Μάθιου Πέρι: Τα είχε όλα, αλλά «έφυγε» νωρίς και μόνος
Μάθιου Πέρι: Τα είχε όλα, αλλά «έφυγε» νωρίς και μόνος
Τα «Φιλαράκια», οι διάσημες ερωμένες και τα πολλά χρήματα δεν στάθηκαν αρκετά για να διώξουν τους εφιάλτες από τη ζωή του «Τσάντλερ Μπινγκ» - Το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τα δύσκολα παιδικά χρόνια και οι προβληματικοί έρωτές του
Τα φαρδιά παντελόνια και το καλά τριμαρισμένο μουσάκι που είχε λανσάρει ο Μάθιου Πέρι στον τρίτο κύκλο της σειράς «Φιλαράκια» δεν ήταν άλλο ένα ιδιόρρυθμο στυλ, αλλά ο δικός του τρόπος να κρύψει την εξασθενημένη του εμφάνιση από τις καταχρήσεις και τον εθισμό στα οπιούχα. Ο άλλος ήταν να χωρίζει πρώτος, προτού προλάβουν να αντιληφθούν την κατάστασή του, τις πολυάριθμες φίλες του: από τη Σάλμα Χάγεκ και την Τρίσια Φίσερ έως την Τζούλια Ρόμπερτς και τη Βάλερι Μπερτινέλι.
Φαινομενικά, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος, δεν του έλειπε τίποτα, καθώς κέρδιζε εκατομμύρια δολάρια από τα «Φιλαράκια», είχε τις γυναίκες που επιθυμούσε, πολυτελή σπίτια με θέα στο Μπέβερλι Χιλς, διάσημους καλούς φίλους όπως ο Μπρους Γουίλις και ο Τομ Χανκς. Είχε όμως και μόνιμη εξάρτηση από τις ουσίες και τη βαθιά του μοναξιά. Πέθανε χωρίς κανέναν δίπλα του, παρότι ήταν αγαπητός σε όλους, γνωρίζοντας ότι η ζωή τού δόθηκε τόσο γενναιόδωρα όσο αντίστροφα σκληρά τής φέρθηκε εκείνος μη μπορώντας να διαχειριστεί τη φήμη και τον άκρως ταλαντούχο εαυτό του.
Τα άπειρα λουλούδια που έσπευσαν να αφήσουν οι πολυάριθμοι φίλοι και θαυμαστές του Μάθιου Πέρι στο γνωστό κτίριο με το καφέ τούβλο στη νότια περιοχή του Μανχάταν, όπου εκτυλίχθηκαν αξέχαστες σκηνές από τα «Φιλαράκια», ήταν αρκετά για να γεμίσουν όλο το προαύλιο, μαζί και οι αφιερώσεις γεμάτες αγάπη για έναν από τους πιο απροσάρμοστους ήρωες της τηλεόρασης. Ατσούμπαλος, νευρικός, με άγαρμπο χιούμορ και κυνισμό, τρυφερός με τους φίλους του και ικανός για τα πάντα, ο Τσάντλερ Μπινγκ δεν ήταν μόνο ο προβληματικός αντιήρωας από τα «Φιλαράκια» που λάτρεψαν και λατρεύουν ακόμα οι διαφορετικές γενιές, ήταν ο ίδιος ο Μάθιου Πέρι. Για την ακρίβεια, εξαρχής ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ήταν ο Τσάντλερ, δεν τον ερμήνευε.
Oι εξαρτήσεις του Πέρι
Σε πολλά επεισόδια της σειράς ο ήρωάς του είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δεχόταν μπούλινγκ στο σχολείο όπως ακριβώς ο Μάτι -όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του-, ότι είχε ζήσει προβληματική παιδική ηλικία ενώ ήταν φανερό πως διέθετε μια σπάνια ευαισθησία ως αποτέλεσμα της εσωστρέφειας που τον χαρακτήριζε από τότε που ήταν μικρός. Οι γονείς του Μάτι, όπως και του Τσάντλερ, χώρισαν προτού ο ίδιος προλάβει να καταλάβει τι σημαίνει οικογένεια και έτσι ο όμορφος πατέρας του Τζον Μπένετ Πέρι, πρωταγωνιστής της διαφημιστικής καμπάνιας του Old Spice, βρέθηκε να ζει με άλλη γυναίκα αφήνοντας τη μητέρα του Σούζαν Πέρι μόνη της με ένα εκκεντρικό παιδί.
Καθώς φαίνεται, η πρώην σύμβουλος του Πιερ Τριντό και κατόπιν σταρ στην τηλεόραση Σούζαν Πέρι αδυνατούσε να συνδυάσει τους απαιτητικούς επαγγελματικούς ρόλους με αυτόν της μητέρας αφήνοντας τον μικρό Μάτι να περιφέρεται σε άγνωστα περιβάλλοντα και να ταξιδεύει ασυνόδευτος, με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο στέρνο αναζητώντας λίγα ψήγματα χαμένης τρυφερότητας και αγάπης. Δεν τα κατάφερε ποτέ, όπως εξομολογείται στην άκρως συγκινητική αυτοβιογραφία του «Φιλαράκια, Εραστές και το Μεγάλο Φρικτό Πράγμα» (εκδόσεις Αθενς Bookstore, μτφ. Μάνος Τζιρίτας, Θανάσης Χειμωνάς).
Η προβληματική σχέση του με τις γυναίκες -ακριβώς όπως και του Τσάντλερ, τον οποίο, όμως, αποκατέστησε στη συνέχεια- είχε να κάνει ακριβώς με αυτό: ο φόβος της εγκατάλειψης τον έκανε να διαλύει πρώτος τους δεσμούς με τις συντρόφους του από φόβο μήπως τον αφήσουν ή τρομάξουν από τα μαζεμένα σκοτάδια που είχαν προλάβει να κρυφτούν στην ψυχή και σε κάθε πτυχή της σύντομης, όπως αποδείχθηκε, ζωής του.
Είναι τέτοια η απελπισία για την οποία φώναζε με κάθε τρόπο ο 54χρονος ηθοποιός, καταγεγραμμένη με ακρίβεια, σπάνια τρυφερότητα και με τσαγανό στην αυτοβιογραφία του, που θες να τον πάρεις μια αγκαλιά και να τον καθησυχάσεις ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να του συμβεί από εκεί και πέρα. Αλλά φαίνεται κανείς δεν πρόλαβε: ούτε η πιστή βοηθός του Εριν, όπως αποκαλεί την Μπριάνα Μπρανκάτο, η οποία μπορεί να του έσωσε τη ζωή φροντίζοντας κυριολεκτικά να τον απαγάγει από το κέντρο απεξάρτησης και να τον μεταφέρει στα Επείγοντα -μια απίστευτη σκηνή στο βιβλίο όπου περιγράφει πώς τον είχαν όλοι ξεγραμμένο δίνοντάς του μόλις 2% πιθανότητες ζωής-, ούτε οι δικοί του που μοιάζουν να είναι διαρκώς απόντες, ούτε καν η κολλητή του Λίζα Κούντροου, η Φοίβη από τα «Φιλαράκια», η οποία ανέλαβε το σκυλί του μετά τον θάνατό του.
«Υπήρξαν περίοδοι που αναρωτιόμουν αν ήταν λάθος μου που δεν έκανα περισσότερα, που δεν έκανα κάτι. Κατάλαβα όμως με τον καιρό ότι αυτή η ασθένεια ανατροφοδείται ακατάπαυστα και είναι εξαιρετικά επίμονη», γράφει η ίδια χαρακτηριστικά στον πρόλογο της αυτοβιογραφίας του Πέρι. Αυτή η ασθένεια δεν ήταν άλλη από την εξάρτηση και την παρηγοριά που του χάριζαν τόσο το αλκοόλ όσο και τα οπιούχα, όπως το OxyContin, από τα οποία προσπαθούσε ανεπιτυχώς μια ζωή να ξεφύγει μπαίνοντας σε άπειρα κέντρα απεξάρτησης και προσπαθώντας διαρκώς να διώξει μακριά τους εφιάλτες.
Οσοι έχουν δει τη δραματική σειρά «Painkiller» στο Netflix μπορούν να καταλάβουν τι παρενέργειες προκαλούν διαρκώς τα οπιούχα, τα οποία εξακολουθούν να συνταγογραφούνται ελεύθερα στην Αμερική, προκαλώντας στον οργανισμό κρίσεις στέρησης αντίστοιχες με αυτές της ηρωίνης. Ο Πέρι στο βιβλίο του παραδέχεται πως προσέφευγε στους ντίλερ για να του γράφουν την ουσία, αφού πάντοτε ξεπερνούσε τις επιτρεπόμενες δόσεις, ενώ σε πολλές περιπτώσεις προσποιούνταν τον άρρωστο για να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτά.
Από μικρός το ψυχικό του κενό γέμιζαν λίτρα αλκοόλ, το οποίο άρχισε να καταναλώνει παράνομα σε ηλικία που οι φίλοι του έπιναν σοκολατούχα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει στυτική δυσλειτουργία, ενώ ήταν ακόμα στο σχολείο, και τρόμο για τα κορίτσια! Παραδέχεται πως έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία μια φίλη του, η αδελφή της διάσημης ηθοποιού Κάρι Φίσερ, Τρίσια, με την οποία άρχισε να βγαίνει σε εφηβική ηλικία, για να συνειδητοποιήσει ότι θα μπορούσε να είναι εραστής, μια διαρκής πηγή φευγαλέας παρηγοριάς για εκείνον, που δεν κατέληγε, όμως, ποτέ σε κάποια στέρεη σχέση.
Πάντοτε με τάσεις φυγής, όπως όταν έμπαινε μικρός σε άπειρα αεροπλάνα αλλάζοντας χώρες και πόλεις, δεν έπαψε να φεύγει απ’ ό,τι απειλούσε να καταστρέψει την αγωνία του και να του χαρίσει τη σταθερότητα. Το μόνο που πίστευε ότι θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο, από τότε που ήταν έφηβος, ήταν η διασημότητα, που είχε δει ότι λειτουργούσε στην περίπτωση των γονιών του. «Πάντα με ενδιέφερε πολύ τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα - ακόμα με ενδιαφέρει.
Πρόκειται για κάτι πολύ ζωτικό για εμένα», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του. «Θυμάμαι πως ικέτευα τη μαμά μου να βάφει μπλε την πίσω αυλή του σπιτιού μας, ώστε αυτοί που θα κοιτούσαν από τα αεροπλάνα που περνούσαν από πάνω να πίστευαν πως είχαμε πισίνα. Ισως πάλι σε κάποιο από αυτά τα αεροπλάνα να υπήρχε ένα ασυνόδευτο ανήλικο που θα κοιτούσε κάτω και θα ένιωθε λίγη ασφάλεια από αυτό».
Οι προσευχές που έκανε κάθε μέρα στον Θεό να τον κάνει διάσημο -πόσο πιο παράδοξο από αυτό;- τον έφεραν στο πλατό της νέας σειράς «Φιλαράκια» εντελώς από τύχη, ενώ και ο τρόπος που πήρε τον ρόλο έμοιαζε όντως να οφείλεται σε θεία παρέμβαση! Μέχρι τότε έπαιζε σε μια άθλια σειρά επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «LAX 2194» υποδυόμενος έναν φουκαρά όπου έβαζε σε τάξη τις αποσκευές των εξωγήινων σε ένα αεροδρόμιο του μέλλοντος φορώντας γελοίες περούκες χωρίς καμία πιθανότητα να μεταπηδήσει σε μια σειρά πρώτης γραμμής όπως τα «Φιλαράκια».
Ενώ ήθελε σαν τρελός να υποδυθεί τον Τσάντλερ καθώς θεωρούσε ότι «ήμουν εγώ», ο ρόλος είχε ήδη προταθεί σε έναν γνωστό του, τον Κρεγκ Μπίρκο. Αλλά, ως εκ θαύματος, για εντελώς ανεξήγητο λόγο, τελευταία στιγμή ο Μπίρκο επέλεξε να παίξει σε άλλη σειρά και έτσι ο Πέρι αποφάσισε να απευθυνθεί στους δημιουργούς της σειράς Μάρτα Κάουφμαν και Ντέιβιντ Κρέιν και να διεκδικήσει τον ρόλο που τελικά τον έκανε διάσημο το 1994.
«Τα “Φιλαράκια” ήταν μια τόσο καλή και διασκεδαστική σειρά που εξαφάνισε όλα τα προβλήματα, τουλάχιστον για λίγο. Πλέον έπαιζα βασικός στους Γιάνκηδες της Νέας Υόρκης. Δεν έπρεπε να τα κάνω θάλασσα. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου. Οταν κερδίζεις 1 εκατομμύριο δολάρια την εβδομάδα δεν έχεις δικαίωμα σε ένα 17ο ποτό», έγραφε για το παράδοξο της ταυτόχρονης απόλυτης ψυχικής επάρκειας και αδυναμίας που ένιωθε ακόμα και στην καλύτερη φάση της ζωής του.
Ερωτευμένος με την Ανιστον
Είναι πολύ σπάνιο για τον ανταγωνιστικό κόσμο του Χόλιγουντ να συναντά κανείς συντελεστές μιας σειράς που παραμένουν με την πάροδο των χρόνων αγαπημένοι. Στις κοινές συνεντεύξεις που είχαν δώσει οι πρωταγωνιστές από τα «Φιλαράκια» όταν ξαναβρέθηκαν πρόσφατα μετά από τόσα χρόνια για να γυρίσουν ένα μόνο επεισόδιο με τη μορφή τηλεταινίας που σάρωσε και πάλι την τηλεθέαση δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία αγάπη, η οποία δεν ήταν πάντοτε χωρίς άλλες υποδηλώσεις.
Ο Πέρι αποκαλύπτει στο βιβλίο του ότι δεν έπαψε ποτέ να τρέφει ερωτικά αισθήματα για την Τζένιφερ Ανιστον, ακόμα και όταν εκείνη ήταν με τον Μπραντ Πιτ και παρότι η ίδια είχε αρνηθεί κάθε φλερτ του, προσπαθούσε πάντα με κάθε τρόπο να τον προστατεύσει όταν τον έβλεπε να ρέπει αυτοκαταστροφικά προς τον αλκοολισμό και τις εξαρτήσεις. Και οι υπόλοιποι, όμως, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον βοηθήσουν. Σε πολλές περιπτώσεις είχε τύχει να κοιμηθεί ακόμα και την ώρα του γυρίσματος -στον περιβόητο καναπέ- και έπρεπε να τον ξυπνήσει ο Ματ ΛεΜπλανκ, ο περίφημος Τζόι, για να μπορέσει να συνεχίσει τη σκηνή.
Παραδέχεται ότι υπήρξε ερωτευμένος με την Ανιστον από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, πριν από τη σειρά, και ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσει να τη δει ως φίλη. «Ευτυχώς, αν και ακόμα μου άρεσε και την έβρισκα καταπληκτική, εκείνη την πρώτη μέρα καταφέραμε να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να εστιάσουμε στο γεγονός ότι είχαμε και οι δύο πάρει την καλύτερη δουλειά που είχε να προσφέρει το Χόλιγουντ», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο περιγράφοντας την πρώτη μέρα γυρισμάτων.
Εκείνος ήταν η ψυχή της παρέας, όπως θα επιβεβαίωναν αργότερα οι υπόλοιποι, φροντίζοντας να κάνει διαρκώς προτάσεις στο σενάριο, τις οποίες δέχονταν τόσο ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μπάροουζ όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές της παραγωγής. Προς το τέλος του βιβλίου όμως γράφει με παράπονο ότι αυτό δεν λειτούργησε με τον μεγαλοπαραγωγό Ααρον Σόρκιν σε άλλη σειρά που επιχείρησε, διαμορφώνοντας μια πολύ αρνητική ατμόσφαιρα - ακριβώς γιατί η κωμωδία και ειδικά τα sitcoms, που προϋποθέτουν την παρουσία κοινού, πρέπει να αφήνουν περιθώρια αυτοσχεδιασμού, δεδομένου ότι οι περισσότεροι κωμικοί στην Αμερική έχουν εμπειρία από το stand up comedy.
Απόδειξη, η συνεχής μέχρι σήμερα επιτυχία που έχουν τα «Φιλαράκια» στις διαρκείς τηλεοπτικές επαναλήψεις τους όπου αποκαλύπτεται η σπάνια χημεία ανάμεσα στους Μάθιου Πέρι, Λίζα Κούντροου, Κόρτνεϊ Κοξ, Ματ ΛεΜπλανκ και Ντέιβιντ Σουίμερ. Οι ίδιοι, μάλιστα, φρόντισαν να κάνουν κοινή δήλωση για την απώλεια του φίλου τους λέγοντας πως για εκείνους ήταν «οικογένεια» και καταλήγοντας ότι «υπάρχουν τόσο πολλά να πούμε, αλλά αυτή τη στιγμή θα αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να θρηνήσουμε και να επεξεργαστούμε αυτή την απώλεια. Με τον καιρό θα πούμε περισσότερα, όσο και όταν μπορούμε».
Η Γκουίνεθ Πάλτροου και η Τζούλια Ρόμπερτς
Από τη ζωή του πέρασαν πολλές γυναίκες: πέρα από την Τρίσια Φίσερ και την ηθοποιό Βάλερι Μπερτινέλι, την οποία αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, είχε σχέση με το μοντέλο Γιασμίν Μπλιθ, που πρωταγωνιστούσε στη δημοφιλή σειρά «Baywatch», αλλά και με τη νεαρή Μόλι Χέρβιτς, με την οποία αρραβωνιάστηκε. Σημαντική θέση στη ζωή του αναφέρει πως είχαν οι Τζέιμι Τάρσες, η Λίζι Κάπλαν, για την οποία αναφέρει ότι είχαν «ερωτική φιλία», η Λόρεν Γκράχαμ και η Σάλμα Χάγεκ, με την οποία πρωταγωνίστησαν σε μια ταινία. Στο βιβλίο αναφέρει επίσης πολλές ανώνυμες γυναίκες με τις οποίες είχε συνευρεθεί, όπως σερβιτόρες, νοσοκόμες, αλλά και πολλές άγνωστες φίλες του, όπως η βοηθός του, που του συμπαραστάθηκε σε δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Περιγράφει ότι οι περιπέτειές του ήταν απλώς μια υπενθύμιση του φόβου της εγκατάλειψης που τον κατέτρυχε από μικρό, με αποτέλεσμα να σπεύδει να χωρίσει πρώτος εκείνος τις αγαπημένες του, προτού προλάβουν να τον αφήσουν. Οι περισσότερες, όπως ομολογεί, ήταν πολύ χαρισματικές και ερωτεύσιμες: άλλες κατέληγαν σε σύντομο δεσμό, ενώ με κάποιες, όπως με την Γκουίνεθ Πάλτροου, ήταν περιπέτεια της μιας βραδιάς. Μάλιστα, ο ίδιος ομολογεί ότι η ερωτική τους περίπτυξη με την Πάλτροου συνέβη σε μια ντουλάπα με είδη καθαρισμού! Αλλά η γυναίκα που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει ήταν η Τζούλια Ρόμπερτς. «Θυμάστε τότε με τον COVID που ορισμένοι αισθάνονταν σαν να ζουν την ίδια μέρα ξανά και ξανά; Ιδού η μέρα που εγώ θα ήθελα να ζω σε λούπα (αυτή είναι η μέρα της μαρμότας, της δικής μου μέρας της μαρμότας). Βασικά θα ήθελα να τη βιώνω συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής μου. Φυσικά δεν γίνεται. Και ο μοναδικός τρόπος να το ξεπεράσω είναι να τη διηγούμαι ως ιστορία, μήπως και βοηθήσει», γράφει στην αρχή του κεφαλαίου όπου περιγράφει τον δεσμό του με την Τζούλια Ρόμπερτς.
«(Αν και φυσικά ούτε αυτό θα με κάνει να την ξαναζήσω.) Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1995 στο Τάος, Νέο Μεξικό. Ολο το μεσημέρι παίζαμε ποδόσφαιρο στα χιόνια. Εγώ, η κοπέλα μου, η Τζούλια Ρόμπερτς, και κάτι φίλοι μας. Εκείνη ήταν η πιο διάσημη ηθοποιός στον κόσμο και εγώ έπαιζα στη νούμερο ένα σειρά της τηλεόρασης. Η ερωτική μας ιστορία ξεκίνησε μέσω φαξ. Κάπου στον κόσμο υπάρχει ένας πάγκος από μηνύματα φαξ ύψους σχεδόν 1 μ. - μια ερωτική ιστορία 1 μ. ύψους, γεμάτη ποιήματα, ονειροπολήσεις, Και δύο τεράστια αστέρια που ερωτεύονται μεταξύ τους και επικοινωνούν με έναν υπέροχο, ρομαντικό τρόπο.
Εκείνη την εποχή πετούσα στα σύννεφα. Ημουν το κέντρο του σύμπαντος, τίποτα δεν με άγγιζε. Η κατακόκκινη φλόγα της διασημότητας ήταν όλη δική μου. Περνούσα το χέρι μου από μέσα της, αλλά δεν καιγόμουν ακόμη. Ηταν στο αδρανές κέντρο της. Δεν είχα ακόμα καταλάβει πως η διασημότητα δεν θα γέμιζε τελικά το κενό, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή τα κατάφερε μια χαρά, ευχαριστώ πολύ». Περιγράφει αναλυτικά τις ατάκες που αντάλλασσαν μέσω φαξ όταν προσπαθούσε να την πείσει να παίξει μαζί του στη σειρά και εκείνη είχε δεχτεί με τον όρο ότι θα τη βάλουν ως ζευγάρι μαζί του.
Η αρχική, αμήχανη, όπως την περιγράφει, γνωριμία εξελίχθηκε σε σχέση, που ήταν, όπως αφήνει να φανεί, η πιο σημαντική στη ζωή του. Παραδέχεται ότι τη χώρισε όταν φοβήθηκε ότι εκείνη θα τον εγκαταλείψει μη μπορώντας να ξεπεράσει το γεγονός ότι υπερτερούσε σε ό,τι είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Η σκηνή που καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, εξαιτίας μιας παγκρεατίτιδας που είχε προκαλέσει το αλκοόλ, να τη βλέπει σε απευθείας μετάδοση να παραλαμβάνει το Οσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Εριν Μπρόκοβιτς» και να ευχαριστεί τον τότε φίλο της είναι ίσως η πιο οδυνηρή του βιβλίου.
«Τη μεγάλη βραδιά της Τζούλια στο Χόλιγουντ πήγα έρποντας στο κρεβάτι και έμεινα να κοιτάω το ταβάνι. Εκείνη τη νύχτα δεν με πήρε καθόλου ο ύπνος. Μόνο οι σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό μου όπως μια σφαίρα ένα τενεκεδάκι που σημάδεψε κάποιος. Εκείνο το μπλε φορτηγό / εκείνη η κορυφή του βουνού. Ολα τα μπλε φορτηγά / όλες οι κορυφές χάθηκαν / εξαφανίστηκαν σαν τον αιθέρα στο κενό του τρόμου. Πλέον ήμουν ευχαριστημένος που είχα καταφέρει να βγάλω μια ακόμα μέρα. Οταν πιάσεις πάτο, οι μέρες διαρκούν πολύ. Δεν είχα ανάγκη ένα Οσκαρ. Ηθελα μία ακόμα μέρα».
Ακόμα κι αν την κέρδισε δίνοντας απανωτές μάχες για τη ζωή του μέχρι τέλους, καταλήγοντας σε Εντατικές και βιώνοντας κυριολεκτικά τι σημαίνει να επιστρέφεις από την άλλη ζωή με τα μηχανήματα ανάνηψης, τελικά ο γλυκύτατος Μάτι/Τσάντλερ δεν τα κατάφερε. Παραδόθηκε στο κενό της αβύσσου, στην άκρη από το τζακούζι του, σε απόλυτη ηρεμία, ως ειρωνεία για το ότι ο θάνατος τελικά στήνει το ραντεβού του, εκεί που πίστευες ότι τον έχεις απόλυτα νικήσει. Ηταν το μόνο ίσως στοίχημα που έχασε σε μια ζωή που του χάρισε σχεδόν τα πάντα, εκτός από την ίδια τη χαρά τού να ζεις και να την απολαμβάνεις μέχρι τέλους.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal images
Φαινομενικά, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος, δεν του έλειπε τίποτα, καθώς κέρδιζε εκατομμύρια δολάρια από τα «Φιλαράκια», είχε τις γυναίκες που επιθυμούσε, πολυτελή σπίτια με θέα στο Μπέβερλι Χιλς, διάσημους καλούς φίλους όπως ο Μπρους Γουίλις και ο Τομ Χανκς. Είχε όμως και μόνιμη εξάρτηση από τις ουσίες και τη βαθιά του μοναξιά. Πέθανε χωρίς κανέναν δίπλα του, παρότι ήταν αγαπητός σε όλους, γνωρίζοντας ότι η ζωή τού δόθηκε τόσο γενναιόδωρα όσο αντίστροφα σκληρά τής φέρθηκε εκείνος μη μπορώντας να διαχειριστεί τη φήμη και τον άκρως ταλαντούχο εαυτό του.
Τα άπειρα λουλούδια που έσπευσαν να αφήσουν οι πολυάριθμοι φίλοι και θαυμαστές του Μάθιου Πέρι στο γνωστό κτίριο με το καφέ τούβλο στη νότια περιοχή του Μανχάταν, όπου εκτυλίχθηκαν αξέχαστες σκηνές από τα «Φιλαράκια», ήταν αρκετά για να γεμίσουν όλο το προαύλιο, μαζί και οι αφιερώσεις γεμάτες αγάπη για έναν από τους πιο απροσάρμοστους ήρωες της τηλεόρασης. Ατσούμπαλος, νευρικός, με άγαρμπο χιούμορ και κυνισμό, τρυφερός με τους φίλους του και ικανός για τα πάντα, ο Τσάντλερ Μπινγκ δεν ήταν μόνο ο προβληματικός αντιήρωας από τα «Φιλαράκια» που λάτρεψαν και λατρεύουν ακόμα οι διαφορετικές γενιές, ήταν ο ίδιος ο Μάθιου Πέρι. Για την ακρίβεια, εξαρχής ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ήταν ο Τσάντλερ, δεν τον ερμήνευε.
Oι εξαρτήσεις του Πέρι
Σε πολλά επεισόδια της σειράς ο ήρωάς του είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δεχόταν μπούλινγκ στο σχολείο όπως ακριβώς ο Μάτι -όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του-, ότι είχε ζήσει προβληματική παιδική ηλικία ενώ ήταν φανερό πως διέθετε μια σπάνια ευαισθησία ως αποτέλεσμα της εσωστρέφειας που τον χαρακτήριζε από τότε που ήταν μικρός. Οι γονείς του Μάτι, όπως και του Τσάντλερ, χώρισαν προτού ο ίδιος προλάβει να καταλάβει τι σημαίνει οικογένεια και έτσι ο όμορφος πατέρας του Τζον Μπένετ Πέρι, πρωταγωνιστής της διαφημιστικής καμπάνιας του Old Spice, βρέθηκε να ζει με άλλη γυναίκα αφήνοντας τη μητέρα του Σούζαν Πέρι μόνη της με ένα εκκεντρικό παιδί.
Καθώς φαίνεται, η πρώην σύμβουλος του Πιερ Τριντό και κατόπιν σταρ στην τηλεόραση Σούζαν Πέρι αδυνατούσε να συνδυάσει τους απαιτητικούς επαγγελματικούς ρόλους με αυτόν της μητέρας αφήνοντας τον μικρό Μάτι να περιφέρεται σε άγνωστα περιβάλλοντα και να ταξιδεύει ασυνόδευτος, με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο στέρνο αναζητώντας λίγα ψήγματα χαμένης τρυφερότητας και αγάπης. Δεν τα κατάφερε ποτέ, όπως εξομολογείται στην άκρως συγκινητική αυτοβιογραφία του «Φιλαράκια, Εραστές και το Μεγάλο Φρικτό Πράγμα» (εκδόσεις Αθενς Bookstore, μτφ. Μάνος Τζιρίτας, Θανάσης Χειμωνάς).
Η προβληματική σχέση του με τις γυναίκες -ακριβώς όπως και του Τσάντλερ, τον οποίο, όμως, αποκατέστησε στη συνέχεια- είχε να κάνει ακριβώς με αυτό: ο φόβος της εγκατάλειψης τον έκανε να διαλύει πρώτος τους δεσμούς με τις συντρόφους του από φόβο μήπως τον αφήσουν ή τρομάξουν από τα μαζεμένα σκοτάδια που είχαν προλάβει να κρυφτούν στην ψυχή και σε κάθε πτυχή της σύντομης, όπως αποδείχθηκε, ζωής του.
Είναι τέτοια η απελπισία για την οποία φώναζε με κάθε τρόπο ο 54χρονος ηθοποιός, καταγεγραμμένη με ακρίβεια, σπάνια τρυφερότητα και με τσαγανό στην αυτοβιογραφία του, που θες να τον πάρεις μια αγκαλιά και να τον καθησυχάσεις ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να του συμβεί από εκεί και πέρα. Αλλά φαίνεται κανείς δεν πρόλαβε: ούτε η πιστή βοηθός του Εριν, όπως αποκαλεί την Μπριάνα Μπρανκάτο, η οποία μπορεί να του έσωσε τη ζωή φροντίζοντας κυριολεκτικά να τον απαγάγει από το κέντρο απεξάρτησης και να τον μεταφέρει στα Επείγοντα -μια απίστευτη σκηνή στο βιβλίο όπου περιγράφει πώς τον είχαν όλοι ξεγραμμένο δίνοντάς του μόλις 2% πιθανότητες ζωής-, ούτε οι δικοί του που μοιάζουν να είναι διαρκώς απόντες, ούτε καν η κολλητή του Λίζα Κούντροου, η Φοίβη από τα «Φιλαράκια», η οποία ανέλαβε το σκυλί του μετά τον θάνατό του.
«Υπήρξαν περίοδοι που αναρωτιόμουν αν ήταν λάθος μου που δεν έκανα περισσότερα, που δεν έκανα κάτι. Κατάλαβα όμως με τον καιρό ότι αυτή η ασθένεια ανατροφοδείται ακατάπαυστα και είναι εξαιρετικά επίμονη», γράφει η ίδια χαρακτηριστικά στον πρόλογο της αυτοβιογραφίας του Πέρι. Αυτή η ασθένεια δεν ήταν άλλη από την εξάρτηση και την παρηγοριά που του χάριζαν τόσο το αλκοόλ όσο και τα οπιούχα, όπως το OxyContin, από τα οποία προσπαθούσε ανεπιτυχώς μια ζωή να ξεφύγει μπαίνοντας σε άπειρα κέντρα απεξάρτησης και προσπαθώντας διαρκώς να διώξει μακριά τους εφιάλτες.
Οσοι έχουν δει τη δραματική σειρά «Painkiller» στο Netflix μπορούν να καταλάβουν τι παρενέργειες προκαλούν διαρκώς τα οπιούχα, τα οποία εξακολουθούν να συνταγογραφούνται ελεύθερα στην Αμερική, προκαλώντας στον οργανισμό κρίσεις στέρησης αντίστοιχες με αυτές της ηρωίνης. Ο Πέρι στο βιβλίο του παραδέχεται πως προσέφευγε στους ντίλερ για να του γράφουν την ουσία, αφού πάντοτε ξεπερνούσε τις επιτρεπόμενες δόσεις, ενώ σε πολλές περιπτώσεις προσποιούνταν τον άρρωστο για να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτά.
Από μικρός το ψυχικό του κενό γέμιζαν λίτρα αλκοόλ, το οποίο άρχισε να καταναλώνει παράνομα σε ηλικία που οι φίλοι του έπιναν σοκολατούχα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει στυτική δυσλειτουργία, ενώ ήταν ακόμα στο σχολείο, και τρόμο για τα κορίτσια! Παραδέχεται πως έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία μια φίλη του, η αδελφή της διάσημης ηθοποιού Κάρι Φίσερ, Τρίσια, με την οποία άρχισε να βγαίνει σε εφηβική ηλικία, για να συνειδητοποιήσει ότι θα μπορούσε να είναι εραστής, μια διαρκής πηγή φευγαλέας παρηγοριάς για εκείνον, που δεν κατέληγε, όμως, ποτέ σε κάποια στέρεη σχέση.
Πάντοτε με τάσεις φυγής, όπως όταν έμπαινε μικρός σε άπειρα αεροπλάνα αλλάζοντας χώρες και πόλεις, δεν έπαψε να φεύγει απ’ ό,τι απειλούσε να καταστρέψει την αγωνία του και να του χαρίσει τη σταθερότητα. Το μόνο που πίστευε ότι θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο, από τότε που ήταν έφηβος, ήταν η διασημότητα, που είχε δει ότι λειτουργούσε στην περίπτωση των γονιών του. «Πάντα με ενδιέφερε πολύ τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα - ακόμα με ενδιαφέρει.
Πρόκειται για κάτι πολύ ζωτικό για εμένα», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του. «Θυμάμαι πως ικέτευα τη μαμά μου να βάφει μπλε την πίσω αυλή του σπιτιού μας, ώστε αυτοί που θα κοιτούσαν από τα αεροπλάνα που περνούσαν από πάνω να πίστευαν πως είχαμε πισίνα. Ισως πάλι σε κάποιο από αυτά τα αεροπλάνα να υπήρχε ένα ασυνόδευτο ανήλικο που θα κοιτούσε κάτω και θα ένιωθε λίγη ασφάλεια από αυτό».
Οι προσευχές που έκανε κάθε μέρα στον Θεό να τον κάνει διάσημο -πόσο πιο παράδοξο από αυτό;- τον έφεραν στο πλατό της νέας σειράς «Φιλαράκια» εντελώς από τύχη, ενώ και ο τρόπος που πήρε τον ρόλο έμοιαζε όντως να οφείλεται σε θεία παρέμβαση! Μέχρι τότε έπαιζε σε μια άθλια σειρά επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «LAX 2194» υποδυόμενος έναν φουκαρά όπου έβαζε σε τάξη τις αποσκευές των εξωγήινων σε ένα αεροδρόμιο του μέλλοντος φορώντας γελοίες περούκες χωρίς καμία πιθανότητα να μεταπηδήσει σε μια σειρά πρώτης γραμμής όπως τα «Φιλαράκια».
Ενώ ήθελε σαν τρελός να υποδυθεί τον Τσάντλερ καθώς θεωρούσε ότι «ήμουν εγώ», ο ρόλος είχε ήδη προταθεί σε έναν γνωστό του, τον Κρεγκ Μπίρκο. Αλλά, ως εκ θαύματος, για εντελώς ανεξήγητο λόγο, τελευταία στιγμή ο Μπίρκο επέλεξε να παίξει σε άλλη σειρά και έτσι ο Πέρι αποφάσισε να απευθυνθεί στους δημιουργούς της σειράς Μάρτα Κάουφμαν και Ντέιβιντ Κρέιν και να διεκδικήσει τον ρόλο που τελικά τον έκανε διάσημο το 1994.
«Τα “Φιλαράκια” ήταν μια τόσο καλή και διασκεδαστική σειρά που εξαφάνισε όλα τα προβλήματα, τουλάχιστον για λίγο. Πλέον έπαιζα βασικός στους Γιάνκηδες της Νέας Υόρκης. Δεν έπρεπε να τα κάνω θάλασσα. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου. Οταν κερδίζεις 1 εκατομμύριο δολάρια την εβδομάδα δεν έχεις δικαίωμα σε ένα 17ο ποτό», έγραφε για το παράδοξο της ταυτόχρονης απόλυτης ψυχικής επάρκειας και αδυναμίας που ένιωθε ακόμα και στην καλύτερη φάση της ζωής του.
Ερωτευμένος με την Ανιστον
Είναι πολύ σπάνιο για τον ανταγωνιστικό κόσμο του Χόλιγουντ να συναντά κανείς συντελεστές μιας σειράς που παραμένουν με την πάροδο των χρόνων αγαπημένοι. Στις κοινές συνεντεύξεις που είχαν δώσει οι πρωταγωνιστές από τα «Φιλαράκια» όταν ξαναβρέθηκαν πρόσφατα μετά από τόσα χρόνια για να γυρίσουν ένα μόνο επεισόδιο με τη μορφή τηλεταινίας που σάρωσε και πάλι την τηλεθέαση δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία αγάπη, η οποία δεν ήταν πάντοτε χωρίς άλλες υποδηλώσεις.
Ο Πέρι αποκαλύπτει στο βιβλίο του ότι δεν έπαψε ποτέ να τρέφει ερωτικά αισθήματα για την Τζένιφερ Ανιστον, ακόμα και όταν εκείνη ήταν με τον Μπραντ Πιτ και παρότι η ίδια είχε αρνηθεί κάθε φλερτ του, προσπαθούσε πάντα με κάθε τρόπο να τον προστατεύσει όταν τον έβλεπε να ρέπει αυτοκαταστροφικά προς τον αλκοολισμό και τις εξαρτήσεις. Και οι υπόλοιποι, όμως, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον βοηθήσουν. Σε πολλές περιπτώσεις είχε τύχει να κοιμηθεί ακόμα και την ώρα του γυρίσματος -στον περιβόητο καναπέ- και έπρεπε να τον ξυπνήσει ο Ματ ΛεΜπλανκ, ο περίφημος Τζόι, για να μπορέσει να συνεχίσει τη σκηνή.
Παραδέχεται ότι υπήρξε ερωτευμένος με την Ανιστον από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, πριν από τη σειρά, και ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσει να τη δει ως φίλη. «Ευτυχώς, αν και ακόμα μου άρεσε και την έβρισκα καταπληκτική, εκείνη την πρώτη μέρα καταφέραμε να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να εστιάσουμε στο γεγονός ότι είχαμε και οι δύο πάρει την καλύτερη δουλειά που είχε να προσφέρει το Χόλιγουντ», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο περιγράφοντας την πρώτη μέρα γυρισμάτων.
Εκείνος ήταν η ψυχή της παρέας, όπως θα επιβεβαίωναν αργότερα οι υπόλοιποι, φροντίζοντας να κάνει διαρκώς προτάσεις στο σενάριο, τις οποίες δέχονταν τόσο ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μπάροουζ όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές της παραγωγής. Προς το τέλος του βιβλίου όμως γράφει με παράπονο ότι αυτό δεν λειτούργησε με τον μεγαλοπαραγωγό Ααρον Σόρκιν σε άλλη σειρά που επιχείρησε, διαμορφώνοντας μια πολύ αρνητική ατμόσφαιρα - ακριβώς γιατί η κωμωδία και ειδικά τα sitcoms, που προϋποθέτουν την παρουσία κοινού, πρέπει να αφήνουν περιθώρια αυτοσχεδιασμού, δεδομένου ότι οι περισσότεροι κωμικοί στην Αμερική έχουν εμπειρία από το stand up comedy.
Απόδειξη, η συνεχής μέχρι σήμερα επιτυχία που έχουν τα «Φιλαράκια» στις διαρκείς τηλεοπτικές επαναλήψεις τους όπου αποκαλύπτεται η σπάνια χημεία ανάμεσα στους Μάθιου Πέρι, Λίζα Κούντροου, Κόρτνεϊ Κοξ, Ματ ΛεΜπλανκ και Ντέιβιντ Σουίμερ. Οι ίδιοι, μάλιστα, φρόντισαν να κάνουν κοινή δήλωση για την απώλεια του φίλου τους λέγοντας πως για εκείνους ήταν «οικογένεια» και καταλήγοντας ότι «υπάρχουν τόσο πολλά να πούμε, αλλά αυτή τη στιγμή θα αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να θρηνήσουμε και να επεξεργαστούμε αυτή την απώλεια. Με τον καιρό θα πούμε περισσότερα, όσο και όταν μπορούμε».
Η Γκουίνεθ Πάλτροου και η Τζούλια Ρόμπερτς
Από τη ζωή του πέρασαν πολλές γυναίκες: πέρα από την Τρίσια Φίσερ και την ηθοποιό Βάλερι Μπερτινέλι, την οποία αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, είχε σχέση με το μοντέλο Γιασμίν Μπλιθ, που πρωταγωνιστούσε στη δημοφιλή σειρά «Baywatch», αλλά και με τη νεαρή Μόλι Χέρβιτς, με την οποία αρραβωνιάστηκε. Σημαντική θέση στη ζωή του αναφέρει πως είχαν οι Τζέιμι Τάρσες, η Λίζι Κάπλαν, για την οποία αναφέρει ότι είχαν «ερωτική φιλία», η Λόρεν Γκράχαμ και η Σάλμα Χάγεκ, με την οποία πρωταγωνίστησαν σε μια ταινία. Στο βιβλίο αναφέρει επίσης πολλές ανώνυμες γυναίκες με τις οποίες είχε συνευρεθεί, όπως σερβιτόρες, νοσοκόμες, αλλά και πολλές άγνωστες φίλες του, όπως η βοηθός του, που του συμπαραστάθηκε σε δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Περιγράφει ότι οι περιπέτειές του ήταν απλώς μια υπενθύμιση του φόβου της εγκατάλειψης που τον κατέτρυχε από μικρό, με αποτέλεσμα να σπεύδει να χωρίσει πρώτος εκείνος τις αγαπημένες του, προτού προλάβουν να τον αφήσουν. Οι περισσότερες, όπως ομολογεί, ήταν πολύ χαρισματικές και ερωτεύσιμες: άλλες κατέληγαν σε σύντομο δεσμό, ενώ με κάποιες, όπως με την Γκουίνεθ Πάλτροου, ήταν περιπέτεια της μιας βραδιάς. Μάλιστα, ο ίδιος ομολογεί ότι η ερωτική τους περίπτυξη με την Πάλτροου συνέβη σε μια ντουλάπα με είδη καθαρισμού! Αλλά η γυναίκα που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει ήταν η Τζούλια Ρόμπερτς. «Θυμάστε τότε με τον COVID που ορισμένοι αισθάνονταν σαν να ζουν την ίδια μέρα ξανά και ξανά; Ιδού η μέρα που εγώ θα ήθελα να ζω σε λούπα (αυτή είναι η μέρα της μαρμότας, της δικής μου μέρας της μαρμότας). Βασικά θα ήθελα να τη βιώνω συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής μου. Φυσικά δεν γίνεται. Και ο μοναδικός τρόπος να το ξεπεράσω είναι να τη διηγούμαι ως ιστορία, μήπως και βοηθήσει», γράφει στην αρχή του κεφαλαίου όπου περιγράφει τον δεσμό του με την Τζούλια Ρόμπερτς.
«(Αν και φυσικά ούτε αυτό θα με κάνει να την ξαναζήσω.) Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1995 στο Τάος, Νέο Μεξικό. Ολο το μεσημέρι παίζαμε ποδόσφαιρο στα χιόνια. Εγώ, η κοπέλα μου, η Τζούλια Ρόμπερτς, και κάτι φίλοι μας. Εκείνη ήταν η πιο διάσημη ηθοποιός στον κόσμο και εγώ έπαιζα στη νούμερο ένα σειρά της τηλεόρασης. Η ερωτική μας ιστορία ξεκίνησε μέσω φαξ. Κάπου στον κόσμο υπάρχει ένας πάγκος από μηνύματα φαξ ύψους σχεδόν 1 μ. - μια ερωτική ιστορία 1 μ. ύψους, γεμάτη ποιήματα, ονειροπολήσεις, Και δύο τεράστια αστέρια που ερωτεύονται μεταξύ τους και επικοινωνούν με έναν υπέροχο, ρομαντικό τρόπο.
Εκείνη την εποχή πετούσα στα σύννεφα. Ημουν το κέντρο του σύμπαντος, τίποτα δεν με άγγιζε. Η κατακόκκινη φλόγα της διασημότητας ήταν όλη δική μου. Περνούσα το χέρι μου από μέσα της, αλλά δεν καιγόμουν ακόμη. Ηταν στο αδρανές κέντρο της. Δεν είχα ακόμα καταλάβει πως η διασημότητα δεν θα γέμιζε τελικά το κενό, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή τα κατάφερε μια χαρά, ευχαριστώ πολύ». Περιγράφει αναλυτικά τις ατάκες που αντάλλασσαν μέσω φαξ όταν προσπαθούσε να την πείσει να παίξει μαζί του στη σειρά και εκείνη είχε δεχτεί με τον όρο ότι θα τη βάλουν ως ζευγάρι μαζί του.
Η αρχική, αμήχανη, όπως την περιγράφει, γνωριμία εξελίχθηκε σε σχέση, που ήταν, όπως αφήνει να φανεί, η πιο σημαντική στη ζωή του. Παραδέχεται ότι τη χώρισε όταν φοβήθηκε ότι εκείνη θα τον εγκαταλείψει μη μπορώντας να ξεπεράσει το γεγονός ότι υπερτερούσε σε ό,τι είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Η σκηνή που καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, εξαιτίας μιας παγκρεατίτιδας που είχε προκαλέσει το αλκοόλ, να τη βλέπει σε απευθείας μετάδοση να παραλαμβάνει το Οσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Εριν Μπρόκοβιτς» και να ευχαριστεί τον τότε φίλο της είναι ίσως η πιο οδυνηρή του βιβλίου.
«Τη μεγάλη βραδιά της Τζούλια στο Χόλιγουντ πήγα έρποντας στο κρεβάτι και έμεινα να κοιτάω το ταβάνι. Εκείνη τη νύχτα δεν με πήρε καθόλου ο ύπνος. Μόνο οι σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό μου όπως μια σφαίρα ένα τενεκεδάκι που σημάδεψε κάποιος. Εκείνο το μπλε φορτηγό / εκείνη η κορυφή του βουνού. Ολα τα μπλε φορτηγά / όλες οι κορυφές χάθηκαν / εξαφανίστηκαν σαν τον αιθέρα στο κενό του τρόμου. Πλέον ήμουν ευχαριστημένος που είχα καταφέρει να βγάλω μια ακόμα μέρα. Οταν πιάσεις πάτο, οι μέρες διαρκούν πολύ. Δεν είχα ανάγκη ένα Οσκαρ. Ηθελα μία ακόμα μέρα».
Ακόμα κι αν την κέρδισε δίνοντας απανωτές μάχες για τη ζωή του μέχρι τέλους, καταλήγοντας σε Εντατικές και βιώνοντας κυριολεκτικά τι σημαίνει να επιστρέφεις από την άλλη ζωή με τα μηχανήματα ανάνηψης, τελικά ο γλυκύτατος Μάτι/Τσάντλερ δεν τα κατάφερε. Παραδόθηκε στο κενό της αβύσσου, στην άκρη από το τζακούζι του, σε απόλυτη ηρεμία, ως ειρωνεία για το ότι ο θάνατος τελικά στήνει το ραντεβού του, εκεί που πίστευες ότι τον έχεις απόλυτα νικήσει. Ηταν το μόνο ίσως στοίχημα που έχασε σε μια ζωή που του χάρισε σχεδόν τα πάντα, εκτός από την ίδια τη χαρά τού να ζεις και να την απολαμβάνεις μέχρι τέλους.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal images
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα