Η Τζένιφερ και ο μπαμπάς της - Η ιστορία της οικογένειας Αναστασάκη
22.11.2022
15:44
Από τα Χανιά στο Χόλιγουντ - Η κουμπαριά με Σαβάλας, η μετακόμιση στην Αθήνα της Χούντας, η παρ' ολίγον λιποταξία και το φινάλε ενός προδομένου έρωτα
Τη δεκαετία του ’70, το αρχέτυπο του Ελληνα που κατάφερε να διεισδύσει και να διακριθεί στο Χόλιγουντ ήταν ο Τέλλυ Σαβάλας. Ενσαρκώνοντας τον σκληρό αλλά ανθρώπινο ντετέκτιβ Κότζακ, ο Σαβάλας καθιερώθηκε και κατέκτησε το status του πραγματικού σταρ. Ωστόσο, εν αντιθέσει με αυτόν, ο καλύτερος φίλος του και επίσης αυθεντικός Ελληνας, ο Τζον Ανιστον, για πολλά χρόνια φαινόταν προορισμένος να μην ξεπεράσει ποτέ το στάδιο του επίδοξου, ενδεχομένως και φερέλπιδος, πλην εντελώς αποτυχημένου, ηθοποιού.
Ενώ ο Σαβάλας κέρδιζε εκατομμύρια και κυκλοφορούσε με Rolls-Royce (στο πανάκριβο σαλόνι της οποίας έκανε εμετό η Τζένιφερ Ανιστον ως νήπιο, λίγη ώρα αφότου βαπτίστηκε με ανάδοχο τον Σαβάλας), ο Τζον Ανιστον αδυνατούσε να βρει έστω και έναν δευτερεύοντα ρόλο, οπουδήποτε, είτε στο σινεμά είτε στην τηλεόραση. Ο νονός της κόρης του έγραφε Iστορία σαν Κότζακ, ξεχωρίζοντας με το -εξαιρετικά ασυνήθιστο στα 70s- ξυρισμένο κεφάλι και το αιώνιο γλειφιτζούρι στο στόμα. Παραδόξως όμως, όταν κατάφερε επιτέλους να ανοίξει τη θύρα της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος, ο χαρακτηριστικός ρόλος του Ανιστον θα αποδεικνυόταν κατά πολύ πιο μακρόβιος από εκείνον του Σαβάλας στον Κότζακ.
Δείτε το βίντεο: Ο Τζον Άνιστον σε μια σκηνή από την σειρά «Days of Our Lives»
Διότι ο Ανιστον εμφανίστηκε εν τέλει σε 2.869 επεισόδια της σειράς «Days of Our Lives», η οποία άρχισε να προβάλλεται το 1965 και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Για τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη σαπουνόπερα, ενσαρκώνοντας έναν μοχθηρό, ολίγον τι σατανικό χαρακτήρα, τον Βίκτορ Κυριάκη -ελληνικής καταγωγής φυσικά-, το 2017 ο Ανιστον τιμήθηκε με υποψηφιότητα για το βραβείο Daytime Emmy. Πέντε χρόνια αργότερα, του απονεμήθηκε το βαρύτιμο τρόπαιο από την ίδια διοργάνωση, ως αναγνώριση της διά βίου προσφοράς του στην τέχνη. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος με τον οποίο ο Ανιστον ταυτίστηκε κατεξοχήν ήταν αυτός του κακού Ελληνα στο «Days of Our Lives», τον οποίο ζωντάνευε στην TV από το 1985 έως τον θάνατό του στις 11/11/2022.
Βεβαίως, το τιμητικό βραβείο για τη διά βίου συνεισφορά του στον κόσμο του θεάματος δικαιώνει και ταυτόχρονα αποτυπώνει εναργώς το ποιος πραγματικά ήταν ο Τζον Ανιστον - πέρα από την πιο γνωστή ιδιότητά του, δηλαδή το ότι ήταν πατέρας της Τζένιφερ Ανιστον, της γλυκιάς και αστείας Ρέιτσελ από τα θρυλικά «Φιλαράκια». Μάλιστα, σε μια καρμική συμμετρία στην καριέρα πατέρα και κόρης, τα «Φιλαράκια» αποδείχθηκαν και αυτά αρκούντως μακρόβια, καθώς προβάλλονταν επί μία δεκαετία, ανελλιπώς από το 1994 έως το 2004.
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες και την ακραία φτώχεια, τις δοκιμασίες και τις κακουχίες στις οποίες υπέβαλε τον εαυτό του και την οικογένειά του ενόσω περίμενε μια ευκαιρία που δεν ερχόταν ποτέ, ο Ανιστον επέμεινε στο κυνήγι του να βιοποριστεί από την υποκριτική. Ενδεχομένως αυτό το πείσμα κόντρα σε όλους τους αρνητικούς οιωνούς και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, να αποτελούσε μέρος του ελληνικού γενετικού κώδικα του Τζον Ανιστον. Και ασχέτως εάν αποπειράθηκε να σπουδάσει Ιατρική στα 40 του χρόνια, να γίνει αρσενική νοικοκυρά και baby sitter της Τζένιφερ ή ιδιοκτήτης εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, το πάθος του παρέμεινε πάντα η υποκριτική.
Ο γάμος με τη Νάνσι
Το αληθινό όνομά του ήταν Γιάννης Αναστασάκης και ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του ζεύγους Αντώνη και Στέλλας-Ιωάννας Αναστασάκη, από τα Χανιά της Κρήτης. Το 1935 και ενώ ο Γιάννης ήταν 2 ετών, η οικογένεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου πολιτογραφήθηκε με το εξαμερικανισμένο επίθετο Ανιστον. Εγκαταστάθηκαν στην πόλη Τσέστερ της Πενσιλβάνια, κοντά στη Φιλαδέλφεια, όπου άνοιξαν εστιατόριο, ακολουθώντας την πεπατημένη πολλών Ελλήνων της αμερικανικής παροικίας εκείνη την εποχή. Ο Τζον Ανιστον, πλέον, εξεδήλωσε έφεση προς την ηθοποιία ήδη από τα χρόνια του Γυμνασίου, συμμετέχοντας σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Κατόπιν φοίτησε στο Pennsylvania State University και αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Θέατρο και την Υποκριτική, κατατάχθηκε στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό. Στη συνέχεια μετατέθηκε στον Παναμά, όπου υπηρέτησε στο Γραφείο Πληροφοριών και έφτασε ως τον βαθμό του πλωτάρχη.
Μετά από τη θητεία του στο Ναυτικό, το 1959 ο Ανιστον μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου και ξεκίνησε την προσπάθειά του να ενταχθεί στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος. Οι πρώτοι του ρόλοι ήταν, φυσικά, δευτερεύοντες, τόσο στην τηλεόραση στην αστυνομική σειρά «Brenner» όσο και στο θέατρο, όπου επί 14 μήνες έπαιζε τον γηγενή Αμερικανό (Ινδιάνο) Αρχηγό Καφέ Αρκούδο στο μιούζικαλ «Little Mary Sunshine».
Παράλληλα, στην αρχή της δεκαετίας του ’60 ο Τζον συνάντησε τη Νάνσι Ντόοου, μια πανέμορφη κοπέλα από το Κονέκτικατ, η οποία επίσης προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της στην υποκριτική και το μόντελινγκ. Η Νάνσι προερχόταν από μια προβληματική πολύτεκνη οικογένεια, ενώ πριν γνωρίσει τον Ανιστον είχε ήδη παντρευτεί, τεκνοποιήσει και διαζευχθεί. «Ημουν μόλις 24 ετών όταν ο γάμος που είχα κάνει ως έφηβη ακόμη, κατέρρευσε», έγραψε η Ντόου στα απομνημονεύματά της, πολλά χρόνια αργότερα. Στο ίδιο βιβλίο περιγράφει το πώς «έγινα μητέρα χωρίς σύντροφο και μεγάλωνα μόνη μου τον γιο μου, τον Τζόνι, ο οποίος ήταν τότε 3 ετών. Οσο μπορούσα δούλευα ως μοντέλο και εξασκούμουν στην υποκριτική, αλλά δεν είχα καθόλου χρήματα. Η βοήθεια από τον πρώην σύζυγό μου έκλεινε κάποιες τρύπες, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αρκετή.
Ενώ ο Σαβάλας κέρδιζε εκατομμύρια και κυκλοφορούσε με Rolls-Royce (στο πανάκριβο σαλόνι της οποίας έκανε εμετό η Τζένιφερ Ανιστον ως νήπιο, λίγη ώρα αφότου βαπτίστηκε με ανάδοχο τον Σαβάλας), ο Τζον Ανιστον αδυνατούσε να βρει έστω και έναν δευτερεύοντα ρόλο, οπουδήποτε, είτε στο σινεμά είτε στην τηλεόραση. Ο νονός της κόρης του έγραφε Iστορία σαν Κότζακ, ξεχωρίζοντας με το -εξαιρετικά ασυνήθιστο στα 70s- ξυρισμένο κεφάλι και το αιώνιο γλειφιτζούρι στο στόμα. Παραδόξως όμως, όταν κατάφερε επιτέλους να ανοίξει τη θύρα της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος, ο χαρακτηριστικός ρόλος του Ανιστον θα αποδεικνυόταν κατά πολύ πιο μακρόβιος από εκείνον του Σαβάλας στον Κότζακ.
Δείτε το βίντεο: Ο Τζον Άνιστον σε μια σκηνή από την σειρά «Days of Our Lives»
Διότι ο Ανιστον εμφανίστηκε εν τέλει σε 2.869 επεισόδια της σειράς «Days of Our Lives», η οποία άρχισε να προβάλλεται το 1965 και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Για τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη σαπουνόπερα, ενσαρκώνοντας έναν μοχθηρό, ολίγον τι σατανικό χαρακτήρα, τον Βίκτορ Κυριάκη -ελληνικής καταγωγής φυσικά-, το 2017 ο Ανιστον τιμήθηκε με υποψηφιότητα για το βραβείο Daytime Emmy. Πέντε χρόνια αργότερα, του απονεμήθηκε το βαρύτιμο τρόπαιο από την ίδια διοργάνωση, ως αναγνώριση της διά βίου προσφοράς του στην τέχνη. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος με τον οποίο ο Ανιστον ταυτίστηκε κατεξοχήν ήταν αυτός του κακού Ελληνα στο «Days of Our Lives», τον οποίο ζωντάνευε στην TV από το 1985 έως τον θάνατό του στις 11/11/2022.
Βεβαίως, το τιμητικό βραβείο για τη διά βίου συνεισφορά του στον κόσμο του θεάματος δικαιώνει και ταυτόχρονα αποτυπώνει εναργώς το ποιος πραγματικά ήταν ο Τζον Ανιστον - πέρα από την πιο γνωστή ιδιότητά του, δηλαδή το ότι ήταν πατέρας της Τζένιφερ Ανιστον, της γλυκιάς και αστείας Ρέιτσελ από τα θρυλικά «Φιλαράκια». Μάλιστα, σε μια καρμική συμμετρία στην καριέρα πατέρα και κόρης, τα «Φιλαράκια» αποδείχθηκαν και αυτά αρκούντως μακρόβια, καθώς προβάλλονταν επί μία δεκαετία, ανελλιπώς από το 1994 έως το 2004.
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες και την ακραία φτώχεια, τις δοκιμασίες και τις κακουχίες στις οποίες υπέβαλε τον εαυτό του και την οικογένειά του ενόσω περίμενε μια ευκαιρία που δεν ερχόταν ποτέ, ο Ανιστον επέμεινε στο κυνήγι του να βιοποριστεί από την υποκριτική. Ενδεχομένως αυτό το πείσμα κόντρα σε όλους τους αρνητικούς οιωνούς και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, να αποτελούσε μέρος του ελληνικού γενετικού κώδικα του Τζον Ανιστον. Και ασχέτως εάν αποπειράθηκε να σπουδάσει Ιατρική στα 40 του χρόνια, να γίνει αρσενική νοικοκυρά και baby sitter της Τζένιφερ ή ιδιοκτήτης εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, το πάθος του παρέμεινε πάντα η υποκριτική.
Ο γάμος με τη Νάνσι
Το αληθινό όνομά του ήταν Γιάννης Αναστασάκης και ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του ζεύγους Αντώνη και Στέλλας-Ιωάννας Αναστασάκη, από τα Χανιά της Κρήτης. Το 1935 και ενώ ο Γιάννης ήταν 2 ετών, η οικογένεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου πολιτογραφήθηκε με το εξαμερικανισμένο επίθετο Ανιστον. Εγκαταστάθηκαν στην πόλη Τσέστερ της Πενσιλβάνια, κοντά στη Φιλαδέλφεια, όπου άνοιξαν εστιατόριο, ακολουθώντας την πεπατημένη πολλών Ελλήνων της αμερικανικής παροικίας εκείνη την εποχή. Ο Τζον Ανιστον, πλέον, εξεδήλωσε έφεση προς την ηθοποιία ήδη από τα χρόνια του Γυμνασίου, συμμετέχοντας σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Κατόπιν φοίτησε στο Pennsylvania State University και αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Θέατρο και την Υποκριτική, κατατάχθηκε στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό. Στη συνέχεια μετατέθηκε στον Παναμά, όπου υπηρέτησε στο Γραφείο Πληροφοριών και έφτασε ως τον βαθμό του πλωτάρχη.
Μετά από τη θητεία του στο Ναυτικό, το 1959 ο Ανιστον μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου και ξεκίνησε την προσπάθειά του να ενταχθεί στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος. Οι πρώτοι του ρόλοι ήταν, φυσικά, δευτερεύοντες, τόσο στην τηλεόραση στην αστυνομική σειρά «Brenner» όσο και στο θέατρο, όπου επί 14 μήνες έπαιζε τον γηγενή Αμερικανό (Ινδιάνο) Αρχηγό Καφέ Αρκούδο στο μιούζικαλ «Little Mary Sunshine».
Παράλληλα, στην αρχή της δεκαετίας του ’60 ο Τζον συνάντησε τη Νάνσι Ντόοου, μια πανέμορφη κοπέλα από το Κονέκτικατ, η οποία επίσης προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της στην υποκριτική και το μόντελινγκ. Η Νάνσι προερχόταν από μια προβληματική πολύτεκνη οικογένεια, ενώ πριν γνωρίσει τον Ανιστον είχε ήδη παντρευτεί, τεκνοποιήσει και διαζευχθεί. «Ημουν μόλις 24 ετών όταν ο γάμος που είχα κάνει ως έφηβη ακόμη, κατέρρευσε», έγραψε η Ντόου στα απομνημονεύματά της, πολλά χρόνια αργότερα. Στο ίδιο βιβλίο περιγράφει το πώς «έγινα μητέρα χωρίς σύντροφο και μεγάλωνα μόνη μου τον γιο μου, τον Τζόνι, ο οποίος ήταν τότε 3 ετών. Οσο μπορούσα δούλευα ως μοντέλο και εξασκούμουν στην υποκριτική, αλλά δεν είχα καθόλου χρήματα. Η βοήθεια από τον πρώην σύζυγό μου έκλεινε κάποιες τρύπες, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αρκετή.
Τότε, κάποιος από τους άντρες με τους οποίους έβγαινα με αιφνιδίασε με μια πρόταση γάμου. Ηταν γοητευτικός και πλούσιος, οπότε για εμένα, που έως τότε είχα γνωρίσει μόνο τη φτώχεια, η προοπτική του γάμου με έναν τέτοιο άνθρωπο ομολογώ πως ήταν δελεαστική. Ωστόσο, την καρδιά μου είχε κλέψει ένας ψηλός, όμορφος Ελληνας ηθοποιός. Ηταν ένας αθόρυβος, ευγενής άντρας που ονομαζόταν Τζον Ανιστον. Είχε πολύ ισχυρές οικογενειακές αξίες και έμοιαζε ανίκανος να κάνει κακό σε οποιονδήποτε. Τρία χρόνια μετά από το πρώτο ραντεβού μας παντρευτήκαμε και ο γιος μου απέκτησε μια κανονική, σταθερή οικογένεια. Παρ’ όλα αυτά η ζωή δεν προδιαγραφόταν να είναι εύκολη για μας, διότι ο Τζον ήταν άφραγκος».
Γιατρός αντί ηθοποιός
Η οικονομική δυσπραγία, το άδηλο επαγγελματικό μέλλον αμφοτέρων, σε συνδυασμό με την επιλογή τους να βιοποριστούν ως ηθοποιοί, ουδόλως εμπόδισε τον Τζον Ανιστον και τη Νάνσι Ντόου να προχωρήσουν στην τεκνοποίηση. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1969 είδε το φως του κόσμου η Τζένιφερ, ένα κορίτσι που, είτε το επιθυμούσε είτε όχι, ήδη από τη νηπιακή ηλικία συμμετείχε στις ασυνήθιστες αναζητήσεις και τις περιπέτειες των γονιών της, στην Αμερική αλλά και την Ελλάδα.
Οπως γράφει στο βιβλίο της η Ντόου, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν αλλά ο Τζον μόνο κατ’ εξαίρεση έβρισκε δουλειά, εν αντιθέσει με την ίδια που φαινόταν να βρίσκει τον δρόμο της ως ηθοποιός. Μολονότι η Νάνσι δεν είχε πανεπιστημιακές σπουδές στην Υποκριτική όπως ο Τζον, οι προτάσεις που έκαναν σε εκείνη ήταν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες σε σύγκριση με τις απειροελάχιστες που απευθύνονταν στον σύζυγό της.
Η Νάνσι τότε σκέφτηκε ότι δεν ήταν η έλλειψη ταλέντου και ικανοτήτων που καθιστούσε τον Τζον αντιδημοφιλή, αλλά κάτι στο παρουσιαστικό του. Για εκείνην ήταν ένας κούκλος, αλλά για τους υπεύθυνους κάστινγκ και τους παραγωγούς, στη σωματοδομή και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Ανιστον ταίριαζαν ρόλοι εγκληματιών και γκάνγκστερ, σχεδόν αποκλειστικά. Κι αυτό διότι ήταν μεγαλόσωμος, η οδοντοστοιχία του ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από λαμπερή, ενώ από κάποιο παιδικό ατύχημα είχε σπασμένη μύτη.
Η Νάνσι βάλθηκε να διορθώσει όλες αυτές τις ατέλειες, με στόχο να διευρύνει την γκάμα των χαρακτήρων που ο Τζον θα μπορούσε να υποδυθεί και, ως εκ τούτου, να καταστεί πιο ελκυστικός στην, εντελώς αμείλικτη, αγορά εργασίας της αμερικανικής showbiz. Δυστυχώς όμως, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια εξωραϊσμού και σουλουπώματος, ο Τζον Ανιστον δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει αξιόλογη ή έστω σχετικώς σταθερή απασχόληση.
Κατ’ ανάγκην, ο Τζον περιορίστηκε στη φροντίδα του νοικοκυριού και την ανατροφή της Τζένιφερ, καθήκοντα τα οποία ασκούσε πλημμελώς, όπως διαπίστωσε σχεδόν αμέσως η Νάνσι. Οχι από έλλειψη ικανοτήτων ή προθυμίας, αλλά μάλλον επειδή οι συνεχείς απογοητεύσεις στον επαγγελματικό τομέα τον έκαναν να νιώθει γενικώς αποτυχημένος ως άνθρωπος και τον έσπρωχναν στην απόλυτη παραίτηση και, πιθανώς, σε κάποιου είδους κατάθλιψη.
Επίσης, η οικογένεια Ανιστον ζούσε με δανεικά και τακτικές χορηγίες από συγγενείς και φίλους, οι οποίοι προσέφεραν ακόμη και κρέας, τρόφιμα κ.λπ. Κατά δήλωσιν της Ντόου, στα πρώτα χρόνια της ζωής της η Τζένιφερ Ανιστον ντυνόταν μόνο με αποφόρια - ασχέτως αν ήταν πανάκριβα, εφόσον είχαν αγοραστεί για τα παιδιά φιλικών ζευγαριών που είχαν ήδη πλουτίσει από την υποκριτική.
Η παρατεταμένη ανέχεια προκάλεσε -μοιραία- εντάσεις ανάμεσα στη Νάνσι και τον Τζον, ενώ στην αγωνία για την επιβίωση προστέθηκε ο τρόμος της μητέρας για το ότι η Τζένιφερ δεν ήταν αρκετά ασφαλής με τον Τζον. Κάποια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι, βρήκε τον σύζυγό της ξαπλωμένο στον καναπέ, απορροφημένο σε κάποιο τηλεοπτικό θέαμα, ενώ η κόρη τους είχε σπάσει κάποιο κεραμικό σκεύος και έπαιζε αμέριμνη με τα κοφτερά θραύσματα. Ο Τζον είχε χάσει τον έλεγχο της κόρης του καθώς το μυαλό του ταξίδευε σε κάποιον διαφορετικό κόσμο. Η Νάνσι αποφάσισε, τότε, να λάβει δραστικά μέτρα. Και τότε άστραψε μέσα στο κεφάλι της μια απίθανη έμπνευση: να πείσει τον Τζον ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την υποκριτική και να στραφεί στην Ιατρική, την οποία, μάλιστα, θα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παραλίγο τσολιάς
Η Νάνσι πίστευε ότι ο Τζον θα γινόταν πολύ καλύτερος γιατρός παρά ηθοποιός, παρατηρώντας ότι εκείνος είχε μια φυσική κλίση στο να φροντίζει με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα τραύματα και νοσήματα στους γύρω του, να πραγματοποιεί ακριβείς -αν και εντελώς ερασιτεχνικές- διαγνώσεις, να κάνει εξαιρετικό μασάζ παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος κ.λπ. Ωστόσο, ανάμεσα στον Τζον και τη νέα καριέρα του ως ιατρού υπήρχε ένα εμπόδιο που πολύ δύσκολα θα ήταν δυνατόν να παρακαμφθεί: η ηλικία του. Οταν αποφάσισε να εγγραφεί σε κάποια Ιατρική Σχολή στις ΗΠΑ, ο Τζον Ανιστον ήταν πάνω από 35 ετών.
Η διοίκηση του UCLA, φερ’ ειπείν, του φημισμένου πανεπιστημίου του Λος Αντζελες, πληροφόρησε τον Τζον Ανιστον ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι έως ότου ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του θα είναι υπερβολικά μεγάλος σε ηλικία ώστε να προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες στην κοινωνία. Οπως του είπαν χαρακτηριστικά οι εκπρόσωποι του πανεπιστημίου, το UCLA είχε δεχτεί στην Ιατρική κατ’ εξαίρεση έναν 28χρονο, ο οποίος όμως στην πορεία κατέληξε να κατακτήσει βραβείο Νόμπελ.
Με τις πύλες των αμερικανικών πανεπιστημίων ερμητικά και παγερά κλειστές, ο Τζον προς στιγμήν σκέφτηκε να αξιοποιήσει τα ισπανικά που είχε μάθει στον Παναμά κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Ναυτικό. Πολύ γρήγορα, όμως, απέκλεισε το ενδεχόμενο να γραφτεί σε μεξικανική Ιατρική, καθώς οι απαιτήσεις στον χειρισμό της ισπανικής θα ήταν πολύ υψηλές και εξειδικευμένες - πέραν των υπολοίπων προβλημάτων που θα συνεπαγόταν μια μετοίκησή του, π.χ., στη Γουαδαλαχάρα.
Ετσι προέκυψε η Ελλάδα, βάσει του συλλογισμού ότι αν επρόκειτο να σπουδάσει Ιατρική εκτός ΗΠΑ, η πατρογονική χώρα ήταν η πρώτη επιλογή. Κυρίως διότι ο Τζον μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, εφόσον αυτή ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην οικογένειά του. Υπήρχε, όμως και ένα ακόμη, κρίσιμης σημασίας, στοιχείο που οδηγούσε τον Τζον στην Ελλάδα: Κάποιος από τους συγγενείς του εργαζόταν στη γραμματεία της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την ελπίδα -ή και τη βεβαιότητα- ότι είχε τον δικό του άνθρωπο στην ιδανική θέση, ο Ανιστον πήρε την οικογένειά του και κατέφτασε στην πατρίδα των γονέων του.
Δυστυχώς, όμως, η συγκυρία ήταν εντελώς ακατάλληλη, καθώς το ταξίδι του Ανιστον έγινε το 1974 και η άφιξή του στην Αθήνα συνέπεσε με την πτώση της χούντας. Εκτός του γενικότερου χάους που επικράτησε εκείνη την περίοδο στη χώρα, ο συγγενής και άνθρωπος-κλειδί που θα διευκόλυνε τον Τζον να εγγραφεί στην Ιατρική απομακρύνθηκε από τη θέση του. Ο ευσεβής πόθος της φοίτησης, μαζί με τα σχέδια για ριζική αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης, για μετεγκατάσταση στην Ελλάδα κ.λπ. καταστράφηκαν αυτοστιγμεί.
Επιπλέον, διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να συλληφθεί και να υποστεί τις προβλεπόμενες συνέπειες σαν λιποτάκτης του Ελληνικού Στρατού. «Εφτασα πολύ κοντά στο να με ντύσουν με φουστανέλα και να φυλάω σκοπιά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου», θα έλεγε ο Ανιστον σε συνέντευξή του διασκεδάζοντας πια με την ανάμνηση του παρ' ολίγον παθήματός του, αρκετές δεκαετίες μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να πάρει πτυχίο Ιατρικής στην Ελλάδα.
Τα κρητικά χόρτα
Προτού προκύψει η περιπέτεια με την ενδεχόμενη καταναγκαστική στρατολόγησή του στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις και ενόσω περίμενε να μάθει εάν θα γίνει δεκτός ή όχι στην Ιατρική των Αθηνών, ο Τζον αποφάσισε να περιηγηθεί την Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Στην Αθήνα οι Ανιστον διέμεναν στο σπίτι της αδελφής του Τζον, η οποία και τους συνέστησε να ταξιδέψουν στην Κρήτη. Εκεί τους περίμενε ένας από τους θείους του Τζον, οπότε, μετά την επιβεβλημένη επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, τις αναμνηστικές φωτογραφίες στο ανάκτορο του Μίνωος κ.λπ. ακολούθησε μια μεγαλειώδης επίδειξη της απαράμιλλης κρητικής φιλοξενίας. Η Νάνσι είχε ήδη εξοικειωθεί με τις ελληνικές γεύσεις, δοκιμάζοντας πιάτα φτιαγμένα από τα χέρια της πεθεράς της, με την οποία είχε αναπτύξει πολύ θερμή σχέση. Φυσικά, η αδυναμία της γιαγιάς ήταν η Τζένιφερ.
Στην αυθεντική γη της Κρήτης, όμως, το συμπόσιο ήταν από μόνο του μια αξέχαστη εμπειρία για τη Νάνσι Ντόου - αν και όχι απαραιτήτως ευχάριστη. Η οικεία παράγραφος στην αυτοβιογραφία της, πάντως, αξίζει να αναπαραχθεί αυτούσια: «Ο θείος έμενε σε ένα μεγάλο αγρόκτημα, με στρέμματα ελαιόδεντρων και αμπέλια για το κρασί του. Σε εκείνο το μέρος είδα να ζωντανεύουν μπροστά μου οι αμέτρητες ιστορίες της Κρήτης που μου είχε διηγηθεί η πεθερά μου. Η Τζένιφερ βρήκε συνομηλίκους της (σ.σ.: 6 ετών) και περνούσε τέλεια παίζοντας μαζί τους.
Κοντά στο σπίτι του θείου υπήρχε ένα μεγάλο λιβάδι γεμάτο από κάποια πράσινα φυτά με κίτρινα λουλουδάκια που οι ντόπιοι τα έλεγαν “χόρτα”. Μάζεψαν πολλά από αυτά απευθείας από τη γη και μαζί με ψιλοκομμένο κρεμμύδι έφτιαξαν μια πίτα, ενώ έβρασαν ξεχωριστά ένα μέρος από τα χόρτα και το σέρβιραν σαν συνοδευτικό στο τραπέζι. Καθώς τρώγαμε, η γυναίκα του θείου είπε μια ιστορία σκασμένη στα γέλια, για ένα κοτόπουλο που το κυνηγούσε γύρω-γύρω στην αυλή παρόλο που του είχε ήδη κόψει το κεφάλι. Είμαι βέβαιη πως θα είχα απολαύσει πολύ περισσότερο το κοτόπουλο που είχα στο πιάτο μου εάν δεν είχα ακούσει ποτέ αυτήν τη φρικαλέα ιστορία.
Στο μεταξύ εγώ έτρωγα συνεχώς χόρτα. Κι άλλα χόρτα. Ηταν υπέροχα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Αλλά τη νύχτα, στα σπλάχνα μου έγινε κάτι σαν έκρηξη ηφαιστείου και σκέφτηκα ότι ήμουν πολύ τυχερή που στην τουαλέτα του θείου υπήρχε λεκάνη αμερικανικού τύπου αντί για την τρύπα στο πάτωμα που συνηθιζόταν τότε σε λιγότερο σύγχρονα κτίρια ανά την Ελλάδα. Οταν ξημέρωσε και οι υπόλοιποι έμαθαν πώς πέρασα το βράδυ, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν με μια φωνή “α, είναι από τα χόρτα”».
Ωστόσο, παρά τις γαστρεντερικές παρενέργειες των κρητικών εδεσμάτων, η Νάνσι αγάπησε την Ελλάδα. Λάτρεψε τον τόπο, τον ελληνικό τρόπο ζωής, την τοπική κουζίνα και τη μουσική - εξάλλου δεν είχα ακούσει ποτέ πριν τον ήχο αυτού του παράξενου εγχόρδου που, όπως της εξήγησε ο Τζον Ανιστον, ονομάζεται μπουζούκι.
Η καινούρια ζωή
Μετά το άδοξο τέλος του εγχειρήματός του να γίνει γιατρός, ο Τζον Ανιστον αφοσιώθηκε ξανά στην ηθοποιία. Και αυτή τη φορά κατάφερε να συμπεριληφθεί στο καστ της σαπουνόπερας «Love of Life», στην οποία επί τρία χρόνια υποδυόταν έναν Ισπανό. Ακολούθησε μια εξαετία τακτικών εμφανίσεων στο επόμενο τηλεοπτικό σίριαλ, το «Search for Tomorrow», στο οποίο έκανε την πρώτη εμφάνισή της μπροστά στις κάμερες -σαν κομπάρσος- η Τζένιφερ Ανιστον.
Εν τέλει, το 1985, όταν ο Τζον Ανιστον ήταν πλέον 49 ετών, του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει τον κακοποιό Βίκτορ Κυριάκη στο «Days of Our Lives». Σύμφωνα με το σενάριο μιας από τις πιο επιτυχημένες και μακρόβιες αμερικανικές σαπουνόπερες, ο Βίκτορ είναι ένα αφεντικό του υποκόσμου ο οποίος κάνει πέντε γάμους, μένει σε κωματώδη κατάσταση επί ενάμιση χρόνο, ακόμη και σκοτώνεται - αλλά όχι ακριβώς, καθώς επανεμφανίζεται ζωντανός σε κάποιο απομακρυσμένο νησί.
Χάρη στο «Days of Our Lives», η μορφή του Τζον Ανιστον έγινε πασίγνωστη και ο ίδιος γνώρισε, επιτέλους, την επιτυχία και την αναγνώριση που επί τόσα και τόσα χρόνια του διέφευγε -συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων εσόδων.
Το αντίτιμο αυτής της αργοπορημένης επιτυχίας ήταν η ανάγκη που ένιωσε ο Τζον να προχωρήσει στη ζωή του. Μέσα από τον καινούριο κύκλο των συναναστροφών του γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Σέρι Ρούνι. Πριν από την ερωτική κλίνη είχε μοιραστεί μαζί της το πλατό όπου γίνονταν τα γυρίσματα για το σίριαλ «Love of Life».
Η αποχώρηση του Τζον από την οικογενειακή εστία ήταν ένα αιφνιδιαστικό και βαρύ χτύπημα για τη Νάνσι Ντόου, μια κανονική προδοσία. Γι’ αυτό, άλλωστε, εξέδωσε το αυτοβιογραφικό πόνημα «Από μαμά και κόρη προς φίλους: Απομνημονεύματα», ένα βιβλίο γεμάτο από πίκρα για τη συμπεριφορά του Τζον, με αποκαλύψεις για την έλλειψη προθυμίας ή και συνέπειας που επεδείκνυε εκείνος, ειδικά για την καταβολή της συμφωνημένης αποζημίωσης εν είδει διατροφής, για κακή συμπεριφορά απέναντι στην ίδια και την Τζένιφερ κ.λπ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1999, όταν κατά σύμπτωση τα «Φιλαράκια» σάρωναν σε τηλεθέαση και έγινε αφορμή -ίσως μία επιπλέον- για την Τζένιφερ να διακόψει κάθε επικοινωνία με τη μητέρα της.
Οι δύο γυναίκες συμφιλιώθηκαν κάπως μετά από περίπου 6 χρόνια και αφού η Τζένιφερ Ανιστον είχε παντρευτεί και χωρίσει με τον Μπραντ Πιτ. Η Νάνσι Ντόου απεβίωσε τον Μάιο του 2016, ύστερα από διαδοχικά εγκεφαλικά επεισόδια, τα οποία της είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη βάδιση και την ομιλία. Κι έτσι η Νάνσι άφησε τελείως μόνη την Τζένιφερ στον τελευταίο αποχαιρετισμό του πατέρα της, για τον οποίο η σταρ των «Friends» ένιωθε μάλλον περηφάνια παρά θυμό.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE
Ειδήσεις σήμερα:
Ήττα σοκ της Αργεντινής από τη Σαουδική Αραβία με 2-1 - Δείτε τα γκολ
Οργή για την ομολογία της 45χρονης στην Ρόδο - «Δεν είναι καλά, δεν ξέρει τι λέει»
Η Αλεξάνδρα Μαρτίνου πρόεδρος στην «Κιβωτό» - Δείτε την προσωρινή διοίκηση
Γιατρός αντί ηθοποιός
Η οικονομική δυσπραγία, το άδηλο επαγγελματικό μέλλον αμφοτέρων, σε συνδυασμό με την επιλογή τους να βιοποριστούν ως ηθοποιοί, ουδόλως εμπόδισε τον Τζον Ανιστον και τη Νάνσι Ντόου να προχωρήσουν στην τεκνοποίηση. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1969 είδε το φως του κόσμου η Τζένιφερ, ένα κορίτσι που, είτε το επιθυμούσε είτε όχι, ήδη από τη νηπιακή ηλικία συμμετείχε στις ασυνήθιστες αναζητήσεις και τις περιπέτειες των γονιών της, στην Αμερική αλλά και την Ελλάδα.
Οπως γράφει στο βιβλίο της η Ντόου, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν αλλά ο Τζον μόνο κατ’ εξαίρεση έβρισκε δουλειά, εν αντιθέσει με την ίδια που φαινόταν να βρίσκει τον δρόμο της ως ηθοποιός. Μολονότι η Νάνσι δεν είχε πανεπιστημιακές σπουδές στην Υποκριτική όπως ο Τζον, οι προτάσεις που έκαναν σε εκείνη ήταν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες σε σύγκριση με τις απειροελάχιστες που απευθύνονταν στον σύζυγό της.
Η Νάνσι τότε σκέφτηκε ότι δεν ήταν η έλλειψη ταλέντου και ικανοτήτων που καθιστούσε τον Τζον αντιδημοφιλή, αλλά κάτι στο παρουσιαστικό του. Για εκείνην ήταν ένας κούκλος, αλλά για τους υπεύθυνους κάστινγκ και τους παραγωγούς, στη σωματοδομή και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Ανιστον ταίριαζαν ρόλοι εγκληματιών και γκάνγκστερ, σχεδόν αποκλειστικά. Κι αυτό διότι ήταν μεγαλόσωμος, η οδοντοστοιχία του ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από λαμπερή, ενώ από κάποιο παιδικό ατύχημα είχε σπασμένη μύτη.
Η Νάνσι βάλθηκε να διορθώσει όλες αυτές τις ατέλειες, με στόχο να διευρύνει την γκάμα των χαρακτήρων που ο Τζον θα μπορούσε να υποδυθεί και, ως εκ τούτου, να καταστεί πιο ελκυστικός στην, εντελώς αμείλικτη, αγορά εργασίας της αμερικανικής showbiz. Δυστυχώς όμως, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια εξωραϊσμού και σουλουπώματος, ο Τζον Ανιστον δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει αξιόλογη ή έστω σχετικώς σταθερή απασχόληση.
Κατ’ ανάγκην, ο Τζον περιορίστηκε στη φροντίδα του νοικοκυριού και την ανατροφή της Τζένιφερ, καθήκοντα τα οποία ασκούσε πλημμελώς, όπως διαπίστωσε σχεδόν αμέσως η Νάνσι. Οχι από έλλειψη ικανοτήτων ή προθυμίας, αλλά μάλλον επειδή οι συνεχείς απογοητεύσεις στον επαγγελματικό τομέα τον έκαναν να νιώθει γενικώς αποτυχημένος ως άνθρωπος και τον έσπρωχναν στην απόλυτη παραίτηση και, πιθανώς, σε κάποιου είδους κατάθλιψη.
Επίσης, η οικογένεια Ανιστον ζούσε με δανεικά και τακτικές χορηγίες από συγγενείς και φίλους, οι οποίοι προσέφεραν ακόμη και κρέας, τρόφιμα κ.λπ. Κατά δήλωσιν της Ντόου, στα πρώτα χρόνια της ζωής της η Τζένιφερ Ανιστον ντυνόταν μόνο με αποφόρια - ασχέτως αν ήταν πανάκριβα, εφόσον είχαν αγοραστεί για τα παιδιά φιλικών ζευγαριών που είχαν ήδη πλουτίσει από την υποκριτική.
Η παρατεταμένη ανέχεια προκάλεσε -μοιραία- εντάσεις ανάμεσα στη Νάνσι και τον Τζον, ενώ στην αγωνία για την επιβίωση προστέθηκε ο τρόμος της μητέρας για το ότι η Τζένιφερ δεν ήταν αρκετά ασφαλής με τον Τζον. Κάποια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι, βρήκε τον σύζυγό της ξαπλωμένο στον καναπέ, απορροφημένο σε κάποιο τηλεοπτικό θέαμα, ενώ η κόρη τους είχε σπάσει κάποιο κεραμικό σκεύος και έπαιζε αμέριμνη με τα κοφτερά θραύσματα. Ο Τζον είχε χάσει τον έλεγχο της κόρης του καθώς το μυαλό του ταξίδευε σε κάποιον διαφορετικό κόσμο. Η Νάνσι αποφάσισε, τότε, να λάβει δραστικά μέτρα. Και τότε άστραψε μέσα στο κεφάλι της μια απίθανη έμπνευση: να πείσει τον Τζον ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την υποκριτική και να στραφεί στην Ιατρική, την οποία, μάλιστα, θα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παραλίγο τσολιάς
Η Νάνσι πίστευε ότι ο Τζον θα γινόταν πολύ καλύτερος γιατρός παρά ηθοποιός, παρατηρώντας ότι εκείνος είχε μια φυσική κλίση στο να φροντίζει με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα τραύματα και νοσήματα στους γύρω του, να πραγματοποιεί ακριβείς -αν και εντελώς ερασιτεχνικές- διαγνώσεις, να κάνει εξαιρετικό μασάζ παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος κ.λπ. Ωστόσο, ανάμεσα στον Τζον και τη νέα καριέρα του ως ιατρού υπήρχε ένα εμπόδιο που πολύ δύσκολα θα ήταν δυνατόν να παρακαμφθεί: η ηλικία του. Οταν αποφάσισε να εγγραφεί σε κάποια Ιατρική Σχολή στις ΗΠΑ, ο Τζον Ανιστον ήταν πάνω από 35 ετών.
Η διοίκηση του UCLA, φερ’ ειπείν, του φημισμένου πανεπιστημίου του Λος Αντζελες, πληροφόρησε τον Τζον Ανιστον ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι έως ότου ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του θα είναι υπερβολικά μεγάλος σε ηλικία ώστε να προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες στην κοινωνία. Οπως του είπαν χαρακτηριστικά οι εκπρόσωποι του πανεπιστημίου, το UCLA είχε δεχτεί στην Ιατρική κατ’ εξαίρεση έναν 28χρονο, ο οποίος όμως στην πορεία κατέληξε να κατακτήσει βραβείο Νόμπελ.
Με τις πύλες των αμερικανικών πανεπιστημίων ερμητικά και παγερά κλειστές, ο Τζον προς στιγμήν σκέφτηκε να αξιοποιήσει τα ισπανικά που είχε μάθει στον Παναμά κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Ναυτικό. Πολύ γρήγορα, όμως, απέκλεισε το ενδεχόμενο να γραφτεί σε μεξικανική Ιατρική, καθώς οι απαιτήσεις στον χειρισμό της ισπανικής θα ήταν πολύ υψηλές και εξειδικευμένες - πέραν των υπολοίπων προβλημάτων που θα συνεπαγόταν μια μετοίκησή του, π.χ., στη Γουαδαλαχάρα.
Ετσι προέκυψε η Ελλάδα, βάσει του συλλογισμού ότι αν επρόκειτο να σπουδάσει Ιατρική εκτός ΗΠΑ, η πατρογονική χώρα ήταν η πρώτη επιλογή. Κυρίως διότι ο Τζον μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, εφόσον αυτή ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην οικογένειά του. Υπήρχε, όμως και ένα ακόμη, κρίσιμης σημασίας, στοιχείο που οδηγούσε τον Τζον στην Ελλάδα: Κάποιος από τους συγγενείς του εργαζόταν στη γραμματεία της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την ελπίδα -ή και τη βεβαιότητα- ότι είχε τον δικό του άνθρωπο στην ιδανική θέση, ο Ανιστον πήρε την οικογένειά του και κατέφτασε στην πατρίδα των γονέων του.
Δυστυχώς, όμως, η συγκυρία ήταν εντελώς ακατάλληλη, καθώς το ταξίδι του Ανιστον έγινε το 1974 και η άφιξή του στην Αθήνα συνέπεσε με την πτώση της χούντας. Εκτός του γενικότερου χάους που επικράτησε εκείνη την περίοδο στη χώρα, ο συγγενής και άνθρωπος-κλειδί που θα διευκόλυνε τον Τζον να εγγραφεί στην Ιατρική απομακρύνθηκε από τη θέση του. Ο ευσεβής πόθος της φοίτησης, μαζί με τα σχέδια για ριζική αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης, για μετεγκατάσταση στην Ελλάδα κ.λπ. καταστράφηκαν αυτοστιγμεί.
Επιπλέον, διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να συλληφθεί και να υποστεί τις προβλεπόμενες συνέπειες σαν λιποτάκτης του Ελληνικού Στρατού. «Εφτασα πολύ κοντά στο να με ντύσουν με φουστανέλα και να φυλάω σκοπιά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου», θα έλεγε ο Ανιστον σε συνέντευξή του διασκεδάζοντας πια με την ανάμνηση του παρ' ολίγον παθήματός του, αρκετές δεκαετίες μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να πάρει πτυχίο Ιατρικής στην Ελλάδα.
Τα κρητικά χόρτα
Προτού προκύψει η περιπέτεια με την ενδεχόμενη καταναγκαστική στρατολόγησή του στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις και ενόσω περίμενε να μάθει εάν θα γίνει δεκτός ή όχι στην Ιατρική των Αθηνών, ο Τζον αποφάσισε να περιηγηθεί την Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Στην Αθήνα οι Ανιστον διέμεναν στο σπίτι της αδελφής του Τζον, η οποία και τους συνέστησε να ταξιδέψουν στην Κρήτη. Εκεί τους περίμενε ένας από τους θείους του Τζον, οπότε, μετά την επιβεβλημένη επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, τις αναμνηστικές φωτογραφίες στο ανάκτορο του Μίνωος κ.λπ. ακολούθησε μια μεγαλειώδης επίδειξη της απαράμιλλης κρητικής φιλοξενίας. Η Νάνσι είχε ήδη εξοικειωθεί με τις ελληνικές γεύσεις, δοκιμάζοντας πιάτα φτιαγμένα από τα χέρια της πεθεράς της, με την οποία είχε αναπτύξει πολύ θερμή σχέση. Φυσικά, η αδυναμία της γιαγιάς ήταν η Τζένιφερ.
Στην αυθεντική γη της Κρήτης, όμως, το συμπόσιο ήταν από μόνο του μια αξέχαστη εμπειρία για τη Νάνσι Ντόου - αν και όχι απαραιτήτως ευχάριστη. Η οικεία παράγραφος στην αυτοβιογραφία της, πάντως, αξίζει να αναπαραχθεί αυτούσια: «Ο θείος έμενε σε ένα μεγάλο αγρόκτημα, με στρέμματα ελαιόδεντρων και αμπέλια για το κρασί του. Σε εκείνο το μέρος είδα να ζωντανεύουν μπροστά μου οι αμέτρητες ιστορίες της Κρήτης που μου είχε διηγηθεί η πεθερά μου. Η Τζένιφερ βρήκε συνομηλίκους της (σ.σ.: 6 ετών) και περνούσε τέλεια παίζοντας μαζί τους.
Κοντά στο σπίτι του θείου υπήρχε ένα μεγάλο λιβάδι γεμάτο από κάποια πράσινα φυτά με κίτρινα λουλουδάκια που οι ντόπιοι τα έλεγαν “χόρτα”. Μάζεψαν πολλά από αυτά απευθείας από τη γη και μαζί με ψιλοκομμένο κρεμμύδι έφτιαξαν μια πίτα, ενώ έβρασαν ξεχωριστά ένα μέρος από τα χόρτα και το σέρβιραν σαν συνοδευτικό στο τραπέζι. Καθώς τρώγαμε, η γυναίκα του θείου είπε μια ιστορία σκασμένη στα γέλια, για ένα κοτόπουλο που το κυνηγούσε γύρω-γύρω στην αυλή παρόλο που του είχε ήδη κόψει το κεφάλι. Είμαι βέβαιη πως θα είχα απολαύσει πολύ περισσότερο το κοτόπουλο που είχα στο πιάτο μου εάν δεν είχα ακούσει ποτέ αυτήν τη φρικαλέα ιστορία.
Στο μεταξύ εγώ έτρωγα συνεχώς χόρτα. Κι άλλα χόρτα. Ηταν υπέροχα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Αλλά τη νύχτα, στα σπλάχνα μου έγινε κάτι σαν έκρηξη ηφαιστείου και σκέφτηκα ότι ήμουν πολύ τυχερή που στην τουαλέτα του θείου υπήρχε λεκάνη αμερικανικού τύπου αντί για την τρύπα στο πάτωμα που συνηθιζόταν τότε σε λιγότερο σύγχρονα κτίρια ανά την Ελλάδα. Οταν ξημέρωσε και οι υπόλοιποι έμαθαν πώς πέρασα το βράδυ, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν με μια φωνή “α, είναι από τα χόρτα”».
Ωστόσο, παρά τις γαστρεντερικές παρενέργειες των κρητικών εδεσμάτων, η Νάνσι αγάπησε την Ελλάδα. Λάτρεψε τον τόπο, τον ελληνικό τρόπο ζωής, την τοπική κουζίνα και τη μουσική - εξάλλου δεν είχα ακούσει ποτέ πριν τον ήχο αυτού του παράξενου εγχόρδου που, όπως της εξήγησε ο Τζον Ανιστον, ονομάζεται μπουζούκι.
Η καινούρια ζωή
Μετά το άδοξο τέλος του εγχειρήματός του να γίνει γιατρός, ο Τζον Ανιστον αφοσιώθηκε ξανά στην ηθοποιία. Και αυτή τη φορά κατάφερε να συμπεριληφθεί στο καστ της σαπουνόπερας «Love of Life», στην οποία επί τρία χρόνια υποδυόταν έναν Ισπανό. Ακολούθησε μια εξαετία τακτικών εμφανίσεων στο επόμενο τηλεοπτικό σίριαλ, το «Search for Tomorrow», στο οποίο έκανε την πρώτη εμφάνισή της μπροστά στις κάμερες -σαν κομπάρσος- η Τζένιφερ Ανιστον.
Εν τέλει, το 1985, όταν ο Τζον Ανιστον ήταν πλέον 49 ετών, του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει τον κακοποιό Βίκτορ Κυριάκη στο «Days of Our Lives». Σύμφωνα με το σενάριο μιας από τις πιο επιτυχημένες και μακρόβιες αμερικανικές σαπουνόπερες, ο Βίκτορ είναι ένα αφεντικό του υποκόσμου ο οποίος κάνει πέντε γάμους, μένει σε κωματώδη κατάσταση επί ενάμιση χρόνο, ακόμη και σκοτώνεται - αλλά όχι ακριβώς, καθώς επανεμφανίζεται ζωντανός σε κάποιο απομακρυσμένο νησί.
Χάρη στο «Days of Our Lives», η μορφή του Τζον Ανιστον έγινε πασίγνωστη και ο ίδιος γνώρισε, επιτέλους, την επιτυχία και την αναγνώριση που επί τόσα και τόσα χρόνια του διέφευγε -συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων εσόδων.
Το αντίτιμο αυτής της αργοπορημένης επιτυχίας ήταν η ανάγκη που ένιωσε ο Τζον να προχωρήσει στη ζωή του. Μέσα από τον καινούριο κύκλο των συναναστροφών του γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Σέρι Ρούνι. Πριν από την ερωτική κλίνη είχε μοιραστεί μαζί της το πλατό όπου γίνονταν τα γυρίσματα για το σίριαλ «Love of Life».
Η αποχώρηση του Τζον από την οικογενειακή εστία ήταν ένα αιφνιδιαστικό και βαρύ χτύπημα για τη Νάνσι Ντόου, μια κανονική προδοσία. Γι’ αυτό, άλλωστε, εξέδωσε το αυτοβιογραφικό πόνημα «Από μαμά και κόρη προς φίλους: Απομνημονεύματα», ένα βιβλίο γεμάτο από πίκρα για τη συμπεριφορά του Τζον, με αποκαλύψεις για την έλλειψη προθυμίας ή και συνέπειας που επεδείκνυε εκείνος, ειδικά για την καταβολή της συμφωνημένης αποζημίωσης εν είδει διατροφής, για κακή συμπεριφορά απέναντι στην ίδια και την Τζένιφερ κ.λπ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1999, όταν κατά σύμπτωση τα «Φιλαράκια» σάρωναν σε τηλεθέαση και έγινε αφορμή -ίσως μία επιπλέον- για την Τζένιφερ να διακόψει κάθε επικοινωνία με τη μητέρα της.
Οι δύο γυναίκες συμφιλιώθηκαν κάπως μετά από περίπου 6 χρόνια και αφού η Τζένιφερ Ανιστον είχε παντρευτεί και χωρίσει με τον Μπραντ Πιτ. Η Νάνσι Ντόου απεβίωσε τον Μάιο του 2016, ύστερα από διαδοχικά εγκεφαλικά επεισόδια, τα οποία της είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη βάδιση και την ομιλία. Κι έτσι η Νάνσι άφησε τελείως μόνη την Τζένιφερ στον τελευταίο αποχαιρετισμό του πατέρα της, για τον οποίο η σταρ των «Friends» ένιωθε μάλλον περηφάνια παρά θυμό.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE
Ειδήσεις σήμερα:
Ήττα σοκ της Αργεντινής από τη Σαουδική Αραβία με 2-1 - Δείτε τα γκολ
Οργή για την ομολογία της 45χρονης στην Ρόδο - «Δεν είναι καλά, δεν ξέρει τι λέει»
Η Αλεξάνδρα Μαρτίνου πρόεδρος στην «Κιβωτό» - Δείτε την προσωρινή διοίκηση
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr