Χιου Χέφνερ: Ο εκδότης με τα 10.000 Κουνελάκια

Πώς έχτισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία απενοχοποιώντας το σεξ - Oι αλήθειες και οι αστικοί μύθοι για τα θρυλικά πάρτυ με τα ημίγυμνα Κουνελάκια και η πραγματική του σχέση με τις γυναίκες

Διανοούμενος και ακτιβιστής, ριζοσπάστης και φιλελεύθερος, ασυμβίβαστος και mainstream, ο Χιου Χέφνερ -για τους φίλους του σκέτα Χεφ-, από τους θρυλικούς αρχιτέκτονες της σύγχρονης σεξουαλικής επανάστασης, ήταν πέρα από πολιτισμένος ένας κατά βάθος ρομαντικός άνθρωπος.

Αμερικανός όσο η μηλόπιτα και το μπέιζμπολ, αλλά και παγκοσμιοποιημένος δεκαετίες ολόκληρες πριν από την εμφάνιση του Facebook, δεν υπήρξε ποτέ ένας συνηθισμένος προφήτης του ηδονισμού. Μάλλον ήταν ένας γνήσιος οραματιστής που κήρυσσε σαν απόστολος την απόλαυση μιας καλύτερης ζωής. Τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Τον συνάντησα πριν από καμιά δεκαριά και βάλε χρόνια στη Βαρκελώνη σε ένα πάρτυ προς τιμήν του στην αριστουργηματικής αρχιτεκτονικής Casa Batllο του Αντόνι Γκαουντί. Εφτασε, παρά τα 80 πάνω κάτω χρόνια του, κοτσονάτος, ευδιάθετος και ευκίνητος παρέα με τρεις εντυπωσιακά καμπυλώδεις, σφριγηλές και παιχνιδιάρες στις φλασάτες πόζες ξανθές. Χάρη στην απόχρωση των μαλλιών του, τα εντυπωσιακά αυτά τυπικά δείγματα της συλλογής του «Playboy» κορίτσια δεν είχαν μόνο fans, αλλά ήταν και ντυμένες σαν «ουάου» Αϊ-Βασίληδες με προκλητικά ολοκόκκινα φορέματα. Αυτός, κομψός από σκαρί, με μαύρο, ραμμένο κατά παραγγελία, κοστούμι Armani και λευκό ανοιχτό στον λαιμό πουκάμισο με μανσέτες, στριμώχτηκε ανάμεσα στις σεξοβόμβες σαν ασπρομάλλης Ντ’ Αρτανιάν, πατικωμένος από τρεις γιγαντιαίους θηλυκούς σωματοφύλακες. Την ίδια στιγμή ένας μικρόσωμος ξερακιανός τύπος με μουστάκι καλλιγραφία αλά Ερολ Φλιν σκοτωνόταν, παραμερίζοντας καλώδια τηλεοπτικών συνεργείων και κάμερες των παπαράτσι, για να τους κουβαλήσει τα ποτά. Λίγο αργότερα έμαθα ότι ο «προσωπικός σερβιτόρος» ήταν ο αδελφός του εκδότη, ονόματι Κιθ, ο οποίος πέθανε και αυτός πέρυσι στα 87 του.

Πατινάροντας στο γήπεδο τένις της έπαυλής του με τις Playmates, από αριστερά, Terri Welles (Playmate of the Year 1981), Candy Collins (Μις Δεκέμβριος 1979) και Victoria Cooke (Μις Αύγουστος 1980)



Τα γονίδια και οι χίλιεςκαι πλέον γυναίκες
Μου είχε κάνει, πάντως, εντύπωση τότε η νεανική κοψιά, αποτέλεσμα μάλλον γερής κράσης, του Χέφνερ, λες και ο χρόνος είχε αγνοήσει να αφήσει τα αμείλικτα αποτυπώματά του στη ζωηρή φιγούρα του. «Μην το ψάχνεις», μου είπε με απροσποίητο θαυμασμό εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ περπατώντας στα φαρδιά πεζοδρόμια του Πασέο ντε Γκράθια, ο Μπομπ Ο’ Ντόνελ, άμεσος συνεργάτης του. «Αφού επιβίωσε από δέκα χιλιάδες έξαλλα πάρτυ, χίλιες και πλέον γυναίκες στο κρεβάτι, τρεις κατά καιρούς συζύγους υπό την ίδια στέγη και επανήλθε πλήρως μετά από ένα σφοδρό εγκεφαλικό πριν από 20 χρόνια που του προκάλεσε προσωρινή παράλυση και αφωνία, δεν πρόκειται πλέον ποτέ να γεράσει. Ηδη έχει θάψει μια γενιά φίλων ενώ έχει χάσει άλλη μια φουρνιά κολλητών από Αλτσχάιμερ, και αυτός συνεχίζει ακάθεκτος. Εξάλλου έχει ανθεκτικά γονίδια, η μητέρα του Γκρέις πέθανε στα 103 της...».

Κληρονομικότητα ή όχι, παρότι στις αρχές του νέου αιώνα ο Χεφ δεν έμοιαζε να είναι πλέον μπροστά από την εποχή του, ο χρόνος δεν έδειχνε να τον αγγίζει. Συνέχιζε να πορεύεται σαν αενάως νεανικός και σεξουαλικά υπερδραστήριος Πίτερ Παν με την ομολογημένη κατανάλωση Viagra. Αλλωστε, ανέκαθεν, ο Χεφ και το δημιούργημά του, το «Playboy», ήταν ως έννοιες ταυτισμένες και αδιαχώριστες. Αμφότεροι, άνθρωπος και περιοδικό, ενσάρκωναν εμβληματικά σε ιδανικά τέλειο συγχρονισμό τη σεξουαλική επανάσταση, την απόδραση από την αμερικανική υποκρισία και τις συντηρητικές της εμμονές, καθώς και την απόκρουση κάθε κοινωνικής και φυλετικής μισαλλοδοξίας. «Οποιος είχε αποκαλέσει τον Φρανκ Σινάτρα ‘‘ενσάρκωση του πλήρως χειραφετημένου αρσενικού’’, πιθανότατα δεν είχε γνωρίσει τον Χέφνερ», μου είχε πει κάποτε ο Νεοϋορκέζος Χένρι Μαρκς, εμβληματικός εμπορικός διευθυντής της εκδοτικής αυτοκρατορίας του «Playboy» στα 70s. «Και όποιος τον σύγκρινε με μυθικές φιγούρες σαν τον ‘‘Υπέροχο Γκάτσμπι’’ ή τον ‘‘Πολίτη Κέιν’’, δεν είχε αντιληφθεί ότι ο Χεφ δεν ήταν αποκύημα φαντασίας, αλλά άνθρωπος γήινος και αυτοδημιούργητος», μου έλεγε σαν να αποκάλυπτε κάποιο επτασφράγιστο μυστικό ο δημοσιογράφος και διεθνές εκδοτικό στέλεχος του περιοδικού Ντέιβιντ Γουόκερ. Η αλήθεια, ωστόσο, ήταν ότι ο Χέφνερ είχε οργανώσει την προσωπική του ζωή σαν κινηματογραφική αφήγηση σε αποκλειστικά δική του παραγωγή, σύμφωνα πάντα με τις απαιτητικές του προδιαγραφές. Δεν ήταν τα αμέτρητα σιλικονάτα Κουνελάκια με τα δαντελένια εσώρουχα, γνωστά ως Σάντι, Μάντι, Κάντι, και η κάθε εκκολαπτόμενη σταρ με μπικίνι, οι οποίες τον περιέβαλλαν ερωτικά δημοσίως -στην πραγματικότητα κοιμόταν μόνο με μία κάθε φορά-, που του φιλοτεχνούσαν την ταυτότητα.

Χαιρόταν τις απολαύσεις της ζωής πάντα με τη συντροφιά μιας ωραίας γυναίκας 


Ούτε αποτελούσε τη ζωντανή προώθηση του διάσημου παγκοσμίως εμπορικού σήματος του σχεδιασμένου λογότυπου με το κεφάλι του κουνελιού με το παπιγιόν. Ηταν εν μέρει η αψεγάδιαστα φροντισμένη εικόνα του που κοινοποιούσε παραπάνω από μισό αιώνα έναν ρόλο που ο ίδιος βίωνε. Διόλου σνομπ, με τις μόνιμες εμφανίσεις του με μεταξωτές πιτζάμες, ρομπ ντε σαμπρ, βελούδινο σμόκιν σακάκι, συνοδεία πίπας και ενίοτε με ναυτική τραγιάσκα, κατάφερε να χαρίσει στο προφίλ του την αίγλη του κλασικού παρά την ετικέτα ενός αναχρονιστικού ενδυματολογικού κολλήματος. Και φυσικά καλλιεργώντας ένα προφίλ και έναν τρόπο ζωής έδινε ταυτότητα στο περιοδικό του. Κυρίως όμως επανακαθόριζε μια εποχή οργανώνοντας και φιλοξενώντας ένα ατελείωτο πάρτυ για επώνυμους και συναρπαστικά δημιουργικούς ανθρώπους στη διάσημη έπαυλή του στους λόφους Χόλμπι του Λος Αντζελες.

Εκεί εμμέσως πλην σαφώς διατράνωνε το μήνυμά του: «Απολαύστε τον εαυτό σας». Οχι χυδαία, ασύδοτα ή χαβαλεδιάρικα, αλλά σε ένα καλαίσθητο πλαίσιο ψυχαγωγίας και δεοντολογικών αστικών αξιών. Οποιος ανηφόρισε στους λόφους Χόλμπι για να πάει στα περίφημα καυτά πάρτυ στην Αμερική -που συστηματικά κάθε χρόνο διοργανώνονταν ανελλιπώς την Τσικνοπέμπτη, στο αποκριάτικο Halloween, στα γενέθλια του οικοδεσπότη στις 9 Απριλίου, στην εθνική επέτειο της 4ης Ιουλίου, στο αποκαλούμενο «Ονειρο της Θερινής Νύχτας» στο τέλος του καλοκαιριού και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς- ένιωθε σαν να είχε πιάσει τουλάχιστον το Τζόκερ. Να πιάσει οτιδήποτε άλλο ήταν αυστηρά απαγορευμένο. Iδίως την εκτεθειμένη σε κοινή θέα σάρκα των αναρίθμητων Playmates οι οποίες περιφέρονταν σχεδόν ημίγυμνες εξαιτίας του υποχρεωτικού dress code του πάρτυ. Η σεξουαλική παρενόχληση και η χρήση ναρκωτικών στα πάρτυ αποτελούσαν οπωσδήποτε την αιτία ποινής μόνιμου εξοστρακισμού.

Ενα από τα ατελείωτα πάρτυ στην έπαυλή του στο  Λος Αντζελες 

Οι μυστικές πόρτες

Αρκούσε, όμως, σε κάθε καλεσμένο η υπερηφάνεια της συμμετοχής -με το αζημίωτο φυσικά, καθώς το επιχειρηματικό ένστικτο του Χεφ δεν κάμφθηκε ποτέ- στην πολιτισμική κληρονομιά του μοντέρνου ηδονισμού σε ένα θαυμαστό περιβάλλον που θύμιζε το μαγικό κάστρο του Αλαντίν από τις «Χίλιες και μία νύχτες». Σε αυτή την πολύχρωμα φωτισμένη Ντίσνεϊλαντ για ενηλίκους εναλλάσσονταν διάσημοι ράπερ με χρυσά δόντια και αλυσίδες δίπλα στον μόνιμο, φασαριόζο καλεσμένο Μάικ Τάισον μαζί με προσωπικότητες της σόουμπιζ όπως οι Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Μπεν Στίλερ, Τζιμ Κάρεϊ, Κουέντιν Ταραντίνο και παρέα με τους φιλήδονους γερόλυκους του Χόλιγουντ όπως ο μακαρίτης Τόνι Κέρτις και οι Τζορτζ Χάμιλτον, Τζέιμς Κάαν, Μπιλ Κρόσμπι, Τζακ Νίκολσον, Γουόρεν Μπίτι. Απαντες οι επώνυμοι εισέρχονταν στο αισθησιακό αυτό πανηγύρι από μυστικές εισόδους και διασκέδαζαν με φόντο το, σε ανάμεικτο γοτθικό και Τυδώρ αρχιτεκτονικό ρυθμό, αρχοντικό που περιβαλλόταν από γκαζόν, πυκνά δασωμένα μονοπάτια και μικρό ζωολογικό κήπο σε μια έκταση 10 στρεμμάτων. Στην έπαυλη που ο Ελβις, απ' ότι λέγεται, κοιμήθηκε παρέα με οκτώ Κουνελάκια σε ένα από τα 22 υπνοδωμάτιά της έπαυλης, ενώ ο Τζον Λένον θρυλείται ότι έκαψε κάποτε, άθελά του, με το τσιγάρο έναν πρωτότυπο πίνακα του Ματίς. Σίγουρα όμως στο ξύλινο σαλόνι της βιβλιοθήκης τραγούδησαν a capella ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ και η Νταϊάνα Ρος, ενώ ξημερώθηκαν πλάι στο τζάκι ο Μικ Τζάγκερ, ο Ρομάν Πολάνσκι και ο αιδεσιμότατος Τζέσε Τζάκσον συζητώντας με τις ώρες με τον φιλόξενο και συνήθως άγρυπνο μέχρι τα χαράματα οικοδεσπότη. Στον ίδιο χώρο στο παρελθόν είχε κάνει γυρίσματα της τηλεοπτικής εκπομπής του «The Apprentice» και ο Ντόναλντ Τραμπ, την εποχή που ο παρουσιαστής δήλωνε Δημοκρατικός, προς αγαλλίαση μάλλον του από κούνια οπαδού και ψηφοφόρου του Δημοκρατικού Κόμματος ιδιοκτήτη του αρχοντικού οικήματος.




Τρέλα με την «Καζαμπλάνκα»

Παράλληλα με τις βραδιές ταινιών που διοργάνωνε κάθε Σαββατοκύριακο, κάθε χρόνο την παραμονή των γενεθλίων του ο αθεράπευτα ρομαντικός Χεφ πρόβαλλε, βρέξει χιονίσει, στον ιδιωτικό κινηματογράφο της έπαυλης την αγαπημένη του ταινία «Καζαμπλάνκα», αφού καλούσε προηγουμένως τους φίλους του να ντυθούν με το νοσταλγικό στυλ της δεκαετίας του 1940 για να συντονιστούν με την ατμόσφαιρα του φιλμ. Η μόνιμη επί δεκαετίες απορία της σταθερής σινεφίλ παρέας του ήταν αν ο ίδιος ο Χεφ ταυτιζόταν με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή τον Πολ Χενράιντ που πρωταγωνιστούσαν στην ταινία. Ο ίδιος απαντούσε ότι «όσο μεγάλα κι αν ήταν τα όνειρά μου, ποτέ δεν θα μπορούσα να ζήσω τη ζωή κάποιου άλλου». Οπότε όλοι συμπέραιναν ότι τη γοητεία στην ταινία τού την ασκούσε η μοναδική Ινγκριντ Μπέργκμαν.

Το διάσημο αεροσκάφος του «Playboy»


Οι περισσότεροι, άλλωστε, γνώριζαν ότι ο φιλοσοφημένος, προοδευτικός και θρησκευτικά αγνωστικιστής φίλος τους, παρ' όλες τις αμέτρητες σεξουαλικές του σχέσεις με εκατοντάδες γυναίκες, επί της ουσίας ήταν ένα παλαιάς κοπής ευγενικό και μονογαμικό «Αμερικάνικο αγόρι» παρά ένας φανατικός πολυγαμικός εργένης. Ποτέ του, έλεγαν, δεν υποτίμησε τον γάμο επιλέγοντας να πορευτεί παραδειγματικά ως ανύπαντρος, μοναχικός και μπακούρι. Δεν έκανε τυχαία τρεις γάμους, τέσσερα παιδιά και εξαντλητικά μακροχρόνιες σχέσεις -με εντυπωσιακές κουκλάρες είναι η αλήθεια- παρά τις εκάστοτε παρασπονδίες του με άλλες εξίσου καλλονές.

Ανέκαθεν πίστευαν όσοι τον γνώριζαν καλά και εκ του σύνεγγυς ότι ξεδιπλώνοντας τις συναισθηματικές πτυχές του θα ήθελε μια «στεφανωμένη» γυναίκα σταθερά στο πλευρό του που θα τη νοιαζόταν και αυτή θα νοιαζόταν για εκείνον - έστω κι αν η τελευταία έπρεπε να συνειδητοποιήσει εξαρχής ότι δεν θα ήταν η μοναδική γυναίκα στη ζωή του. Αλλά ποτέ επίσης δεν υπέκυψε στην αποθάρρυνση της σεξουαλικότητάς του, υπό οποιαδήποτε οπισθοδρομική απειλή των σκοταδιστικών κύκλων που απαιτούσαν να ποινικοποιήσουν ολόκληρη τη σεξουαλική ζωή του καθενός. Ως εκ τούτου το βαθύτερο μήνυμα που κήρυσσε στην πράξη ο Mr Playboy δεν ήταν ένας σώνει και καλά ερωτισμός, αλλά η διαφυγή, κυριολεκτικά η απόδραση, από τα αντιδραστικά και παρωχημένα ταμπού. 

Ωστόσο με την είσοδο του έντονα ψηφιακού νέου αιώνα η απήχησή του παραδόξως αυξανόταν στους εφήβους και τα νεανικά κοινά. Ενδεχομένως επειδή έμοιαζε με το είδος εκείνων των ευχάριστων ρετρό παππούδων που στα νιάτα τους έριξαν στο κρεβάτι άφθονες ονειρεμένες γκόμενες και οι οποίοι δεν θα έλεγαν ποτέ όχι στους εγγονούς τους για οποιαδήποτε υγιή εξαλλοσύνη. Παρ’ όλα αυτά, το σκηνικό άλλαζε ραγδαία και η ψυχαγωγική αυτοκρατορία που οικοδόμησε έφθινε λειτουργικά και ξεθώριαζε εμπορικά. 




«Υou are the man!»

Οπουδήποτε αλλού ο σεβασμός προς το πρόσωπό του θα είχε ανταμειφθεί με μια τιμητική διάκριση ή έναν τίτλο ευγενείας όπως ο Μικ Τζάγκερ έγινε σερ Μάικλ Τζάγκερ από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Στη δημοκρατική, όμως, Αμερική τού αρκούσε ότι σε έναν μικρό δρόμο της γενέτειράς του χαρίστηκε το όνομά του ενώ προστέθηκε προς τιμήν του ένα αστέρι στο πεζοδρόμιο του Hollywood Walk of Fame στη Χόλιγουντ Μπούλεβαρντ. Για τον Χεφ, πάντως, το μεγαλύτερο έπαθλο της λαμπρής 65χρονης εκδοτικής καριέρας του ήταν να τον αναγνωρίζουν δημοσίως οι νεότεροι επευφημώντας τον με την ατάκα: «You are the man!».

Δεν υπήρχε μεγαλύτερη φιλοφρόνηση για τον ίδιο. Ετσι κι αλλιώς, στην προχωρημένη ηλικία του, αλλά σταθερά πνευματικά ακμαίος, είχε συνειδητοποιήσει από καιρό ότι δεν είχε πια να συνεισφέρει κάτι φρέσκο στο αμερικάνικο όνειρο. Διέθετε όμως την επιμονή, την ενέργεια και τον εγωισμό να διαψεύδει έμπρακτα ότι έμοιαζε με φαραώ στην ταφική του πυραμίδα στους λόφους του βορειοδυτικού Λος Αντζελες. Δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τον θάνατο, αφού σε ανύποπτο χρόνο είχε άφοβα δηλώσει: «Μια μετά θάνατον ζωή θα ήταν μια πολύ καλή συμφωνία. Ευχαρίστως θα την υπέγραφα. Μέχρι τότε, παροτρύνω τον καθέναν να ζήσει αυτή τη ζωή σαν να μην υπάρχει μετά θάνατον ανταμοιβή. Και να το κάνει με ηθικό τρόπο που να αφήνει αυτό τον κόσμο λίγο καλύτερο απ’ ό,τι τον βρήκε».

Δεν το έβαλε κάτω ακόμη κι όταν οι κολλητοί του συνθεατές λιγόστεψαν δραματικά στην ιδιωτική κινηματογραφική αίθουσα που έμοιαζε να στοιχειώνει από τις δόξες του παρελθόντος. Ούτε πάρτυ σταμάτησε να διοργανώνει, αν και στο λυκόφως των 90 χρόνων του ήταν ευδιάκριτο ότι οι θρυλικές ψυχαγωγικές νύχτες είχαν φάει τα ψωμιά τους και ο ίδιος είχε πουλήσει από πέρυσι κιόλας το επώνυμο «παλάτι» του στον γείτονά του, τον ελληνικής καταγωγής 32χρονο μεγιστάνα Ντάρεν -ποιος είναι αυτός;- Μητρόπουλο. 


Ποζάροντας με φόντο τον Παρθενώνα κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 




«Κάναμε σεξ σαν να μην υπήρχε αύριο»

«Εδώ, στα μέσα των 70s, σε κάθε πόντο του κτήματος με τη βίλα που αγόρασε ο Χεφ το 1971 μετακομίζοντας από το Σικάγο, ζούσαμε μια απολύτως ευδαιμονική παρεκτροπή από τα συνηθισμένα. Τρώγαμε λίγο, κοιμόμασταν ελάχιστα, πίναμε πολύ, φουμάραμε περισσότερο, κάναμε σεξ σαν να μην υπήρχε αύριο», μου έλεγε κάποτε η 80χρονη σήμερα βέρα Καλιφορνέζα Μέριλιν Γκραμπόφσκι, επί δεκαετίες υπεύθυνη φωτογραφήσεων της δυτικής ακτής για τα κεντρικά γυμνά centerfolds του περιοδικού. 

«Αλλες εποχές. Βιετνάμ, αντιπολεμικός ακτιβισμός, ριζοσπαστικοποίηση, Γουότεργκεϊτ, σεξουαλική απελευθέρωση. Και εμείς είχαμε την πεποίθηση ότι δεν βγάζαμε απλώς ένα περιοδικό που πουλούσε 7,5 εκατομμύρια τεύχη κάθε μήνα, αλλά ότι αλλάζαμε τον κόσμο. Γι’ αυτό και χαλαρώναμε, επειδή πιστεύαμε ότι βρισκόμασταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Κολυμπούσαμε γυμνοί στην απαγορευμένη για τους απλούς επισκέπτες σπηλιά του ρωμαϊκού λουτρού, το περίφημο Grotto, μετά αράζαμε και λιαζόμασταν πλάι στην πισίνα της επιφάνειας, χαϊδευόμασταν, παίζαμε τένις, ποδοσφαιράκι, μπιλιάρδο και ατελείωτες παρτίδες τάβλι σαν παιδιά και ο μήνας είχε εννιά», μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε επιζήσας της συντακτικής ομάδας του περιοδικού εκείνης της έντονης, από κάθε άποψη, εποχής. 

Αρχές του 1975, στην έπαυλή του στο Σικάγο, με την Lillian Müller μία από τις διασημότερες Playmates. 


Ο πολυεκατομμυριούχος πια Χεφ διέθετε ήδη ιδιωτικό τζετ βαμμένο μαύρο, με το γνωστό λογότυπο με το άσπρο κουνελάκι να δεσπόζει στην ουρά του αεροσκάφους. Ηταν εξοπλισμένο με πλήρες μαγειρείο σε 24ωρη βάση, σαλόνι, ντίσκο, εξοπλισμό ταινιών και βίντεο, μπαρ και υπνοδωμάτια για 16 άτομα. Είχε πια απογειωθεί επιχειρηματικά και επεκτεινόταν διεθνώς διαθέτοντας 23 λέσχες με καζίνο Playboy, ξενοδοχειακά θέρετρα, εκδόσεις βιβλίων, εταιρεία εμπορίου ρούχων και αξεσουάρ, εταιρεία παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων και ταινιών, καθώς και εταιρεία ενοικίασης λιμουζίνων. Συνολικά απασχολούσε 5.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 1.000 γυναικών σερβιτόρων, γνωστών ως Bunnies, ντυμένων με σφιχτά σκούρα μαύρα μεταξωτά κοστούμια, έναν γούνινο φιόγκο στα οπίσθια σε στυλ ουράς ενώ ισορροπούσαν σε 10ποντα τακούνια. Το πλατύ συντηρητικό κοινό φανταζόταν σεξουαλικά όργια σε κάθε -αναμφίβολα πορνογραφικό, όπως βασίμως υποψιάζονταν- βήμα του. Αδυνατούσε να πιστέψει ότι ο τύπος που πρωτοαντιλήφθηκε ότι δεν θα γκρεμιστεί δα και ο ουρανός αν κάποια ελκυστικά κορίτσια ποζάρουν με γυμνά στήθη δεν ήταν άλλος ένας αχαΐρευτος σεξομανής και εκμεταλλευτής γυναικών. Μάταια προσπαθούσε να πείσει τους κοκκινόσβερκους αντιδραστικούς και τους αρτηριοσκληρωτικούς πάστορες ότι το περιοδικό του δεν ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο στις εμφανίσιμες γυμνές γυναίκες - οι οποίες δεν ήταν σώνει και καλά ηλίθιες και αποκλειστικές ερωμένες στο αχανές χαρέμι του.

Αντίστοιχη μάχη έδινε απέναντι στις αντισηπτικές φεμινίστριες της εποχής που τον κατηγορούσαν ότι κρεμάει γυμνά γυναικεία σώματα στα μανταλάκια των περιπτέρων και τα ράφια των περιοδικών όπως περίπου ο χασάπης το ωμό κρέας στο τσιγκέλι του. Ανευ αντικρίσματος πάσχιζε να τις πείσει ότι η γυναίκα ήταν η σημαντικότερη δικαιούχος της απελευθερωτικής σεξουαλικής επανάστασης, καθώς αυτή του επέτρεπε μετά από αιώνες υποδούλωσης να είναι φυσικά σεξουαλικά όντα, όπως στερεοτυπικά θεωρούνταν και οι άνδρες. Στον βρόντο πήγαιναν οι προσπάθειές του να συμπορευτούν και αυτές με το έντυπό του, που ως αντίδοτο στον πατροπαράδοτο πουριτανισμό ασχολούνταν ακόμη με την άρση των φυλετικών φραγμών και την έναρξη μιας πολιτιστικής συζήτησης για τη σεξουαλικότητα και την υποστήριξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο,τι όμως έχανε ο Χεφ από τις αντιδράσεις των σχεδόν μεσαιωνικών απαρχαιωμένων αντιλήψεων, το αναπλήρωνε σύντομα και με το παραπάνω από την ανοιχτόμυαλη πρωτοπόρα και νεανική μερίδα της κοινωνίας. 


«Αν δεν το κουνάς, μην το χτυπάς»

Στην πραγματικότητα, όμως, η αποκόμιση γρήγορων κερδών και οι αστραπιαίες προσοδοφόρες επενδύσεις κινδύνευαν από το ευδαιμονικό ραχάτι του στενού περίγυρου των συνεργατών του στο περιοδικό, το οποίο συνέχιζε να εδρεύει στο Σικάγο. «Μόνο αυτός μέσα στην κεφάτη ευφορία είχε κάποια αμυδρή αίσθηση εγρήγορσης για τα deadlines μιας εκδοτικής επιχείρησης», μου έλεγε πριν από χρόνια ο λιγομίλητος Στέφεν Βάιντα, ένας από τους φωτογραφικούς πυλώνες του περιοδικού. Ανέβαινε από τη στενή σκάλα του υπόγειου μπαρόκ θερμαινόμενου τζακούζι στην κρεβατοκάμαρά του, στην οποία δέσποζε ένα υπερμέγεθες στρογγυλό περιστρεφόμενο κρεβάτι κάτω από ένα ταβάνι με καθρέφτες και δούλευε ακατάπαυστα όλη νύχτα φορώντας πιτζάμες, τρώγοντας υπολείμματα από μπισκότα που έκρυβε σε ένα συρτάρι και πίνοντας μόνο -γι’ αυτό ήταν τότε πετσί και κόκαλο- μια ντουζίνα μπουκάλια Pepsi Cola. Αυτή τη μέθοδο, που του είχε γίνει σχεδόν δεύτερη φύση, την είχε υιοθετήσει από τα πρώτα χρόνια της επιτυχίας του περιοδικού στη γενέτειρά του το Σικάγο. Στην ίδια πόλη είχε εγκαινιάσει τον πρώτο κόμβο του σύμπαντος του περιοδικού στο αρχικό Playboy Mansion, ένα αρχοντικό μέγαρο 70 δωματίων φτιαγμένο από γαλλικό τούβλο στη «Χρυσή Ακτή» της λίμνης Μίσιγκαν στο οποίο είχε τότε τοποθετήσει μια μπρούντζινη πινακίδα δίπλα στο ρόπτρο της εξώπορτας που έγραφε στα λατινικά «Si non oscillas, noli tintinnare», μεθερμηνευόμενο χονδρικά «Αν δεν το κουνάς μην το χτυπάς». Εκεί δούλευε παλιομοδίτικα, σαν κανονικός αρχισυντάκτης ημερήσιας εφημερίδας , πάντα καθιστός οκλαδόν στο μονίμως ακατάστατο κρεβάτι του, ακόμα και όταν δεν κρυβόταν εκεί η Playmate του μήνα, όπου τσεκάριζε φιλμ, επιθεωρούσε τις γυμνές φωτογραφίες, έλεγχε κείμενα, επιμελούνταν τα σκίτσα και τις γελοιογραφίες, διόρθωνε χειρόγραφα και έγραφε «σεντόνια» ολόκληρα στη γραφομηχανή εκθέτοντας με καυστική ειλικρίνεια τη φιλοσοφία του. 

Στις αρχές του ’60, μόλις 35 ετών, νεωτεριστής και δυναμικός, είχε ήδη εγκαινιάσει το πρώτο του Playboy Club και είχε αναλάβει δική του τηλεοπτική εκπομπή στην ασπρόμαυρη οθόνη της οποίας εμφανισιακά αναμετριόταν με τη γοητεία του στυλάτου πρωταγωνιστή στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ και ανταγωνιζόταν την έλξη που ασκούσε στη νεολαία ο Τζον Κένεντι. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Χεφ παρέμενε ένας αταλάντευτος δημοσιογράφος με αρχές και ισχυρούς δεσμούς κοινωνικής ευθύνης. Με την πένα του στηλίτευε τις κακοφορμισμένες αξίες μιας παρωχημένης ηθικής, μιας κουρελιασμένης ευπρέπειας και μιας υποκριτικής αγνότητας. Ακτιβιστής υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, υπέρμαχος των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και φανατικός πολέμιος των νόμων για τη θανατική ποινή, τις μαζικές φυλακίσεις, τις αμβλώσεις, τις φυλετικές και τις κοινωνικές διακρίσεις, αναδείκνυε το φιλελεύθερο προοδευτικό προφίλ του.


Το μήνυμά του, ανενδοίαστα δυνατό, καθαρό και ώριμο από καιρό, χτύπησε με γενναιότητα την κεντρική αρτηρία μιας κοινωνίας η οποία λες και το ανέμενε λυτρωτικά. Αποδείχθηκε ότι ήταν μια σίγουρη φόρμουλα επιτυχίας σε μια εποχή κατά την οποία οι ΗΠΑ μπορούσαν να απαγορεύσουν τα αντισυλληπτικά ως εμπόδιο στην αναπαραγωγή και να μην επιτρέπουν τη χρήση της λέξης «έγκυος» στο τηλεοπτικό σόου «I Love Lucy», για να μην αναγκαστούν οι σεναριογράφοι να εξηγήσουν πώς η κατάσταση μιας γυναίκας τείνει να γίνει «ενδιαφέρουσα» χωρίς να μυρίσει τον κρίνο... Σε αυτή τη μεταπολεμική περίοδο ευημερίας αλλά και λανθάνοντος σκοταδισμού, υπό τη σκέπη ενός επιβαλλόμενου παρωχημένου ηθικά συμμορφωτισμού, ο Χεφ δημοσίευσε το 1953 στο πρώτο τεύχος του «Playboy» γυμνές φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρόε μαζί με την υπόσχεση για πιπεράτο χιούμορ, ποιοτική εκλέπτυνση, τέχνη, διασκέδαση και πολιτισμό. Σύντομα το έντυπο έγινε απαγορευμένο, αλλά ευπώλητο, φρούτο για τους εφήβους και μια βίβλος αναψυχής για τους άνδρες με σχετική άνεση χρόνου και χρήματος. 

Μόλις σε έναν χρόνο η κυκλοφορία του περιοδικού άγγιξε τα 200.000 αντίτυπα. Μέσα σε πέντε χρόνια ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο φιλοξενώντας δοκίμια, άρθρα και διηγήματα της αμερικάνικης λογοτεχνικής αφρόκρεμας. Ονόματα όπως των Τζακ Κέρουακ, Βλαντιμίρ Ναμόκοφ, Ρει Μπράντμπερι, Ισαάκ Ασίμοφ, Νόρμαν Μέιλερ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Απνταϊκ, Ντόρις Λέσινγκ υπογράφουν άρθρα του περιοδικού του πλάι σε συνεντεύξεις των Φιντέλ Κάστρο, Μάλκολμ Χ, Μάρλον Μπράντο, Πολ Νιούμαν, Τζον Λένον, Μοχάμεντ Αλι, Τζίμι Κάρτερ. Αναπόφευκτα ο Χεφ άρχισε να γεύεται την επιτυχία του ηδονιστικού αντι-πουριτανισμού του χωρίς καμία ενοχή για τη θρησκευτική ανατροφή του εντός μιας δύσκαμπτης, συντηρητικής, μεσοαστικής οικογένειας Μεθοδιστών. Ντυνόταν πλέον στην πένα, οδηγούσε υπερλουσάτη Μερσεντές κάμπριο, ήταν καλοδεχούμενος σε κομψά καλλιτεχνικά γκαλά, συμμετείχε ισότιμα φορώντας κασμιρένια πουλόβερ σε συζητήσεις κύκλων διανοουμένων κατά της λογοκρισίας. Ηταν πια φίρμα όταν η σύλληψή του για προώθηση άσεμνων φωτογραφιών σφυρηλατούσε τον αντι-σεμνότυφο θρύλο του. Ηταν πλέον ο ριζοσπαστικά προσανατολισμένος κύριος Χέφνερ που καλούσε σε πριβέ πάρτυ του την Αρίθα Φράνκλιν να τραγουδήσει για πρώτη φορά στη ζωή της μπροστά σε ακροατήριο λευκών. «Και αντιρατσιστής και μεταμφιεσμένος νταβατζής», του επιτίθονταν λυσσασμένες ορδές αντιδραστικών. Τους απαντούσε με χιούμορ ότι το «Playboy» εκμεταλλεύεται το σεξ με τον ίδιο τρόπο που η «Sports Illustrated» εκμεταλλεύεται τα αθλήματα. Και τους υποδείκνυε πως μόνο οι προϊστορικές οντότητες υπακούν στους κώδικες της ζούγκλας. Παράλληλα, ποτέ του δεν ξεχνούσε να ευχαριστεί δημοσίως τα κορίτσια που ποζάριζαν στο περιοδικό. «Χωρίς εσάς θα ήμουν ο εκδότης ενός λογοτεχνικού εντύπου», τους έλεγε. Και εν μέρει δικαιολογούσε όσους ισχυρίζονταν ότι αγόραζαν το περιοδικό για τα άρθρα του. «Ναι, αλλά το διάβαζαν με το ένα χέρι», σχολίαζε δεικτικά ο συγγραφέας Τομ Γουλφ. 


Λίγα μόλις χρόνια πριν, ένα μελαγχολικό χειμωνιάτικο βράδυ του 1952, ο Χεφ διασταύρωνε τον κορεσμό του με την αρχή κατάθλιψης. Ταλαντευόταν αμήχανα πάνω σε μια γέφυρα του ποταμού Σικάγο - της πόλης των σφαγείων και των ανέμων. Βασανιζόταν αν θα έπρεπε να φουντάρει ή όχι. Η ζωή του πήγαινε χάλια και οι φιλοδοξίες του μαράζωναν κατρακυλώντας από το κακό στο χειρότερο. Βίωνε από τριετίας, μόλις στα 26 του, έναν άθλιο γάμο με τη μαζορέτα του Γυμνασίου του και μια κακοπληρωμένη δουλειά με πενιχρή αμοιβή 5 δολάρια την εβδομάδα ως τριτοκλασάτος υλατζής στο περιοδικό «Esquire». Μετά από μια αδιάφορη θητεία στον στρατό και ένα εξίσου ανούσιο πτυχίο Ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, ήταν απένταρος και στριμωγμένος ασφυκτικά σε μια μουντή καθημερινότητα όπου όποιο χάρισμα κι αν διέθετε βούλιαζε. Τελικά, το ένστικτο αυτοσυντήρησης δεν τον άφησε να βουτήξει στα κρύα νερά του ποταμού. Επέστρεψε στο στενόχωρο διαμέρισμά του στο Χάιντ Παρκ, όπου μόλις είχε μετακομίσει φεύγοντας από το οικογενειακό σπίτι, το οποίο μοιραζόταν ως νιόπαντρος με τους γονείς του. Στην είσοδο του νοικιασμένου διαμερίσματος τον προϋπάντησε το κλάμα της νεογέννητης κορούλας του, της Κρίστι. Τράβηξε βαρύθυμα μέχρι τη μικρή κουζίνα και, αντί να σωριάσει με αναφιλητά το κεφάλι του στο τραπέζι, άρχισε να σχεδιάζει πάνω του το δικό του περιοδικό. Αποφάσισε να το ονομάσει το περιοδικό «Stag party», αλλά ήδη υπήρχε έντυπο με αυτόν τον τίτλο. Το «Playboy» ήταν η δεύτερη επιλογή του. Την έμπνευση για το σήμα του την ανέσυρε από μια παιδική του κουβέρτα με σχεδιασμένα πάνω της κουνελάκια. Τις επόμενες μέρες παράτησε τη δουλειά του και βγήκε παγανιά για δανεικά. Τσόνταραν ρεφενέ στη δική του συρμαγιά των 600 δολαρίων συνολικά 45 φίλοι και συγγενείς - με πρώτη χρηματοδότη τη μητέρα του. Σε λίγους μήνες κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού. Πάνω του δεν φέρει ημερομηνία έκδοσης, επειδή ο ίδιος ήταν βέβαιος ότι δεν θα υπάρξει δεύτερη. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην Ιστορία. 

 
Στη σουίτα με τις τρεις ξανθές

«Τύχη ή ικανότητα;» επιχείρησα να τον ρωτήσω πριν από δέκα τόσα χρόνια, αλλά θαμπωμένος κάπου το έχασα το ερώτημα όταν τον επισκέφθηκα στην ολόλευκη πολυτελή σουίτα των 200 τ.μ. με απέραντη θέα στη Μεσόγειο από τον 32ο όροφο του «Hotel Arts» της Βαρκελώνης. Με υποδέχτηκε ευδιάθετος και καλοπροαίρετος, ντυμένος κάζουαλ με κοντομάνικο πουκάμισο με σταμπωτά διάφορα εξώφυλλα του περιοδικού, απλό ξεβαμμένο τζιν και αθλητικά παπούτσια, καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα μπροστά στην τεραστίων διαστάσεων τηλεοπτική οθόνη υψηλής ευκρίνειας με ένα Xbox 360 στο πάτωμα πλάι της. Μου φάνηκε πιο καλοστεκούμενος απ’ όσο φανταζόμουν, παρά τα ευδιάκριτα εμφυτεύματα των δοντιών που έκαναν αστραφτερό το χαμόγελό του και τη μικροπλαστική επέμβαση λείανσης των ρυτίδων στον λαιμό του, τα οποία και είχε παραδεχτεί δημοσίως με εκείνη την παλιά αμερικάνικη αμεσότητα. Εν τω μεταξύ, στο σαλόνι απ’ όπου μόλις είχε αναχωρήσει ένα τηλεοπτικό συνεργείο, μπαινόβγαιναν οι τρεις ξανθές Κέντρα, Χόλι και Μπρίτζετ που τον πλαισίωναν στο τηλεοπτικό ριάλιτι «The girls next door».

Το μαγνητικά καλλίγραμμο τρίο ξεπερνούσε εμφανισιακά κατά πολύ την εικόνα του ανώνυμου καθημερινού και οικείου «κοριτσιού της διπλανής πόρτας» που εισήγαγε ο Χέφνερ, με την υποθετική και δήθεν ντροπαλή συμφοιτήτρια, γραμματέα, πωλήτρια ή γειτόνισσα που θα αντιπαραβαλλόταν με τις κλισέ διάσημες από εξώφυλλα, σίριαλ ή ταινίες γυναίκες. Κάποτε αυτή η αντίληψη της υγιούς αμερικάνικης ομορφιάς και της πηγαίας σεξουαλικότητας έδρασε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις σελίδες του περιοδικού για να υπονομεύσει εμμέσως έναν άδικο πόλεμο. Υπενθύμιζε στους νεαρούς στρατιώτες που πολεμούσαν στο Βιετνάμ τις γυναίκες και τις ερωμένες που άφησαν πίσω τους και για χάρη τους, αν δεν νικούσαν, το πρόταγμα ήταν τουλάχιστον να επιζήσουν και να επιστρέψουν πίσω σώοι και αρτιμελείς. Βέβαια οι καιροί είχαν αλλάξει δραματικά. Δεν μου έπεφτε, πάντως, λόγος για τις επιλογές του και έκανα την πάπια. Απλώς λόγω της νοερής αναφοράς στο πουλερικό πέρασε από το μυαλό μου ότι ο Χεφ επέμενε να χρησιμοποιεί αισθαντικά χνούδια για τηλεοπτικό ερωτισμό, ενώ ταυτόχρονα το όποιο ιντερνετικό πορνογραφικό σάιτ θα μαδούσε ολόκληρα κοτόπουλα. 


Ατομικό γιοτ το πλοίο της γραμμής


Την ίδια στιγμή αυτός θυμόταν ένα ταξίδι του στην Ελλάδα στις αρχές του ’70, όταν νοίκιασε το πλοίο της γραμμής «Ναϊάς» και το μετέτρεψε προσωρινά σε ατομικό γιοτ για κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου. Στο κατάστρωμα του καραβιού ο φανατικός ταβλαδόρος Χεφ είχε παίξει τότε ατέλειωτες παρτίδες κάνοντας παράλληλα πολύωρη ηλιοθεραπεία. Είχε βγάλει και μια φωτογραφία στον Παρθενώνα μαζί με μια μαύρη ή Κινέζα Playmate. Και πάλι δίστασα να ρωτήσω πώς επέλεξε τότε τη συγκεκριμένη καλλονή για το ενσταντανέ της αθηναϊκής Ακρόπολης, μην τυχόν και παρεξηγηθώ για ανάρμοστη απορία. Στη συνέχεια μου παρέδωσε ένα σύντομο αλλά ολοκληρωμένο μάθημα Αμερικανικής Ιστορίας, ξεκινώντας από τη συνάντηση των πρώτων αποίκων με τους ιθαγενείς Ινδιάνους και φτάνοντας ως τον Μπους και τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Στο φινάλε αυτός ο εμβληματικός άνδρας του μοντέρνου Δυτικού πολιτισμού υπερασπίστηκε τον γάμο των ομοφυλόφιλων. Καμία έκπληξη. Η απόλυτη προστασία των αστικών δικαιωμάτων ήταν για τον ίδιο θέμα αρχής που δεν παραβίασε ποτέ. Στο τέλος, προς ανακούφισή μου, απάντησε περιεκτικά, καίρια και με οξύνοια στα ερωτήματά μου για μια μικρή συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο «Πρώτο Θέμα». Φεύγοντας του είπα συνεσταλμένα ότι θα θεωρούσα μεγάλη μου τιμή μου να φορέσω κάποτε ένα πουκάμισο σαν το δικό του. Κάλεσε αυτομάτως τη γραμματέα του, κάτι σημείωσε και καμιά δεκαριά μέρες αργότερα παρέλαβα πακεταρισμένο στην Αθήνα ένα πανομοιότυπο πουκάμισο. 


Βραβεία Τύπου

Μου έπεφτε λίγο στενό αλλά κοκορευόμουν ότι ήταν προσωπικό δώρο από τον ιστορικό ιδρυτή μιας παγκοσμίως αναγνωρίσιμης και εντέλει διεθνώς αποδεκτής εκδοτικής και ψυχαγωγικής αυτοκρατορίας. Στην παρέα μου με δούλευαν λέγοντας περιπαικτικά πως «αν του ζητούσες καμιά Αμερικανίδα Playmate, σιγά μη σ’ την έστελνε ο τσιγκούνης». Αντε τώρα να εξηγήσεις σε όσους πάντα υποψιάζονταν μια σκοτεινή πτυχή στις δραστηριότητές του ότι ο Χεφ υπήρξε από ήθος και ιδιοσυγκρασία γαλαντόμος και φιλάνθρωπος. Από χρόνια είχε θεσπίσει δύο βραβεία για τους υπερασπιστές της ελευθερίας του Τύπου καθώς και αγωνιστές του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Χορηγούσε ακόμη ετήσιες υποτροφίες σε πανεπιστημιακές σχολές δημοσιογραφίας επειδή ο ίδιος δεν θεωρούσε την άσκησή της απλώς άλλο ένα ακόμα επάγγελμα, αλλά τον τόπο όπου πάλλεται η καρδιά της δημοκρατίας. Ολο αυτό το φιλανθρωπικό έργο παρέμενε μυστηριωδώς άγνωστο. Οταν κάποτε ρώτησα τον γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος στο Ιλινόις Μπιλ Μάροβιτς, πρώην σύζυγο της Κρίστι Χέφνερ, γιατί ο πεθερός του δεν κοινοποιεί και αυτή τη δράση κοινωνικής προσφοράς, μου απάντησε αφοπλιστικά πως «η φιλανθρωπία είναι για την ψυχή, όχι για διαφήμιση». Πιθανότατα για τη σωτηρία της ψυχής του, ο Χεφ αγόρασε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μια κρύπτη πλάι στον τάφο της Μέριλιν Μονρόε στο μαυσωλείο του Westwood Memorial Park. Ισως για να ολοκληρώσει οργανωμένα, παραστατικά και ενδεχομένως μεταφυσικά έναν κύκλο, έχοντας δίπλα του στην τελευταία θέση της αιώνιας ανάπαυσης το πρώτο κορίτσι που του άνοιξε τον δρόμο για την επιτυχία. Αλλά η τελευταία είναι σχετική. Οπως είχε πει και ο ίδιος: «Ακόμη κι αν δεν είχαν εμφανιστεί στην Ιστορία οι αδελφοί Ράιτ, σήμερα θα υπήρχαν αεροπλάνα. Ακόμη κι αν δεν είχε προϋπάρξει ο Τόμας Εντισον, δεν θα μας έλειπαν οι λάμπες και το ηλεκτρικό ρεύμα. Και φυσικά αν έλειπε ο Χιου Χέφνερ θα εξακολουθούσαμε να κάνουμε σεξ. Ισως να μην το απολαμβάναμε τόσο όσο τώρα. Και μόνο από αυτή την άποψη, για σκεφτείτε το, ο κόσμος θα ήταν σίγουρα φτωχότερος». Και σίγουρα πολύ πιο ανιαρός. 

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr