Eίναι το οικονομικό δίχτυ που μας προστατεύει από τις πλημμύρες και τις φωτιές αλλά και ένας σημαντικός σύμμαχος για την προσαρμογή μας στις νέες κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Μανούσος Μανουσάκης για το «Κόκκινο Ποτάμι»: Η τραγωδία των Ποντίων ήταν ένα κινούμενο Αουσβιτς
Μανούσος Μανουσάκης για το «Κόκκινο Ποτάμι»: Η τραγωδία των Ποντίων ήταν ένα κινούμενο Αουσβιτς
Ανάμεσα στη μυθοπλασία ήρθε μια σειρά, το «Κόκκινο Ποτάμι», να ξυπνήσει μνήμες, να αφυπνίσει συνειδήσεις και να αποδείξει ότι η θέση της Ιστορίας δεν είναι μόνο στα βιβλία και στον κινηματογράφο αλλά και στην τηλεόραση
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η μικρή μαθήτρια γυρίζει προς το μέρος του σκηνοθέτη και τον ρωτά γεμάτη απορία: «Κύριε Μανουσάκη, γιατί μαθαίνουμε την Ιστορία τόσο εύκολα από τη σειρά και δεν τη μαθαίνουμε από το σχολείο;». Ο σκηνοθέτης την κοιτάζει τρυφερά και γελώντας απαντά: «Το σχολείο και τα βιβλία είναι εφαλτήριο για να ψάξουμε και να αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις. Η τηλεόραση και οι ήρωες μπαίνουν μέσα στο σπίτι μας». Και είναι αλήθεια πως σε ό,τι αφορά τους ήρωες του «Κόκκινου Ποταμιού» μπήκαν μέσα στο σπίτι μας και η απόσταση από το γυαλί στο σαλόνι εκμηδενίστηκε με τον κυρίαρχο παράγοντα της μνήμης.
Το κοινό, δίχως να το περιμένει, βρέθηκε απέναντι από εικόνες και αφηγήσεις της Ιστορίας του, η οποία δεν φιλοξενείται και τόσο συχνά στην τηλεόραση. Κι όμως, το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού ήταν ένα σημαντικό ερέθισμα για να ξεκινήσει για τον Μανούσο Μανουσάκη και την ομάδα των συνεργατών του ένα μεγάλο ταξίδι στην Ιστορία, στην αναζήτηση μαρτυριών, στις αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν και άκουσαν όλα όσα συνέβησαν.
Σχεδόν σαν έκπληξη εισέβαλε το «Κόκκινο Ποτάμι» του OPEN στην τηλεοπτική συνήθεια, η οποία βυθισμένη σε μια ανάλαφρη προχειρότητα, σε ένα ανώδυνο χάιδεμα ψευδοκωμικών καταστάσεων και υπερβολής και σε μια άνευ προηγουμένου ευκολία -φυσικά πάντα με κάποιες εξαιρέσεις όπως αυτή των «Αγριων μελισσών»- αναμετρήθηκε με κάτι ζωντανό που σχετίζεται με τη μνήμη και την Ιστορία.
Βασισμένο στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Χάρη Τσιρκινίδη, το οποίο ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτηρίζει «χρυσωρυχείο», ξετυλίγει μια ιστορία αγάπης, τον έρωτα του Μίλτου και της Ιφιγένειας που θα δοκιμαστεί σκληρά όταν οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις οδηγούν σε μια σειρά από γεγονότα που ανατρέπουν κάθε δεδομένο της ζωής τους. Η ιστορία ξεκινά στην περιοχή Ακ Νταγ Ματέν της Αγκυρας τον Μάιο του 1895, όταν η οικογένεια του Γεωργίου Παυλίδη αρραβωνιάζει τον 12χρονο γιο της, τον Μίλτο, µε τη μόλις 9χρονη Ιφιγένεια, κόρη του Μιχάλη και της Σοφίας Νικολαΐδη. Ο αρραβώνας συνηθιζόταν εκείνη την εποχή ανάμεσα σε παιδικά οικογενειών Ελλήνων, καθώς, σύμφωνα µε τα μουσουλμανικά ήθη, αν ένα κορίτσι αρραβωνιαζόταν θεωρούνταν μιασμένο και δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να απαχθεί από μουσουλμάνο. Οι ραγδαίες εξελίξεις κλυδωνίζουν τον Ελληνισμό του Πόντου και επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή των δύο ηρώων. Οι επιθέσεις φανατικών Τούρκων θα αναγκάσουν τις οικογένειες Παυλίδη και Νικολαΐδη να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Οι δυο νέοι, ο Μίλτος και η Ιφιγένεια, θα ξανασυναντηθούν τυχαία στην Κωνσταντινούπολη 11 χρόνια μετά. Χωρίς να γνωρίζουν την οικογενειακή σχέση που τους δένει, ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Ενας έρωτας που βρίσκεται από τη γέννησή του αντιμέτωπος με πολλά δεινά. Τα δεινά του Ποντιακού Ελληνισμού και όλων των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ο σκηνοθέτης του έρωτα
Ο έρωτας πάντα ήταν κινητήριος δύναμη για τον Μανούσο Μανουσάκη. Σε όλες τις σειρές του, οι οποίες έχουν γράψει τηλεοπτική ιστορία όχι μόνο γιατί έσπασαν τα κοντέρ τηλεθέασης με νούμερα που πλέον φαντάζουν όνειρο αλλά και επειδή άνοιγαν πολλά θέματα συζήτησης, ο τηλεοπτικός μαέστρος, ανιχνεύοντας κοινωνικά γεγονότα και φαινόμενα εν τη γενέσει τους, τα ενέτασσε στη μυθοπλασία η οποία στη συνέχεια λειτουργούσε διεισδυτικά για το κοινό. «Αγγιγμα ψυχής», «Η αγάπη ήρθε από μακριά», «Ψίθυροι καρδιάς», «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο», «Μη μου λες αντίο». Σειρές που παρακολούθησαν γενιές τηλεθεατών και ένα είδος μυθοπλασίας που κανείς δεν μπόρεσε να αντιγράψει. «Η ερωτική σχέση είναι κινητήριος δύναμη», θα πει και θα προσθέσει: «Εδώ έχουμε δύο ερωτικές ιστορίες. Η μία του Μίλτου με την Ιφιγένεια, η οποία διατρέχει όλη την Ευρώπη και σε λίγο θα διατρέξει όλη την Ασία, και η άλλη ο έρωτας του Θέμη με τη Βασιλική. Δεν υπάρχει διεθνής δραματουργία ή μυθοπλασία όπου δεν είναι ο έρωτας είτε εμφανώς, είτε προφανώς, είτε εμμέσως ο πυρήνας του έργου».
Το πέρασμα του χρόνου θα βρει τον Μανουσάκη να κρατά αποστάσεις από τις τηλεοπτικές διαδρομές επιλέγοντας κινηματογραφική πορεία. Το «Ουζερί Τσιτσάνης», ταινία βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, θα γίνει ένα ντοκουμέντο που θα ταξιδέψει ανά τον κόσμο. Κάπου εκεί, στα ταξίδια της εικόνας και της αφήγησης, στην επικοινωνία με το κοινό, μία κυρία, ορμώμενη από το θέμα της ταινίας, θα ζητήσει σχεδόν θυμωμένα από τον Μανουσάκη να ασχοληθεί και με τα θέματα του Ποντιακού Ελληνισμού. Η κατάφασή του δεν είναι απλά καθησυχαστική. Το εννοεί και θα το κάνει πράξη αργότερα, όταν θα έρθει η πρόταση από τον Ιβάν Σαββίδη.
Η πρεμιέρα της σειράς αλλά και η συνέχειά της θα καταγράψουν πολύ υψηλή τηλεθέαση, ενώ θα προκαλέσουν και μεγάλη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα από ένα κοινό το οποίο συγκινείται μπροστά στην αφήγηση δραματικών ιστορικών γεγονότων. Η επιτυχία είναι πολύ μεγάλη. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» αποπειράται μέσω υποθέσεων να εξηγήσει όλο αυτό που συμβαίνει: «Μόνο υπόθεση μπορώ να κάνω. Ασφαλώς είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος από αυτό που βλέπω στον δρόμο, στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά κυρίως στον δρόμο όπου με σταματάει ο κόσμος. Αυτά που μου μεταφέρουν οι ηθοποιοί είναι μοναδικά και είμαι ευγνώμων προς τον κόσμο γι’ αυτή την αντίδραση. Μία σειρά, ένα θέμα που αφορά την Ελληνική Ιστορία, τον Ελληνισμό, δίνει το δικαίωμα στους τηλεθεατές να πουν “ναι, αγαπώ την Ελλάδα”, χωρίς όπως παρεξηγημένα εκλαμβάνεται να λέω “αγαπώ την πατρίδα μου” και να είμαι ακροδεξιός ή φασίστας. Ο,τι θέλω είμαι πολιτικά και έχω το δικαίωμα να πω ότι αγαπώ την πατρίδα μου. Είναι ένα συναίσθημα που το έχουμε χάσει. Ντρεπόμαστε να ανυψώσουμε την ελληνική σημαία, για να μη μας πει ο γείτονας ότι είμαστε φασίστες. Ενας από τους λόγους που ήθελα να κάνω τη σειρά ήταν και για να σπάσουμε αυτό το στεγανό. Δικαίωμα στη φιλοπατρία δεν έχει μόνο η Ακροδεξιά, είναι τρελό αυτό και δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Θέλω να γνωρίσω την Ιστορία του Ελληνισμού, θέλω να μοιραστώ αυτή τη γνώση. Την αποκτήσαμε και θέλουμε να τη μοιραστούμε.
Το κοινό, δίχως να το περιμένει, βρέθηκε απέναντι από εικόνες και αφηγήσεις της Ιστορίας του, η οποία δεν φιλοξενείται και τόσο συχνά στην τηλεόραση. Κι όμως, το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού ήταν ένα σημαντικό ερέθισμα για να ξεκινήσει για τον Μανούσο Μανουσάκη και την ομάδα των συνεργατών του ένα μεγάλο ταξίδι στην Ιστορία, στην αναζήτηση μαρτυριών, στις αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν και άκουσαν όλα όσα συνέβησαν.
Σχεδόν σαν έκπληξη εισέβαλε το «Κόκκινο Ποτάμι» του OPEN στην τηλεοπτική συνήθεια, η οποία βυθισμένη σε μια ανάλαφρη προχειρότητα, σε ένα ανώδυνο χάιδεμα ψευδοκωμικών καταστάσεων και υπερβολής και σε μια άνευ προηγουμένου ευκολία -φυσικά πάντα με κάποιες εξαιρέσεις όπως αυτή των «Αγριων μελισσών»- αναμετρήθηκε με κάτι ζωντανό που σχετίζεται με τη μνήμη και την Ιστορία.
Βασισμένο στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Χάρη Τσιρκινίδη, το οποίο ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτηρίζει «χρυσωρυχείο», ξετυλίγει μια ιστορία αγάπης, τον έρωτα του Μίλτου και της Ιφιγένειας που θα δοκιμαστεί σκληρά όταν οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις οδηγούν σε μια σειρά από γεγονότα που ανατρέπουν κάθε δεδομένο της ζωής τους. Η ιστορία ξεκινά στην περιοχή Ακ Νταγ Ματέν της Αγκυρας τον Μάιο του 1895, όταν η οικογένεια του Γεωργίου Παυλίδη αρραβωνιάζει τον 12χρονο γιο της, τον Μίλτο, µε τη μόλις 9χρονη Ιφιγένεια, κόρη του Μιχάλη και της Σοφίας Νικολαΐδη. Ο αρραβώνας συνηθιζόταν εκείνη την εποχή ανάμεσα σε παιδικά οικογενειών Ελλήνων, καθώς, σύμφωνα µε τα μουσουλμανικά ήθη, αν ένα κορίτσι αρραβωνιαζόταν θεωρούνταν μιασμένο και δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να απαχθεί από μουσουλμάνο. Οι ραγδαίες εξελίξεις κλυδωνίζουν τον Ελληνισμό του Πόντου και επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή των δύο ηρώων. Οι επιθέσεις φανατικών Τούρκων θα αναγκάσουν τις οικογένειες Παυλίδη και Νικολαΐδη να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Οι δυο νέοι, ο Μίλτος και η Ιφιγένεια, θα ξανασυναντηθούν τυχαία στην Κωνσταντινούπολη 11 χρόνια μετά. Χωρίς να γνωρίζουν την οικογενειακή σχέση που τους δένει, ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Ενας έρωτας που βρίσκεται από τη γέννησή του αντιμέτωπος με πολλά δεινά. Τα δεινά του Ποντιακού Ελληνισμού και όλων των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ο σκηνοθέτης του έρωτα
Ο έρωτας πάντα ήταν κινητήριος δύναμη για τον Μανούσο Μανουσάκη. Σε όλες τις σειρές του, οι οποίες έχουν γράψει τηλεοπτική ιστορία όχι μόνο γιατί έσπασαν τα κοντέρ τηλεθέασης με νούμερα που πλέον φαντάζουν όνειρο αλλά και επειδή άνοιγαν πολλά θέματα συζήτησης, ο τηλεοπτικός μαέστρος, ανιχνεύοντας κοινωνικά γεγονότα και φαινόμενα εν τη γενέσει τους, τα ενέτασσε στη μυθοπλασία η οποία στη συνέχεια λειτουργούσε διεισδυτικά για το κοινό. «Αγγιγμα ψυχής», «Η αγάπη ήρθε από μακριά», «Ψίθυροι καρδιάς», «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο», «Μη μου λες αντίο». Σειρές που παρακολούθησαν γενιές τηλεθεατών και ένα είδος μυθοπλασίας που κανείς δεν μπόρεσε να αντιγράψει. «Η ερωτική σχέση είναι κινητήριος δύναμη», θα πει και θα προσθέσει: «Εδώ έχουμε δύο ερωτικές ιστορίες. Η μία του Μίλτου με την Ιφιγένεια, η οποία διατρέχει όλη την Ευρώπη και σε λίγο θα διατρέξει όλη την Ασία, και η άλλη ο έρωτας του Θέμη με τη Βασιλική. Δεν υπάρχει διεθνής δραματουργία ή μυθοπλασία όπου δεν είναι ο έρωτας είτε εμφανώς, είτε προφανώς, είτε εμμέσως ο πυρήνας του έργου».
Το πέρασμα του χρόνου θα βρει τον Μανουσάκη να κρατά αποστάσεις από τις τηλεοπτικές διαδρομές επιλέγοντας κινηματογραφική πορεία. Το «Ουζερί Τσιτσάνης», ταινία βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, θα γίνει ένα ντοκουμέντο που θα ταξιδέψει ανά τον κόσμο. Κάπου εκεί, στα ταξίδια της εικόνας και της αφήγησης, στην επικοινωνία με το κοινό, μία κυρία, ορμώμενη από το θέμα της ταινίας, θα ζητήσει σχεδόν θυμωμένα από τον Μανουσάκη να ασχοληθεί και με τα θέματα του Ποντιακού Ελληνισμού. Η κατάφασή του δεν είναι απλά καθησυχαστική. Το εννοεί και θα το κάνει πράξη αργότερα, όταν θα έρθει η πρόταση από τον Ιβάν Σαββίδη.
Η πρεμιέρα της σειράς αλλά και η συνέχειά της θα καταγράψουν πολύ υψηλή τηλεθέαση, ενώ θα προκαλέσουν και μεγάλη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα από ένα κοινό το οποίο συγκινείται μπροστά στην αφήγηση δραματικών ιστορικών γεγονότων. Η επιτυχία είναι πολύ μεγάλη. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» αποπειράται μέσω υποθέσεων να εξηγήσει όλο αυτό που συμβαίνει: «Μόνο υπόθεση μπορώ να κάνω. Ασφαλώς είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος από αυτό που βλέπω στον δρόμο, στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά κυρίως στον δρόμο όπου με σταματάει ο κόσμος. Αυτά που μου μεταφέρουν οι ηθοποιοί είναι μοναδικά και είμαι ευγνώμων προς τον κόσμο γι’ αυτή την αντίδραση. Μία σειρά, ένα θέμα που αφορά την Ελληνική Ιστορία, τον Ελληνισμό, δίνει το δικαίωμα στους τηλεθεατές να πουν “ναι, αγαπώ την Ελλάδα”, χωρίς όπως παρεξηγημένα εκλαμβάνεται να λέω “αγαπώ την πατρίδα μου” και να είμαι ακροδεξιός ή φασίστας. Ο,τι θέλω είμαι πολιτικά και έχω το δικαίωμα να πω ότι αγαπώ την πατρίδα μου. Είναι ένα συναίσθημα που το έχουμε χάσει. Ντρεπόμαστε να ανυψώσουμε την ελληνική σημαία, για να μη μας πει ο γείτονας ότι είμαστε φασίστες. Ενας από τους λόγους που ήθελα να κάνω τη σειρά ήταν και για να σπάσουμε αυτό το στεγανό. Δικαίωμα στη φιλοπατρία δεν έχει μόνο η Ακροδεξιά, είναι τρελό αυτό και δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Θέλω να γνωρίσω την Ιστορία του Ελληνισμού, θέλω να μοιραστώ αυτή τη γνώση. Την αποκτήσαμε και θέλουμε να τη μοιραστούμε.
Ενα άλλο στοιχείο για την αποδοχή της σειράς είναι ότι πραγματικά η Ιστορία μας είναι πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό θέμα. Ειδικά αυτή η σελίδα του Ελληνισμού ήταν σχεδόν άγνωστη. Και για μας ήταν μέχρι που αρχίσαμε να την ανακαλύπτουμε διαβάζοντας. Αυτή η τραγωδία που συνέβη στον Ποντιακό Ελληνισμό ήταν ένα κινούμενο Αουσβιτς. Το περιέγραψαν έτσι πολλοί ιστορικοί. Ο κόσμος θέλει να μάθει την Ιστορία του μέσα από συναίσθημα και περιπέτειες ηρώων που είναι αγαπητοί. Η Ιστορία εγγράφεται καλύτερα από την καθαρή διδασκαλία και η από καθέδρας διδασκαλία δεν απαξιώνεται, αλίμονο. Αυτή είναι η κορυφή. Απλώς είναι αλλιώς όταν μπαίνει μέσα στο σπίτι σου. Βλέπεις ανθρώπους και χαρακτήρες που τους ζεις σε στιγμές ευτυχίας να χάνουν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους. Αυτοί είναι οι λόγοι. Με συγκινεί η αποδοχή της σειράς από το νεανικό κοινό».
Συζητώντας για όλα όσα συμβαίνουν με τις ιστορικές σειρές στην ελληνική τηλεόραση, ο Μανούσος Μανουσάκης καταλήγει και σε ένα ακόμη δυσάρεστο συμπέρασμα: «Αυτή η σειρά είναι μια απάντηση στον καταιγισμό των τουρκικών σειρών που προάγουν τον τούρκικο πολιτισμό και χρηματοδοτούνται και προωθούνται από το τουρκικό κράτος και η ελληνική πολιτεία δεν απαντά. Ο Ιβάν Σαββίδης είναι ο πρώτος που αποφάσισε να χρηματοδοτήσει και να επενδύσει σε μια σειρά η οποία αφορά την Ιστορία του Ελληνισμού».
Η σειρά δεν γυρίστηκε ως απλή διαδικασία, δεν ήταν μια παραγωγή που πάτησε πάνω σε ένα τόσο δυνατό θέμα και αποπειράθηκε να αποπλανήσει το τηλεοπτικό κοινό. «Είχαμε την τύχη να βασιστούμε στο ομώνυμο βιβλίο, το οποίο είναι χρυσωρυχείο πληροφοριών και γνώσεων. Διαβάσαμε πολύ μεγάλη βιβλιογραφία που μας έδινε τον μύθο μιας ιστορίας. Μπήκαμε στον λαβύρινθο να δημιουργήσουμε τη μυθοπλασία γύρω από τον ιστορικό μύθο που μας έδινε το βιβλίο. Ηταν μια πρόκληση που γεννά έρευνα. Καινούριες γνώσεις. Αυτή η έρευνα για το δέσιμο μυθοπλασίας και Ιστορίας δημιουργούσε νέα γνώση. Κάθε εμπειρία γυρίσματος ενός επεισοδίου ήταν χρήσιμη για το επόμενο. Με προκλήσεις και όχι με δυσκολίες».
Η τελική εικόνα ωστόσο μαρτυρά ότι η λεπτομέρεια είναι αυτή που κάνει τη διαφορά και επιπλέον πιστοποιεί την ποιότητα τόσο των προθέσεων όσο και του αποτελέσματος. «Η επιτυχία αλλά και ο στόχος μας είναι να βασίζεται η σειρά στο σύνολό της στη λεπτομέρεια του ρούχου, του σκηνικού, του συναισθήματος. Η λεπτομέρεια της σκηνικής αναπαράστασης είναι πολύ σημαντική. Η ηθική αναπαράσταση είναι μία λεπτομέρεια η οποία σε κάνει να λες “αυτό που βλέπω είναι αληθινό”».
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται; «Φυσικά. Ενας από τους λόγους που κάναμε τη σειρά είναι ότι διαβάζοντας για εκείνη την εποχή διακρίναμε ένα σωρό κοινά στοιχεία με τη σημερινή. Οι άνθρωποι τότε θεωρούσαν ότι η καθημερινότητά τους ήταν στο απυρόβλητο. Οτι οι νόμοι και η ηθική θα τους προστάτευαν. Και ξαφνικά μέσα σε μία ώρα όλα ανατράπηκαν. Το ίδιο κι εμείς σήμερα. Βλέπουμε τον πόλεμο και τρώμε σπόρια. Νομίζουμε ότι η καθημερινότητά μας είναι στο απυρόβλητο. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Λαός που δεν γνωρίζει την Ιστορία του δεν έχει μέλλον. Μακάρι να μπορέσει να παραγάγει η ελληνική τηλεόραση έργα που αφορούν την Ελληνική Ιστορία».
Η τηλεόραση γέρασε πρόωρα
Ανθρωπος της τηλεόρασης, ο οποίος πήρε τις αποστάσεις του όταν το αποφάσισε, ο σκηνοθέτης συνεχίζει να κρατά μια πιο ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη στάση σε σχέση με το τηλεοπτικό σήμερα. «Βλέπω κατασκοπευτικά τηλεόραση. Ποιες είναι οι τάσεις, ποια είναι τα σίριαλ, οι νέοι ηθοποιοί, τα σενάρια. Δεν έχω βγάλει συμπέρασμα και δεν μπορώ να κρίνω. Είμαι ένας αντικειμενικός θεατής που κατασκοπεύω. Κατανοώ την οικονομική δυσπραγία του θεάματος όλο αυτό το διάστημα, αλλά και το γεγονός ότι εθίγη η διαφήμιση, συνθήκη που ανάγκασε την τηλεόραση να συρρικνώσει τα μεγέθη της παραγωγής. Δεν δικαιολογείται όμως να κάνει πράγματα δίχως σκέψη. Η σκέψη δεν κοστίζει. Υπάρχει μια ευκολία. Τα ριάλιτι, η μαγειρική, όλη αυτή η τάση διαμορφώνει μια νέα γενιά στο εύκολο κέρδος και στον στείρο ανταγωνισμό, με παιδιά που νομίζουν ότι χωρίς μόρφωση και παιδεία μπορούμε να κερδίσουμε. Με μια ωραία φωνή και μαγειρεύοντας όμορφα δεν κερδίζεται τίποτα. Το ταλέντο είναι μια ατμομηχανή όπως αυτή του καρβουνιάρη. Αν δεν της ρίξεις κάρβουνα, σταματάει. Δημιουργήθηκε μια γενιά που νομίζει ότι τα πράγματα είναι εύκολα και γίνονται κατά τύχη. Και ότι μπορεί να γίνεις εξώφυλλο και αυτό να είναι τα πάντα. Το εξώφυλλο όμως την άλλη εβδομάδα δεν υπάρχει».
Τι φταίει για όλη αυτή την κατάσταση όμως; «Η τηλεόραση, ενώ ξεκίνησε ως έφηβος με ορμή που πειραματιζόταν, έψαχνε, διακινδύνευε, επινοούσε, ξαφνικά ενηλικιώθηκε πάρα πολύ γρήγορα και πέρασε σε μια γήρανση πρόωρα. Προσπαθώντας να βρει αυτά που νόμιζε ότι ήταν σίγουρα, μεταγράφοντας και μεταφέροντας επιτυχίες από το εξωτερικό. Αρχισε να νομίζει ότι πατάει στα σίγουρα. Δεν το παρεξηγείς αυτό γιατί πρόκειται για επιχείρηση και κάθε επιχειρηματίας προσπαθεί να βρει το καλύτερο για να στηρίξει την επιχείρησή του. Δεν έπαψε ο κόσμος να βλέπει τηλεόραση, αλλά η αποδοχή δεν ήταν αυτή που θα περίμενε ένας επιχειρηματίας πέραν της επιχειρηματικότητας».
Το «Κόκκινο Ποτάμι» σε αριθμούς
Για τη σειρά εργάζονται 171 ηθοποιοί, 1.140 κομπάρσοι, ενώ γυρίσματα γίνονται σε περισσότερες από 15 πόλεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το «Κόκκινο Ποτάμι» πέρασε από το Αρχοντικό των Μπενιζέλων, το Κτίριο «Κωστής Παλαμάς», το ΜΙΕΤΕ, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το Μέγαρο Υπατία, βρέθηκε στο ατμόπλοιο «Θαλής ο Μιλήσιος» στο Παλαιό Φάληρο και στη συνέχεια ταξίδεψε σε περισσότερες πόλεις της Ελλάδας: Καστοριά, Δερβενοχώρια, Βέροια, Ξάνθη, Εδεσσα, Νάουσα, Δράμα, Παλαιός Αγιος Παντελεήμων κ.α.
Μέσα στο καλοκαίρι πολυπληθής ομάδα ηθοποιών, τεχνικών και συντελεστών ταξίδεψε στη Γαλλία για γυρίσματα στο Παρίσι αλλά και στη Ρωσία, σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη, για να γυριστούν σκηνές τις σειράς που διαδραματίζονται εκεί.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα