Ο Κωνσταντίνος Καβακιώτης είναι ο... βίκινγκ του Netflix

Ο αεικίνητος ηθοποιός αφηγείται την εμπειρία του από τη συμμετοχή του στην υπερπαραγωγή «Βίκινγκ: Βαλχάλα» και εξηγεί γιατί θεωρεί αληθινό δώρο για την καριέρα του το ενδεχόμενο να παίξει στη μητρική μας γλώσσα

Ο Κωνσταντίνος Καβακιώτης πιστεύει ότι ο ηθοποιός είναι ένας σύγχρονος νομάς που κατοικεί εκεί όπου βρίσκονται οι ρόλοι, τα έργα και οι προκλήσεις. Ολα εκείνα δηλαδή που τον βοηθούν να ανακαλύψει την αλήθεια των χαρακτήρων και να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του. Είναι μάλιστα από τους ανθρώπους που δεν μοιράζουν κούφια λόγια, αλλά κάνουν πράξη όσα υποστηρίζουν. Τα τελευταία 16 χρόνια ο ηθοποιός έχει πολιτογραφηθεί μόνιμος κάτοικου Λονδίνου. Παίζει σε παραστάσεις, συμμετέχει σε ταινίες, όπως λόγου χάρη στο «The double life of George Michael» του 2018, έχει τη δική του δραστήρια θεατρική σχολή, κυνηγά ένα όνειρο που ποτέ δεν φάνηκε άπιαστο στα μάτια του.

Το 2008 ο μεγαλωμένος αρχικά στον Πειραιά και κατόπιν στο Κιλκίς ηθοποιός μετοίκησε στην Αγγλία για σπουδές στο Royal Central School of Speech & Drama. Το ότι βρισκόταν στον σωστό δρόμο τού το έδειξαν δύο τοτεμικές φυσιογνωμίες της υποκριτικής, χωρίς φυσικά οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Ο ένας ήταν ο Ιαν ΜακΚέλεν, που πρωταγωνιστούσε στην πρώτη παράσταση που ο Καβακιώτης παρακολούθησε στο Λονδίνο. Ο δεύτερος ήταν ο Πίτερ Μπρουκ, τον οποίο συνάντησε τυχαία στην παράσταση «Fragments» που σκηνοθετούσε στο Barbican. «Ξαφνικά ο άνθρωπος που έβλεπα και διάβαζα στα βιβλία βρισκόταν μπροστά μου. Και ήθελα να του μιλήσω. Τον πλησίασα λοιπόν, του είπα ποιος ήμουν και ότι σπούδαζα θέατρο, αλλά δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση. Αυθόρμητα τότε του απηύθυνα τη φράση: “Είστε ένας ζωντανός θρύλος” κι εκείνος επίσης αυθόρμητα αποκρίθηκε “Πόσο φριχτό είναι αυτό”».

Τέτοιες τυχαίες αλλά σημαδιακές συναντήσεις διαμόρφωσαν έναν ανήσυχο, φιλοπερίεργο και μάλλον θαρραλέο καλλιτέχνη, που έχει ταξιδέψει από τη Μόσχα έως τη Νέα Υόρκη και από το Μονπελιέ της Γαλλίας έως το Λος Αντζελες για να σμιλέψει την τέχνη του, να ερευνήσει και να μάθει. Ναι, ο Κωνσταντίνος Καβακιώτης μπορεί να συμμετέχει τώρα στην (υπερ)παραγωγή «Βίκινγκ: Βαλχάλα» του Netflix υποδυόμενος τον εξ απορρήτων σύμβουλο του στρατηγού Μανιάκη, όμως είναι, αξίζει και μπορεί ακόμα περισσότερα.

GALA: Πώς ένας Ελληνας ηθοποιός βρίσκεται στο καστ του «Βίκινγκ: Βαλχάλα» του Netflix;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΚΙΩΤΗΣ: Πριν από 16 χρόνια ανέβηκα στο Λονδίνο με σκοπό να σπουδάσω υποκριτική. Ο αδελφός μου ζούσε εκεί και ήταν εκείνος που με πίεζε να πάρω την απόφαση. Σπούδασα λοιπόν στο Royal Central School of Speech & Drama. Το ευχάριστο είναι ότι οι δραματικές σχολές στη Μεγάλη Βρετανία στη διάρκεια των διπλωματικών εξετάσεων προσκαλούν ατζέντηδες, casting directors και παραγωγούς για να δουν τους αποφοίτους. Θυμάμαι ότι είχα την τύχη να παίζω τον Σάιλοκ στον «Εμπορο της Βενετίας». Δέχτηκα τότε προτάσεις από κάποιους ατζέντηδες να με εκπροσωπήσουν κι έτσι ξεκίνησα να δικτυώνομαι. Το καλό με αυτή τη συνθήκη είναι ότι ο ηθοποιός δεν χρειάζεται να κάνει κάτι άλλο πέρα από το να παίζει. Μέσω της ατζέντισσας που με εκπροσωπεί τα τελευταία πέντε χρόνια, λοιπόν, ήρθε η οντισιόν για το «Βίκινγκ: Βαλχάλα», έκανα το κάστινγκ και με πήραν. Αυτός είναι ο τρόπος.


G.: Και όταν πήρες αυτή τη δουλειά, τι σκέφτηκες;
Κ.Κ.: Χάρηκα πάρα πολύ. Για μένα είναι ό,τι μεγαλύτερο έχω κάνει έως τώρα. Είχα φοβερό άγχος, όμως όταν άκουσα ότι πήρα τον ρόλο, ανατρίχιασα ολόκληρος. Ηταν η απάντηση στα εκατοντάδες «όχι» που είχα ακούσει τόσα χρόνια. Μου έκανε σαφή τον λόγο για τον οποίο συνέχιζα να προσπαθώ.

«Το Α και το Ω της δουλειάς μας είναι η έρευνα. Για οποιονδήποτε ρόλο. Για να μεταφέρεις τη δική του αλήθεια»

G.: Αλήθεια, πώς διαχειρίζεται κανείς την τόσο συχνή απόρριψη;
Κ.Κ.: Από ένα σημείο και μετά γίνεται συνήθεια, δεύτερη φύση. Αλλιώς καταλήγεις στα αντικαθλιπτικά. Η απόρριψη είναι κομμάτι της δουλειάς. Εκείνο που μπορώ και έχω μάθει να κάνω είναι σε κάθε οντισιόν να δίνω όσο καλύτερη εντύπωση γίνεται. Μπορεί να μην ταιριάζεις ή να μην κάνεις για μια δουλειά, αλλά μπορεί να είσαι αυτό που ψάχνουν σε κάποια επόμενη.

G.: Δεν αποθαρρύνθηκες δηλαδή ποτέ;
Κ.Κ.: Στην αρχή αποθαρρύνεσαι, αλλά μετά γίνεται μέρος της ζωής σου. Και προχωράς. Ακόμα και μετά το «Βίκινγκ» είναι σαν μην έχω κάνει τίποτα. Κάθε φορά ξεκινάς από το μηδέν. Οι απορρίψεις που έχω δεχτεί είναι πολύ πιο ηχηρές από τις δουλειές που έχω κλείσει, αλλά από εκεί αντλώ δύναμη για να συνεχίζω.



G.: Θυμάσαι κάποιον ρόλο που ήθελες πολύ αλλά δεν τον πήρες;
Κ.Κ.: Πολλούς. Για παράδειγμα, είχα φτάσει στο τελευταίο στάδιο των οντισιόν για μια ταινία του Τζέιμς Μποντ και για μια σειρά του Γκάι Ρίτσι. Σφίγγεις όμως τα δόντια και το αφήνεις πίσω σου. Αυτό είναι, αν θες, κι ένα από τα βέλη που πρέπει να έχει στη φαρέτρα του ο ηθοποιός: η δυνατότητα να αντιμετωπίζει το «όχι».

G.: Δουλειές όπως το «Βίκινγκ» ανοίγουν πόρτες;
Κ.Κ.: Ναι, μπορώ να πω ότι τέτοιες δουλειές έχουν αντίκρισμα. Σε λίγες ημέρες φεύγω ξανά για την Αγγλία, για να συμμετάσχω σε μια νέα παραγωγή του Netflix.

G.: Πριν από μια περίοδο γυρισμάτων έχεις κάποια ρουτίνα που ακολουθείς;
Κ.Κ.: Αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς ενός ηθοποιού είναι η έρευνα. Για οποιονδήποτε ρόλο. Για μένα είναι το άλφα και το ωμέγα. Για να μάθεις τον χαρακτήρα σου και να καταφέρεις να μεταφέρεις τη δική του αλήθεια. Γι’ αυτό παλεύουμε οι ηθοποιοί.

G.: Τι σε οδήγησε στο Λονδίνο; Η φιλοδοξία, η επιθυμία να γίνεις ηθοποιός, η άγνοια κινδύνου;
Κ.Κ.: Η φιλοδοξία είναι σίγουρα κομμάτι της δουλειάς μας. Ηθελα πολύ να συνεχίσω τις σπουδές μου στην υποκριτική και ήθελα να πάω στη μητρόπολη του θεάτρου. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στο Λονδίνο η πρώτη παράσταση που είδα ήταν το «Αλαντίν» με τον Ιαν ΜακΚέλεν. Επαθα σοκ βλέποντας αυτό το ιερό τέρας να παίζει. Είπα μέσα μου, «θέλω κι εγώ να βρίσκομαι εδώ και να παίζω». Ηταν σαν ένα όνειρο που μπορούσα κι εγώ να ζήσω. Με πολλές δυσκολίες.

G.: Σε φανταζόσουν πάντα ηθοποιό;
Κ.Κ.: Στα 5 μου χρόνια, ζούσαμε στον Πειραιά τότε, και είχαμε πάει όλη η οικογένεια -γονείς, παιδιά, θείες, ξαδέλφια, μια κατάσταση «My Big Fat Greek Wedding»- στο Δημοτικό Θέατρο της Νίκαιας να δούμε μια κωμωδία. Οταν γυρίσαμε σπίτι, αυθόρμητα ανέβηκα στο τραπέζι και άρχισα να παίζω κομμάτια από εκείνη την παράσταση. Ακόμα θυμάμαι το χειροκρότημα και τα γέλια. Το ήθελα λοιπόν από τότε.

«Ακόμα και μετά το "Βίκινγκ" είναι σαν μην έχω κάνει τίποτα. Ως ηθοποιός, κάθε φορά ξεκινάς από το μηδέν»

G.: Η ελληνική αγορά σε ενδιαφέρει; Θα ήθελες να παίξεις στη μητρική γλώσσα σου;
Κ.Κ.: Εννοείται. Οση δουλειά κι αν έχω κάνει στην αγγλική γλώσσα με τη βοήθεια voice coach, τα χρώματα της μητρικής μας γλώσσας δεν μπορείς να τα βρεις σε καμία άλλη. Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να μπορώ να παίζω στη γλώσσα μου. Είναι ένα δώρο. Θυμάμαι, είχα κάνει κάποια μαθήματα στις ΗΠΑ με τον Τζεφ Μπέρι. Μας αφηγούνταν λοιπόν μια κουβέντα του με τον Χαβιέρ Μπαρδέμ, όπου του εξηγούσε ότι το να παίζει στα αγγλικά ήταν για εκείνον σαν να παίζει μποξ με το ένα χέρι δεμένο.

G.: Θα μπορούσες να αφήσεις δηλαδή την Αγγλία για την Ελλάδα;
Κ.Κ.: Νομίζω ότι εν έτει 2024 ο ηθοποιός είναι ένας σύγχρονος νομάς. Πηγαίνεις όπου υπάρχει δουλειά. Οπουδήποτε βρίσκεις κάτι να σε εκφράζει. Φέτος, για παράδειγμα, θα έχω μια φιλική συμμετοχή στη σειρά «Ερημη Χώρα» της ΕΡΤ.



G.: Εστω ότι αύριο σου λένε ότι δεν μπορείς να παίξεις στο θέατρο ή στην τηλεόραση ξανά. Τι κάνεις; Σε τι άλλο είσαι πολύ καλός;
Κ.Κ.: Δεν ξέρω αν είμαι καλός, αλλά αγαπώ πολύ τη διδασκαλία. Στο Λονδίνο, εδώ και δέκα χρόνια, έχω δημιουργήσει τη δική μου σχολή, το Drama Classes London. Είμαστε πέντε εκπαιδευτές και έχουμε γύρω στους 50 μαθητές. Κάνουμε ωραία δουλειά και είναι κάτι για το οποίο είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος.

G.: Εχει υπάρξει κάποια στιγμή στην καριέρα σου που ένιωσες ότι αξίζει τον κόπο η διαδρομή που έχεις διανύσει;
Κ.Κ.: Εχω ερμηνεύει δύο πολύ μεγάλους ρόλους στο θέατρο. Ο ένας ήταν ο Μάκβεθ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και ο άλλος ο Ηρώδης στη «Σαλώμη» του Οσκαρ Γουάιλντ. Ο Ηρώδης είναι ο αγαπημένος μου ρόλος. Εκείνη η παράσταση είχε ανέβει στο Λονδίνο με σκηνοθέτρια την Αναστασία Ρεβή και είχαμε ταξιδέψει μαζί της και εκτός Αγγλίας. Αυτή ήταν η κομβική στιγμή που ένιωσα ότι η δουλειά που έκανα είχε αρχίσει να ανθίζει μέσα μου. Αλλά και κάποια άλλη στιγμή, μετά από μια παράσταση, ήρθε στα καμαρίνια μια κοπέλα που είχε συνοδέψει τον τυφλό θείο της στο θέατρο και μου είπε: «ο θείος μου ήθελε να σας πω πως σήμερα ξέχασε πως είναι τυφλός». Γι' αυτό και μόνο αξίζει ◆
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr