Μόνικα Μπελούτσι: Η ζωή είναι ωραία στα 55

Η Μόνικα Μπελούτσι παραμένει ο ορισμός του απόλυτου θηλυκού, αγαπάει τις ρυτίδες της και κάθε της εμφάνιση είναι είδηση: από τις πασαρέλες στον «Δράκουλα» του Κόπολα και από κει, με μακρά πορεία στο σινεμά, μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και οικοδέσποινα στο Φεστιβάλ των Καννών.

Tι θα είχε δουλειά ως ηθοποιός ακόμη κι όταν θα γινόταν 50 ετών. Κι όμως, η Μόνικα Μπελούτσι προ ολίγων ημερών έκλεισε τα 55 χρόνια της παραμένοντας ενεργή και περιζήτητη, παραμένοντας ντίβα.

Ο ορισμός της αφόρητα ελκυστικής, της χυμώδους φιλήδονης μελαχρινής, το ιδανικό καλούπι της μεσογειακής γυναικείας ομορφιάς. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ότι ήταν ανέκαθεν στις προδιαγραφές της Μόνικας Μπελούτσι, με έναν εξαιρετικά περίεργο τρόπο, το να μην πτοείται από το αναπόδραστο γήρας - εξάλλου ουδέποτε μπήκε σε σοβαρό κόπο να το κρύψει. Πολλά από τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή και την καριέρα της τα έκανε αργά - καθυστέρησε υπερβολικά, ίσως, σε σχέση με τα οικουμενικώς καθιερωμένα. Για παράδειγμα, ήταν 40 ετών όταν έφερε στον κόσμο την Ντέβα, την πρώτη της κόρη με τον Βενσάν Κασέλ. Και βέβαια ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν έγινε για δεύτερη φορά μητέρα: με τη μικρότερη κόρη της, τη Λεονί, η Μόνικα Μπελούτσι έχει 46 ολόκληρα χρόνια διαφορά. Αλλά σαν να μηδένισε τον χιλιομετρητή, έγινε το «κορίτσι του Τζέιμς Μποντ» στα 50 της, η πιο σιτεμένη καλλονή που είχε ποτέ δίπλα του ο 007 από καταβολής του ως κινηματογραφικού ήρωα.

Με όλα αυτά φαίνεται ότι η Μόνικα έχει αποφασίσει να πορευτεί αγκαζέ με την ηλικία της, όχι σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης. Σαν να συναισθάνεται ότι έχει ευθύνη απέναντι στη βαριά κληρονομιά του αιώνιου προτύπου της Ιταλίδας γυναικάρας, η Μπελούτσι αφήνει τον χρόνο να την παρασύρει εν τιμή και δόξη στον δρόμο που χάραξαν οι εκλαμπρότατες εκπρόσωποι της συγκεκριμένης θηλυκής, εκρηκτικά φιλήδονης, συνομοταξίας: Σοφία Λόρεν, Τζίνα Λολομπρίτζιτα, Σιλβάνα Μανγκάνο. Μεγάλες κυρίες που αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι η αιώνια νιότη δεν ήταν ποτέ το μυστικό που τις είχε ανεβάσει και τις διατηρούσε στο πάνθεον των ακραία, σχεδόν επώδυνα αξιοπόθητων γυναικών.

Πιστή στα διδάγματα των ως άνω θρυλικών σταρ, η Μόνικα δεν κυνηγά ψυχαναγκαστικά ρυτίδες και λοιπά σημάδια της ηλικίας για να τα εξολοθρεύσει. Σχεδόν δεν καταδέχεται να κάνει κάτι τέτοιο. Αρνείται ότι έχει καταφύγει στο μπότοξ - κάτι που δεν αντιφάσκει κατάφωρα με τις φωτογραφίες της. Διεκδικεί το δικαίωμά της να γεράσει ως σύμβολο του σεξ, χωρίς παραχωρήσεις στη ματαιοδοξία. Διακηρύττει ότι «ο βελονισμός και το μασάζ είναι αρκετά για να σε κρατήσουν σε φόρμα. Γιατί με το μπότοξ τα κύτταρά σου πετρώνουν, ενώ με τον βελονισμό κινητοποιούνται». Δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα ούτε για τη γραμμή, αυτή τη λατρεμένη από εκατομμύρια άνδρες «παρένθεση» που περικλείει τους γοφούς της, μια παρένθεση που, μοιραία, διαπλατύνεται συν τω χρόνω. Λέει ότι βαριέται τη γυμναστική και ότι αποφεύγει τις εξαντλητικές δίαιτες.

Σεξ και βία στην οθόνη

Συνιστά έως και ασυγχώρητη αδικία το ότι η πιο διάσημη ερωτική σκηνή με πρωταγωνίστρια την ίδια είναι ο βάναυσος βιασμός της στην ταινία «Μη αναστρέψιμος». Μόνο κάποιος με βαριά διαταραγμένο σεξουαλικό ψυχισμό θα μπορούσε να ερεθιστεί από αυτό το ειδεχθές, εντελώς απάνθρωπο θέαμα. Η ίδια είχε εξομολογηθεί παλαιότερα ότι ο τότε σύντροφός της στην οθόνη και τη ζωή, Βενσάν Κασέλ, είχε βάλει τα κλάματα όταν είδε για πρώτη φορά τον εικονικό βιασμό. Και ήταν εκείνη που είχε προσπαθήσει να τον ηρεμήσει προτρέποντάς τον να συγκρατηθεί: «Μια ταινία είναι, ηρέμησε, μην κάνεις έτσι».

Υπάρχει όμως μια άλλη σκηνή, λιγότερο αμφιλεγόμενη, αλλά πολύ πιο ταιριαστή στη Μόνικα ως φαντασίωση. Στη μαύρη κωμωδία δράσης «Shoot ’Em Up», λίγο προτού ο Κλάιβ Οουεν υποκύψει στα θέλγητρά της και το θέαμα περάσει στο σοφτ πορνό ανακατεμένο με πιστολίδι, η ηρωίδα που υποδύεται η Μπελούτσι κάνει τη μαγική κίνηση: βουτά τον δείκτη του χεριού της σε ένα βαζάκι με παιδική τροφή, το φέρνει στο στόμα της και το γλείφει επιδεικτικά. «Πεινάς;» λέει προκλητικά στον ήδη ξαναμμένο συμπρωταγωνιστή της.

Στο συγκεκριμένο φιλμ η Μπελούτσι ενσάρκωνε μια πόρνη, η οποία επιστρατεύεται διά της βίας για να γίνει τροφός σε ένα εγκαταλειμμένο βρέφος. Διότι η ειδικότητά της στην πιάτσα του αγοραίου βίτσιου ήταν η γαλακτοφορία, καίτοι δεν βρισκόταν σε περίοδο λοχείας. Αυτό το «πεινάς;», όμως, που ψιθύρισε με τόση λαγνεία στον Κλάιβ Οουεν, η Μόνικα στην πραγματικότητα το απηύθυνε σε κάθε θεατή. Σε κάθε άνδρα, πρωτίστως, που θα δεχόταν πρόθυμα να βράζει στα καζάνια της κόλασης εις τον αιώνα τον άπαντα, αρκεί να μοιραζόταν το κρεβάτι με την ίδια, έστω και για μία μόνο νύχτα. Πέραν των όσων φαντάζεται κανείς, ελάχιστα στοιχεία του αληθινού ερωτικού βίου της είναι γνωστά. Το 2013, όταν δημοσιοποιήθηκε ο χωρισμός της από τον Βενσάν Κασέλ ύστερα από περίπου 18 χρόνια δεσμού και έγγαμου βίου, ξέσπασαν φήμες ότι η άτακτη πλευρά του ζεύγους ήταν εκείνη. Σχεδόν ταυτόχρονα με την είδηση του επικείμενου διαζυγίου, άρχισε να κυκλοφορεί και η ίδια στο πλευρό ενός Ρώσου μεγαλοεπιχειρηματία, κατά επτά χρόνια μεγαλύτερού της, ονόματι Τελμάν Ισμαΐλοφ. Και σχεδόν ταυτόχρονα με την επέτειο των 55ων γενεθλίων της, πριν από λίγες ημέρες, επιβεβαιώθηκε ότι η Μπελούτσι δεν μοιράζεται πια τη ζωή της με τον 37χρονο Γάλλο καλλιτέχνη, γκαλερίστα και πρώην μοντέλο, Νικολά Λεφέμπρ. Το ότι η συγκεκριμένη σχέση κράτησε μόλις μερικούς μήνες εκπληρώνει την αυτονόητη πάνδημη ανδρική επιθυμία: μια γυναίκα που φέρει τον τίτλο του απόλυτου θηλυκού και τον διατηρεί επί δεκαετίες δεν μπορεί να ανήκει σε έναν και μόνο άνδρα.

Το μεγάλο πάρτυ του μόντελινγκ

Παρά τις φήμες για τις περιστασιακές σχέσεις της με ανθρώπους από τον χώρο του θεάματος, ιδιαίτερα δε με τους σκηνοθέτες που σαγηνεύονταν από τα κάλλη της, ο μόνος επισήμως γνωστός δεσμός της είναι ο πρώτος της γάμος. Οταν ήταν 25 ετών και έκανε διεθνή σταδιοδρομία ως μοντέλο, η Μόνικα παντρεύτηκε τον φωτογράφο Κλάουντιο Κάρλος Μπάσο. Ο έγγαμος βίος της κράτησε μόλις 18 μήνες και δεν σηματοδότησε το τέρμα μιας ξέφρενης ζωής. Αντιθέτως, η επιπόλαιη απόφαση να παντρευτεί ήταν μέρος του lifestyle ενός τοπ μόντελ που ταξίδευε διαρκώς μεταξύ Παρισίων, Μιλάνου και Νέας Υόρκης για φωτογραφήσεις μόδας. «Εκείνη την περίοδο οι γονείς μου με είχαν αφήσει ελεύθερη, με έναν τρόπο που ήταν σχεδόν απίστευτος. Ισως το παράκαναν με την ελευθερία που μου είχαν παραχωρήσει. Αλλά πέρασα απίθανα τότε», αναπολεί κατά καιρούς η Μόνικα, νοσταλγώντας τις ημέρες των ατελείωτων πάρτυ ανά την υφήλιο, μαζί με το πολύχρωμο fashion crowd που την περιστοίχιζε.

Επάγγελμα ηθοποιός

Ποιος, άραγε, θα μπορούσε να μαντέψει ότι η μοναχοκόρη ενός ευκατάστατου ζευγαριού από τα περίχωρα της Περούτζια θα ξεκινούσε να σπουδάζει Νομική, αλλά θα κατέληγε μοντέλο για τους Dolce & Gabbana, τον Dior κ.λπ.; Κι ύστερα ότι θα έπαιζε σε πάνω από 50 ταινίες, ενίοτε ντουμπλάροντας τον εαυτό της στις μεταγλωττίσεις, εφόσον εκτός από ιταλικά, μιλά άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ολίγα πορτογαλικά και ακόμη ολιγότερα σερβικά - ελέω Εμίρ Κουστουρίτσα. Και μολονότι ουδέποτε υπήρξε πρωθιέρεια της υποκριτικής και δεν θα μπορούσε να γεμίσει προθήκες με βαρύτιμα βραβεία για τις ερμηνείες της, η Μόνικα επέδειξε προσαρμοστικότητα και τόλμη. Εχει παίξει σε οτιδήποτε, από την περίφημη «Μαλένα» και τα γαλλικά νουάρ έως τα sequel του «Matrix», τον «Δράκουλα», στα κατά Μελ Γκίμπσον «Πάθη του Χριστού», ακόμη και στον «Αστερίξ». Κατέβαλε σκληρή προσπάθεια και παρακολούθησε εντατικά μαθήματα προκειμένου να αποβάλει το φέρεσθαι του μοντέλου, την αυθόρμητη τάση για πόζα και αντ’ αυτού να αφομοιώσει την ολοκληρωμένη εκφραστικότητα που απαιτεί ο κινηματογράφος. Τελικά έπεισε όχι μόνο τον εαυτό της και τη βιομηχανία του θεάματος ότι διαθέτει επαρκές ταλέντο, έστω κι αν το άπλετο κάλλος της δεν του επιτρέπει να προεξάρχει. Ετσι, έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ έχει διατελέσει οικοδέσποινα στο Φεστιβάλ των Καννών.

Τη σταδιοδρομία της στη μεγάλη οθόνη την οφείλει στον γιο του Φράνσις Φορντ Κόπολα, Ρόμαν. Ο οποίος μαγεύτηκε από την ομορφιά της μόλις αντίκρισε μια φωτογραφία της σε ιταλικό περιοδικό. Ο Ρόμαν πρότεινε αμέσως στον πατέρα του να εντοπίσει αυτή την υπέροχη Ιταλίδα και να της δώσει, πάση θυσία, έναν ρόλο στον «Δράκουλα», το φιλμ που ετοιμαζόταν να γυρίσει. Ολα αυτά συνέβησαν κάπου στα βάθη του χρόνου, στο μακρινό 1992, όταν η Μόνικα ήταν ακόμη παντελώς άγνωστη εκτός Ιταλίας.

Τότε που όλα ήταν διαφορετικά. Τότε που «ήμουν πολύ νέα και οι άνδρες δεν τολμούσαν να με πλησιάσουν. Τους φόβιζα. Σήμερα,
όμως, με τις ρυτίδες και τις ατέλειές μου φαίνεται πως τους τρομάζω πολύ λιγότερο. Φυσικά και με φλερτάρουν, κι αν το κάνουν αυτό με ευγένεια, ανταποκρίνομαι. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που επειδή έχουν συνηθίσει να ασκούν εξουσία νομίζουν ότι όλα τους επιτρέπονται. Με ενοχλούν - αλλά δεν μπαίνω καν στον κόπο να τους το δείξω». Οσο για το πώς η ίδια συμβιβάζεται με την ηλικία των άλλων, η σοφή πλέον Μόνικα καταθέτει το απόσταγμα των εμπειριών της: «Η δύναμη πηγάζει από την πείρα. Και αυτό το βρίσκω ερωτικό. Ο ερωτισμός δεν είναι ζήτημα νεότητας ή γήρατος. Την πρώτη μου φωτογράφηση την έκανα με τον Χέλμουτ Νιούτον, που τότε ήταν 81 ετών. Μέσα του, ωστόσο, ήταν σαν μικρό παιδί. Λατρεύω τους ταξιδεμένους άνδρες, που έχουν δώσει τις μάχες της ζωής».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr