Τζίνα Αλιμόνου - Παύλος Βαρδινογιάννης: Το χρονικό ενός «δολοφονικού» διαζυγίου

Οι μπίζνες του Βαρδινογιάννη και η απομόνωση της Τζίνας στο «νεκροταφείο των πλουσίων» πυροδότησαν το διαζύγιο που εξελίσσεται σε ματωμένο πόλεμο, με θύματα τα παιδιά που ποτέ δεν φταίνε

Δυσδιάκριτη η απόσταση ανάμεσα στον έρωτα και το μίσος. Αγαπηθήκαμε. Και τώρα θα «σκοτωθούμε». Ετσι, από την ερωτική κλίνη καταλήγουν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Και οι επώνυμοι στα μανταλάκια των περιπτέρων. Ετσι, από το «αγάπη μου» στο «εχθρός μου». Και έτσι η ιστορία του Παύλου με την Τζίνα θυμίζει τη σχέση του Ολιβερ με την Μπάρμπαρα. Του Μάικλ Ντάγκλας με την Κάθλιν Τέρνερ στην αλησμόνητη και εμβληματική ιστορία «Ο πόλεμος των Ρόουζ».

Μεταφορική και συμβολική η ονομασία «Rose». Τριαντάφυλλο. Ροδοπέταλα. Και είναι οξύμωρο και αντιφατικό. Γιατί, πώς είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει και να συμβεί πόλεμος ανάμεσα σε δύο «τριαντάφυλλα»; Κι όμως, μπορεί. Και συμβαίνει άπειρες φορές, σε άπειρους γάμους, μετά από άπειρα ειδύλλια και από άπειρα ζευγάρια. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου!

Καταρρακτώδης, όξινη βροχή

Επειδή, λοιπόν, και εγώ από διαζευγμένους γονείς. Επειδή είναι οικεία και γνώριμη η πληγή. Επειδή γύρω μου τα διαζύγια πέφτουν βροχή. Καταρρακτώδη, όξινη βροχή. Επειδή το περιβάλλον είναι τοξικό. Επειδή τους γνώρισα. Επειδή μαζί τους πολλές σκέψεις και πολλές ιδέες μοιράστηκα. Και επειδή τις κατηγορίες, από τις δικογραφίες, διάβασα. Και επειδή οι κατηγορίες είναι από ακραίες έως «δολοφονικές».

Για όλους αυτούς τους λόγους σκέφτηκα πως μια μαρτυρία, με την ψυχραιμία ενός αντικειμενικού παρατηρητή, θα ήταν χρήσιμη. Μια προσπάθεια ψηλάφησης κάποιας αλήθειας. Μια χειρονομία καλής θέλησης. Μια γέφυρα ψυχραιμίας, αυτογνωσίας και συμφιλίωσης. Μακριά από το σκάνδαλο. Μακριά από την αγοραία πρόκληση. Και μακριά από το λάδι που μπορεί να φουντώσει ακόμα περισσότερο την πυρκαγιά. Η ακεραιότητα, έλεγε κάποιος σοφός, είναι το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο. Και το τίμημα για την απόκτηση και τη φροντίδα της, ακόμα μεγαλύτερο. Πόσοι μπορούν να παραμένουν ακέραιοι σε έναν κόσμο όπου όλοι σχεδόν αγοράζονται και όλοι θέλουν να αγοράσουν; Η τιμή της αγάπης τιμή δεν έχει. Ελεγε στο μυθιστόρημά του ο τιτάνας Κωνσταντίνος Θεοτόκης.

Κι όμως, η τιμή της αγάπης καταλήγει σε ακραίες αλληλοκατηγορίες. Συνηθισμένες σε άπειρα διαζύγια. Τα περισσότερα, σχεδόν όλα, τα αγνοούμε. Ποιος ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τον χωρισμό και το διαζύγιο του, φέρ’ ειπείν, Στράτου με τη, φέρ’ ειπείν, Σούλα; Ουδείς!

Ομως του Πέτρου Κωστόπουλου με την Τζένη Μπαλατσινού; Του Αλέξη Κούγια που «σκοτώθηκε» με την Εύη Βατίδου; Της Ελένης Μενεγάκη με τον Γιάννη Λάτσιο; Της Νατάσας Θεοδωρίδου με τον Ανδρέα Φουστάνο; Της Αθηνάς Ωνάση με τον Αλβάρο Αλφόνσο ντε Μιράντα Νέτο; Του Παύλου Βαρδινογιάννη με την Τζίνα Αλιμόνου;







Οι ζωές -και οι πομπές- των άλλων

Α, εδώ το ψητό! Εδώ η κλειδαρότρυπα. Εδώ το τρικούβερτο γλέντι. Εδώ τα άπλυτα. Εδώ οι ζωές των άλλων. Να χαιρόμαστε με τις ζωές των άλλων. Να ηδονιζόμαστε με τα άπλυτά τους. Τις απιστίες τους. Τα «ασημικά» τους. Που τα διαμοιράζουν στα δικαστήρια. Να τους βγάλουμε βούκινο. Να τους εξευτελίσουμε. Γιατί όχι; Αφού πρώτοι εκείνοι ευτελίζουν τον έρωτα, την αγάπη, τη σχέση τους, τα παιδιά τους. Κάπως έτσι ξεχνάμε τις δικές μας πομπές. Κάπως έτσι, φυσικά προσωρινά, ξεπλένουμε τα δικά μας άπλυτα, διαδίδοντας με μειδιάματα και χλευαστικά σχόλια τα δικά τους άπλυτα. Κάπως έτσι βολεύονται οι δικές μας ενοχές. Οι δικές μας τύψεις. Κάπως έτσι, προσωρινά, λαμβάνουμε συγχωροχάρτι για τα δικά μας «εγκλήματα». Μικρά και μεγάλα. Κάπως έτσι δικαιολογούμε μέσα μας τους χαρακτηρισμούς που είχαμε εκτοξεύσει για την πρώην γυναίκα μας, για τον πρώην σύζυγο, για τη μητέρα και τον πατέρα των παιδιών. Πως «είναι πουτάνα, κύριε πρόεδρε». Και πως «με ξυλοφόρτωνε ο άθλιος από το πρωί μέχρι το βράδυ και τις νύχτες τριγυρνούσε με τις πουτάνες του, κύριε πρόεδρε».

Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε δικηγόρο, ένα πράγμα θα σας βεβαιώσει από την πείρα του. Πως τέτοιες αλληλοκατηγορίες και τέτοιες «πολεμικές αντιπαραθέσεις» συμβαίνουν σε πολλά μα πάρα πολλά διαζύγια. Ολων των ταξικών, κοινωνικών στρωμάτων. Ολων των μορφωτικών επιπέδων. Ολων των ηλικιών. Και όλων των κατηγοριών. Ακόμα και μισή ρίζα ελιάς έχει καταλήξει λεία δύο πρώην συντρόφων. Που προκειμένου να την αποκτήσουν παραλίγο να ξεριζώσουν τα μάτια ο ένας του άλλου. Τόσο ασυγκράτητο μίσος. Και τόσο αθεράπευτη τυφλότητα! Ολα αυτά τα γράφω όχι επειδή επιθυμώ να εξωραΐσω πρόσωπα και καταστάσεις. Αλλωστε δεν έχω τίποτα να κερδίσω, να αποσπάσω κάτι από τον έναν ή τον άλλον. Ποτέ δεν ζήτησα κάτι από τους δύο. Εχει σημασία αυτό. Ούτε χρωστάω, ούτε μου χρωστάνε. Φροντίζω οι σχέσεις μου να βασίζονται σε αμοιβαία εκτίμηση. Και η εκτίμηση κερδίζεται με την ανιδιοτέλεια. Για παράδειγμα, ποτέ δεν εργάστηκα -ή έστω στιγμιαία συνεργάστηκα- με το κανάλι STAR, ιδιοκτησίας της οικογένειας Βαρδινογιάννη. Ούτε με τα υπόλοιπα μέλη της μεγάλης και πανίσχυρης αυτής φαμίλιας σχετίστηκα. Ποτέ!

Η αγάπη ήρθε νωρίς

Η γνωριμία έγινε από ένα ζευγάρι κοινών φίλων. Ουδεμία σημασία έχει το όνομά τους. Το ζευγάρι είναι κουμπάροι τους. Και από την αρχή είχαν εκφράσει, σε εμένα, τα θετικά τους σχόλια για τον Παύλο και την Τζίνα. Βέβαια η πρώτη προκατάληψη που προκύπτει στις σκέψεις σου είναι πως το χρήμα και η εξουσία είναι οι δύο «σπάνιες αρετές», τα ακατανίκητα αφροδισιακά που κάνουν την καρδιά κάθε γυναίκας να ταράζεται και να υποκύπτει από τη γνωριμία με κάποιον μαικήνα. Μια γνωριμία που ίσως καταλήξει στο περιπόθητο στεφάνι. Συμβαίνει. Σε όλους. Ομως όταν τους γνώρισα από κοντά πείστηκα για τα αισθήματα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον. Και που διακριτικά δεν το έκρυβαν. Αλλωστε όταν για πρώτη φορά τούς συνάντησα ήδη είχε προκύψει στην οικογενειακή τους εστία το πρώτο παιδί, η τρισχαριτωμένη Ανδριάνα.

Ενα κορίτσι που όταν το έβλεπες δεν έφερε κανένα από τα χαρακτηριστικά ενός πλάσματος κακομαθημένου από το πλούσιο περιβάλλον της. Με έναν λόγο, εκ πρώτης αλλά και δευτέρας όψεως, ο Παύλος, η Τζίνα και η μικρή Ανδριάνα δεν ανταποκρίνονταν στα γνωστά στερεότυπα, όπως «πλούσιοι και ακατάδεκτοι», «αδιάφοροι», «κυνικοί» και άλλα τέτοια.

Μάλιστα, αν θυμάμαι καλά, το οικογενειακό περιβάλλον της Τζίνας, από κάποιο χωριό κοντά στη Σπάρτη, διαθέτει και εκπέμπει αρχοντική λαϊκότητα και κοινωνική ευαισθησία. Μάλιστα ο Παύλος διαρκώς ανήσυχος για τα πολιτικά δρώμενα. Διαρκώς επιθετικός εναντίον κάθε ελληνικής παθογένειας και κάθε κομματικού μικροσυμφέροντος. Και διαρκώς, σε όλες τις συναντήσεις και τις κουβέντες, η πολιτική, με όλες τις παραλλαγές της, ήταν και είναι στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του. Η βασική αιτία αυτής της δικής του πολιτικοποίησης, και όχι κομματικοποίησης, ήταν το παρελθόν του και το προσωπικό βιογραφικό του. Επειδή μεγάλωσε στο εξωτερικό. Επειδή είχε βιωματικά εκτιμήσει τα πλεονεκτήματα οργανωμένων κοινωνιών. Και επειδή έτσι η Ελλάδα γι’ αυτόν έμοιαζε με κάτι το τριτοκοσμικό, το αθεράπευτο και το εχθρικό.






Εκείνος με την πολιτική, εκείνη με το θέατρο

Εξαιτίας αυτής της ριζωμένης σχέσης του με κάθε οργανωμένη δυτική κοινωνία, ιδιαίτερα με την Ελβετία και τις ΗΠΑ, γι’ αυτό από την αρχή της γνωριμίας μας τον άκουγα να εκφράζει τη βαθιά του επιθυμία να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί οριστικά με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Αυτή η επιθυμία του, να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, ήταν η αιτία της αναταραχής, της δυσαρμονίας και του διαζυγίου με την Τζίνα. Φυσικά η μετακίνηση σε μια άλλη χώρα δεν μπορεί από μόνη της να προκαλέσει μια τέτοια «πολεμική συνθήκη» ανάμεσα σε δύο αγαπημένα πρόσωπα. Ομως ποιος γνωρίζει τόσο καλά τι συμβαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι όταν κλείνει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας; Κανείς. Ισως ούτε οι ίδιοι. Οι συζητήσεις και οι κουβέντες με τον Παύλο, εκτός από την πολιτική, ανεξάντλητη σε σημείο κόπωσης και αφόρητης επανάληψης, περιελάμβαναν και το γνωστό αντρικό αλατοπίπερο του ποδοσφαίρου, του γηπέδου και της αντιπαράθεσης. Επειδή εκείνος «βάζελος», εγώ «χανουμάκι». Και επειδή μ’ αρέσει να πειράζω τους φίλους μου, διαρκώς σχολίαζα, για να τον ερεθίσω, τα «επιτεύγματα» της ομάδας του, των προέδρων της και των αλλεπάλληλων αποτυχιών της από τον αιώνιο αντίπαλο, τους «γαύρους». Ηταν η πλάκα μας! Η Τζίνα, από την άλλη, σε διαρκή ανησυχία για την καριέρα της.

Στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Στην αρχή προσπερνούσα τους προβληματισμούς της. Πιστεύοντας ότι εκείνη και το θέατρο, πράγματα αντίθετα και ασύμβατα. Ελα τώρα, έλεγα μέσα μου. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η όμορφη γυναίκα, ένα πρώην μοντέλο, με το θεατρικό σανίδι;

Ομως εκείνη με την επιμονή της με έσπρωξε να δρασκελίσω το κατώφλι μιας θεατρικής σκηνής στην οποία εμφανιζόταν. Ετσι, προς έκπληξή μου, ανακάλυψα αρκετά ίχνη ταλέντου. Και πως αν τα καλλιεργούσε πεισματικά και στοχοπροσηλωμένα, μακριά από τις ευκολίες και τις ρηχές κοσμικές, εμπορικές συνταγές, θα μπορούσε να αναδειχθεί και να καθιερωθεί ως μία από τις πολλές θεραπαινίδες του θεάτρου. Συμφωνούσε μαζί μου και μάλιστα διαρκώς μου ζητούσε να μεσολαβήσω ώστε να γνωρίσει καλλιτέχνες διαφορετικούς, απαιτητικούς, εναλλακτικούς. Ετσι, έναν απ’ αυτούς τον είχε προσκαλέσει στο πάρτυ που διοργάνωνε μία φορά τον χρόνο, αλλά εκείνος (δεν έχει σημασία το όνομά του) όχι απλώς αδιαφόρησε, αλλά, θα έλεγα, την περιφρόνησε. Λάθος του.

Αυτός ο ακατανίκητος φόβος για τα μικρόβια

Αυτή η περιφρόνηση προς κάθε γνωστό όνομα, «λερωμένο» από κοσμικότητα και φτηνή δημοσιότητα, είναι ελληνική συνήθεια. Γεγονός που δεν συμβαίνει ούτε στο Χόλιγουντ ούτε στη Γαλλία. Σε καμία σοβαρή, οργανωμένη, δυτική κινηματογραφία. Το ίδιο και με τον Σάκη Ρουβά. Που όταν τον είδα να πρωταγωνιστεί σε ένα θρίλερ με σκηνοθέτη από τον Καναδά, θαύμασα τις ερμηνευτικές, ευέλικτες, ικανότητές του. Αυτός ο εν Ελλάδι «αρχοντοεπαρχιώτικος» κομπλεξισμός είναι αθεράπευτος και ρατσιστικός!

Τις περισσότερες φορές εγώ και ο κουμπάρος του συναντούσαμε τον Παύλο μόνο του. Περίεργο; Καθόλου. Για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν τα τρίδυμα που ήρθαν στη ζωή τους πριν από πέντε χρόνια. Ο δεύτερος ήταν η ακατανίκητη φοβία της Τζίνας προ κάθε είδους μικρόβιο. Απίστευτο. Προφανώς, λέγαμε περιπαικτικά στον Παύλο, θα σε αναγκάζει η γυναικούλα σου να πλένεσαι και να τρίβεσαι μετά μανίας κάτω από τη βρύση του μπάνιου. Πριν ανοίξεις την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, πριν αγγίξεις τα μωρά και πριν ακουμπήσεις οτιδήποτε στο σπίτι.

Αυτή η συστηματική απουσία της Τζίνας ήταν ο λόγος που πίστεψα και πιστεύω πως όχι απλώς διεκπεραιώνει άρτια τα καθήκοντά της ως μητέρα, αλλά το κάνει με φανατισμό σε σημείο «τρέλας». Και περιττό να πω ότι ουδέποτε ο Παύλος, σ’ αυτές τις συναντήσεις μιας αντροπαρέας, είχε εκφράσει το παραμικρό παράπονο για τη φροντίδα της αγαπημένης του προς τα παιδιά τους και την οικογένειά τους. Ούτε καν ως υπαινιγμό. Ασε που η Τζίνα και η μητέρα της επόπτευαν με άγρυπνο μάτι το περιεχόμενο κάθε κατσαρόλας, κάθε φαγητού, κάθε μεζέ, κάθε φαγώσιμου, κάθε ποτηριού. Απίστευτο. Επειδή ήταν ελάχιστες οι φορές που η Τζίνα, ως οικοδέσποινα, με είχε καλέσει στο σπίτι της, άρχισα να πιστεύω ότι αυτή η «περιφρονητική» στάση οφείλεται στους φόβους της για τα μικρόβια. Οσο λιγότεροι φίλοι στο σπίτι τόσο καλύτερα. Αυτή η φοβία λοιπόν είναι η αιτία που εκείνη αποφεύγει να πλένει σε όλο τους το σώμα κάθε ημέρα τα παιδιά της. Γιατί, όπως λένε οι δερματολόγοι, έτσι μου έχει πει η ίδια, το καθημερινό μπάνιο στα μικρά παιδιά φθείρει ανεπανόρθωτα το δέρμα τους! Οταν ο Παύλος μας ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στο Κονέκτικατ, αυτό το πλούσιο προάστιο της Νέας Υόρκης, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα και του είπα: «Μα θα το αντέξεις;». Εκείνος, φυσικά, εξοικειωμένος με το αμερικανικό περιβάλλον και αποφασισμένος να συνεχίσει εκεί τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, δεν είχε διατυπώσει ποτέ του την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτή τη ριζική αλλαγή γεωγραφικού προσανατολισμού.

«Ανθρωπίνως αδύνατον να αντέξω εδώ»

Με την Τζίνα δεν το είχα συζητήσει. Ομως, όπως αργότερα είχα πει στην ίδια, ήταν μοιραίο το λάθος της που πριν απ’ αυτή τη σαρωτική αλλαγή στα πάντα, δεν είχε δοκιμάσει την αντοχή της τουλάχιστον για ένα πρώτο τρίμηνο. Το μοναδικό πράγμα που σκέφτηκα -και της το είπα- ήταν ότι η Νέα Υόρκη μπορεί να αποδειχθεί για την ίδια ανεκτίμητος θησαυρός. Θα μπορούσε να θητεύσει, ως ακροάτρια, στο θρυλικό «Actor’s Studio» ή σε κάποιον άλλο γκουρού της θεατρικής τέχνης. Διάολε. Η Νέα Υόρκη ήταν, είναι και θα είναι το κέντρο του θεατρικού σύμπαντος.

Ομως εκείνη, όπως αργότερα έμαθα, ούτε καν είχε προσπαθήσει να δρασκελίσει το κατώφλι κάποιου θεατρικού εργαστηρίου. Ομως εκείνη, όπως μου είχε πει, βρέθηκε απομονωμένη και αποκομμένη. Ομως ήταν αδύνατον να ενσωματωθεί σ’ αυτό το ψυχρό, παγωμένο περιβάλλον του Κονέκτικατ. Ομως εκεί τον χειμώνα το περιβάλλον έμοιαζε με «νεκροταφείο πλουσίων». Με έναν λόγο, όπως η ίδια είχε πει, «είναι ανθρωπίνως αδύνατον να αντέξω να μείνω εκεί».

Ενός λάθους μύρια έπονται. Ο Παύλος είχε υπογράψει δεσμευτικό και πανάκριβο συμβόλαιο για την ενοικίαση αυτής της μεγάλης και πολυτελούς μονοκατοικίας. Ο Παύλος είχε φροντίσει για την οικογένειά του να μισθώσει πλήθος υπηρετικού και άλλου προσωπικού. Ο Παύλος ήταν αδύνατον, για τον ίδιο και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, να εγκαταλείψει και να επιστρέψει στην «τριτοκοσμική» Ελλάδα. Ο Παύλος, δηλαδή, θα έμενε εκεί. Η Τζίνα με τα παιδιά, το πρώτο καλοκαίρι των θερινών τους διακοπών, αρνήθηκε κατηγορηματικά την επιστροφή, αποφασισμένη στην Αθήνα να εγκατασταθεί! Από εκεί και πέρα το πράγμα αρχίζει να ξεφεύγει. Και η συγκατοίκηση, τις ημέρες που ο Παύλος κάθε μήνα καταφτάνει στην Αθήνα για να δει τα παιδιά του, θα μεταβληθεί σε κόλαση. Γιατί το ενοίκιο μιας μεγάλης οικίας στο Ψυχικό, στην οποία διαμένουν η Τζίνα με τα τέσσερα παιδιά, το πληρώνει ο Παύλος φυσικά. Οπως πληρώνει και το υπηρετικό προσωπικό. Ετσι η μεν Τζίνα συγκατοικεί με τον «εχθρό» της. Και έτσι συγκατοικεί με ένα επίσης «εχθρικό» προσωπικό. Γιατί ποιος μισθωτός θα τολμούσε ποτέ να πάρει το μέρος του ανθρώπου τον οποίο «εχθρεύεται» το αφεντικό του; Πάντως όχι εγώ!

Για τη σωτηρία των παιδιών, καρπών ενός αληθινού έρωτα

Και φυσικά ο Παύλος συγκατοικεί κι αυτός με τον «εχθρό» του. Αυτή η αναγκαστική συγκατοίκηση είναι που λειτουργεί ως προθάλαμος «πολεμικών εχθροπραξιών». Οι οποίες στο τέλος καταλήγουν στα δικαστήρια. Που ανάβουν φλόγες. Που οι φλόγες θα τους τσουρουφλίσουν όλους. Και που δημιουργούν τις πιο εύκρατες συνθήκες ενός ασταμάτητου και ατελείωτου «βασανιστηρίου» αμφοτέρων των πλευρών.

Το τελικό συμπέρασμα έχει να κάνει με τα παιδιά και ελάχιστα με τους γονείς. Τους πρώην «Roses». Τα πρώην «τριαντάφυλλα» που μαράθηκαν, που έβγαλαν αγκάθια και που τα αγκάθια χώνονται, πληγώνουν, ματώνουν το ένα το άλλο. Τα παιδιά λοιπόν. Μια εμπειρία, ένα βίωμα οικείο σε πολλούς, μα πάρα πολλούς εξ ημών και υμών. Γιατί πώς ένα παιδί μπορεί να ανατραφεί από μια «πουτάνα» και ένα «πρεζόνι»; Και πώς το ίδιο παιδί θα εκτιμήσει έναν πατέρα που «κακοποιούσε» τη μητέρα του; Οπως πολλοί και πολλές ισχυρίζονται στα δικαστήρια. Αλλά και πώς το ίδιο το παιδί, όταν αύριο μεγαλώσει, δεν θα ρωτήσει με αυστηρότητα τον πατέρα του και τη μητέρα του: «Μα ύστερα από δέκα χρόνια ανακάλυψες εσύ, πατέρα, πως η γυναίκα σου ήταν πουτάνα, και εσύ, μητέρα, πως ο άντρας σου ήταν βίαιος και βάναυσος;».

Για τη σωτηρία των παιδιών. Μόνο αυτών. Αποκλειστικά γι’ αυτά τα τέσσερα πλάσματα. Ηρθε ο καιρός να καλλιεργηθούν. Οχι οι τριανταφυλλιές και τα ροδοπέταλα. Αλλά η εκεχειρία, ο στοιχειώδης πολιτισμός, η ψυχραιμία, η αυτοεκτίμηση. Για τη σωτηρία τεσσάρων παιδιών που ήρθαν στον κόσμο από έρωτα αληθινό!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr