Σάντρα Χιούλερ: Η Γερμανίδα ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς
Σάντρα Χιούλερ: Η Γερμανίδα ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς
Υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, μαγνητίζει με την ερμηνεία της τόσο στο «Anatomy of a Fall» όσο και στο «Zone of Interest»
Σε μια χρονιά που η προσοχή έχει διαμοιραστεί ανάμεσα στην Έμα Στόουν του Λάνθιμου, τη Λίλι Γκλάντστοουν του Σκορσέζε και την Έμιλι Μπλαντ του Νόλαν, μια Γερμανίδα με πολλά χρόνια εμπειρίας στον κινηματογράφο ξεπροβάλλει διακριτικά αλλά και θαρρετά με όχι μία, άλλα δύο κορυφαίες ερμηνείες σε δύο ξεχωριστά και εξίσου αριστουργηματικά φιλμ, το «Anatomy of a Fall» και το «Zone of Interest».
Ο λόγος για τη Σάντρα Χιούλερ.
Η φαινομενικά πρωτοεμφανιζόμενη έχει στην ουσία αρκετούς τίτλους στη φιλμογραφία της για τους οποίους μπορεί να αισθάνεται περήφανη. Πριν πρωταγωνιστήσει σε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, είχε κλέψει τις εντυπώσεις στο υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, «Toni Erdmann» (2016). Πριν από αυτό, όμως, κάποιοι ίσως θυμούνται τη Χιούλερ από το προ δεκαετίες από το «Erdmann», «Requiem», το οποίο της είχε χαρίσει την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Ηθοποιού στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου. Στην ταινία υποδύεται μια επιληπτική γυναίκα που παθαίνει νευρικό κλονισμό κατά τη διάρκεια του πρώτου της έτους στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια από έναν ιερέα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που σχετίζονται με την αυστηρή ανατροφή της.
Φτάνοντας στο 2023, η 45χρονη ηθοποιός ενσαρκώνει δύο πολύ διαφορετικούς ρόλους σε δύο από τις σπουδαιότερες ταινίες της φετινής σεζόν. Πρωτίστως, το γαλλικής παραγωγής «Anatomy of a Fall» με σκηνοθέτρια τη Ζυστίν Τριέ επάξια κατέκτησε τον Χρυσό Φοίνικα, υπερισχύοντας του υψηλού ανταγωνισμού - όπου το «Zone of Interest» διεκδίκησε επίσης το ποθητό βραβείο - στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών τον περασμένο Μάιο, όπου και έκανε πρεμιέρα. Αυτό σήμανε την αρχή για μια εξαιρετική σεζόν βραβείων, καθώς το «Anatomy of a Fall» πορεύτηκε αποσπώντας πολλά βραβεία και διεθνή αναγνώριση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Χιούλερ αναμενόταν να κερδίσει το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών, το οποίο θεωρείται ότι της «ξέφυγε» πριν από επτά χρόνια για το «Toni Erdmann». Το «Anatomy of a Fall» κέρδισε, όμως, το κορυφαίο βραβείο και είναι μέρος των κανονισμών του Φεστιβάλ ότι ένα έργο επιτρέπεται να κερδίσει μόνο ένα από τα κύρια βραβεία.
Από την αφετηρία τους στις Κάννες, οι δύο ταινίες συμπορεύονται καθ' όλη την κινηματογραφική σεζόν. Χεράκι-χεράκι κυνηγούν τα ίδια βραβεία και στεφανώνονται με τις δάφνες των κριτικών παγκοσμίως. Σχετικά με τα Όσκαρ, τα δύο έργα βρίσκονται και πάλι σε αναλογία. Όχι μόνο μοιράζονται την ίδια πρωταγωνίστρια, αλλά μετρούν και τα δύο πέντε υποψηφιότητες για το χρυσό αγαλαματίδιο. Και τα δύο είναι υποψήφια στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας και κέρδισαν αντιστοίχως μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Η Τριέ και ο Γκλέιζερ παραπάνω από δικαίως αναγνωρίζονται στην κατηγορία τους για δύο περίφημα κινηματογραφικά επιτεύγματα. Τέλος, η Χιούλερ θα επιδιώξει το ίδιο βράδυ να κρατήσει στα χέρια της το επίζηλο βραβείο, ανάμεσα στις Στόουν, Γκλάντστοουν, Μπένινγκ και Μάλιγκαν, στην κατηγορία του Α' Γυναικείου Ρόλου.
Στο δράμα, λοιπόν, η ηθοποιός ενσαρκώνει μια συγγραφέα η οποία είναι η κύρια ύποπτη για τον μυστήριο θάνατο του συζύγου της. Η ηθοποιός με μαεστρία ερμηνεύει έναν απαιτητικό ρόλο, από τον οποίο δεν έλειπαν και οι τεχνικές δυσκολίες, καθώς έπρεπε να ερμηνεύει σε τρεις διαφορετικές γλώσσες. Ειδικότερα, η Γερμανίδα Χιούλερ έπρεπε να εκτελέσει σκηνές όχι μόνο στη μητρική της γλώσσα, αλλά επίσης στα αγγλικά και τα γαλλικά. Πάνω σε αυτό σε συνέντευξη που έδωσε στο BBC, σχολίασε: «Υπάρχει μια έλλειψη ελέγχου σε άλλες γλώσσες, την οποία απολαμβάνω πολύ, επειδή δεν μπορώ ποτέ να την κάνω σωστά. Πάντα θα υπάρχει μια προφορά και μικρά λάθη, και μου αρέσει πολύ το γεγονός ότι μπορώ να επικεντρωθώ πολύ περισσότερο σε αυτό που λέω παρά στο πώς το λέω».
Η δικαστική διαμάχη που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του συνταρακτικού φιλμ συναρπάζει τον θεατή και τον απορροφά στη συλλογιστική και νομική διαδικασία. Το κάθε πλάνο μεθυστικό, η κάθε σκηνή υπέροχα αβέβαιη. Το «Anatomy» πατά σίγουρα και μεθοδικά στην έλλειψη σιγουριάς. Από την πρώτη στιγμή έως και την τελευταία, όπως κάθε καλό δικαστικό φιλμ έχεις ως πυξίδα την αμβιβολία · η αμφιβολία που υπάρχει, δεν γίνεται να μην υπάρχει όχι μόνο στο εν λόγω φιλμικό είδος, αλλά και στη ζωή. Αλλά δεν είναι μονάχα ένα «court room drama», η ευφυΐα του στηρίζεται στο γεγονός ότι είναι πολλά περισσότερο.
Η Χιούλερ και ο άντρας της, τον οποίο παίζει ο Σάμουελ Τάις, έχουν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες γάμους που έχει αναπαρασταθεί ποτέ στην κάμερα. Η σκηνή όπου μαλώνουν, κάπου στα μισά του έργου, είναι μια από τις πιο φλογερές και αξιομνημόνευτες σκηνές συζυγικού καυγά που έχει απεικονιστεί στον κινηματογράφο. Το γράψιμο αφήνει αβίαστα και τόσο φυσικά να αναδειχθούν όλες οι περιπλοκότητες και οι δυσκολίες μιας έγγαμης σχέσης. Ο άψογος διάλογος που παραδίδεται άρτια από τις εξαίρετες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών ακτινογραφεί το είναι της συμβίωσης ενός ζευγαριού. Είναι σαν να βλέπουμε τον γάμο δύο καθημερινών ανθρώπων μέσα από την κλειδαρότρυπα. Σχεδόν νιώθουμε ντροπή, σαν να βλέπουμε κάτι τόσο προσωπικό και ιδιωτικό, που δεν θα έπρεπε να το βλέπουμε. Χαρτογραφεί οργανικά τη θυέλλα των συναισθημάτων που φέρει μέσα του ένας ή μια σύζυγος, όλες τις ανησυχίες, τους φόβους, τις τύψεις, τα απωθημένα, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τα απραγματοποίητα σχέδια που συχνά κουβαλά ένας άνθρωπος στη μέση της ηλικίας του. Η συνομιλία λειτουργεί σαν διελκυστίνδα, που τη μια στιγμή κάνει τον θεατή να συμπάσχει με τον έναν και την ακριβώς επόμενη με τον άλλον. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Τέτοια ερωτήματα δεν απαντιούνται, εκτός αν κάποιος έχει λύσει το ζήτημα των ανθρώπινων σχέσεων...
Στο «Zone of Interest» η Χιούλερ τοποθετείται σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο, κάτι κατά τα φαινόμενα πιο κοντά στην πατρίδα της, μα νομίζω πως αν ρωτάγαμε την ίδια θα έλεγε ότι είναι χιλιόμετρα μακριά. Το γερμανικό παραγωγής έργο, σε σκηνοθεσία του Άγγλου Τζόναθαν Γκλέιζερ αφορά στην ιστορία του Γερμανού ναζιστή διοικητή Ρούντολφ Ες (Κρίστιαν Φρίντελ), ο οποίος προσπαθεί να χτίσει μια ονειρεμένη ζωή με τη σύζυγό του, Χέντβιγκ (Χιούλερ), σε ένα νέο σπίτι ακριβώς δίπλα στο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία σοκάρει προ πάντων για το γεγονός ότι είναι αληθινή. Εφάμιλλη σε αισθητική αξία και κινηματογραφική δύναμη του «Anatomy», ο Γκλέιζερ αποτυπώνει έναν κόσμο που είναι πιθανό αδύνατο να αποτυπωθεί στην οθόνη. Με κύριο εργαλείο τον ήχο (βλέποντας κανείς αυτή την ταινία συνειδητοποιεί πόσο μεγάλη σημασία μπορεί να παίξει και παίζει ο ήχος στο κινηματογραφικό μέσο) ο Γκλέιζερ λέει το ανείπωτο, διατυπώνει το άρρητο, που είναι η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Δεν δείχνει σχεδόν τίποτα, καθώς όλος ο καμβάς του λειτουργεί στον ακουστικό άξονα. Μικρές λεπτομέρειες όπως ο συνεχής καπνός στον ορίζοντα, οι στάχτες ως λίπασμα στα λουλούδια, τα δόντια που παίζουν τα παιδιά, μεταξύ άλλων, στήνουν τη μη ορατή αλλά επικίνδυνα αναπόδραστη ατμόσφαιρα της εξόντωσης των Εβραίων.
Η Χιούλερ αποδεικνύει και πάλι την υποκριτική της δεινότητα φέρνοντας εις πέρας έναν τιτάνιο στόχο · έχει να υποδυθεί τη σύζυγο του άντρα που είναι υπεύθυνος για τις μαζικές εκτελέσεις αμέτρητων Εβραίων. Η γυναίκα ενός τέρατος είναι τέρας και η ίδια. Και πώς παίζεις ένα τέρας; Η Χιούλερ δίνει απάντηση στο ερώτημα με αυτή τη μαγνητική, λιτή και συγχρόνως στιβάρη παρουσία. Η Χέντβιγκ γνωρίζει απόλυτα τι συμβαίνει δίπλα στο παραδεισένιο σπιτικό που με τόσο μεράκι και κόπο έχει φτιάξει. Απλώς πολύ απλά δεν την απασχολεί. Οι ήχοι από τις κραυγές των βασανισμένων Εβραίων δεν ταράζουν ούτε στο ελάχιστο τον ύπνο της. Περνάει χρόνο με τα παιδιά της, φροντίζει τα νοικοκυριό, κάνει δουλειές στον κήπο, πίνει τσάι με φίλες, διοργανώνει πάρτι στην πισίνα και κανακεύει τον άντρα της, όπως κάθε καλή νοικοκυρά και σύζυγος. Αριστεύει σε όλα. Και είναι τόσο ευτυχισμένη και περήφανη για το σπίτι και την οικογένεια που έχει δημιουργήσει, που όταν ο άντρα της την ενημερώνει πως πρέπει να φύγουν γιατί τον μεταθέτουν, εκείνη το αρνείται κατηγορηματικά. Δεν θα σηκωθεί να φύγει και να παρατήσει ό, τι έχτισε με τόση δουλειά! Ακόμα και η μητέρα της που την επισκέπτεται για μερικές ημέρες, φεύγει έντρομη λόγω της θέας του καπνού από τα κρεματόρια από το παράθυρο του δωματίου της κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η Χέντβιγκ όμως είναι αμέριμνη και ανένδοτη. Θέλει να μείνει στο σπίτι μαζί με τα παιδιά της. Σε μια σκηνή ανάμεσα στο συζυγικό ζεύγος, διατρανώνει την επιθυμία της να παραμείνει στην εστία της, μέχρι ο άντρας της να καταφέρει να πάρει μετάθεση πίσω στο Άουσβιτς. Αν δεν γνώριζε κανείς το ιστορικοπολιτικό συγκείμενο του έργου, θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεράνει ότι η σκηνή αφορά ένα κανονικό ζευγάρι, για ένα κανονικό πρόβλημα που έχουν έναν κανονικό τσακωμό. Μάλιστα, ολόκληρο το «Zone of Interest» βαδίζει σε αυτή τη γραμμή. Η ιδιοφυΐα του εδράζεται στο γεγονός ότι η η οικογένεια του Ες είναι κατά τα άλλα μια κοινότυπη οικογένεια, με μια κοινότυπη καθημερινότητα και προβλήματα. Η φρικαλεότητα της ταινίας ξετρυπώνει ανά μικρές, υποβλητικές στιγμές. Για ένα έργο που έχει να κάνει για την ύψιστη βία, δεν υπάρχει σχεδόν καμία βίαιη σκηνή.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση κάπου εδώ, καθώς δεν υπάρχουν αρκετές λέξεις για να περιγράψουν ολοκληρωτικά τις δύο παραπάνω ταινίες, έχουμε μόνο να πούμε ότι η Χιούλερ μπαίνει με τους προαναφερθέντες χαρακτήρες στη μικρή ομάδα ηθοποιών που έχουν θριαμβεύσει με πάνω από μία ταινία το ίδιο σινεφιλικό έτος. Αν τα μελλοντικά της κινηματογραφικά πρόζεκτ είναι έστω ένα ίχνος της δουλειάς που πραγματοποίησε στα δύο αυτά θαυμαστά έργα, μπορούμε μόνο να ανυπομονούμε για τη συνέχεια...
Φωτογραφία άρθρου: Shutterstock
Ο λόγος για τη Σάντρα Χιούλερ.
Η φαινομενικά πρωτοεμφανιζόμενη έχει στην ουσία αρκετούς τίτλους στη φιλμογραφία της για τους οποίους μπορεί να αισθάνεται περήφανη. Πριν πρωταγωνιστήσει σε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, είχε κλέψει τις εντυπώσεις στο υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, «Toni Erdmann» (2016). Πριν από αυτό, όμως, κάποιοι ίσως θυμούνται τη Χιούλερ από το προ δεκαετίες από το «Erdmann», «Requiem», το οποίο της είχε χαρίσει την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Ηθοποιού στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου. Στην ταινία υποδύεται μια επιληπτική γυναίκα που παθαίνει νευρικό κλονισμό κατά τη διάρκεια του πρώτου της έτους στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια από έναν ιερέα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που σχετίζονται με την αυστηρή ανατροφή της.
Από την αφετηρία τους στις Κάννες, οι δύο ταινίες συμπορεύονται καθ' όλη την κινηματογραφική σεζόν. Χεράκι-χεράκι κυνηγούν τα ίδια βραβεία και στεφανώνονται με τις δάφνες των κριτικών παγκοσμίως. Σχετικά με τα Όσκαρ, τα δύο έργα βρίσκονται και πάλι σε αναλογία. Όχι μόνο μοιράζονται την ίδια πρωταγωνίστρια, αλλά μετρούν και τα δύο πέντε υποψηφιότητες για το χρυσό αγαλαματίδιο. Και τα δύο είναι υποψήφια στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας και κέρδισαν αντιστοίχως μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Η Τριέ και ο Γκλέιζερ παραπάνω από δικαίως αναγνωρίζονται στην κατηγορία τους για δύο περίφημα κινηματογραφικά επιτεύγματα. Τέλος, η Χιούλερ θα επιδιώξει το ίδιο βράδυ να κρατήσει στα χέρια της το επίζηλο βραβείο, ανάμεσα στις Στόουν, Γκλάντστοουν, Μπένινγκ και Μάλιγκαν, στην κατηγορία του Α' Γυναικείου Ρόλου.
Στο δράμα, λοιπόν, η ηθοποιός ενσαρκώνει μια συγγραφέα η οποία είναι η κύρια ύποπτη για τον μυστήριο θάνατο του συζύγου της. Η ηθοποιός με μαεστρία ερμηνεύει έναν απαιτητικό ρόλο, από τον οποίο δεν έλειπαν και οι τεχνικές δυσκολίες, καθώς έπρεπε να ερμηνεύει σε τρεις διαφορετικές γλώσσες. Ειδικότερα, η Γερμανίδα Χιούλερ έπρεπε να εκτελέσει σκηνές όχι μόνο στη μητρική της γλώσσα, αλλά επίσης στα αγγλικά και τα γαλλικά. Πάνω σε αυτό σε συνέντευξη που έδωσε στο BBC, σχολίασε: «Υπάρχει μια έλλειψη ελέγχου σε άλλες γλώσσες, την οποία απολαμβάνω πολύ, επειδή δεν μπορώ ποτέ να την κάνω σωστά. Πάντα θα υπάρχει μια προφορά και μικρά λάθη, και μου αρέσει πολύ το γεγονός ότι μπορώ να επικεντρωθώ πολύ περισσότερο σε αυτό που λέω παρά στο πώς το λέω».
Η Χιούλερ και ο άντρας της, τον οποίο παίζει ο Σάμουελ Τάις, έχουν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες γάμους που έχει αναπαρασταθεί ποτέ στην κάμερα. Η σκηνή όπου μαλώνουν, κάπου στα μισά του έργου, είναι μια από τις πιο φλογερές και αξιομνημόνευτες σκηνές συζυγικού καυγά που έχει απεικονιστεί στον κινηματογράφο. Το γράψιμο αφήνει αβίαστα και τόσο φυσικά να αναδειχθούν όλες οι περιπλοκότητες και οι δυσκολίες μιας έγγαμης σχέσης. Ο άψογος διάλογος που παραδίδεται άρτια από τις εξαίρετες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών ακτινογραφεί το είναι της συμβίωσης ενός ζευγαριού. Είναι σαν να βλέπουμε τον γάμο δύο καθημερινών ανθρώπων μέσα από την κλειδαρότρυπα. Σχεδόν νιώθουμε ντροπή, σαν να βλέπουμε κάτι τόσο προσωπικό και ιδιωτικό, που δεν θα έπρεπε να το βλέπουμε. Χαρτογραφεί οργανικά τη θυέλλα των συναισθημάτων που φέρει μέσα του ένας ή μια σύζυγος, όλες τις ανησυχίες, τους φόβους, τις τύψεις, τα απωθημένα, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τα απραγματοποίητα σχέδια που συχνά κουβαλά ένας άνθρωπος στη μέση της ηλικίας του. Η συνομιλία λειτουργεί σαν διελκυστίνδα, που τη μια στιγμή κάνει τον θεατή να συμπάσχει με τον έναν και την ακριβώς επόμενη με τον άλλον. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Τέτοια ερωτήματα δεν απαντιούνται, εκτός αν κάποιος έχει λύσει το ζήτημα των ανθρώπινων σχέσεων...
Στο «Zone of Interest» η Χιούλερ τοποθετείται σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο, κάτι κατά τα φαινόμενα πιο κοντά στην πατρίδα της, μα νομίζω πως αν ρωτάγαμε την ίδια θα έλεγε ότι είναι χιλιόμετρα μακριά. Το γερμανικό παραγωγής έργο, σε σκηνοθεσία του Άγγλου Τζόναθαν Γκλέιζερ αφορά στην ιστορία του Γερμανού ναζιστή διοικητή Ρούντολφ Ες (Κρίστιαν Φρίντελ), ο οποίος προσπαθεί να χτίσει μια ονειρεμένη ζωή με τη σύζυγό του, Χέντβιγκ (Χιούλερ), σε ένα νέο σπίτι ακριβώς δίπλα στο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία σοκάρει προ πάντων για το γεγονός ότι είναι αληθινή. Εφάμιλλη σε αισθητική αξία και κινηματογραφική δύναμη του «Anatomy», ο Γκλέιζερ αποτυπώνει έναν κόσμο που είναι πιθανό αδύνατο να αποτυπωθεί στην οθόνη. Με κύριο εργαλείο τον ήχο (βλέποντας κανείς αυτή την ταινία συνειδητοποιεί πόσο μεγάλη σημασία μπορεί να παίξει και παίζει ο ήχος στο κινηματογραφικό μέσο) ο Γκλέιζερ λέει το ανείπωτο, διατυπώνει το άρρητο, που είναι η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Δεν δείχνει σχεδόν τίποτα, καθώς όλος ο καμβάς του λειτουργεί στον ακουστικό άξονα. Μικρές λεπτομέρειες όπως ο συνεχής καπνός στον ορίζοντα, οι στάχτες ως λίπασμα στα λουλούδια, τα δόντια που παίζουν τα παιδιά, μεταξύ άλλων, στήνουν τη μη ορατή αλλά επικίνδυνα αναπόδραστη ατμόσφαιρα της εξόντωσης των Εβραίων.
Η Χιούλερ αποδεικνύει και πάλι την υποκριτική της δεινότητα φέρνοντας εις πέρας έναν τιτάνιο στόχο · έχει να υποδυθεί τη σύζυγο του άντρα που είναι υπεύθυνος για τις μαζικές εκτελέσεις αμέτρητων Εβραίων. Η γυναίκα ενός τέρατος είναι τέρας και η ίδια. Και πώς παίζεις ένα τέρας; Η Χιούλερ δίνει απάντηση στο ερώτημα με αυτή τη μαγνητική, λιτή και συγχρόνως στιβάρη παρουσία. Η Χέντβιγκ γνωρίζει απόλυτα τι συμβαίνει δίπλα στο παραδεισένιο σπιτικό που με τόσο μεράκι και κόπο έχει φτιάξει. Απλώς πολύ απλά δεν την απασχολεί. Οι ήχοι από τις κραυγές των βασανισμένων Εβραίων δεν ταράζουν ούτε στο ελάχιστο τον ύπνο της. Περνάει χρόνο με τα παιδιά της, φροντίζει τα νοικοκυριό, κάνει δουλειές στον κήπο, πίνει τσάι με φίλες, διοργανώνει πάρτι στην πισίνα και κανακεύει τον άντρα της, όπως κάθε καλή νοικοκυρά και σύζυγος. Αριστεύει σε όλα. Και είναι τόσο ευτυχισμένη και περήφανη για το σπίτι και την οικογένεια που έχει δημιουργήσει, που όταν ο άντρα της την ενημερώνει πως πρέπει να φύγουν γιατί τον μεταθέτουν, εκείνη το αρνείται κατηγορηματικά. Δεν θα σηκωθεί να φύγει και να παρατήσει ό, τι έχτισε με τόση δουλειά! Ακόμα και η μητέρα της που την επισκέπτεται για μερικές ημέρες, φεύγει έντρομη λόγω της θέας του καπνού από τα κρεματόρια από το παράθυρο του δωματίου της κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η Χέντβιγκ όμως είναι αμέριμνη και ανένδοτη. Θέλει να μείνει στο σπίτι μαζί με τα παιδιά της. Σε μια σκηνή ανάμεσα στο συζυγικό ζεύγος, διατρανώνει την επιθυμία της να παραμείνει στην εστία της, μέχρι ο άντρας της να καταφέρει να πάρει μετάθεση πίσω στο Άουσβιτς. Αν δεν γνώριζε κανείς το ιστορικοπολιτικό συγκείμενο του έργου, θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεράνει ότι η σκηνή αφορά ένα κανονικό ζευγάρι, για ένα κανονικό πρόβλημα που έχουν έναν κανονικό τσακωμό. Μάλιστα, ολόκληρο το «Zone of Interest» βαδίζει σε αυτή τη γραμμή. Η ιδιοφυΐα του εδράζεται στο γεγονός ότι η η οικογένεια του Ες είναι κατά τα άλλα μια κοινότυπη οικογένεια, με μια κοινότυπη καθημερινότητα και προβλήματα. Η φρικαλεότητα της ταινίας ξετρυπώνει ανά μικρές, υποβλητικές στιγμές. Για ένα έργο που έχει να κάνει για την ύψιστη βία, δεν υπάρχει σχεδόν καμία βίαιη σκηνή.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση κάπου εδώ, καθώς δεν υπάρχουν αρκετές λέξεις για να περιγράψουν ολοκληρωτικά τις δύο παραπάνω ταινίες, έχουμε μόνο να πούμε ότι η Χιούλερ μπαίνει με τους προαναφερθέντες χαρακτήρες στη μικρή ομάδα ηθοποιών που έχουν θριαμβεύσει με πάνω από μία ταινία το ίδιο σινεφιλικό έτος. Αν τα μελλοντικά της κινηματογραφικά πρόζεκτ είναι έστω ένα ίχνος της δουλειάς που πραγματοποίησε στα δύο αυτά θαυμαστά έργα, μπορούμε μόνο να ανυπομονούμε για τη συνέχεια...
Φωτογραφία άρθρου: Shutterstock
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα