Ο Σάκης που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε
24.02.2014
09:53
Ο τραγουδιστής, ο μουσικός, ο ηθοποιός, ο τηλεπαρουσιαστής, ο σόουμαν. Ευγενικός και ταυτόχρονα απόμακρος, ήσυχος και ταυτόχρονα εκρηκτικός, δημιουργικός και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφικός. Αυτός ήταν ο Σάκης Μπουλάς...
Το 1973 ο Μάνος Χατζιδάκις ανεβάζει στο καφεθέατρο «Πολύτροπο» την παράσταση «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης», ένα κράμα πρόζας, τραγουδιών και θεατρικών μονολόγων. Ο συνθέτης ψάχνει νέους καλλιτέχνες που να συνδυάζουν το ταλέντο της υποκριτικής και του τραγουδιού. Πρέπει επίσης να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Από την οντισιόν έχει ήδη περάσει o Γιάννης Ζουγανέλης. Ο Χατζιδάκις ψάχνει έναν ρόλο ακόμη. Εμφανίζεται ένας τύπος με μακριά μαλλιά, αμπέχονο και γένια και αρχίζει να τραγουδάει το «Αστέρι του Βοριά». Ο Χατζιδάκις τον ρωτά ποιο μουσικό όργανο παίζει και ο Μπουλάς βγάζει μία μικρή φλογέρα. «Είστε εξαίσιος τραγουδιστής, ξέρετε, όμως, εμείς σε αυτή την παράσταση για ποιο ρόλο ψάχνουμε; Του Αλκιβιάδη. Και ξέρετε ποιος είναι ο Αλκιβιάδης; Ο ωραιότερος των Ελλήνων εφήβων. Εσείς δυστυχώς, νεαρέ, μοιάζετε με τον Αρη Βελουχιώτη».
Ο Σάκης Μπουλάς, ο τύπος που έμοιαζε σαν να γύρισε από το αντάρτικο, δεν θα περάσει στην οντισιόν. Για την Ιστορία δεν θα περάσει ούτε και ο Ζουγανέλης. Ο τελευταίος, όμως, που είχε μείνει άλαλος από την παρουσία του Μπουλά, μόλις κατέβηκε από τη σκηνή πήγε αμέσως και του μίλησε. Βγαίνουν έξω μαζί μετά την οντισιόν και του κάνει πλάκα για τη φλογέρα που εμφάνισε.
Για τα επόμενα 40 και πλέον χρόνια αυτές οι πλάκες δεν θα σταματήσουν ποτέ. Ούτε οι συνεργασίες, ούτε οι φιλικές εξομολογήσεις, ούτε η αδελφική στήριξη. Σε ερώτηση δημοσιογράφου «αν ήταν η τελευταία σου μέρα πάνω στη Γη, ποιος θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελες να αποχαιρετήσεις», ο Μπουλάς απαντά: «Ο Ζουγανέλης». Και αυτός ήταν. Στην ίδια συνέντευξη και με το χιούμορ που πάντα τον διέκρινε είπε κι άλλα. Οτι στο μακάβριο ταξίδι του προς το υπερπέραν θα ήθελε να πάρει μαζί του μια αφίσα της Καλομοίρας, το τελευταίο γεύμα του να είναι σουτζουκάκια με τηγανητές πατάτες, στον παράδεισο να έχει μαγείρισσα τη Μαρίκα Μητσοτάκη, αλλά βασικά η πρώτη κουβέντα που θα ήθελε να ακούσει από τον Αγιο Πέτρο ήταν: «Δεν μπαίνετε, κύριε. Είμαστε ρεζερβέ».
Για τους οικείους του βέβαια και για όσους τον θαύμαζαν, είτε ως καλλιτέχνη είτε ως άνθρωπο, ο Μπουλάς ήταν ο ίδιος παράδεισος. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τις συνήθεις νεκρολογίες όπου στο τέλος όλοι έχουν κάτι καλό να πουν. Για τον τύπο με το αναρχικό χιούμορ, τη ροκ ζωή, τα αχαλίνωτα πάθη, την τρέλα με τη δουλειά του, την αγάπη του για τους νέους ανθρώπους, τη λατρεία του για τις γυναίκες και την αστείρευτη διάθεση για πλάκες κανείς δεν έχει να πει κάτι αρνητικό. Προφανώς γιατί ό,τι αρνητικό είχε ο Μπουλάς το έστρεφε εναντίον του εαυτού του. Εκεί ξέσπαγε τις αδυναμίες του. Αγιάτρευτες αδυναμίες που τις πλήρωσε όλες. Με την υγεία του και εντέλει με τη ζωή του. Μια ζωή που ο ίδιος ρούφηξε ως το μεδούλι με το δικό του μποέμικο στυλ, το γνήσιο καλλιτεχνικό, με ερμηνείες, με γέλια, επιτυχίες, γάμους, χωρισμούς, σφοδρούς έρωτες, ταξίδια, φίλους, ψυχολογικές καταρρεύσεις και «αναστάσεις». Με τον θάνατο έπαιξε κι άλλες φορές κρυφτούλι και κέρδισε. Αυτή τη φορά το πάλεψε, αλλά δεν του βγήκε. Στα 60 του χρόνια ήταν το αιώνιο παιδί, έτοιμος πάντα για πλάκες και σκανταλιές, με αντανακλαστική άρνηση στη σοβαροφάνεια και στην ωριμότητα. Ετσι ήταν από μικρός και μικρός παρέμεινε. Πάντα με μεγάλη καρδιά.
Ο Σάκης Μπουλάς, ο τύπος που έμοιαζε σαν να γύρισε από το αντάρτικο, δεν θα περάσει στην οντισιόν. Για την Ιστορία δεν θα περάσει ούτε και ο Ζουγανέλης. Ο τελευταίος, όμως, που είχε μείνει άλαλος από την παρουσία του Μπουλά, μόλις κατέβηκε από τη σκηνή πήγε αμέσως και του μίλησε. Βγαίνουν έξω μαζί μετά την οντισιόν και του κάνει πλάκα για τη φλογέρα που εμφάνισε.
Για τα επόμενα 40 και πλέον χρόνια αυτές οι πλάκες δεν θα σταματήσουν ποτέ. Ούτε οι συνεργασίες, ούτε οι φιλικές εξομολογήσεις, ούτε η αδελφική στήριξη. Σε ερώτηση δημοσιογράφου «αν ήταν η τελευταία σου μέρα πάνω στη Γη, ποιος θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελες να αποχαιρετήσεις», ο Μπουλάς απαντά: «Ο Ζουγανέλης». Και αυτός ήταν. Στην ίδια συνέντευξη και με το χιούμορ που πάντα τον διέκρινε είπε κι άλλα. Οτι στο μακάβριο ταξίδι του προς το υπερπέραν θα ήθελε να πάρει μαζί του μια αφίσα της Καλομοίρας, το τελευταίο γεύμα του να είναι σουτζουκάκια με τηγανητές πατάτες, στον παράδεισο να έχει μαγείρισσα τη Μαρίκα Μητσοτάκη, αλλά βασικά η πρώτη κουβέντα που θα ήθελε να ακούσει από τον Αγιο Πέτρο ήταν: «Δεν μπαίνετε, κύριε. Είμαστε ρεζερβέ».
Για τους οικείους του βέβαια και για όσους τον θαύμαζαν, είτε ως καλλιτέχνη είτε ως άνθρωπο, ο Μπουλάς ήταν ο ίδιος παράδεισος. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τις συνήθεις νεκρολογίες όπου στο τέλος όλοι έχουν κάτι καλό να πουν. Για τον τύπο με το αναρχικό χιούμορ, τη ροκ ζωή, τα αχαλίνωτα πάθη, την τρέλα με τη δουλειά του, την αγάπη του για τους νέους ανθρώπους, τη λατρεία του για τις γυναίκες και την αστείρευτη διάθεση για πλάκες κανείς δεν έχει να πει κάτι αρνητικό. Προφανώς γιατί ό,τι αρνητικό είχε ο Μπουλάς το έστρεφε εναντίον του εαυτού του. Εκεί ξέσπαγε τις αδυναμίες του. Αγιάτρευτες αδυναμίες που τις πλήρωσε όλες. Με την υγεία του και εντέλει με τη ζωή του. Μια ζωή που ο ίδιος ρούφηξε ως το μεδούλι με το δικό του μποέμικο στυλ, το γνήσιο καλλιτεχνικό, με ερμηνείες, με γέλια, επιτυχίες, γάμους, χωρισμούς, σφοδρούς έρωτες, ταξίδια, φίλους, ψυχολογικές καταρρεύσεις και «αναστάσεις». Με τον θάνατο έπαιξε κι άλλες φορές κρυφτούλι και κέρδισε. Αυτή τη φορά το πάλεψε, αλλά δεν του βγήκε. Στα 60 του χρόνια ήταν το αιώνιο παιδί, έτοιμος πάντα για πλάκες και σκανταλιές, με αντανακλαστική άρνηση στη σοβαροφάνεια και στην ωριμότητα. Ετσι ήταν από μικρός και μικρός παρέμεινε. Πάντα με μεγάλη καρδιά.
Πλάκες και επιτυχίες
Γεννημένος στο Κιλκίς στις 11 Μαρτίου του 1954, ο Σάκης Μπουλάς μεγάλωσε στον Πειραιά μαζί με τον αδελφό του Νίκο. Ηδη από το Δημοτικό ήξερε τι θέλει να κάνει στη ζωή του: να γίνει ηθοποιός και τραγουδιστής. Οσο κι αν είχαν άλλα πλάνα οι γονείς του που τον προόριζαν για δικηγόρο λόγω της φυσικής του ευφράδειας, ο ίδιος είχε άλλη άποψη, που φυσικά επέβαλε. Στη ΣΤ' Δημοτικού θα παίξει για πρώτη φορά σε μια σχολική παράσταση και θα κάνει τον Παπαφλέσσα. Του άρεσε τόσο πολύ που πίστεψε ότι μπορεί και να ήταν ο Παπαφλέσσας. Στο Γυμνάσιο, στην Ιωνίδειο Σχολή, είχε την τύχη να έχει έναν εξαιρετικό καθηγητή, φιλόλογο, που οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις μάλιστα ανέβαιναν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και ο Μπουλάς ήταν πάντα μέσα στο καστ. Ετρωγε βέβαια πολλές πέτρες από κάποιους άγριους της γειτονιάς που έκαναν την πλάκα τους, αλλά αυτά ήταν λεπτομέρειες για έναν τύπο όπως ο Σάκης που είχε τις πλάκες στο αίμα του.
Μόλις τελειώσει το Λύκειο θα πάει στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου και παράλληλα θα βγάζει το ψωμί του τραγουδώντας. Υπήρξε πολύ τυχερός. Συχνά το ομολογούσε και ο ίδιος. Διότι αυτό που ήθελε, αυτό του τύχαινε, χωρίς να χρειαστεί να κάνει εκπτώσεις στα θέλω του. Ηθελε π.χ. να ασχοληθεί με το έντεχνο και οι πρώτες του συνεργασίες σε αυτό το μονοπάτι τον οδήγησαν. Προτάσεις για τα μπουζούκια στα 40 και βάλε χρόνια της καριέρας του είχε πολλές, αλλά άλλες τόσες τις αρνήθηκε. «Εμπορικάντζες εγώ δεν έκανα, ούτε θα κάνω», συνήθιζε να λέει. Περνάει από οντισιόν διαφόρων γνωστών συνθετών, αλλά το ξεκίνημα της καριέρας του αρχίζει ουσιαστικά το 1974 με τον Θάνο Μικρούτσικο. «Τον ξεχώρισα γιατί είχα δει τις μεγάλες φωνητικές του δυνατότητες, αλλά και για κάτι που ήταν σπάνιο στην Ελλάδα την εποχή εκείνη στην ερμηνεία των τραγουδιών, μία “θεατρική χειρονομία”, την οποία ο Σάκης διέθετε. Δουλέψαμε μαζί επί εννέα χρόνια. Δισκογραφικά και σε συναυλίες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από μουσική καμπαρέ, που παρουσιάσαμε στις Βρυξέλλες, μέχρι ηχογραφήσεις στο Τρίτο Πρόγραμμα, μεταξύ 1977-’78, επί Μάνου Χατζιδάκι... Ο Σάκης ήταν φίλος παλιός - μιλάμε για 40 χρόνια πίσω. Καλό παιδί, καλλιεργημένο. Και ακριβώς επειδή υπήρξαμε φίλοι, έγινα και κουμπάρος του, τον πάντρεψα στον πρώτο του γάμο...» αναφέρει ο συνθέτης στο site THETOC.gr.
«Πάντα με τον αδικημένο»
Είναι η εποχή που όλα γυρίζουν γύρω από την πολιτική, η χούντα είναι πανταχού παρούσα, τα τραγούδια επαναστατικά και το συντροφικό κλίμα έντονο. Ο Μπουλάς όπως και ο Ζουγανέλης είχαν ξεκάθαρη ιδεολογική στάση: “Πάντα με τον αδικημένο, αριστεροί”, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο δεύτερος σε συνέντευξή του στην Κάλλια Καστάνη. Στην ίδια συνέντευξη που έδωσαν από κοινού με τον Μπουλά, θυμούνται και ατελείωτα περιστατικά με γλέντια και ευτράπελα. Οπως τότε στην Κυψέλη, το 1976 μάλλον, που κολλούσαν αφίσες με τον Ανδρέα Μικρούτσικο για τη μεγάλη συναυλία του Θάνου στο Σπόρτινγκ κι ένας περαστικός δάγκωσε τον Σάκη στο χέρι. Μάτωσε και οι άλλοι του έκαναν πλάκα πως ο τύπος είχε λύσσα και θα αρρώσταινε.
Με τον Ζουγανέλη οι φάρσες που σκάρωναν δεν είχαν τελειωμό. «Καμιά φορά, στη χούντα όταν βλέπαμε μπάτσους το βάζαμε στα πόδια, ότι και καλά ήμασταν ύποπτοι. Ακουγες πίσω σου “Στοπ!” “Πιάστε τους!”, εμείς τρέχαμε βολίδα και οι μπάτσοι ψαχνόντουσαν – κινούσε, βλέπεις, υποψίες το τρέξιμο. Ή πηγαίναμε στον Αγνωστο Στρατιώτη, στην πλατεία Συντάγματος, τέσσερις η ώρα το πρωί, και ψέλναμε δυνατά για να κάνει αντήχηση η φωνή μας γύρω-γύρω. Μας κοιτάγανε και κάνανε το σταυρό τους...» θυμάται ο Ζουγανέλης στην ίδια συνέντευξη. Ο Μπουλάς είχε τον αμάζευτο. Στα 20 και κάτι του άλλωστε η ενέργειά του ήταν αστείρευτη. Κι έτσι βέβαια θα παραμείνει. Είχε τρέλα με τις μηχανές και συνεχώς στούκαρε, αλλά αυτός εκεί... Πάντα καβάλα σε δίτροχο να κάνει κόλπα.
Ηταν και μεγάλο καμάκι, οπότε οι μηχανές ήταν κι ένα μέσο ψησίματος στις ωραίες που συνήθως έβαζε στο μάτι. Καμάκι δεν έκανε μόνο στον δρόμο, αλλά ακόμα και στο κοινό. Οταν έπαιζε σε παραστάσεις συνήθιζε να κατεβαίνει στην πλατεία, να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο. Μόλις ξεχώριζε κάποια από το κοινό, άρχιζε το καμάκι και το πείραγμα. Τόσο που ξεχνιόταν να ανέβει στη σκηνή. Σε κάποια συνεργασία του με τον Σαββόπουλο, ο τελευταίος αναγκάστηκε να τον φωνάξει από το μικρόφωνο για να τον γυρίσει πίσω στη σκηνή.
Τον Διονύση Σαββόπουλο τον αποκαλούσε «δάσκαλο», αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ένας άνθρωπος που θεωρούσε φίλο και θαύμαζε απεριόριστα. Για τον Μπουλά ο Σαββόπουλος ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος που είχε την ικανότητα να είναι πάντα τουλάχιστον 10 χρόνια μπροστά από την εποχή του. «Πράγματα που έλεγε ή έκανε τα έβλεπες να επαναλαμβάνονται δέκα χρόνια μετά», έλεγε ο ίδιος για τον «δάσκαλο». Γνωρίστηκαν το 1976 όταν ο Σαββόπουλος ήταν 32 χρονών και ο Μπουλάς μόλις 22. Ηταν να ανεβάσει το Εθνικό την παράσταση «Αχαρνής» και ζήτησαν από τον Σαββόπουλο να γράψει τη μουσική. Η παράσταση δεν θα ανέβει ποτέ, αλλά ο Σαββόπουλος έχει κάνει τη μετάφραση, έχει γράψει τη μουσική κι έναν χρόνο αργότερα παρουσιάζει το έργο σε στυλ «νούμερο για μπουάτ». Οταν την επόμενη χρονιά θα ηχογραφήσει τον κύκλο «Αχαρνής - Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», εκτός από τον ίδιον σε ρόλο (και) ερμηνευτή, τα τραγούδια θα ερμηνεύσουν οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Ηλίας Λιούγκος. Ο Σάκης Μπουλάς θα κάνει τον Λάμαχο, ενώ αργότερα συμμετέχει και στο «Σαββόραμα». Με τον Σαββόπουλο θα ξαναβρεθούν στη σκηνή ύστερα από χρόνια, στην «Ακτή Πειραιώς». Ο Μπουλάς χαίρεται σαν μικρό παιδί.
Από το «Σούσουρο» στο «Αχ Μαρία»
Στη δισκογραφία θα μπει με την εταιρεία Lyra με πρώτο δίσκο το «Σώσον κύριε τον λαόν σου». Μεγάλο καμάρι του όμως ήταν η δημιουργία του πρώτου μουσικού καφενείου με το όνομα «Σούσουρο», που έστησε μαζί με τον Νικόλα Ασιμο και τον Γιάννη Ζουγανέλη σε ένα υπόγειο στην Πλάκα. Στην ίδια παρέα θα είναι και η Ισιδώρα Σιδέρη (σύζυγος του Ζουγανέλη), το συγκρότημα Σπυριδούλα, ο Λάκης Παππάς αλλά και η Φλέρυ Νταντωνάκη.
Ολοι οι διανοούμενοι της εποχής έκαναν από κει το πέρασμά τους για να δουν ένα μουσικό θέαμα με στοιχεία θεάτρου και παρλάτες. Το ’80 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τούς φωνάζει να δουν έναν χώρο στα Εξάρχεια. Τον είδαν, τους άρεσε και το θρυλικό «Αχ Μαρία» εγένετο. «Αυτό το μαγαζί», αναφέρει ο Μπουλάς στην κοινή του συνέντευξη με τον Ζουγανέλη, «ήταν μια υπόγα, μια αποθήκη. Εμείς το φτιάξαμε, βάψαμε τους τοίχους, οι γυναίκες μας ράβανε τις κουρτίνες, εμείς όλα. Καμαρίνια δεν είχε, είχε έναν ακάλυπτο, όπου βγαίναμε εναλλάξ κι αλλάζαμε - άμα έβρεχε, κράταγε ο ένας στον άλλο την ομπρέλα. Και “Αχ Μαρία” το βαφτίσαμε εμείς, «διασκευάζοντας μια ιδέα του Ασιμου. Ακόμα κρέμεται απέξω η ταμπέλα με τ’ όνομα». Και το όνομα έγραψε τη δική του ιστορία στην εναλλακτική μουσική σκηνή.
«Δέκα χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία. Πέρασαν από κει μέσα οι πάντες - από τους Φατμέ και τον Τζιμάκο τον Πανούση μέχρι τον Τουρκογιώργη, τους Socrates, τον Σαββόπουλο, τον Μούτση, τη Μάνου και τον Κούτρα». Και όχι μόνο. Από τον Λάκη Παπαδόπουλο και τον Γιάννη Γιοκαρίνη μέχρι τον Ζωρζ Πιλαλί και τον Κώστα Τουρνά, όλοι έκαναν το πέρασμά τους από τη θρυλική σκηνή των Εξαρχείων, όπου όλοι δούλευαν με ποσοστά, το ποτό ήταν φτηνό και ίσα που έβγαζαν ένα μεροκάματο. Δεν ήταν απλώς ένα μπαρ ή καφεθέατρο. «Πρωτίστως ήταν τόπος συνάντησης. Ο κόσμος ερχόταν από νωρίς αφού -περιμένοντας- μπορούσες να κάνεις διάφορα πράγματα, να μιλήσεις, να παίξεις σκάκι, τάβλι, ντόμινο, ή να παρακολουθήσεις μια προβολή. Δουλεύαμε γεμάτοι, φουλ. Το μαγαζί έπαιρνε 300 άτομα, αλλά βάζαμε 400 - μέχρι και 480 είχαν χωρέσει κάποτε. Να σκεφτείς, τη δεύτερη χρονιά ο επιχειρηματίας, ο Βασίλης Καραγιάννης, έπιασε και έκοψε τις καρέκλες, σχεδόν στη μέση, για να χωράνε περισσότεροι. Δική του πατέντα. Δεν υπήρχαν, βλέπεις, στο εμπόριο τόσο μικρές καρέκλες...» λέει στην ίδια συνέντευξη. Το μαγαζί άντεξε 10 χρόνια.
Οι εποχές αλλάζουν, το κοινό επίσης, όπως και τα μπάτζετ. Ή θα έπρεπε να πάνε σε μεγαλύτερο χώρο για να μπορούν να καλύπτονται οικονομικά, ή να δουλεύουν όλη τη σεζόν και να μπαίνουν οικονομικά πάλι μέσα. Ολα τα καλά τελειώνουν, το ίδιο και το «Αχ Μαρία». Ολοι όμως παραμένουν φίλοι εκτός από συνεργάτες και μοιράζονται τα πάντα: Ζουγανέλης, Παπακωνσταντίνου, Μαχαιρίτσας, Σταρόβας, Βλάσης Μπονάτσος με τους οποίους μοιράζεται σκηνές - και εμπειρίες. Από τη «Σφεντόνα» και τον «Ζυγό» μέχρι την «Ακτή Πειραιώς». Ο Μπουλάς γράφει και στίχους όχι μόνο για τα δικά του τραγούδια, αλλά και για όλους -όπως αυτά που έγραψε για τον Ζουγανέλη και τον Μαχαιρίτσα. Τον δίσκο με τα σουξέ που ηχογράφησε το 1986, το «Μπουλάς Ελλάς» (απ’ όπου οι επιτυχίες «Φλασάκι», «Μπανάκι-Μανάκι», «Ρέγγαι και Λακέρδαι»), τον έκανε έπειτα από πίεση φίλων του, του Γιάννη Γιοκαρίνη, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και των αδελφών Κατσιμίχα. Ο ίδιος έγραφε στιχάκια για πλάκα, αλλά, ανοργάνωτος πάντα, δεν τα συγκέντρωνε ποτέ. Χάρη στην πρέσα των κολλητών έκανε το μεγάλο μπαμ σε ένα ευρύτερο κοινό.
Η αδελφική φιλία με τον Ζουγανέλη
Ολα αυτά τα χρόνια οι πλάκες θα είναι η σταθερά τους. Ειδικά με τον Ζουγανέλη, από τα νεανικά τους χρόνια, οι τρέλες δεν έχουν τελειωμό. Οι φάρσες που σκάρωναν στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το κούρεμα πάνω από τον σβέρκο που έκαναν στον Νίκο Μαμαγκάκη, οι αγώνες δρόμου για να προλάβουν το λεωφορείο την εποχή που δεν υπήρχε φράγκο για ταξί ή τις φορές που έστηναν ατυχήματα δήθεν ότι είχαν τρακάρει και μαζεύονταν νοσοκομειακά και περιπολικά. Και φυσικά, όπως και οι ίδιοι ανέφεραν σε εκείνη την ωραία κοινή τους συνέντευξη, από τις πλάκες τους δεν γλίτωναν ούτε και οι γυναίκες. Και «μάτι» πήραν μαζί και με την ίδια γυναίκα πήγαν. «Μ’ εμένα της άρεσε πιο πολύ», τον πείραζε ο Ζουγανέλης. Για την ιστορία, Ζουγανέλης και Μπουλάς δεν τσακώθηκαν ποτέ. Διαφωνούσαν, αλλά δεν τσακώνονταν.
Ούτε για γυναίκες -στις οποίες ο Μπουλάς είχε μεγάλο σουξέ και ήταν όλες ωραίες- ούτε για τίποτα. Ο Ζουγανέλης έγινε και κουμπάρος του στον δεύτερο γάμο του Μπουλά και αισθάνονταν όχι απλώς φίλοι, αλλά οικογένεια. Μεταξύ τους συνεννοούνταν σαν εγγαστρίμυθοι. Τις κινήσεις του ενός συμπλήρωνε ο άλλος, το ίδιο και τις φράσεις, και τις σκέψεις. «Το μόνο ελάττωμα του Σάκη είναι ότι δεν κάνει τίποτα λίγο. Τα κάνει όλα πολύ. Οταν καπνίζει, καπνίζει πολύ, όταν τρώει, τρώει πολύ, όταν έπινε, έπινε πολύ, όταν κάνει δίαιτα, δεν τρώει τίποτα. Από τους δυο μας, ο Σάκης είναι ο πιο “σκοτεινός” - πάντα έτσι βαρύς ήταν, από μικρός. Εχει μια μυστήρια δική του εσωστρέφεια, μια σχεδόν έμφυτη μελαγχολία», τον περιγράφει ο Ζουγανέλης. Και ο Μπουλάς σηκώνει τους ώμους.
Στο κυνήγι του ποδόγυρου
Αν κάποιος ήθελε να χαρακτηρίσει τον εσωστρεφή Σάκη Μπουλά βάσει του έρωτα, ο μόνος πιθανός προσδιορισμός θα ήταν εκείνος του αθεράπευτα ρομαντικού άνδρα που αγαπούσε βαθιά τις γυναίκες. Παρότι έκανε δύο γάμους, δήλωνε μέχρι τέλους αμετανόητος εργένης και αδύναμος να κατανοήσει το μυστήριο του γάμου. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τον έρωτα αντικατόπτριζε ίσως με τον πιο απόλυτο τρόπο το ιδιόρρυθμο κράμα της ψυχοσύνθεσής του. Από τη μία, ήθελε να είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος κι από την άλλη, δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την παρουσία κάποιας γυναίκας στη ζωή του.
Ενας τρίτος γάμος ισοδυναμούσε μέσα του με το αδιανόητο, όπως ακριβώς κι ένα παιδί: «Και για τα δύο μου διαζύγια ευθύνομαι μόνον εγώ γιατί δεν κάνω για γάμους και οικογένειες. Είμαι γεννημένος εργένης. Μπορεί να είναι και δικαιολογία, αλλά είναι η αλήθεια μου. Ούτε παιδί ούτε σκυλί ήθελα να κάνω, γιατί είμαι πολύ αγχωτικός. Δένομαι πολύ και δεν μπορώ να το διαχειριστώ σωστά. Το ότι δεν έκανα παιδί ήταν θέμα άγχους και ευθύνης. Θα ήταν η μοναδική μου έννοια κάθε μέρα. Θα ήμουν καταπιεστικός γονιός», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Τα τελευταία χρόνια είχε βρει τον έρωτα στο πρόσωπο της ηθοποιού Αλεξάνδρας Ούστα, της γυναίκας που στάθηκε στο πλάι του μέχρι τέλους. Χαμηλών τόνων και η ίδια, απέφευγε όλα αυτά τα χρόνια να αναφερθεί στη σχέση της, κρατώντας τη μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η Αλεξάνδρα Ούστα, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλλιθέα, είχε ξεκινήσει την πορεία της παίρνοντας μέρος σε καλλιστεία -έπειτα από προτροπή της μητέρας της- και καταφέρνοντας να αποσπάσει τον τίτλο της Β’ Σταρ Ελλάς. Στη συνέχεια, όταν συνειδητοποίησε ότι ο εν λόγω χώρος την αφήνει παγερά αδιάφορη, σπούδασε υποκριτική και έγινε ευρέως γνωστή με τη συμμετοχή της στο επιτυχημένο σίριαλ «Η ώρα η καλή» όπου υποδυόταν την κόρη του Πάνου Μιχαλόπουλου.
Αυτοκαταστροφικό παιδί, με μεγάλη ψυχή
Χειμώνας του 2010, ώρα 7 το πρωί στο στούντιο ΑΤΑ. Ηθοποιοί, κάμεραμαν, φωτιστές και σκηνοθέτης αναμένουν τον πρωταγωνιστή Σάκη Μπουλά προκειμένου να ξεκινήσουν τα γυρίσματα γνωστής τηλεοπτικής σειράς. Οσο η ώρα περνά, τόσο ο εκνευρισμός όλων εντείνεται. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο γνωστός ηθοποιός αργεί στο γύρισμα και οι πιο ψύχραιμοι διασκεδάζουν το γεγονός χρησιμοποιώντας την προσφιλή δικαιολογία του: «Σόρι, παιδιά, αλλά χάλασε η Πόρσε».
Υστερα από αρκετές ώρες, η πόρτα ανοίγει και τα βλέμματα όλων παγώνουν. Ο Σάκης δεν βαδίζει. Παραπαίει. Η ποσότητα του αλκοόλ που τρέχει στις φλέβες του κάνει τα βλέφαρά του να κλείνουν και το κορμί του να σέρνεται. Κάποιοι από τους ηθοποιούς τρέχουν δίπλα του, του προσφέρουν νερό, κάποιοι άλλοι τον ρωτάνε αν θέλει να φωνάξουν γιατρό. Δεν θέλει, λέει, είναι καλά. Θέλει μια βότκα για να «στανιάρει», «κάτι που να πίνεται» για να ηρεμήσει τους προσωπικούς του δαίμονες οι οποίοι προστάζουν ακόμη περισσότερη αυτοκαταστροφή.
Ο σκηνοθέτης στέκει σκληρός απέναντί του δίνοντας το πρόσταγμα για γύρισμα. Ολοι απορούν, κάποιοι άλλοι του λένε ότι ο Σάκης δεν είναι σε κατάσταση να παίξει, αλλά εκείνος δεν παίρνει από λέξεις, ούτε από λύπες. Το γύρισμα ξεκινά. Η κάμερα ζουμάρει σε εικόνα θολή, ακατάλληλη για τηλεοπτική μετάδοση, αλλά ο «αρχηγός» επιμένει να το πάνε ξανά και ξανά. Λίγο αργότερα, όλοι οι συντελεστές της σειράς θα μιλήσουν για τον «κακό» σκηνοθέτη που εξέθεσε τον Σάκη, για τη βάναυση συμπεριφορά του απέναντι σε έναν άνθρωπο που ενώ κόντευε να χάσει τις αισθήσεις του επέμενε να τον κάνει μαριονέτα στα μάτια των παρευρισκομένων. Κι όμως, το κακό και η βαναυσότητα ήταν τα μέσα με τα οποία ο Μπουλάς είχε επιλέξει, συνειδητά ή ασυνείδητα, να τιμωρεί τον εαυτό του και το αλκοόλ ήταν ένα από αυτά.
Ακόμη και όταν οι γιατροί και οι επιστήθιοι φίλοι του τού έκρουαν τον κώδικα του κινδύνου, εκείνος επέμενε να καταναλώνει αμέτρητες ποσότητες αλκοόλ. Πάντα μόνος. Πάντα κλεισμένος στο σπίτι του. Πάντα αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του δαίμονες. Για να τους τιθασεύσει, έπρεπε να λιώσει από το αλκοόλ, πίνοντας μερόνυχτα δίχως σταματημό. Κι όταν εκείνοι έπαυαν μαζί με τις αισθήσεις του, ακολουθούσε πάντα ένα είδος μετάνοιας αναμεμειγμένο με τύψεις και υποσχέσεις ότι δεν θα ξανάβαζε ποτέ στο στόμα του αυτό το ρημάδι. Μέχρι την επόμενη αναμέτρηση, μέχρι την επόμενη υποτροπή. Η λατρεία του στο αλκοόλ δεν τον μετέτρεπε σε έναν χαζοχαρούμενο μεθυσμένο που πίνει για να κάνει πλάκα. Αντιθέτως, τον μεταμόρφωνε σ’ έναν εκρηκτικό τύπο, σ’ ένα ηφαίστειο θυμού, όπως ακριβώς μεταμορφώνει όλους όσους καταφεύγουν στο ποτό λόγω υπέρμετρης ευαισθησίας.
Και ύστερα, ακολουθούσουν οι τύψεις, οι συγγνώμες, οι δικαιολογίες για μία αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που ορκιζόταν πως μόνο δική του δεν ήταν. Οι φίλοι του τον καταλάβαιναν πάντα και τον συγχωρούσαν πάντα. Το θέμα ωστόσο ήταν να καταλάβει και να συγχωρήσει εκείνος τον εαυτό του: «Ναι, είμαι αυτοκαταστροφικός. Τα βάζω με τον εαυτό μου. Για να καταρρεύσει κανείς, μπορεί να το πάθει ή από αδυναμία ή από δύναμη. Στις περιπτώσεις αυτές όλη τη δύναμη που έχω μέσα μου τη στρέφω ενάντια στον εαυτό μου. Δεν τα βάζω με άλλους, τα βάζω με μένα. Κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο γιατί είναι κάτι που ελέγχεται δύσκολα», είχε δηλώσει πριν από χρόνια σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Η δεύτερη μεγάλη αυτοκαταστροφή του ήταν το τσιγάρο. Κάπνιζε ακατάπαυστα, ακόμη και τέσσερα πακέτα την ημέρα, ακόμη και μετά το έμφραγμα και το τετραπλό bypass. Ανθρωποι που τον συναντούσαν συχνά στο προσωπικό του ησυχαστήριο, το μπαρ «Shakespeare» στην πλατεία Καρύτση, έλεγαν μεταξύ αστείου και σοβαρού πως η προέκταση των χειλιών του ήταν το τσιγάρο του. Ο ίδιος ακριβός χαοτικός κόσμος που υπήρχε μέσα του υπήρχε και γύρω του. Το σπίτι του στα Μελίσσια ήταν πάντα ακατάστατο, «ένα σωστό χάος», όπως συνήθιζε να λέει με την κυρία που τον βοηθούσε στις δουλειές να «τελεί και χρέη αρχαιολόγου» προκειμένου να βρει τα αντικείμενα που εκείνος αναζητούσε κάθε φορά. Χαοτικός και αυτοκαταστροφικός. Αυτές ήταν οι δύο λέξεις που ο μεγάλος Μπουλάς απέδιδε συχνά στον εαυτό του, φροντίζοντας επιμελώς να αποκρύπτει μία τρίτη: εκείνη της μεγάλης, της άπειρα μεγάλης ψυχής.
Οταν η πρώην σύζυγός του αρρώστησε βαριά, εκείνος στάθηκε δίπλα της όσο κανείς άλλος ξοδεύοντας στους γιατρούς μια ολόκληρη περιουσία. Κι όταν κάποιος ηθοποιός τον ρώτησε αν έχει λίγα παλιά ρούχα για να τα δώσει σε κάποιους φτωχούς, εκείνος γέμιζε κάθε βδομάδα βαλίτσες ολόκληρες με ρούχα και παπούτσια «για τους τυπάδες που η ζωή δεν τους τα ’φερε καλά».
Μέσα σ’ εκείνες τις βαλίτσες δεν υπήρχαν μεταχειρισμένα ρούχα, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά ολοκαίνουρια κοστούμια, κολλαριστά πουκάμισα και πανάκριβα παπούτσια επώνυμων οίκων. Οταν, μάλιστα, ο εν λόγω ηθοποιός τόλμησε να του πει: «Βρε Σάκη, όλα αυτά που μου φέρνεις αξίζουν μια ολόκληρη περιουσία, δεν είναι για τους φτωχούς, δεν μπορούν να τα εκτιμήσουν», εκείνος του απάντησε: «Φτωχοί είναι οι άνθρωποι. Δεν είναι ηλίθιοι. Αν εσύ φορέσεις ένα κουρέλι, δεν θα το καταλάβεις; Θα το καταλάβεις! Ετσι, λοιπόν, θα το καταλάβουν κι εκείνοι, κι εγώ δεν γουστάρω να κοροϊδεύω τον κόσμο. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να δώσω τα καλύτερα. Και θα τα δίνω όσο με παίρνει κι όσο μπορώ». Ο Μπουλάς έδινε αλόγιστα. Οχι μόνο πράγματα αλλά και συναισθήματα. Οχι μόνο χρήματα, αλλά και βοήθεια.
Και όχι μόνο απέναντι στους φτωχούς και τους καταπονημένους, αλλά απέναντι στους πάντες. Ξένος απέναντι σε κάθε μορφή κομπλεξισμού, βοηθούσε με πάθος τα νέα παιδιά λέγοντάς τους σε κάθε ευκαιρία: «Εσείς είστε καλύτεροι από εμάς. Εσείς μας διδάσκετε κι εσείς μας κάνετε καλύτερους καλλιτέχνες και καλύτερους ανθρώπους». Το τελευταίο διάστημα, όταν ο τρυφερός ροκάς, το δοτικό παιδί, ο άναρχος έφηβος, αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να παίζει κρυφτούλι με τον θάνατο, ακολουθούσε κατά γράμμα τις συμβουλές των γιατρών αποφεύγοντας κάθε επαφή με τους τρίτους: δεν άφηνε να τον αγγίξουν, δεν μοιραζόταν το ποτήρι του, δεν επέτρεπε καν να πάρεις τσιγάρο από το πακέτο του από τον φόβο μήπως κολλήσει κάποιο μικρόβιο που το εξασθενημένο ανοσοποιητικό του σύστημα θα ήταν ανίκανο να πολεμήσει. Ηταν ίσως η πρώτη φορά που η θέλησή του για ζωή υπερίσχυσε της αυτοκαταστροφικής του τάσης. Και η τελευταία που η αυτοκαταστροφική του αυτή τάση κατάφερε να τον νικήσει πραγματικά.
Σάκη, ανάποδο τιμόνι
Ανάθεμα την αρρώστια που τον βασάνισε τόσον καιρό. Χίλιες φορές να «έφευγε» με κανένα από τα παλιά κλασικά γρήγορα αυτοκίνητα που του άρεσαν. Σαν τον Πολ Γουόκερ, μια που ο Σάκης ήταν και λάτρης των 4 Τροχών... FAST... FUN AND FURIOUS!
Μια κάπως άγνωστη πτυχή της προσωπικότητάς του, που την ανακάλυψα κατά τύχη, μια που είχαμε το ίδιο πάθος. Αμέτρητες φορές καλεσμένος στην εκπομπή, δεν μου είχε πει όσα μου πέταξε μια φορά που βρεθήκαμε μαζί επαγγελματικά, αλλά από την άλλη πλευρά: στα γυρίσματα της ταινίας το «Φιλί της ζωής» με τη Ζέτα Δούκα και την Κατερίνα Παπουτσάκη.
Εκεί έμεινα ξερός από την υποκριτική απλότητά του, που με δυο φυσικές κινήσεις άλλαζε το κλίμα όχι μόνο στην ταινία του Ζαπατίνα, αλλά και σε όλο το πλατό. Εδινε ζωή όπου κι αν εμφανιζόταν, σ’ όποιον κι αν δινόταν. Στη δουλειά, στο... αντίθετο φύλο, με το οποίο είχαν θαυμαστή αμοιβαία έλξη, στα αυτοκίνητα που λέγαμε και, πάνω απ’ όλα, στη ζωή.
Ο Σάκης έδινε ζωή στη ζωή. Γι’ αυτό και θα ’πρεπε να «φύγει» αλλιώς. Τουλάχιστον όμως δεν έπαθε ό,τι ο Σουμάχερ. Αυτό θα ήταν το χειρότερο για όσους τον ήξεραν. Ενας Σάκης που δεν θα ’ταν Σάκης. Εφυγε σαν Σάκης. FAST, FUN AND FURIOUS.
Μελαγχόλησες, νιώθεις πεταμένος
Ιατρικά ανακοινωθέντα στην τηλεόραση. Τηλεφωνήματα σε γνωστούς και φίλους.
Κομπιασμένες φράσεις. «Θυμάμαι τη ζεστασιά του», «θα μας λείψουν τα χάδια του»...
Θλίψη στις οθόνες που φωτίζονται από ανεπανάληπτα πονηρά χαμόγελα.
Κρόουλ σαν πένθιμη επιγραφή: «Σάκης Μπουλάς 1954-2014». Η τελευταία χρονιά τρυπάει το μυαλό και την καρδιά σαν καρφί.
Μες στην πόλη σου σαν ξένος
Η καρέκλα στο «Φίλιον» άδεια. Ματαίως τα χρωματιστά κορίτσια θα περιμένουν να ξανακούσουν τις πιο αστείες ιστορίες του κόσμου. Τα κιτρινισμένα δάχτυλα δεν θα ξαναστρίψουν τσιγάρο, ο εσπρέσο με τη ζαχαρίνη θα κρυώσει, τέρμα οι αγκαλιές στη Σκουφά, στην «οδό Στουντίου» στο Περιστέρι.
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν
Επιστροφή στην Πλάκα του 1980. Ο Διονύσης Σαββόπουλος φοράει χάρτινες μάσκες, βαράει το αρχαίο ταμπούρλο, τσουγκρίζει με τους «Αχαρνής». Τήνελλα Καλλίνικος! Η διαλεκτική του Αριστοφάνη, φίλε θεατή, κάνε χώρο για τον Στρατηγό, τον Λάμαχο, τον Λαμαρχίδη. Τον υποδύεται ξεφτιλίζοντάς τον ένας μουσάτος πληθωρικός αγγελιοφόρος που τραντάζει τους τοίχους και τα γύρω δρομάκια. Η φωνή του μεγάλωσε και περισσεύει. Μπροστά του ανοίγονται λεωφόροι.
Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις.
Ροκεντρολάκια με ξέγνοιαστο στίχο, παράφραση ποιημάτων του Λόρκα, μπανάκι να βουλώσουνε τα λούκια μανάκι. Γκραν σουξέ. Η χαρά βρίσκεται αλλού. Στον Λάκη Παπαδόπουλο που νίπτει τας χείρας του ενώ δεν του χωρά η στολή του Πιλάτου. Στον κατσαρομάλλη Ζουγανέλη που διαλύεται οικονομικά σερβίροντας απλώς ένα ποτήρι βότκα. Σκετσάκια που θυμίζουν πενθήμερη εκδρομή. Την ίδια ώρα ο Καρούζο σπαράζει εκεί όπου ο άνεμος φυσάει δυνατά: Te voglio bene assai...
Κάτι άστραψε, κάτι σαν φλασάκι
Περιπέτεια μ’ ένα αεροπλάνο που κατά τύχη άλλαξε κατάλογο επιβατών και μετά έγινε συντρίμμια. Μια τηλεοπτική καριέρα που θέριεψε. Στον Παυλίτο αρέσουν οι μικρές κι έχει «πενήντα-πενήντα» πιθανότητες επιτυχίας. Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου. Τελευταία φωτογραφία. Το διάφραγμα κλείνει....
Σαν να δρόσισε, έρχεται βροχούλα...
...Τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω
Β αρύθυμες και στενάχωρες οι τελευταίες μέρες. Αγαπημένα πρόσωπα, φίλοι μοναδικοί «αποφάσισαν να μετακομίσουν», αφήνοντας πίσω τεράστιο κενό. Ενα κενό από αυτά που η φύση δεν καλύπτει. Μένουν εκεί για να μας θυμίζουν τη μοναδικότητά τους. Ετσι και ο καλός μου Σάκης, μ’ εκείνη την καρδιά μικρού παιδιού, την τρυφεράδα και την ευαισθησία που μοίραζε απλόχερα στους γύρω του, την αγάπη του για τη ζωή και το απίστευτο κουράγιο του να αντιμετωπίζει με λεβεντιά και αξιοπρέπεια τις δοκιμασίες που του επιφύλαξε η μοίρα. Και δεν ήταν λίγες. Πολλά τα στραπάτσα.
Πάντα όμως έβγαινε νικητής, χαλυβδωμένος και σοφότερος. Μια «σοφία» που μοιραζόταν με τους φίλους του στα ατέλειωτα ξενύχτια, πότε μιλώντας για την τέχνη του χαλιού, πότε για τα χειροποίητα ρολόγια, αλλά και για τη ζωγραφική, την ποίηση, μέχρι και την κλασική μουσική. Καλέ μου Σάκη, σ’ ευχαριστώ που με τίμησες με τη φιλία σου και μου έδωσες την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σου μοναδικές στιγμές. Σ’ ευχαριστώ που μου τραγούδησες με τη μοναδική σου φωνή το «Τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω. Τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω...».
Καλό ταξίδι, φίλε.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr