Τζωρτζίνα Λιώση, η αντιστάρ της δυτικης όχθης
Τζωρτζίνα Λιώση, η αντιστάρ της δυτικης όχθης
Χαρισματική και ταλαντούχα ηθοποιός, ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, ενώ χτίζει το δικό της σήμερα με ρόλους που τη γεμίζουν - Προσεχώς θα τη δούμε στη νέα σειρά του ALPHA «Ο γιατρός»
Το αψεγάδιαστο πρόσωπο της Τζωρτζίνας Λιώση έχει μείνει απαράλλαχτο από την τελευταία φορά που τη συνάντησα, το 2018. Ποζάρει στον φακό με άνεση ντυμένη με τις μεταξωτές δημιουργίες της σχεδιάστριας Lila Nova και αυτό μου δίνει την ευκαιρία να εκθειάσω τις φωτογραφίες, το στυλ και τις ευρηματικές πόζες της στον λογαριασμό της στο Instagram όπου είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Καθόλου τυχαίο που στο παρελθόν είχε κάνει πέρασμα από το μόντελινγκ και ότι ακόμα και σήμερα πολλές εταιρείες ρούχων την επιλέγουν για να ποζάρει ως μούσα τους. Οταν όμως η υποκριτική τής χτύπησε επίμονα την πόρτα, εκείνη προσπέρασε τον κόσμο της μόδας χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η Τζωρτζίνα Λιώση σπούδασε Ψυχολογία και έκανε μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία στη Ρώμη. «Πριν φύγω για το μεταπτυχιακό είχα αρχίσει ήδη να εργάζομαι ως ηθοποιός. Και τα δύο συνυπήρχαν, τα αγαπούσα εξίσου, αλλά επέλεξα την υποκριτική γιατί ήμουν από μικρή ένα παιδί που του άρεσε να εκφράζεται δημιουργώντας. Οταν έκανα την πρώτη μου δουλειά ως ηθοποιός μπήκαν όλα στη θέση τους. Μετά από τρεις επιτυχημένες δουλειές, η μετάβαση υπήρξε ομαλή», θυμάται.
Ως ηθοποιός η Τζωρτζίνα έχει αποδείξει επανειλημμένα το ταλέντο της. Την έχουμε δει στις κινηματογραφικές ταινίες «Κανένας» και «Η αγάπη έρχεται στο τέλος», στην ελληνική σειρά «Ταμάμ», στην τουρκική «Δύο όχθες, ένας Ισμαήλ» και σε πολλές παραστάσεις στο θέατρο. Το φετινό καλοκαίρι είναι απολαυστική ως Κατάθλας, ένα ρόλο που αποδίδει με συμπυκνωμένη ένταση και εκφραστικότητα στην παράσταση «Με σιχάθηκα... αλλά και πάλι όχι εντελώς», που θα παίζεται μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου στο Θερινό Θέατρο Λαμπέτη. Το έργο βασίζεται σε τρεις μονόλογους της Λένας Κιτσοπούλου που αφορούν την κατάθλιψη και συνειδητά νομιμοποιεί το να μη νιώθει κάποιος καλά.
«Η απόφασή μας να τοποθετήσουμε τους χαρακτήρες στα μπουζούκια του 1990 ήρθε μετά από ψάξιμο. Δημιουργήσαμε μια πιθανή κόλαση γι’ αυτούς. Ενα κέντρο διασκέδασης είναι ένα μέρος όπου αναγκαστικά καλείσαι να διασκεδάσεις και σε φέρνει αντιμέτωπο με αυτά που περιέχεις βαθιά μέσα σου. Ο δικός μου χαρακτήρας, ο οποίος είναι από το κείμενο χαρακτηρισμένος ως Κατάθλας, είναι ο μόνος διαγνωσμένος με κατάθλιψη, αυτός που παίρνει χάπια και τον παρακολουθεί γιατρός. Ξαπλώνει για να κοιμηθεί και το υποσυνείδητο καταλαμβάνει τον χώρο», εξηγεί η Τζωρτζίνα Λιώση.
«Ο μέσος άνθρωπος νιώθει παρόμοιους φόβους. Είναι ωραίο να μοιραζόμαστε κάποια πράγματα ως κοινωνία, να μην ντρεπόμαστε να μιλάμε γι’ αυτά. Θεωρήσαμε λοιπόν ότι γι' αυτούς τους χαρακτήρες θα ήταν σαν τιμωρία να βρίσκονται σε ένα κέντρο διασκέδασης, να έρθουν αντιμέτωποι με αυτά που τους τρομάζουν, με εκείνη τη μοναξιά του πλήθους και του πάρτυ. Επιλέξαμε να έχουμε άδεια μπουκάλια, να μην υπάρχει η δυνατότητα να ανάψεις τσιγάρο, να στερείσαι δηλαδή των αντιπερισπασμών ενός κέντρου διασκέδασης, όπως το να πιεις ένα ποτό ή να καπνίσεις. Εχουμε στο μυαλό μας τα μπουζούκια ως ζενίθ της διασκέδασης, αλλά εδώ πρόκειται για έναν τόπο τιμωρίας».
Με χαρακτηριστικά Ιταλίδας και φινέτσα Γαλλίδας, σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να υποδυθεί ρόλους και άλλων εθνικοτήτων, και όχι μόνο την Τουρκάλα Ντιλέκ που ενσάρκωνε στο «Ταμάμ». Με προσγειώνει. «Τα χρόνια που έλειψα στη Ρώμη για το μεταπτυχιακό μόνο όμορφα τα θυμάμαι. Φεύγοντας έξω, όμως, είναι σαν να ξεκινάς από την αρχή. Αν και μιλάω άπταιστα ιταλικά, δεν είναι η μητρική μου γλώσσα και θα υπάρχει μια προφορά πάντα που θα περιορίζει τους ρόλους». Η ίδια πιστεύει, άλλωστε, περισσότερο στην ικανότητα και εκεί επενδύει. «Ποιος είναι σπουδαιότερος ηθοποιός; Αυτός που σου δείχνει το φεγγάρι ώστε να γυρίσεις το κεφάλι σου και να το κοιτάξεις ή αυτός που μένεις να κοιτάς το δάχτυλό του;», αναρωτιέται μονολογώντας.
Η χαρισματική ηθοποιός έχει δηλώσει πολλές φορές πως την ενδιαφέρει η αίσθηση της κοινότητας. Από το Περιστέρι όπου έμενε -περνώντας τα καλοκαίρια της στο Μάτι- πριν από λίγα χρόνια μετακόμισε στη Δραπετσώνα. «Είναι μία παραλιακή πόλη που δεν μοιάζει με τη Γλυφάδα. Παλαιότερα πήγαινα εκεί ως επισκέπτρια λόγω της γιαγιάς μου, αλλά τελικά μετακόμισα λίγο πριν από το πρώτο lockdown. Και το έκανα πολύ συνειδητά όχι μόνο επειδή εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου και εκεί είναι οι ρίζες μου. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη Γλυφάδα και τη Δραπετσώνα, πάλι εκεί θα πήγαινα, γιατί για μένα είναι μία ρομαντική περιοχή. Η Γλυφάδα είναι ένα όμορφο προάστιο και ο παραλιακός δρόμος με τους φοίνικες θεαματικός.
Αλλά ο Πειραιάς είναι ασύγκριτα πιο γοητευτικός. Οταν περνάς από τη Γέφυρα του Ρεμπέτη ξεδιπλώνεται η μεγάλη ιστορία του. Συνοικισμοί με αίσθηση της γειτονιάς κουβαλούν ήθος συμβίωσης και ιστορίες λαϊκού πολιτισμού, τις διηγήσεις της αγαπημένης μου γιαγιάς που πλέον ανήκουν στην ανθολογία και στην ταυτότητά του. Μονοκατοικίες του Μεσοπολέμου με ξύλινες πόρτες-κομψοτεχνήματα, ψηλά ταβάνια, αυλές, νερατζιές προκαλούν μια συγκινησιακή φόρτιση. Οταν ψωνίζω στα μαγαζιά της γειτονιάς όλοι με καλημερίζουν με χαμόγελο», περιγράφει.
Η Τζωρτζίνα Λιώση έχει κοινωνικές ανησυχίες και αγωνιά για το σήμερα, αλλά και για το αύριο. «Στη χώρα που ζούμε εγώ καθημερινά παλεύω για να ανοίξω τα μάτια μου. Προσπαθούμε να διανύσουμε την ημέρα μας και να πούμε ότι επιβιώσαμε και σήμερα. Οταν καίγεται η μισή Ελλάδα προσπαθώ να μη σκεφτώ όλα τα ζώα, τα φυτά και τους ανθρώπους, τους κόπους μιας ζωής. Δεν ξέρω από πού να το πιάσω, εκεί που πάμε να χαρούμε με κάτι, μας το παίρνουν πίσω. Ενώ προσπαθώ να δώσω λύσεις στο Α, ξαφνικά έρχεται και το Β. Κάπως συσσωρεύονται όλα μαζί. Μπορεί να μη ζήσουμε πολύ καλύτερες μέρες, αλλά στη γραμμή της Ιστορίας ξέρουμε ότι κάτι άλλαξε προς το καλύτερο. Μεγαλώναμε σε διαμερίσματα και όταν ζωγραφίζαμε μικροί ένα σπίτι, σχεδιάζαμε μια μονοκατοικία με δέντρο και σκύλο.
Είμαστε πολλοί αυτοί που θέλουμε να πρασινίσουμε τον τόπο, να σώσουμε τα ζώα, αλλά το κακό έρχεται επιθετικά και διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του. Ελπίζω ότι θα τα καταφέρει η γενιά μας, έστω κι αν κουβαλάει βαρίδια από το παρελθόν στις τσέπες. Ηρθαμε σ' αυτή τη ζωή με βαριά πανοπλία, κοστούμι που μας φορέθηκε, που δεν επιλέξαμε, αλλά έτσι έμαθα και με αυτό θα πορευτώ. Ο παππούς μου έζησε πόλεμο. Θυμάμαι που μου περιέγραφε με χαμόγελο και με την πιο γλυκιά θωριά ότι πήγαινε σχολείο εκεί που στεγάζεται σήμερα το Θέατρο επί Κολωνώ και οι δασκάλες τούς έστελναν στο τρένο για να κλέψουν κάρβουνα για να ζεσταθούν. Κάθε γενιά κουβαλάει τον σταυρό της. Καλό είναι να δούμε πώς μπορούμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο για εμάς και για την επόμενη γενιά».
Φέτος θα τη βλέπουμε στη νέα σειρά του ALPHA «Ο γιατρός». «Ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα τον περασμένο χειμώνα. Είναι μία μεταφορά ιταλικής σειράς, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, όπου ο πρωταγωνιστής, ένας γιατρός, χάνει μέρος της μνήμης του μετά από πυροβολισμό. Οταν του δίνεται μια νέα ευκαιρία πιάνει τη ζωή του από εκεί που έχει μείνει με χάσμα μνήμης δέκα ετών και επαναξιολογεί πράγματα και καταστάσεις. Ταυτόχρονα με τη δική του ιστορία εξελίσσονται αυτές των ανθρώπων του νοσοκομείου, αλλά και των ασθενών. Είναι μια σειρά δραματικού χαρακτήρα με κάποια χιουμοριστικά σημεία, με πολλούς προσκεκλημένους ηθοποιούς. Πρόκειται για πολύ ωραία δουλειά, γι’ αυτό και εγώ είπα “ναι” στην τηλεόραση μετά από πολλά χρόνια. Τον κεντρικό χαρακτήρα υποδύεται ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Μαζί με τη Δήμητρα Σιγάλα, τη Βασιλική Τρουφάκου και τον Παναγιώτη Εξαρχέα είμαστε στο τμήμα Παθολογίας. Πέρασα μία υπέροχη χρόνια μαζί τους», μου λέει ενθουσιασμένη.
Οσο για το θέατρο, τη νέα σεζόν θα συνεχίσει με την παράσταση «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» του Ευθύμη Φιλίππου, στην οποία συμπρωταγωνιστεί και συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με τη Νάνσυ Μπούκλη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. «Διάβασα το βιβλίο το 2010 και από τότε ονειρευόμουν να το κάνω παράσταση. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να επιστρέψω σε αυτή την ιδέα. Δεν βάζω συνήθως στον εαυτό μου προθεσμίες και ήρθε την καλύτερη στιγμή. Είναι πιο σωστό να περιμένεις, δεν είναι καλό να αφήνεσαι, αλλά ούτε και να πιέζεις. Πρόκειται για έναν καταιγιστικό διάλογο που δεν είναι τόσο συνειρμικός, αλλά περνάει από το ένα θέμα στο άλλο και μοιάζει να είναι τρελός στο πλαίσιο μιας παράστασης. Είναι από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία. Νιώθω πως το χιούμορ συνδέεται με την ευφυΐα και είμαι περήφανη για την παράσταση. Ανυπομονώ να την ξαναπιάσουμε», τονίζει.
Προς το παρόν είναι χαρούμενη για το ταξίδι που ετοιμάζεται να κάνει στην Κούβα. «Χρόνια έπιανα τον εαυτό μου να τη θαυμάζω, να τη χαζεύω. Πρώτη φορά έκλεισα ένα ταξίδι σχεδόν δεκαπέντε ωρών», μου λέει, ενώ συνεχίζει να ποζάρει. Σε μία από τις λήψεις, ο Αλέξανδρος Γκικόπουλος, ο ταλαντούχος ιδιοκτήτης του «Polyamorous» που μας φιλοξενεί, μας ξαφνιάζει προσφέροντάς της μια δημιουργία του με όμορφα λουλούδια. Η Τζωρτζίνα την αγκαλιάζει σφιχτά, χαμογελά αφοπλιστικά και ποζάρει καθισμένη στην κομψή βιεννέζικη καρέκλα του πρωτότυπου ανθοπωλείου, ανάμεσα στα περιποιημένα φυτά. Και να μην το ήξερα, θα μάντευα ότι κάποτε είχε εργαστεί ως μοντέλο.
Η Τζωρτζίνα Λιώση σπούδασε Ψυχολογία και έκανε μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία στη Ρώμη. «Πριν φύγω για το μεταπτυχιακό είχα αρχίσει ήδη να εργάζομαι ως ηθοποιός. Και τα δύο συνυπήρχαν, τα αγαπούσα εξίσου, αλλά επέλεξα την υποκριτική γιατί ήμουν από μικρή ένα παιδί που του άρεσε να εκφράζεται δημιουργώντας. Οταν έκανα την πρώτη μου δουλειά ως ηθοποιός μπήκαν όλα στη θέση τους. Μετά από τρεις επιτυχημένες δουλειές, η μετάβαση υπήρξε ομαλή», θυμάται.
Ως ηθοποιός η Τζωρτζίνα έχει αποδείξει επανειλημμένα το ταλέντο της. Την έχουμε δει στις κινηματογραφικές ταινίες «Κανένας» και «Η αγάπη έρχεται στο τέλος», στην ελληνική σειρά «Ταμάμ», στην τουρκική «Δύο όχθες, ένας Ισμαήλ» και σε πολλές παραστάσεις στο θέατρο. Το φετινό καλοκαίρι είναι απολαυστική ως Κατάθλας, ένα ρόλο που αποδίδει με συμπυκνωμένη ένταση και εκφραστικότητα στην παράσταση «Με σιχάθηκα... αλλά και πάλι όχι εντελώς», που θα παίζεται μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου στο Θερινό Θέατρο Λαμπέτη. Το έργο βασίζεται σε τρεις μονόλογους της Λένας Κιτσοπούλου που αφορούν την κατάθλιψη και συνειδητά νομιμοποιεί το να μη νιώθει κάποιος καλά.
«Η απόφασή μας να τοποθετήσουμε τους χαρακτήρες στα μπουζούκια του 1990 ήρθε μετά από ψάξιμο. Δημιουργήσαμε μια πιθανή κόλαση γι’ αυτούς. Ενα κέντρο διασκέδασης είναι ένα μέρος όπου αναγκαστικά καλείσαι να διασκεδάσεις και σε φέρνει αντιμέτωπο με αυτά που περιέχεις βαθιά μέσα σου. Ο δικός μου χαρακτήρας, ο οποίος είναι από το κείμενο χαρακτηρισμένος ως Κατάθλας, είναι ο μόνος διαγνωσμένος με κατάθλιψη, αυτός που παίρνει χάπια και τον παρακολουθεί γιατρός. Ξαπλώνει για να κοιμηθεί και το υποσυνείδητο καταλαμβάνει τον χώρο», εξηγεί η Τζωρτζίνα Λιώση.
«Ο μέσος άνθρωπος νιώθει παρόμοιους φόβους. Είναι ωραίο να μοιραζόμαστε κάποια πράγματα ως κοινωνία, να μην ντρεπόμαστε να μιλάμε γι’ αυτά. Θεωρήσαμε λοιπόν ότι γι' αυτούς τους χαρακτήρες θα ήταν σαν τιμωρία να βρίσκονται σε ένα κέντρο διασκέδασης, να έρθουν αντιμέτωποι με αυτά που τους τρομάζουν, με εκείνη τη μοναξιά του πλήθους και του πάρτυ. Επιλέξαμε να έχουμε άδεια μπουκάλια, να μην υπάρχει η δυνατότητα να ανάψεις τσιγάρο, να στερείσαι δηλαδή των αντιπερισπασμών ενός κέντρου διασκέδασης, όπως το να πιεις ένα ποτό ή να καπνίσεις. Εχουμε στο μυαλό μας τα μπουζούκια ως ζενίθ της διασκέδασης, αλλά εδώ πρόκειται για έναν τόπο τιμωρίας».
Με χαρακτηριστικά Ιταλίδας και φινέτσα Γαλλίδας, σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να υποδυθεί ρόλους και άλλων εθνικοτήτων, και όχι μόνο την Τουρκάλα Ντιλέκ που ενσάρκωνε στο «Ταμάμ». Με προσγειώνει. «Τα χρόνια που έλειψα στη Ρώμη για το μεταπτυχιακό μόνο όμορφα τα θυμάμαι. Φεύγοντας έξω, όμως, είναι σαν να ξεκινάς από την αρχή. Αν και μιλάω άπταιστα ιταλικά, δεν είναι η μητρική μου γλώσσα και θα υπάρχει μια προφορά πάντα που θα περιορίζει τους ρόλους». Η ίδια πιστεύει, άλλωστε, περισσότερο στην ικανότητα και εκεί επενδύει. «Ποιος είναι σπουδαιότερος ηθοποιός; Αυτός που σου δείχνει το φεγγάρι ώστε να γυρίσεις το κεφάλι σου και να το κοιτάξεις ή αυτός που μένεις να κοιτάς το δάχτυλό του;», αναρωτιέται μονολογώντας.
Η χαρισματική ηθοποιός έχει δηλώσει πολλές φορές πως την ενδιαφέρει η αίσθηση της κοινότητας. Από το Περιστέρι όπου έμενε -περνώντας τα καλοκαίρια της στο Μάτι- πριν από λίγα χρόνια μετακόμισε στη Δραπετσώνα. «Είναι μία παραλιακή πόλη που δεν μοιάζει με τη Γλυφάδα. Παλαιότερα πήγαινα εκεί ως επισκέπτρια λόγω της γιαγιάς μου, αλλά τελικά μετακόμισα λίγο πριν από το πρώτο lockdown. Και το έκανα πολύ συνειδητά όχι μόνο επειδή εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου και εκεί είναι οι ρίζες μου. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη Γλυφάδα και τη Δραπετσώνα, πάλι εκεί θα πήγαινα, γιατί για μένα είναι μία ρομαντική περιοχή. Η Γλυφάδα είναι ένα όμορφο προάστιο και ο παραλιακός δρόμος με τους φοίνικες θεαματικός.
Αλλά ο Πειραιάς είναι ασύγκριτα πιο γοητευτικός. Οταν περνάς από τη Γέφυρα του Ρεμπέτη ξεδιπλώνεται η μεγάλη ιστορία του. Συνοικισμοί με αίσθηση της γειτονιάς κουβαλούν ήθος συμβίωσης και ιστορίες λαϊκού πολιτισμού, τις διηγήσεις της αγαπημένης μου γιαγιάς που πλέον ανήκουν στην ανθολογία και στην ταυτότητά του. Μονοκατοικίες του Μεσοπολέμου με ξύλινες πόρτες-κομψοτεχνήματα, ψηλά ταβάνια, αυλές, νερατζιές προκαλούν μια συγκινησιακή φόρτιση. Οταν ψωνίζω στα μαγαζιά της γειτονιάς όλοι με καλημερίζουν με χαμόγελο», περιγράφει.
Η Τζωρτζίνα Λιώση έχει κοινωνικές ανησυχίες και αγωνιά για το σήμερα, αλλά και για το αύριο. «Στη χώρα που ζούμε εγώ καθημερινά παλεύω για να ανοίξω τα μάτια μου. Προσπαθούμε να διανύσουμε την ημέρα μας και να πούμε ότι επιβιώσαμε και σήμερα. Οταν καίγεται η μισή Ελλάδα προσπαθώ να μη σκεφτώ όλα τα ζώα, τα φυτά και τους ανθρώπους, τους κόπους μιας ζωής. Δεν ξέρω από πού να το πιάσω, εκεί που πάμε να χαρούμε με κάτι, μας το παίρνουν πίσω. Ενώ προσπαθώ να δώσω λύσεις στο Α, ξαφνικά έρχεται και το Β. Κάπως συσσωρεύονται όλα μαζί. Μπορεί να μη ζήσουμε πολύ καλύτερες μέρες, αλλά στη γραμμή της Ιστορίας ξέρουμε ότι κάτι άλλαξε προς το καλύτερο. Μεγαλώναμε σε διαμερίσματα και όταν ζωγραφίζαμε μικροί ένα σπίτι, σχεδιάζαμε μια μονοκατοικία με δέντρο και σκύλο.
Είμαστε πολλοί αυτοί που θέλουμε να πρασινίσουμε τον τόπο, να σώσουμε τα ζώα, αλλά το κακό έρχεται επιθετικά και διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του. Ελπίζω ότι θα τα καταφέρει η γενιά μας, έστω κι αν κουβαλάει βαρίδια από το παρελθόν στις τσέπες. Ηρθαμε σ' αυτή τη ζωή με βαριά πανοπλία, κοστούμι που μας φορέθηκε, που δεν επιλέξαμε, αλλά έτσι έμαθα και με αυτό θα πορευτώ. Ο παππούς μου έζησε πόλεμο. Θυμάμαι που μου περιέγραφε με χαμόγελο και με την πιο γλυκιά θωριά ότι πήγαινε σχολείο εκεί που στεγάζεται σήμερα το Θέατρο επί Κολωνώ και οι δασκάλες τούς έστελναν στο τρένο για να κλέψουν κάρβουνα για να ζεσταθούν. Κάθε γενιά κουβαλάει τον σταυρό της. Καλό είναι να δούμε πώς μπορούμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο για εμάς και για την επόμενη γενιά».
Φέτος θα τη βλέπουμε στη νέα σειρά του ALPHA «Ο γιατρός». «Ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα τον περασμένο χειμώνα. Είναι μία μεταφορά ιταλικής σειράς, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, όπου ο πρωταγωνιστής, ένας γιατρός, χάνει μέρος της μνήμης του μετά από πυροβολισμό. Οταν του δίνεται μια νέα ευκαιρία πιάνει τη ζωή του από εκεί που έχει μείνει με χάσμα μνήμης δέκα ετών και επαναξιολογεί πράγματα και καταστάσεις. Ταυτόχρονα με τη δική του ιστορία εξελίσσονται αυτές των ανθρώπων του νοσοκομείου, αλλά και των ασθενών. Είναι μια σειρά δραματικού χαρακτήρα με κάποια χιουμοριστικά σημεία, με πολλούς προσκεκλημένους ηθοποιούς. Πρόκειται για πολύ ωραία δουλειά, γι’ αυτό και εγώ είπα “ναι” στην τηλεόραση μετά από πολλά χρόνια. Τον κεντρικό χαρακτήρα υποδύεται ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Μαζί με τη Δήμητρα Σιγάλα, τη Βασιλική Τρουφάκου και τον Παναγιώτη Εξαρχέα είμαστε στο τμήμα Παθολογίας. Πέρασα μία υπέροχη χρόνια μαζί τους», μου λέει ενθουσιασμένη.
Οσο για το θέατρο, τη νέα σεζόν θα συνεχίσει με την παράσταση «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» του Ευθύμη Φιλίππου, στην οποία συμπρωταγωνιστεί και συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με τη Νάνσυ Μπούκλη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. «Διάβασα το βιβλίο το 2010 και από τότε ονειρευόμουν να το κάνω παράσταση. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να επιστρέψω σε αυτή την ιδέα. Δεν βάζω συνήθως στον εαυτό μου προθεσμίες και ήρθε την καλύτερη στιγμή. Είναι πιο σωστό να περιμένεις, δεν είναι καλό να αφήνεσαι, αλλά ούτε και να πιέζεις. Πρόκειται για έναν καταιγιστικό διάλογο που δεν είναι τόσο συνειρμικός, αλλά περνάει από το ένα θέμα στο άλλο και μοιάζει να είναι τρελός στο πλαίσιο μιας παράστασης. Είναι από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία. Νιώθω πως το χιούμορ συνδέεται με την ευφυΐα και είμαι περήφανη για την παράσταση. Ανυπομονώ να την ξαναπιάσουμε», τονίζει.
Προς το παρόν είναι χαρούμενη για το ταξίδι που ετοιμάζεται να κάνει στην Κούβα. «Χρόνια έπιανα τον εαυτό μου να τη θαυμάζω, να τη χαζεύω. Πρώτη φορά έκλεισα ένα ταξίδι σχεδόν δεκαπέντε ωρών», μου λέει, ενώ συνεχίζει να ποζάρει. Σε μία από τις λήψεις, ο Αλέξανδρος Γκικόπουλος, ο ταλαντούχος ιδιοκτήτης του «Polyamorous» που μας φιλοξενεί, μας ξαφνιάζει προσφέροντάς της μια δημιουργία του με όμορφα λουλούδια. Η Τζωρτζίνα την αγκαλιάζει σφιχτά, χαμογελά αφοπλιστικά και ποζάρει καθισμένη στην κομψή βιεννέζικη καρέκλα του πρωτότυπου ανθοπωλείου, ανάμεσα στα περιποιημένα φυτά. Και να μην το ήξερα, θα μάντευα ότι κάποτε είχε εργαστεί ως μοντέλο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα