Σοφία Στάικου: Μια μεγάλη κυρία του ελληνικού πολιτισμού
15.01.2019
06:10
Συμπληρώνοντας 16 χρόνια ως πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς η Σοφία Στάικου ολοκληρώνει τον κύκλο μιας σπουδαίας πορείας: θα μπορούσε να είναι πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, οδηγός του τι σημαίνει γη, τεχνική, άγραφος πλούτος και περηφάνια. Πώς όμως κατάφερε να κάνει το όραμα πράξη και τι σημαίνει ότι πιστεύει στις δυνάμεις του τόπου μας μέχρι τέλους;
Το όνομα της Σοφίας Στάικου θα μπορούσε να συνοδεύει τους χαρακτηρισμούς «γυναίκα καριέρας», «δυναμική» ή τα αμέτρητα δημοσιογραφικά κλισέ. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η περιοριστική και μάλλον προσωποκεντρική λέξη «καριέρα» δεν ταιριάζει σε έναν άνθρωπο που οραματίστηκε ένα διαφορετικό κεφάλαιο για τον πολιτισμό και έκανε πράξη ένα πολιτιστικό ίδρυμα και ένα δίκτυο μουσείων που κατάφερε να ζωντανέψει διαφορετικές πλευρές της Ελλάδας, να θυμίσει το ταλέντο των ανθρώπων που έτεινε να ξεχαστεί. Η χώρα μας είναι πλούσια σε αγαθά και αυτό μας το θύμισαν ένα-ένα τα εννιά μουσεία που δεν θα ήταν υπερβολή να παρομοιάσουμε με παιδιά της Σοφίας Στάικου, ψυχής του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, η οποία ολοκληρώνοντας τον κύκλο της σε αυτό το πόστο τα αφήνει ως παντοτινή παρακαταθήκη. Και όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, το προσωπικό της όραμα στο Πολιτιστικό Ιδρυμα έμεινε ανολοκλήρωτο, επειδή κάποιοι προέκριναν σημαντικότερη από τις πράξεις της την ιδιότητά της ως συντρόφου του Μιχάλη Σάλλα ζητώντας την αντικατάστασή της. Η δική της πηγή έμπνευσης όμως ήταν ο τρόπος που ο κόσμος έζησε, αναπτύχθηκε, έφτιαξε τέχνες και παρήγαγε πολιτισμό.
Με αυτό τον κόσμο συνομιλούσε επί 16 χρόνια η μέχρι πρότινος πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς βιώνοντας από κοντά κάθε βήμα ενός πραγματικού άθλου που δείχνει τώρα να συνιστά πρότυπο για τα κρατικά μουσεία αλλά και για τον τρόπο που η επαρχία μπορεί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις για να ανθήσει. Αν τη ρωτήσει κανείς τι κρατάει από τη μεγάλη αυτή διαδρομή, σε αυτό ακριβώς το σημείο θα επανέλθει: στις συγκινητικές στιγμές που έζησε κρατώντας το χέρι των ανθρώπων οι οποίοι ένιωσαν ευγνωμοσύνη για τα στολίδια της πόλης τους: για παράδειγμα, στον απλό οδηγό ταξί που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει να σου συστήσει το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Γιάννενα, ένα μουσείο για το οποίο όλοι οι ντόπιοι είναι περήφανοι. Και είναι ο ίδιος ο δήμαρχος Ιωαννίνων Θωμάς Κ. Μπέγκας που την έχρισε επίτιμη δημότη τονίζοντας πως στο πρόσωπό της βρήκε μία ουσιαστική «σύμμαχο» και ένα «κεφάλαιο για τον πολιτισμό». Αυτή ωστόσο ήταν μία από τις πολλαπλές διακρίσεις που έχει λάβει η κυρία του ελληνικού πολιτισμού με σημαντικότερη την ύψιστη διάκριση του Αργυρού Μεταλλίου της Τάξης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.
Λίγους μήνες πριν από την εθνική εορτή με τον κόσμο να συρρέει μαζικά για την παρέλαση και ενόσω ο ήλιος έπεφτε ακόμα θερμός στην πανέμορφη Χίο, ο δήμαρχος του νησιού εμφανώς συγκινημένος έχριζε τη Σοφία Στάικου επίτιμη δημότισσα όχι τύποις, αλλά με την καρδιά του, όπως τόνισε, και έχοντας λάβει τις ευλογίες της ομόφωνης συναίνεσης του δημοτικού συμβουλίου «για τη συμβολή της στην προβολή της Χίου, καθώς και για τη διαρκή στήριξή της στην ανάδειξη του χιώτικου πολιτιστικού αποθέματος». Ωστόσο απευθυνόμενος γεμάτος συγκίνηση στην ίδια είπε «εσείς στην πραγματικότητα μας τιμάτε, και όχι εμείς».
Aν ρωτήσεις την ίδια θα σου μιλήσει για τον κάθε τόπο με ιδιαίτερο τρόπο και θα βρει διαφορετικούς λόγους για τους οποίους τον έχει αγαπήσει. Για παράδειγμα, για το Μουσείο στη Χίο θα σου πει για την ομορφιά του Κάμπου, τις μυρωδιές και τα Μαστιχοχώρια, αλλά και για τα αρχεία των μαστιχοπαραγωγών που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από το ίδρυμα ύστερα από δική της πρωτοβουλία.
Βέβαια, δεν ήταν πάντα όλα ρόδινα, αφού όταν ξεκίνησε η ιστορία της θέσπισης του άξονα των μουσείων υπήρχε καχυποψία, καθώς κανείς δεν πίστευε ότι μπορεί να συντονιστούν δημοτικοί φορείς και οργανισμοί, υπουργεία (Πολιτισμού αλλά και Οικονομικών) και ιδιώτες όπως είναι η Τράπεζα Πειραιώς για να γίνει κάτι τόσο μεγάλο. «Πολλές φορές το αυτονόητο, όπως είναι ο κοινός νους, μοιάζει κάτι ιδιαίτερα δύσκολο», παραδέχεται η ίδια σε μια άτυπη συζήτηση που είχαμε μαζί της ύστερα από εκείνη την πανέμορφη περιοδική έκθεση για τις «Αμέτρητες Οψεις του Ωραίου», ένα υπόδειγμα συνεργασίας με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε αισθητική λεπτομέρεια διαδραματίζει τον δικό της κρυφό ρόλο στη ζωή της Σοφίας Στάικου, από μια αρχαία λήκυθο μέχρι ένα σύγχρονο έργο τέχνης. «Σίγουρα η αισθητική είναι η δική μου ηθική», υποστηρίζει ακολουθώντας τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ και επιμένοντας ότι αυτή διαφαίνεται σε κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια από τον τρόπο που θα μιλήσει κανείς, θα αντιδράσει, θα ανοίξει μια πόρτα. «Το κριτήριο της αισθητικής με καθοδηγούσε από μικρή, ήταν το δικό μου ένστικτο. Ισως να μην είναι τυχαίο ότι ήμουν ένα παιδί που τακτοποιούσε τα πάντα και δεν ήθελε η λεπτομέρεια να χαλάει έναν κόσμο ευταξίας. Τα παιχνίδια δεν τα χαλούσα, γι’ αυτό μάλλον προτιμούσα να μην παίζω με τις κούκλες, αλλά να τις στολίζω». Ισως και αυτός να είναι ο λόγος που ψυχαναλυτικώ τω τρόπω εξομολογείται ότι δεν μαγειρεύει: «Το τίμημα της αναστάτωσης που θα προκληθεί σε μια κουζίνα είναι πολύ μεγάλο για να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα. Προτιμώ να βλέπω την κουζίνα καθαρή ως τον χώρο όπου μπορούμε να αναλύσουμε ή να συζητήσουμε για τις διαφορετικές μας προσεγγίσεις στη μαγειρική».
Βέβαια αυτή η τελειομανία δεν ήταν κάτι εύκολο για μια γυναίκα που είναι αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι στη δουλειά. «Πάντα κάτι θα υπάρχει, κάτι που θα ξεφεύγει, δεν γίνονται όλα. Και αυτό πρέπει να έχεις τη δύναμη και την ειλικρίνεια να το παραδεχτείς». Ομολογεί ότι οι γυναίκες σε ιθύνουσα θέση ήταν ελάχιστες όταν εκείνη πρωτοκατέλαβε διευθυντική θέση στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά δεν ένιωσε ποτέ παράξενα. Οποιος την ξέρει αντιλαμβάνεται ότι τίποτε από όσα φαίνονται δεν έγιναν χωρίς κόπο: ήταν άπειρες οι εργατοώρες στα μουσεία και απίστευτη η αφοσίωση σε ένα έργο που τελικά κανείς δεν αντιλήφθηκε το μέγεθός του αφού η σφραγίδα που αφήνει η Σοφία Στάικου δεν είναι μόνο τα μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος, αλλά και ένας ανοιχτός κόσμος από εκθέσεις, σεμινάρια, ένα διαρκές ταξίδι στις παραγωγικές δυνάμεις της Ελλάδας. Ισως να είναι και η λέξη «ανάγκη» που γέννησε την ιδέα για κάτι μεγαλύτερο σε εποχές όπου οι τράπεζες δεν αναλάμβαναν κοινωνικό έργο και ήταν άγνωστη ακόμα η έννοια «κοινωνική ευθύνη», η οποία πλέον θεωρείται πολύ της μόδας.
Προσπαθήσαμε, μάλιστα, αναζητώντας πληροφορίες να ανιχνεύσουμε αυτή την κρυφή πλευρά της Σοφίας Στάικου που η ίδια δεν θα ήθελε να ακουστεί, όπως προφανώς θα την ενοχλούσε σήμερα η προβολή του έργου των οργανισμών στην τηλεόραση ή η απεχθής έννοια «φιλανθρωπία». Προφανώς γιατί όλα αυτά κρύβουν έναν φαρισαϊσμό που δεν συνάδει με το έργο των ανθρώπων που πιστεύουν στο όραμα της αρωγής και της βοήθειας. Οσοι ήταν δίπλα της ξέρουν ότι από τη διεθυντική της θέση στην Τράπεζα Πειραιώς και πολύ προτού προχωρήσει στη δημιουργία των μουσείων είχε σταθεί στο πλευρό ανθρώπων που όχι μόνο δεν είχαν λόγο να εμπλακούν σε οτιδήποτε επιχειρηματικό, αλλά δεν είχαν και κανένα δικαίωμα να ελπίζουν. Ηταν τότε που βοήθησε στην πράξη άγνωστους καλλιτέχνες αλλά και απεξαρτημένους νέους οι οποίοι δυσκολεύονταν να εισαχθούν σε κάποιο πρόγραμμα επανένταξης. Οχι μόνο ενίσχυσε ανθρώπους που κατάφεραν να απεξαρτηθούν, αλλά υπάρχει και μια ζωντανή περίπτωση προσώπου που επέστρεψε στην κανονικότητα και στην πανεπιστημιακή σχολή την οποία είχε αφήσει, τελείωσε τις σπουδές του και φρόντισε να αφιερώσει στην ίδια το πτυχίο του. Σήμερα είναι στέλεχος στην Τράπεζα Πειραιώς και ελάχιστοι, πολύ κοντινοί στη Σοφία Στάικου, ξέρουν το μυστικό του. Αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι άνθρωποι με όραμα και ανθρωπισμό έχουν θάρρος και δεν φοβούνται καθόλου το ρίσκο.
Το μόνο που θα τονίσει, πάντως, η ίδια αν ερωτηθεί για το κοινωνικό έργο είναι ότι «πρέπει να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους». Και ότι ανέκαθεν αναζητούσε έναν τρόπο ώστε αυτό να γίνει εφικτό. Καθώς το κοινωνικό έργο δεν ήταν αρκετό, η Σοφία Στάικου στράφηκε στην αναζήτηση του οράματος που θα άφηνε αποτύπωμα σε ολόκληρο τον κόσμο, «όπως αντίστοιχα άλλα ιδρύματα έχουν αφήσει τη δική τους σφραγίδα στον πολιτισμό, το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης στα βιβλία ή το Ιδρυμα Κωστόπουλου στις τέχνες. Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα της δημιουργίας ενός ιδρύματος που θα ασχοληθεί με την ανάδειξη της βιομηχανικής τεχνολογίας και της οικονομικής ιστορίας, το οποίο είναι ένα θέμα τοπικό και εκ των πραγμάτων αναφέρεται στην περιφέρεια». Ηταν τότε που της ήρθε η σκέψη ότι είναι απαραίτητο να υπάρχουν μνήμες για τη συνέχεια αυτών των τεχνικών, «όπως για το ότι τα ελαιοτριβεία παράγουν το λάδι με ανάλογο τρόπο όπως στην αρχαιότητα». Ακόμα και σήμερα και παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ξεκίνησε το σύστημα με ένα μικρό ακίνητο της ΕΤΒΑ που το είχε παραχωρήσει στον δήμο και έγινε το Μουσείο του Μεταξιού στο Σουφλί, η ίδια θα ήθελε να είχε φύγει βλέποντας να υλοποιείται η υπόθεση του δέκατου μουσείου, που θα ολοκλήρωνε δυναμικά και αρμονικά τον κύκλο στην Κέρκυρα: «Η ιστορία πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό φάνηκε μέσα από τις επιμέρους αφηγήσεις οι οποίες συνιστούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μας». Οσο για το κέρδος που αποκομίζει από τις προσπάθειες και τον κόπο τόσων ετών, η απάντηση είναι αυθόρμητη: «Το κέρδος είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Το να μιλάω με τους κατοίκους αυτών των περιοχών. Να ακούω την άποψή τους. Αυτό είναι το πιο συγκινητικό για μένα. Να μαθαίνω και να αναζητώ ιστορίες. Αυτή ακριβώς η σχέση μού έδινε δύναμη και με έκανε να θέλω να κάνω ακόμα περισσότερα, να δω αυτά τα σπίτια να ξαναφτιάχνονται, τις μνήμες να ζωντανεύουν. Αυτό θέλω πάνω απ’ όλα: να είναι οι άνθρωποι δημιουργικοί και ευτυχισμένοι»
Με αυτό τον κόσμο συνομιλούσε επί 16 χρόνια η μέχρι πρότινος πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς βιώνοντας από κοντά κάθε βήμα ενός πραγματικού άθλου που δείχνει τώρα να συνιστά πρότυπο για τα κρατικά μουσεία αλλά και για τον τρόπο που η επαρχία μπορεί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις για να ανθήσει. Αν τη ρωτήσει κανείς τι κρατάει από τη μεγάλη αυτή διαδρομή, σε αυτό ακριβώς το σημείο θα επανέλθει: στις συγκινητικές στιγμές που έζησε κρατώντας το χέρι των ανθρώπων οι οποίοι ένιωσαν ευγνωμοσύνη για τα στολίδια της πόλης τους: για παράδειγμα, στον απλό οδηγό ταξί που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει να σου συστήσει το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Γιάννενα, ένα μουσείο για το οποίο όλοι οι ντόπιοι είναι περήφανοι. Και είναι ο ίδιος ο δήμαρχος Ιωαννίνων Θωμάς Κ. Μπέγκας που την έχρισε επίτιμη δημότη τονίζοντας πως στο πρόσωπό της βρήκε μία ουσιαστική «σύμμαχο» και ένα «κεφάλαιο για τον πολιτισμό». Αυτή ωστόσο ήταν μία από τις πολλαπλές διακρίσεις που έχει λάβει η κυρία του ελληνικού πολιτισμού με σημαντικότερη την ύψιστη διάκριση του Αργυρού Μεταλλίου της Τάξης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.
Λίγους μήνες πριν από την εθνική εορτή με τον κόσμο να συρρέει μαζικά για την παρέλαση και ενόσω ο ήλιος έπεφτε ακόμα θερμός στην πανέμορφη Χίο, ο δήμαρχος του νησιού εμφανώς συγκινημένος έχριζε τη Σοφία Στάικου επίτιμη δημότισσα όχι τύποις, αλλά με την καρδιά του, όπως τόνισε, και έχοντας λάβει τις ευλογίες της ομόφωνης συναίνεσης του δημοτικού συμβουλίου «για τη συμβολή της στην προβολή της Χίου, καθώς και για τη διαρκή στήριξή της στην ανάδειξη του χιώτικου πολιτιστικού αποθέματος». Ωστόσο απευθυνόμενος γεμάτος συγκίνηση στην ίδια είπε «εσείς στην πραγματικότητα μας τιμάτε, και όχι εμείς».
Aν ρωτήσεις την ίδια θα σου μιλήσει για τον κάθε τόπο με ιδιαίτερο τρόπο και θα βρει διαφορετικούς λόγους για τους οποίους τον έχει αγαπήσει. Για παράδειγμα, για το Μουσείο στη Χίο θα σου πει για την ομορφιά του Κάμπου, τις μυρωδιές και τα Μαστιχοχώρια, αλλά και για τα αρχεία των μαστιχοπαραγωγών που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από το ίδρυμα ύστερα από δική της πρωτοβουλία.
Βέβαια, δεν ήταν πάντα όλα ρόδινα, αφού όταν ξεκίνησε η ιστορία της θέσπισης του άξονα των μουσείων υπήρχε καχυποψία, καθώς κανείς δεν πίστευε ότι μπορεί να συντονιστούν δημοτικοί φορείς και οργανισμοί, υπουργεία (Πολιτισμού αλλά και Οικονομικών) και ιδιώτες όπως είναι η Τράπεζα Πειραιώς για να γίνει κάτι τόσο μεγάλο. «Πολλές φορές το αυτονόητο, όπως είναι ο κοινός νους, μοιάζει κάτι ιδιαίτερα δύσκολο», παραδέχεται η ίδια σε μια άτυπη συζήτηση που είχαμε μαζί της ύστερα από εκείνη την πανέμορφη περιοδική έκθεση για τις «Αμέτρητες Οψεις του Ωραίου», ένα υπόδειγμα συνεργασίας με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε αισθητική λεπτομέρεια διαδραματίζει τον δικό της κρυφό ρόλο στη ζωή της Σοφίας Στάικου, από μια αρχαία λήκυθο μέχρι ένα σύγχρονο έργο τέχνης. «Σίγουρα η αισθητική είναι η δική μου ηθική», υποστηρίζει ακολουθώντας τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ και επιμένοντας ότι αυτή διαφαίνεται σε κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια από τον τρόπο που θα μιλήσει κανείς, θα αντιδράσει, θα ανοίξει μια πόρτα. «Το κριτήριο της αισθητικής με καθοδηγούσε από μικρή, ήταν το δικό μου ένστικτο. Ισως να μην είναι τυχαίο ότι ήμουν ένα παιδί που τακτοποιούσε τα πάντα και δεν ήθελε η λεπτομέρεια να χαλάει έναν κόσμο ευταξίας. Τα παιχνίδια δεν τα χαλούσα, γι’ αυτό μάλλον προτιμούσα να μην παίζω με τις κούκλες, αλλά να τις στολίζω». Ισως και αυτός να είναι ο λόγος που ψυχαναλυτικώ τω τρόπω εξομολογείται ότι δεν μαγειρεύει: «Το τίμημα της αναστάτωσης που θα προκληθεί σε μια κουζίνα είναι πολύ μεγάλο για να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα. Προτιμώ να βλέπω την κουζίνα καθαρή ως τον χώρο όπου μπορούμε να αναλύσουμε ή να συζητήσουμε για τις διαφορετικές μας προσεγγίσεις στη μαγειρική».
Βέβαια αυτή η τελειομανία δεν ήταν κάτι εύκολο για μια γυναίκα που είναι αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι στη δουλειά. «Πάντα κάτι θα υπάρχει, κάτι που θα ξεφεύγει, δεν γίνονται όλα. Και αυτό πρέπει να έχεις τη δύναμη και την ειλικρίνεια να το παραδεχτείς». Ομολογεί ότι οι γυναίκες σε ιθύνουσα θέση ήταν ελάχιστες όταν εκείνη πρωτοκατέλαβε διευθυντική θέση στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά δεν ένιωσε ποτέ παράξενα. Οποιος την ξέρει αντιλαμβάνεται ότι τίποτε από όσα φαίνονται δεν έγιναν χωρίς κόπο: ήταν άπειρες οι εργατοώρες στα μουσεία και απίστευτη η αφοσίωση σε ένα έργο που τελικά κανείς δεν αντιλήφθηκε το μέγεθός του αφού η σφραγίδα που αφήνει η Σοφία Στάικου δεν είναι μόνο τα μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος, αλλά και ένας ανοιχτός κόσμος από εκθέσεις, σεμινάρια, ένα διαρκές ταξίδι στις παραγωγικές δυνάμεις της Ελλάδας. Ισως να είναι και η λέξη «ανάγκη» που γέννησε την ιδέα για κάτι μεγαλύτερο σε εποχές όπου οι τράπεζες δεν αναλάμβαναν κοινωνικό έργο και ήταν άγνωστη ακόμα η έννοια «κοινωνική ευθύνη», η οποία πλέον θεωρείται πολύ της μόδας.
Προσπαθήσαμε, μάλιστα, αναζητώντας πληροφορίες να ανιχνεύσουμε αυτή την κρυφή πλευρά της Σοφίας Στάικου που η ίδια δεν θα ήθελε να ακουστεί, όπως προφανώς θα την ενοχλούσε σήμερα η προβολή του έργου των οργανισμών στην τηλεόραση ή η απεχθής έννοια «φιλανθρωπία». Προφανώς γιατί όλα αυτά κρύβουν έναν φαρισαϊσμό που δεν συνάδει με το έργο των ανθρώπων που πιστεύουν στο όραμα της αρωγής και της βοήθειας. Οσοι ήταν δίπλα της ξέρουν ότι από τη διεθυντική της θέση στην Τράπεζα Πειραιώς και πολύ προτού προχωρήσει στη δημιουργία των μουσείων είχε σταθεί στο πλευρό ανθρώπων που όχι μόνο δεν είχαν λόγο να εμπλακούν σε οτιδήποτε επιχειρηματικό, αλλά δεν είχαν και κανένα δικαίωμα να ελπίζουν. Ηταν τότε που βοήθησε στην πράξη άγνωστους καλλιτέχνες αλλά και απεξαρτημένους νέους οι οποίοι δυσκολεύονταν να εισαχθούν σε κάποιο πρόγραμμα επανένταξης. Οχι μόνο ενίσχυσε ανθρώπους που κατάφεραν να απεξαρτηθούν, αλλά υπάρχει και μια ζωντανή περίπτωση προσώπου που επέστρεψε στην κανονικότητα και στην πανεπιστημιακή σχολή την οποία είχε αφήσει, τελείωσε τις σπουδές του και φρόντισε να αφιερώσει στην ίδια το πτυχίο του. Σήμερα είναι στέλεχος στην Τράπεζα Πειραιώς και ελάχιστοι, πολύ κοντινοί στη Σοφία Στάικου, ξέρουν το μυστικό του. Αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι άνθρωποι με όραμα και ανθρωπισμό έχουν θάρρος και δεν φοβούνται καθόλου το ρίσκο.
Το μόνο που θα τονίσει, πάντως, η ίδια αν ερωτηθεί για το κοινωνικό έργο είναι ότι «πρέπει να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους». Και ότι ανέκαθεν αναζητούσε έναν τρόπο ώστε αυτό να γίνει εφικτό. Καθώς το κοινωνικό έργο δεν ήταν αρκετό, η Σοφία Στάικου στράφηκε στην αναζήτηση του οράματος που θα άφηνε αποτύπωμα σε ολόκληρο τον κόσμο, «όπως αντίστοιχα άλλα ιδρύματα έχουν αφήσει τη δική τους σφραγίδα στον πολιτισμό, το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης στα βιβλία ή το Ιδρυμα Κωστόπουλου στις τέχνες. Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα της δημιουργίας ενός ιδρύματος που θα ασχοληθεί με την ανάδειξη της βιομηχανικής τεχνολογίας και της οικονομικής ιστορίας, το οποίο είναι ένα θέμα τοπικό και εκ των πραγμάτων αναφέρεται στην περιφέρεια». Ηταν τότε που της ήρθε η σκέψη ότι είναι απαραίτητο να υπάρχουν μνήμες για τη συνέχεια αυτών των τεχνικών, «όπως για το ότι τα ελαιοτριβεία παράγουν το λάδι με ανάλογο τρόπο όπως στην αρχαιότητα». Ακόμα και σήμερα και παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ξεκίνησε το σύστημα με ένα μικρό ακίνητο της ΕΤΒΑ που το είχε παραχωρήσει στον δήμο και έγινε το Μουσείο του Μεταξιού στο Σουφλί, η ίδια θα ήθελε να είχε φύγει βλέποντας να υλοποιείται η υπόθεση του δέκατου μουσείου, που θα ολοκλήρωνε δυναμικά και αρμονικά τον κύκλο στην Κέρκυρα: «Η ιστορία πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό φάνηκε μέσα από τις επιμέρους αφηγήσεις οι οποίες συνιστούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μας». Οσο για το κέρδος που αποκομίζει από τις προσπάθειες και τον κόπο τόσων ετών, η απάντηση είναι αυθόρμητη: «Το κέρδος είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Το να μιλάω με τους κατοίκους αυτών των περιοχών. Να ακούω την άποψή τους. Αυτό είναι το πιο συγκινητικό για μένα. Να μαθαίνω και να αναζητώ ιστορίες. Αυτή ακριβώς η σχέση μού έδινε δύναμη και με έκανε να θέλω να κάνω ακόμα περισσότερα, να δω αυτά τα σπίτια να ξαναφτιάχνονται, τις μνήμες να ζωντανεύουν. Αυτό θέλω πάνω απ’ όλα: να είναι οι άνθρωποι δημιουργικοί και ευτυχισμένοι»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr