Περικλής Παναγόπουλος: Μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Περικλής Παναγόπουλος: Μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Ο αιώνας του Περικλή: Από τα χρόνια της Ελβετίας στην κορυφή της ναυτιλίας - Οι φουρτούνες με την απαγωγή και το ήρεμο λιμάνι της Κατερίνας
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Αφού το λέει ο Περικλής που γνωρίζει την ακτοπλοΐα όπως την παλάμη του, έτσι είναι τα πράγματα». Δεκαετίες ολόκληρες αυτή η φράση αντηχούσε στα εφοπλιστικά γραφεία της Ακτής Μιαούλη και ο αντίλαλός της έφτανε ως τα παραδοσιακά στέκια των Ελλήνων καραβοκύρηδων στο City του Λονδίνου. Για όλους, πάντα κάτι παραπάνω ήξερε ο Περικλής.
Ηταν η ελάχιστη ένδειξη εκτίμησης και αναγνώρισης προς έναν δυναμικό εργάτη της θάλασσας, πρωτοπόρο αναμορφωτή της σύγχρονης ακτοπλοΐας και πολυμήχανο μετρ των deals και των εξαγορών. Κυρίως, όμως, αποτελούσε εκδήλωση σεβασμού προς έναν αυτοδημιούργητο άνθρωπο που άφησε ισχυρό το αποτύπωμά του στην εγχώρια ναυτιλία. Αυτόν τον «φτωχό συγγενή μιας πλούσιας οικογένειας», που διένυσε μια ζωή σαν περιπετειώδη «Οδύσσεια», στην οποία ποτέ και τίποτε δεν του χαρίστηκε.
Ηταν η τελευταία εν ζωή δημόσια εμφάνισή του εκείνη την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017 στον γιορτινά διακοσμημένο χώρο του «Ecali Club», όταν περισσότεροι από 600 καλεσμένοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Πανελλήνιου Αθλητικού Σωματείου Γυναικών «Καλλιπάτειρα» για την οικονομική στήριξη της ομάδας των Ελλήνων Παραολυμπιονικών που θα συμμετάσχουν στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 2020. Παρά την ταλαιπωρημένη όψη του, κομψός μέσα στο μπλε πινστράιπ κοστούμι του, έδινε το «παρών» με χαμόγελο, αξιοπρέπεια και θάρρος.
Απλός, σοβαρός, διαυγής, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, αφού φωτογραφήθηκε μαζί με τον γιο του Αλέξανδρο, την ερμηνεύτρια Ηρώ Σαΐα και τον μουσικοσυνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο, η ορχήστρα του οποίου συμμετείχε αφιλοκερδώς στην εκδήλωση, κάθισε σε μια ροτόντα του χριστουγεννιάτικου δείπνου. Από το τραπέζι του πέρασαν για να τον χαιρετήσουν με ζεστές χειραψίες ακαδημαϊκοί, πολιτικοί, εφοπλιστές, επιχειρηματίες, αθλητές και καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια μόνο σποραδικά και με φειδώ εμφανιζόταν σε εκδηλώσεις κοινωνικής προσφοράς.
Στα 82 του είχε αποσυρθεί και από τον εφοπλισμό - από το 2007, όταν πούλησε το γκρουπ εταιρειών Attica έναν χρόνο προτού ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση, σαλπίζοντας τον απόπλου του από τον κλάδο ακτοπλοΐας. Από το 2009, δε, περιόρισε και την καθημερινή παρουσία του στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας φορτηγών πλοίων Magna Marine στη Bούλα, την οποία ίδρυσε το 1989 και διοικούσε μαζί με την κόρη του Ειρήνη. Σπανίως ακόμη εγκατέλειπε την πολυτελή έπαυλη στο Καβούρι, την οποία χωρίζει μόνο μία μεσοτοιχία από τη βίλα του γιου του Αλέξανδρου και της συζύγου του Αλίν. Περιστασιακά πλέον ταξίδευε με τη 40 μέτρων θαλαμηγό του «Odyssey», ενώ βαθμιαία είχε ελαττώσει και τις καλοκαιρινές διακοπές του στην απέριττη παραδοσιακή κατοικία του πάνω από το λιμάνι της Μυκόνου.
Η απομάκρυνσή του από δουλειές και συναναστροφές οφειλόταν στην καταναγκαστική αποχή που υπαγορευόταν από την επιβαρημένη κατάσταση της υγείας του και την αμείλικτη φθορά του χρόνου. Ωστόσο η φιλοσοφία της ζωής του, που συνοψιζόταν στη φράση «Κράτησε το μυαλό σου καθημερινά μέρα-νύχτα σε συνεχή ανησυχία και επαγρύπνηση», τον όπλιζε με παραδειγματικό κουράγιο στην απόκρουση κάθε αποτρόπαιης μοναξιάς.
Η σκηνή που διαδραματίστηκε στο νοσοκομείο «Metropolitan» πριν από λίγους μήνες πιθανότατα να μη γινόταν γνωστή αν δεν τη σιγοψιθύριζε το νοσηλευτικό προσωπικό. Σε μία από τις προγραμματισμένες ιατρικές επισκέψεις του εκεί, φανερά πλέον καταβεβλημένος από τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, είπε στον θεράποντα γιατρό «αφήστε με να φύγω», παρότι γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει. Ανθρωπος παθιασμένος με τη ζωή, έχοντας καταλάβει ότι πλησιάζει το λυκόφως της μυθιστορηματικής ζωής του, δεν ήθελε να στεναχωρεί την Κατερίνα του, τη σύζυγό του που στεκόταν βράχος δίπλα του επί σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Τη γυναίκα με την οποία μιλούσαν καθημερινά, του κρατούσε απαλά το χέρι, τον φιλούσε τρυφερά στο μάγουλο και η οποία έτρεχε με αγωνία μέσα στη νύχτα όταν της τηλεφωνούσαν από το νοσοκομείο για να της πουν ότι ο άνδρας της, ο άνθρωπος που αγάπησε με πάθος, δεν αισθανόταν καλά.
Ακόμη και εκείνο το πολύβουο βράδυ στη Εκάλη, το γαλάζιο σπινθηροβόλο βλέμμα του εκείνη αναζητούσε. Την εξωστρεφή και επικοινωνιακά χαρισματική πρόεδρο της «Καλλιπάτειρας». Αυτή τη γενναιόδωρη κυρία του εθελοντισμού, που καλαίσθητη μέσα στη μαύρη τουαλέτα της περιφερόταν αεικίνητη και ευγενική προς όλους τους καλεσμένους στην αίθουσα.
Ηταν η ελάχιστη ένδειξη εκτίμησης και αναγνώρισης προς έναν δυναμικό εργάτη της θάλασσας, πρωτοπόρο αναμορφωτή της σύγχρονης ακτοπλοΐας και πολυμήχανο μετρ των deals και των εξαγορών. Κυρίως, όμως, αποτελούσε εκδήλωση σεβασμού προς έναν αυτοδημιούργητο άνθρωπο που άφησε ισχυρό το αποτύπωμά του στην εγχώρια ναυτιλία. Αυτόν τον «φτωχό συγγενή μιας πλούσιας οικογένειας», που διένυσε μια ζωή σαν περιπετειώδη «Οδύσσεια», στην οποία ποτέ και τίποτε δεν του χαρίστηκε.
Ηταν η τελευταία εν ζωή δημόσια εμφάνισή του εκείνη την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017 στον γιορτινά διακοσμημένο χώρο του «Ecali Club», όταν περισσότεροι από 600 καλεσμένοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Πανελλήνιου Αθλητικού Σωματείου Γυναικών «Καλλιπάτειρα» για την οικονομική στήριξη της ομάδας των Ελλήνων Παραολυμπιονικών που θα συμμετάσχουν στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 2020. Παρά την ταλαιπωρημένη όψη του, κομψός μέσα στο μπλε πινστράιπ κοστούμι του, έδινε το «παρών» με χαμόγελο, αξιοπρέπεια και θάρρος.
Απλός, σοβαρός, διαυγής, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, αφού φωτογραφήθηκε μαζί με τον γιο του Αλέξανδρο, την ερμηνεύτρια Ηρώ Σαΐα και τον μουσικοσυνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο, η ορχήστρα του οποίου συμμετείχε αφιλοκερδώς στην εκδήλωση, κάθισε σε μια ροτόντα του χριστουγεννιάτικου δείπνου. Από το τραπέζι του πέρασαν για να τον χαιρετήσουν με ζεστές χειραψίες ακαδημαϊκοί, πολιτικοί, εφοπλιστές, επιχειρηματίες, αθλητές και καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια μόνο σποραδικά και με φειδώ εμφανιζόταν σε εκδηλώσεις κοινωνικής προσφοράς.
Στα 82 του είχε αποσυρθεί και από τον εφοπλισμό - από το 2007, όταν πούλησε το γκρουπ εταιρειών Attica έναν χρόνο προτού ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση, σαλπίζοντας τον απόπλου του από τον κλάδο ακτοπλοΐας. Από το 2009, δε, περιόρισε και την καθημερινή παρουσία του στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας φορτηγών πλοίων Magna Marine στη Bούλα, την οποία ίδρυσε το 1989 και διοικούσε μαζί με την κόρη του Ειρήνη. Σπανίως ακόμη εγκατέλειπε την πολυτελή έπαυλη στο Καβούρι, την οποία χωρίζει μόνο μία μεσοτοιχία από τη βίλα του γιου του Αλέξανδρου και της συζύγου του Αλίν. Περιστασιακά πλέον ταξίδευε με τη 40 μέτρων θαλαμηγό του «Odyssey», ενώ βαθμιαία είχε ελαττώσει και τις καλοκαιρινές διακοπές του στην απέριττη παραδοσιακή κατοικία του πάνω από το λιμάνι της Μυκόνου.
Η απομάκρυνσή του από δουλειές και συναναστροφές οφειλόταν στην καταναγκαστική αποχή που υπαγορευόταν από την επιβαρημένη κατάσταση της υγείας του και την αμείλικτη φθορά του χρόνου. Ωστόσο η φιλοσοφία της ζωής του, που συνοψιζόταν στη φράση «Κράτησε το μυαλό σου καθημερινά μέρα-νύχτα σε συνεχή ανησυχία και επαγρύπνηση», τον όπλιζε με παραδειγματικό κουράγιο στην απόκρουση κάθε αποτρόπαιης μοναξιάς.
Η σκηνή που διαδραματίστηκε στο νοσοκομείο «Metropolitan» πριν από λίγους μήνες πιθανότατα να μη γινόταν γνωστή αν δεν τη σιγοψιθύριζε το νοσηλευτικό προσωπικό. Σε μία από τις προγραμματισμένες ιατρικές επισκέψεις του εκεί, φανερά πλέον καταβεβλημένος από τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, είπε στον θεράποντα γιατρό «αφήστε με να φύγω», παρότι γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει. Ανθρωπος παθιασμένος με τη ζωή, έχοντας καταλάβει ότι πλησιάζει το λυκόφως της μυθιστορηματικής ζωής του, δεν ήθελε να στεναχωρεί την Κατερίνα του, τη σύζυγό του που στεκόταν βράχος δίπλα του επί σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Τη γυναίκα με την οποία μιλούσαν καθημερινά, του κρατούσε απαλά το χέρι, τον φιλούσε τρυφερά στο μάγουλο και η οποία έτρεχε με αγωνία μέσα στη νύχτα όταν της τηλεφωνούσαν από το νοσοκομείο για να της πουν ότι ο άνδρας της, ο άνθρωπος που αγάπησε με πάθος, δεν αισθανόταν καλά.
Ακόμη και εκείνο το πολύβουο βράδυ στη Εκάλη, το γαλάζιο σπινθηροβόλο βλέμμα του εκείνη αναζητούσε. Την εξωστρεφή και επικοινωνιακά χαρισματική πρόεδρο της «Καλλιπάτειρας». Αυτή τη γενναιόδωρη κυρία του εθελοντισμού, που καλαίσθητη μέσα στη μαύρη τουαλέτα της περιφερόταν αεικίνητη και ευγενική προς όλους τους καλεσμένους στην αίθουσα.
Εξάλλου η αφοσιωμένη σύντροφος με την οποία ο ίδιος είχε συμβιώσει επί 27 ολόκληρα χρόνια δεν είναι απλώς μια δραστήρια κυρία με μεγάλη προσφορά στα κοινά η οποία έφερε το επίθετό του. Ούτε ήθελε αναφέρεται ως η «σύζυγος του εφοπλιστή», καθώς ως αυθύπαρκτη και στέρεα προσωπικότητα, με πυξίδα την αλληλεγγύη, τον ανθρωπισμό και το «ευ αγωνίζεσθαι», μετουσίωσε την έμφυτη ενέργειά της σε παραγωγική και δημιουργική δράση.
Γι’ αυτόν όμως υπήρξε πάνω απ’ όλα η ηρωική γυναίκα που με απαράμιλλη ψυχραιμία και πεισματική αυταπάρνηση έδωσε μάχη κινητοποιώντας γη και ουρανό για να επιστρέψει ο σύζυγός της στο σπίτι του σώος και αβλαβής αφότου αυτός έπεσε θύμα απαγωγής τον Iανουάριο του 2009. Στη δική της ωριμότητα και το ψυχολογικό σθένος που επέδειξε κατά τη διάρκεια του αποπνικτικού θρίλερ της ομηρίας του από κακοποιούς, που διήρκεσε 192 ώρες, ο εφοπλιστής όφειλε τη μετέπειτα ζωή του.
Καρμική συνάντηση
Θρυλείται ότι η γνωριμία τους είχε τον χαρακτήρα καρμικής συνάντησης. Οταν τον Φεβρουάριο του 1990 ο 54χρονος τότε Περικλής Παναγόπουλος επισκέφθηκε τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Βογιατζή στο γραφείο του, στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι, από αβλεψία πάτησε λάθος κουδούνι στον όροφο.
Του άνοιξε η μεσογειακής ομορφιάς Κατερίνα Ναυπλιώτη από το παρακείμενο ατελιέ ραπτικής ενδυμάτων κατά παραγγελία. Μια αριστοκρατικής κορμοστασιάς μελαχρινή 37χρονη γυναίκα, την οποία εμπιστεύονταν χάρη στην υψηλή σχεδιαστική τεχνική της στα πατρόν οι παραδοσιακά σικ κυρίες του Κολωνακίου που ράβονταν sur mesure. Από την πρώτη στιγμή ο ένας στη θέα του άλλου ένιωσαν αμοιβαία έλξη.
Ο εφοπλιστής, στην πραγματικότητα ένας μεγιστάνας της ναυσιπλοΐας, είχε μόλις από τριετίας χωρίσει αθόρυβα, μετά από 25 χρόνια γάμου, με την Ιταλίδα σύζυγό του Μπρούνα Μπαρίλα. Εκείνη, η γεμάτη ζωντάνια και καλλίγραμμη μοδίστρα, είχε πάρει διαζύγιο πριν από 12 χρόνια από τον πρώτο σύζυγό της, με τον οποίο είχε αποκτήσει τον μονάκριβο γιο της Πέτρο Ιωαννίδη. Λίγες ημέρες αργότερα, προγραμματισμένα πια, συναντήθηκαν ξανά σε φιλική ομήγυρη σε ένα αστικό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.
Σύντομα διαπίστωσαν ότι ήθελαν να είναι αχώριστοι. Παρά τις σχετικές ενστάσεις που διατύπωσαν εκείνη την περίοδο τα δύο παιδιά του εφοπλιστή, ο 24χρονος, τότε, Αλέξανδρος και η 27χρονη Ειρήνη, τίποτε δεν μπορούσε να περιορίσει το φούντωμα του ειδυλλίου.
Προτού παντρευτούν σε στενό κύκλο, ύστερα από συμβίωση επτάμισι περίπου χρόνων, τον Σεπτέμβριο του 1997 στο γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι, στα δύο πρώτα χρόνια της σχέσης τους γύρισαν σχεδόν όλο τον κόσμο. Αν για τη μικρασιατικής καταγωγής, γεννημένη στην Αθήνα, Κατερίνα το ταξίδι έμοιαζε φαντασμαγορική εξτραβαγκάντζα, στον κοσμοπολίτη Περικλή φάνταζε σαν απελευθερωτικό σήκωμα της άγκυρας για πιο θελκτικά τερπνούς τόπους. Σε μια ζωή όπου δάμασε τρικυμίες και κατάφερε από το απόλυτο μηδέν να χτίσει μια αυτοκρατορία, για την οποία άλλοι θα χρειάζονταν τουλάχιστον δύο ζωές.
Ο θάνατος του πατέρα του από τους Γερμανούς
Ο Περικλής Παναγόπουλος πρωτοαντίκρισε τον κόσμο μια χειμωνιάτικη Κυριακή στις 29 Δεκεμβρίου του 1935. Γεννήθηκε στο μαιευτήριο της Κλινικής Θεοφιλάκη στην πλατεία Κολιάτσου, σε ένα γωνιακό κτίριο επί της οδού Πάτμου. Ο πατέρας του, Σταύρος Παναγόπουλος, καταγόταν από το Πλατύ Μεσσηνίας, που παλιά ονομαζόταν Μπάστα, λίγο έξω από την Καλαμάτα. Στα 17 του χρόνια, το 1907, μετανάστευσε στην Αμερική. Εφυγε από το χωριό του και έφτασε με τα πόδια στην Πάτρα, απ’ όπου ταξίδεψε δυτικά προς τον «Νέο Κόσμο» με ένα ιστιοπλοϊκό σκαρί μήκους 90 μέτρων - πού λεφτά για ατμόπλοιο;
Εμεινε στην ξενιτιά είκοσι χρόνια. Στο μεσοδιάστημα, όπως συνηθιζόταν τότε, γύρισε, παντρεύτηκε τη Δαρεία και στα επόμενα δύο ταξίδια στην Ελλάδα απέκτησε μαζί της δύο αγόρια, τον Λυκούργο και τον Νίκο. Επέστρεψε στην πατρίδα οριστικά ακριβώς πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 στις ΗΠΑ. Με τις οικονομίες δύο δεκαετιών από τη σκληρή δουλειά του μετανάστη που κυνήγησε το αμερικάνικο όνειρο έστησε ένα μικρό ξενοδοχείο στην οδό Λυκούργου, ανάμεσα Αιόλου και Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που το βάφτισε «ΒΕΤΟ».
Πάνω που έστρωνε όμως τη νέα του ζωή ήρθε ο απροσδόκητος θάνατος της συζύγου του, που τον άφησε συντετριμμένο χήρο με μαύρη ταινία πένθους στο μανίκι και δύο ορφανά από μάνα παιδιά. Ηταν μόλις 40 χρόνων.
Σε εκείνα τα δυσοίωνα φεγγάρια ως από μηχανής θεός μπήκε στη ζωή του η Ειρήνη. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία είχε σπουδάσει και διδάξει στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, έγινε σύντομα η δεύτερη σύζυγος του Σταύρου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1935 και 11 μήνες αργότερα η Ειρήνη γέννησε τον Περικλή. Ολη η γειτονιά επί της οδού Καυταντζόγλου στα Κάτω Πατήσια όπου έμενε η οικογένεια ευχήθηκε να έχει καλή τύχη το ξανθό γαλανομάτικο βρέφος με τα λεπτά χαρακτηριστικά. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στη Αθήνα μια μουντή μέρα στα τέλη Απριλίου του 1941, οι ναζιστές επέταξαν το ξενοδοχείο για να φιλοξενήσει τους αξιωματικούς της Γκεστάπο.
Ψυχωμένος πατριώτης, ο Σταύρος Παναγόπουλος προετοιμαζόταν μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, τον Λυκούργο, να βγουν στα βουνά. Ηδη, σε συνεργασία με αντιστασιακές οργανώσεις, στην αυλή του σπιτιού στην Καυταντζόγλου είχαν θάψει κρυφά όπλα και πυρομαχικά για το αντάρτικο.
Τον κάρφωσαν όμως κάποιοι ρουφιάνοι - εικάζεται από το στενό του περιβάλλον, με τους οποίους είχε οικονομικές διαφορές. Οι Γερμανοί κατακτητές τον βασάνισαν ανελέητα το καλοκαίρι του 1942. Δεν έβγαλε ωστόσο μιλιά, ούτε μαρτύρησε κανέναν απέναντι στις ωμές κτηνωδίες τους. Αιμόφυρτος έφτασε σπίτι του και έκτοτε έμεινε κατάκοιτος στο κρεβάτι επί πέντε μήνες. Αφησε την τελευταία του πνοή στις 14 Δεκεμβρίου του 1942, μπροστά στα δακρυσμένα μάτια του εξάχρονου Περικλή. Ολόκληρος ο μέχρι τότε κόσμος του κατέρρευσε. Απέμεινε μόνη η χήρα μάνα του, η Ειρήνη, με τον πικρό κλήρο της ευθύνης που της έλαχε.
Επρεπε να τα βγάλει πέρα κόντρα σε όλες τις μαρτυρικές δυσκολίες ώστε να επιβιώσει ο μικρός γιος της και τα δύο ετεροθαλή αδέλφια του. Μέσα σε αφόρητες στερήσεις, κακουχίες και πείνα στα όρια της λιμοκτονίας πέθανε και ο Λυκούργος από φυματίωση το 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση. Πριν καλά-καλά κλείσει τα δέκα του χρόνια ο Περικλής είχε βιώσει μαστιγωτικά δοκιμασίες που θα χάραζαν αιχμηρά και για πάντα μια αθώα παιδική ψυχή. Οχι πάντως τη δική του.
«Ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας οικογένειας»
Τα πρώτα του μαθητικά βήματα τα έκανε σε ένα από τα λίγα ιδιωτικά σχολεία της εποχής. Η Σχολή Αδαμοπούλου λειτουργούσε στην οδό Καυταντζόγλου, ακριβώς απέναντι από το πατρικό του σπίτι. Βιοποριστικά κάπως τα κουτσοβόλευαν, αφού εκχώρησαν μέρος του ξενοδοχείου που είχαν κληρονομήσει από τον άτυχο Σταύρο. Τη σχολική χρονιά 1947-48, όταν η χώρα μαστιζόταν από τον Εμφύλιο και ο Περικλής έμπαινε στην εφηβεία, τον έγραψαν στο Γυμνάσιο της Λεοντείου στα Πατήσια. Η Πολίτισσα γιαγιά του Περικλή από την πλευρά της μητέρας του είχε δεσμούς με την πλούσια οικογένεια του Ευγένιου Ευγενίδη, ενός ιδιοφυούς επιχειρηματία διεθνών προδιαγραφών, ευπατρίδη με μεγάλη καρδιά και γενναιοδωρία εθνικού ευεργέτη.
Κυρίως, όμως, η Ειρήνη διατηρούσε σχέσεις με την παλιά συμμαθήτριά της στο Ζάππειο, Μαριάνθη, σύζυγο του Γεωργίου Σίμου, αδελφή και προσωπική γραμματέα του Ευγένιου, ο οποίος ήταν από τους μεγαλύτερους πλοιοκτήτες της εποχής. Η μητέρα του Περικλή έφτασε στο σπίτι της Μαριάνθης στους Αμπελόκηπους, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Μεσογείων, όπου της εξέθεσε τα προσόντα του πολλά υποσχόμενου νεαρού γιου της, ο οποίος θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος στην κοινωνία.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, την άνοιξη του 1949, μητέρα και γιος δέχθηκαν τη δελεαστική πρόταση να μεταβούν στην Ελβετία, όπου ο Ευγενίδης είχε την έδρα των επιχειρήσεών του, και εκεί ο Περικλής θα συνέχιζε τις σπουδές του. Η τύχη έδειχνε πια το καλό της πρόσωπο σε μια οικογένεια που είχε τόσο βάναυσα δοκιμάσει.
Ο Περικλής ήταν μόλις 15 χρόνων όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον «θείο» Ευγένιο. Και όπως ο ίδιος τόνισε ξετυλίγοντας τις αναμνήσεις του στη βιογράφο του Εύα Αρβανίτη-Μιχαλοπούλου, η οποία τις περιέλαβε στο βιβλίο «Βίος και Ναυτιλία»: «Μεγάλωσα μέσα σε μια εφοπλιστική οικογένεια. Ημουν ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας οικογένειας». Ναι, αλλά είχε με την αξία του επιλεγεί για να εμπλακεί σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα που έως τότε δεν είχε φανταστεί. Ηταν τότε ένα όμορφο, στιβαρό και ορεξάτο παλικάρι, με πλούσια ξανθά μαλλιά και διαπεραστικά γαλάζια μάτια που ατένιζαν το μέλλον από το κατάστρωμα φορτηγών και επιβατικών πλοίων στα μακρινά ταξίδια τους στη θάλασσα.
Στη διάρκεια των διακοπών του από τις σπουδές του -στην αρχή ως ο μόνος Ελληνας μαθητής εσωτερικός σε ελβετικό κολέγιο και κατόπιν στην Ecole Superieure de Commerce- μπάρκαρε με τα πλοία του Ευγενίδη. Για δύο καλοκαίρια ταξίδεψε ως δόκιμο μέλος του πληρώματος και μετά τιμονιέρης στο φορτηγό πλοίο «Μυκήναι» που έκανε τη γραμμή Γένοβα - Ισπανία - Βραζιλία - Μοντεβιδέο - Μπουένος Αϊρες. Ηταν μόλις 16 ετών, ψημένος στη θάλασσα και γεμάτος εμπειρίες σε υπερπόντια καράβια.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1953 για να πάρει το απολυτήριο του ελληνικού γυμνασίου. Παρακολούθησε φροντιστηριακά μαθήματα που δεν είχε διδαχθεί στην Ελβετία, εξετάστηκε από κρατική επιτροπή και του απονεμήθηκε το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης σπουδών στη Μέση Εκπαίδευση με βαθμό 18. Γύρισε στη Λωζάννη και από εκεί εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου σπούδασε ναυτιλιακά. Παράλληλα δούλευε εξαντλητικά στην εταιρεία του Ευγενίδη στο City. Τη Μεγάλη Πέμπτη 22 Απριλίου του 1954, στις 7.30 η ώρα το πρωί, η μητέρα του δέχθηκε ένα τηλεφώνημα.
Ο Ευγενίδης είχε φύγει ξαφνικά από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς κατά τη διάρκεια μιας δεξίωσης στο Βεβέ της Ελβετίας. Ο Περικλής συνέχισε να δουλεύει στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του «θείου» του αλλά τίποτα δεν τον δέσμευε πια με αυτές. Επρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις σχετικά με τη ζωή και την καριέρα του. Το ανήσυχο ένστικτό του τον οδηγούσε στην αναζήτηση νέων προκλήσεων. Ερευνούσε την αγορά και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χαράξει τη δική του ρότα. Η στιγμή αυτή θα αργούσε, αλλά δεν βιαζόταν. Ηταν τότε μόλις 20 χρόνων. Μετακινήθηκε από την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη με ενδιάμεσους σταθμούς την Τεργέστη και τη Γένοβα. Εκεί γνώρισε την Μπρούνα Μπαρίλα, μια εντυπωσιακής ομορφιάς Ιταλίδα που εργαζόταν ως μοντέλο. Την πολιόρκησε στενά και κέρδισε τον έρωτά της, καθώς ήταν ένας όμορφος και κομψός νεαρός που του άρεσαν το ιταλικό φαγητό, τα ιταλικά τραγούδια και μιλούσε την ιταλική γλώσσα σαν ντόπιος.
Στη Γενεύη
Γύρισε το 1960 στην Ελλάδα και παρουσιάστηκε στο 502ο Τάγμα Πεζικού, όπου από λάθος τον κατέγραψαν ως αγράμματο παρότι μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες. Ο ίδιος, δε, είχε την εσφαλμένη, όπως αποδείχθηκε, εντύπωση ότι το φανταριλίκι θα του πρόσφερε αρκετό χρόνο για να τον αφιερώσει στον εαυτό του. Δουλεύοντας από τα μικράτα του πίστευε ότι ήταν μια ευκαιρία να πάρει μια ανάσα από τη δουλειά ώστε να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές του.
Οι φαντασιώσεις του για άνετες διακοπές διαλύθηκαν μέσα στη λιγδιασμένη καραβάνα, στους κρύους θαλάμους του στρατοπέδου στα Γρεβενά και στα παγωμένα αντίσκηνα του Βερμίου. Ηταν μια ακόμη εμπειρία για τα σκαμπανεβάσματα που επιφυλάσσει η ζωή. Οταν το 1962 επέστρεψε -μετά το στρατιωτικό- στη Γένοβα η Μπρούνα τον περίμενε. Παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά με κουμπάρο τον Νικόλαο Βερνίκο-Ευγενίδη, διευθύνοντα διάδοχο του Ευγένιου Ευγενίδη στον όμιλο επιχειρήσεων του εκλιπόντος. Ξαναγύρισε στο Λονδίνο και λίγο αργότερα μετακινήθηκε στη Γενεύη με τις τρεις γυναίκες της ζωής του: τη μητέρα του, τη σύζυγό του και τη νεογέννητη κόρη του.
Το 1965 παραιτήθηκε από την εταιρεία Home Lines του Ευγενίδη έχοντας περάσει από τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις της. Πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Αθήνα μετά από 15 χρόνια στην ξενιτιά. Ψάχνοντας για δουλειά, παρά τα προσόντα του βρήκε τις πόρτες κλειστές. Είχε μείνει άνεργος με δική του επιλογή και μπροστά του είχε απειλητική την πληρωμή του τιμήματος της απόφασής του. Μια μέρα, όμως, βαδίζοντας βαρύς και κατσουφιασμένος στον Πειραιά άκουσε να τoν φωνάζουν με το χαϊδευτικό του όνομα: «Λάκη, Λάκη, Λάκη!». Γύρισε αιφνιδιασμένος από την οικειότητα και αντίκρισε τον εφοπλιστή Μπάμπο (Χαράλαμπο) Κιοσεόγλου, ο οποίος είχε διατελέσει προϊστάμενος του Περικλή στη Γένοβα.
Προερχόταν και αυτός από τους νεαρούς που ο Ευγενίδης είχε προωθήσει επαγγελματικά λόγω της φιλίας με την οικογένειά του, ονομαστούς ξυλέμπορους από τη Ρουμανία που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μπάμπος, ένας κοσμοπολίτης επιχειρηματίας, καλλιεργημένος και με σπάνια μόρφωση άνθρωπος, του πρόσφερε εκείνη τη δύσκολη ώρα την καλά αμειβόμενη θέση γενικού διευθυντή στην εταιρεία κρουαζιεροπλοίων του Sun Line. Το αμέσως επόμενο βήμα του Περικλή ήταν να φέρει πίσω στην πατρίδα την οικογένειά του, με την οποία εγκαταστάθηκαν στη Φωκίωνος Νέγρη. Την επόμενη κιόλας χρονιά η οικογένεια μεγάλωσε, καθώς προστέθηκε σε αυτήν ο νεογέννητος γιος του Αλέξανδρος.
Ρότα για δική του εταιρεία
Πέντε χρόνια αργότερα είχε φτάσει πια το πλήρωμα του χρόνου για να υλοποιήσει το δικό του όραμα και να ανοίξει διάπλατα παράθυρο στο μέλλον της ακτοπλοΐας. «Ηταν η ώρα να πηδήξω από την Ακρόπολη και να πέσω στα μαλακά και όρθιος», είχε πει χρόνια αργότερα. Αποχώρησε το 1971 από τη Sun Line και ρίχτηκε με έξαψη στη δημιουργία, για πρώτη φορά, δικής του εταιρείας.
Γνώριζε άριστα τη δουλειά, τη θάλασσα, τους ναύλους, τις πωλήσεις, τις κρατήσεις, τα καύσιμα, τα πάντα. Κυρίως είχε ξεκάθαρες ιδέες. Είχε διαγνώσει από καιρό ότι μια νέα εποχή είχε ανατείλει στις διεθνείς συγκοινωνίες. Η μεταφορά επιβατών διά θαλάσσης είχε αρχίσει να φθίνει προς όφελος της αεροπορικής βιομηχανίας που βρισκόταν πια σε έξαρση.
Εθετε πλέον ως σκοπό να προσανατολιστεί η εταιρεία του αποκλειστικά στις κρουαζιέρες. Με την ίδρυση της εταιρείας-φαινόμενο Royal Cruise Line έβαλε πλώρη για την κορυφή και πάνω της χτίστηκε ο παγκόσμιος μύθος του Περικλή Παναγόπουλου. Ενός ανθρώπου με σπάνια ενόραση και δυσεύρετο επιχειρηματικό ένστικτο, που άνοιξε με υπευθυνότητα και αξιοπιστία νέο δρόμο στον κόσμο των ταξιδιών.
Ταξίδεψε έτσι τα ελληνικά χρώματα σε όλο τον κόσμο, χωρίς όμως να εγκαταλείψει την Eλλάδα. Κινήθηκε πάντα σε μια διττή ρότα που του απέφερε επάξια τον τίτλο του «πατριάρχη της ελληνικής ακτοπλοΐας». Από τη μία ξεκλείδωνε νέες αγορές εκτός συνόρων προκαλώντας πονοκέφαλο στον ανταγωνισμό και από την άλλη γιγάντωνε την πλωτή αυτοκρατορία του με έγκαιρες εξαγορές ή εκποιήσεις αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως «τα πάντα πωλούνται, αρκεί να είναι καλή η τιμή. Συναίσθημα με αντικείμενα δεν υπάρχει».
Με δανειακή χρηματοδότηση από τράπεζες και επενδυτές παράγγειλε το πρώτο του κρουαζιερόπλοιο που κατασκευάστηκε για λογαριασμό της Royal Cruise Line στη Δανία. Το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 1974 ήταν μια ιστορική μέρα για τον ίδιο, καθώς δρομολογήθηκε ο πρώτος απόπλους του νεότευκτου «Golden Odyssey», του πρώτου ελληνικού κρουαζιερόπλοιου που ναυπηγήθηκε εξαρχής.
Στο παρθενικό του ταξίδι ο Περικλής, ανακατεμένος ως άγνωστος με τους πιο απαιτητικούς επιβάτες, καθισμένος στο μπαρ του πλοίου άκουσε έναν Αμερικανό να λέει: «Ωωω! Φανταστικό! Υπέροχο! Πολύ όμορφο πλοίο! Δεν το νιώθεις, φίλε;». Πήδηξε από τη χαρά του από το σκαμπό όπου καθόταν και βγήκε περήφανος στο κατάστρωμα σχεδόν μεθυσμένος από ένα ψυχολογικό κοκτέιλ ικανοποίησης και έξαρσης κεφιού. Εβγαλε τότε το παντελόνι του και το πέταξε στη θάλασσα. «Το οποίο εν τω μεταξύ είχε τρυπήσει στα γόνατα από τη φθορά της επίβλεψης στα ναυπηγεία», διηγήθηκε αργότερα ο εφοπλιστής. Σε εκείνο το παρθενικό ταξίδι ταξίδεψαν μαζί του η μητέρα του, η σύζυγός του, τα δυο του παιδιά, καθώς και υπάλληλοι της εταιρείας.
Σαράντα περίπου χρόνια μετά, στις 19 Απριλίου 2014, μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου στην Ντάπια των Σπετσών, ο Περικλής Παναγόπουλος βάδιζε με διστακτικά βήματα ακουμπισμένος στο μπράτσο του γιου του Αλέξανδρου. Η κοινή τους εμφάνιση σε δημόσια θέα διέψευδε τη διαβόητη μεταξύ τους κόντρα που υποτίθεται ότι σοβούσε από πενταετίας και φερόταν να τους έχει απομακρύνει. Οι σχέσεις τους είχαν αποκατασταθεί πλήρως παρά τις όποιες παλιότερες ασυνεννοησίες, επιχειρηματικές αντιπαραθέσεις και διχόνοιες υπό έντονη ψυχολογική πίεση.
Είχαν διαγράψει μονοκοντυλιά τις φημολογούμενες ενδοοικογενειακές έριδες. Εξάλλου ο Περικλής, για όσους τον γνώριζαν εκ του σύνεγγυς, δεν ήταν άνθρωπος που κρατούσε κακίες. Μάλιστα θα διαπίστωναν το μεγαλείο ψυχής του εφοπλιστή λίγους μήνες αργότερα όσοι παρακολούθησαν τη δίκη των απαγωγέων του. Εκεί, παρότι φορτισμένος από όλες τις σοκαριστικές αναμνήσεις της ταλαιπωρίας του, όταν ένας εκ των κατηγορουμένων για πολλοστή φορά τού είπε «συγγνώμη κύριε Παναγόπουλε», εκείνος απάντησε αφοπλιστικά: «Σε συγχωρώ, έχεις την ηλικία του εγγονού μου. Σου εύχομαι καλή τύχη».
Εμενε μόνο μια αόρατη σκιά να βαραίνει θλιμμένα την αγκαζέ βόλτα των δύο ανδρών στο λιμάνι των Σπετσών. Η πρώην σύζυγος του Περικλή και μητέρα του Αλέξανδρου είχε αφήσει την τελευταία της πνοή ενάμιση χρόνο πριν, τον Οκτώβριο του 2012. Είχαν όμως και οι δύο συνειδητοποιήσει ότι η απώλεια φέρνει επειγόντως κοντά τους οικείους του εκλιπόντος. Τάχυναν, στο μέτρο του δυνατού, το βήμα προς το γιοτ, όπου τους περίμεναν η Κατερίνα Παναγοπούλου, η Αλίν και η Ειρήνη μαζί με τα δύο από τα τρία παιδιά της για να γιορτάσουν οικογενειακά το ίδιο βράδυ την Ανάσταση, επιβεβαιώνοντας ότι το αίμα νερό δεν γίνεται. Οι οικογενειακοί δεσμοί άλλωστε είναι πάντα εκεί που πρέπει.
Κάποιες φορές πέρα, αλλά ποτέ μακριά. Περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, ο Περικλής Παναγόπουλος έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη στο σπίτι του στο Καβούρι. Ηταν δική του επιθυμία να είναι όλα τα μέλη της οικογένειας κοντά του στο τελευταίο ταξίδι του.
Γι’ αυτόν όμως υπήρξε πάνω απ’ όλα η ηρωική γυναίκα που με απαράμιλλη ψυχραιμία και πεισματική αυταπάρνηση έδωσε μάχη κινητοποιώντας γη και ουρανό για να επιστρέψει ο σύζυγός της στο σπίτι του σώος και αβλαβής αφότου αυτός έπεσε θύμα απαγωγής τον Iανουάριο του 2009. Στη δική της ωριμότητα και το ψυχολογικό σθένος που επέδειξε κατά τη διάρκεια του αποπνικτικού θρίλερ της ομηρίας του από κακοποιούς, που διήρκεσε 192 ώρες, ο εφοπλιστής όφειλε τη μετέπειτα ζωή του.
Καρμική συνάντηση
Θρυλείται ότι η γνωριμία τους είχε τον χαρακτήρα καρμικής συνάντησης. Οταν τον Φεβρουάριο του 1990 ο 54χρονος τότε Περικλής Παναγόπουλος επισκέφθηκε τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Βογιατζή στο γραφείο του, στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι, από αβλεψία πάτησε λάθος κουδούνι στον όροφο.
Του άνοιξε η μεσογειακής ομορφιάς Κατερίνα Ναυπλιώτη από το παρακείμενο ατελιέ ραπτικής ενδυμάτων κατά παραγγελία. Μια αριστοκρατικής κορμοστασιάς μελαχρινή 37χρονη γυναίκα, την οποία εμπιστεύονταν χάρη στην υψηλή σχεδιαστική τεχνική της στα πατρόν οι παραδοσιακά σικ κυρίες του Κολωνακίου που ράβονταν sur mesure. Από την πρώτη στιγμή ο ένας στη θέα του άλλου ένιωσαν αμοιβαία έλξη.
Ο εφοπλιστής, στην πραγματικότητα ένας μεγιστάνας της ναυσιπλοΐας, είχε μόλις από τριετίας χωρίσει αθόρυβα, μετά από 25 χρόνια γάμου, με την Ιταλίδα σύζυγό του Μπρούνα Μπαρίλα. Εκείνη, η γεμάτη ζωντάνια και καλλίγραμμη μοδίστρα, είχε πάρει διαζύγιο πριν από 12 χρόνια από τον πρώτο σύζυγό της, με τον οποίο είχε αποκτήσει τον μονάκριβο γιο της Πέτρο Ιωαννίδη. Λίγες ημέρες αργότερα, προγραμματισμένα πια, συναντήθηκαν ξανά σε φιλική ομήγυρη σε ένα αστικό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.
Σύντομα διαπίστωσαν ότι ήθελαν να είναι αχώριστοι. Παρά τις σχετικές ενστάσεις που διατύπωσαν εκείνη την περίοδο τα δύο παιδιά του εφοπλιστή, ο 24χρονος, τότε, Αλέξανδρος και η 27χρονη Ειρήνη, τίποτε δεν μπορούσε να περιορίσει το φούντωμα του ειδυλλίου.
Προτού παντρευτούν σε στενό κύκλο, ύστερα από συμβίωση επτάμισι περίπου χρόνων, τον Σεπτέμβριο του 1997 στο γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι, στα δύο πρώτα χρόνια της σχέσης τους γύρισαν σχεδόν όλο τον κόσμο. Αν για τη μικρασιατικής καταγωγής, γεννημένη στην Αθήνα, Κατερίνα το ταξίδι έμοιαζε φαντασμαγορική εξτραβαγκάντζα, στον κοσμοπολίτη Περικλή φάνταζε σαν απελευθερωτικό σήκωμα της άγκυρας για πιο θελκτικά τερπνούς τόπους. Σε μια ζωή όπου δάμασε τρικυμίες και κατάφερε από το απόλυτο μηδέν να χτίσει μια αυτοκρατορία, για την οποία άλλοι θα χρειάζονταν τουλάχιστον δύο ζωές.
Ο θάνατος του πατέρα του από τους Γερμανούς
Ο Περικλής Παναγόπουλος πρωτοαντίκρισε τον κόσμο μια χειμωνιάτικη Κυριακή στις 29 Δεκεμβρίου του 1935. Γεννήθηκε στο μαιευτήριο της Κλινικής Θεοφιλάκη στην πλατεία Κολιάτσου, σε ένα γωνιακό κτίριο επί της οδού Πάτμου. Ο πατέρας του, Σταύρος Παναγόπουλος, καταγόταν από το Πλατύ Μεσσηνίας, που παλιά ονομαζόταν Μπάστα, λίγο έξω από την Καλαμάτα. Στα 17 του χρόνια, το 1907, μετανάστευσε στην Αμερική. Εφυγε από το χωριό του και έφτασε με τα πόδια στην Πάτρα, απ’ όπου ταξίδεψε δυτικά προς τον «Νέο Κόσμο» με ένα ιστιοπλοϊκό σκαρί μήκους 90 μέτρων - πού λεφτά για ατμόπλοιο;
Εμεινε στην ξενιτιά είκοσι χρόνια. Στο μεσοδιάστημα, όπως συνηθιζόταν τότε, γύρισε, παντρεύτηκε τη Δαρεία και στα επόμενα δύο ταξίδια στην Ελλάδα απέκτησε μαζί της δύο αγόρια, τον Λυκούργο και τον Νίκο. Επέστρεψε στην πατρίδα οριστικά ακριβώς πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 στις ΗΠΑ. Με τις οικονομίες δύο δεκαετιών από τη σκληρή δουλειά του μετανάστη που κυνήγησε το αμερικάνικο όνειρο έστησε ένα μικρό ξενοδοχείο στην οδό Λυκούργου, ανάμεσα Αιόλου και Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που το βάφτισε «ΒΕΤΟ».
Πάνω που έστρωνε όμως τη νέα του ζωή ήρθε ο απροσδόκητος θάνατος της συζύγου του, που τον άφησε συντετριμμένο χήρο με μαύρη ταινία πένθους στο μανίκι και δύο ορφανά από μάνα παιδιά. Ηταν μόλις 40 χρόνων.
Σε εκείνα τα δυσοίωνα φεγγάρια ως από μηχανής θεός μπήκε στη ζωή του η Ειρήνη. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία είχε σπουδάσει και διδάξει στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, έγινε σύντομα η δεύτερη σύζυγος του Σταύρου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1935 και 11 μήνες αργότερα η Ειρήνη γέννησε τον Περικλή. Ολη η γειτονιά επί της οδού Καυταντζόγλου στα Κάτω Πατήσια όπου έμενε η οικογένεια ευχήθηκε να έχει καλή τύχη το ξανθό γαλανομάτικο βρέφος με τα λεπτά χαρακτηριστικά. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στη Αθήνα μια μουντή μέρα στα τέλη Απριλίου του 1941, οι ναζιστές επέταξαν το ξενοδοχείο για να φιλοξενήσει τους αξιωματικούς της Γκεστάπο.
Ψυχωμένος πατριώτης, ο Σταύρος Παναγόπουλος προετοιμαζόταν μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, τον Λυκούργο, να βγουν στα βουνά. Ηδη, σε συνεργασία με αντιστασιακές οργανώσεις, στην αυλή του σπιτιού στην Καυταντζόγλου είχαν θάψει κρυφά όπλα και πυρομαχικά για το αντάρτικο.
Τον κάρφωσαν όμως κάποιοι ρουφιάνοι - εικάζεται από το στενό του περιβάλλον, με τους οποίους είχε οικονομικές διαφορές. Οι Γερμανοί κατακτητές τον βασάνισαν ανελέητα το καλοκαίρι του 1942. Δεν έβγαλε ωστόσο μιλιά, ούτε μαρτύρησε κανέναν απέναντι στις ωμές κτηνωδίες τους. Αιμόφυρτος έφτασε σπίτι του και έκτοτε έμεινε κατάκοιτος στο κρεβάτι επί πέντε μήνες. Αφησε την τελευταία του πνοή στις 14 Δεκεμβρίου του 1942, μπροστά στα δακρυσμένα μάτια του εξάχρονου Περικλή. Ολόκληρος ο μέχρι τότε κόσμος του κατέρρευσε. Απέμεινε μόνη η χήρα μάνα του, η Ειρήνη, με τον πικρό κλήρο της ευθύνης που της έλαχε.
Επρεπε να τα βγάλει πέρα κόντρα σε όλες τις μαρτυρικές δυσκολίες ώστε να επιβιώσει ο μικρός γιος της και τα δύο ετεροθαλή αδέλφια του. Μέσα σε αφόρητες στερήσεις, κακουχίες και πείνα στα όρια της λιμοκτονίας πέθανε και ο Λυκούργος από φυματίωση το 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση. Πριν καλά-καλά κλείσει τα δέκα του χρόνια ο Περικλής είχε βιώσει μαστιγωτικά δοκιμασίες που θα χάραζαν αιχμηρά και για πάντα μια αθώα παιδική ψυχή. Οχι πάντως τη δική του.
«Ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας οικογένειας»
Τα πρώτα του μαθητικά βήματα τα έκανε σε ένα από τα λίγα ιδιωτικά σχολεία της εποχής. Η Σχολή Αδαμοπούλου λειτουργούσε στην οδό Καυταντζόγλου, ακριβώς απέναντι από το πατρικό του σπίτι. Βιοποριστικά κάπως τα κουτσοβόλευαν, αφού εκχώρησαν μέρος του ξενοδοχείου που είχαν κληρονομήσει από τον άτυχο Σταύρο. Τη σχολική χρονιά 1947-48, όταν η χώρα μαστιζόταν από τον Εμφύλιο και ο Περικλής έμπαινε στην εφηβεία, τον έγραψαν στο Γυμνάσιο της Λεοντείου στα Πατήσια. Η Πολίτισσα γιαγιά του Περικλή από την πλευρά της μητέρας του είχε δεσμούς με την πλούσια οικογένεια του Ευγένιου Ευγενίδη, ενός ιδιοφυούς επιχειρηματία διεθνών προδιαγραφών, ευπατρίδη με μεγάλη καρδιά και γενναιοδωρία εθνικού ευεργέτη.
Κυρίως, όμως, η Ειρήνη διατηρούσε σχέσεις με την παλιά συμμαθήτριά της στο Ζάππειο, Μαριάνθη, σύζυγο του Γεωργίου Σίμου, αδελφή και προσωπική γραμματέα του Ευγένιου, ο οποίος ήταν από τους μεγαλύτερους πλοιοκτήτες της εποχής. Η μητέρα του Περικλή έφτασε στο σπίτι της Μαριάνθης στους Αμπελόκηπους, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Μεσογείων, όπου της εξέθεσε τα προσόντα του πολλά υποσχόμενου νεαρού γιου της, ο οποίος θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος στην κοινωνία.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, την άνοιξη του 1949, μητέρα και γιος δέχθηκαν τη δελεαστική πρόταση να μεταβούν στην Ελβετία, όπου ο Ευγενίδης είχε την έδρα των επιχειρήσεών του, και εκεί ο Περικλής θα συνέχιζε τις σπουδές του. Η τύχη έδειχνε πια το καλό της πρόσωπο σε μια οικογένεια που είχε τόσο βάναυσα δοκιμάσει.
Ο Περικλής ήταν μόλις 15 χρόνων όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον «θείο» Ευγένιο. Και όπως ο ίδιος τόνισε ξετυλίγοντας τις αναμνήσεις του στη βιογράφο του Εύα Αρβανίτη-Μιχαλοπούλου, η οποία τις περιέλαβε στο βιβλίο «Βίος και Ναυτιλία»: «Μεγάλωσα μέσα σε μια εφοπλιστική οικογένεια. Ημουν ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας οικογένειας». Ναι, αλλά είχε με την αξία του επιλεγεί για να εμπλακεί σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα που έως τότε δεν είχε φανταστεί. Ηταν τότε ένα όμορφο, στιβαρό και ορεξάτο παλικάρι, με πλούσια ξανθά μαλλιά και διαπεραστικά γαλάζια μάτια που ατένιζαν το μέλλον από το κατάστρωμα φορτηγών και επιβατικών πλοίων στα μακρινά ταξίδια τους στη θάλασσα.
Στη διάρκεια των διακοπών του από τις σπουδές του -στην αρχή ως ο μόνος Ελληνας μαθητής εσωτερικός σε ελβετικό κολέγιο και κατόπιν στην Ecole Superieure de Commerce- μπάρκαρε με τα πλοία του Ευγενίδη. Για δύο καλοκαίρια ταξίδεψε ως δόκιμο μέλος του πληρώματος και μετά τιμονιέρης στο φορτηγό πλοίο «Μυκήναι» που έκανε τη γραμμή Γένοβα - Ισπανία - Βραζιλία - Μοντεβιδέο - Μπουένος Αϊρες. Ηταν μόλις 16 ετών, ψημένος στη θάλασσα και γεμάτος εμπειρίες σε υπερπόντια καράβια.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1953 για να πάρει το απολυτήριο του ελληνικού γυμνασίου. Παρακολούθησε φροντιστηριακά μαθήματα που δεν είχε διδαχθεί στην Ελβετία, εξετάστηκε από κρατική επιτροπή και του απονεμήθηκε το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης σπουδών στη Μέση Εκπαίδευση με βαθμό 18. Γύρισε στη Λωζάννη και από εκεί εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου σπούδασε ναυτιλιακά. Παράλληλα δούλευε εξαντλητικά στην εταιρεία του Ευγενίδη στο City. Τη Μεγάλη Πέμπτη 22 Απριλίου του 1954, στις 7.30 η ώρα το πρωί, η μητέρα του δέχθηκε ένα τηλεφώνημα.
Ο Ευγενίδης είχε φύγει ξαφνικά από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς κατά τη διάρκεια μιας δεξίωσης στο Βεβέ της Ελβετίας. Ο Περικλής συνέχισε να δουλεύει στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του «θείου» του αλλά τίποτα δεν τον δέσμευε πια με αυτές. Επρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις σχετικά με τη ζωή και την καριέρα του. Το ανήσυχο ένστικτό του τον οδηγούσε στην αναζήτηση νέων προκλήσεων. Ερευνούσε την αγορά και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χαράξει τη δική του ρότα. Η στιγμή αυτή θα αργούσε, αλλά δεν βιαζόταν. Ηταν τότε μόλις 20 χρόνων. Μετακινήθηκε από την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη με ενδιάμεσους σταθμούς την Τεργέστη και τη Γένοβα. Εκεί γνώρισε την Μπρούνα Μπαρίλα, μια εντυπωσιακής ομορφιάς Ιταλίδα που εργαζόταν ως μοντέλο. Την πολιόρκησε στενά και κέρδισε τον έρωτά της, καθώς ήταν ένας όμορφος και κομψός νεαρός που του άρεσαν το ιταλικό φαγητό, τα ιταλικά τραγούδια και μιλούσε την ιταλική γλώσσα σαν ντόπιος.
Στη Γενεύη
Γύρισε το 1960 στην Ελλάδα και παρουσιάστηκε στο 502ο Τάγμα Πεζικού, όπου από λάθος τον κατέγραψαν ως αγράμματο παρότι μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες. Ο ίδιος, δε, είχε την εσφαλμένη, όπως αποδείχθηκε, εντύπωση ότι το φανταριλίκι θα του πρόσφερε αρκετό χρόνο για να τον αφιερώσει στον εαυτό του. Δουλεύοντας από τα μικράτα του πίστευε ότι ήταν μια ευκαιρία να πάρει μια ανάσα από τη δουλειά ώστε να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές του.
Οι φαντασιώσεις του για άνετες διακοπές διαλύθηκαν μέσα στη λιγδιασμένη καραβάνα, στους κρύους θαλάμους του στρατοπέδου στα Γρεβενά και στα παγωμένα αντίσκηνα του Βερμίου. Ηταν μια ακόμη εμπειρία για τα σκαμπανεβάσματα που επιφυλάσσει η ζωή. Οταν το 1962 επέστρεψε -μετά το στρατιωτικό- στη Γένοβα η Μπρούνα τον περίμενε. Παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά με κουμπάρο τον Νικόλαο Βερνίκο-Ευγενίδη, διευθύνοντα διάδοχο του Ευγένιου Ευγενίδη στον όμιλο επιχειρήσεων του εκλιπόντος. Ξαναγύρισε στο Λονδίνο και λίγο αργότερα μετακινήθηκε στη Γενεύη με τις τρεις γυναίκες της ζωής του: τη μητέρα του, τη σύζυγό του και τη νεογέννητη κόρη του.
Το 1965 παραιτήθηκε από την εταιρεία Home Lines του Ευγενίδη έχοντας περάσει από τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις της. Πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Αθήνα μετά από 15 χρόνια στην ξενιτιά. Ψάχνοντας για δουλειά, παρά τα προσόντα του βρήκε τις πόρτες κλειστές. Είχε μείνει άνεργος με δική του επιλογή και μπροστά του είχε απειλητική την πληρωμή του τιμήματος της απόφασής του. Μια μέρα, όμως, βαδίζοντας βαρύς και κατσουφιασμένος στον Πειραιά άκουσε να τoν φωνάζουν με το χαϊδευτικό του όνομα: «Λάκη, Λάκη, Λάκη!». Γύρισε αιφνιδιασμένος από την οικειότητα και αντίκρισε τον εφοπλιστή Μπάμπο (Χαράλαμπο) Κιοσεόγλου, ο οποίος είχε διατελέσει προϊστάμενος του Περικλή στη Γένοβα.
Προερχόταν και αυτός από τους νεαρούς που ο Ευγενίδης είχε προωθήσει επαγγελματικά λόγω της φιλίας με την οικογένειά του, ονομαστούς ξυλέμπορους από τη Ρουμανία που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μπάμπος, ένας κοσμοπολίτης επιχειρηματίας, καλλιεργημένος και με σπάνια μόρφωση άνθρωπος, του πρόσφερε εκείνη τη δύσκολη ώρα την καλά αμειβόμενη θέση γενικού διευθυντή στην εταιρεία κρουαζιεροπλοίων του Sun Line. Το αμέσως επόμενο βήμα του Περικλή ήταν να φέρει πίσω στην πατρίδα την οικογένειά του, με την οποία εγκαταστάθηκαν στη Φωκίωνος Νέγρη. Την επόμενη κιόλας χρονιά η οικογένεια μεγάλωσε, καθώς προστέθηκε σε αυτήν ο νεογέννητος γιος του Αλέξανδρος.
Ρότα για δική του εταιρεία
Πέντε χρόνια αργότερα είχε φτάσει πια το πλήρωμα του χρόνου για να υλοποιήσει το δικό του όραμα και να ανοίξει διάπλατα παράθυρο στο μέλλον της ακτοπλοΐας. «Ηταν η ώρα να πηδήξω από την Ακρόπολη και να πέσω στα μαλακά και όρθιος», είχε πει χρόνια αργότερα. Αποχώρησε το 1971 από τη Sun Line και ρίχτηκε με έξαψη στη δημιουργία, για πρώτη φορά, δικής του εταιρείας.
Γνώριζε άριστα τη δουλειά, τη θάλασσα, τους ναύλους, τις πωλήσεις, τις κρατήσεις, τα καύσιμα, τα πάντα. Κυρίως είχε ξεκάθαρες ιδέες. Είχε διαγνώσει από καιρό ότι μια νέα εποχή είχε ανατείλει στις διεθνείς συγκοινωνίες. Η μεταφορά επιβατών διά θαλάσσης είχε αρχίσει να φθίνει προς όφελος της αεροπορικής βιομηχανίας που βρισκόταν πια σε έξαρση.
Εθετε πλέον ως σκοπό να προσανατολιστεί η εταιρεία του αποκλειστικά στις κρουαζιέρες. Με την ίδρυση της εταιρείας-φαινόμενο Royal Cruise Line έβαλε πλώρη για την κορυφή και πάνω της χτίστηκε ο παγκόσμιος μύθος του Περικλή Παναγόπουλου. Ενός ανθρώπου με σπάνια ενόραση και δυσεύρετο επιχειρηματικό ένστικτο, που άνοιξε με υπευθυνότητα και αξιοπιστία νέο δρόμο στον κόσμο των ταξιδιών.
Ταξίδεψε έτσι τα ελληνικά χρώματα σε όλο τον κόσμο, χωρίς όμως να εγκαταλείψει την Eλλάδα. Κινήθηκε πάντα σε μια διττή ρότα που του απέφερε επάξια τον τίτλο του «πατριάρχη της ελληνικής ακτοπλοΐας». Από τη μία ξεκλείδωνε νέες αγορές εκτός συνόρων προκαλώντας πονοκέφαλο στον ανταγωνισμό και από την άλλη γιγάντωνε την πλωτή αυτοκρατορία του με έγκαιρες εξαγορές ή εκποιήσεις αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως «τα πάντα πωλούνται, αρκεί να είναι καλή η τιμή. Συναίσθημα με αντικείμενα δεν υπάρχει».
Με δανειακή χρηματοδότηση από τράπεζες και επενδυτές παράγγειλε το πρώτο του κρουαζιερόπλοιο που κατασκευάστηκε για λογαριασμό της Royal Cruise Line στη Δανία. Το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 1974 ήταν μια ιστορική μέρα για τον ίδιο, καθώς δρομολογήθηκε ο πρώτος απόπλους του νεότευκτου «Golden Odyssey», του πρώτου ελληνικού κρουαζιερόπλοιου που ναυπηγήθηκε εξαρχής.
Στο παρθενικό του ταξίδι ο Περικλής, ανακατεμένος ως άγνωστος με τους πιο απαιτητικούς επιβάτες, καθισμένος στο μπαρ του πλοίου άκουσε έναν Αμερικανό να λέει: «Ωωω! Φανταστικό! Υπέροχο! Πολύ όμορφο πλοίο! Δεν το νιώθεις, φίλε;». Πήδηξε από τη χαρά του από το σκαμπό όπου καθόταν και βγήκε περήφανος στο κατάστρωμα σχεδόν μεθυσμένος από ένα ψυχολογικό κοκτέιλ ικανοποίησης και έξαρσης κεφιού. Εβγαλε τότε το παντελόνι του και το πέταξε στη θάλασσα. «Το οποίο εν τω μεταξύ είχε τρυπήσει στα γόνατα από τη φθορά της επίβλεψης στα ναυπηγεία», διηγήθηκε αργότερα ο εφοπλιστής. Σε εκείνο το παρθενικό ταξίδι ταξίδεψαν μαζί του η μητέρα του, η σύζυγός του, τα δυο του παιδιά, καθώς και υπάλληλοι της εταιρείας.
Σαράντα περίπου χρόνια μετά, στις 19 Απριλίου 2014, μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου στην Ντάπια των Σπετσών, ο Περικλής Παναγόπουλος βάδιζε με διστακτικά βήματα ακουμπισμένος στο μπράτσο του γιου του Αλέξανδρου. Η κοινή τους εμφάνιση σε δημόσια θέα διέψευδε τη διαβόητη μεταξύ τους κόντρα που υποτίθεται ότι σοβούσε από πενταετίας και φερόταν να τους έχει απομακρύνει. Οι σχέσεις τους είχαν αποκατασταθεί πλήρως παρά τις όποιες παλιότερες ασυνεννοησίες, επιχειρηματικές αντιπαραθέσεις και διχόνοιες υπό έντονη ψυχολογική πίεση.
Είχαν διαγράψει μονοκοντυλιά τις φημολογούμενες ενδοοικογενειακές έριδες. Εξάλλου ο Περικλής, για όσους τον γνώριζαν εκ του σύνεγγυς, δεν ήταν άνθρωπος που κρατούσε κακίες. Μάλιστα θα διαπίστωναν το μεγαλείο ψυχής του εφοπλιστή λίγους μήνες αργότερα όσοι παρακολούθησαν τη δίκη των απαγωγέων του. Εκεί, παρότι φορτισμένος από όλες τις σοκαριστικές αναμνήσεις της ταλαιπωρίας του, όταν ένας εκ των κατηγορουμένων για πολλοστή φορά τού είπε «συγγνώμη κύριε Παναγόπουλε», εκείνος απάντησε αφοπλιστικά: «Σε συγχωρώ, έχεις την ηλικία του εγγονού μου. Σου εύχομαι καλή τύχη».
Εμενε μόνο μια αόρατη σκιά να βαραίνει θλιμμένα την αγκαζέ βόλτα των δύο ανδρών στο λιμάνι των Σπετσών. Η πρώην σύζυγος του Περικλή και μητέρα του Αλέξανδρου είχε αφήσει την τελευταία της πνοή ενάμιση χρόνο πριν, τον Οκτώβριο του 2012. Είχαν όμως και οι δύο συνειδητοποιήσει ότι η απώλεια φέρνει επειγόντως κοντά τους οικείους του εκλιπόντος. Τάχυναν, στο μέτρο του δυνατού, το βήμα προς το γιοτ, όπου τους περίμεναν η Κατερίνα Παναγοπούλου, η Αλίν και η Ειρήνη μαζί με τα δύο από τα τρία παιδιά της για να γιορτάσουν οικογενειακά το ίδιο βράδυ την Ανάσταση, επιβεβαιώνοντας ότι το αίμα νερό δεν γίνεται. Οι οικογενειακοί δεσμοί άλλωστε είναι πάντα εκεί που πρέπει.
Κάποιες φορές πέρα, αλλά ποτέ μακριά. Περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, ο Περικλής Παναγόπουλος έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη στο σπίτι του στο Καβούρι. Ηταν δική του επιθυμία να είναι όλα τα μέλη της οικογένειας κοντά του στο τελευταίο ταξίδι του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα