χ. Ονομάζεται «Η Μπαλάντα της Mulan» και περιγράφει την εκδοχή της ηρωικής νεαρής που πολέμησε στη θέση του πατέρα της.
Όταν εκείνος κλήθηκε να πολεμήσει ήταν ηλικιωμένος και ανήμπορος. Έτσι, η Μουλάν πήγε στη θέση του για να τον προστατεύσει και περνά περίπου 10 ή 12 χρόνια σε πεδία μάχης. Η συνεισφορά της στον πόλεμο ήταν εξαιρετική, αλλά όταν, ο αυτοκράτορας προσπάθησε να την ανταμείψει για τις υπηρεσίες της, εκείνη του είπε ότι ένας τίτλος δεν της είναι χρήσιμος και το μόνο που θέλει είναι ένα ζώο (μια καμήλα σε μερικές μεταφράσεις ή ένα άλογο σε άλλες) ώστε να μπορέσει να πάει στο σπίτι και να δει την οικογένειά της.
Ο αυτοκράτορας της έδωσε αυτό που ζήτησε και εκείνη ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής της. Όταν έφτασε, φόρεσε τα παλιά ρούχα της, έφτιαξε τα μαλλιά και το μακιγιάζ της, σύμφωνα με όσα πρόσταζε το κινεζικό καθεστώς της εποχής για την εμφάνιση των γυναικών.
Όταν συνάντησε τους στρατιώτες, που πολέμησαν μαζί, όλοι εξεπλάγησαν που η Μουλάν ήταν γυναίκα. Η ιστορία αγάπης και η σύγκρουση με τον Shan Yu αποτελούν προσθήκη της Ντίσνει. Αν πράγματι ισχύει η παραπάνω ιστορία, η τολμηρή Κινέζα έζησε ως άνδρας για πάνω από μία δεκαετία.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα