Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Περασμένες Ζωές: Ένα απέριττο, δυνατό αφήγημα του σύγχρονου έρωτα
Περασμένες Ζωές: Ένα απέριττο, δυνατό αφήγημα του σύγχρονου έρωτα
Το λιτό κορεατικό φιλμ, που έχει κλέψει τις εντυπώσεις, θίγει τις έννοιες της ανεκπλήρωτης μοιραίας αγάπης στον κόσμο του σήμερα
Οι «Περασμένες Ζωές», ένα από τα πιο συγκινητικά φιλμ της χρονιάς, πραγματεύεται την ανθρώπινη επικοινωνία, την πρωτόγονη ανάγκη για επαφή, τον αληθινό έρωτα και τις σύγχρονες σχέσεις. Η ταινία, στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σελίν Σονγκ, παρακολουθεί δύο παιδικούς φίλους καθώς ζουν σε διαφορετικές άκρες της γης κατά τη διάρκεια 24 χρόνων και στοχάζονται τη σχέση τους.
Η ταινία ξεκινάει συστήνοντάς μας στους δύο πρωταγωνιστές, τη Να Γιανγκ (Γκρέτα Λι) και τον Χε Σανγκ (Τέο Γιου), δύο δωδεκάχρονα παιδιά στην Κορέα, τα οποία κάνουν πολύ καλή παρέα και γρήγορα μαθαίνουμε ότι έχουν αισθήματα το ένα για το άλλο. Σύντομα όμως, η οικογένεια της Γιανγκ μεταναστεύει στον Καναδά και αποκόπτει από τη ρίζα τον εκκολαπτόμενο έρωτα των παιδιών. Οι δύο πρωταγωνιστές μεγαλώνουν τελικά χωριστά για τα επόμενα 12 χρόνια, ωσότου σε μια αμοιβαία προσπάθεια επανασυνδέονται. Η Γιανγκ έχει πια μετακομίσει στη Νέα Υόρκη όπου φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, στα χνάρια του πατέρα της, έχει υιοθετήσει το αγγλόφωνο όνομα Νόρα Μουν και μιλά αγγλικά με άπταιστη προφορά. Ο Σανγκ από την άλλη δεν έφυγε ποτέ από την Κορέα και ζει με τους γονείς του (όπως λέει η Γιανγκ σε ένα σημείο, στην Κορέα είθισται τα παιδιά να μένουν με τους γονείς τους μέχρι μεγάλη ηλικία). Ξεκινάνε να έχουν καθημερινές βιντεοκλήσεις, αλλά σύντομα η αναβιώμενη σχέση ξεθυμαίνει, καθώς η απόσταση και η αδυναμία να επισκεφθούν ο ένας τον άλλον αποτελεί ανεπίλυτο πρόβλημα.
12 χρόνια και πάλι περνάνε, κατά τα οποία η Γιαγκ παντρεύτηκε έναν συγγραφέα και ο Σανγκ μετακόμισε στην Κίνα, όπου γνώρισε μια κοπέλα, αλλά η σχέση τους τελικά τερματίστηκε γιατί ο ίδιος ένιωσε ότι είναι «μέτριος» και δεν μπορεί να της προσφέρει ό, τι πραγματικά της αξίζει. Μία από τις σημαντικότερες εκμυστηρεύσεις που κάνει ο πρωταγωνιστής κατά τη διάρκεια του φιλμ σχετικά με την αυταξία του. Ξαφνικά, επικοινωνεί ξανά με την παιδική του φίλη λέγοντάς της ότι θα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη και θα ήθελε να τη δει.
Σε εκείνο το σημείο είναι που βλέπουμε μέσα από την κλειδαρότρυπα τα βαθιά συναισθήματα των δύο πρωταγωνιστών. Η πρώτη σκηνή που συναντιούνται από κοντά, δεκαετίες ολόκληρες αφότου είχαν πει το αντίο στα σκαλιά του δρόμου όταν ήταν μονάχα μαθητές σχολείου, είναι ασύλληπτα δυνατή. Μέσα σε λίγα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των δύο ηρώων συμπυκνώνεται όλη η ένταση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και της αναγκαιότητας της εγγύτητας. Σε έναν κόσμο ολοένα και πιο εξαρτώμενο από τα τεχνολογικά εργαλεία, η επιτακτικότητα της δια ζώσης ηχηρής ή ακόμα και σιωπηλής συνομιλίας δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Μια σκηνή που κρατάει ελάχιστα λεπτά εκτείνεται σε κάτι που μοιάζει με μια μικρή αιωνιότητα. Οι δύο πρωταγωνιστές δεν λένε σχεδόν τίποτα, η μη γλωσσική τους επικοινωνία είναι υπεραρκετή για να αντιληφθεί ο θεατής ακόμη και τις πιο κρυφές πτυχές των σκέψεών τους. Η Σονγκ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας υπηρετεί πιστά την κουλτούρα του ασιατικού κινηματογράφου, η οποία δεν είναι άλλη από την εξής: οτιδήποτε μη απαραίτητο περισσεύει. Με χειρουργική ακρίβεια κόβει και ράβει την ταινία στα απολύτως σημαντικά. Από την πλοκή στα σκηνικά, στους διαλόγους και στο σενάριο - ακόμη και η μουσική ντύνει εξαιρετικά ελαφρά και μινιμαλιστικά την κάθε σκηνή - τίποτα δεν είναι πλεονάζον στο συγκεκριμένο φιλμ. Αυτό είναι που κάνει και τις διαπεραστικές ερμηνείες των Λι και Γιου να «σπάνε» το φράγμα της οθόνης και να αποδομούν τον καθένα από εμάς βήμα-βήμα στους θεμέλιους λίθους των συναισθημάτων μας.
Σε όλη την ταινία, αυτό που πραγματικά απασχολεί τόσο τους πρωταγωνιστές όσο και τους θεατές που τους συνοδεύουν σε αυτό το αίνιγμα του έρωτα, είναι η έννοια της μοίρας. Δύο άνθρωποι που πρωτοαγαπήθηκαν μα απορρίφθηκαν από τις συνθήκες, δύο άνθρωποι που η αγάπη τους ξεπεράστηκε από την καταλυτική δύναμη της πραγματικότητας. Το παραμύθι του «η αγάπη νικάει τα πάντα» ακυρώνεται, δεν επιβιώνει σήμερα, δεν μπορεί να σταθεί στο 2023. Συχνά (αλλά όχι πάντα ας κρατήσουμε τον ρομαντισμό μας έως τον βαθμό που μας επιτρέπεται) η αγάπη καταπατάται από τις ταχύτητες της ζωής και από τις αδιαπραγμάτευτες δυσκολίες της. Όσο και αν υπάρχει το γνήσιο συναίσθημα, δεν μπορεί να κινήσει τελικά γη και ουρανό για να βρει την έκφρασή του.
Πυρήνας της ταινίας είναι η έννοια του «in-yun», η πεποίθηση ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων σε αυτή τη ζωή οφείλονται σε αλληλεπιδράσεις στις προηγούμενες ζωές τους. Ο όρος υποδηλώνει ότι ορισμένες συναντήσεις δεν είναι, όπως θα μπορούσαμε αρχικά να υποθέσουμε, τυχαίες, αλλά μάλλον προέρχονται από κάποιες κοσμικές συγκυρίες. Η κορεατική αυτή λέξη συνιστά το αποκούμπι των δύο ηρώων για το συναισθηματικό τους αδιέξοδο. Τόσο η Γιανγκ όσο και ο Σανγκ τη χρησιμοποιούν σε αρκετά σημεία της ταινίας για να εξηγήσουν την κατάστασή τους. Αναντίρρητα, η ακλόνιστη πίστη τους σε αυτήν προσφέρει μια σχετική ανακούφιση. Προσπαθούν και οι δύο να απαλύνουν τον πόνο του να γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να είναι με τον έρωτα της ζωής τους, καταφεύγοντας σε αυτήν την καρμική σύλληψη. Μαζί με τις αναζητήσεις των δύο ηρώων για απαντήσεις δεν μπορούμε να μην αναρωτιόμαστε και εμείς για αυτές τις άλλες ζωές, ποιοι ήμασταν, με ποιους ήρθαμε σε επαφή και πώς αυτές οι γνωριμίες επηρέασαν την τωρινή ζωή μας.
Η ταινία ξεκινάει συστήνοντάς μας στους δύο πρωταγωνιστές, τη Να Γιανγκ (Γκρέτα Λι) και τον Χε Σανγκ (Τέο Γιου), δύο δωδεκάχρονα παιδιά στην Κορέα, τα οποία κάνουν πολύ καλή παρέα και γρήγορα μαθαίνουμε ότι έχουν αισθήματα το ένα για το άλλο. Σύντομα όμως, η οικογένεια της Γιανγκ μεταναστεύει στον Καναδά και αποκόπτει από τη ρίζα τον εκκολαπτόμενο έρωτα των παιδιών. Οι δύο πρωταγωνιστές μεγαλώνουν τελικά χωριστά για τα επόμενα 12 χρόνια, ωσότου σε μια αμοιβαία προσπάθεια επανασυνδέονται. Η Γιανγκ έχει πια μετακομίσει στη Νέα Υόρκη όπου φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, στα χνάρια του πατέρα της, έχει υιοθετήσει το αγγλόφωνο όνομα Νόρα Μουν και μιλά αγγλικά με άπταιστη προφορά. Ο Σανγκ από την άλλη δεν έφυγε ποτέ από την Κορέα και ζει με τους γονείς του (όπως λέει η Γιανγκ σε ένα σημείο, στην Κορέα είθισται τα παιδιά να μένουν με τους γονείς τους μέχρι μεγάλη ηλικία). Ξεκινάνε να έχουν καθημερινές βιντεοκλήσεις, αλλά σύντομα η αναβιώμενη σχέση ξεθυμαίνει, καθώς η απόσταση και η αδυναμία να επισκεφθούν ο ένας τον άλλον αποτελεί ανεπίλυτο πρόβλημα.
12 χρόνια και πάλι περνάνε, κατά τα οποία η Γιαγκ παντρεύτηκε έναν συγγραφέα και ο Σανγκ μετακόμισε στην Κίνα, όπου γνώρισε μια κοπέλα, αλλά η σχέση τους τελικά τερματίστηκε γιατί ο ίδιος ένιωσε ότι είναι «μέτριος» και δεν μπορεί να της προσφέρει ό, τι πραγματικά της αξίζει. Μία από τις σημαντικότερες εκμυστηρεύσεις που κάνει ο πρωταγωνιστής κατά τη διάρκεια του φιλμ σχετικά με την αυταξία του. Ξαφνικά, επικοινωνεί ξανά με την παιδική του φίλη λέγοντάς της ότι θα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη και θα ήθελε να τη δει.
Σε εκείνο το σημείο είναι που βλέπουμε μέσα από την κλειδαρότρυπα τα βαθιά συναισθήματα των δύο πρωταγωνιστών. Η πρώτη σκηνή που συναντιούνται από κοντά, δεκαετίες ολόκληρες αφότου είχαν πει το αντίο στα σκαλιά του δρόμου όταν ήταν μονάχα μαθητές σχολείου, είναι ασύλληπτα δυνατή. Μέσα σε λίγα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των δύο ηρώων συμπυκνώνεται όλη η ένταση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και της αναγκαιότητας της εγγύτητας. Σε έναν κόσμο ολοένα και πιο εξαρτώμενο από τα τεχνολογικά εργαλεία, η επιτακτικότητα της δια ζώσης ηχηρής ή ακόμα και σιωπηλής συνομιλίας δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Μια σκηνή που κρατάει ελάχιστα λεπτά εκτείνεται σε κάτι που μοιάζει με μια μικρή αιωνιότητα. Οι δύο πρωταγωνιστές δεν λένε σχεδόν τίποτα, η μη γλωσσική τους επικοινωνία είναι υπεραρκετή για να αντιληφθεί ο θεατής ακόμη και τις πιο κρυφές πτυχές των σκέψεών τους. Η Σονγκ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας υπηρετεί πιστά την κουλτούρα του ασιατικού κινηματογράφου, η οποία δεν είναι άλλη από την εξής: οτιδήποτε μη απαραίτητο περισσεύει. Με χειρουργική ακρίβεια κόβει και ράβει την ταινία στα απολύτως σημαντικά. Από την πλοκή στα σκηνικά, στους διαλόγους και στο σενάριο - ακόμη και η μουσική ντύνει εξαιρετικά ελαφρά και μινιμαλιστικά την κάθε σκηνή - τίποτα δεν είναι πλεονάζον στο συγκεκριμένο φιλμ. Αυτό είναι που κάνει και τις διαπεραστικές ερμηνείες των Λι και Γιου να «σπάνε» το φράγμα της οθόνης και να αποδομούν τον καθένα από εμάς βήμα-βήμα στους θεμέλιους λίθους των συναισθημάτων μας.
Σε όλη την ταινία, αυτό που πραγματικά απασχολεί τόσο τους πρωταγωνιστές όσο και τους θεατές που τους συνοδεύουν σε αυτό το αίνιγμα του έρωτα, είναι η έννοια της μοίρας. Δύο άνθρωποι που πρωτοαγαπήθηκαν μα απορρίφθηκαν από τις συνθήκες, δύο άνθρωποι που η αγάπη τους ξεπεράστηκε από την καταλυτική δύναμη της πραγματικότητας. Το παραμύθι του «η αγάπη νικάει τα πάντα» ακυρώνεται, δεν επιβιώνει σήμερα, δεν μπορεί να σταθεί στο 2023. Συχνά (αλλά όχι πάντα ας κρατήσουμε τον ρομαντισμό μας έως τον βαθμό που μας επιτρέπεται) η αγάπη καταπατάται από τις ταχύτητες της ζωής και από τις αδιαπραγμάτευτες δυσκολίες της. Όσο και αν υπάρχει το γνήσιο συναίσθημα, δεν μπορεί να κινήσει τελικά γη και ουρανό για να βρει την έκφρασή του.
Πυρήνας της ταινίας είναι η έννοια του «in-yun», η πεποίθηση ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων σε αυτή τη ζωή οφείλονται σε αλληλεπιδράσεις στις προηγούμενες ζωές τους. Ο όρος υποδηλώνει ότι ορισμένες συναντήσεις δεν είναι, όπως θα μπορούσαμε αρχικά να υποθέσουμε, τυχαίες, αλλά μάλλον προέρχονται από κάποιες κοσμικές συγκυρίες. Η κορεατική αυτή λέξη συνιστά το αποκούμπι των δύο ηρώων για το συναισθηματικό τους αδιέξοδο. Τόσο η Γιανγκ όσο και ο Σανγκ τη χρησιμοποιούν σε αρκετά σημεία της ταινίας για να εξηγήσουν την κατάστασή τους. Αναντίρρητα, η ακλόνιστη πίστη τους σε αυτήν προσφέρει μια σχετική ανακούφιση. Προσπαθούν και οι δύο να απαλύνουν τον πόνο του να γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να είναι με τον έρωτα της ζωής τους, καταφεύγοντας σε αυτήν την καρμική σύλληψη. Μαζί με τις αναζητήσεις των δύο ηρώων για απαντήσεις δεν μπορούμε να μην αναρωτιόμαστε και εμείς για αυτές τις άλλες ζωές, ποιοι ήμασταν, με ποιους ήρθαμε σε επαφή και πώς αυτές οι γνωριμίες επηρέασαν την τωρινή ζωή μας.
Οι επιτυχημένοι σύγχρονοι δημιουργοί αναζητούν μοντέρνους τρόπους έκφρασης για αυτά που απασχολούν τον κόσμο στο σήμερα και στο τώρα. Η Σονγκ καταφέρνει να μας μιλήσει για πράγματα τόσο οικεία και καθημερινά με τον πιο αυθεντικό και οργανικό τρόπο.
Στην τελευταία σκηνή οι δύο πρωταγωνιστές συνειδητοποιούν τα προκαθορισμένα από τη μοιρα μονοπάτια που έχουν πάρει οι ζωές τους και την αδυναμία να ξεμπλέξουν από το πεπρωμένο τους. Ο Σανγκ ρωτάει τη Γιανγκ αν αυτή που ζουν τώρα είναι μια περασμένη ζωή και αν πιστεύει ότι στην επόμενη ζωή τους θα είναι μαζί. Η Γιανγκ του απαντάει ότι δεν ξέρει. Ο Σανγκ την αποχαιρετά και μπαίνει στο ταξί. Η σκηνή είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την σκηνή του πρώτου αποχαιρετισμού. Η Γιανγκ γυρνάει σπίτι και κλαίει στα χέρια του άνδρα της. Και εμείς μένουμε απεκδυόμενοι, αληθινά γυμνοί από το βάρος της στιγμής.
Στην τελευταία σκηνή οι δύο πρωταγωνιστές συνειδητοποιούν τα προκαθορισμένα από τη μοιρα μονοπάτια που έχουν πάρει οι ζωές τους και την αδυναμία να ξεμπλέξουν από το πεπρωμένο τους. Ο Σανγκ ρωτάει τη Γιανγκ αν αυτή που ζουν τώρα είναι μια περασμένη ζωή και αν πιστεύει ότι στην επόμενη ζωή τους θα είναι μαζί. Η Γιανγκ του απαντάει ότι δεν ξέρει. Ο Σανγκ την αποχαιρετά και μπαίνει στο ταξί. Η σκηνή είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την σκηνή του πρώτου αποχαιρετισμού. Η Γιανγκ γυρνάει σπίτι και κλαίει στα χέρια του άνδρα της. Και εμείς μένουμε απεκδυόμενοι, αληθινά γυμνοί από το βάρος της στιγμής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα