Paco Rabanne, ο προφήτης της υψηλής ραπτικής
Paco Rabanne, ο προφήτης της υψηλής ραπτικής
Οραματιστής, εικονοκλάστης και πρωτοπόρος, ο Βάσκος σχεδιαστής ήταν τόσο ακραία ριζοσπάστης ώστε θεωρούσε το ράψιμο τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από σκλαβιά. Αυτή είναι η ζωή του ανθρώπου που όρισε το κίνημα avant garde και συνομίλησε -κατά τα λεγόμενά του- τρεις φορές με τον Θεό
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Φλυαρούμε και χύνουμε περισσότερο μελάνι απ' όσο μπορούμε να καταναλώσουμε σε λέξεις για το diversity. Η διαφορετικότητα είναι το ιερό δισκοπότηρο της μόδας - κατ' επέκταση και της κοινωνίας. Προσπαθούμε να την ορίσουμε και να την περιγράψουμε, μήπως και καταφέρουμε να την κατακτήσουμε. Ο θάνατος του Πάκο Ραμπάν και η αναδρομή στο έργο του ήρθαν να υπενθυμίσουν πως μάλλον ματαιοπονούμε, επινοούμε οιονεί απροσπέλαστα κωλύματα, είμαστε ενδεχομένως μέχρι και παρωχημένοι. Ο λόγος; Η απόφαση του ίδιου να προτείνει, να εφαρμόσει και τελικά να επιβάλει τη δική του αναθεωρητική ματιά στη μόδα αλλά και την αρωματοποιία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '60.
Κι αν κανείς δεν πείθεται από τις φουτουριστικές -για την εποχή του, αλλά ακόμα και για το σήμερα- δημιουργίες του, αρκεί η μήνις που προκαλούσε ο νεαρός και εικονοκλάστης στο ξεκίνημά του σχεδιαστής στους γηραιότερους συναδέλφους του. Είναι παροιμιώδης η απαξία της Κοκό Σανέλ προς τον Ισπανό συνάδελφό της, τον οποίο θεωρούσε έναν άξιο μεταλλουργό, αλλά σε καμία περίπτωση σχεδιαστή μόδας.
Εάν κάτι όρισε το έργο αλλά και τη ζωή του Πάκο Ραμπάν, εκτός από τις μεταφυσικές ανησυχίες του -θεωρούσε πως είχε το προνόμιο ή για κάποιους το χάρισμα να πηγαινοέρχεται σε έναν άρρητο, μη απτό κόσμο-, ήταν η αρχιτεκτονική. Αλλωστε, αυτή ήταν η πρώτη τέχνη στην οποία μαθήτευσε ως φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού στα τέλη της δεκαετίας του '50. Γεννημένος στη Χώρα των Βάσκων το 1934, ο Ραμπάν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του σε ηλικία μόλις πέντε ετών, έπειτα από τη δολοφονία του πατέρα του από στρατιώτες του Φρανθίσκο Φράνκο στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου.
Εχοντας ως μοναδικό αποκούμπι τη μητέρα του, η οποία εργαζόταν ως επικεφαλής ράφτρα του Κριστόμπαλ Μπαλεντσιάγκα, ο φιλοπερίεργος μπόμπιρας πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς. Εζησε στη Γαλλία για το υπόλοιπο της ζωής του, επηρεάστηκε και επηρέασε την κουλτούρα της μόδας, έγινε σάρκα από τη σάρκα της παριζιάνικης υψηλής ραπτικής. Σε τέτοιο βαθμό ώστε, μολονότι Βάσκος, οι περισσότεροι τον έχουν -στρεβλά- στον νου τους ως Γάλλο.
Παρότι η αρχιτεκτονική τού ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία, η μόδα έγινε τελικά η κιβωτός για την καλλιτεχνική ανησυχία του. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως το να σχεδιάζει ρούχα ήταν λιγότερο περιοριστικό από το να οραματίζεται κτίρια. Ναι, ο Ραμπάν που ξεκίνησε το δούναι και λαβείν του με τους κορυφαίους μόδιστρους της εποχής σχεδιάζοντας κοσμήματα και κουμπιά για εκείνους, όπως λόγου χάρη για λογαριασμό του Κριστιάν Ντιόρ, δεν ήθελε και μάλλον ούτε μπορούσε να υπακούει σε νόρμες, κανόνες και μανιέρες. Αδιάψευστος μάρτυρας για το παραπάνω παραμένει η πρώτη συλλογή που παρουσίασε το 1964, σε ηλικία 30 ετών. Κανένα από τα ρούχα δεν μπορούσε να φορεθεί, ενώ ήταν όλα φτιαγμένα από παράξενα -για τον καιρό εκείνο- υλικά, ήτοι από πλαστικό, μέταλλο, ακόμα και χαρτί. Ο ίδιος ήταν απολύτως ξεκάθαρος βαφτίζοντας την πρώτη κολεξιόν του «12 Πειραματικά Φορέματα».
Κάποιοι θα μπορούσαν να συμπεράνουν σήμερα ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος σχεδιαστής τρόλαρε. Η αλήθεια βέβαια μοιάζει να βρίσκεται εγγύτερα στην υπόθεση πως ήταν αποφασισμένος να αποδομήσει.
Αναμφίβολα, το κατάφερε. Οι τεχνικά και αισθητικά φερμένες από κάποιο μακρινό γαλαξία δημιουργίες του όχι μόνο λατρεύτηκαν από τις σταρ τις εποχής, αλλά παραμένουν μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς. Μάλιστα, ένα από εκείνα τα πρώτα μίνι φορέματα, κατασκευασμένο αποκλειστικά από νήματα αλουμινίου, ανήκει από το 2008 στην εμβληματική συλλογή του Costume Institute του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Και αποτελεί συνεπώς κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας για τους όπου Γης fashionistas που μετρούν αντίστροφα για την ετήσια μαγιάτικη λαοσύναξη των επιδραστικών της μόδας, δηλαδή το MET Gala.
Κι αν κανείς δεν πείθεται από τις φουτουριστικές -για την εποχή του, αλλά ακόμα και για το σήμερα- δημιουργίες του, αρκεί η μήνις που προκαλούσε ο νεαρός και εικονοκλάστης στο ξεκίνημά του σχεδιαστής στους γηραιότερους συναδέλφους του. Είναι παροιμιώδης η απαξία της Κοκό Σανέλ προς τον Ισπανό συνάδελφό της, τον οποίο θεωρούσε έναν άξιο μεταλλουργό, αλλά σε καμία περίπτωση σχεδιαστή μόδας.
Εάν κάτι όρισε το έργο αλλά και τη ζωή του Πάκο Ραμπάν, εκτός από τις μεταφυσικές ανησυχίες του -θεωρούσε πως είχε το προνόμιο ή για κάποιους το χάρισμα να πηγαινοέρχεται σε έναν άρρητο, μη απτό κόσμο-, ήταν η αρχιτεκτονική. Αλλωστε, αυτή ήταν η πρώτη τέχνη στην οποία μαθήτευσε ως φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού στα τέλη της δεκαετίας του '50. Γεννημένος στη Χώρα των Βάσκων το 1934, ο Ραμπάν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του σε ηλικία μόλις πέντε ετών, έπειτα από τη δολοφονία του πατέρα του από στρατιώτες του Φρανθίσκο Φράνκο στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου.
Εχοντας ως μοναδικό αποκούμπι τη μητέρα του, η οποία εργαζόταν ως επικεφαλής ράφτρα του Κριστόμπαλ Μπαλεντσιάγκα, ο φιλοπερίεργος μπόμπιρας πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς. Εζησε στη Γαλλία για το υπόλοιπο της ζωής του, επηρεάστηκε και επηρέασε την κουλτούρα της μόδας, έγινε σάρκα από τη σάρκα της παριζιάνικης υψηλής ραπτικής. Σε τέτοιο βαθμό ώστε, μολονότι Βάσκος, οι περισσότεροι τον έχουν -στρεβλά- στον νου τους ως Γάλλο.
Παρότι η αρχιτεκτονική τού ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία, η μόδα έγινε τελικά η κιβωτός για την καλλιτεχνική ανησυχία του. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως το να σχεδιάζει ρούχα ήταν λιγότερο περιοριστικό από το να οραματίζεται κτίρια. Ναι, ο Ραμπάν που ξεκίνησε το δούναι και λαβείν του με τους κορυφαίους μόδιστρους της εποχής σχεδιάζοντας κοσμήματα και κουμπιά για εκείνους, όπως λόγου χάρη για λογαριασμό του Κριστιάν Ντιόρ, δεν ήθελε και μάλλον ούτε μπορούσε να υπακούει σε νόρμες, κανόνες και μανιέρες. Αδιάψευστος μάρτυρας για το παραπάνω παραμένει η πρώτη συλλογή που παρουσίασε το 1964, σε ηλικία 30 ετών. Κανένα από τα ρούχα δεν μπορούσε να φορεθεί, ενώ ήταν όλα φτιαγμένα από παράξενα -για τον καιρό εκείνο- υλικά, ήτοι από πλαστικό, μέταλλο, ακόμα και χαρτί. Ο ίδιος ήταν απολύτως ξεκάθαρος βαφτίζοντας την πρώτη κολεξιόν του «12 Πειραματικά Φορέματα».
Κάποιοι θα μπορούσαν να συμπεράνουν σήμερα ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος σχεδιαστής τρόλαρε. Η αλήθεια βέβαια μοιάζει να βρίσκεται εγγύτερα στην υπόθεση πως ήταν αποφασισμένος να αποδομήσει.
Αναμφίβολα, το κατάφερε. Οι τεχνικά και αισθητικά φερμένες από κάποιο μακρινό γαλαξία δημιουργίες του όχι μόνο λατρεύτηκαν από τις σταρ τις εποχής, αλλά παραμένουν μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς. Μάλιστα, ένα από εκείνα τα πρώτα μίνι φορέματα, κατασκευασμένο αποκλειστικά από νήματα αλουμινίου, ανήκει από το 2008 στην εμβληματική συλλογή του Costume Institute του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Και αποτελεί συνεπώς κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας για τους όπου Γης fashionistas που μετρούν αντίστροφα για την ετήσια μαγιάτικη λαοσύναξη των επιδραστικών της μόδας, δηλαδή το MET Gala.
Τα χέρια με τη δημοσιότητα ο Ραμπάν τα έδωσε το 1966. Στην επίδειξη δηλαδή της δεύτερης συλλογής του με τίτλο «12 Μη Φορέσιμα Φορέματα». Το καταδικασμένο να σκανδαλίσει τα ιερά και τα όσια της παρισινής μόδας event πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο «George V» στη γαλλική πρωτεύουσα. Τα μοντέλα -ξυπόλητα και απαλλαγμένα από τα εσώρουχά τους- λάνσαραν υποδειγματικά τις δημιουργίες του Βάσκου σχεδιαστή, οι οποίες εννοείται πως ήταν κατασκευασμένες από οτιδήποτε άλλο εκτός από ύφασμα, ενώ ο Βιντάλ Σασούν είχε επιμεληθεί τα larger than life χτενίσματά τους. «Ηταν μάλλον ένα πρωτόγνωρο, αν όχι δύσκολο θέαμα. Κάποιοι νομίζω είχαν αναρριγήσει από τον φόβο τους», εξομολογούνταν ο Ραμπάν λίγες εβδομάδες αργότερα σε συνέντευξή του στους «Times». Ο σκοπός του βέβαια είχε επιτευχθεί μέχρι κεραίας. Με σημερινούς όρους, ο νεαρός Βάσκος είχε γίνει viral. Για λάθος, αλλά κυρίως για σωστούς λόγους.
Η Γαλλία χρειάστηκε χρόνο για να χωνέψει και να μεταβολίσει την αντισυμβατική ματιά του. Δεν συνέβη το ίδιο με τους Αμερικανούς fashion editors, οι οποίοι υποκλίθηκαν με την πρώτη ματιά στις αισθητικές και τεχνικές καινοτομίες του Ραμπάν. Την ίδια γνώμη είχαν και τα πιο λαμπρά αστέρια της εποχής. Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Φρασουάζ Αρντί, η Τζέιν Μπίρκιν έγιναν αυτοβούλως η ζωντανή διαφήμιση της νέας «γυναικείας πανοπλίας» που είχε επινοήσει ο σχεδιαστής - επιτομή της αποτελεί το πράσινο κορμάκι από πλαστικό που ο Ραμπάν δημιούργησε για την Τζέιν Φόντα για τις ανάγκες της ταινίας «Barbarella» το 1968. Ναι, η αρχιτεκτονική ματιά του στη μόδα ήταν εκείνο που αναζητούσε ο κινηματογράφος της εποχής, πράγμα που επισφράγισε η συνεργασία του Ραμπάν με τον Ζακ-Λικ Γκοντάρ και τον Γουίλιαμ Κλάιν. Τα πράγματα εξελίχθηκαν με τέτοια κεκτημένη ταχύτητα, ώστε πολλοί δικαίως άρχισαν να εικάζουν για εκείνον πως διέθετε θείο χάρισμα. Ο ίδιος προτιμούσε να αποδίδει την επιτυχία του σε πιο γήινα και ταπεινά ελατήρια. Κινητήριος μοχλός της έμπνευσής του έλεγε πως ήταν η ακλόνητη πίστη του ότι το ράψιμο είναι σκλαβιά - προφανώς είχε βιωματική γνώση από την προϋπηρεσία της μητέρας του.
Αυτή ήταν ίσως η μόνη ρεαλιστική παραδοχή ενός ανθρώπου που πατούσε σε δύο βάρκες. Εκείνη του πραγματικού και την άλλη, του μεταφυσικού κόσμου. Ο Ραμπάν είχε την αδιάσειστη βεβαιότητα πως είχε συναντηθεί με τον Θεό όχι μία ή δύο, αλλά τρεις φορές, υποστήριζε πως είχε επαφή τρίτου τύπου, ισχυριζόταν ότι είχε επικοινωνήσει άπαξ με την Παναγία, ενώ ήταν βέβαιος πως είχε ζήσει τουλάχιστον δύο προηγούμενες ζωές. Στη μία έλεγε πως ήταν πόρνη στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΕ’ και στην άλλη ότι είχε δολοφονήσει τον Αιγύπτιο φαραώ Τουταγχαμών. Η αχαλίνωτη φαντασία εκτός από πρώτη ύλη της δουλειάς του φαίνεται πως ήταν και συστατικό του χαρακτήρα του. Και βέβαια λειτούργησε ως καύσιμη ύλη για τη γιγάντωση μιας αυτοκρατορίας που εκτός από τη μόδα επεκτάθηκε αρχικά στην αρωματοποιία και ως τα τέλη των 80s είχε φτάσει μέχρι τα έπιπλα και τη διακόσμηση. Το πρώτο του γυναικείο άρωμα ονόματι Calandre κυκλοφόρησε το 1969 και εξακολουθεί να διατίθεται μισό και πλέον αιώνα μετά.
Το 1999 ο Ραμπάν αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, εμπιστευόμενος το μέλλον του οίκου του στα χέρια του ισπανικού ομίλου Puig - την οικογενειακή επιχείρηση στο χαρτοφυλάκιο της οποίας ανήκουν μεταξύ άλλων οι οίκοι Carolina Herrera, Dries Van Noten, Jean Paul Gaultier, Byredo και η Apivita. Η αποχώρηση του Βάσκου από το πρόσταγμα του οίκου συνδέθηκε και με την πτώση του σε αίγλη, πρωτοτυπία και επιδραστικότητα. Το χαμένο έδαφος ανέλαβε να κερδίσει από το 2014 ο σημερινός καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου, Τζούλιεν Ντοσένα. Το πάλαι ποτέ δεξί χέρι του Νικολά Γκεσκιέρ (βλ. Louis Vuitton) κατάφερε να αναβιώσει το όραμα του Ραμπάν όχι ως μουσειακό είδος, αλλά εκσυγχρονίζοντάς το και απαλλάσσοντάς το από τις μπόλικες στρώσεις σκόνης του χρόνου που είχε σωρεύσει.
Αν μη τι άλλο, ο Βάσκος σχεδιαστής που πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 88 ετών, ήταν παραπάνω από ικανοποιημένος που ο καλλιτεχνικός επίγονός του είναι ένας 40χρονος ευφυής τύπος από τη Βρετάνη ο οποίος έχει βρει τη βαλβίδα αποσυμπίεσής του από τα εγκόσμια στο Playstation. Είναι, λέει, καλύτερο κι από Xanax.
Ειδήσεις σήμερα:
Συνταξιούχοι: Όλες οι πληρωμές έως το τέλος Μαρτίου
Κύπρος: Δικηγόρος έλεγε σε πελάτη πως κέρδιζε δίκες που δεν είχαν γίνει - Αποσύρθηκαν ξαφνικά οι κατηγορίες εις βάρος του
Αμηχανία στον ΣΥΡΙΖΑ για το «ματς Πολάκη» - Η καρατόμηση Αδαμίδη και οι αντιδράσεις για Κεδίκογλου
Η Γαλλία χρειάστηκε χρόνο για να χωνέψει και να μεταβολίσει την αντισυμβατική ματιά του. Δεν συνέβη το ίδιο με τους Αμερικανούς fashion editors, οι οποίοι υποκλίθηκαν με την πρώτη ματιά στις αισθητικές και τεχνικές καινοτομίες του Ραμπάν. Την ίδια γνώμη είχαν και τα πιο λαμπρά αστέρια της εποχής. Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Φρασουάζ Αρντί, η Τζέιν Μπίρκιν έγιναν αυτοβούλως η ζωντανή διαφήμιση της νέας «γυναικείας πανοπλίας» που είχε επινοήσει ο σχεδιαστής - επιτομή της αποτελεί το πράσινο κορμάκι από πλαστικό που ο Ραμπάν δημιούργησε για την Τζέιν Φόντα για τις ανάγκες της ταινίας «Barbarella» το 1968. Ναι, η αρχιτεκτονική ματιά του στη μόδα ήταν εκείνο που αναζητούσε ο κινηματογράφος της εποχής, πράγμα που επισφράγισε η συνεργασία του Ραμπάν με τον Ζακ-Λικ Γκοντάρ και τον Γουίλιαμ Κλάιν. Τα πράγματα εξελίχθηκαν με τέτοια κεκτημένη ταχύτητα, ώστε πολλοί δικαίως άρχισαν να εικάζουν για εκείνον πως διέθετε θείο χάρισμα. Ο ίδιος προτιμούσε να αποδίδει την επιτυχία του σε πιο γήινα και ταπεινά ελατήρια. Κινητήριος μοχλός της έμπνευσής του έλεγε πως ήταν η ακλόνητη πίστη του ότι το ράψιμο είναι σκλαβιά - προφανώς είχε βιωματική γνώση από την προϋπηρεσία της μητέρας του.
Αυτή ήταν ίσως η μόνη ρεαλιστική παραδοχή ενός ανθρώπου που πατούσε σε δύο βάρκες. Εκείνη του πραγματικού και την άλλη, του μεταφυσικού κόσμου. Ο Ραμπάν είχε την αδιάσειστη βεβαιότητα πως είχε συναντηθεί με τον Θεό όχι μία ή δύο, αλλά τρεις φορές, υποστήριζε πως είχε επαφή τρίτου τύπου, ισχυριζόταν ότι είχε επικοινωνήσει άπαξ με την Παναγία, ενώ ήταν βέβαιος πως είχε ζήσει τουλάχιστον δύο προηγούμενες ζωές. Στη μία έλεγε πως ήταν πόρνη στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΕ’ και στην άλλη ότι είχε δολοφονήσει τον Αιγύπτιο φαραώ Τουταγχαμών. Η αχαλίνωτη φαντασία εκτός από πρώτη ύλη της δουλειάς του φαίνεται πως ήταν και συστατικό του χαρακτήρα του. Και βέβαια λειτούργησε ως καύσιμη ύλη για τη γιγάντωση μιας αυτοκρατορίας που εκτός από τη μόδα επεκτάθηκε αρχικά στην αρωματοποιία και ως τα τέλη των 80s είχε φτάσει μέχρι τα έπιπλα και τη διακόσμηση. Το πρώτο του γυναικείο άρωμα ονόματι Calandre κυκλοφόρησε το 1969 και εξακολουθεί να διατίθεται μισό και πλέον αιώνα μετά.
Το 1999 ο Ραμπάν αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, εμπιστευόμενος το μέλλον του οίκου του στα χέρια του ισπανικού ομίλου Puig - την οικογενειακή επιχείρηση στο χαρτοφυλάκιο της οποίας ανήκουν μεταξύ άλλων οι οίκοι Carolina Herrera, Dries Van Noten, Jean Paul Gaultier, Byredo και η Apivita. Η αποχώρηση του Βάσκου από το πρόσταγμα του οίκου συνδέθηκε και με την πτώση του σε αίγλη, πρωτοτυπία και επιδραστικότητα. Το χαμένο έδαφος ανέλαβε να κερδίσει από το 2014 ο σημερινός καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου, Τζούλιεν Ντοσένα. Το πάλαι ποτέ δεξί χέρι του Νικολά Γκεσκιέρ (βλ. Louis Vuitton) κατάφερε να αναβιώσει το όραμα του Ραμπάν όχι ως μουσειακό είδος, αλλά εκσυγχρονίζοντάς το και απαλλάσσοντάς το από τις μπόλικες στρώσεις σκόνης του χρόνου που είχε σωρεύσει.
Αν μη τι άλλο, ο Βάσκος σχεδιαστής που πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 88 ετών, ήταν παραπάνω από ικανοποιημένος που ο καλλιτεχνικός επίγονός του είναι ένας 40χρονος ευφυής τύπος από τη Βρετάνη ο οποίος έχει βρει τη βαλβίδα αποσυμπίεσής του από τα εγκόσμια στο Playstation. Είναι, λέει, καλύτερο κι από Xanax.
Ειδήσεις σήμερα:
Συνταξιούχοι: Όλες οι πληρωμές έως το τέλος Μαρτίου
Κύπρος: Δικηγόρος έλεγε σε πελάτη πως κέρδιζε δίκες που δεν είχαν γίνει - Αποσύρθηκαν ξαφνικά οι κατηγορίες εις βάρος του
Αμηχανία στον ΣΥΡΙΖΑ για το «ματς Πολάκη» - Η καρατόμηση Αδαμίδη και οι αντιδράσεις για Κεδίκογλου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα