Θοδωρής Ζουμπουλίδης: Το βαμπίρ του True Blood ξανασυστήνεται
Θοδωρής Ζουμπουλίδης: Το βαμπίρ του True Blood ξανασυστήνεται
Μισός Πόντιος, μισός Μανιάτης, έζησε στην Αμερική εκείνο που όλοι ονειρεύονται και ελάχιστοι καταφέρνουν, αλλά δεν ξέχασε ποτέ τον λόγο που από μόλις 5 χρόνων αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Επειδή μόνο έτσι καταφέρνει να αναπνέει
Για τον Θοδωρή Ζουμπουλίδη - ή Τεό Αλεξάντερ, όπως τον γνωρίσαμε στο «True Blood»- η πιο σημαντική στιγμή της ημέρας συμπυκνώνεται σε εκείνα τα άπιαστα δευτερόλεπτα λίγο μετά το πρωινό ξύπνημα. Τότε, λέει, οι άνθρωποι είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, απαλλαγμένοι από βαρίδια, στερεότυπα, προκαταλήψεις. Αυτό το απειροελάχιστο διάστημα προτού η συνείδησή μας ξυπνήσει και επικυριαρχήσει στις σκέψεις και τελικά στις δράσεις μας είναι εκείνο που θέλει να τον καθορίζει. Οι επιλογές του αλλά και η πορεία του από τότε που επέστρεψε από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα μαρτυρούν πως ο ταλαντούχος ηθοποιός τα πηγαίνει περίφημα ως κυνηγός στιγμών. Με αφορμή την παράσταση «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο», έναν σχεδόν αυτοναναφορικό μονόλογο του Γιώργου Σκούρτη που ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο, ο Ζουμπουλίδης αφηγείται σπαράγματα από τη σχεδόν μυθιστορηματική ζωή του.
GALA: Καταρχάς, πώς γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο»;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ: Με τον Νίκο Γραμματικό είμαστε φίλοι 14 χρόνια. Εκείνος δεν ήθελε να κάνει θέατρο. Μέχρι που του μπήκε η ιδέα, έπειτα από δύο-τρία θεατρικά που είδαμε μαζί. Το καλοκαίρι το αποφασίσαμε. Τότε σκέφτηκε το τελευταίο έργο του Γιώργου Σκούρτη, το οποίο δεν έχει ανέβει ποτέ. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Νίκος είχε μια σχέση μέντορα με τον Σκούρτη και εγώ με τη σειρά μου έχω μια τέτοια σχέση με τον Νίκο. Προσπαθώ να βρεθώ λοιπόν μέσα στα σύμπαντα δύο πολύ σημαντικών ανθρώπων και να βρω τη φωνή μου.
G.: Αν διαβάζω σωστά, υποδύεσαι έναν συγγραφέα, κλεισμένο σε ένα καταφύγιο, αποφασισμένο να αυτοκτονήσει.
Θ.Ζ.: Ο ήρωας είναι ένας θεατρικός συγγραφέας, στον οποίο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς πολλά κοινά σημεία με τον Σκούρτη. Εκεί λοιπόν που μια ημέρα κάθεται κλεισμένος και έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, ανακαλύπτει στα καμαρίνια του θεάτρου μια προσωπογραφία του Σαίξπηρ. Τη βάζει στη σκηνή και τον ρωτά «τώρα ήρθες;». Και αρχίζει να εξομολογείται τη ζωή του. Και αλλάζει γνώμη. Να σου πω κάτι, έχω βαρεθεί να βλέπω πεσιμιστικά projects. Ολοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι όλα είναι χάλια. Δεν γίνεται όμως να είναι τόσο άσχημα.
G.: Ολοι έχουμε μια ελπίδα, αλλά δεν την αρθρώνουμε.
Θ.Ζ.: Ναι, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να το πούμε στις τέχνες μας. Η τέχνη είναι η μόνη καθολική απάντηση στη συνείδηση του θανάτου. Πολλοί είμαστε κλεισμένοι σε καταφύγια. Δες το κινητό τηλέφωνο. Τι είναι; Ενα καταφύγιο. Είναι σαν να μιλάς διαρκώς με έναν τοίχο.
G.: Και τελικά, τι κρατάει τον ήρωα στη ζωή; Τι αντιλαμβάνεται μέσα από την εξομολόγηση;
Θ.Ζ.: Οτι η μόνη σοβαρή μορφή αντίστασης είναι να κάνεις τη δουλειά σου. Αν όλοι μας κάναμε τη δουλειά μας σωστά, δεν θα είχαμε προβλήματα. Αλλά θέλει δουλειά αυτό. Πρέπει να στρώσεις κώλο κάτω. Πολύ εύκολα μεταθέτουμε τα ζητήματα στο αύριο, στο μετά ή στο κάποτε. Στο τέλος, όμως, δεν κάνεις τίποτα και όταν σου έρχεται ο λογαριασμός, μετανιώνεις πικρά για όσα δεν έκανες. Το θέμα είναι να μάθεις να προσπερνάς τους σκοπέλους και να βρίσκεις εναλλακτικές διαδρομές.
G.: Ναι, αλλά πώς νικάς την απογοήτευση;
Θ.Ζ.: Η απόγνωση και η απογοήτευση είναι το όπλο του διαβόλου.
G.: Δεν έχεις περάσει ποτέ τέτοιες περιόδους;
Θ.Ζ.: Ε, βέβαια. Αλλά όχι για πολύ. Κυρίως έχω μάθει να τις ξεπερνάω. Ξέρεις τι απογοητεύσεις ζούσα παλιά με τις οντισιόν; Τώρα πια δεν με νοιάζει.
G.: Λες προφανώς για την περίοδο της Αμερικής. Αλήθεια, γιατί πήγες εκεί;
Θ.Ζ.: Ηθελα να μάθω από τους καλύτερους.
G.: Δεν φοβόσουν;
Θ.Ζ.: Μόνο τους καρχαρίες και τους αρουραίους φοβάμαι.
G.: Δεν σκέφτηκες δηλαδή ποτέ «πού πάω»;
Θ.Ζ.: Πήγα να κάνω αυτό που αγαπάω.
G.: Δεν έμοιαζε άφταστο ή μακρινό;
Θ.Ζ.: Είχα πάει με την πίστη πως θα γινόμουν working actor. Αλλά και να μη γινόμουν, δεν θα έτρεχε κάτι.
G.: Εγινες όμως. Τι μέτρησε: το ταλέντο, η πολλή δουλειά, η καλή συγκυρία;
Θ.Ζ.: Ολα αυτά μαζί. Αλλά ήμουν προετοιμασμένος. Δεν σταμάτησα ποτέ να κάνω μαθήματα, φωνητική, ψυχοθεραπεία.
G.: Ενας ηθοποιός τα χρειάζεται όλα αυτά τα εργαλεία;
Θ.Ζ.: 100%. Αλλά δεν ξέρω αν οι Ελληνες ηθοποιοί έχουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν. Πώς να τα έχουν όλα αυτά όταν παίζουν για ένα κομμάτι ψωμί; Παραγωγοί και σκηνοθέτες θέλουν καλές ερμηνείες. Πώς να τις έχουν όταν ο ηθοποιός έχει το πρωί καθημερινό γύρισμα, το απόγευμα πρόβα και το βράδυ παράσταση; Δεν μπορεί να δίνει το 150% του κάθε ημέρα. Διαλύεται.
G.: Εσύ είσαι πάντα 100% μέσα σε αυτό που κάνεις ή μεταχειρίζεσαι και τις ευκολίες σου; Εχεις κάνει τον ωραίο ή τον τύπο που πέτυχε στην Αμερική;
Θ.Ζ.: Τον Τεό Αλεξάντερ τον κάνω σπίτι μου άμα θέλω. Οχι στη δουλειά.
G.: Δεν την ψώνισες δηλαδή ποτέ;
Θ.Ζ.: Τι εννοείς;
G.: Είστε ελάχιστοι οι Ελληνες ηθοποιοί που έχετε κάνει όντως πράγματα στην Αμερική. Δεν το πήρες πάνω σου;
Θ.Ζ.: Οχι. Γιατί υπάρχουν ο Αντονι Χόπκινς, ο Πατσίνο, ο Ντε Νίρο.
G.: Ποτέ δεν ένιωσες σημαντικός;
Θ.Ζ.: Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Μία ημέρα χάρηκα για το «True Blood» και από την επόμενη έπιασα δουλειά. Αν την ψωνίσεις, ξέρεις, δεν σε ψωνίζει κανείς μετά.
G.: Θυμάσαι την πρώτη οντισιόν για τη σχολή στη Νέα Υόρκη;
Θ.Ζ.: Είχα σπουδάσει Βusiness στη Βοστώνη, επέστρεψα στην Ελλάδα, πήγα σε μια δραματική σχολή από την οποία έφυγα μετά από ένα ελάχιστο διάστημα και μετά ξεκίνησα μαθήματα προετοιμασίας με τον Τάσο Μπαντή. Ελαβα δύο επιστολές και έφυγα για τις οντισιόν. Ιούνιος ήταν. Είχα ετοιμάσει έναν ελισαβετιανό μονόλογο και έναν του Πίντερ. Τυχαία βρέθηκα στο πάρτυ ενός φίλου στη Νέα Υόρκη. Ηταν κάποιοι ηθοποιοί εκεί και τους ρώτησα για την καλύτερη σχολή. Εκείνοι μου πρότειναν το Circle in the Square. Μου είπαν ότι είχαν τελειώσει οι οντισιόν, όμως εγώ το επόμενο πρωί ήμουν απέξω. Με το που μπήκα, είδα μια αφίσα της Ειρήνης Παππά από τα έργα που είχε κάνει με τον Κακογιάννη. Συστήθηκα και ζήτησα να κάνω ακρόαση. Μου είπαν ότι είχαν τελειώσει. Τους εξήγησα ότι ήταν το όνειρό μου να σπουδάσω εκεί, ότι είχα έρθει από την Ελλάδα γι’ αυτό τον σκοπό και ζήτησα μια ευκαιρία. Με πήρε λοιπόν ο διευθυντής, με έβαλε σε ένα δωμάτιο και μου είπε: «Παίξε». Εκανα έναν μονόλογο από τον «Βασιλιά Ληρ», έκανα τον μονόλογο του Πίντερ και τραγούδησα τα «Παιδιά της γειτονιάς μου». Μία βδομάδα μετά είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Πήγα στη σχολή, βρήκα ξανά τον διευθυντή και με τα χίλια παρακάλια μού έδωσε τον φάκελο. Ανέβηκα πάνω, βγήκα στην οδό Μπρόντγουεϊ, τον άνοιξα και έβαλα τα κλάματα. Καθόμουν στο πεζοδρόμιο έξω από το θέατρο και έκλαιγα. Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Γιατί; Επειδή ήταν κάτι για το οποίο δεν με βοήθησε κανείς, ήταν κάτι που κανένας δικός μου δεν ήθελε να κάνω και το πέτυχα μόνος μου. Με την πολυμηχανία του Οδυσσέα.
G.: Αλήθεια, γιατί ήθελες τόσο πολύ να κάνεις θέατρο;
Θ.Ζ.: Γιατί στα 5 μου χρόνια σε μια κατασκήνωση ανέβηκα σε μια σκηνή -τον σερβιτόρο, θυμάμαι, έπαιζα- και ένιωσα για πρώτη φορά ότι αναπνέω.
G.: Θα έχεις βαρεθεί να σε ρωτάνε, αλλά γιατί γύρισες στην Ελλάδα;
Θ.Ζ.: Περπατούσα μία ημέρα στο Λος Αντζελες και σκεφτόμουν «εδώ τι ρόλους μπορείς να παίξεις;». Τον κακό, τον αστυνομικό, τον ξένο, τον μαφιόζο. Πολύ τυποποιημένα πράγματα. Και ξέρεις κάτι; Μπορεί η Αμερική να μου έδωσε τη μόρφωση, όμως η Ελλάδα μου έδωσε το ταλέντο.
G.: Και πώς σε αντιμετώπισαν εδώ; Ως τον ωραίο γκόμενο που ήρθε από την Αμερική;
Θ.Ζ.: Για πολλά χρόνια δεν ήξεραν καν αν ήμουν εδώ. Τώρα ξανασυστήνομαι. Αφήνω τον Τεό Αλεξάντερ πίσω μου, είμαι ο Θοδωρής Ζουμπουλίδης. Κατά το ήμισυ Πόντιος, κατά το ήμισυ Μανιάτης.
G.: Εχασες ποτέ τον Θοδωρή για χάρη του Τεό;
Θ.Ζ.: Επρεπε να φτιάξω αυτή την περσόνα, ήταν μια συνειδητή απόφαση, για να πετύχω τον σκοπό μου. Να μάθω υποκριτική, συγγραφή, τεχνικές.
G.: Θοδωρή, γιατί να βγει κάποιος από το δικό του καταφύγιο και να έρθει στο δικό σου;
Θ.Ζ.: Για να μπορέσει να καταλάβει πώς θα βγει από το καταφύγιό του. Του έχω πολύ συγκεκριμένη πρόταση.
GALA: Καταρχάς, πώς γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο»;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ: Με τον Νίκο Γραμματικό είμαστε φίλοι 14 χρόνια. Εκείνος δεν ήθελε να κάνει θέατρο. Μέχρι που του μπήκε η ιδέα, έπειτα από δύο-τρία θεατρικά που είδαμε μαζί. Το καλοκαίρι το αποφασίσαμε. Τότε σκέφτηκε το τελευταίο έργο του Γιώργου Σκούρτη, το οποίο δεν έχει ανέβει ποτέ. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Νίκος είχε μια σχέση μέντορα με τον Σκούρτη και εγώ με τη σειρά μου έχω μια τέτοια σχέση με τον Νίκο. Προσπαθώ να βρεθώ λοιπόν μέσα στα σύμπαντα δύο πολύ σημαντικών ανθρώπων και να βρω τη φωνή μου.
G.: Αν διαβάζω σωστά, υποδύεσαι έναν συγγραφέα, κλεισμένο σε ένα καταφύγιο, αποφασισμένο να αυτοκτονήσει.
Θ.Ζ.: Ο ήρωας είναι ένας θεατρικός συγγραφέας, στον οποίο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς πολλά κοινά σημεία με τον Σκούρτη. Εκεί λοιπόν που μια ημέρα κάθεται κλεισμένος και έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, ανακαλύπτει στα καμαρίνια του θεάτρου μια προσωπογραφία του Σαίξπηρ. Τη βάζει στη σκηνή και τον ρωτά «τώρα ήρθες;». Και αρχίζει να εξομολογείται τη ζωή του. Και αλλάζει γνώμη. Να σου πω κάτι, έχω βαρεθεί να βλέπω πεσιμιστικά projects. Ολοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι όλα είναι χάλια. Δεν γίνεται όμως να είναι τόσο άσχημα.
G.: Ολοι έχουμε μια ελπίδα, αλλά δεν την αρθρώνουμε.
Θ.Ζ.: Ναι, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να το πούμε στις τέχνες μας. Η τέχνη είναι η μόνη καθολική απάντηση στη συνείδηση του θανάτου. Πολλοί είμαστε κλεισμένοι σε καταφύγια. Δες το κινητό τηλέφωνο. Τι είναι; Ενα καταφύγιο. Είναι σαν να μιλάς διαρκώς με έναν τοίχο.
G.: Και τελικά, τι κρατάει τον ήρωα στη ζωή; Τι αντιλαμβάνεται μέσα από την εξομολόγηση;
Θ.Ζ.: Οτι η μόνη σοβαρή μορφή αντίστασης είναι να κάνεις τη δουλειά σου. Αν όλοι μας κάναμε τη δουλειά μας σωστά, δεν θα είχαμε προβλήματα. Αλλά θέλει δουλειά αυτό. Πρέπει να στρώσεις κώλο κάτω. Πολύ εύκολα μεταθέτουμε τα ζητήματα στο αύριο, στο μετά ή στο κάποτε. Στο τέλος, όμως, δεν κάνεις τίποτα και όταν σου έρχεται ο λογαριασμός, μετανιώνεις πικρά για όσα δεν έκανες. Το θέμα είναι να μάθεις να προσπερνάς τους σκοπέλους και να βρίσκεις εναλλακτικές διαδρομές.
G.: Ναι, αλλά πώς νικάς την απογοήτευση;
Θ.Ζ.: Η απόγνωση και η απογοήτευση είναι το όπλο του διαβόλου.
G.: Δεν έχεις περάσει ποτέ τέτοιες περιόδους;
Θ.Ζ.: Ε, βέβαια. Αλλά όχι για πολύ. Κυρίως έχω μάθει να τις ξεπερνάω. Ξέρεις τι απογοητεύσεις ζούσα παλιά με τις οντισιόν; Τώρα πια δεν με νοιάζει.
G.: Λες προφανώς για την περίοδο της Αμερικής. Αλήθεια, γιατί πήγες εκεί;
Θ.Ζ.: Ηθελα να μάθω από τους καλύτερους.
G.: Δεν φοβόσουν;
Θ.Ζ.: Μόνο τους καρχαρίες και τους αρουραίους φοβάμαι.
G.: Δεν σκέφτηκες δηλαδή ποτέ «πού πάω»;
Θ.Ζ.: Πήγα να κάνω αυτό που αγαπάω.
G.: Δεν έμοιαζε άφταστο ή μακρινό;
Θ.Ζ.: Είχα πάει με την πίστη πως θα γινόμουν working actor. Αλλά και να μη γινόμουν, δεν θα έτρεχε κάτι.
G.: Εγινες όμως. Τι μέτρησε: το ταλέντο, η πολλή δουλειά, η καλή συγκυρία;
Θ.Ζ.: Ολα αυτά μαζί. Αλλά ήμουν προετοιμασμένος. Δεν σταμάτησα ποτέ να κάνω μαθήματα, φωνητική, ψυχοθεραπεία.
G.: Ενας ηθοποιός τα χρειάζεται όλα αυτά τα εργαλεία;
Θ.Ζ.: 100%. Αλλά δεν ξέρω αν οι Ελληνες ηθοποιοί έχουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν. Πώς να τα έχουν όλα αυτά όταν παίζουν για ένα κομμάτι ψωμί; Παραγωγοί και σκηνοθέτες θέλουν καλές ερμηνείες. Πώς να τις έχουν όταν ο ηθοποιός έχει το πρωί καθημερινό γύρισμα, το απόγευμα πρόβα και το βράδυ παράσταση; Δεν μπορεί να δίνει το 150% του κάθε ημέρα. Διαλύεται.
G.: Εσύ είσαι πάντα 100% μέσα σε αυτό που κάνεις ή μεταχειρίζεσαι και τις ευκολίες σου; Εχεις κάνει τον ωραίο ή τον τύπο που πέτυχε στην Αμερική;
Θ.Ζ.: Τον Τεό Αλεξάντερ τον κάνω σπίτι μου άμα θέλω. Οχι στη δουλειά.
G.: Δεν την ψώνισες δηλαδή ποτέ;
Θ.Ζ.: Τι εννοείς;
G.: Είστε ελάχιστοι οι Ελληνες ηθοποιοί που έχετε κάνει όντως πράγματα στην Αμερική. Δεν το πήρες πάνω σου;
Θ.Ζ.: Οχι. Γιατί υπάρχουν ο Αντονι Χόπκινς, ο Πατσίνο, ο Ντε Νίρο.
G.: Ποτέ δεν ένιωσες σημαντικός;
Θ.Ζ.: Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Μία ημέρα χάρηκα για το «True Blood» και από την επόμενη έπιασα δουλειά. Αν την ψωνίσεις, ξέρεις, δεν σε ψωνίζει κανείς μετά.
G.: Θυμάσαι την πρώτη οντισιόν για τη σχολή στη Νέα Υόρκη;
Θ.Ζ.: Είχα σπουδάσει Βusiness στη Βοστώνη, επέστρεψα στην Ελλάδα, πήγα σε μια δραματική σχολή από την οποία έφυγα μετά από ένα ελάχιστο διάστημα και μετά ξεκίνησα μαθήματα προετοιμασίας με τον Τάσο Μπαντή. Ελαβα δύο επιστολές και έφυγα για τις οντισιόν. Ιούνιος ήταν. Είχα ετοιμάσει έναν ελισαβετιανό μονόλογο και έναν του Πίντερ. Τυχαία βρέθηκα στο πάρτυ ενός φίλου στη Νέα Υόρκη. Ηταν κάποιοι ηθοποιοί εκεί και τους ρώτησα για την καλύτερη σχολή. Εκείνοι μου πρότειναν το Circle in the Square. Μου είπαν ότι είχαν τελειώσει οι οντισιόν, όμως εγώ το επόμενο πρωί ήμουν απέξω. Με το που μπήκα, είδα μια αφίσα της Ειρήνης Παππά από τα έργα που είχε κάνει με τον Κακογιάννη. Συστήθηκα και ζήτησα να κάνω ακρόαση. Μου είπαν ότι είχαν τελειώσει. Τους εξήγησα ότι ήταν το όνειρό μου να σπουδάσω εκεί, ότι είχα έρθει από την Ελλάδα γι’ αυτό τον σκοπό και ζήτησα μια ευκαιρία. Με πήρε λοιπόν ο διευθυντής, με έβαλε σε ένα δωμάτιο και μου είπε: «Παίξε». Εκανα έναν μονόλογο από τον «Βασιλιά Ληρ», έκανα τον μονόλογο του Πίντερ και τραγούδησα τα «Παιδιά της γειτονιάς μου». Μία βδομάδα μετά είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Πήγα στη σχολή, βρήκα ξανά τον διευθυντή και με τα χίλια παρακάλια μού έδωσε τον φάκελο. Ανέβηκα πάνω, βγήκα στην οδό Μπρόντγουεϊ, τον άνοιξα και έβαλα τα κλάματα. Καθόμουν στο πεζοδρόμιο έξω από το θέατρο και έκλαιγα. Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Γιατί; Επειδή ήταν κάτι για το οποίο δεν με βοήθησε κανείς, ήταν κάτι που κανένας δικός μου δεν ήθελε να κάνω και το πέτυχα μόνος μου. Με την πολυμηχανία του Οδυσσέα.
G.: Αλήθεια, γιατί ήθελες τόσο πολύ να κάνεις θέατρο;
Θ.Ζ.: Γιατί στα 5 μου χρόνια σε μια κατασκήνωση ανέβηκα σε μια σκηνή -τον σερβιτόρο, θυμάμαι, έπαιζα- και ένιωσα για πρώτη φορά ότι αναπνέω.
G.: Θα έχεις βαρεθεί να σε ρωτάνε, αλλά γιατί γύρισες στην Ελλάδα;
Θ.Ζ.: Περπατούσα μία ημέρα στο Λος Αντζελες και σκεφτόμουν «εδώ τι ρόλους μπορείς να παίξεις;». Τον κακό, τον αστυνομικό, τον ξένο, τον μαφιόζο. Πολύ τυποποιημένα πράγματα. Και ξέρεις κάτι; Μπορεί η Αμερική να μου έδωσε τη μόρφωση, όμως η Ελλάδα μου έδωσε το ταλέντο.
G.: Και πώς σε αντιμετώπισαν εδώ; Ως τον ωραίο γκόμενο που ήρθε από την Αμερική;
Θ.Ζ.: Για πολλά χρόνια δεν ήξεραν καν αν ήμουν εδώ. Τώρα ξανασυστήνομαι. Αφήνω τον Τεό Αλεξάντερ πίσω μου, είμαι ο Θοδωρής Ζουμπουλίδης. Κατά το ήμισυ Πόντιος, κατά το ήμισυ Μανιάτης.
G.: Εχασες ποτέ τον Θοδωρή για χάρη του Τεό;
Θ.Ζ.: Επρεπε να φτιάξω αυτή την περσόνα, ήταν μια συνειδητή απόφαση, για να πετύχω τον σκοπό μου. Να μάθω υποκριτική, συγγραφή, τεχνικές.
G.: Θοδωρή, γιατί να βγει κάποιος από το δικό του καταφύγιο και να έρθει στο δικό σου;
Θ.Ζ.: Για να μπορέσει να καταλάβει πώς θα βγει από το καταφύγιό του. Του έχω πολύ συγκεκριμένη πρόταση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα