Κόκκινο Ποτάμι: Η ιστορία του αληθινού Ζαχάρωφ
26.11.2019
07:52
Ο Σωτήρης Χατζάκης μιλάει στο «ΘΕΜΑ» για τον ρόλο, τη Γενοκτονία των Ποντίων, την ανάγκη της γνώσης της Ελληνικής Ιστορίας ως ασπίδας στον φασισμό, αλλά και για την εγκληματική μονιμότητα στα κρατικά θέατρα
Ακριβώς όπως και ο Μπαζίλ Ζαχάρωφ, ο ήρωας που υποδύεται στο σίριαλ «Κόκκινο Ποτάμι», ο Σωτήρης Χατζάκης δεν είναι από αυτούς που ακολούθησαν τις έτοιμες συνταγές ή τις οδηγίες της μοίρας: πολέμησε, στάθηκε, τίμησε την πατρίδα του, την Κρήτη, τους ανένταχτους, τη φύση, τα ζώα, τους περήφανους ανθρώπους - «τις γυναίκες που δεν έχουν ακυρώσει τη φύση τους και τους άνδρες με περπατησιά».
Ο Σωτήρης Χατζάκης αγάπησε βαθιά την ποίηση του Παπαδιαμάντη, του Αριστοφάνη, μας ξαναθύμισε το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», έβγαλε το θέατρο έξω από τα σύνορα, έσπασε ρεκόρ θητείας σε διευθυντικό θώκο στα δύο μεγάλα κρατικά θέατρα της χώρας, ερωτεύτηκε βαθιά τις γυναίκες, γέμισε τις αίθουσες με τη «Λωξάντρα» του και είχε καλή χημεία με τον κόσμο, όπως τώρα που το «Κόκκινο Ποτάμι» σημειώνει ρεκόρ τηλεθέασης. Επίσης, τίμησε τις λαϊκές ιστορίες καθώς και τα σύγχρονα παραμύθια για παιδιά, τα οποία εξακολουθεί να γράφει, όπως το πρόσφατο «Το μικρό σκουλήκι, ο Ναπολέων» από την Ελληνοεκδοτική, που μιλάει για το μικρό σκουλήκι με τα παράξενα αυτοκρατορικά όνειρα.
Συναντήσαμε τον Σωτήρη Χατζάκη στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου Ιανός, όπου εξακολουθεί να παραδίδει σεμινάρια συγγραφής θεατρικού έργου, και ανάμεσα στα αγαπημένα του βιβλία μάς μίλησε για τον ρόλο του Μπαζίλ Ζαχάρωφ, για τη θητεία του ως επικεφαλής στα δύο κορυφαία θέατρα της χώρας (ΚΘΒΕ και Εθνικό), για τη φιλοσοφία του, για τα σχόλια του κόσμου για το «Κόκκινο Ποτάμι» -για το οποίο χρειάστηκε να κάνουν γυρίσματα φορώντας μπέρτες με 40 βαθμούς Κελσίου-, αλλά και για τα παιδιά με «τα ροζ και πράσινα μαλλιά» που κλαίνε με τα τραγούδια του Πόντου, καθώς και για την ανάγκη του να είναι «ανοιχτός και διαθέσιμος στο θαύμα» και εχθρός «της εγκατεστημένης ζωής».
Οπως ομολογεί, αυτός ήταν και ο βασικός του εχθρός τις ημέρες όπου διηύθυνε τα δύο κεντρικά θέατρα της χώρας: «Εκεί είναι που βίωσα πραγματικά αυτό που λέει ο Κάφκα για την εγκατεστημένη ζωή. Δεν μιλάω τόσο για τη γραφειοκρατία, αλλά για μια λογική που εκλαμβάνει τη συνήθεια ως είδος αθανασίας. Πρόκειται για εκείνους που μέσω της μονιμότητας νομίζουν ότι εισέρχονται στην αθανασία και παθαίνουν ανοσία σε οτιδήποτε ρηξικέλευθο, στο διαφορετικό και το πάθος. Κατόπιν ήταν η σπαρακτική κομματικοποίηση της διοίκησης που συνίσταται στη μανία του εκάστοτε υπουργού, κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση, να μοιράζει τους διευθυντές, τους διοικητές ή τους επικεφαλής για κομματικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα κράτος υποκείμενο στο εκάστοτε κόμμα, που καμία σχέση δεν έχει με εμάς τους ανθρώπους της τέχνης που μπορεί να ήμασταν ανέκαθεν αποπλανημένοι, γοητευμένοι, αλλά πάντοτε παίρναμε αυτό που θέλαμε καθώς βρισκόμασταν εκτός κόμματος και τάξης. Ο λόγος, όμως, που υποστηρίζω ότι πρέπει να καταργηθεί η μονιμότητα δεν είναι τόσο πολιτικός -για τέτοια ζητήματα όπως η μονιμότητα στο Δημόσιο ας αποφασίσουν οι κυβερνώντες-, αλλά υπαρξιακός. Πώς μπορεί, αλήθεια, να είναι κανείς τόσο βέβαιος για πράγματα; Ποιος νομίζει ότι είναι; Αθάνατος; Η ασάλευτη ζωή είναι πάντοτε επιθετική στον βαθμό που αντιτίθεται σε όλους όσοι δεν λένε “πιστεύω”, αλλά “νομίζω”. Προσωπικά, δεν είχα ποτέ κομματική ταυτότητα, παρότι όλοι ξέρουν ότι λόγω οικογενειακού παρελθόντος και για λόγους συναισθηματικούς, ήμουν πάντοτε κοντά στο ΚΚΕ, και αυτό ενοχλούσε βαθιά τους πολιτικούς φορείς της εξουσίας, όπως ενοχλεί το να είναι κανείς αυτόφωτος και να διαθέτει ένα αυτοδιοίκητο της ύπαρξης».
«Casa de Μπεμπέλ»!
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στα απαιτητικά γυρίσματα, ο Χατζάκης περιγράφει την εμπειρία του από το «Κόκκινο Ποτάμι» ως ευτυχέστατη: «Ηταν αστείο να μας βλέπεις στους 40 βαθμούς να φοράμε όλα αυτά τα μάλλινα ρούχα, τις μπέρτες κ.λπ. Μάλιστα έτυχε σε κάποια στιγμή των γυρισμάτων όπου δεν είχε κλείσει ο ήχος να με γράψουν να λέω “εδώ είναι το... Casa de Μπεμπέλ!”, αφού είχαμε βγάλει κυριολεκτικά την μπέμπελη. Για να μιλήσω, όμως, ειλικρινά, δεν θα έκανα το “Κόκκινο Ποτάμι” αν δεν με συγκινούσε, και αυτό είναι που έμαθα από τους δασκάλους μου, όπως τον Κούρκουλο, να κάνω πράγματα που συγκινούν και κινητοποιούν τον κόσμο. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει ουσιαστικά και όχι όλοι αυτοί που ανησυχούν μόλις δουν μια αίθουσα γεμάτη κόσμο - χωρίς να παραγνωρίζω τη σημασία του πειραματισμού, αφού χωρίς αυτόν το θέατρο είναι νεκρό. Οταν, λοιπόν, μου έδωσε ο Μανούσος Μανουσάκης, τον οποίο υπεραγαπάω, το σενάριο, τρελάθηκα με τη μορφή του Ζαχάρωφ, καθώς υπήρξε από τις φυσιογνωμίες που καθόρισαν όχι μόνο τον 19ο, αλλά και τον 20ό αιώνα». Με τον διάσημο σκηνοθέτη του «Κόκκινου Ποταμιού» που προβάλλεται από το OPEN τους δένει κατά κάποιον τρόπο μια κοινή μοίρα, αφού συναντήθηκαν όταν το «Σχολείον» της Ειρήνης Παππά πέρασε με πρωτοβουλία του Χατζάκη στο Εθνικό Θέατρο - και ως γνωστόν, ο Μανουσάκης είναι ανιψιός της διάσημης ηθοποιού.
Ποιος ήταν ο Ζαχάρωφ
Ο ρόλος του Ζαχάρωφ έφερε τον Σωτήρη Χατζάκη σε επαφή με την απερίγραπτη αυτή μορφή που σφράγισε την Ιστορία εμπνέοντας μια σειρά από ντοκιμαντέρ και ταινίες όπως ο «Πολίτης Κέιν»: ο «μυστηριώδης Ελληνας», όπως ήταν γνωστός, ποντιακής καταγωγής Μπαζίλ Ζαχάρωφ ήταν τραπεζίτης, έμπορος όπλων, πολύγλωσσος και γοητευτικός, με υψηλές διασυνδέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στο σίριαλ ο Ζαχάρωφ εμφανίζεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις του πρωταγωνιστή Μίλτου (που υποδύεται ο Ιωάννης Παπαζήσης) όταν του προτείνει να τον ακολουθήσει στο Παρίσι και να γίνει ο βασικός συμβουλάτοράς του. «Ο Ζαχάρωφ όριζε αυτό που λέμε “αμφισημία” σε όλα τα επίπεδα», ομολογεί ο Χατζάκης, ο οποίος έχει μελετήσει καλά την ιστορία και όλες τις πτυχές του χαρακτήρα που υποδύεται: «Πόντιος, γεννημένος στην Τουρκία, φεύγει στην Αγγλία όπου εισέρχεται στη βρετανική αντικατασκοπία, ιδρύει τράπεζα και με τους τόκους πιέζει τα κράτη να αγοράσουν τα όπλα του, λανσάρει από νάρκες μέχρι πολυβόλα σαν και αυτό που σκότωνε τους Γάλλους στρατιώτες σε πέντε λεπτά! Την ίδια στιγμή όμως ως πολύγλωσσος και με βαθιά κουλτούρα ιδρύει το Γαλλικό Ινστιτούτο και έχει σημαίνοντα ρόλο στην Οξφόρδη, γίνεται σερ και ιππότης και λαμβάνει 291 μετάλλια από δεκάδες χώρες! Συνεργάζεται με τον Βενιζέλο και χρηματοδοτεί ουσιαστικά την εκστρατεία του.
Ο Σωτήρης Χατζάκης αγάπησε βαθιά την ποίηση του Παπαδιαμάντη, του Αριστοφάνη, μας ξαναθύμισε το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», έβγαλε το θέατρο έξω από τα σύνορα, έσπασε ρεκόρ θητείας σε διευθυντικό θώκο στα δύο μεγάλα κρατικά θέατρα της χώρας, ερωτεύτηκε βαθιά τις γυναίκες, γέμισε τις αίθουσες με τη «Λωξάντρα» του και είχε καλή χημεία με τον κόσμο, όπως τώρα που το «Κόκκινο Ποτάμι» σημειώνει ρεκόρ τηλεθέασης. Επίσης, τίμησε τις λαϊκές ιστορίες καθώς και τα σύγχρονα παραμύθια για παιδιά, τα οποία εξακολουθεί να γράφει, όπως το πρόσφατο «Το μικρό σκουλήκι, ο Ναπολέων» από την Ελληνοεκδοτική, που μιλάει για το μικρό σκουλήκι με τα παράξενα αυτοκρατορικά όνειρα.
Συναντήσαμε τον Σωτήρη Χατζάκη στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου Ιανός, όπου εξακολουθεί να παραδίδει σεμινάρια συγγραφής θεατρικού έργου, και ανάμεσα στα αγαπημένα του βιβλία μάς μίλησε για τον ρόλο του Μπαζίλ Ζαχάρωφ, για τη θητεία του ως επικεφαλής στα δύο κορυφαία θέατρα της χώρας (ΚΘΒΕ και Εθνικό), για τη φιλοσοφία του, για τα σχόλια του κόσμου για το «Κόκκινο Ποτάμι» -για το οποίο χρειάστηκε να κάνουν γυρίσματα φορώντας μπέρτες με 40 βαθμούς Κελσίου-, αλλά και για τα παιδιά με «τα ροζ και πράσινα μαλλιά» που κλαίνε με τα τραγούδια του Πόντου, καθώς και για την ανάγκη του να είναι «ανοιχτός και διαθέσιμος στο θαύμα» και εχθρός «της εγκατεστημένης ζωής».
Οπως ομολογεί, αυτός ήταν και ο βασικός του εχθρός τις ημέρες όπου διηύθυνε τα δύο κεντρικά θέατρα της χώρας: «Εκεί είναι που βίωσα πραγματικά αυτό που λέει ο Κάφκα για την εγκατεστημένη ζωή. Δεν μιλάω τόσο για τη γραφειοκρατία, αλλά για μια λογική που εκλαμβάνει τη συνήθεια ως είδος αθανασίας. Πρόκειται για εκείνους που μέσω της μονιμότητας νομίζουν ότι εισέρχονται στην αθανασία και παθαίνουν ανοσία σε οτιδήποτε ρηξικέλευθο, στο διαφορετικό και το πάθος. Κατόπιν ήταν η σπαρακτική κομματικοποίηση της διοίκησης που συνίσταται στη μανία του εκάστοτε υπουργού, κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση, να μοιράζει τους διευθυντές, τους διοικητές ή τους επικεφαλής για κομματικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα κράτος υποκείμενο στο εκάστοτε κόμμα, που καμία σχέση δεν έχει με εμάς τους ανθρώπους της τέχνης που μπορεί να ήμασταν ανέκαθεν αποπλανημένοι, γοητευμένοι, αλλά πάντοτε παίρναμε αυτό που θέλαμε καθώς βρισκόμασταν εκτός κόμματος και τάξης. Ο λόγος, όμως, που υποστηρίζω ότι πρέπει να καταργηθεί η μονιμότητα δεν είναι τόσο πολιτικός -για τέτοια ζητήματα όπως η μονιμότητα στο Δημόσιο ας αποφασίσουν οι κυβερνώντες-, αλλά υπαρξιακός. Πώς μπορεί, αλήθεια, να είναι κανείς τόσο βέβαιος για πράγματα; Ποιος νομίζει ότι είναι; Αθάνατος; Η ασάλευτη ζωή είναι πάντοτε επιθετική στον βαθμό που αντιτίθεται σε όλους όσοι δεν λένε “πιστεύω”, αλλά “νομίζω”. Προσωπικά, δεν είχα ποτέ κομματική ταυτότητα, παρότι όλοι ξέρουν ότι λόγω οικογενειακού παρελθόντος και για λόγους συναισθηματικούς, ήμουν πάντοτε κοντά στο ΚΚΕ, και αυτό ενοχλούσε βαθιά τους πολιτικούς φορείς της εξουσίας, όπως ενοχλεί το να είναι κανείς αυτόφωτος και να διαθέτει ένα αυτοδιοίκητο της ύπαρξης».
«Casa de Μπεμπέλ»!
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στα απαιτητικά γυρίσματα, ο Χατζάκης περιγράφει την εμπειρία του από το «Κόκκινο Ποτάμι» ως ευτυχέστατη: «Ηταν αστείο να μας βλέπεις στους 40 βαθμούς να φοράμε όλα αυτά τα μάλλινα ρούχα, τις μπέρτες κ.λπ. Μάλιστα έτυχε σε κάποια στιγμή των γυρισμάτων όπου δεν είχε κλείσει ο ήχος να με γράψουν να λέω “εδώ είναι το... Casa de Μπεμπέλ!”, αφού είχαμε βγάλει κυριολεκτικά την μπέμπελη. Για να μιλήσω, όμως, ειλικρινά, δεν θα έκανα το “Κόκκινο Ποτάμι” αν δεν με συγκινούσε, και αυτό είναι που έμαθα από τους δασκάλους μου, όπως τον Κούρκουλο, να κάνω πράγματα που συγκινούν και κινητοποιούν τον κόσμο. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει ουσιαστικά και όχι όλοι αυτοί που ανησυχούν μόλις δουν μια αίθουσα γεμάτη κόσμο - χωρίς να παραγνωρίζω τη σημασία του πειραματισμού, αφού χωρίς αυτόν το θέατρο είναι νεκρό. Οταν, λοιπόν, μου έδωσε ο Μανούσος Μανουσάκης, τον οποίο υπεραγαπάω, το σενάριο, τρελάθηκα με τη μορφή του Ζαχάρωφ, καθώς υπήρξε από τις φυσιογνωμίες που καθόρισαν όχι μόνο τον 19ο, αλλά και τον 20ό αιώνα». Με τον διάσημο σκηνοθέτη του «Κόκκινου Ποταμιού» που προβάλλεται από το OPEN τους δένει κατά κάποιον τρόπο μια κοινή μοίρα, αφού συναντήθηκαν όταν το «Σχολείον» της Ειρήνης Παππά πέρασε με πρωτοβουλία του Χατζάκη στο Εθνικό Θέατρο - και ως γνωστόν, ο Μανουσάκης είναι ανιψιός της διάσημης ηθοποιού.
Ποιος ήταν ο Ζαχάρωφ
Ο ρόλος του Ζαχάρωφ έφερε τον Σωτήρη Χατζάκη σε επαφή με την απερίγραπτη αυτή μορφή που σφράγισε την Ιστορία εμπνέοντας μια σειρά από ντοκιμαντέρ και ταινίες όπως ο «Πολίτης Κέιν»: ο «μυστηριώδης Ελληνας», όπως ήταν γνωστός, ποντιακής καταγωγής Μπαζίλ Ζαχάρωφ ήταν τραπεζίτης, έμπορος όπλων, πολύγλωσσος και γοητευτικός, με υψηλές διασυνδέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στο σίριαλ ο Ζαχάρωφ εμφανίζεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις του πρωταγωνιστή Μίλτου (που υποδύεται ο Ιωάννης Παπαζήσης) όταν του προτείνει να τον ακολουθήσει στο Παρίσι και να γίνει ο βασικός συμβουλάτοράς του. «Ο Ζαχάρωφ όριζε αυτό που λέμε “αμφισημία” σε όλα τα επίπεδα», ομολογεί ο Χατζάκης, ο οποίος έχει μελετήσει καλά την ιστορία και όλες τις πτυχές του χαρακτήρα που υποδύεται: «Πόντιος, γεννημένος στην Τουρκία, φεύγει στην Αγγλία όπου εισέρχεται στη βρετανική αντικατασκοπία, ιδρύει τράπεζα και με τους τόκους πιέζει τα κράτη να αγοράσουν τα όπλα του, λανσάρει από νάρκες μέχρι πολυβόλα σαν και αυτό που σκότωνε τους Γάλλους στρατιώτες σε πέντε λεπτά! Την ίδια στιγμή όμως ως πολύγλωσσος και με βαθιά κουλτούρα ιδρύει το Γαλλικό Ινστιτούτο και έχει σημαίνοντα ρόλο στην Οξφόρδη, γίνεται σερ και ιππότης και λαμβάνει 291 μετάλλια από δεκάδες χώρες! Συνεργάζεται με τον Βενιζέλο και χρηματοδοτεί ουσιαστικά την εκστρατεία του.
Πεθαίνει 87 ετών και για δύο ολόκληρα μερόνυχτα οι υπηρέτες του έκαιγαν τα αρχεία του. Ηταν αντιφατικός σε όλα, όπως ακριβώς λένε για τον θεό Διόνυσο: σωτήρ και βρεφοκτόνος, θεραπευτής και συνάμα καταστροφικός. Αυτό το διττό χαρακτηριστικό, το γνώρισμα του Ιανού, είναι που ορίζει τη φυσιογνωμία του». Τον ρωτάω πώς προσέγγισε ερμηνευτικά τον ρόλο καθώς κατάφερε να του δώσει άλλο βάθος: «Είδα την ήρεμη δύναμη που ήταν το βασικό και κύριο χαρακτηριστικό του. Στο μυαλό μου είχα μάλιστα ένα περιστατικό από έναν συγγενή της οικογένειάς μου, πολύ ακραίο, τον οποίο συνηθίζαμε να επισκεπτόμαστε όταν ήμουν μικρός: θυμάμαι χαρακτηριστικά πως, όταν πλησίαζε το πιρούνι στο στόμα αναγκάζοντάς σε να φας, έκανε μια κίνηση πολύ απότομη και αιχμηρή. Και μέσα από αυτή την απλή κίνηση έβγαινε όλη η βία. Αυτός, λοιπόν, ήταν το πρότυπο για μένα όταν σκέφτηκα τον Ζαχάρωφ, όπως και ο τρόπος που άγγιζε τους ανθρώπους, πώς επέβαλλε την εξουσία με τα χέρια - αν το έχεις προσέξει, έχει μια απολυτοσύνη ο τρόπος που κινείται στο σίριαλ. Από εκεί ξεκίνησα και προχώρησα στις υπόλοιπες λεπτομέρειες που συνθέτουν τον αντιφατικό χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστική μια σκηνή που δεν έχει προβληθεί ακόμα όπου ο Ζαχάρωφ συνευρίσκεται με τον Μίλτο σε ένα σινεμά και παρακολουθούν τα επίκαιρα της εποχής. Ο Μίλτος δεν αντέχει τη βιαιότητα των σκηνών και του το λέει και εκείνος αντί για απάντηση σχολιάζει ότι αν αγόραζαν από τον ίδιο τα όπλα θα είχαν κατά 25% περισσότερη ευθυβολία. Οσο κυνικό και σοκαριστικό κι αν ακούγεται, αυτός ήταν ο Ζαχάρωφ. Γιατί, όπως ξέρεις, κανείς άνθρωπος δεν είναι μονοσήμαντος».
«Ηταν Γενοκτονία αυτό που έγινε στον Πόντο»
Επιπλέον, ο Σωτήρης Χατζάκης θεωρεί πολύ σημαντικό που προβάλλεται μια τέτοια σειρά μέσα από την οποία γίνεται γνωστή η πραγματική Ιστορία του Πόντου: «Το “Κόκκινο Ποτάμι” είναι ένα σίριαλ που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό, γιατί κανείς ποτέ δεν είχε βγει να πει με ακρίβεια πώς έγιναν τα γεγονότα. Βλέπουμε, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο τα τουρκικά σίριαλ εξυπηρετούν την εξωτερική τους πολιτική θέτοντας στη διάθεσή τους κορυφαίους ηθοποιούς, τη στιγμή που, ας μην ξεχνάμε, ο Ερντογάν έχει επιβάλει απόλυτη λογοκρισία. Και είναι οι Τούρκοι που έλεγαν τότε “πάει το κριθάρι, πάει το σιτάρι”, εννοώντας ότι μετά τους Αρμένιους σειρά έχουν οι Ελληνες. Η Γενοκτονία, λοιπόν, έγινε. Και αυτό πρέπει να το πούμε και να το μάθουμε όλοι. Το θεωρώ κατά κάποιον τρόπο χρέος μας. Κάποτε ένας δημοσιογράφος είχε πει ειρωνικά ότι με αυτά που κάνω σε λίγο θα ανεβάσω τον “Παπαφλέσσα” του Μελά. Γιατί να μην το ανεβάσω; Πρόκειται για ένα από τα αρτιότερα ελληνικά έργα και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να μάθουμε ποιος ήταν ο Παπαφλέσσας, η “Χάρτα” του Ρήγα, τι έγινε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, πόσο σημαντικοί είναι οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. Γιατί να μην ξέρουμε τι πραγματικά έγινε στο Ρούπελ; Νομίζουμε ότι είναι ένα οχυρό της εθνικοφροσύνης. Αντί, λοιπόν, να αφήνουμε χώρο στην Ακροδεξιά ώστε να κατακτά όλο τον πατριωτισμό και την εθνική μας συνείδηση, καλό είναι να μαθαίνουμε εμείς με ακρίβεια την Ιστορία. Να μην αφήνουμε τόσο κρίσιμα θέματα στους ακραίους ώστε να μπαίνει το μαύρο νερό του φασισμού».
«Τα παιδιά με τα ροζ και πράσινα μαλλιά που χορεύουν ποντιακά»
Μου λέει πόσο χαίρεται που βλέπει νέα παιδιά «με ροζ και πράσινα μαλλιά που ακούνε χέβι μέταλ να χορεύουν τα ποντιακά». Και παραδέχεται με συγκίνηση: «Οπως και οι Κρητικοί, οι Πόντιοι έχουν μεγάλες ρίζες, έχουν άμεση επαφή με τη γείωση γιατί όπου πατάς γερά ριζώνεις. Είναι πολύ κοντά στους δικούς μας χορούς με τη λύρα, αλλά και στην Αρχαία Ελλάδα». Κάνοντας λόγο για την αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία ξέρει σε βάθος έχοντας μελετήσει / ανεβάσει / διασκευάσει όσο λίγοι, συζητάμε για τον λάθος τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται αυτός ο πανούργος, υπέροχος αρχαίος ποιητής μας, ο Αριστοφάνης, που έχει φτάσει πια να ταυτίζεται με την επιθεώρηση ενώ είναι βαθιά πολιτικός στους λεπτούς συμβολισμούς του. Αφού μου αναλύει σε βάθος την τέχνη του, μου εκμυστηρεύεται ότι έχει ήδη καταθέσει πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου να ανεβάσει τον «Πλούτο» στην περίφημη παράφραση του Χουρμούζη, «αυτή την επαναστατική γλώσσα με τα στοιχεία του λαϊκού εξπρεσιονισμού που είναι ένα πανηγύρι ανάμεσα στον Θεόφιλο και τον Εγγονόπουλο».
Τι ετοιμάζει στο θέατρο
Είναι όντως ωραίο να ακούς τον Χατζάκη να παθιάζεται τόσο όταν σου μιλάει για το θέατρο: αυτό τον καιρό ανεβαίνει σε δική του σκηνοθεσία το «Χάρολντ και Μοντ», με τον Θανάση Τσαλταμπάση και την Τάνια Τσανακλίδου στους κεντρικούς ρόλους και τη μουσική του Μιχάλη Δέλτα. Παράλληλα, κάνει πρόβες για την παράσταση που αφορά την ιστορία του περίφημου Αλαν Τούρινγκ με τον Στέλιο Μάινα και τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη στο Θέατρο Χορν. Κατόπιν θα αρχίσει το «Σλουθ» στο Από Μηχανής Θέατρο, ενώ θα έχουμε τη χαρά να απολαύσουμε σε τέσσερις παραστάσεις στο Ιδρυμα Θεοχαράκη τον Φλεβάρη «το ανήκον στο ρεύμα της ουτοπικής πολιτειολογίας “Ονειρο ενός γελοίου ανθρώπου” του Ντοστογιέφσκι». Οσο γι’ αυτό που εύχεται, είναι να εξακολουθεί να κοιτάζει με σθένος το φως γνωρίζοντας ότι «η ανθρωπότητα με το που γεννιέται πίπτει. Το ζήτημα είναι να ξέρεις πώς να ξανασηκωθείς αφού ανόρθωση σημαίνει δημιουργική μεταστροφή του σκοταδιού σε λαμπρότητα».
«Ηταν Γενοκτονία αυτό που έγινε στον Πόντο»
Επιπλέον, ο Σωτήρης Χατζάκης θεωρεί πολύ σημαντικό που προβάλλεται μια τέτοια σειρά μέσα από την οποία γίνεται γνωστή η πραγματική Ιστορία του Πόντου: «Το “Κόκκινο Ποτάμι” είναι ένα σίριαλ που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό, γιατί κανείς ποτέ δεν είχε βγει να πει με ακρίβεια πώς έγιναν τα γεγονότα. Βλέπουμε, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο τα τουρκικά σίριαλ εξυπηρετούν την εξωτερική τους πολιτική θέτοντας στη διάθεσή τους κορυφαίους ηθοποιούς, τη στιγμή που, ας μην ξεχνάμε, ο Ερντογάν έχει επιβάλει απόλυτη λογοκρισία. Και είναι οι Τούρκοι που έλεγαν τότε “πάει το κριθάρι, πάει το σιτάρι”, εννοώντας ότι μετά τους Αρμένιους σειρά έχουν οι Ελληνες. Η Γενοκτονία, λοιπόν, έγινε. Και αυτό πρέπει να το πούμε και να το μάθουμε όλοι. Το θεωρώ κατά κάποιον τρόπο χρέος μας. Κάποτε ένας δημοσιογράφος είχε πει ειρωνικά ότι με αυτά που κάνω σε λίγο θα ανεβάσω τον “Παπαφλέσσα” του Μελά. Γιατί να μην το ανεβάσω; Πρόκειται για ένα από τα αρτιότερα ελληνικά έργα και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να μάθουμε ποιος ήταν ο Παπαφλέσσας, η “Χάρτα” του Ρήγα, τι έγινε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, πόσο σημαντικοί είναι οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. Γιατί να μην ξέρουμε τι πραγματικά έγινε στο Ρούπελ; Νομίζουμε ότι είναι ένα οχυρό της εθνικοφροσύνης. Αντί, λοιπόν, να αφήνουμε χώρο στην Ακροδεξιά ώστε να κατακτά όλο τον πατριωτισμό και την εθνική μας συνείδηση, καλό είναι να μαθαίνουμε εμείς με ακρίβεια την Ιστορία. Να μην αφήνουμε τόσο κρίσιμα θέματα στους ακραίους ώστε να μπαίνει το μαύρο νερό του φασισμού».
«Τα παιδιά με τα ροζ και πράσινα μαλλιά που χορεύουν ποντιακά»
Μου λέει πόσο χαίρεται που βλέπει νέα παιδιά «με ροζ και πράσινα μαλλιά που ακούνε χέβι μέταλ να χορεύουν τα ποντιακά». Και παραδέχεται με συγκίνηση: «Οπως και οι Κρητικοί, οι Πόντιοι έχουν μεγάλες ρίζες, έχουν άμεση επαφή με τη γείωση γιατί όπου πατάς γερά ριζώνεις. Είναι πολύ κοντά στους δικούς μας χορούς με τη λύρα, αλλά και στην Αρχαία Ελλάδα». Κάνοντας λόγο για την αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία ξέρει σε βάθος έχοντας μελετήσει / ανεβάσει / διασκευάσει όσο λίγοι, συζητάμε για τον λάθος τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται αυτός ο πανούργος, υπέροχος αρχαίος ποιητής μας, ο Αριστοφάνης, που έχει φτάσει πια να ταυτίζεται με την επιθεώρηση ενώ είναι βαθιά πολιτικός στους λεπτούς συμβολισμούς του. Αφού μου αναλύει σε βάθος την τέχνη του, μου εκμυστηρεύεται ότι έχει ήδη καταθέσει πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου να ανεβάσει τον «Πλούτο» στην περίφημη παράφραση του Χουρμούζη, «αυτή την επαναστατική γλώσσα με τα στοιχεία του λαϊκού εξπρεσιονισμού που είναι ένα πανηγύρι ανάμεσα στον Θεόφιλο και τον Εγγονόπουλο».
Τι ετοιμάζει στο θέατρο
Είναι όντως ωραίο να ακούς τον Χατζάκη να παθιάζεται τόσο όταν σου μιλάει για το θέατρο: αυτό τον καιρό ανεβαίνει σε δική του σκηνοθεσία το «Χάρολντ και Μοντ», με τον Θανάση Τσαλταμπάση και την Τάνια Τσανακλίδου στους κεντρικούς ρόλους και τη μουσική του Μιχάλη Δέλτα. Παράλληλα, κάνει πρόβες για την παράσταση που αφορά την ιστορία του περίφημου Αλαν Τούρινγκ με τον Στέλιο Μάινα και τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη στο Θέατρο Χορν. Κατόπιν θα αρχίσει το «Σλουθ» στο Από Μηχανής Θέατρο, ενώ θα έχουμε τη χαρά να απολαύσουμε σε τέσσερις παραστάσεις στο Ιδρυμα Θεοχαράκη τον Φλεβάρη «το ανήκον στο ρεύμα της ουτοπικής πολιτειολογίας “Ονειρο ενός γελοίου ανθρώπου” του Ντοστογιέφσκι». Οσο γι’ αυτό που εύχεται, είναι να εξακολουθεί να κοιτάζει με σθένος το φως γνωρίζοντας ότι «η ανθρωπότητα με το που γεννιέται πίπτει. Το ζήτημα είναι να ξέρεις πώς να ξανασηκωθείς αφού ανόρθωση σημαίνει δημιουργική μεταστροφή του σκοταδιού σε λαμπρότητα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr