Σαρλ Σομπράζ: Η άγνωστη ιστορία του serial killer που απέδρασε από την Ελλάδα
03.01.2023
20:41
Ο διαβόητος κατά συρροή δολοφόνος που έγινε διάσημος από το «Τhe Serpent» του Νetflix, αφέθηκε ελεύθερος την περασμένη εβδομάδα έπειτα από δύο δεκαετίες στις φυλακές του Νεπάλ
Ο απατεώνας και κατά συρροή δολοφόνος Σαρλ Σομπράζ, γνωστός και ως «Ερπετό», αφέθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα ελεύθερος μετά από δύο ολόκληρες δεκαετίες παραμονής του στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Νεπάλ. Ο άνθρωπος που μετατράπηκε σε έναν από τους πλέον διαβόητους και απεχθείς κατά συρροή δολοφόνους έγινε ευρέως γνωστός τη χρονιά που ετοιμάζεται να εκπνεύσει μέσα από τη σειρά «The Serpent» του Netflix, η οποία εν μία νυκτί έγινε παγκόσμια επιτυχία.
Βρέθηκε στο Νο 1 του top 10 με τις δημοφιλέστερες σειρές της διάσημης πλατφόρμας τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας. Με την εγγύηση και τη σφραγίδα του BBC, το Netflix αγόρασε τα δικαιώματα της μίνι σειράς οκτώ επεισοδίων που εστιάζει στην εγκληματική δράση του Σαρλ Σομπράζ, ο οποίος ήταν γνωστός και με το ψευδώνυμο «Ερπετό» γιατί είχε την ικανότητα να ξεγλιστράει από τις Αρχές, αλλά και «Φονιάς των Μπικίνι», καθώς τα θύματά του ήταν Δυτικοί τουρίστες που στη δεκαετία του ’70 έψαχναν τη νιρβάνα στη Νοτιοανατολική Ασία.
Δείτε το τρέιλερ
Το κοινό καθηλώθηκε τόσο από την εγκληματική δράση του Σομπράζ όσο και από τον πολυετή αγώνα μιας χούφτας θαρραλέων μέχρι να συλληφθεί. Η πλούσια παραγωγή και η υπέροχη σκηνοθεσία με τα συνεχόμενα φλας μπακ για να μεταφέρει το κοινό στις πιο κομβικές στιγμές της ιστορίας ταξιδεύοντας στη δεκαετία των 70s συνέθεσαν ένα από τα καλύτερα true crimes των τελευταίων ετών. Ακόμα όμως, όπως και αυτοί που την παρακολούθησαν, δεν έμαθαν για τη σχέση του Σομπράζ με την Ελλάδα.
Είναι ένα κεφάλαιο της ζωής του που η επίμαχη σειρά το παραβλέπει. Κι όμως, όχι απλώς πέρασε από τη χώρα μας, αλλά και έμεινε, έδρασε, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τέλος, κατάφερε να κάνει μια κινηματογραφική απόδραση που τον οδήγησε στην Ασία, όπου και συνέχισε τη δολοφονική του μανία. Δεν δίστασε, μάλιστα, να αφήσει πίσω τον μικρό του αδελφό που αποφυλακίστηκε 18 χρόνια μετά.
Στην Κωνσταντινούπολη
Τη δεκαετία του 1970 ο νεαρός ακόμα Σαρλ Σομπράζ αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Παρίσι. Ο κλοιός έχει αρχίσει να στενεύει και τα θύματα από τις απάτες του έχουν πληθύνει. Τα δημοσιεύματα για τη δράση του και δυο-τρεις φωτογραφίες του που έχουν κυκλοφορήσει τον καθιστούν ευάλωτο. Επόμενος στόχος του είναι η Κωνσταντινούπολη και αμέσως μετά η Αθήνα.
Είχε ήδη εξασφαλίσει τουλάχιστον 10 διαφορετικά διαβατήρια, με τα οποία κυκλοφορεί. Στην Κωνσταντινούπολη συναντά έπειτα από χρόνια τον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του Αντρέ, τον οποίο παίρνει υπό την προστασία του - για την ακρίβεια, τον χρίζει συνεργό του. Οι δυο τους γίνονται συμμορία, με τον μεγάλο αδελφό να κινεί τα νήματα.
Αυτός, άλλωστε, επιλέγει την Ελλάδα ως τον επόμενο προορισμό τους. Προσγειώνονται στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου του 1973, λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η ένταση και το χάος συνιστούν ιδανικές συνθήκες για τη δράση τους. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο πίσω από την επιλογή της Ελλάδας. Αν και ο Σομπράζ μετά βίας πήγε σχολείο, διαβάζει μετά μανίας και είναι έξυπνος. Ενημερώνεται για τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που ισχύουν σε κάθε χώρα, προχωρώντας σχεδόν στη χαρτογράφησή της.
Στην Τουρκία έχει ήδη μπει στο στόχαστρο των Αρχών, οι οποίες και τον αναζητούν. Γνωρίζει για τις τεταμένες σχέσεις Αγκυρας - Αθήνας διαβεβαιώνοντας τον αδελφό του ότι οι δύο χώρες δεν θα συνεργάζονταν ποτέ για να τους πιάσουν. Αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως ένα είδος ασύλου. Δεν είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει στην Αθήνα, την οποία φαίνεται να γνωρίζει αρκετά καλά. Καταλύει στο ξενοδοχείο «Hilton» και στέλνει τον αδελφό του σε ένα άλλο, πιο κεντρικό. Αγοράζει δύο πανάκριβα κοστούμια, κλέβει ένα χρυσό ρολόι και συστήνεται ως επιχειρηματίας από την Ταϊβάν.
Βρέθηκε στο Νο 1 του top 10 με τις δημοφιλέστερες σειρές της διάσημης πλατφόρμας τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας. Με την εγγύηση και τη σφραγίδα του BBC, το Netflix αγόρασε τα δικαιώματα της μίνι σειράς οκτώ επεισοδίων που εστιάζει στην εγκληματική δράση του Σαρλ Σομπράζ, ο οποίος ήταν γνωστός και με το ψευδώνυμο «Ερπετό» γιατί είχε την ικανότητα να ξεγλιστράει από τις Αρχές, αλλά και «Φονιάς των Μπικίνι», καθώς τα θύματά του ήταν Δυτικοί τουρίστες που στη δεκαετία του ’70 έψαχναν τη νιρβάνα στη Νοτιοανατολική Ασία.
Δείτε το τρέιλερ
Το κοινό καθηλώθηκε τόσο από την εγκληματική δράση του Σομπράζ όσο και από τον πολυετή αγώνα μιας χούφτας θαρραλέων μέχρι να συλληφθεί. Η πλούσια παραγωγή και η υπέροχη σκηνοθεσία με τα συνεχόμενα φλας μπακ για να μεταφέρει το κοινό στις πιο κομβικές στιγμές της ιστορίας ταξιδεύοντας στη δεκαετία των 70s συνέθεσαν ένα από τα καλύτερα true crimes των τελευταίων ετών. Ακόμα όμως, όπως και αυτοί που την παρακολούθησαν, δεν έμαθαν για τη σχέση του Σομπράζ με την Ελλάδα.
Είναι ένα κεφάλαιο της ζωής του που η επίμαχη σειρά το παραβλέπει. Κι όμως, όχι απλώς πέρασε από τη χώρα μας, αλλά και έμεινε, έδρασε, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τέλος, κατάφερε να κάνει μια κινηματογραφική απόδραση που τον οδήγησε στην Ασία, όπου και συνέχισε τη δολοφονική του μανία. Δεν δίστασε, μάλιστα, να αφήσει πίσω τον μικρό του αδελφό που αποφυλακίστηκε 18 χρόνια μετά.
Στην Κωνσταντινούπολη
Τη δεκαετία του 1970 ο νεαρός ακόμα Σαρλ Σομπράζ αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Παρίσι. Ο κλοιός έχει αρχίσει να στενεύει και τα θύματα από τις απάτες του έχουν πληθύνει. Τα δημοσιεύματα για τη δράση του και δυο-τρεις φωτογραφίες του που έχουν κυκλοφορήσει τον καθιστούν ευάλωτο. Επόμενος στόχος του είναι η Κωνσταντινούπολη και αμέσως μετά η Αθήνα.
Είχε ήδη εξασφαλίσει τουλάχιστον 10 διαφορετικά διαβατήρια, με τα οποία κυκλοφορεί. Στην Κωνσταντινούπολη συναντά έπειτα από χρόνια τον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του Αντρέ, τον οποίο παίρνει υπό την προστασία του - για την ακρίβεια, τον χρίζει συνεργό του. Οι δυο τους γίνονται συμμορία, με τον μεγάλο αδελφό να κινεί τα νήματα.
Αυτός, άλλωστε, επιλέγει την Ελλάδα ως τον επόμενο προορισμό τους. Προσγειώνονται στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου του 1973, λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η ένταση και το χάος συνιστούν ιδανικές συνθήκες για τη δράση τους. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο πίσω από την επιλογή της Ελλάδας. Αν και ο Σομπράζ μετά βίας πήγε σχολείο, διαβάζει μετά μανίας και είναι έξυπνος. Ενημερώνεται για τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που ισχύουν σε κάθε χώρα, προχωρώντας σχεδόν στη χαρτογράφησή της.
Στην Τουρκία έχει ήδη μπει στο στόχαστρο των Αρχών, οι οποίες και τον αναζητούν. Γνωρίζει για τις τεταμένες σχέσεις Αγκυρας - Αθήνας διαβεβαιώνοντας τον αδελφό του ότι οι δύο χώρες δεν θα συνεργάζονταν ποτέ για να τους πιάσουν. Αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως ένα είδος ασύλου. Δεν είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει στην Αθήνα, την οποία φαίνεται να γνωρίζει αρκετά καλά. Καταλύει στο ξενοδοχείο «Hilton» και στέλνει τον αδελφό του σε ένα άλλο, πιο κεντρικό. Αγοράζει δύο πανάκριβα κοστούμια, κλέβει ένα χρυσό ρολόι και συστήνεται ως επιχειρηματίας από την Ταϊβάν.
Στο ξενοδοχείο γνωρίζει έναν Λιβανέζο επιχειρηματία, τον οποίο ναρκώνει και του παίρνει το πορτοφόλι. Ληστεύει ένα ακόμα ζευγάρι αποσπώντας ένα ποσό που σήμερα αντιστοιχεί σε 50.000 ευρώ. Επιστρέφει στο ξενοδοχείο, τηλεφωνεί στον αδελφό του και συναντιούνται στο δωμάτιό του με ένα ακριβό μπουκάλι σαμπάνιας από το μπαρ για να γιορτάσουν την επιτυχία τους και την πλούσια λεία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: ληστεύουν τουρίστες, ντόπιους, κοσμηματοπωλεία, αλλά και νεαρές γυναίκες, παριστάνοντας τους πλούσιους τουρίστες που αναζητούν συντροφιά.
Η σύλληψη για κλοπές
Δραστηριοποιούνται ακόμη και στη Ρόδο, όπου και συλλαμβάνονται για κλοπές. Την περίοδο εκείνη η Ρόδος είναι συνώνυμη της καλοπέρασης και του ελληνικού καλοκαιριού, ένα από τα πλέον κοσμικά νησιά. Οι Δυτικοί τουρίστες με πτήσεις τσάρτερ φέρνουν πολλά χρήματα, με το δολάριο να γίνεται το δεύτερο νόμισμα λόγω του αμερικανικού στόλου που αράζει εκεί συχνά με χιλιάδες ναύτες.
Κάθε βράδυ το «Ερπετό» και ο αδελφός του βγαίνουν παγανιά με σκοπό να ληστέψουν.
Εν τέλει συλλαμβάνονται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού: ενώ οι επιβάτες ανεβαίνουν στο λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στο αεροπλάνο, ο Λιβανέζος και ο Σομπράζ βρίσκονται εντελώς τυχαία καθ' οδόν για την πτήση. Το θύμα αναγνωρίζει τον κλέφτη, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει καβγάς και ο οδηγός του λεωφορείου να καλέσει την Αστυνομία.
Μια σακούλα διαβατήρια, χρήματα και ένα γουόκι τόκι, τεχνολογικά πολύ πιο προηγμένο από αυτά που είχε τότε ο Ελληνικός Στρατός, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία στους αστυνομικούς. Τα δύο αδέλφια μεταφέρονται στα κρατητήρια. Το «Ερπετό», όμως, έχει φροντίσει να πάρει τα μέτρα του. Είχε ήδη πείσει τον αφελή αδελφό του ότι τους συμφέρει να αλλάξουν διαβατήρια. Ετσι όταν οδηγούνται στον Κορυδαλλό, οι Αρχές νομίζουν ότι ο μικρός αδελφός είναι ο διαβόητος εγκληματίας, ο «εγκέφαλος» για τον οποίο τους έχουν προειδοποιήσει και άλλες χώρες. Τα αδέλφια καταλήγουν στις Φυλακές Κορυδαλλού και μετά στις Φυλακές Αίγινας, με την ποινή τους να ξεπερνά τους 18 μήνες κάθειρξης.
Τότε είναι που το «Ερπετό» καταστρώνει την τρίτη, αλλά όχι τελευταία επιτυχημένη απόδρασή του. Τον Φεβρουάριο του 1974, στο διπλανό του κελί τοποθετούν δύο Αμερικανούς που έχουν συλληφθεί για κατοχή μαριχουάνας. Ο ένας είναι ο Τζέρι από τη Νέα Υόρκη, πρώην προγραμματιστής. Μαζί με τον Σομπράζ καταστρώνουν ένα σχέδιο. Στο επισκεπτήριο η κοπέλα του Τζέρι καταφέρνει να του περάσει μία λίμα, σχοινί και μεγάλες σιδερένιες σφήνες.
Το «Ερπετό» ξεκινά να σκάβει ένα τούνελ από το κελί του με σκοπό να βγουν νύχτα στο προαύλιο και από εκεί να αναρριχηθούν στον εξωτερικό τοίχο. Ο ίδιος απελευθερώνεται, αλλά αφήνει τον αδελφό του να σαπίζει. Τελικά ο Αντρέ αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και παραδίδεται από τις ελληνικές στις τουρκικές αρχές. Εκεί καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα.
Ο αδελφός του, όμως, βρίσκεται ήδη μακριά, δίχως καμία διάθεση να κοιτάξει πίσω. Ταξιδεύει από την Ινδία στο Ιράν. Εκεί βρίσκει γαλλόφωνους ή αγγλόφωνους τουρίστες, συνήθως ζευγάρια, τους κάνει φίλους και μετά τους προτείνει να τον βοηθήσουν στη μεταφορά κοσμημάτων, με το αζημίωτο. Οταν δεν δέχονται, κλέβει τα χρήματά τους, τα διαβατήρια και τα εισιτήριά τους. Τα περισσότερα εγκλήματά του τα διαπράττει στην Μπανγκόκ. Πλέον ναρκώνει τα θύματά του, τα ληστεύει και στη συνέχεια τα σκοτώνει. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για τουρίστριες από χώρες της Δύσης.
Δηλώνει «αθώος»
Το όνομά του έχει συνδεθεί με περίπου 20 φόνους. Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα και για 30 ή 40. Ακόμα κι αν αυτός εμμένει στην αθωότητά του, εκείνοι που σώθηκαν ως διά μαγείας έχουν αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που δίχως τύψεις ή συναίσθημα αφαιρούσε ζωές. Κατά πολλούς, έχει αρκετά κοινά με τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ», τον απίθανο χαρακτήρα της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Αυτός, εκτός από δολοπλόκος και μηχανορράφος, είναι ένας κοινωνιοπαθής που είναι σε θέση να ξεπεράσει κάθε ηθικό φραγμό για να πετύχει τον σκοπό του. Μπροστά στον Σαρλ Σομπράζ, όμως, ακόμα και ο Ρίπλεϊ θυμίζει βασανισμένη ψυχή με αγγελικές διαστάσεις. Εξάλλου, ο τελευταίος αποτελεί αποκύημα της φαντασίας της συγγραφέως Πατρίσια Χάισμιθ, σε αντίθεση με τον Σαρλ Σομπράζ που καθ’ όλη τη διάρκεια της πραγματικής ζωής του ύφανε έναν ολέθριο ιστό εγκλημάτων.
Τα προβλήματα για τον ίδιο ξεκινούν από την παιδική του ηλικία. Ο Ινδός πατέρας του και η Βιετναμέζα μητέρα του αποκτούν ένα ακόμα παιδί, την αδελφή του. Ο πατέρας, όμως, εγκαταλείπει την οικογένεια αμέσως μετά τη γέννησή της και έτσι μητέρα και παιδιά μετακομίζουν στη Γαλλία, και συγκεκριμένα στο Παρίσι. Εκεί η μητέρα παντρεύεται έναν Γάλλο αξιωματικό, με τον οποίο αποκτά έναν άλλον γιο, τον ετεροθαλή αδελφό του Σομπράζ, που στη συνέχεια γίνεται συνεργός του.
Ο Σομπράζ στην ουσία δεν εντάσσεται ποτέ στην οικογένεια. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο πατριός του υιοθετεί την αδελφή του, αλλά όχι εκείνον, τον οποίο και επιθυμεί διακαώς να διώξει από το σπίτι. Ακόμα και η σχέση με τη μητέρα του είναι προβληματική. Στο πρόσωπό του εκείνη δεν σταματά να βλέπει τον πρώτο της σύζυγο, ο οποίος την έχει προδώσει.
Οσοι ειδικοί και μη επιχειρούν να κατανοήσουν τον ψυχισμό του, ισχυρίζονται ότι η έλλειψη της μητρικής αγάπης λειτούργησε καταλυτικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Από την εφηβεία, άλλωστε, έχει αρχίσει να επιδεικνύει μια ροπή προς το έγκλημα. Είναι μόλις 12 ετών όταν διαπράττει το πρώτο του έγκλημα. Εκτοτε ληστεύει κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, γειτόνισσες, ακόμα και συμμαθητές του. Καταλήγει άπειρες φορές στο κρατητήριο και κάποιες άλλες στη φυλακή για μικροαδικήματα.
Την πρώτη φορά που καταδικάζεται σε φυλάκιση ήταν 19 χρόνων για ληστεία. Τον στέλνουν στη Φυλακές Πουασί, κοντά στο Παρίσι, ένα κτίριο που είχε δημιουργηθεί τον 16ο αιώνα ως μοναστήρι και στα κελιά υπήρχε χώρος μονάχα για ύπνο. Η επαφή του, όμως, με εγκληματίες φαίνεται ότι δεν λειτούργησε αποτρεπτικά.
Αντιθέτως, από μικροαπατεώνας αναβαθμίζεται σε κανονικό εγκληματία, ενώ παίρνει και την πρώτη γεύση από την υψηλή κοινωνία του Παρισιού. Αγνωστο πώς, αλλά πείθει έναν αριστοκράτη να γίνει μέντοράς του. Πράγματι, τον συστήνει στον κύκλο του και μέσω αυτού γνωρίζει την πρώτη του σύζυγο, γόνο καλής οικογένειας. Παρασέρνει και εκείνη για λίγο στην παρανομία, μέχρι που τον εγκαταλείπει.
Σήμερα η είδηση της απελευθέρωσής του αναμοχλεύει το παρελθόν. Σοκάρει και όλους εκείνους που μαθαίνουν τα πεπραγμένα του από την τηλεοπτική σειρά του Netflix, αλλά και τους παλαιότερους που θυμούνται τον άνδρα με τα χίλια πρόσωπα και τα δεκάδες θύματα που άφησε στο διάβα του. Στα 78 του χρόνια είναι πλέον ελεύθερος, αφού το δικαστήριο του Νεπάλ έλαβε υπόψη του την εύθραυστη υγεία του. Χρειάζεται επειγόντως να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, ενώ αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα υγείας.
«Κακός σπόρος»
Οπως σχολίασε ηλικιωμένος φωτορεπόρτερ που δεκαετίες νωρίτερα είχε καλύψει κάθε πτυχή της υπόθεσής του, «όσα έκανε δεν διαγράφονται, δεν λησμονούνται. Είναι αρκετά ώστε να τον κατατάξουν στους πραγματικά κακούς σπόρους αυτής της ζωής». Εκείνος όμως βγήκε από τη φυλακή που αποκαλούσε «σπίτι» επί τόσα χρόνια, δίχως να κάνει κανένα σχόλιο.
Είπε πολλά όμως στους δημοσιογράφους που αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν κατά την επιστροφή του στο Παρίσι. Επιβιβάστηκαν και αυτοί στο αεροπλάνο που τον μετέφερε από το Νεπάλ στην Ντόχα του Κατάρ και από εκεί στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Σομπράζ διαβεβαίωσε τον δημοσιογράφο του Γαλλικού Πρακτορείου πως είναι αθώος.
«Είμαι αθώος για όλες αυτές τις υποθέσεις, εντάξει; Ολα οικοδομήθηκαν πάνω σε πλαστά έγγραφα. Εχω πολλά να κάνω. Πρέπει να υποβάλω μήνυση σε πολλά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του κράτους του Νεπάλ», ισχυρίστηκε. Παρά τους ισχυρισμούς του, ο Σομπράζ καταζητείται ως δολοφόνος και από άλλα κράτη, όπου δρούσε επί πολλά χρόνια σε αρκετές χώρες της Ασίας.
Αν δεν είχε καταφέρει να αποδράσει από την Αθήνα, ίσως να είχαν αποφευχθεί τα δεκάδες στυγερά εγκλήματα που τέλεσε. Ισως τα νεαρά άτομα που τον εμπιστεύτηκαν και έχασαν τη ζωή τους με τραγικό τρόπο από τα χέρια του να ζούσαν ακόμα, όπως εκείνος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο χρόνος θα είχε αφήσει τα σημάδια του στα πρόσωπά τους, όπως ακριβώς συνέβη και σε εκείνον.
Υστερα, άλλωστε, από 19 ολόκληρα χρόνια ο κόσμος αντικρίζει ξανά αυτό το πρόσωπο, αυτό το βλέμμα εξαιτίας του οποίου του δόθηκε το προσωνύμιο «Ερπετό». «Από τα μάτια του καταλάβαινες ότι κυλούσε παγωμένο αίμα στις φλέβες του», έχει δηλώσει ένας από τους βιογράφους του. Ενας από όλους εκείνους που μέσα από τη συγγραφή βιβλίων (πέντε στο σύνολο) αλλά και την παραγωγή ντοκιμαντέρ (έξι) επιχειρούν να σηκώσουν το πέπλο και να διεισδύσουν στο σκοτάδι της ύπαρξής του.
Η σύλληψη για κλοπές
Δραστηριοποιούνται ακόμη και στη Ρόδο, όπου και συλλαμβάνονται για κλοπές. Την περίοδο εκείνη η Ρόδος είναι συνώνυμη της καλοπέρασης και του ελληνικού καλοκαιριού, ένα από τα πλέον κοσμικά νησιά. Οι Δυτικοί τουρίστες με πτήσεις τσάρτερ φέρνουν πολλά χρήματα, με το δολάριο να γίνεται το δεύτερο νόμισμα λόγω του αμερικανικού στόλου που αράζει εκεί συχνά με χιλιάδες ναύτες.
Κάθε βράδυ το «Ερπετό» και ο αδελφός του βγαίνουν παγανιά με σκοπό να ληστέψουν.
Εν τέλει συλλαμβάνονται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού: ενώ οι επιβάτες ανεβαίνουν στο λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στο αεροπλάνο, ο Λιβανέζος και ο Σομπράζ βρίσκονται εντελώς τυχαία καθ' οδόν για την πτήση. Το θύμα αναγνωρίζει τον κλέφτη, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει καβγάς και ο οδηγός του λεωφορείου να καλέσει την Αστυνομία.
Μια σακούλα διαβατήρια, χρήματα και ένα γουόκι τόκι, τεχνολογικά πολύ πιο προηγμένο από αυτά που είχε τότε ο Ελληνικός Στρατός, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία στους αστυνομικούς. Τα δύο αδέλφια μεταφέρονται στα κρατητήρια. Το «Ερπετό», όμως, έχει φροντίσει να πάρει τα μέτρα του. Είχε ήδη πείσει τον αφελή αδελφό του ότι τους συμφέρει να αλλάξουν διαβατήρια. Ετσι όταν οδηγούνται στον Κορυδαλλό, οι Αρχές νομίζουν ότι ο μικρός αδελφός είναι ο διαβόητος εγκληματίας, ο «εγκέφαλος» για τον οποίο τους έχουν προειδοποιήσει και άλλες χώρες. Τα αδέλφια καταλήγουν στις Φυλακές Κορυδαλλού και μετά στις Φυλακές Αίγινας, με την ποινή τους να ξεπερνά τους 18 μήνες κάθειρξης.
Τότε είναι που το «Ερπετό» καταστρώνει την τρίτη, αλλά όχι τελευταία επιτυχημένη απόδρασή του. Τον Φεβρουάριο του 1974, στο διπλανό του κελί τοποθετούν δύο Αμερικανούς που έχουν συλληφθεί για κατοχή μαριχουάνας. Ο ένας είναι ο Τζέρι από τη Νέα Υόρκη, πρώην προγραμματιστής. Μαζί με τον Σομπράζ καταστρώνουν ένα σχέδιο. Στο επισκεπτήριο η κοπέλα του Τζέρι καταφέρνει να του περάσει μία λίμα, σχοινί και μεγάλες σιδερένιες σφήνες.
Το «Ερπετό» ξεκινά να σκάβει ένα τούνελ από το κελί του με σκοπό να βγουν νύχτα στο προαύλιο και από εκεί να αναρριχηθούν στον εξωτερικό τοίχο. Ο ίδιος απελευθερώνεται, αλλά αφήνει τον αδελφό του να σαπίζει. Τελικά ο Αντρέ αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και παραδίδεται από τις ελληνικές στις τουρκικές αρχές. Εκεί καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα.
Ο αδελφός του, όμως, βρίσκεται ήδη μακριά, δίχως καμία διάθεση να κοιτάξει πίσω. Ταξιδεύει από την Ινδία στο Ιράν. Εκεί βρίσκει γαλλόφωνους ή αγγλόφωνους τουρίστες, συνήθως ζευγάρια, τους κάνει φίλους και μετά τους προτείνει να τον βοηθήσουν στη μεταφορά κοσμημάτων, με το αζημίωτο. Οταν δεν δέχονται, κλέβει τα χρήματά τους, τα διαβατήρια και τα εισιτήριά τους. Τα περισσότερα εγκλήματά του τα διαπράττει στην Μπανγκόκ. Πλέον ναρκώνει τα θύματά του, τα ληστεύει και στη συνέχεια τα σκοτώνει. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για τουρίστριες από χώρες της Δύσης.
Δηλώνει «αθώος»
Το όνομά του έχει συνδεθεί με περίπου 20 φόνους. Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα και για 30 ή 40. Ακόμα κι αν αυτός εμμένει στην αθωότητά του, εκείνοι που σώθηκαν ως διά μαγείας έχουν αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που δίχως τύψεις ή συναίσθημα αφαιρούσε ζωές. Κατά πολλούς, έχει αρκετά κοινά με τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ», τον απίθανο χαρακτήρα της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Αυτός, εκτός από δολοπλόκος και μηχανορράφος, είναι ένας κοινωνιοπαθής που είναι σε θέση να ξεπεράσει κάθε ηθικό φραγμό για να πετύχει τον σκοπό του. Μπροστά στον Σαρλ Σομπράζ, όμως, ακόμα και ο Ρίπλεϊ θυμίζει βασανισμένη ψυχή με αγγελικές διαστάσεις. Εξάλλου, ο τελευταίος αποτελεί αποκύημα της φαντασίας της συγγραφέως Πατρίσια Χάισμιθ, σε αντίθεση με τον Σαρλ Σομπράζ που καθ’ όλη τη διάρκεια της πραγματικής ζωής του ύφανε έναν ολέθριο ιστό εγκλημάτων.
Τα προβλήματα για τον ίδιο ξεκινούν από την παιδική του ηλικία. Ο Ινδός πατέρας του και η Βιετναμέζα μητέρα του αποκτούν ένα ακόμα παιδί, την αδελφή του. Ο πατέρας, όμως, εγκαταλείπει την οικογένεια αμέσως μετά τη γέννησή της και έτσι μητέρα και παιδιά μετακομίζουν στη Γαλλία, και συγκεκριμένα στο Παρίσι. Εκεί η μητέρα παντρεύεται έναν Γάλλο αξιωματικό, με τον οποίο αποκτά έναν άλλον γιο, τον ετεροθαλή αδελφό του Σομπράζ, που στη συνέχεια γίνεται συνεργός του.
Ο Σομπράζ στην ουσία δεν εντάσσεται ποτέ στην οικογένεια. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο πατριός του υιοθετεί την αδελφή του, αλλά όχι εκείνον, τον οποίο και επιθυμεί διακαώς να διώξει από το σπίτι. Ακόμα και η σχέση με τη μητέρα του είναι προβληματική. Στο πρόσωπό του εκείνη δεν σταματά να βλέπει τον πρώτο της σύζυγο, ο οποίος την έχει προδώσει.
Οσοι ειδικοί και μη επιχειρούν να κατανοήσουν τον ψυχισμό του, ισχυρίζονται ότι η έλλειψη της μητρικής αγάπης λειτούργησε καταλυτικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Από την εφηβεία, άλλωστε, έχει αρχίσει να επιδεικνύει μια ροπή προς το έγκλημα. Είναι μόλις 12 ετών όταν διαπράττει το πρώτο του έγκλημα. Εκτοτε ληστεύει κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, γειτόνισσες, ακόμα και συμμαθητές του. Καταλήγει άπειρες φορές στο κρατητήριο και κάποιες άλλες στη φυλακή για μικροαδικήματα.
Την πρώτη φορά που καταδικάζεται σε φυλάκιση ήταν 19 χρόνων για ληστεία. Τον στέλνουν στη Φυλακές Πουασί, κοντά στο Παρίσι, ένα κτίριο που είχε δημιουργηθεί τον 16ο αιώνα ως μοναστήρι και στα κελιά υπήρχε χώρος μονάχα για ύπνο. Η επαφή του, όμως, με εγκληματίες φαίνεται ότι δεν λειτούργησε αποτρεπτικά.
Αντιθέτως, από μικροαπατεώνας αναβαθμίζεται σε κανονικό εγκληματία, ενώ παίρνει και την πρώτη γεύση από την υψηλή κοινωνία του Παρισιού. Αγνωστο πώς, αλλά πείθει έναν αριστοκράτη να γίνει μέντοράς του. Πράγματι, τον συστήνει στον κύκλο του και μέσω αυτού γνωρίζει την πρώτη του σύζυγο, γόνο καλής οικογένειας. Παρασέρνει και εκείνη για λίγο στην παρανομία, μέχρι που τον εγκαταλείπει.
Σήμερα η είδηση της απελευθέρωσής του αναμοχλεύει το παρελθόν. Σοκάρει και όλους εκείνους που μαθαίνουν τα πεπραγμένα του από την τηλεοπτική σειρά του Netflix, αλλά και τους παλαιότερους που θυμούνται τον άνδρα με τα χίλια πρόσωπα και τα δεκάδες θύματα που άφησε στο διάβα του. Στα 78 του χρόνια είναι πλέον ελεύθερος, αφού το δικαστήριο του Νεπάλ έλαβε υπόψη του την εύθραυστη υγεία του. Χρειάζεται επειγόντως να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, ενώ αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα υγείας.
«Κακός σπόρος»
Οπως σχολίασε ηλικιωμένος φωτορεπόρτερ που δεκαετίες νωρίτερα είχε καλύψει κάθε πτυχή της υπόθεσής του, «όσα έκανε δεν διαγράφονται, δεν λησμονούνται. Είναι αρκετά ώστε να τον κατατάξουν στους πραγματικά κακούς σπόρους αυτής της ζωής». Εκείνος όμως βγήκε από τη φυλακή που αποκαλούσε «σπίτι» επί τόσα χρόνια, δίχως να κάνει κανένα σχόλιο.
Είπε πολλά όμως στους δημοσιογράφους που αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν κατά την επιστροφή του στο Παρίσι. Επιβιβάστηκαν και αυτοί στο αεροπλάνο που τον μετέφερε από το Νεπάλ στην Ντόχα του Κατάρ και από εκεί στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Σομπράζ διαβεβαίωσε τον δημοσιογράφο του Γαλλικού Πρακτορείου πως είναι αθώος.
«Είμαι αθώος για όλες αυτές τις υποθέσεις, εντάξει; Ολα οικοδομήθηκαν πάνω σε πλαστά έγγραφα. Εχω πολλά να κάνω. Πρέπει να υποβάλω μήνυση σε πολλά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του κράτους του Νεπάλ», ισχυρίστηκε. Παρά τους ισχυρισμούς του, ο Σομπράζ καταζητείται ως δολοφόνος και από άλλα κράτη, όπου δρούσε επί πολλά χρόνια σε αρκετές χώρες της Ασίας.
Αν δεν είχε καταφέρει να αποδράσει από την Αθήνα, ίσως να είχαν αποφευχθεί τα δεκάδες στυγερά εγκλήματα που τέλεσε. Ισως τα νεαρά άτομα που τον εμπιστεύτηκαν και έχασαν τη ζωή τους με τραγικό τρόπο από τα χέρια του να ζούσαν ακόμα, όπως εκείνος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο χρόνος θα είχε αφήσει τα σημάδια του στα πρόσωπά τους, όπως ακριβώς συνέβη και σε εκείνον.
Υστερα, άλλωστε, από 19 ολόκληρα χρόνια ο κόσμος αντικρίζει ξανά αυτό το πρόσωπο, αυτό το βλέμμα εξαιτίας του οποίου του δόθηκε το προσωνύμιο «Ερπετό». «Από τα μάτια του καταλάβαινες ότι κυλούσε παγωμένο αίμα στις φλέβες του», έχει δηλώσει ένας από τους βιογράφους του. Ενας από όλους εκείνους που μέσα από τη συγγραφή βιβλίων (πέντε στο σύνολο) αλλά και την παραγωγή ντοκιμαντέρ (έξι) επιχειρούν να σηκώσουν το πέπλο και να διεισδύσουν στο σκοτάδι της ύπαρξής του.
Ειδήσεις σήμερα:
Κορωνοϊός: Ευρωπαϊκό «ναι» στα τεστ για τους ταξιδιώτες από την Κίνα από την ΕΕ
Κρίση στο Αιγαίο: Επιφυλακή μέχρι τις τουρκικές εκλογές
Βασίλης Τόπαλος: Παρέμβαση του Αρείου Πάγου για τον θάνατο - «Είχε βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση», λέει το Τζάνειo
Κορωνοϊός: Ευρωπαϊκό «ναι» στα τεστ για τους ταξιδιώτες από την Κίνα από την ΕΕ
Κρίση στο Αιγαίο: Επιφυλακή μέχρι τις τουρκικές εκλογές
Βασίλης Τόπαλος: Παρέμβαση του Αρείου Πάγου για τον θάνατο - «Είχε βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση», λέει το Τζάνειo
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr