Κωνσταντίνος Καζάκος: «Ζω για μένα, όχι για το θέατρο»
Κωνσταντίνος Καζάκος: «Ζω για μένα, όχι για το θέατρο»
Δηλώνει περήφανος γιος και ακόμα πιο περήφανος πατέρας, υπηρετεί με σεβασμό την τέχνη που τον γοήτευσε από τα παιδικά του χρόνια αλλά θεωρεί ύψιστη προτεραιότητά του το να έχει μια καλή ζωή - Τα απλά πράγματα είναι και τα καλύτερα
Ο Κωνσταντίνος Καζάκος είναι cool. Τα έχει βρει εδώ και χρόνια με τον εαυτό του, τον ενδιαφέρει πλέον μόνο η γνώμη των ανθρώπων που εκτιμάει και έχει μάθει να αναγνωρίζει τα όριά του ώστε να προσπαθεί να τα ξεπερνάει. Εδώ και τρεις δεκαετίες χτίζει σταθερά την καριέρα του πάνω στη σκηνή και μπροστά στις κάμερες.
Και παρότι χρειάστηκε να καταβάλει διπλάσια προσπάθεια για να αποδείξει ότι τη θέση του κάτω από τον θεατρικό ήλιο την έχει κερδίσει με το ταλέντο και τη δουλειά του και όχι γιατί είναι ο «γιος της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου», καθόλου δεν τον ενοχλεί ο επεξηγηματικός προσδιορισμός που θα συνοδεύει πάντα το όνομά του.
Τιμή του και καμάρι του να είναι το παιδί δύο κορυφαίων ηθοποιών και έξτρα λόγος περηφάνιας το ότι και η κόρη του Τζένη Καζάκου συνεχίζει επάξια την οικογενειακή παράδοση. Κάπως ως συνέχιση της δικής του παράδοσης με την ενασχόληση με την ιστορία του Πόντου και της Σμύρνης -λόγω του ρόλου του στη σειρά «Κόκκινο Ποτάμι»- θεωρεί και την τωρινή συνεργασία του με τη Μιμή Ντενίση για την παράσταση «Από Σμύρνη… Σαλονίκη», που θα κάνει πρεμιέρα στις 12 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Προς το παρόν κάνει εντατικές πρόβες και το χαίρεται.
GALA: Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι με τη Μιμή Ντενίση;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΖΑΚΟΣ: Ναι, δεν είχε τύχει τόσα χρόνια. Η συνθήκη είναι πολύ ωραία και μου θύμισε λίγο πώς ήταν τα πράγματα πιο παλιά στο θέατρο, τότε που ήμουν μικρός κι έβλεπα τις πρόβες που έκαναν οι δικοί μου. Η Μιμή είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, ξέρει πάρα πολύ καλά τη δουλειά και τα κάνει όλα - και γράφει, και σκηνοθετεί, και παίζει. Είναι να της βγάζεις το καπέλο πραγματικά. Λίγοι άνθρωποι έχουν καταφέρει αυτό που έχει καταφέρει η Μιμή. Περνάμε πολύ καλά στις πρόβες και πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί και πάνω στη σκηνή.
G.: Κάνετε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη. Μόνο εκεί θα παιχτεί η παράσταση;
Κ.Κ.: Για αρχή θα ανέβουμε στη Θεσσαλονίκη για ενάμιση με δύο μήνες -δύο, απ’ ό,τι δείχνει η προπώληση, γιατί γίνεται ο κακός χαμός- και μετά θα πάμε και σε άλλες πόλεις. Και έλεγα εγώ «θα παίξουμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης για δύο μήνες; Πόσο κόσμο θα έχει πια;». Ε, θα έχει. Η παράσταση θα ανέβει για πρώτη φορά εκεί και σκέψου ότι μιλάει για τη Θεσσαλονίκη και πιάνει όλη τη Μακεδονία στην ουσία. Η Μιμή έχει μπει στο τριπάκι με τη Σμύρνη και τον Πόντο εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά στο ίδιο τριπάκι ήμουν κι εγώ γιατί έπαιζα στο «Κόκκινο ποτάμι». Οπότε το βλέπω λίγο ως συνέχεια.
G.: Το είχες δει και ως συνέχεια το να ακολουθήσεις τα χνάρια των γονιών σου;
Κ.Κ.: Οταν μεγαλώνεις μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον είναι λίγο δύσκολο να ξεφύγεις. Μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, που είναι εξαιρετικά γοητευτικός χώρος. Και το βλέπεις ότι τα παιδιά των ηθοποιών τις περισσότερες φορές γίνονται ηθοποιοί.
G.: Πώς το είχαν πάρει οι γονείς σου;
Κ.Κ.: Η μάνα μου το είχε καταλάβει από νωρίς ότι θα γινόμουν ηθοποιός, ο πατέρας μου νόμιζε ότι θα γινόμουν μουσικός. Τότε έπαιζα κιθάρα και συμμετείχα σε ροκ συγκροτήματα. Ημουν ανάμεσα στις δύο επιλογές και τελικά κατέληξα στην υποκριτική. Τη μουσική την ξανάπιασα μετά τα 30 μου και την έχω ακόμα. Αν παίζεις κάποιο μουσικό όργανο, γίνεται ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσες να έχεις. Εκεί ξεσπάς όλα σου τα συναισθήματα και είναι πάντα πιστός σου σύντροφος να σε υπηρετεί και να σου δημιουργεί ανάταση, πράγμα το οποίο χρειαζόμαστε. Οπότε, η συμβουλή μου είναι «μάθετε να παίζετε μουσική, θεραπεύει».
G.: Ως μουσικός όμως, θα έκανες κάτι διαφορετικό από τους γονείς σου. Ως ηθοποιός δεν μπήκες στη διαδικασία σύγκρισης;
Κ.Κ.: Εγώ ποτέ, οι άλλοι έμπαιναν, το οποίο δεν είναι σωστό. Οπως είναι λάθος να συγκρίνουν τώρα την κόρη μου την Τζένη με τη γιαγιά της ή με τη μαμά της (σ.σ.: την Τάνια Τρύπη). Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Τις προάλλες είδα την πρεμιέρα της ταινίας «Ο καπετάν Μιχάλης», στην οποία πρωταγωνιστεί η Τζένη. Είχα μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα και την ερμηνεία της, αλλά ήταν πάρα πολύ καλή και το ευχαριστήθηκα. Φούσκωσα από περηφάνια ως μπαμπάς.
Και για τον μικρό μου, τον Ιάσονα, νιώθω πολύ περήφανος, γιατί έχει το απόλυτο μουσικό αυτί. Ακούει κάτι και σου λέει αυτό είναι «λα ύφεση», για παράδειγμα. Και είναι και καλός στο πιάνο και του αρέσει. Αυτόν τον βλέπω να γίνεται μαέστρος. (γελάει) Είμαι ένας πολύ χαρούμενος πατέρας.
G.: Λόγω των γονιών σου, έχεις εκτεθεί στη δημοσιότητα από πολύ μικρός...
Κ.Κ.: Από το μαιευτήριο κιόλας. Στην πρώτη μου φωτογραφία που βγήκε δημόσια ήμουν ωρών. (γελάει)
G.: Πώς ήταν λοιπόν τα παιδικά σου χρόνια;
Κ.Κ.: Εντάξει, ήμουν πολύ τυχερό παιδάκι. Πέρασα σχεδόν τέλεια παιδικά χρόνια. Παρόλο που οι γονείς μου δούλευαν πάρα πολύ, έβρισκαν πάντα τις ώρες για να ασχοληθούν μαζί μου. Και ποιοτικό χρόνο, αλλά και ποσοτικό. Και όταν δεν γινόταν να πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πήγαινε το βουνό στον Μωάμεθ. Πήγαιναν περιοδεία και με έπαιρναν μαζί τους για μια εβδομάδα. Σκασιαρχείο εγώ από το σχολείο. Μια χαρά.
G.: Πότε έπαψες να αναφέρεσαι ως ο γιος της Καρέζη και του Καζάκου και έγινες ο Κωνσταντίνος Καζάκος;
Κ.Κ.: Ακόμα είμαι ο γιος της Καρέζη και του Καζάκου. (γελάει) Τα έχω ξεπεράσει αυτά εδώ και πολύ καιρό. Τώρα αυτό που θέλω να λένε είναι ότι είμαι ο μπαμπάς της Τζένης Καζάκου. Θα είναι η μεγαλύτερη ευτυχία μου γιατί αυτό θα σημαίνει ότι το παιδί μου έχει καταφέρει να φτάσει ψηλά.
G.: Τι πιστεύεις ότι είναι το ταλέντο;
Κ.Κ.: Είναι μια φυσική ικανότητα την οποία μπορεί να έχει κανείς, η οποία θέλει πολλή δουλειά και καλλιέργεια για να εξελιχθεί. Το ταλέντο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Θέλει μυαλό και δουλειά. Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι είσαι καλύτερος. Πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος από σένα και πάντα θα υπάρχουν πράγματα να μάθεις για να γίνεις καλύτερος.
G.: Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που έχεις πάρει για έναν ρόλο;
Κ.Κ.: Νομίζω ότι ήταν ο Κουασιμόδος, στην «Παναγία των Παρισίων», το οποίο όμως πήγε πολύ καλά και ανέβηκε δύο χρονιές. Ηταν ρίσκο από σωματική άποψη. Από 1,90 μ. είχα γίνει 1,40 μ. Ημουν συνέχεια σκυμμένος με λυγισμένα πόδια. Ηταν εξουθενωτικό και επίπονο. Αλλά μου βγαίνουν καλά οι σωματικοί ρόλοι. Το πιο ζόρικο σωματικά που έχω κάνει ήταν ο παράλυτος Κλοβ, στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, όπου έπαιζα με τον πατέρα μου. Ημουν σε όλη την παράσταση ένα σκεβρωμένο πλάσμα. Το τι τράβαγα... Παρ’ όλα αυτά η ικανοποίηση που πήρα από αυτόν τον ρόλο ήταν τεράστια. Το «Τέλος του παιχνιδιού» είναι πολύ δύσκολο, είναι έργο ρεπερτορίου, παίζεται συνήθως για δύο εβδομάδες. Εμείς το βγάλαμε ολόκληρη σεζόν, από Οκτώβρη σε Μάη, σε γεμάτο θέατρο. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό στην Ελλάδα. Αλλά η πλάκα είναι ότι ελάχιστοι του σιναφιού είχαν έρθει να το δουν.
G.: Γιατί δεν είχαν έρθει;
Κ.Κ.: Γιατί είχαν μεγάλο θέμα με τον πατέρα μου. Δεν γούσταραν που ήταν κομμουνιστής και ότι ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο της Καρέζη. Ηθελαν μάλλον να γίνει μοναχός και να πάει στο Αγιον Ορος. Τέλος πάντων, υπήρχε ένα εμπάργκο. Οι ηθοποιοί δεν έρχονταν στο «Καρέζη» για να δουν τις παραστάσεις του Καζάκου, εκτός από ελάχιστους μόνο. Προσωπικά πιστεύω πως όσοι δεν ήρθαν έχασαν, γιατί ήταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός, ο οποίος έπαιζε «παπάδες».
G.: Πώς ήταν να παίζεις με τον πατέρα σου;
Κ.Κ.: Τέλεια. Και είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω κάποια στιγμή και με την κόρη μου ή να παίξω σε μια μουσική σκηνή με τον γιο μου. Είναι ό,τι καλύτερο. Οι θίασοι παλιά ήταν οικογενειακοί και υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Γνώριζε ο ένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου και αυτό πάνω στη σκηνή είναι πάρα πολύ χρήσιμο γιατί μπορείς να συνεννοηθείς με τον άλλο με τα μάτια. Μία από τις τελευταίες μας συνεργασίες ήταν μια εγγραφή για τον δίσκο των Manowar με θέμα την «Οδύσσεια». Ανεβήκαμε και μαζί τους στη σκηνή στη συναυλία τους στην Πλατεία Νερού πριν από κάνα δύο χρόνια. Ηταν ανεκτίμητη εμπειρία.
G.: Ωραίοι τύποι οι Manowar;
Κ.Κ.: Φοβεροί. Οι δύο βασικοί, ο Τζόι Ντι Μάιο, ο μπασίστας, και ο Ερικ Ανταμς, ο τραγουδιστής, είναι τρομερά τυπάκια. Από 13 χρόνων τούς είχα αφίσα στο δωμάτιό μου. Ηταν τα παιδιά με τις προβιές, οι οποίοι όπως ξεκίνησαν να παίζουν επικό metal, έτσι συνεχίζουν. Εκαναν λοιπόν έναν δίσκο με θέμα την «Οδύσσεια» και ήθελαν Ελληνες να απαγγέλλουν Ομηρο σε μια αρχαΐζουσα καθαρεύουσα για να την καταλαβαίνουν και οι νεότεροι. Ο πατέρας μου έκανε τον Οδυσσέα και εγώ τον Τηλέμαχο, αλλά η συγκεκριμένη εκδοχή ήταν η «Οδύσσεια» μέσα από τα μάτια του Τηλέμαχου. Τώρα έχω γίνει λίγο σαν τον πρεσβευτή των Manowar γιατί προσπαθώ να μιλήσω με τους φορείς ώστε να έρθει η μπάντα να γυρίσει βιντεοκλίπ στην Ελλάδα σε χώρους που έχουν σχέση με την «Οδύσσεια». Στον Ναό του Ποσειδώνα, για παράδειγμα. Αυτό θα προβάλει απίστευτα τη χώρα μας στο εξωτερικό.
G.: Σκέφτηκες ποτέ την καριέρα εκτός Ελλάδας;
Κ.Κ.: Μου είχε γίνει μια πρόταση από την Disney να πάω να κάνω τη φωνή του Ντόναλντ και δεν πήγα. Σε όλες τις μεταγλωττίσεις στα ελληνικά που γίνονταν εδώ εγώ έκανα τη φωνή του, μέχρι και στο τελευταίο «Disney Club». Με ζήτησαν λοιπόν από την Disney και δεν πήγα. Λάθος μου.
G.: Γιατί δεν πήγες;
Κ.Κ.: Γιατί τότε έπαιζα πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο και ήμουν αυτός που ήμουν εδώ. Και είπα ότι θα τα αφήσω όλα αυτά για να πάω στην Αμερική να κάνω τη φωνή του Ντόναλντ; Ναι, αλλά δεν το σκέφτηκα καλά, γιατί αν πήγαινα, δεν θα έκανα μόνο τον Ντόναλντ. Στο Χόλιγουντ θα ήμουν. Αυτό είναι ένα από τα λίγα αγκαθάκια στην καριέρα μου. Θα έπρεπε να το είχα κάνει για να δω και πώς είναι. Μετάνιωσα γιατί για τα πράγματα που δεν έκανες μετανιώνεις, όχι γι’ αυτά που έκανες.
G.: Είσαι από τους ηθοποιούς που θέλουν να «φύγουν» πάνω στη σκηνή;
Κ.Κ.: Θέλω να «φύγω» καλά. Να περάσω καλά και να πεθάνω καλά. Ποσώς με ενδιαφέρει αν θα πεθάνω πάνω ή κάτω από τη σκηνή. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ζουν τη ζωή τους για το θέατρο. Τη ζωή μου τη ζω για μένα. Και κάνω θέατρο για να είμαι εγώ καλά και να προσφέρω στους υπόλοιπους ό,τι μπορώ να προσφέρω. Αλλά η ζωή μου είναι η προτεραιότητά μου.
Και παρότι χρειάστηκε να καταβάλει διπλάσια προσπάθεια για να αποδείξει ότι τη θέση του κάτω από τον θεατρικό ήλιο την έχει κερδίσει με το ταλέντο και τη δουλειά του και όχι γιατί είναι ο «γιος της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου», καθόλου δεν τον ενοχλεί ο επεξηγηματικός προσδιορισμός που θα συνοδεύει πάντα το όνομά του.
Τιμή του και καμάρι του να είναι το παιδί δύο κορυφαίων ηθοποιών και έξτρα λόγος περηφάνιας το ότι και η κόρη του Τζένη Καζάκου συνεχίζει επάξια την οικογενειακή παράδοση. Κάπως ως συνέχιση της δικής του παράδοσης με την ενασχόληση με την ιστορία του Πόντου και της Σμύρνης -λόγω του ρόλου του στη σειρά «Κόκκινο Ποτάμι»- θεωρεί και την τωρινή συνεργασία του με τη Μιμή Ντενίση για την παράσταση «Από Σμύρνη… Σαλονίκη», που θα κάνει πρεμιέρα στις 12 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Προς το παρόν κάνει εντατικές πρόβες και το χαίρεται.
GALA: Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι με τη Μιμή Ντενίση;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΖΑΚΟΣ: Ναι, δεν είχε τύχει τόσα χρόνια. Η συνθήκη είναι πολύ ωραία και μου θύμισε λίγο πώς ήταν τα πράγματα πιο παλιά στο θέατρο, τότε που ήμουν μικρός κι έβλεπα τις πρόβες που έκαναν οι δικοί μου. Η Μιμή είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, ξέρει πάρα πολύ καλά τη δουλειά και τα κάνει όλα - και γράφει, και σκηνοθετεί, και παίζει. Είναι να της βγάζεις το καπέλο πραγματικά. Λίγοι άνθρωποι έχουν καταφέρει αυτό που έχει καταφέρει η Μιμή. Περνάμε πολύ καλά στις πρόβες και πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί και πάνω στη σκηνή.
G.: Κάνετε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη. Μόνο εκεί θα παιχτεί η παράσταση;
Κ.Κ.: Για αρχή θα ανέβουμε στη Θεσσαλονίκη για ενάμιση με δύο μήνες -δύο, απ’ ό,τι δείχνει η προπώληση, γιατί γίνεται ο κακός χαμός- και μετά θα πάμε και σε άλλες πόλεις. Και έλεγα εγώ «θα παίξουμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης για δύο μήνες; Πόσο κόσμο θα έχει πια;». Ε, θα έχει. Η παράσταση θα ανέβει για πρώτη φορά εκεί και σκέψου ότι μιλάει για τη Θεσσαλονίκη και πιάνει όλη τη Μακεδονία στην ουσία. Η Μιμή έχει μπει στο τριπάκι με τη Σμύρνη και τον Πόντο εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά στο ίδιο τριπάκι ήμουν κι εγώ γιατί έπαιζα στο «Κόκκινο ποτάμι». Οπότε το βλέπω λίγο ως συνέχεια.
G.: Το είχες δει και ως συνέχεια το να ακολουθήσεις τα χνάρια των γονιών σου;
Κ.Κ.: Οταν μεγαλώνεις μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον είναι λίγο δύσκολο να ξεφύγεις. Μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, που είναι εξαιρετικά γοητευτικός χώρος. Και το βλέπεις ότι τα παιδιά των ηθοποιών τις περισσότερες φορές γίνονται ηθοποιοί.
G.: Πώς το είχαν πάρει οι γονείς σου;
Κ.Κ.: Η μάνα μου το είχε καταλάβει από νωρίς ότι θα γινόμουν ηθοποιός, ο πατέρας μου νόμιζε ότι θα γινόμουν μουσικός. Τότε έπαιζα κιθάρα και συμμετείχα σε ροκ συγκροτήματα. Ημουν ανάμεσα στις δύο επιλογές και τελικά κατέληξα στην υποκριτική. Τη μουσική την ξανάπιασα μετά τα 30 μου και την έχω ακόμα. Αν παίζεις κάποιο μουσικό όργανο, γίνεται ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσες να έχεις. Εκεί ξεσπάς όλα σου τα συναισθήματα και είναι πάντα πιστός σου σύντροφος να σε υπηρετεί και να σου δημιουργεί ανάταση, πράγμα το οποίο χρειαζόμαστε. Οπότε, η συμβουλή μου είναι «μάθετε να παίζετε μουσική, θεραπεύει».
G.: Ως μουσικός όμως, θα έκανες κάτι διαφορετικό από τους γονείς σου. Ως ηθοποιός δεν μπήκες στη διαδικασία σύγκρισης;
Κ.Κ.: Εγώ ποτέ, οι άλλοι έμπαιναν, το οποίο δεν είναι σωστό. Οπως είναι λάθος να συγκρίνουν τώρα την κόρη μου την Τζένη με τη γιαγιά της ή με τη μαμά της (σ.σ.: την Τάνια Τρύπη). Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Τις προάλλες είδα την πρεμιέρα της ταινίας «Ο καπετάν Μιχάλης», στην οποία πρωταγωνιστεί η Τζένη. Είχα μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα και την ερμηνεία της, αλλά ήταν πάρα πολύ καλή και το ευχαριστήθηκα. Φούσκωσα από περηφάνια ως μπαμπάς.
Και για τον μικρό μου, τον Ιάσονα, νιώθω πολύ περήφανος, γιατί έχει το απόλυτο μουσικό αυτί. Ακούει κάτι και σου λέει αυτό είναι «λα ύφεση», για παράδειγμα. Και είναι και καλός στο πιάνο και του αρέσει. Αυτόν τον βλέπω να γίνεται μαέστρος. (γελάει) Είμαι ένας πολύ χαρούμενος πατέρας.
G.: Λόγω των γονιών σου, έχεις εκτεθεί στη δημοσιότητα από πολύ μικρός...
Κ.Κ.: Από το μαιευτήριο κιόλας. Στην πρώτη μου φωτογραφία που βγήκε δημόσια ήμουν ωρών. (γελάει)
G.: Πώς ήταν λοιπόν τα παιδικά σου χρόνια;
Κ.Κ.: Εντάξει, ήμουν πολύ τυχερό παιδάκι. Πέρασα σχεδόν τέλεια παιδικά χρόνια. Παρόλο που οι γονείς μου δούλευαν πάρα πολύ, έβρισκαν πάντα τις ώρες για να ασχοληθούν μαζί μου. Και ποιοτικό χρόνο, αλλά και ποσοτικό. Και όταν δεν γινόταν να πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πήγαινε το βουνό στον Μωάμεθ. Πήγαιναν περιοδεία και με έπαιρναν μαζί τους για μια εβδομάδα. Σκασιαρχείο εγώ από το σχολείο. Μια χαρά.
G.: Πότε έπαψες να αναφέρεσαι ως ο γιος της Καρέζη και του Καζάκου και έγινες ο Κωνσταντίνος Καζάκος;
Κ.Κ.: Ακόμα είμαι ο γιος της Καρέζη και του Καζάκου. (γελάει) Τα έχω ξεπεράσει αυτά εδώ και πολύ καιρό. Τώρα αυτό που θέλω να λένε είναι ότι είμαι ο μπαμπάς της Τζένης Καζάκου. Θα είναι η μεγαλύτερη ευτυχία μου γιατί αυτό θα σημαίνει ότι το παιδί μου έχει καταφέρει να φτάσει ψηλά.
G.: Τι πιστεύεις ότι είναι το ταλέντο;
Κ.Κ.: Είναι μια φυσική ικανότητα την οποία μπορεί να έχει κανείς, η οποία θέλει πολλή δουλειά και καλλιέργεια για να εξελιχθεί. Το ταλέντο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Θέλει μυαλό και δουλειά. Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι είσαι καλύτερος. Πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος από σένα και πάντα θα υπάρχουν πράγματα να μάθεις για να γίνεις καλύτερος.
G.: Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που έχεις πάρει για έναν ρόλο;
Κ.Κ.: Νομίζω ότι ήταν ο Κουασιμόδος, στην «Παναγία των Παρισίων», το οποίο όμως πήγε πολύ καλά και ανέβηκε δύο χρονιές. Ηταν ρίσκο από σωματική άποψη. Από 1,90 μ. είχα γίνει 1,40 μ. Ημουν συνέχεια σκυμμένος με λυγισμένα πόδια. Ηταν εξουθενωτικό και επίπονο. Αλλά μου βγαίνουν καλά οι σωματικοί ρόλοι. Το πιο ζόρικο σωματικά που έχω κάνει ήταν ο παράλυτος Κλοβ, στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, όπου έπαιζα με τον πατέρα μου. Ημουν σε όλη την παράσταση ένα σκεβρωμένο πλάσμα. Το τι τράβαγα... Παρ’ όλα αυτά η ικανοποίηση που πήρα από αυτόν τον ρόλο ήταν τεράστια. Το «Τέλος του παιχνιδιού» είναι πολύ δύσκολο, είναι έργο ρεπερτορίου, παίζεται συνήθως για δύο εβδομάδες. Εμείς το βγάλαμε ολόκληρη σεζόν, από Οκτώβρη σε Μάη, σε γεμάτο θέατρο. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό στην Ελλάδα. Αλλά η πλάκα είναι ότι ελάχιστοι του σιναφιού είχαν έρθει να το δουν.
G.: Γιατί δεν είχαν έρθει;
Κ.Κ.: Γιατί είχαν μεγάλο θέμα με τον πατέρα μου. Δεν γούσταραν που ήταν κομμουνιστής και ότι ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο της Καρέζη. Ηθελαν μάλλον να γίνει μοναχός και να πάει στο Αγιον Ορος. Τέλος πάντων, υπήρχε ένα εμπάργκο. Οι ηθοποιοί δεν έρχονταν στο «Καρέζη» για να δουν τις παραστάσεις του Καζάκου, εκτός από ελάχιστους μόνο. Προσωπικά πιστεύω πως όσοι δεν ήρθαν έχασαν, γιατί ήταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός, ο οποίος έπαιζε «παπάδες».
G.: Πώς ήταν να παίζεις με τον πατέρα σου;
Κ.Κ.: Τέλεια. Και είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω κάποια στιγμή και με την κόρη μου ή να παίξω σε μια μουσική σκηνή με τον γιο μου. Είναι ό,τι καλύτερο. Οι θίασοι παλιά ήταν οικογενειακοί και υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Γνώριζε ο ένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου και αυτό πάνω στη σκηνή είναι πάρα πολύ χρήσιμο γιατί μπορείς να συνεννοηθείς με τον άλλο με τα μάτια. Μία από τις τελευταίες μας συνεργασίες ήταν μια εγγραφή για τον δίσκο των Manowar με θέμα την «Οδύσσεια». Ανεβήκαμε και μαζί τους στη σκηνή στη συναυλία τους στην Πλατεία Νερού πριν από κάνα δύο χρόνια. Ηταν ανεκτίμητη εμπειρία.
G.: Ωραίοι τύποι οι Manowar;
Κ.Κ.: Φοβεροί. Οι δύο βασικοί, ο Τζόι Ντι Μάιο, ο μπασίστας, και ο Ερικ Ανταμς, ο τραγουδιστής, είναι τρομερά τυπάκια. Από 13 χρόνων τούς είχα αφίσα στο δωμάτιό μου. Ηταν τα παιδιά με τις προβιές, οι οποίοι όπως ξεκίνησαν να παίζουν επικό metal, έτσι συνεχίζουν. Εκαναν λοιπόν έναν δίσκο με θέμα την «Οδύσσεια» και ήθελαν Ελληνες να απαγγέλλουν Ομηρο σε μια αρχαΐζουσα καθαρεύουσα για να την καταλαβαίνουν και οι νεότεροι. Ο πατέρας μου έκανε τον Οδυσσέα και εγώ τον Τηλέμαχο, αλλά η συγκεκριμένη εκδοχή ήταν η «Οδύσσεια» μέσα από τα μάτια του Τηλέμαχου. Τώρα έχω γίνει λίγο σαν τον πρεσβευτή των Manowar γιατί προσπαθώ να μιλήσω με τους φορείς ώστε να έρθει η μπάντα να γυρίσει βιντεοκλίπ στην Ελλάδα σε χώρους που έχουν σχέση με την «Οδύσσεια». Στον Ναό του Ποσειδώνα, για παράδειγμα. Αυτό θα προβάλει απίστευτα τη χώρα μας στο εξωτερικό.
G.: Σκέφτηκες ποτέ την καριέρα εκτός Ελλάδας;
Κ.Κ.: Μου είχε γίνει μια πρόταση από την Disney να πάω να κάνω τη φωνή του Ντόναλντ και δεν πήγα. Σε όλες τις μεταγλωττίσεις στα ελληνικά που γίνονταν εδώ εγώ έκανα τη φωνή του, μέχρι και στο τελευταίο «Disney Club». Με ζήτησαν λοιπόν από την Disney και δεν πήγα. Λάθος μου.
G.: Γιατί δεν πήγες;
Κ.Κ.: Γιατί τότε έπαιζα πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο και ήμουν αυτός που ήμουν εδώ. Και είπα ότι θα τα αφήσω όλα αυτά για να πάω στην Αμερική να κάνω τη φωνή του Ντόναλντ; Ναι, αλλά δεν το σκέφτηκα καλά, γιατί αν πήγαινα, δεν θα έκανα μόνο τον Ντόναλντ. Στο Χόλιγουντ θα ήμουν. Αυτό είναι ένα από τα λίγα αγκαθάκια στην καριέρα μου. Θα έπρεπε να το είχα κάνει για να δω και πώς είναι. Μετάνιωσα γιατί για τα πράγματα που δεν έκανες μετανιώνεις, όχι γι’ αυτά που έκανες.
G.: Είσαι από τους ηθοποιούς που θέλουν να «φύγουν» πάνω στη σκηνή;
Κ.Κ.: Θέλω να «φύγω» καλά. Να περάσω καλά και να πεθάνω καλά. Ποσώς με ενδιαφέρει αν θα πεθάνω πάνω ή κάτω από τη σκηνή. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ζουν τη ζωή τους για το θέατρο. Τη ζωή μου τη ζω για μένα. Και κάνω θέατρο για να είμαι εγώ καλά και να προσφέρω στους υπόλοιπους ό,τι μπορώ να προσφέρω. Αλλά η ζωή μου είναι η προτεραιότητά μου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα