Λούσι Μπλάκμαν: Η φρικιαστική ιστορία του εγκλήματος που συγκλόνισε την Ιαπωνία

Τα τραγικά γεγονότα γύρω από την εξαφάνιση και τον θάνατο της 21χρονης Λούσι Μπλάκμαν

Σε σκηνοθεσία του Χιου Γιαμαμότο και παραγωγή της Ντέμπορα Μπαρίλλας, το «Missing: The Lucie Blackman Case», το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Netflix, θα παρουσιάσει την πολύπλοκη έρευνα γύρω από τη δολοφονία της Βρετανίδας τουρίστριας Λούσι Μπλάκμαν, πριν από περισσότερα από είκοσι χρόνια.

Η αφίσα που κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία για την προώθηση της σειράς.

Γεννημένη την 1η Ιουλίου 1978 στο Σέβενοουκς του Κεντ, η Λούσι Μπλάκμαν ήταν γνωστή για το κέφι της για ζωή και το της πάθος για τα ταξίδια. Στα είκοσί της χρόνια η Λούσι έφυγε για να εξερευνήσει τον κόσμο, ανυπόμονη να γνωρίσει νέους πολιτισμούς και πήγε με την καλύτερή της φίλη, την Λουίζ, στο Τόκιο με βίζα παραμονής 90 ημερών. Αν και οι όροι της βίζας απαγόρευαν ρητά την εργασία, η 21χρονη Λούσι είχε συσσωρεύσει από τα ταξίδια της χρέη που ήθελε να αρχίσει να εξοφλεί, οπότε άρχισε να εργάζεται παράνομα ως οικοδέσποινα σε ένα δημοφιλές νυχτερινό κέντρο.
Φωτογραφία της Λούσι στο αεροδρόμιο του Τόκιο.


Όπως χιλιάδες άλλα κλαμπ στην Ιαπωνία, ο νέος χώρος εργασίας της Λούσι απαιτούσε από τις οικοδέσποινες να βγαίνουν σε πολλά «dohans» (πληρωμένα ραντεβού) με πελάτες κάθε μήνα. Την 1η Ιουλίου 2000, πήγε σε πληρωμένο ραντεβού με ένα πελάτη του κλαμπ και εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνος. Εκτός από ένα τηλεφώνημα στη Λουίζ κατά τη διάρκεια του ραντεβού, όπου περιέγραψε τον συνοδό της ως «πολύ ωραίο» και είπε ότι της είχε χαρίσει ένα κινητό τηλέφωνο καθώς και ένα μπουκάλι σαμπάνια, κανείς δεν είχε ξανά νέα της.


Την επόμενη μέρα, η Λουίζ έλαβε ένα ανησυχητικό τηλεφώνημα από έναν άνδρα που αυτοπροσδιοριζόταν ως «Ακίρα Ταγκάκι». Έκανε τον παράξενο ισχυρισμό ότι η Λούσι είχε ενταχθεί σε μια αίρεση και ότι αυτή τη στιγμή υποβαλλόταν σε εκπαίδευση. «Βρίσκεται στον κοιτώνα μας. Μελετάει και εφαρμόζει έναν νέο τρόπο ζωής. Έχει τόσα πολλά να μάθει αυτή την εβδομάδα. Δεν πρέπει να την ενοχλήσει κανείς», συνέχισε. Η Λουίζ επικοινώνησε άμεσα με την οικογένεια της Λούσι για να τους ενημερώσει για το τι συνέβαινε.

Η οικογένεια της Μπλάκμαν πέταξε για το Τόκιο και ξεκίνησε μια καμπάνια στα μέσα μαζικής ενημέρωσης προκειμένου να τη βρει. Επικοινώνησαν τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκ, ο οποίος επισκεπτόταν το Τόκιο εκείνη την περίοδο. Οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιοποιούν την εξαφάνιση της Μπλάκμαν στις 13 Ιουλίου, όταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ αναφέρθηκε στην υπόθεση κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στην Ιαπωνία, όπου συναντήθηκε με τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Γιοσίρο Μόρι.


Για να βοηθήσουν στις έρευνες, δημιουργήθηκε μια τηλεφωνική γραμμή πληροφοριών η οποία στελεχώθηκε από Βρετανούς ομογενείς και ένας ανώνυμος επιχειρηματίας χρηματοδότησε μια αμοιβή 100.000 λιρών. Ως αποτέλεσμα της δημοσιότητας γύρω από την υπόθεση, τρεις αλλοδαπές γυναίκες εμφανίστηκαν και υπέδειξαν στις αρχές έναν άνδρα με το όνομα Τζότζι Ομπάρα. Περιέγραψαν ότι ξύπνησαν πονώντας και έχοντας ζαλάδες στο κρεβάτι του Ομπάρα, χωρίς καμία ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας. Αρκετές από αυτές τον είχαν ήδη καταγγείλει στην αστυνομία της περιοχής, αλλά αγνοήθηκαν.

Ο Τζότζι Ομπάρα κατηγορήθηκε για την απαγωγή, τον βιασμό και τον θάνατο της Λούσι Μπλάκμαν.

Στις 9 Φεβρουαρίου 2001, το πτώμα της Μπλακμαν βρέθηκε θαμμένο σε έναν ρηχό τάφο κάτω από μια μπανιέρα σε μια παραθαλάσσια σπηλιά στη Μιούρα, μια περιοχή περίπου 50 χιλιόμετρα νότια του Τόκιο και μερικές εκατοντάδες μέτρα από το διαμέρισμα του Ομπάρα. Το πτώμα είχε κοπεί σε 10 κομμάτια και είχε τοποθετηθεί μέσα σε ξεχωριστές σακούλες. Το κεφάλι της είχε ξυριστεί και είχε κλειστεί σε ένα κουτί με τσιμέντο.

Το πτώμα ήταν σε προχωρημένη αποσύνθεση και ήταν αδύνατο να φανούν τα αίτια θανάτου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο του Ομπάρα, έφτιαξε στην Μπλάκμαν ένα ποτό που περιείχε ναρκωτικό πριν τη βιάσει σε μια πολυκατοικία στο Ζούσι και στη συνέχεια τη σκότωσε. Ο Ομπάρα υποστήριξε την αθωότητά του, υποστηρίζοντας ότι η Λούσι πήρε τα ναρκωτικά με δική της θέληση.

Η Λούσι με την μητέρα λίγες μέρες πριν φύγει για την Ιαπωνία.

Η δίκη του άρχισε στις 4 Ιουλίου 2001. Στις 24 Απριλίου 2007, κρίθηκε ένοχος για πολλαπλούς βιασμούς και ανθρωποκτονία, αλλά αθωώθηκε για το βιασμό και τη δολοφονία της Μπλάκμαν λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Στα αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν την ενοχή του για τους βιασμούς περιλαμβάνονταν περίπου 400 βίντεο, τα οποία τράβηξε ο ίδιος ο Ομπάρα και τον έδειχναν να επιδίδεται σε βιασμό μετά από ραντεβού με γυναίκες. Στην περίπτωση της Μπλάκμαν, ωστόσο, ο εισαγγελέας δεν μπόρεσε να προσκομίσει κανένα εγκληματολογικό στοιχείο που να συνδέει τον Ομπάρα με τον θάνατό της. Τα αίτια του θανάτου της δεν μπόρεσαν να προσδιοριστούν.
Οι Ιαπωνικές αρχές μεταφέρουν το σώμα της Λούσι από το σημείο στο οποίο βρέθηκε.

Το ιαπωνικό δικαστικό σύστημα δέχθηκε επικρίσεις για τον χειρισμό της υπόθεσης. Πιστεύεται ότι η αστυνομία δεν έλαβε σοβαρά υπόψη της αυτή την υπόθεση εξαφάνισης επειδή η Λούσι εργαζόταν παράνομα σε μια δουλειά από την οποία οι γυναίκες συχνά φεύγουν χωρίς προειδοποίηση. Ως εκ τούτου, η ανακάλυψη του πτώματος έγινε πολύ αργά για να προσδιοριστεί η αιτία θανάτου. Η ετυμηγορία, από τριμελή επιτροπή δικαστών, ανέφερε την έλλειψη εγκληματολογικών στοιχείων ως λόγο αθώωσης. Ορισμένα ξένα μέσα ενημέρωσης επέκριναν επίσης την αστυνομία για τη διαρροή πληροφοριών στον Τύπο.

Το «Missing: The Lucie Blackman Case» θα κυκλοφορήσει στο Netflix στις 26 Ιουλίου.

Δείτε το τράιλερ:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr