Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: Τρυφερός τροβαδούρος, υπόγειος ροκάς, εκρηκτική προσωπικότητα
09.09.2019
16:29
Το φλας μπακ στη ζωή του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα - Από τους PLG στους Τερμίτες και τη σόλο καριέρα - Η κηδεία του θα γίνει την Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου στο Κοιμητήριο Ζωγράφου
Αν δεν τραγουδούσε τις μπαλάντες που μαλάκωσαν την ελληνική ψυχή, θα έγραφε μυθιστορήματα με κεντρικά κεφάλαια αυτά της ίδιας της ζωής του: ένα άγριο θρίλερ με μπόλικες δόσεις ροκ, ένα ατελείωτο τρυφερό ρομάντζο γεμάτο αγκαλιές και αγάπες, ένα πολιτικό μανιφέστο για όλους όσοι υποφέρουν το άδικο. Αλλά σίγουρα τίποτα από όλα αυτά δεν θα τα έπαιρνε στα σοβαρά γιατί ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας αφού ήξερε ότι το νόημα της ζωής κρύβεται στις στιγμές που δοκιμάζουν την ισχυρή έμπνευση και τις μεγάλες συγκινήσεις, από αυτές που δεν άντεξε τελικά η βασανισμένη καρδιά του που τελικά τον πρόδωσε και έφυγε ένα πρωινό Δευτέρας από τη ζωή. Σε συνέντευξη του στο ραδιόφωνο, το αγαπημένο του μέσο και τον Σπύρο Σεραφείμ, έλεγε ότι μισεί τις Δευτέρες οι οποίες θα ήθελε να εξαφανιστούν οριστικά από τον χάρτη. Ήταν η μέρα που θα μας στερούσε για πάντα την τρυφερή του παρέα, συνώνυμη με τις πιο ωραίες μας στιγμές, τα εξομολογητικά βράδια αλλά και συναυλίες που έχουν γράψει ιστορία.
Τρυφερός με βαθιά συνείδηση, δεν άντεχε να βλέπει να υποφέρουν οι άνθρωποι ή να βασανίζεται ο κόσμος με μια ευαίσθητη κεραία που τον έκανε να σκαρώνει ποιήματα και στιχάκια από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Μικρός στην Πλάκα διάβαζε ποίηση στα γαλλικά σε ένα από αυτά τα χατζιδακικά σπίτια, όπου έζησε για χρόνια φεύγοντας από τη γενέτειρα του τον Βόλο, με τον πατέρα του να ακούει αποκλειστικά Μπαχ και να ανεβάζει ψηλά τον πήχη. Αλλά ήταν και τα μεγάλα του αδέλφια που συνέλεγαν δισκάκια, όπου έβρισκαν, με τραγουδιστές που τίμησαν την μπαλάντα:Ανταμό, Λούτσιο Ντάλα, Αλμπάνο. Η ιδανική μείξη ποίησης και ροκ τον οδηγεί τελικά στον Μπομπ Ντίλαν και σε όλους τους σπουδαίους τροβαδούρους που λειτούργησαν σαν πρότυπο.
Ήταν, όμως, και το αίμα που έβραζε και η διάθεση για πειραματισμούς που τον έφεραν κοντά στα ακούσματα του εξωτερικού και στις πρώτες τότε πειραματικές ανιχνεύσεις από τους δικούς μας Βαγγέλη Παπαθανασίου και Ντέμη Ρούσο που τον έκαναν να διακτινίζεται σε ξένα σύμπαντα. Άρχισε τότε να φαντάζεται ότι θα μπορούσε να γίνει μουσικός, αφήνοντας τα πρώτα μακριά μαλλιά και φορώντας αποκλειστικά σχεδόν αμπέχονα. Πορείες στους δρόμους, πολιτικοποίηση, τρύπια t-shirt, στάμπες φερμένες από το εξωτερικό και πολλή αναζήτηση χαρακτήριζαν τα εφηβικά του χρόνια. Μαζί και μια αυστηρή αισθητική, φερμένη από το σπίτι, που δεν επέτρεπε συμβιβασμούς. Μέχρι που ο εκλεκτικισμός του άρχισε σταδιακά να διαλύεται από τα άγρια ξεσπάσματα της ροκ και το αίμα που έβραζε από νωρίς.
Από τους PLG στους Τερμίτες
Ήταν τότε που γνώρισε τους εναλλακτικούς των Εξαρχείων και παρότι Κολωνακιώτης και μεγαλωμένος στην Πλάκα, άρχισε να αναζητά τις πιο undeground παρέες. Εξακολουθεί να λατρεύει τους Μπιτλς-το πρώτο δισκάκι που αγόρασε ήταν το «Help» και τον Τζον Λένον αλλά το «666» των Aphrodite's Child του γίνεται εμμονή: μπορεί και εκείνος, ναι, να φτιάξει κάτι μεγάλο, αντίστοιχα αποκαλυψιακό και με αντίκτυπο σε ένα ευρύ κοινό-ακόμα και το εξωτερικό.
Μαζεύει τα φιλαράκια του στην Πλάκα, τους λεγόμενους τότε, PLG Band και μετέπειτα «Τερμίτες» και εμπνέονται το μεγάλο μουσικό βήμα. Παράλληλα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, αντλεί πληροφορίες, γράφει, διαβάζει, βλέπει πολύ θέατρο-δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει ακόμα και στη σκηνή. Ζει και περιστασιακούς έρωτες και δοκιμάζει ουσίες, αλλά πότε σε βαθμό επικίνδυνο. Έχει και ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης μαζί και ένα κράτημα απέναντι στην αυτοκαταστροφή την οποία απεχθάνεται-γι αυτό και δεν θα ανήκει ποτέ στους καταραμένους των Εξαρχείων. Το 70 το ζει γυρίζοντας τον κόσμο με διάφορους έρωτες-μια κοπέλα μάλιστα που γνώρισε ένα καλοκαίρι στη Μύκονο-τον έπεισε να φτάσουν με τρένο μέχρι τη Νορβηγία!
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 κάνει παρέα με τον Σιδηρόπουλο, με τον οποίο κάνουν βόλτες και παρακολουθούν συναυλίες αλλά δεν θα παραμένει εγκλωβισμένος στη μαύρη πλευρά. Ακόμα και την κατάθλιψη του, με την οποία θα δίνει μάχη μια ζωή, και τις έντονες ψυχολογικές κρίσεις θα τα αντιμετωπίσει με αυτοσαρκασμό.
Αμετανόητος και ατίθασος ροκάς που κάνει τον Μάτσα να... αγανακτεί μαζί του
Το χιούμορ θα είναι και το αποκλειστικό του όπλο στις δυσκολίες στη ζωή, όταν πρέπει να βγει από καταστάσεις που ζορίζουν: χιούμορ και πάθος που τον έκαναν να είναι γνήσιος σε ο,τι και αν επιχειρούσε. Και κυρίως ποτέ βαρετός σε κανένα του δίσκο, καμία συναυλία, ούτε καν όταν στις πρωινές, καθημερινές συζητήσεις με φίλους, όπως έκανε καθημερινά τα τελευταία χρόνια, σε καφέ του Κολωνακίου. Ίσως μόνο με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα η λέξη αμεσότητα στην επικοινωνία να αποκτούσε το βαθύτερο και ουσιαστικό της νόημα.
Ως αμετανόητος ροκάς είχε μάθει να μην κάνει σκόντα και να προτιμάει να δουλεύει παρά να ξεπουλιέται. Ξεκίνησε έφηβος ακόμα ως διανομέας στην EMI γνωρίζοντας από κοντά και από νωρίς τα προσωπικά του είδωλα. Ο Μάτσας αγανακτεί μαζί του καθώς δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και καθυστερεί μονίμως τα πρωινά, αλλά ο ατίθασος ροκάς, βρίσκει έναν τρόπο να ακούει δουλεύοντας για τη μουσική βιομηχανία, να μαθαίνει πως παίζεται το παιχνίδι από μέσα.
Τρυφερός με βαθιά συνείδηση, δεν άντεχε να βλέπει να υποφέρουν οι άνθρωποι ή να βασανίζεται ο κόσμος με μια ευαίσθητη κεραία που τον έκανε να σκαρώνει ποιήματα και στιχάκια από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Μικρός στην Πλάκα διάβαζε ποίηση στα γαλλικά σε ένα από αυτά τα χατζιδακικά σπίτια, όπου έζησε για χρόνια φεύγοντας από τη γενέτειρα του τον Βόλο, με τον πατέρα του να ακούει αποκλειστικά Μπαχ και να ανεβάζει ψηλά τον πήχη. Αλλά ήταν και τα μεγάλα του αδέλφια που συνέλεγαν δισκάκια, όπου έβρισκαν, με τραγουδιστές που τίμησαν την μπαλάντα:Ανταμό, Λούτσιο Ντάλα, Αλμπάνο. Η ιδανική μείξη ποίησης και ροκ τον οδηγεί τελικά στον Μπομπ Ντίλαν και σε όλους τους σπουδαίους τροβαδούρους που λειτούργησαν σαν πρότυπο.
Ήταν, όμως, και το αίμα που έβραζε και η διάθεση για πειραματισμούς που τον έφεραν κοντά στα ακούσματα του εξωτερικού και στις πρώτες τότε πειραματικές ανιχνεύσεις από τους δικούς μας Βαγγέλη Παπαθανασίου και Ντέμη Ρούσο που τον έκαναν να διακτινίζεται σε ξένα σύμπαντα. Άρχισε τότε να φαντάζεται ότι θα μπορούσε να γίνει μουσικός, αφήνοντας τα πρώτα μακριά μαλλιά και φορώντας αποκλειστικά σχεδόν αμπέχονα. Πορείες στους δρόμους, πολιτικοποίηση, τρύπια t-shirt, στάμπες φερμένες από το εξωτερικό και πολλή αναζήτηση χαρακτήριζαν τα εφηβικά του χρόνια. Μαζί και μια αυστηρή αισθητική, φερμένη από το σπίτι, που δεν επέτρεπε συμβιβασμούς. Μέχρι που ο εκλεκτικισμός του άρχισε σταδιακά να διαλύεται από τα άγρια ξεσπάσματα της ροκ και το αίμα που έβραζε από νωρίς.
Από τους PLG στους Τερμίτες
Ήταν τότε που γνώρισε τους εναλλακτικούς των Εξαρχείων και παρότι Κολωνακιώτης και μεγαλωμένος στην Πλάκα, άρχισε να αναζητά τις πιο undeground παρέες. Εξακολουθεί να λατρεύει τους Μπιτλς-το πρώτο δισκάκι που αγόρασε ήταν το «Help» και τον Τζον Λένον αλλά το «666» των Aphrodite's Child του γίνεται εμμονή: μπορεί και εκείνος, ναι, να φτιάξει κάτι μεγάλο, αντίστοιχα αποκαλυψιακό και με αντίκτυπο σε ένα ευρύ κοινό-ακόμα και το εξωτερικό.
Μαζεύει τα φιλαράκια του στην Πλάκα, τους λεγόμενους τότε, PLG Band και μετέπειτα «Τερμίτες» και εμπνέονται το μεγάλο μουσικό βήμα. Παράλληλα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, αντλεί πληροφορίες, γράφει, διαβάζει, βλέπει πολύ θέατρο-δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει ακόμα και στη σκηνή. Ζει και περιστασιακούς έρωτες και δοκιμάζει ουσίες, αλλά πότε σε βαθμό επικίνδυνο. Έχει και ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης μαζί και ένα κράτημα απέναντι στην αυτοκαταστροφή την οποία απεχθάνεται-γι αυτό και δεν θα ανήκει ποτέ στους καταραμένους των Εξαρχείων. Το 70 το ζει γυρίζοντας τον κόσμο με διάφορους έρωτες-μια κοπέλα μάλιστα που γνώρισε ένα καλοκαίρι στη Μύκονο-τον έπεισε να φτάσουν με τρένο μέχρι τη Νορβηγία!
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 κάνει παρέα με τον Σιδηρόπουλο, με τον οποίο κάνουν βόλτες και παρακολουθούν συναυλίες αλλά δεν θα παραμένει εγκλωβισμένος στη μαύρη πλευρά. Ακόμα και την κατάθλιψη του, με την οποία θα δίνει μάχη μια ζωή, και τις έντονες ψυχολογικές κρίσεις θα τα αντιμετωπίσει με αυτοσαρκασμό.
Αμετανόητος και ατίθασος ροκάς που κάνει τον Μάτσα να... αγανακτεί μαζί του
Το χιούμορ θα είναι και το αποκλειστικό του όπλο στις δυσκολίες στη ζωή, όταν πρέπει να βγει από καταστάσεις που ζορίζουν: χιούμορ και πάθος που τον έκαναν να είναι γνήσιος σε ο,τι και αν επιχειρούσε. Και κυρίως ποτέ βαρετός σε κανένα του δίσκο, καμία συναυλία, ούτε καν όταν στις πρωινές, καθημερινές συζητήσεις με φίλους, όπως έκανε καθημερινά τα τελευταία χρόνια, σε καφέ του Κολωνακίου. Ίσως μόνο με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα η λέξη αμεσότητα στην επικοινωνία να αποκτούσε το βαθύτερο και ουσιαστικό της νόημα.
Ως αμετανόητος ροκάς είχε μάθει να μην κάνει σκόντα και να προτιμάει να δουλεύει παρά να ξεπουλιέται. Ξεκίνησε έφηβος ακόμα ως διανομέας στην EMI γνωρίζοντας από κοντά και από νωρίς τα προσωπικά του είδωλα. Ο Μάτσας αγανακτεί μαζί του καθώς δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και καθυστερεί μονίμως τα πρωινά, αλλά ο ατίθασος ροκάς, βρίσκει έναν τρόπο να ακούει δουλεύοντας για τη μουσική βιομηχανία, να μαθαίνει πως παίζεται το παιχνίδι από μέσα.
Δεν εγκαταλείπει ποτέ την ιδέα να μείνει στον χώρο της μουσικής πάση θυσία. Έχει ήδη κάνει κάτι σποραδικές εμφανίσεις σε μπουάτ, όπως στην περίφημο «Λήδρα» στην Πλάκα και τη θρυλική «Αγράμπελη» της Θεσσαλονίκης ενώ έχει τραγουδήσει ακόμα και Αντάρτικα μαζί με τον Τζαβέλλα! Και κάπου εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 80 κάνουν με την μπάντα του την μεγάλη απόπειρα να ηχογραφήσουν δίσκο στη Γαλλία. Δεν τα καταφέρνουν, γυρίσουν πίσω και με τεράστιες δυσκολίες βγάζουν το «Armageddon». Πηγαίνει άπατο αλλά παραμένει θρυλικό, ένα καλτ σημείο αναφοράς για τους μουσικόφιλους.
Πώς το μουσικό πάθος οδήγησε στους τερμίτες
Το όνειρο για διεθνή καριέρα διαλύεται αλλά όχι το μουσικό πάθος που οδηγεί στους «Τερμίτες» ως την ελληνότροπη απάντηση στα «Σκαθάρια» και την αντίστοιχη μετονομασία των πρώην PlG Band. Η πειραματική διάθεση παραμένει, το ίδιο και οι τρελοί, οι πειραγμένοι στίχοι, η εμμονή με τις καλές ηχογραφήσεις, η σχιζοφρένεια των καθαρόαιμων μουσικών που σύντομα χαρίζει στο συγκρότημα μεγάλη φήμη-ειδικά στον κλειστό χώρο, και τους ανθρώπους που ξέρουν. Αρέσουν και στα Εξάρχεια που δεν παύουν να έχουν ως αναφοράς τα τρελά, ντανταιστικά στιχάκια τους που γράφει ο Μαχαιρίτσας μαζί με τα υπόλοιπα μέλη.
Τότε το συγκρότημα αποτελούνταν από τον Παύλο Κικριλή , τον Δημήτρη Βασαλάκη και τον Αντώνη Μιτζέλο-τεράστια μορφή στη σόλο κιθαρά και το μπάσο-τον Τόλη Σκαματζούρα. Τους ακούει ο άνθρωπος που έχει ικανότητα να ανακαλύπτει τα ονόματα του μέλλοντος ο Γιώργος Νταλάρας και η συνάντηση οδηγεί σε κοινή συνεργασία και στην «Αμαρτωλή Μαρία». Ο Μαχαιρίτσας πείθει τον Νταλάρα να πούνε μαζί τη «Σκόνη» αντί για το πιο πειραματικό «Ο ουρανός βρέχει αρκούδες»-και αυτό ήταν. Γίνεται το απόλυτο σαξέ και κάνει τους «Τερμίτες» σχεδόν διάσημους. Ωστόσο η ξαφνική φήμη δεν τους κάνει να αλλάξουν λογική: λένε όχι σε εμφανίσεις σε νυχτερινά κλαμπ, αρνούνται δηλαδή παραπάνω χρήματα και εξακολουθούν να κάνουν δουλειές του ποδαριού. Στην πορεία αποχωρούν ο Δημήτρης Βασαλάκης και μπασίστας γίνεται ο Παύλος Κικριλής ενώ κάνουν και τον όμορφο δίσκο «Τσιμεντένια Τρένα».
Η συναυλία στον Λυκαβηττό που θα γράψει ιστορία
Το 1986 δίνουν μια συναυλία στον Λυκαβηττό που θα γράψει ιστορία και θα οδηγήσει και σε σχετική ηχογράφηση όπου συμμετέχουν κυριολεκτικά όλοι οι μεγάλοι τραγουδοποιοί της εποχής που δηλώνουν, έτσι, απερίφραστα τον θαυμασμό τους στους ατίθασους «Τερμίτες» όπως ο Γιώργος Νταλάρας, ο Αντώνης Βαρδής, οι Κατσιμιχαίοι, η Σοφία Βόσσου και ο Σάκης Μπουλάς. Γίνεται χαμός: μπουκάρουν φίλοι από τα Εξάρχεια ενόσω ο Νικόλας ο Άσιμος πουλάει τις κασέτες του στις κερκίδες. Βγαινει και η αείμνηστη Φλέρυ Νταντωνάκη, προτού αποσυρθεί οριστικά από την αρρώστεια και λέει με την υποβλητική της φωνή, φορώντας λευκές κάλτσες με σαγιονάρες, σαν μια θεική γκέισα, τα «Τσιμεντένια τραίνα»-που ήταν και από τα αγαπημένα του Λαυρέντη. Χρόνια αργότερα, στις πρόσφατες εμφανίσεις του το ίδιο τραγούδι θα το ερμηνεύσει και πάλι μοναδικά η Δήμητρα Παπίου.
Οι αυστηρές επιλογές, ωστόσο, και το ανυπάκουο πνεύμα δεν βοηθάνε το συγκρότημα να βγάλει χρήματα και διαλύεται με την υπόσχεση, ότι θα ξαναβγούν χρόνια μετά στη σκηνή, κάτι που όντως συμβαίνει με τη συναυλία που δίνουν στο κατάμεστο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας το 1998.
Το 1989 ξεκινά τη σόλο καριέρα
Λίγο μετά τη διάλυση πάντως το 1989 ο Μαχαιρίτσας κυκλοφορεί τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τον τίτλο «Ο Μαγαπάς και η Σαγαπώ» αλλά παραείναι σουρεαλιστικός για να χαρίσει μεγάλα σουξέ. Οι πρώην «Τερμίτες» βιώνουν και δύσκολες μέρες με τον Μαχαιρίτσα να αναζητάει συνεργασίες αλλά να απορρίπτεται ως πολύ διάσημος για να εμφανιστεί δεύτερος σε σχήμα-όπως στο πλευρό του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ή του Αντώνη Βαρδή. Είχαν ήδη υπάρξει με τον τελευταίο «Συγκάτοικοι στην Τρέλα» αλλά η ιδέα να εμφανίζεται ο Μαχαιρίτσας σε νυχτομάγαζο, ένας καθαρόαιμος τροβαδούρος και μελωδικός ροκάς, δεν ακούγεται δέουσα.
Τις δύσκολες εκείνες μέρες ζει χάρη στις οικονομίες της μελλοντικής συζύγου του που βγάζει χρήματα από αγιογραφίες. Τελικά ο θεός καθώς φαίνεται βάζει τότε το χέρι του αφού ακολουθεί η πολύ χρυσή για εκείνον δεκαετία του 90.
Ήταν τότε που ακολουθούν οι τρελές επιτυχίες που τον κάνουην διάσημο στο ευρύ κοινό μαζί και τα χρήματα: η ανέλπιστη ιδέα που έχει ο φίλος του Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος το 1991 να βάλει σε στίχους τη δύσκολη εμπειρία του Μαχαιρίτσα από το στρατό οδηγεί στο Διδυμότειχο Blues που ακούγεται, κυριολεκτικά, παντού και γίνεται το απόλυτο σουξέ της εποχής. Ακολουθεί το 1993 το «Ρίξε κόκκινο στην νύχτα» με χιτάκια όπως τον «Μικρό Τιτανικό» ή το «Ημίφως». Τότε είναι που αποφασίζει να παντρευτεί την αγαπημένη του, που του στάθηκε τις δύσκολες μέρες, σε κλειστό κύκλο και χωρίς κανείς να το αντιληφθεί.
Το «Παυσίλυπον» που τον καθιέρωσε για πάντα
Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το «Παράθυρα που κούρασε η θέα» αλλά ο μελαγχολικός του τόνος, αποτέλεσμα του πένθους που περνούσε τότε λόγω απώλειας του αδελφού του, σοκάρει κάπως το αρκετά πιο ανάλαφρο ελληνικό κοινό που ζει τη δεκαετία της ευτυχίας. Το «Παυσίλυπον» όμως τον καθιερώνει για πάντα και κάνει όλες του τις επιτυχίες να τραγουδούνται από τους πάντες. Ακόμα και σήμερα πάντως τραγούδια όπως «Σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε», Φλασάκι» σε στίχους Σάκη Μπουλά, «Τερατάκια τσέπης», «Ο Μικρός Τιτανικός», «Πεθαίνω για σένα», «Ρίξε κόκκινο στη νυχτα» στιχάκια όπως «Ζηλεύω το μικρό σου το γατί» και το άκρως προφητικό «Μα τι ζητάω Μια ευκαιρία στον Παράδεισο να πάω» έχουν γραφτεί στο ασυνείδητο όλων, ανθρώπων κάθε ηλικίας και από διαφορετικές γενιές αφού η αγάπη που μετέφερε με τα τραγούδια του ήταν πραγματικά συμπαντική.
Έξω από τους στίχους ήταν ένας άκρως ευγενής άνθρωπος, εμπνευστικός μια προσωπικότητα που δεν μέτραγε τίποτα μπροστά στο συντριπτικό πάθος της δημιουργίας και της έμπνευσής του-όχι σαν τους σημερινούς δημοσιοσχετίστες της εποχής. Είχε και μια λατρεία, εκτός από τη μουσική: την κόρη του τη Μαρία που έμελλε να είναι εκείνη που θα μετέφερε τα δυσάρεστα νέα. Έφυγε πρόωρα αλλά οι μουσικές του θα μείνουν για πάντα αλησμόνητες και αγαπημένες για να μας θυμίζουν τον πιο αγαπησιάρη και τρυφερό τροβαδούρο που θα μπορούσε να είναι φίλος μας. Και προφανώς ήταν αφού μοιράστηκε μοναδικά την αγάπη, το κλάμα και τον πόνο μας.
Πώς το μουσικό πάθος οδήγησε στους τερμίτες
Το όνειρο για διεθνή καριέρα διαλύεται αλλά όχι το μουσικό πάθος που οδηγεί στους «Τερμίτες» ως την ελληνότροπη απάντηση στα «Σκαθάρια» και την αντίστοιχη μετονομασία των πρώην PlG Band. Η πειραματική διάθεση παραμένει, το ίδιο και οι τρελοί, οι πειραγμένοι στίχοι, η εμμονή με τις καλές ηχογραφήσεις, η σχιζοφρένεια των καθαρόαιμων μουσικών που σύντομα χαρίζει στο συγκρότημα μεγάλη φήμη-ειδικά στον κλειστό χώρο, και τους ανθρώπους που ξέρουν. Αρέσουν και στα Εξάρχεια που δεν παύουν να έχουν ως αναφοράς τα τρελά, ντανταιστικά στιχάκια τους που γράφει ο Μαχαιρίτσας μαζί με τα υπόλοιπα μέλη.
Τότε το συγκρότημα αποτελούνταν από τον Παύλο Κικριλή , τον Δημήτρη Βασαλάκη και τον Αντώνη Μιτζέλο-τεράστια μορφή στη σόλο κιθαρά και το μπάσο-τον Τόλη Σκαματζούρα. Τους ακούει ο άνθρωπος που έχει ικανότητα να ανακαλύπτει τα ονόματα του μέλλοντος ο Γιώργος Νταλάρας και η συνάντηση οδηγεί σε κοινή συνεργασία και στην «Αμαρτωλή Μαρία». Ο Μαχαιρίτσας πείθει τον Νταλάρα να πούνε μαζί τη «Σκόνη» αντί για το πιο πειραματικό «Ο ουρανός βρέχει αρκούδες»-και αυτό ήταν. Γίνεται το απόλυτο σαξέ και κάνει τους «Τερμίτες» σχεδόν διάσημους. Ωστόσο η ξαφνική φήμη δεν τους κάνει να αλλάξουν λογική: λένε όχι σε εμφανίσεις σε νυχτερινά κλαμπ, αρνούνται δηλαδή παραπάνω χρήματα και εξακολουθούν να κάνουν δουλειές του ποδαριού. Στην πορεία αποχωρούν ο Δημήτρης Βασαλάκης και μπασίστας γίνεται ο Παύλος Κικριλής ενώ κάνουν και τον όμορφο δίσκο «Τσιμεντένια Τρένα».
Η συναυλία στον Λυκαβηττό που θα γράψει ιστορία
Το 1986 δίνουν μια συναυλία στον Λυκαβηττό που θα γράψει ιστορία και θα οδηγήσει και σε σχετική ηχογράφηση όπου συμμετέχουν κυριολεκτικά όλοι οι μεγάλοι τραγουδοποιοί της εποχής που δηλώνουν, έτσι, απερίφραστα τον θαυμασμό τους στους ατίθασους «Τερμίτες» όπως ο Γιώργος Νταλάρας, ο Αντώνης Βαρδής, οι Κατσιμιχαίοι, η Σοφία Βόσσου και ο Σάκης Μπουλάς. Γίνεται χαμός: μπουκάρουν φίλοι από τα Εξάρχεια ενόσω ο Νικόλας ο Άσιμος πουλάει τις κασέτες του στις κερκίδες. Βγαινει και η αείμνηστη Φλέρυ Νταντωνάκη, προτού αποσυρθεί οριστικά από την αρρώστεια και λέει με την υποβλητική της φωνή, φορώντας λευκές κάλτσες με σαγιονάρες, σαν μια θεική γκέισα, τα «Τσιμεντένια τραίνα»-που ήταν και από τα αγαπημένα του Λαυρέντη. Χρόνια αργότερα, στις πρόσφατες εμφανίσεις του το ίδιο τραγούδι θα το ερμηνεύσει και πάλι μοναδικά η Δήμητρα Παπίου.
Οι αυστηρές επιλογές, ωστόσο, και το ανυπάκουο πνεύμα δεν βοηθάνε το συγκρότημα να βγάλει χρήματα και διαλύεται με την υπόσχεση, ότι θα ξαναβγούν χρόνια μετά στη σκηνή, κάτι που όντως συμβαίνει με τη συναυλία που δίνουν στο κατάμεστο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας το 1998.
Το 1989 ξεκινά τη σόλο καριέρα
Λίγο μετά τη διάλυση πάντως το 1989 ο Μαχαιρίτσας κυκλοφορεί τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τον τίτλο «Ο Μαγαπάς και η Σαγαπώ» αλλά παραείναι σουρεαλιστικός για να χαρίσει μεγάλα σουξέ. Οι πρώην «Τερμίτες» βιώνουν και δύσκολες μέρες με τον Μαχαιρίτσα να αναζητάει συνεργασίες αλλά να απορρίπτεται ως πολύ διάσημος για να εμφανιστεί δεύτερος σε σχήμα-όπως στο πλευρό του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ή του Αντώνη Βαρδή. Είχαν ήδη υπάρξει με τον τελευταίο «Συγκάτοικοι στην Τρέλα» αλλά η ιδέα να εμφανίζεται ο Μαχαιρίτσας σε νυχτομάγαζο, ένας καθαρόαιμος τροβαδούρος και μελωδικός ροκάς, δεν ακούγεται δέουσα.
Τις δύσκολες εκείνες μέρες ζει χάρη στις οικονομίες της μελλοντικής συζύγου του που βγάζει χρήματα από αγιογραφίες. Τελικά ο θεός καθώς φαίνεται βάζει τότε το χέρι του αφού ακολουθεί η πολύ χρυσή για εκείνον δεκαετία του 90.
Ήταν τότε που ακολουθούν οι τρελές επιτυχίες που τον κάνουην διάσημο στο ευρύ κοινό μαζί και τα χρήματα: η ανέλπιστη ιδέα που έχει ο φίλος του Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος το 1991 να βάλει σε στίχους τη δύσκολη εμπειρία του Μαχαιρίτσα από το στρατό οδηγεί στο Διδυμότειχο Blues που ακούγεται, κυριολεκτικά, παντού και γίνεται το απόλυτο σουξέ της εποχής. Ακολουθεί το 1993 το «Ρίξε κόκκινο στην νύχτα» με χιτάκια όπως τον «Μικρό Τιτανικό» ή το «Ημίφως». Τότε είναι που αποφασίζει να παντρευτεί την αγαπημένη του, που του στάθηκε τις δύσκολες μέρες, σε κλειστό κύκλο και χωρίς κανείς να το αντιληφθεί.
Το «Παυσίλυπον» που τον καθιέρωσε για πάντα
Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το «Παράθυρα που κούρασε η θέα» αλλά ο μελαγχολικός του τόνος, αποτέλεσμα του πένθους που περνούσε τότε λόγω απώλειας του αδελφού του, σοκάρει κάπως το αρκετά πιο ανάλαφρο ελληνικό κοινό που ζει τη δεκαετία της ευτυχίας. Το «Παυσίλυπον» όμως τον καθιερώνει για πάντα και κάνει όλες του τις επιτυχίες να τραγουδούνται από τους πάντες. Ακόμα και σήμερα πάντως τραγούδια όπως «Σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε», Φλασάκι» σε στίχους Σάκη Μπουλά, «Τερατάκια τσέπης», «Ο Μικρός Τιτανικός», «Πεθαίνω για σένα», «Ρίξε κόκκινο στη νυχτα» στιχάκια όπως «Ζηλεύω το μικρό σου το γατί» και το άκρως προφητικό «Μα τι ζητάω Μια ευκαιρία στον Παράδεισο να πάω» έχουν γραφτεί στο ασυνείδητο όλων, ανθρώπων κάθε ηλικίας και από διαφορετικές γενιές αφού η αγάπη που μετέφερε με τα τραγούδια του ήταν πραγματικά συμπαντική.
Έξω από τους στίχους ήταν ένας άκρως ευγενής άνθρωπος, εμπνευστικός μια προσωπικότητα που δεν μέτραγε τίποτα μπροστά στο συντριπτικό πάθος της δημιουργίας και της έμπνευσής του-όχι σαν τους σημερινούς δημοσιοσχετίστες της εποχής. Είχε και μια λατρεία, εκτός από τη μουσική: την κόρη του τη Μαρία που έμελλε να είναι εκείνη που θα μετέφερε τα δυσάρεστα νέα. Έφυγε πρόωρα αλλά οι μουσικές του θα μείνουν για πάντα αλησμόνητες και αγαπημένες για να μας θυμίζουν τον πιο αγαπησιάρη και τρυφερό τροβαδούρο που θα μπορούσε να είναι φίλος μας. Και προφανώς ήταν αφού μοιράστηκε μοναδικά την αγάπη, το κλάμα και τον πόνο μας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr