
Μέσα από τις δωρεές τους από την πλατφόρμα, οι χρήστες του efood συνεισφέρουν σε μια πληθώρα σημαντικών σκοπών και αναδεικνύουν τον καθοριστικό κοινωνικό ρόλο της κορυφαίας υπηρεσίας delivery στην Ελλάδα.
Ο Λαρς φον Τρίερ γεννήθηκε στη Δανία στις 30 Απριλίου 1956, σε μία πόλη βόρεια της Κοπεγχάγης και σε ηλικία μόλις 11 ετών ξεκίνησε να «σκαρώνει» τις πρώτες του ταινίες.
Σπούδασε θεωρία του κινηματογράφου στην Κινηματογραφική Σχολή της Κοπεγχάγης και σε ηλικία 25 ετών κέρδισε δύο βραβεία στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογραφικών Σχολών του Μονάχου.
Εμπνευστής και πρωτεργάτης του Δόγματος 95, μαζί με τον Τόμας Βίντεμπεργκ o αμφιλεγόμενος Τρίερ υποστηρίζει τη ρεαλιστική κινηματογράφηση, με κάμερα στο χέρι, χρώμα, εξωτερικά πλάνα και χωρίς φίλτρα, καταργώντας αυτό που λέμε την «αμερικανιά», αν και οι ταινίες του έχουν διάφορες προσεγγίσεις.
Πήρε το επίθετό του από τον Ουλφ Τρίερ, τον άνδρα που θεωρούσε ως πατέρα του μέχρι το 1989, όταν διαπιστώθηκε από τεστ DNA, ότι ο βιολογικός του πατέρας ήταν ο υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων της Δανίας, Φριτς Μίκαελ Χάρτμαν.
Ωστόσο, διατήρησε το επίθετό του και στην ηλικία των 25 πρόσθεσε το γερμανικό τίτλο ευγενείας «Φον».
O 61χρονος Λαρς φον Τρίερ είναι συνηθισμένος στις αντιπαραθέσεις. Το 2011 χαρακτηρίστηκε persona non grata στις Κάννες, αφού δήλωσε ότι «κατανοεί» τον Χίτλερ.
Στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία του «Melancholia», ερωτηθείς για τις γερμανικές του ρίζες, είπε: «Για πολύ καιρό πίστευα ότι ήμουν Εβραίος και ήμουν ευτυχισμένος που ήμουν εβραίος». «Έπειτα συνάντησα την (Δανοεβραία σκηνοθέτιδα) Σούζαν Μπίερ και δεν ήμουν τόσο ευτυχισμένος. Αλλά έπειτα ανακάλυψα ότι ήμουν στην πραγματικότητα ναζί. Η οικογένειά μου προέρχεται από τη Γερμανία. Και αυτό μου έδωσε και κάποια ικανοποίηση. Τι να πω; Καταλαβαίνω τον Χίτλερ. Συμπάσχω μαζί του».
«Δεν εννοώ ότι είμαι υπέρ του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και δεν είμαι κατά των εβραίων, ούτε καν κατά της Σούζαν Μπίερ» συνέχισε. «Στην πραγματικότητα είμαι πολύ υπέρ τους. Όλων των εβραίων. Καλά, το Ισραήλ είναι μπελάς» είπε. Σταμάτησε για λίγο και έπειτα συνέχισε: «Πώς να το πω αυτό; Οκ. Είμαι ναζί».
Μετά τις προκλητικές δηλώσεις του και αφού οι διοργανωτές του Φεστιβάλ του ζήτησαν εξηγήσεις, ο Λαρς φον Τρίερ εξέδωσε δήλωση, με την οποία ζητούσε συγγνώμη.
Η Μπιορκ Γκούδμουντσντοτιρ καλύπτει πολλά είδη μουσικής, όπως ποπ, τριπ χοπ, εναλλακτική ροκ, τζαζ, ατμοσφαιρική μουσική, ηλεκτρονική, φολκ και κλασική μουσική.
Γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1965 στην πόλη Ρέικιαβικ της Ισλανδίας το 1965. Στην ηλικία των πέντε ετών εισήχθηκε στο μουσικό σχολείο Barnamúsikskóli Reykjavikur όπου φοίτησε για τα επόμενα δέκα χρόνια και πέρα από το τραγούδι, έμαθε να παίζει πιάνο και φλάουτο.
Ένας από τους δασκάλους της έδωσε στο RUV, το μοναδικό τότε ραδιοφωνικό σταθμό της Ισλανδίας, μία ηχογραφημένη κασέτα της Μπιορκ στην οποία τραγουδούσε το I love to love της Τίνα Τσαρλς. Η ηχογράφηση αυτή μεταδόθηκε στον αέρα – στο άκουσμα της, ο αντιπρόσωπος της δισκογραφικής εταιρίας Fálkinn επικοινώνησε αμέσως με την Μπιορκ.
Με τη βοήθεια του πατριού της, ο οποίος έπαιζε κιθάρα, ηχογράφησε ένα άλμπουμ (1977) με ισλανδικά παιδικά τραγούδια και διασκευές γνωστών τραγουδιών όπως το The Fool on the Hill των Beatles. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος.
Η pανκ-ροκ άρχισε να επηρεάζει την Μπιορκ στην ηλικία των 14 ετών, σχηματίζοντας έτσι μία κοριτσίστικη μπάντα (Spit and Snot) και γρήγορα ακολούθησε ένα τζαζ συγκρότημα με την ονομασία Exodus (1979). Το 1980, αποφοίτησε από το μουσικό σχολείο και ένα χρόνο αργότερα αυτή και ο μπασίστας Τζέικομπ Μάγκνουσον σχημάτισαν τους Jam-80 που μετονομάστηκαν σε Tappi Tikarrass. Το άλμπουμ τους Miranda κυκλοφόρησε το 1983.
Στη συνέχεια η Μπιορκ μαζί με τους Einar Örn Benediktsson, Einar Melax, Guðlaugur Óttarsson και τον Μπιργκίρ Μόργκενσεν δημιούργησαν τους KUKL (στα ισλανδικά σημαίνει μαγεία), που ο ήχος τους έμοιαζε αρκετά με Γκόθικ ροκ. . Η μπάντα παρουσίασε δύο άλμπουμ (The Eye (1984), Holidays in Europe (1986)). Το καλοκαίρι του 1986, μερικά μέλη των KUKL σχημάτισαν τους Puk1, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Sugarcubes.
Το πρώτο σινγκλ των Sugarcubes, Ammaeli, έγινε επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία και έτσι υπέγραψαν συμβόλαιο με την One Little Indian (Μεγάλη Βρετανία) και την Elektra Records (ΗΠΑ). Ηχογράφησαν τον πρώτο δίσκο τους Life’s Too Good το 1988, κάνοντας τους το πιο επιτυχημένο ισλανδικό συγκρότημα.
Παράλληλα η Μπιορκ συμμετείχε σε διάφορους σχεδιασμούς που αφορούσαν την τζαζ και τη χάουζ μουσική. Η μπάντα διαλύθηκε το 1992 λόγω των εντάσεων μεταξύ της Μπιορκ και του Einar Örn Benediktsson. Έτσι η Μπιορκ ξεκίνησε σόλο καριέρα στο Λονδίνο.