Eric Burdon: Ο θρύλος της ροκ ζει στην Κυψέλη

Λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία του με τους Animals στο Ηρώδειο, ο 78χρονος ερμηνευτής θυμάται τα παλιά και μιλάει στο Πρώτο Θέμα για τον κολλητό του, Τζίμι Χέντριξ - Ο γάμος του με τη Μαριάννα Προεστού που έγινε αιτία να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα

Η σκηνή ήταν σουρεαλιστική όχι μόνο επειδή το στέκι στο Χαλάνδρι που περίμενα τον Ερικ Μπάρντον λεγόταν «Σουρεάλ», αλλά επειδή όταν εμφανίστηκε αυτός ο θρύλος της ροκ περπατούσε με μπαστούνι, έχοντας δίπλα του τη Μαριάννα Προεστού, την Ελληνίδα σύζυγο και μάνατζέρ του.

Δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω, ίσως επειδή τον θυμόμουν από τα εφηβικά μου χρόνια να ουρλιάζει το «Don’t let me be misunderstood», με τον ιδρώτα να αυλακώνει τον πρόσωπό του, ενώ τώρα είχα μπροστά μου έναν ηλικιωμένο μύθο. Και επειδή οι μύθοι δεν σβήνουν ποτέ, δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστα λεπτά συνομιλίας για να διαπιστώσω ότι ο Μπάρντον, παρά τα 78 του χρόνια, εξακολουθεί να θέλει να είναι στη σκηνή. Σιχαίνεται τη λέξη «απόσυρση» όπως ο Μικ Τζάγκερ, και λατρεύει την τρίτη του σύζυγο Μαριάννα Προεστού - το ίδιο και εκείνη, και μάλλον αυτή ήταν που τον έπεισε εδώ και χρόνια να κατοικήσουν στην Αθήνα.
Το ζευγάρι έμενε μέχρι πρόσφατα στην Κυψέλη, αλλά εδώ και λίγες ημέρες μετακόμισαν σε μια νέα κατοικία στα βόρεια προάστια. O Μπάρντον έχει κατά κάποιον τρόπο πολιτογραφηθεί Αθηναίος εδώ και πολλά χρόνια. Το καλοκαίρι που πέρασε έκανε διακοπές στις Κυκλάδες, ενώ ετοιμάζεται να πατήσει τη σκηνή του Ηρωδείου την επόμενη Παρασκευή.



Οι Animals ιδρύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως ένα μικρό συγκρότημα στο Νιούκαστλ, αλλά στη συνέχεια μεσουράνησαν στην παγκόσμια ροκ σκηνή


Στην κουβέντα μας θυμήθηκε πολλά από αυτά που έκανε στα οργισμένα 60s και 70s, τη φιλία του με τον Τζίμι Χέντριξ, τα ναρκωτικά που δοκίμαζε και το καλύτερο live της ζωής του, αυτό που έλαβε χώρα σε ένα μικρό μπαρ της Νέας Ορλεάνης, όπου μπήκε λόγω βροχής στις 10 το βράδυ και βγήκε ξημερώματα μετά από ένα jammin που κράτησε πάνω από έξι ώρες! Οταν τον ρωτάω πώς αντέχει ακόμη να είναι πάνω στη σκηνή σε μια ηλικία όπου άλλοι θα είχαν αποσυρθεί, χαμογελάει και μου λέει ότι το ίδιο κάνουν ο Ιγκι Ποπ (72 ετών), ο Μικ Τζάγκερ (76 ετών) και αρκετοί άλλοι παλιοροκάδες.

«Το μόνο που με κουράζει πλέον είναι τα υπερατλαντικά ταξίδια. Μου αρέσει όμως που έχοντας ως βάση μου την Ευρώπη ακόμη γυρνάω και μπορώ να γνωρίζω καινούρια πράγματα, ανθρώπους και κουλτούρες. Παλιότερα είχα επιλέξει να ζω στην Καλιφόρνια, αλλά με αυτή την τρομερή υγρασία δεν μπορούσα να αναπνεύσω». Μεγαλώνοντας σε μια βιομηχανική πόλη της Αγγλίας, ο Μπάρντον είχε από μικρός άσθμα, το οποίο παρότι τον ταλαιπωρούσε συχνά, δεν τον εμπόδισε να γίνει ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής.

Η κουβέντα έρχεται σύντομα στο Ηρώδειο και αναρωτιέμαι πώς νιώθει που θα παίξει σε ένα από τα πιο εμβληματικά θέατρα του κόσμου, στο οποίο παρακαλάνε να παίξουν οι πιο διάσημοι μουσικοί.
«Για μένα θα είναι άλλο ένα gig (σ.σ.: εμφάνιση) και επειδή ασχολούμαι χρόνια με αυτό ξέρω πόσο εύκολο είναι να ξεφύγει η κατάσταση. Προσπάθησε να πεις, π.χ., στον κιθαρίστα να μην παίζει δυνατά. Δεν γίνεται αυτό γιατί όλοι οι μουσικοί είναι ίδιοι». Του ζητάω να θυμηθεί το πρώτο τραγούδι που εντυπώθηκε στη μνήμη του και δεν δυσκολεύεται καθόλου να το αναφέρει τραγουδώντας το μάλιστα.


O Ερικ Μπάρντον με την Ελληνίδα σύζυγο και μάνατζέρ του Μαριάννα Προεστού



«Είναι το “The little white cloud that cried”, ένα τρομερό κομμάτι. Το έλεγε ένας ιερέας, ο Τζόνι Ρέι, και όταν το άκουσα ήμουν γύρω στα 13, την εποχή που είχε μπει η τηλεόραση στα σπίτια των Βρετανών. Με συνεπήρε, ήταν σαν να με χτύπησε ρεύμα. Hταν αυτό, και μετά όταν είδα και άκουσα τον Eλβις». Οταν του λέω ότι η φωνή του «βασιλιά» ακουγόταν σαν να ήταν μαύρος, με διακόπτει λέγοντας: «Μα ήταν μαύρος. Γεννήθηκε σε μια γειτονιά όπου το σπίτι του ήταν δίπλα από το γκέτο των μαύρων. Τον συνάντησα μόνο μια φορά σε ένα φανάρι, όπου σταματήσαμε και οι δύο με τις μοτοσικλέτες μας».

Αυτό που δεν ήξερε ο Μπάρντον ήταν ότι ο Πρίσλεϊ τον θεωρούσε τρομερό ερμηνευτή. Το έμαθε χρόνια αργότερα, όταν η γυναίκα του Ελβις τον συνάντησε και του είπε ότι ο άνδρας της είχε ονομάσει τους στάβλους που είχε τα άλογα του «House of the Rising Sun» από τη μεγάλη επιτυχία των Animals.

O Χέντριξ και οι άλλοι

Στην πορεία της κουβέντας αναφέρομαι στους φίλους του από τον χώρο της μουσικής, γνωρίζοντας, όπως όλοι, την πολύ στενή σχέση που είχε με τον Τζίμι Χέντριξ.

Ο Μπάρντον συγκινείται όποτε η κουβέντα έρχεται στον μυθικό κιθαρίστα και τη σχέση τους, γι’ αυτό όταν αναφέρω το όνομά του διακρίνω μια αλλαγή συναισθημάτων: «Ηταν δύσκολος χαρακτήρας. Για να σ’ το πω αλλιώς, ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισε ο Τζίμι όταν πάτησε το πόδι του στην Αγγλία. Ηρθε μόνος του, χωρίς κιθάρα, γιατί αν στο τελωνείο την έβλεπαν θα του έλεγαν ότι δουλεύει παράνομα και θα είχε πρόβλημα να μπει στη χώρα. Οι πρώτες μας κουβέντες ήταν γύρω από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μετά, ένα απόγευμα ήρθε σε μία από τις πρόβες μας σε ένα κλαμπ και ζήτησε από τον κιθαρίστα μας να χρησιμοποιήσει την κιθάρα του. Τη γύρισε ανάποδα επειδή ήταν αριστερόχειρας και μόλις άρχισε να παίζει, τον κοιτάζαμε άφωνοι. Ηταν φαινόμενο, και εκείνο το απόγευμα μου τρέλανε το μυαλό με το παίξιμό του».

Χέντριξ και Μπάρντον βρίσκονταν πολύ συχνά μέχρι το μοιραίο βράδυ που ο Τζίμι κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Ηταν 17 Σεπτεμβρίου του 1970 όταν ο κιθαρίστας επέστρεψε σε διαμέρισμα στο Νότινγκ Χιλ μετά από μια έξοδο με τη φίλη του. «Ημουν ο πρώτος που τον είδε στην Αγγλία και ο τελευταίος που τον είδε ζωντανό το τελευταίο βράδυ του, όπου είχε πιει και ήταν μαστουρωμένος. Πήγα στο σπίτι της φίλης του το επόμενο πρωί. Μόλις τον είχαν πάρει με ασθενοφόρο, αλλά ήταν ήδη νεκρός. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα, είχα τρελαθεί. Ετρεξα σε μια εκκλησία που ήταν πιο κάτω από το σπίτι. Το φαντάζεσαι; Να θέλω να μπω σε εκκλησία;».

Οχι, δεν μπορούσα να το φανταστώ και του το είπα.

«Ηθελα να πάω σε ένα μέρος όπου θα ήμουν μόνος μου, αλλά όταν έφτασα είδα ότι ήταν κλειστή. Ηταν ίσως η πρώτη φορά που χρειάστηκα τον Θεό κι αυτός δεν ήταν εκεί», συνεχίζει. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ο Μπάρντον, αλλά και η πλειονότητα των ροκ σταρ έπεφταν στα ναρκωτικά χωρίς να σκέφτονται πολλά και κάνοντας χρήση μέρα και νύχτα.

Οταν αναφέρομαι σε αυτό το θέμα, η απάντηση είναι καταλυτική: «Δεν έχω συναντήσει ναρκωτικό που να μη μου άρεσε. Μόνο την ηρωίνη απέφευγα, γιατί μπορεί να σε έστελνε στον θάνατο. Αλλά μην ξεχνάς ότι εκείνη την περίοδο υπήρχαν παντού. Φίλους έβλεπα στον δρόμο και μου έλεγαν: “Ελα να φτιαχτούμε, Ερικ”». Τον ρωτάω για τον Τζάγκερ και μου περιγράφει ένα περιστατικό για τον χαρακτήρα του τραγουδιστή των Rolling Stones: «Οποτε τον έχω συναντήσει μου λέει: “Ελα να τραγουδήσουμε, αλλά θα πούμε ένα δικό μου τραγούδι”. Γελάω όταν το σκέφτομαι, αλλά αυτό είναι ο Μικ, μια πριμαντόνα της ροκ».
Η κουβέντα μας κλείνει με δύο ερωτήσεις. Η πρώτη για το ποιο τραγούδι θα ήθελε να έχει γράψει σαν τρελός και η δεύτερη για το καλύτερο live που έχει δώσει.

«Είναι πάρα πολλά, αλλά θα ήθελα πολύ να έχω γράψει ένα τραγούδι του Ρέι Τσαρλς, το “Come Rain or Come Shine”. Είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό και όταν το λέει ο Ρέι, μου έρχεται να κλάψω. Σε ό,τι έχει να κάνει με την εμφάνιση που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν ένα βράδυ του 1978 στη Νέα Ορλεάνη. Εβρεχε καταρρακτωδώς, ήμουν φτιαγμένος και μπήκα σε ένα μπαρ όπου μπήκαν και άλλοι. Δύο από αυτούς ήταν αστυνομικοί αλλά τίποτε δεν συνέβη, ο ένας αποδείχθηκε κιθαρίστας, οπότε ανέβηκα στο πάλκο και τραγούδησα μέχρι το ξημέρωμα. Αυτό το live δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου», απαντά κλείνοντας την κουβέντα μας.


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr