Μπάρμπρα Στρέιζαντ: Η αυτοβιογραφία της φωτίζει μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές ενός ανυπέρβλητου ειδώλου
Μπάρμπρα Στρέιζαντ: Η αυτοβιογραφία της φωτίζει μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές ενός ανυπέρβλητου ειδώλου
Μέσα σε εφτά δεκαετίες καριέρας έχει τιμηθεί με περισσότερα βραβεία από όσα θα μπορούσε να ονειρευτεί ένας καλλιτέχνης
Είναι μάλλον παράδοξο το γεγονός ότι η Μπάρμπρα Στρέιζαντ χρειάστηκε να σβήσει το 81ο κεράκι στην τούρτα των γενεθλίων της -πάντα μαζί με τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν, με την οποία τη συνδέουν πολλά χρόνια φιλίας και η ίδια ημερομηνία γέννησης- για να αποφασίσει να μοιραστεί με τους εκατομμύρια θαυμαστές της σε όλο τον κόσμο τα απομνημονεύματά της. Και είναι παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς ότι άλλοι διάσημοι, που δεν τη φτάνουν ούτε στο περιποιημένο νυχάκι του ποδιού της σε φήμη και έργο ζωής, έχουν προλάβει να γράψουν δύο και τρεις αυτοβιογραφίες προτού καν συμπληρώσουν τα 40 τους χρόνια. Η Στρέιζαντ, όμως, δεν ήταν ποτέ σαν τους άλλους.
Το 1984 η Τζάκι Κένεντι-Ωνάση είχε ρίξει τον πρώτο σπόρο για την ιδέα που θα ωρίμαζε τέσσερις δεκαετίες μέσα της, πριν φτάσουμε στο ήδη πολυαναμενόμενο «My name is Barbra», που θα κυκλοφορήσει στις 7 Νοεμβρίου ως βιβλίο, e-book και audio book από τις εκδόσεις Penguin. Ως επιμελήτρια βιβλίων του εκδοτικού οίκου Doubleday, η Τζάκι τής είχε προτείνει τότε το αυτονόητο: να γράψει την αυτοβιογραφία της. Η Στρέιζαντ ήταν 42 χρόνων, υπερβολικά διάσημη σχεδόν από τα πρώτα της βήματα, με πλούσια ερωτική ζωή και ήδη πολυβραβευμένο έργο ως ηθοποιός, σκηνοθέτις και τραγουδίστρια.
Ομως είχε απορρίψει την ιδέα γιατί ένιωθε ότι ήταν ακόμα πολύ νέα και ότι είχε πολλά ακόμα projects να παραδώσει στο κοινό της προτού μετατρέψει τα στιγμιότυπα της ζωής της σε λαϊκό ανάγνωσμα. Ωστόσο, άρχισε να κρατάει σημειώσεις και να γράφει ημερολόγιο, πάντα χειρόγραφα, γιατί ένα από τα πράγματα που δεν θέλησε ποτέ να μάθει ήταν να δακτυλογραφεί. Αυτή ήταν η δική της αντίδραση στις χαμηλές μητρικές προσδοκίες για το μέλλον της. «Οταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου επέμενε να γίνω γραμματέας. Ηταν απολύτως σίγουρη ότι δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο στη ζωή μου», αναφέρει η ίδια στην πρόσφατη συνέντευξή της στο «Vanity Fair» Οκτωβρίου, που φιλοξενεί το νιοστό και σίγουρα όχι τελευταίο εξώφυλλο στην καριέρα της.
Η μητέρα της έζησε μέχρι τα 92 της χρόνια για να συνειδητοποιήσει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο πόσο ατυχής ήταν η πρόβλεψή της. Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ έγινε η μεγαλύτερη Αμερικανίδα σταρ, η μοναδική που έχει κατορθώσει να μπει στη χρυσή κατηγορία EGOT, έχοντας κερδίσει περισσότερες από μία φορές τα πιο πολυπόθητα βραβεία σε όλες τις κατηγορίες (Emmy, Grammy, Οσκαρ, Τόνι, Χρυσή Σφαίρα, Peabody Awards και μισή ντουζίνα ακόμα σημαντικές διακρίσεις), είναι η καλλιτέχνις με τις μεγαλύτερες πωλήσεις άλμπουμ του 20ού αιώνα -περισσότεροι από 68 εκατομμύρια μουσικόφιλοι σε όλο τον κόσμο τα έχουν σε περίοπτη θέση στη δισκοθήκη τους- και έχει δώσει το όνομά της σε ένα τριαντάφυλλο. Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ θα μπορούσε να γίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από γραμματέας. Θα μπορούσε να γίνει ζωντανός θρύλος. Αυτό ακριβώς που έγινε.
Η συναρπαστική ζωή της ξεκίνησε στις 24 Απριλίου του 1942 στο Μπρούκλιν. Η Μπάρμπαρα Τζόαν Στρέιζαντ ήταν το ένα από τα δύο παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας με εβραϊκές-αυστριακές ρίζες. Ο πατέρας της Εμάνουελ Στρέιζαντ, καθηγητής Λυκείου, πέθανε όταν η Μπάρμπαρα -για τους φίλους Μπαμπς- ήταν μόλις 15 μηνών. Η μητέρα της Νταϊάνα Κιντ, αν και είχε υπέροχη φωνή και είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το τραγούδι στα νιάτα της, είχε τελικά συμβιβαστεί με τη δουλειά της γραμματέως. Ηταν μονίμως ανικανοποίητη, μια γυναίκα που δεν ευχαριστιόταν ποτέ με τίποτα. Η Μπαμπς έμαθε να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να κλείνει τα αυτιά της στα πικρόχολα μητρικά σχόλια.
Aπό τα 13 της ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η ιδέα να ασχοληθεί με το τραγούδι δεν περνούσε ούτε ξυστά από το μυαλό της. «Οταν ήμουν στο Γυμνάσιο κανένας δεν εντυπωσιαζόταν με τη φωνή μου.
Ούτε κι εγώ», αναφέρει σε μία από τις σελίδες του «My name is Barbra». Ομως αυτή η φωνή τελικά θα της άνοιγε τις πόρτες για μια καριέρα για την οποία η λέξη «λαμπρή» είναι μάλλον φτωχή για να την περιγράψει. Στα 18 της συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταλέντων ερμηνεύοντας το τραγούδι «A Sleeping Bee». Φυσικά κέρδισε, και το βραβείο ήταν ένα συμβόλαιο δύο εβδομάδων για εμφανίσεις σε ένα club στην 8η οδό, το «Bon Soir». Η επιτυχία ήταν ακαριαία και οι εμφανίσεις πολλαπλασιάστηκαν. Η ίδια γράφει στα απομνημονεύματά της: «Δεν είχα πάει ποτέ σε νάιτ κλαμπ μέχρι που τραγούδησα σε ένα». Κάπου εκεί αποφάσισε να αφαιρέσει και το μεσαίο άλφα από το όνομά της και να συστήνεται ως Μπάρμπρα γιατί ήθελε να είναι μοναδική.
Στην πραγματικότητα, αυτό το «άλφα» ήταν και η μοναδική επέμβαση που έκανε ποτέ σε οτιδήποτε αφορούσε την εμφάνιση ή την ταυτότητά της. Η Στρέιζαντ δεν πείραξε ποτέ τη μύτη ή τα δόντια της, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει άλλη μια χολιγουντιανή κουκλίτσα. Οι ατέλειές της έγιναν το σήμα κατατεθέν της. Ηταν πάντα το γοητευτικό ασχημόπαπο, αν και τελικά αυτό που επικρατούσε ήταν μάλλον το επίθετο «γοητευτικό». Πίσω στον χρόνο όμως, όταν πήγε στην πρώτη της κινηματογραφική οντισιόν, και ενώ ήταν ήδη ανερχόμενο αστέρι στις νεοϋορκέζικες μουσικές σκηνές, οι παραγωγοί είχαν απογοητευτεί με την εμφάνισή της. «Φοράει φτηνιάρικα ρούχα και το πρόσωπό της είναι άσχημο», ήταν η πρώτη σκέψη τους. Η δεύτερη ήταν ότι τραγουδούσε υπέροχα.
Η ταινία ήταν το μιούζικαλ «Funny Girl», που έκανε τη Στρέιζαντ κατευθείαν σταρ και της χάρισε το πρώτο Οσκαρ για την ερμηνεία της, το 1969. Το επόμενο θα το κέρδιζε το 1977 στην κατηγορία Καλύτερου Τραγουδιού για την ταινία «Ενα αστέρι γεννιέται».
Η Στρέιζαντ μετράει συνολικά πέντε υποψηφιότητες στα χρυσά αγαλματίδια, αλλά οι πολυπληθείς fans της ακόμα και σήμερα θεωρούν τεράστια παράβλεψη των μελών της Ακαδημίας το ότι δεν την είχαν χρίσει καν υποψήφια για τη σκηνοθεσία της στην ταινία «Yentl» του 1983, τον δικό της φόρο τιμής στο Ολοκαύτωμα, στην οποία είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία, το σενάριο, το σάουντρακ και τον πρώτο ρόλο. Τουλάχιστον κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα για τη σκηνοθεσία της - μάλιστα ήταν η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις στην ιστορία του θεσμού που γύρισε σπίτι της με αυτό το τρόπαιο.
Για όλα αυτά τα επιτεύγματα, τις πρωτοπορίες, τις ταινίες που γύρισε ή θα ήθελε να γυρίσει και τα τραγούδια που ερμήνευσε μπροστά σε εκατομμύρια θαυμαστές στις εκατοντάδες ζωντανές εμφανίσεις της και τις παγκόσμιες περιοδείες της, η Στρέιζαντ έχει έναν λόγο να πει στις 992 σελίδες του «My name is Barbra». Δεν μιλάει όμως μόνο για την καριέρα της. Ενα από τα κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορείται «Μπράντο» και είναι αφιερωμένο στον τεράστιο Μάρλον, τον οποίο η Μπάρμπρα θεωρεί τον καλύτερο ηθοποιό που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη. «Οποιοδήποτε project κι αν είχα ποτέ στο μυαλό μου, η πρώτη μου σκέψη ήταν πάντα: “Θα έπαιζε σε αυτό ο Μπράντο;”».
Η Στρέιζαντ περιγράφει γλαφυρά μια συνάντησή τους σε ένα πάρτυ το 1966, όπου ο σταρ τής είχε ζητήσει να κάνουν σεξ (χρησιμοποιώντας έναν πολύ λιγότερο κομψό όρο), ενώ η σύζυγός του περιφερόταν σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. Η Μπάρμπρα είχε απορρίψει την πρόταση, ωστόσο έμειναν στενοί φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του Μπράντο. Δύο χρόνια αργότερα, όταν το «Funny Girl» θα έβγαινε στις αίθουσες, εκείνος θα της τηλεφωνούσε για να της πει τη γνώμη του για την ταινία: «Ησουν πολύ καλή, ήσουν όμως στ’ αλήθεια αστεία;».
Στο βιβλίο της η Στρέιζαντ αφιερώνει πολλές παραγράφους και στον σύζυγό της, τον ηθοποιό Τζέιμς Μπρόλιν, με τον οποίο φέτος συμπλήρωσε 27 χρόνια αρμονικής κοινής ζωής. «Είναι εκπληκτικός ακροατής και αφοσιωμένος θαυμαστής. Ερχεται σε όλα τα κονσέρτα μου χωρίς να βαρυγκομά και ποτέ δεν έχει δείξει ίχνος επαγγελματικής ανταγωνιστικότητας». Και πώς να ανταγωνιστείς άλλωστε έναν ζωντανό θρύλο; Κάνει επίσης αναφορά στον Καναδό πρωθυπουργό Πιερ Τριντό, με τον οποίο είχε σχέση όταν εκείνη ήταν 27 ετών και εκείνος 50, περιγράφοντάς τον ως «έναν κομψό άντρα, αλλά και τόσο ελεύθερο πνεύμα που μπορούσε να πάει στο Κοινοβούλιο με τα σανδάλια του».
Ο Μπρόλιν και ο Τριντό δεν ήταν οι μοναδικοί άντρες που πέρασαν από τη ζωή της. Ο ηθοποιός Ελιοτ Γκουλντ ήταν συγκάτοικός της σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές των 60s, όταν και οι δύο έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Αργότερα θα γινόταν και ο πρώτος της σύζυγος και πατέρας του μοναχογιού της Τζέισον Γκουλντ. Ο πρώην κομμωτής και αργότερα παραγωγός Τζον Πίτερς και ο κληρονόμος της παγωτοβιομηχανίας Baskin-Robins, Ρίτσαρντ Μπάσκιν, ήταν οι δύο σύντροφοι με τους οποίους μοιράστηκε για αρκετά χρόνια τις κοσμικές εμφανίσεις και το ίδιο σπίτι. Και βέβαια υπάρχει και μια ατέλειωτη λίστα με επιβεβαιωμένες και φημολογούμενες σχέσεις, που περιλαμβάνει από τον Αντρέ Αγκάσι, τον Ράιαν Ρέινολντς, τον Ντον Τζόνσον, τον Ομάρ Σαρίφ, τον Κρις Κριστόφερσον και τον Κλιντ Ιστγουντ μέχρι τον Μπιλ Κλίντον, τον βασιλιά πλέον Κάρολο και τον Ντόντι Φαγέντ. Κανένας από αυτούς δεν είχε ενοχληθεί ποτέ από τη μεγάλη μύτη της.
Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ αποφάσισε τελικά να γράψει τα απομνημονεύματά της γιατί είχε ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της μετά από δύο projects που δεν κατάφερε να υλοποιήσει. Παράδοξο κι αυτό, αλλά ακόμα και οι ζωντανοί θρύλοι μπορεί να ακούσουν το «όχι» των παραγωγών. Ποια είναι όμως τελικά η Στρέιζαντ; «Είμαι απλή, σύνθετη, γενναιόδωρη, εγωίστρια, μη ελκυστική, όμορφη, τεμπέλα, δυναμική». Και το όνομά της είναι Μπάρμπρα.
Το 1984 η Τζάκι Κένεντι-Ωνάση είχε ρίξει τον πρώτο σπόρο για την ιδέα που θα ωρίμαζε τέσσερις δεκαετίες μέσα της, πριν φτάσουμε στο ήδη πολυαναμενόμενο «My name is Barbra», που θα κυκλοφορήσει στις 7 Νοεμβρίου ως βιβλίο, e-book και audio book από τις εκδόσεις Penguin. Ως επιμελήτρια βιβλίων του εκδοτικού οίκου Doubleday, η Τζάκι τής είχε προτείνει τότε το αυτονόητο: να γράψει την αυτοβιογραφία της. Η Στρέιζαντ ήταν 42 χρόνων, υπερβολικά διάσημη σχεδόν από τα πρώτα της βήματα, με πλούσια ερωτική ζωή και ήδη πολυβραβευμένο έργο ως ηθοποιός, σκηνοθέτις και τραγουδίστρια.
Ομως είχε απορρίψει την ιδέα γιατί ένιωθε ότι ήταν ακόμα πολύ νέα και ότι είχε πολλά ακόμα projects να παραδώσει στο κοινό της προτού μετατρέψει τα στιγμιότυπα της ζωής της σε λαϊκό ανάγνωσμα. Ωστόσο, άρχισε να κρατάει σημειώσεις και να γράφει ημερολόγιο, πάντα χειρόγραφα, γιατί ένα από τα πράγματα που δεν θέλησε ποτέ να μάθει ήταν να δακτυλογραφεί. Αυτή ήταν η δική της αντίδραση στις χαμηλές μητρικές προσδοκίες για το μέλλον της. «Οταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου επέμενε να γίνω γραμματέας. Ηταν απολύτως σίγουρη ότι δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο στη ζωή μου», αναφέρει η ίδια στην πρόσφατη συνέντευξή της στο «Vanity Fair» Οκτωβρίου, που φιλοξενεί το νιοστό και σίγουρα όχι τελευταίο εξώφυλλο στην καριέρα της.
Η μητέρα της έζησε μέχρι τα 92 της χρόνια για να συνειδητοποιήσει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο πόσο ατυχής ήταν η πρόβλεψή της. Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ έγινε η μεγαλύτερη Αμερικανίδα σταρ, η μοναδική που έχει κατορθώσει να μπει στη χρυσή κατηγορία EGOT, έχοντας κερδίσει περισσότερες από μία φορές τα πιο πολυπόθητα βραβεία σε όλες τις κατηγορίες (Emmy, Grammy, Οσκαρ, Τόνι, Χρυσή Σφαίρα, Peabody Awards και μισή ντουζίνα ακόμα σημαντικές διακρίσεις), είναι η καλλιτέχνις με τις μεγαλύτερες πωλήσεις άλμπουμ του 20ού αιώνα -περισσότεροι από 68 εκατομμύρια μουσικόφιλοι σε όλο τον κόσμο τα έχουν σε περίοπτη θέση στη δισκοθήκη τους- και έχει δώσει το όνομά της σε ένα τριαντάφυλλο. Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ θα μπορούσε να γίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από γραμματέας. Θα μπορούσε να γίνει ζωντανός θρύλος. Αυτό ακριβώς που έγινε.
Η συναρπαστική ζωή της ξεκίνησε στις 24 Απριλίου του 1942 στο Μπρούκλιν. Η Μπάρμπαρα Τζόαν Στρέιζαντ ήταν το ένα από τα δύο παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας με εβραϊκές-αυστριακές ρίζες. Ο πατέρας της Εμάνουελ Στρέιζαντ, καθηγητής Λυκείου, πέθανε όταν η Μπάρμπαρα -για τους φίλους Μπαμπς- ήταν μόλις 15 μηνών. Η μητέρα της Νταϊάνα Κιντ, αν και είχε υπέροχη φωνή και είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το τραγούδι στα νιάτα της, είχε τελικά συμβιβαστεί με τη δουλειά της γραμματέως. Ηταν μονίμως ανικανοποίητη, μια γυναίκα που δεν ευχαριστιόταν ποτέ με τίποτα. Η Μπαμπς έμαθε να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να κλείνει τα αυτιά της στα πικρόχολα μητρικά σχόλια.
Aπό τα 13 της ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η ιδέα να ασχοληθεί με το τραγούδι δεν περνούσε ούτε ξυστά από το μυαλό της. «Οταν ήμουν στο Γυμνάσιο κανένας δεν εντυπωσιαζόταν με τη φωνή μου.
Ούτε κι εγώ», αναφέρει σε μία από τις σελίδες του «My name is Barbra». Ομως αυτή η φωνή τελικά θα της άνοιγε τις πόρτες για μια καριέρα για την οποία η λέξη «λαμπρή» είναι μάλλον φτωχή για να την περιγράψει. Στα 18 της συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταλέντων ερμηνεύοντας το τραγούδι «A Sleeping Bee». Φυσικά κέρδισε, και το βραβείο ήταν ένα συμβόλαιο δύο εβδομάδων για εμφανίσεις σε ένα club στην 8η οδό, το «Bon Soir». Η επιτυχία ήταν ακαριαία και οι εμφανίσεις πολλαπλασιάστηκαν. Η ίδια γράφει στα απομνημονεύματά της: «Δεν είχα πάει ποτέ σε νάιτ κλαμπ μέχρι που τραγούδησα σε ένα». Κάπου εκεί αποφάσισε να αφαιρέσει και το μεσαίο άλφα από το όνομά της και να συστήνεται ως Μπάρμπρα γιατί ήθελε να είναι μοναδική.
Στην πραγματικότητα, αυτό το «άλφα» ήταν και η μοναδική επέμβαση που έκανε ποτέ σε οτιδήποτε αφορούσε την εμφάνιση ή την ταυτότητά της. Η Στρέιζαντ δεν πείραξε ποτέ τη μύτη ή τα δόντια της, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει άλλη μια χολιγουντιανή κουκλίτσα. Οι ατέλειές της έγιναν το σήμα κατατεθέν της. Ηταν πάντα το γοητευτικό ασχημόπαπο, αν και τελικά αυτό που επικρατούσε ήταν μάλλον το επίθετο «γοητευτικό». Πίσω στον χρόνο όμως, όταν πήγε στην πρώτη της κινηματογραφική οντισιόν, και ενώ ήταν ήδη ανερχόμενο αστέρι στις νεοϋορκέζικες μουσικές σκηνές, οι παραγωγοί είχαν απογοητευτεί με την εμφάνισή της. «Φοράει φτηνιάρικα ρούχα και το πρόσωπό της είναι άσχημο», ήταν η πρώτη σκέψη τους. Η δεύτερη ήταν ότι τραγουδούσε υπέροχα.
Η ταινία ήταν το μιούζικαλ «Funny Girl», που έκανε τη Στρέιζαντ κατευθείαν σταρ και της χάρισε το πρώτο Οσκαρ για την ερμηνεία της, το 1969. Το επόμενο θα το κέρδιζε το 1977 στην κατηγορία Καλύτερου Τραγουδιού για την ταινία «Ενα αστέρι γεννιέται».
Η Στρέιζαντ μετράει συνολικά πέντε υποψηφιότητες στα χρυσά αγαλματίδια, αλλά οι πολυπληθείς fans της ακόμα και σήμερα θεωρούν τεράστια παράβλεψη των μελών της Ακαδημίας το ότι δεν την είχαν χρίσει καν υποψήφια για τη σκηνοθεσία της στην ταινία «Yentl» του 1983, τον δικό της φόρο τιμής στο Ολοκαύτωμα, στην οποία είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία, το σενάριο, το σάουντρακ και τον πρώτο ρόλο. Τουλάχιστον κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα για τη σκηνοθεσία της - μάλιστα ήταν η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις στην ιστορία του θεσμού που γύρισε σπίτι της με αυτό το τρόπαιο.
Για όλα αυτά τα επιτεύγματα, τις πρωτοπορίες, τις ταινίες που γύρισε ή θα ήθελε να γυρίσει και τα τραγούδια που ερμήνευσε μπροστά σε εκατομμύρια θαυμαστές στις εκατοντάδες ζωντανές εμφανίσεις της και τις παγκόσμιες περιοδείες της, η Στρέιζαντ έχει έναν λόγο να πει στις 992 σελίδες του «My name is Barbra». Δεν μιλάει όμως μόνο για την καριέρα της. Ενα από τα κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορείται «Μπράντο» και είναι αφιερωμένο στον τεράστιο Μάρλον, τον οποίο η Μπάρμπρα θεωρεί τον καλύτερο ηθοποιό που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη. «Οποιοδήποτε project κι αν είχα ποτέ στο μυαλό μου, η πρώτη μου σκέψη ήταν πάντα: “Θα έπαιζε σε αυτό ο Μπράντο;”».
Η Στρέιζαντ περιγράφει γλαφυρά μια συνάντησή τους σε ένα πάρτυ το 1966, όπου ο σταρ τής είχε ζητήσει να κάνουν σεξ (χρησιμοποιώντας έναν πολύ λιγότερο κομψό όρο), ενώ η σύζυγός του περιφερόταν σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. Η Μπάρμπρα είχε απορρίψει την πρόταση, ωστόσο έμειναν στενοί φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του Μπράντο. Δύο χρόνια αργότερα, όταν το «Funny Girl» θα έβγαινε στις αίθουσες, εκείνος θα της τηλεφωνούσε για να της πει τη γνώμη του για την ταινία: «Ησουν πολύ καλή, ήσουν όμως στ’ αλήθεια αστεία;».
Στο βιβλίο της η Στρέιζαντ αφιερώνει πολλές παραγράφους και στον σύζυγό της, τον ηθοποιό Τζέιμς Μπρόλιν, με τον οποίο φέτος συμπλήρωσε 27 χρόνια αρμονικής κοινής ζωής. «Είναι εκπληκτικός ακροατής και αφοσιωμένος θαυμαστής. Ερχεται σε όλα τα κονσέρτα μου χωρίς να βαρυγκομά και ποτέ δεν έχει δείξει ίχνος επαγγελματικής ανταγωνιστικότητας». Και πώς να ανταγωνιστείς άλλωστε έναν ζωντανό θρύλο; Κάνει επίσης αναφορά στον Καναδό πρωθυπουργό Πιερ Τριντό, με τον οποίο είχε σχέση όταν εκείνη ήταν 27 ετών και εκείνος 50, περιγράφοντάς τον ως «έναν κομψό άντρα, αλλά και τόσο ελεύθερο πνεύμα που μπορούσε να πάει στο Κοινοβούλιο με τα σανδάλια του».
Ο Μπρόλιν και ο Τριντό δεν ήταν οι μοναδικοί άντρες που πέρασαν από τη ζωή της. Ο ηθοποιός Ελιοτ Γκουλντ ήταν συγκάτοικός της σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές των 60s, όταν και οι δύο έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Αργότερα θα γινόταν και ο πρώτος της σύζυγος και πατέρας του μοναχογιού της Τζέισον Γκουλντ. Ο πρώην κομμωτής και αργότερα παραγωγός Τζον Πίτερς και ο κληρονόμος της παγωτοβιομηχανίας Baskin-Robins, Ρίτσαρντ Μπάσκιν, ήταν οι δύο σύντροφοι με τους οποίους μοιράστηκε για αρκετά χρόνια τις κοσμικές εμφανίσεις και το ίδιο σπίτι. Και βέβαια υπάρχει και μια ατέλειωτη λίστα με επιβεβαιωμένες και φημολογούμενες σχέσεις, που περιλαμβάνει από τον Αντρέ Αγκάσι, τον Ράιαν Ρέινολντς, τον Ντον Τζόνσον, τον Ομάρ Σαρίφ, τον Κρις Κριστόφερσον και τον Κλιντ Ιστγουντ μέχρι τον Μπιλ Κλίντον, τον βασιλιά πλέον Κάρολο και τον Ντόντι Φαγέντ. Κανένας από αυτούς δεν είχε ενοχληθεί ποτέ από τη μεγάλη μύτη της.
Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ αποφάσισε τελικά να γράψει τα απομνημονεύματά της γιατί είχε ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της μετά από δύο projects που δεν κατάφερε να υλοποιήσει. Παράδοξο κι αυτό, αλλά ακόμα και οι ζωντανοί θρύλοι μπορεί να ακούσουν το «όχι» των παραγωγών. Ποια είναι όμως τελικά η Στρέιζαντ; «Είμαι απλή, σύνθετη, γενναιόδωρη, εγωίστρια, μη ελκυστική, όμορφη, τεμπέλα, δυναμική». Και το όνομά της είναι Μπάρμπρα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα