Kωστής Μαραβέγιας: Είμαι γεννημένος παραμυθάς
12.03.2017
11:24
Ο ταλαντούχος τραγουδοποιός πιστεύει στη δύναμη των ιστοριών, μα κυρίως στη δύναμη της ίδιας της ζωής - Το αποδεικνύει εδώ και δέκα χρόνια επί σκηνής, το κατάφερε και στο τηλεοπτικό «The Voice»
Του Κωστή Μαραβέγια του αρέσουν τα παλιά συνοικιακά καφενεία. Εκεί, ανάμεσα στους ηλικιωμένους θαμώνες, λέει ότι βρίσκει μια γλυκιά ηρεμία που τον τροφοδοτεί με έμπνευση. «Είναι σαν όλοι να περιμένουν εμένα να γράψω», λέει χαμογελώντας. Η αλήθεια είναι ότι ο ταλαντούχος τραγουδοποιός δεν μπορεί να κάνει χωρίς ανθρώπους. Αλλωστε δηλώνει φύσει και θέσει ανθρωποκεντρικός.
Γι’ αυτό και ίσως πολλοί ξαφνιάστηκαν από την απόφασή του να απέχει τέσσερα χρόνια από τις μουσικές σκηνές της πόλης. Ηταν μια μικρή ανάπαυλα που χρειαζόταν να γίνει. Σε κάθε περίπτωση, τη φετινή σεζόν ο Μαραβέγιας ικανοποίησε και με το παραπάνω το πιστό κοινό του: από τη μία με τις εμφανίσεις του στο «Passport Κεραμεικός» που ολοκληρώθηκαν την προπερασμένη εβδομάδα, από την άλλη με την αναπάντεχη για πολλούς συμμετοχή του ως coach στο «The Voice». Καθισμένος στο καμαρίνι του, με το πόδι του μπανταρισμένο εξαιτίας ενός διαστρέμματος που έπαθε παίζοντας μπάσκετ με τον αγαπημένο ανιψιό του, ξεκινά να μου εξηγεί πώς περνούσε τον χρόνο του την περίοδο που αποτραβήχτηκε από τα φώτα και η μόνη επαφή του με το κοινό ήταν κάποια μεμονωμένα live.
«Εγραφα δίσκο, έγραφα μουσικές για θέατρο, έκανα ταξίδια, έβγαζα φωτογραφίες, έκανα ένα ντοκιμαντέρ. Εκανα πράγματα δημιουργικά. Μου αρέσει να είμαι πίσω από τα φώτα. Να μπαίνω στο στούντιο, να βγάζω φωτογραφίες, να σκηνοθετώ. Μάλλον μου αρέσει πιο πολύ αυτό από το να είμαι στα φώτα. Οσο για την περίπτωση του “Voice” που ήρθε φέτος, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι ένα παιχνίδι πιο ανάλαφρο που ήθελα να το δοκιμάσω. Είχα και μια ανάγκη να γνωρίσω νέα παιδιά και να ακούσω νέες φωνές. Ξέρεις, πάντα υπάρχει μια αντίθετη εσωτερική φωνή που λέει “όχι”, “θα σου ταιριάζει;” που δεν σε αφήνει να κάνεις μεγάλες αλλαγές. Χαίρομαι που τελικά το έκανα. Ημουν χαλαρός, ήμουν ο εαυτός μου. Καμιά φορά όταν είσαι μπροστά στις κάμερες μπορεί να νιώσεις ότι παρακολουθείσαι, ότι δεν μπορείς να ανοιχτείς. Εγώ ήμουν πολύ ο εαυτός μου και το χάρηκα πολύ. Δεν χρειάστηκε να μπω στη διαδικασία να νιώσω ότι βρίσκομαι σε ένα σόου με κάμερες, με παραγωγούς, με σκηνοθέτη. Χαλάρωσα και πέρασα ωραία. Απόλαυσα την παρέα και τη συναναστροφή. Και ένιωσα ωραία που οι δικές μου εμπειρίες -καλές ή κακές-, το δικό μου προαίσθημα, η κριτική μου έπιασαν τόπο», εξηγεί.
Προφανώς και τα παραπάνω είναι απόσταγμα των δικών του εμπειριών, των όσων έζησε και κατάφερε σε μια διαδρομή που ξεκίνησε απ’ όταν ο ίδιος ήταν παιδί ακόμη στη γενέτειρά του, το Αγρίνιο. «Πάντα αγαπούσα τη μουσική. Από μικρός ήμουν με τα ωδεία μου, με τις σπουδές μου, με τις μουσικές μου. Δεν είχα κάποιο ερέθισμα από την οικογένειά μου. Πήγα στο ωδείο γιατί βρέθηκε μια μελόντικα στα χέρια μου όταν ήμουν 5-6 χρόνων και έτσι κατάλαβε η μητέρα μου ότι είχα μουσικό αυτί. Πήγα λοιπόν στο ωδείο και ξεκίνησα μια μακρά ωδιακή πορεία. Παράλληλα τελείωσα τις σπουδές μου στη Στατιστική και τα Μαθηματικά στην Ιταλία. Πληροφορική ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν τα έβγαζα πέρα. Γύρισα στην Ελλάδα, μπήκα σε μια ερευνητική ομάδα στο Πολυτεχνείο και έκανα μια κανονική πρωινή δουλειά με γραφείο, κομπιούτερ, ταξίδια. Για δύο χρόνια.
Γι’ αυτό και ίσως πολλοί ξαφνιάστηκαν από την απόφασή του να απέχει τέσσερα χρόνια από τις μουσικές σκηνές της πόλης. Ηταν μια μικρή ανάπαυλα που χρειαζόταν να γίνει. Σε κάθε περίπτωση, τη φετινή σεζόν ο Μαραβέγιας ικανοποίησε και με το παραπάνω το πιστό κοινό του: από τη μία με τις εμφανίσεις του στο «Passport Κεραμεικός» που ολοκληρώθηκαν την προπερασμένη εβδομάδα, από την άλλη με την αναπάντεχη για πολλούς συμμετοχή του ως coach στο «The Voice». Καθισμένος στο καμαρίνι του, με το πόδι του μπανταρισμένο εξαιτίας ενός διαστρέμματος που έπαθε παίζοντας μπάσκετ με τον αγαπημένο ανιψιό του, ξεκινά να μου εξηγεί πώς περνούσε τον χρόνο του την περίοδο που αποτραβήχτηκε από τα φώτα και η μόνη επαφή του με το κοινό ήταν κάποια μεμονωμένα live.
«Εγραφα δίσκο, έγραφα μουσικές για θέατρο, έκανα ταξίδια, έβγαζα φωτογραφίες, έκανα ένα ντοκιμαντέρ. Εκανα πράγματα δημιουργικά. Μου αρέσει να είμαι πίσω από τα φώτα. Να μπαίνω στο στούντιο, να βγάζω φωτογραφίες, να σκηνοθετώ. Μάλλον μου αρέσει πιο πολύ αυτό από το να είμαι στα φώτα. Οσο για την περίπτωση του “Voice” που ήρθε φέτος, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι ένα παιχνίδι πιο ανάλαφρο που ήθελα να το δοκιμάσω. Είχα και μια ανάγκη να γνωρίσω νέα παιδιά και να ακούσω νέες φωνές. Ξέρεις, πάντα υπάρχει μια αντίθετη εσωτερική φωνή που λέει “όχι”, “θα σου ταιριάζει;” που δεν σε αφήνει να κάνεις μεγάλες αλλαγές. Χαίρομαι που τελικά το έκανα. Ημουν χαλαρός, ήμουν ο εαυτός μου. Καμιά φορά όταν είσαι μπροστά στις κάμερες μπορεί να νιώσεις ότι παρακολουθείσαι, ότι δεν μπορείς να ανοιχτείς. Εγώ ήμουν πολύ ο εαυτός μου και το χάρηκα πολύ. Δεν χρειάστηκε να μπω στη διαδικασία να νιώσω ότι βρίσκομαι σε ένα σόου με κάμερες, με παραγωγούς, με σκηνοθέτη. Χαλάρωσα και πέρασα ωραία. Απόλαυσα την παρέα και τη συναναστροφή. Και ένιωσα ωραία που οι δικές μου εμπειρίες -καλές ή κακές-, το δικό μου προαίσθημα, η κριτική μου έπιασαν τόπο», εξηγεί.
Προφανώς και τα παραπάνω είναι απόσταγμα των δικών του εμπειριών, των όσων έζησε και κατάφερε σε μια διαδρομή που ξεκίνησε απ’ όταν ο ίδιος ήταν παιδί ακόμη στη γενέτειρά του, το Αγρίνιο. «Πάντα αγαπούσα τη μουσική. Από μικρός ήμουν με τα ωδεία μου, με τις σπουδές μου, με τις μουσικές μου. Δεν είχα κάποιο ερέθισμα από την οικογένειά μου. Πήγα στο ωδείο γιατί βρέθηκε μια μελόντικα στα χέρια μου όταν ήμουν 5-6 χρόνων και έτσι κατάλαβε η μητέρα μου ότι είχα μουσικό αυτί. Πήγα λοιπόν στο ωδείο και ξεκίνησα μια μακρά ωδιακή πορεία. Παράλληλα τελείωσα τις σπουδές μου στη Στατιστική και τα Μαθηματικά στην Ιταλία. Πληροφορική ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν τα έβγαζα πέρα. Γύρισα στην Ελλάδα, μπήκα σε μια ερευνητική ομάδα στο Πολυτεχνείο και έκανα μια κανονική πρωινή δουλειά με γραφείο, κομπιούτερ, ταξίδια. Για δύο χρόνια.
Μετά έκανε την ακρόαση ο Διονύσης Σαββόπουλος, πήγα, εκεί γνώρισα τον Μουζουράκη, μας πήρε και τους δύο στην ομάδα του κι έτσι σταμάτησα την πρωινή δουλειά. Μετά έκανα τον δίσκο στην Cantini με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Κι έτσι το πράγμα πήρε μπρος», αφηγείται κωδικοποιημένα και χωρίς πολλές περιττές λεπτομέρειες. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι ο τρόπος που μιλά είναι σχεδόν πράος. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος έχει επιλέξει να υπάρχει στο μουσικό προσκήνιο -λίγο παλιομοδίτικος, λίγο ρετρό, πολύ θετικός απέναντι στη ζωή- μοιάζει παράταιρος, σχεδόν αλλόκοτος για την περίοδο που ζούμε. Τον ρωτώ, λοιπόν, τι πιστεύει ο ίδιος ότι βρίσκει το κοινό στη μουσική και στην παρουσία του. «Τι αρέσει στον κόσμο; Δεν είμαι σίγουρος. Θα σου πω τι κάνω εγώ. Καταρχάς αισθάνομαι πολύ τυχερός που μπορώ και ζω από αυτή τη δουλειά. Εχω κάνει βέβαια κι άλλες. Ξέρω τι σημαίνει να είσαι βιδωμένος σε μια καρέκλα γραφείου και να κάνεις πράγματα που δεν σε αφορούν άμεσα. Αισθάνομαι αυτό το δώρο: ότι όσα νιώθω και θέλω να μοιραστώ έχουν ανταπόκριση στον κόσμο. Βγάζω όλη την ενέργεια σε αυτό. Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή μου όταν είμαι πάνω στη σκηνή. Επειδή αυτό είναι αληθινό και πηγαίο μάλλον συνεπαίρνει τον κόσμο, ο οποίος μπορεί και βλέπει τη φιλοσοφία ζωής που έχω. Μου λες ότι είμαι θετικός. Ναι, είμαι. Πιστεύω στο θαύμα της ζωής. Στην αυταξία του θαύματος και όχι στην κοινωνικοοικονομική συνθήκη γύρω από εμάς - κρίση, μη κρίση, προσωπική κρίση, συλλογική κρίση, κρίση αξιών κ.λπ. Ολα αυτά ιστορικά υπάρχουν σε κάθε περίοδο. Προφανώς και αυτή είναι χειρότερη από άλλες που έχουμε ζήσει, όμως το γεγονός πως με ό,τι έχουμε και με ό,τι μπορούμε είμαστε εδώ, μαζί, και αναπνέουμε με κάνει ευτυχι- σμένο. Αυτό μοιράζομαι. Πρέπει να το φιλοσοφήσεις λίγο για να δεις τη ζωή έτσι. Πάντα το πίστευα αυτό. Ακόμη και σε εποχές όπου δεν ήμουν όπως τώρα, ακόμη και όταν για βιοποριστικούς λόγους έκανα μια δουλειά που δεν αγαπούσα. Είναι προσόν να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε και να μη δημιουργούμε επίπλαστες ανάγκες. Να είμαστε ολιγαρκείς. Είναι τελικά προς όφελός μας», καταλήγει.
Ο κόσμος φαίνεται να επικοινωνεί με ουσιαστικό τρόπο με τον μουσικό κόσμο του Μαραβέγια. Αλλωστε και ο ίδιος λέει ότι η κορύφωση των συναυλιών τού θυμίζει πολλές φορές ιεροτελεστία. Αλήθεια, όμως, τι συμβαίνει μετά τα διονυσιακά live του; Τι γίνεται όταν σβήνουν τα φώτα; «Είναι η πιο γλυκιά κούραση όταν τελειώνεις τη συναυλία. Μ’ αρέσει πολύ που έρχεται κόσμος να σου δώσει μια αγκαλιά, να σου πει μια κουβέντα, να βγάλετε μια φωτογραφία. Αμέσως μετά από αυτό χρειάζομαι τουλάχιστον ένα δίωρο για να συνέλθω. Είναι μαρτιοσ 2017 29 ένα μικρό σοκ. Οι δονήσεις μιας συναυλίας είναι πολύ έντονες και για να γίνει η αποσυμπίεση θέλει χρόνο. Συνήθως επιστρέφω σπίτι. Εκεί καταλαβαίνεις ότι από μια έξαρση κοινωνικότητας και κοινωνικής αποδοχής βρίσκεσαι μόνος σου. Είναι μεγάλες οι διαφορές. Και χρειάζεται γερό στομάχι και αντοχές για να καταλάβεις ότι αυτοί οι δύο κόσμοι είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, η δε μετάβαση από τον έναν στον άλλο είναι οδυνηρή μερικές φορές. Από την απόλυτη αποδοχή μπορεί να βρεθείς στην απόλυτη μοναξιά», λέει. Βέβαια υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές που αυτή η απόλυτη μοναξιά είναι τουλάχιστον αναζωογονητική για τον ίδιο. «Υπάρχουν φορές που θέλω να είμαι χαμένος στον κόσμο. Να μη με ξέρει κανείς και απλώς να παρατηρώ.
Το λατρεύω όταν συμβαίνει στα ταξίδια στο εξωτερικό αυτό το χάσιμο. Το ’χω σκεφτεί πολλές φορές γιατί μου αρέσει. Ισως είναι το αίσθημα της περιπλάνησης το οποίο πάντα έβρισκα γοητευτικό. Να περιπλανιέσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να μην υπάρχει τίποτα προσχεδιασμένο ή προμελετημένο, να είναι όλα ανοιχτά και να υπάρχει το ενδεχόμενο να σου συμβεί κάτι καλό», περιγράφει. Ο Μαραβέγιας, αν και μου εξηγεί ότι δεν έχει άγνοια κινδύνου, προτιμά να βάζει πάντα με τον νου του το καλό. Ωστόσο, έχουν υπάρξει στιγμές που το αδόκητο κακό γιγαντώθηκε μπροστά του. Οπως την περίοδο του περίφημου πια «Παγκάκι-gate», όταν ένα post του στο Facebook τον έφερε αντιμέτωπο με ένα σύμπτωμα της εποχής, τη μετα- αλήθεια, όπως ο ίδιος τη λέει. «Ηταν απογοητευτικό και αποκαρδιωτικό. Κυρίες άνω των 50 ή των 60 έβριζαν με τρόπο χυδαίο. Και δεν ήταν τρολ, ψεύτικα προφίλ. Ηταν κανονικοί άνθρωποι. Ηταν σοκαριστικό. Κατάλαβα τι σημαίνει ανθρωποφαγία. Κατάλαβα τι σημαίνει επιπολαιότητα, το να κρίνεις κάποιον χωρίς να τον γνωρίζεις. Μόνο επειδή έχεις διαβάσει μια είδηση που έχει διαστρεβλωθεί. Αυτό είναι ένα φαινόμενο της εποχής: η μετα-αλήθεια. Κάνεις ή λες κάτι, το διαστρεβλώνουν, επικρατεί η λανθασμένη εκδοχή και αυτό διαχέεται μαζικά και σε χτυπούν για κάτι που είναι ψέμα. Είναι τρομερό. Αυτό εξελίχθηκε. Εβγαλε τον Τραμπ, έχει ανεβάσει τη Χρυσή Αυγή αυτή η λάθος πληροφορία. Κλείστηκα στον εαυτό μου τότε. Στενοχωρήθηκα. Κι έγραψα την “Παρεξήγηση του Φάουστ”, αφού το βίωσα όλο αυτό και στην πραγματική ζωή. Ξαλάφρωσα τότε. Ηταν σαν να έδωσα μια απάντηση πρώτα σε μένα.
Ηταν το απόφθεγμα όλης της ιστορίας όπως τη βίωσα. Αμέσως μετά έφυγα. Πήγα στις Βαυαρικές Αλπεις, στο Σάλτσμπουργκ. Εμεινα τέσσερις μήνες εκεί. Ηθελα να αποστασιοποιηθώ από όλα. Εκανα μια περιπλάνηση στα βουνά. Πήρα το λάπτοπ μου, ένα μικρό πληκτράκι, τα συνέδεα και άρχισα να γράφω. Μακριά τα έγραψα όλα. Ολο τον δίσκο εκεί τον έβγαλα. Ηρέμησα, βρήκα καλύτερα τον εαυτό μου, βυθίστηκα δημιουργικά μέσα σε αυτό», εξιστορεί.
Του λέω πως μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ένας δίσκος με τίτλο «Κατάστρωμα» (Minos EMI / Universal), αισθητική και αναφορές στο ελληνικό τοπίο γράφτηκε στις Αλπεις. «Ακόμη και σε εξωπλανήτη να πας, ο πυρήνας σου θα βγει», ανταπαντά. μιλώντας για αισθητική, μολονότι διστάζω να ζητήσω μια σαφή απάντηση σχετικά με τον αριθμό των φλοράλ πουκαμίσων που έχει στην γκαρνταρόμπα του, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω αν όλο αυτό που ενσαρκώνει η περίπτωση «Μαραβέγιας» -μουσικά, στυλιστικά, ακόμη και ενδυματολογικά- είναι αποτέλεσμα καλά μελετημένου μάρκετινγκ.
«Ολα έχουν βγει αθροιστικά στην πορεία της ζωής μου. Είναι μικρά κομμάτια που δημιουργούν έναν αισθητικό κόσμο. Είναι οι σκηνοθέτες και το σινεμά που μου αρέσει, οι συγγραφείς και οι λογοτέχνες, οι μουσικοί που αγαπώ, οι άνθρωποι που αγαπούν το στυλ και τη μόδα. Δεν έφτιαξα μια μεθοδευμένη εικόνα. Σήμερα είμαι αυτό που υπήρξα κατά περιόδους στη ζωή μου. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει ανατροπές. Αλλιώς θα ήμασταν βαρετοί. Εχω υπάρξει κι άλλα πράγματα. Ημουν, ας πούμε, υπέρμαχος του κινήματος της Γένοβας. Ακόμη κι όταν έρχεται η απομυθοποίηση όλα αφήνουν κάτι μέσα σου, το οποίο κάπως μετουσιώνεται: σε ένα λουλουδάτο πουκάμισο, σε ένα τραγούδι ή σε μια φιλοσοφία ζωής.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η εικόνα μου είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που έχει μια συνοχή ή ενίοτε και μια ανατροπή. Ξέρεις, σε βάθος χρόνου όποιος υποδύεται κάτι που δεν είναι ξεγυμνώνεται. Το θέμα εί- ναι να βγάζουμε την αλήθεια μας», λέει. Ναι, αλλά γιατί εκείνος αποφάσισε να μοιραστεί αυτή την αλήθεια του με τον κόσμο; Εχει δώσει την απάντηση στον εαυτό του; «Μου αρέσει να δημιουργώ συναισθήματα στους ανθρώπους που συναντώ. Πολλές φορές το σκέφτομαι κι εγώ. Ποια βαθύτερη ανάγκη μου ικανοποιεί όλο αυτό; Νομίζω ότι είναι το αίσθημα της συλλογικότητας, ότι μέσω της μουσικής συναισθανόμαστε. Ανατρέχω και στην παιδική ηλικία μου όταν συναντώ φίλους ή συγγενείς και θυμόμαστε ότι πάντα ήθελα να κάνω τους άλλους να γελάνε, να τους κάνω να φαντάζονται. Ελεγα παραμύθια για να δω τις αντιδράσεις τους, αν θα συγκινηθούν ή θα φοβηθούν. Είμαι γεννημένος παραμυθάς».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr