Αντονι Μπουρντέν: O σεφ που τα είχε δοκιμάσει όλα
11.06.2018
07:08
Ενας ευγενικός ροκ σταρ της υψηλής γαστρονομίας που αντιλήφθηκε από νωρίς τη δύναμη που έχει η γεύση στους ανθρώπους και τη μεταμόρφωσε σε τρόπο ζωής
Με μια συμβολική κίνηση, από αυτές που αποτολμούν μόνο οι μεγάλοι ροκ σταρ, ο Αντονι Μπουρντέν ξεπερνώντας τον μύθο του έδεσε ένα σκοινί γύρω από τον λαιμό και αποχαιρέτησε λίγες ημέρες πριν από τα 62α γενέθλιά του αυτό τον κόσμο που τόσο τον δόξασε. Φορώντας, φαντάζεται κανείς, τις αγαπημένες του καουμπόικες μπότες με τα σπιρούνια, έχοντας χαραγμένα πάνω του παντού μότο αισιοδοξίας, με ένα ξεφτισμένο τζιν παντελόνι-σήμα κατατεθέν της αμερικανικής ηπείρου.
Ως ένα ακόμα απονενοημένο αμερικάνικο είδωλο αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του όχι κάπου τυχαία, αλλά στην αγαπημένη του χώρα, τη Γαλλία, το γαστρονομικό κέντρο που του δίδαξε την υψηλή κουζίνα μαζί με έναν έμφυτο, λόγω υψηλής ευφυΐας, σνομπισμό. Γιατί αν κάτι διέθετε ο Αντονι Μπουρντέν, πέρα από την ανεξήγητα αλήτικη λάμψη που έχουν οι ευλογημένοι αστέρες στην Αμερική, ήταν ότι συνδύαζε με αδιανόητη ευκολία τη γαστρονομική πολυτέλεια με την αληθινή ζωή. Οπως έλεγε, «το καλό φαγητό και τα καλά πιάτα έχουν να κάνουν με το αίμα, τα όργανα, την αναλγησία και την παρακμή». Αλλες φορές πάλι επέμενε ότι «το σώμα δεν είναι ναός, αλλά λούνα παρκ. Τόλμα να δοκιμάσεις την επικίνδυνη ρόδα». Και το έκανε.
Εζησε τα πάντα ως το μεδούλι: μικρός δοκίμασε ουσίες, έζησε άγριες εμπειρίες, μαγείρεψε σε κουζίνες με θερμοκρασίες πάνω από 60 βαθμούς Κελσίου, έγραψε μυθιστορήματα, θήτευσε δίπλα σε μεγάλους σεφ, το έριξε στα ταξίδια, έγινε μεγάλη τηλεοπτική περσόνα-κειμενογράφος-δημιουργός και γνώρισε πολλές, μα πολλές γυναίκες. Αλλωστε στην εισαγωγή κιόλας του βιβλίου που τον έκανε διάσημο, το «Κουζίνα Εμπιστευτικό», αποκαλύπτει ότι αποφάσισε να γίνει μάστερ σεφ όταν είδε τον αρχιμάγειρα στο εστιατόριο όπου δούλευε να απολαμβάνει ένα βιαστικό one night stand με τη νύφη- πελάτισσα στο τραπέζι του γάμου της! «Ο αρχιμάγειρας έμοιαζε τότε με αυτή του την κίνηση και με τα απαραίτητα μαχαίρια και τις αγριοφωνάρες του ταυτόχρονα ο Κόναν ο Βάρβαρος και ο δημιουργός της Καπέλα Σιστίνα», έλεγε για την απόφασή του να στραφεί σε ένα επάγγελμα που θα του μάθαινε με πολλαπλό τρόπο τι σημαίνει απόλαυση.
Και έτσι το νεαρό αγόρι έμεινε να δοκιμάζει, κάπου στα 18, όχι μόνο το ενδεχόμενο μιας καριέρας, αλλά και στριφτά απαγορευμένα τσιγάρα στο πίσω μέρος από βρώμικες κουζίνες, παρέα με κάθε λογής ρεμάλια. Η λέξη, άλλωστε, και μόνο δεν τον τρόμαζε, αφού ήξερε ότι μπορεί να ξεχωρίζει όπου και να τον έβαζαν. Στον βαθμό που ο μικρός Τόνι ήθελε να πραγματοποιήσει την ηρωική κάθοδο όχι μόνο στα σπλάχνα των εστιατορίων, αλλά και της ίδιας της γης, η μαγειρική ήταν η μόνη σίγουρη και εξασφαλισμένη αφετηρία. Από εκεί και πέρα παραμόνευε το χάος.
Οι φιλοδοξίες στην πορεία κάπως εξαντλήθηκαν ανάμεσα σε δουλειές σε εστιατόρια που έκλειναν το ένα μετά το άλλο, σε συνεργασίες με ανθρώπους καμένους και παρανοϊκούς και φυσικά σε πειραματισμούς με επικίνδυνες ουσίες που δεν τελείωναν στην ικανοποίηση της απλής περιέργειας. Περισσότερο μια σκληροπυρηνική διάθεση χαρακτήριζε αυτό τον διάσημο προβοκάτορα, ο οποίος απέδειξε, ακόμα και με τον θάνατο του, τη ροκ καταγωγή του. Οι Ramones και οι Led Zeppelin ήταν χαραγμένοι, καθώς φαίνεται, μέχρι τέλους στο ασυνείδητό του, χωρίς ωστόσο να τον κάνουν να παρεκκλίνει αφού είχε πάντα τρόπους -ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε- να ισορροπεί. Εκμεταλλεύτηκε, όπως έπρεπε, τα λαμπερά, κυριλέ σαλόνια του CNN, το οποίο φιλοξενούσε τα επεισόδια της εκπομπής του «Antony Bourdain: Parts Unknown», προκειμένου να μπορεί να ταξιδέψει σε απάτητα μέρη της Αφρικής, ενώ γύρισε επεισόδια ακόμα και στο επικίνδυνο Κονγκό αλλά και στη Λιβύη, τη στιγμή που ξεκινούσαν τα αιματηρά γεγονότα της περίφημης «Αραβικής Ανοιξης».
Ο γερόλυκος της μαγειρικής που όλοι θεωρούσαν όχι μόνο αγέραστο αλλά και απέθαντο καθιέρωσε τα πιο πνευματώδη ριάλιτι που έχει δει ποτέ η τηλεόραση, χωρίς να κουράζεται να κάνει τα πάντα σχεδόν μόνος: συγγραφή κειμένων, τελική επιμέλεια, επιλογή του κάθε τόπου. Σταδιακά έγινε -πρωταγωνιστώντας ακόμα και σε επεισόδια των «Simpsons»- το απόλυτα εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής, χτυπώντας με κάθε τρόπο τον πολιτικό καθωσπρεπισμό της: τον συντηρητισμό, τη μονογαμία, τα ναρκωτικά, την υγιεινή διατροφή. Επανέφερε ωστόσο τα παντοτινά αντικομφορμιστικά της σύμβολα, όπως τα είχε μάθει από τις ροκ μπάντες, τη σκοτεινή λογοτεχνία, τα αγόρια στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και κυρίως στις σκοτεινές περιοχές του Νότιου Μανχάταν.
Γεννημένος στο Νιου Τζέρσεϊ το 1956, διέθετε το φλεγματικό πνεύμα που δεν σταμάτησε ποτέ να σοκάρει και ταυτόχρονα να ξεσηκώνει τους συμπατριώτες του με τις σεξουαλικές περιγραφές των πιάτων που δοκίμαζε πάντα με την ίδια ακόρεστη περιέργεια. Αλλωστε και στο επεισόδιο που είδαμε από την επίσκεψή του στη Νάξο, το 2016, δεν έδειχνε να σοκάρεται από τα σεξουαλικά υπονοούμενα των ψαράδων, ενώ προτίμησε να δοκιμάσει πάνω στην άμμο τους ντελικάτους ναξιώτικους μεζέδες, αντί για κάποιο κυριλέ εστιατόριο. Στην άκρως πετυχημένη καριέρα του είχε δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα: από ωμά μυρμήγκια μέχρι μάτια αγριόχοιρου. Αλλά ταυτόχρονα ήξερε πολύ καλά να κρίνει και τις κυριλέ, διεθνείς κουζίνες, χωρίς όμως, όπως έλεγε και στην εκπομπή του, επιφυλάξεις ή προκαταλήψεις.
Από τα acid και τις γυναίκες στην υψηλή γαστρονομία
Η αρχή της εμπειρίας του στις υψηλές κουζίνες έγινε σε ένα ταξίδι που έκανε με τους γονείς του σε διάφορες χώρες της Ευρώπης -κυρίως Γαλλία και Αυστρία-, σε ηλικία 7 ετών, το οποίο περιγράφεται γλαφυρά στο βιβλίο του «Κουζίνα Εμπιστευτικό», αφού εκεί ανακάλυψε την υπεροχή της γαλλικής κουζίνας, την κρύα σούπα βισισουάζ, την μπεσαμέλ και τα φρέσκα στρείδια. Εκεί επίσης είναι που αντιλήφθηκε τη δύναμη που είχε η γεύση στους ανθρώπους: «Τότε είναι που συνειδητοποίησα ότι το φαγητό είναι δύναμη», γράφει χαρακτηριστικά. «Μπορεί να εμπνεύσει, να εκπλήξει, να σοκάρει, να ενθουσιάσει, αλλά και να εντυπωσιάσει. Εχει τη δύναμη να προξενήσει απολαύσεις σε μένα και τους άλλους. Αυτή ήταν η πιο πολύτιμη πληροφορία για μένα».
Εκτοτε, βέβαια, πολλά πράγματα άλλαξαν για τον μικρό, γαλλικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του, Μπουρντέν. Εχοντας αφήσει στην άκρη, τουλάχιστον για κάποια περίοδο, ουσίες και καταθλίψεις, μπορούσε να κυνηγήσει τη διασημότητα και να το καταφέρει με περισσή άνεση. Ο λόγος; Ο αλλόκοτος drifter -περισσότερο παρά μάγειρας- μπορούσε να βάζει σε λέξεις και να εξαργυρώνει σε φαντασία όσα άλλοι κρατούσαν ως αδιευκρίνιστες σκέψεις. Το κυνικό χιούμορ που κληρονόμησε από τον πατέρα του μαζί με τον σαρκασμό του απέναντι στα κλισέ -το περίφημο stiff upper lip- τον έκαναν να μπορεί να αντεπεξέρχεται σε καταστάσεις πέρα από τα όρια: ανθρώπους του περιθωρίου και μαζί διάσημους της τηλεόρασης, ροκ αστέρες που τολμούσε να καλεί ενίοτε στα σόου, καταστάσεις που άλλοι προτιμούσαν να βλέπουν μόνο σε ταινίες. «Ημουν ταυτόχρονα το επαναστατημένο αλλά και απογοητευμένο τέκνο γιατί ήμουν πολύ μικρός για να ζήσω στο Σαν Φρανσίσκο δοκιμάζοντας acid και απολαμβάνοντας σεξ με γκόμενες, ενώ επιπλέον διέθετα ένα πολύ προχωρημένο για δεκάχρονο αγόρι γούστο στη μουσική αλλά ήμουν πολύ μικρός για να ακολουθήσω τέτοια ζωή», έλεγε σε συνέντευξή του. Η αστική αβρότητα με την οποία είχε ανατραφεί στο σπίτι του δεν του επέτρεπε απόλυτες παρεκκλίσεις, αλλά του έμαθε τι σημαίνει έμφυτη ευγένεια. Του καλλιέργησε όμως και τη ροπή σε σκοτάδια που δοκίμασε από τότε και συνέχισαν να τον τραβάνε στην άβυσσο, την οποία τελικά δέχτηκε να δοκιμάσει μέχρι τέλους.
Ως ένα ακόμα απονενοημένο αμερικάνικο είδωλο αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του όχι κάπου τυχαία, αλλά στην αγαπημένη του χώρα, τη Γαλλία, το γαστρονομικό κέντρο που του δίδαξε την υψηλή κουζίνα μαζί με έναν έμφυτο, λόγω υψηλής ευφυΐας, σνομπισμό. Γιατί αν κάτι διέθετε ο Αντονι Μπουρντέν, πέρα από την ανεξήγητα αλήτικη λάμψη που έχουν οι ευλογημένοι αστέρες στην Αμερική, ήταν ότι συνδύαζε με αδιανόητη ευκολία τη γαστρονομική πολυτέλεια με την αληθινή ζωή. Οπως έλεγε, «το καλό φαγητό και τα καλά πιάτα έχουν να κάνουν με το αίμα, τα όργανα, την αναλγησία και την παρακμή». Αλλες φορές πάλι επέμενε ότι «το σώμα δεν είναι ναός, αλλά λούνα παρκ. Τόλμα να δοκιμάσεις την επικίνδυνη ρόδα». Και το έκανε.
Εζησε τα πάντα ως το μεδούλι: μικρός δοκίμασε ουσίες, έζησε άγριες εμπειρίες, μαγείρεψε σε κουζίνες με θερμοκρασίες πάνω από 60 βαθμούς Κελσίου, έγραψε μυθιστορήματα, θήτευσε δίπλα σε μεγάλους σεφ, το έριξε στα ταξίδια, έγινε μεγάλη τηλεοπτική περσόνα-κειμενογράφος-δημιουργός και γνώρισε πολλές, μα πολλές γυναίκες. Αλλωστε στην εισαγωγή κιόλας του βιβλίου που τον έκανε διάσημο, το «Κουζίνα Εμπιστευτικό», αποκαλύπτει ότι αποφάσισε να γίνει μάστερ σεφ όταν είδε τον αρχιμάγειρα στο εστιατόριο όπου δούλευε να απολαμβάνει ένα βιαστικό one night stand με τη νύφη- πελάτισσα στο τραπέζι του γάμου της! «Ο αρχιμάγειρας έμοιαζε τότε με αυτή του την κίνηση και με τα απαραίτητα μαχαίρια και τις αγριοφωνάρες του ταυτόχρονα ο Κόναν ο Βάρβαρος και ο δημιουργός της Καπέλα Σιστίνα», έλεγε για την απόφασή του να στραφεί σε ένα επάγγελμα που θα του μάθαινε με πολλαπλό τρόπο τι σημαίνει απόλαυση.
Και έτσι το νεαρό αγόρι έμεινε να δοκιμάζει, κάπου στα 18, όχι μόνο το ενδεχόμενο μιας καριέρας, αλλά και στριφτά απαγορευμένα τσιγάρα στο πίσω μέρος από βρώμικες κουζίνες, παρέα με κάθε λογής ρεμάλια. Η λέξη, άλλωστε, και μόνο δεν τον τρόμαζε, αφού ήξερε ότι μπορεί να ξεχωρίζει όπου και να τον έβαζαν. Στον βαθμό που ο μικρός Τόνι ήθελε να πραγματοποιήσει την ηρωική κάθοδο όχι μόνο στα σπλάχνα των εστιατορίων, αλλά και της ίδιας της γης, η μαγειρική ήταν η μόνη σίγουρη και εξασφαλισμένη αφετηρία. Από εκεί και πέρα παραμόνευε το χάος.
Οι φιλοδοξίες στην πορεία κάπως εξαντλήθηκαν ανάμεσα σε δουλειές σε εστιατόρια που έκλειναν το ένα μετά το άλλο, σε συνεργασίες με ανθρώπους καμένους και παρανοϊκούς και φυσικά σε πειραματισμούς με επικίνδυνες ουσίες που δεν τελείωναν στην ικανοποίηση της απλής περιέργειας. Περισσότερο μια σκληροπυρηνική διάθεση χαρακτήριζε αυτό τον διάσημο προβοκάτορα, ο οποίος απέδειξε, ακόμα και με τον θάνατο του, τη ροκ καταγωγή του. Οι Ramones και οι Led Zeppelin ήταν χαραγμένοι, καθώς φαίνεται, μέχρι τέλους στο ασυνείδητό του, χωρίς ωστόσο να τον κάνουν να παρεκκλίνει αφού είχε πάντα τρόπους -ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε- να ισορροπεί. Εκμεταλλεύτηκε, όπως έπρεπε, τα λαμπερά, κυριλέ σαλόνια του CNN, το οποίο φιλοξενούσε τα επεισόδια της εκπομπής του «Antony Bourdain: Parts Unknown», προκειμένου να μπορεί να ταξιδέψει σε απάτητα μέρη της Αφρικής, ενώ γύρισε επεισόδια ακόμα και στο επικίνδυνο Κονγκό αλλά και στη Λιβύη, τη στιγμή που ξεκινούσαν τα αιματηρά γεγονότα της περίφημης «Αραβικής Ανοιξης».
Ο γερόλυκος της μαγειρικής που όλοι θεωρούσαν όχι μόνο αγέραστο αλλά και απέθαντο καθιέρωσε τα πιο πνευματώδη ριάλιτι που έχει δει ποτέ η τηλεόραση, χωρίς να κουράζεται να κάνει τα πάντα σχεδόν μόνος: συγγραφή κειμένων, τελική επιμέλεια, επιλογή του κάθε τόπου. Σταδιακά έγινε -πρωταγωνιστώντας ακόμα και σε επεισόδια των «Simpsons»- το απόλυτα εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής, χτυπώντας με κάθε τρόπο τον πολιτικό καθωσπρεπισμό της: τον συντηρητισμό, τη μονογαμία, τα ναρκωτικά, την υγιεινή διατροφή. Επανέφερε ωστόσο τα παντοτινά αντικομφορμιστικά της σύμβολα, όπως τα είχε μάθει από τις ροκ μπάντες, τη σκοτεινή λογοτεχνία, τα αγόρια στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και κυρίως στις σκοτεινές περιοχές του Νότιου Μανχάταν.
Γεννημένος στο Νιου Τζέρσεϊ το 1956, διέθετε το φλεγματικό πνεύμα που δεν σταμάτησε ποτέ να σοκάρει και ταυτόχρονα να ξεσηκώνει τους συμπατριώτες του με τις σεξουαλικές περιγραφές των πιάτων που δοκίμαζε πάντα με την ίδια ακόρεστη περιέργεια. Αλλωστε και στο επεισόδιο που είδαμε από την επίσκεψή του στη Νάξο, το 2016, δεν έδειχνε να σοκάρεται από τα σεξουαλικά υπονοούμενα των ψαράδων, ενώ προτίμησε να δοκιμάσει πάνω στην άμμο τους ντελικάτους ναξιώτικους μεζέδες, αντί για κάποιο κυριλέ εστιατόριο. Στην άκρως πετυχημένη καριέρα του είχε δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα: από ωμά μυρμήγκια μέχρι μάτια αγριόχοιρου. Αλλά ταυτόχρονα ήξερε πολύ καλά να κρίνει και τις κυριλέ, διεθνείς κουζίνες, χωρίς όμως, όπως έλεγε και στην εκπομπή του, επιφυλάξεις ή προκαταλήψεις.
Από τα acid και τις γυναίκες στην υψηλή γαστρονομία
Η αρχή της εμπειρίας του στις υψηλές κουζίνες έγινε σε ένα ταξίδι που έκανε με τους γονείς του σε διάφορες χώρες της Ευρώπης -κυρίως Γαλλία και Αυστρία-, σε ηλικία 7 ετών, το οποίο περιγράφεται γλαφυρά στο βιβλίο του «Κουζίνα Εμπιστευτικό», αφού εκεί ανακάλυψε την υπεροχή της γαλλικής κουζίνας, την κρύα σούπα βισισουάζ, την μπεσαμέλ και τα φρέσκα στρείδια. Εκεί επίσης είναι που αντιλήφθηκε τη δύναμη που είχε η γεύση στους ανθρώπους: «Τότε είναι που συνειδητοποίησα ότι το φαγητό είναι δύναμη», γράφει χαρακτηριστικά. «Μπορεί να εμπνεύσει, να εκπλήξει, να σοκάρει, να ενθουσιάσει, αλλά και να εντυπωσιάσει. Εχει τη δύναμη να προξενήσει απολαύσεις σε μένα και τους άλλους. Αυτή ήταν η πιο πολύτιμη πληροφορία για μένα».
Εκτοτε, βέβαια, πολλά πράγματα άλλαξαν για τον μικρό, γαλλικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του, Μπουρντέν. Εχοντας αφήσει στην άκρη, τουλάχιστον για κάποια περίοδο, ουσίες και καταθλίψεις, μπορούσε να κυνηγήσει τη διασημότητα και να το καταφέρει με περισσή άνεση. Ο λόγος; Ο αλλόκοτος drifter -περισσότερο παρά μάγειρας- μπορούσε να βάζει σε λέξεις και να εξαργυρώνει σε φαντασία όσα άλλοι κρατούσαν ως αδιευκρίνιστες σκέψεις. Το κυνικό χιούμορ που κληρονόμησε από τον πατέρα του μαζί με τον σαρκασμό του απέναντι στα κλισέ -το περίφημο stiff upper lip- τον έκαναν να μπορεί να αντεπεξέρχεται σε καταστάσεις πέρα από τα όρια: ανθρώπους του περιθωρίου και μαζί διάσημους της τηλεόρασης, ροκ αστέρες που τολμούσε να καλεί ενίοτε στα σόου, καταστάσεις που άλλοι προτιμούσαν να βλέπουν μόνο σε ταινίες. «Ημουν ταυτόχρονα το επαναστατημένο αλλά και απογοητευμένο τέκνο γιατί ήμουν πολύ μικρός για να ζήσω στο Σαν Φρανσίσκο δοκιμάζοντας acid και απολαμβάνοντας σεξ με γκόμενες, ενώ επιπλέον διέθετα ένα πολύ προχωρημένο για δεκάχρονο αγόρι γούστο στη μουσική αλλά ήμουν πολύ μικρός για να ακολουθήσω τέτοια ζωή», έλεγε σε συνέντευξή του. Η αστική αβρότητα με την οποία είχε ανατραφεί στο σπίτι του δεν του επέτρεπε απόλυτες παρεκκλίσεις, αλλά του έμαθε τι σημαίνει έμφυτη ευγένεια. Του καλλιέργησε όμως και τη ροπή σε σκοτάδια που δοκίμασε από τότε και συνέχισαν να τον τραβάνε στην άβυσσο, την οποία τελικά δέχτηκε να δοκιμάσει μέχρι τέλους.
Πρότυπό του ο Λόρδος Βύρων!
Η αυτοκαταστροφική του τάση όμως τον έμαθε να διαχωρίζει τις στιγμές, τις μανίες και τις απολαύσεις σε απόλυτα ισομερείς δόσεις μέχρι τα όρια. «Πώς να καταλάβεις τι θέλει να φάει κάποιος λιώμα από το ποτό στη μία τα μεσάνυχτα, αν δεν το έχεις βιώσει ο ίδιος;» αναρωτιόταν γνωρίζοντας καλά τι σημαίνει κάψιμο, πείνα και ξενύχτι.
Η τάση του βέβαια για ακόμα μεγαλύτερη απολαυστική τελειότητα τον οδήγησε στις κουζίνες σπουδαίων σεφ, μερικούς από τους οποίους λάτρεψε, ενώ τον έκανε να θαυμάζει λογοτέχνες, ποιητές και πάσης φύσεως ηδονοθήρες. Σε κάποια συνέντευξή του είχε πει ότι ως απόλυτο πρότυπό του είχε τον Λόρδο Βύρωνα, ενώ σε άλλα κείμενα έγραφε ότι δεν θα ήταν αυτό που όλοι ήξεραν αν δεν είχε διαβάσει Τζορτζ Οργουελ. Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι γονείς του -η μητέρα του ήταν επιμελήτρια σε εκδοτικούς οίκους και ο πατέρας του διευθυντής τμήματος κλασικής μουσικής στην Columbia Records- μετέδωσαν στο παιδί τους την ανάγκη για υποτέλεια στη δύναμη του πνεύματος. Ακόμα και οι γεύσεις για τον Μπουρντέν περνούσαν μέσα από το φίλτρο της παγκόσμιας κουλτούρας. Ο ελιτισμός του τον έκανε να γράφει αυτά τα πνευματώδη κείμενα που συνόδευαν κάθε εκπομπή - κάτι ανήκουστο για ένα ριάλιτι που αφορούσε το φαγητό. Ο θανατηφόρος, υψηλής κοπής συνδυασμός όμως έπιασε με αμέτρητα βιβλία, ικανοποιώντας εν μέρει και την παντοτινή του ανάγκη να γίνει συγγραφέας. Εγραφε μάλιστα αστυνομικά επί πληρωμή επιβεβαιώνοντας τη λογική που λέει ότι η επιβίωση σε μια κουζίνα είναι αντίστοιχη με αυτή σε ένα πολεμικό πεδίο, με μοναδικό άξονα τη φαντασία. Εξ ου και το ότι έμαθε να μαγειρεύει υπό τους εκκωφαντικούς ήχους του «Αποκάλυψη Τώρα» και να φαντάζεται ότι αυτός είναι ο μοναδικός επιζών σε μια αδιευκρίνιστη μάχη. Κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε σε εκείνη την αμέτρητη πάλη με τον μαύρο επισκέπτη του μυαλού του που έδειξε σε αυτόν, τον άτρωτο survivor, το τέλος.
«Ηθελα να ταξιδεύω μέχρι τους καταρράκτες στο Μπαλί ή στην καρδιά του σκότους στην Καμπότζη», έγραφε σε έναν πρόχειρο απολογισμό της πολυτάραχης και πλούσιας ζωής που πρόλαβε να χωρέσει τα πάντα.
«Ηθελα να τρέξω σε μια έρημο στην πλάτη μιας καμήλας, με την άμμο να φυσάει προς κάθε κατεύθυνση, να φάω με τα χέρια μου λιπαρά, τεράστια αρνιά. Ηθελα να νιώσω τι σημαίνει να κλωτσάς ξυπόλητος το χιόνι κάποια νύχτα έξω από νυχτερινό κέντρο στη Ρωσία. Ηθελα να παίξω με αυτόματα όπλα στην Πνομ Πενχ, να ξαναθυμηθώ, όπως ο Προυστ, το παρελθόν σε ένα μικρό ψαροχώρι στη Γαλλία, να γλιστρήσω σε ένα πρόχειρο φαγάδικο με νέον και χώμα αντί για πάτωμα στο Μεξικό. Ηθελα να πηδήξω οδοφράγματα στη μέση της νύχτας, αφήνοντας πίσω μου εξαγριωμένα αγριόπαιδα έχοντας αρπάξει κάτι πακέτα Marlboro. Να δοκιμάσω τον φόβο, τον ενθουσιασμό, την περιέργεια. Ηθελα διαρκώς ένα λάκτισμα, κάτι να με κλωτσήσει - αυτή τη μελοδραματική ανατριχίλα που είχα να ζήσω από την παιδική μου ηλικία, αυτό το είδος της περιπέτειας που έβρισκα ως μικρό αγόρι στις σελίδες του Τεν Τεν. Ηθελα να δω τον κόσμο - και ήθελα αυτός ο κόσμος να είναι όπως ακριβώς στις ταινίες».
Τον είδε, τον έζησε, τον γεύτηκε αυτό τον κόσμο φτιάχνοντάς τον στα δικά του μέτρα, λίγο μικρότερο από το άπειρο, με μια ψυχή που άφησε πίσω έντονες μνήμες στους ανθρώπους που τον λάτρεψαν και διαπλανητικές συγκινήσεις. Ενας αστροναύτης, ο Σκοτ Κέλι, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του έγραψε στο Twitter ότι ο Μπουρντέν είναι που τον κρατούσε στη ζωή όσο ήταν στο Διάστημα. Το άστρο του, σίγουρα, θα λάμπει από ψηλά - και το όνομά του θα ακούγεται από την ιωνική γη της Νάξου μέχρι τη μακρινή Καμπότζη.
Η αυτοκαταστροφική του τάση όμως τον έμαθε να διαχωρίζει τις στιγμές, τις μανίες και τις απολαύσεις σε απόλυτα ισομερείς δόσεις μέχρι τα όρια. «Πώς να καταλάβεις τι θέλει να φάει κάποιος λιώμα από το ποτό στη μία τα μεσάνυχτα, αν δεν το έχεις βιώσει ο ίδιος;» αναρωτιόταν γνωρίζοντας καλά τι σημαίνει κάψιμο, πείνα και ξενύχτι.
Η τάση του βέβαια για ακόμα μεγαλύτερη απολαυστική τελειότητα τον οδήγησε στις κουζίνες σπουδαίων σεφ, μερικούς από τους οποίους λάτρεψε, ενώ τον έκανε να θαυμάζει λογοτέχνες, ποιητές και πάσης φύσεως ηδονοθήρες. Σε κάποια συνέντευξή του είχε πει ότι ως απόλυτο πρότυπό του είχε τον Λόρδο Βύρωνα, ενώ σε άλλα κείμενα έγραφε ότι δεν θα ήταν αυτό που όλοι ήξεραν αν δεν είχε διαβάσει Τζορτζ Οργουελ. Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι γονείς του -η μητέρα του ήταν επιμελήτρια σε εκδοτικούς οίκους και ο πατέρας του διευθυντής τμήματος κλασικής μουσικής στην Columbia Records- μετέδωσαν στο παιδί τους την ανάγκη για υποτέλεια στη δύναμη του πνεύματος. Ακόμα και οι γεύσεις για τον Μπουρντέν περνούσαν μέσα από το φίλτρο της παγκόσμιας κουλτούρας. Ο ελιτισμός του τον έκανε να γράφει αυτά τα πνευματώδη κείμενα που συνόδευαν κάθε εκπομπή - κάτι ανήκουστο για ένα ριάλιτι που αφορούσε το φαγητό. Ο θανατηφόρος, υψηλής κοπής συνδυασμός όμως έπιασε με αμέτρητα βιβλία, ικανοποιώντας εν μέρει και την παντοτινή του ανάγκη να γίνει συγγραφέας. Εγραφε μάλιστα αστυνομικά επί πληρωμή επιβεβαιώνοντας τη λογική που λέει ότι η επιβίωση σε μια κουζίνα είναι αντίστοιχη με αυτή σε ένα πολεμικό πεδίο, με μοναδικό άξονα τη φαντασία. Εξ ου και το ότι έμαθε να μαγειρεύει υπό τους εκκωφαντικούς ήχους του «Αποκάλυψη Τώρα» και να φαντάζεται ότι αυτός είναι ο μοναδικός επιζών σε μια αδιευκρίνιστη μάχη. Κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε σε εκείνη την αμέτρητη πάλη με τον μαύρο επισκέπτη του μυαλού του που έδειξε σε αυτόν, τον άτρωτο survivor, το τέλος.
«Ηθελα να ταξιδεύω μέχρι τους καταρράκτες στο Μπαλί ή στην καρδιά του σκότους στην Καμπότζη», έγραφε σε έναν πρόχειρο απολογισμό της πολυτάραχης και πλούσιας ζωής που πρόλαβε να χωρέσει τα πάντα.
«Ηθελα να τρέξω σε μια έρημο στην πλάτη μιας καμήλας, με την άμμο να φυσάει προς κάθε κατεύθυνση, να φάω με τα χέρια μου λιπαρά, τεράστια αρνιά. Ηθελα να νιώσω τι σημαίνει να κλωτσάς ξυπόλητος το χιόνι κάποια νύχτα έξω από νυχτερινό κέντρο στη Ρωσία. Ηθελα να παίξω με αυτόματα όπλα στην Πνομ Πενχ, να ξαναθυμηθώ, όπως ο Προυστ, το παρελθόν σε ένα μικρό ψαροχώρι στη Γαλλία, να γλιστρήσω σε ένα πρόχειρο φαγάδικο με νέον και χώμα αντί για πάτωμα στο Μεξικό. Ηθελα να πηδήξω οδοφράγματα στη μέση της νύχτας, αφήνοντας πίσω μου εξαγριωμένα αγριόπαιδα έχοντας αρπάξει κάτι πακέτα Marlboro. Να δοκιμάσω τον φόβο, τον ενθουσιασμό, την περιέργεια. Ηθελα διαρκώς ένα λάκτισμα, κάτι να με κλωτσήσει - αυτή τη μελοδραματική ανατριχίλα που είχα να ζήσω από την παιδική μου ηλικία, αυτό το είδος της περιπέτειας που έβρισκα ως μικρό αγόρι στις σελίδες του Τεν Τεν. Ηθελα να δω τον κόσμο - και ήθελα αυτός ο κόσμος να είναι όπως ακριβώς στις ταινίες».
Τον είδε, τον έζησε, τον γεύτηκε αυτό τον κόσμο φτιάχνοντάς τον στα δικά του μέτρα, λίγο μικρότερο από το άπειρο, με μια ψυχή που άφησε πίσω έντονες μνήμες στους ανθρώπους που τον λάτρεψαν και διαπλανητικές συγκινήσεις. Ενας αστροναύτης, ο Σκοτ Κέλι, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του έγραψε στο Twitter ότι ο Μπουρντέν είναι που τον κρατούσε στη ζωή όσο ήταν στο Διάστημα. Το άστρο του, σίγουρα, θα λάμπει από ψηλά - και το όνομά του θα ακούγεται από την ιωνική γη της Νάξου μέχρι τη μακρινή Καμπότζη.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr