Η απομυθοποίηση του Αλ Πατσίνο: Κοντός, γέρος και τσιγκούνης
24.02.2020
12:13
Αυτά τα χαρακτηριστικά έµελλε να στιγµατίσουν τον µεγάλο Αλ Πατσίνο στα 80 του µετά τις δηλώσεις της τελευταίας συντρόφου του - Η 40χρονη ηθοποιός φρόντισε να διαποµπεύσει ένα από τα ιερά τέρατα του Χόλιγουντ, όµως η αλήθεια είναι ότι ο διάσηµος Σιτσιλιάνος δεν είναι και από τα καλύτερα παιδιά
«Με ξέρεις, δεν µε ξέρεις! Μόνο ως όνοµα µε ξέρεις». Η Μεϊτάλ Ντόχαν, ηθοποιός από το Ισραήλ, χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να τον µάθει. ∆ύο χρόνια στο ίδιο κρεβάτι. Κι όµως, δεν είναι βραδύνους. Ετσι, µετά από δύο χρόνια κατάλαβε ότι ανάµεσα σε εκείνη των 40 ετών και τον Αλ Πατσίνο των 80 µεσολαβεί χάος. Ασε που είναι τσιγκούνης. Κάτι άλλο; Α, ναι! «Ελπίζω να µείνουµε για πάντα φίλοι».
Στο µεταξύ, µέσα σε αυτά τα δύο χρόνια η Μεϊτάλ κυκλοφόρησε στα µεγάλα κινηµατογραφικά σαλόνια, σε στενούς διάσηµους κύκλους και στα γραφεία πολλών ατζέντηδων. Εκτός από γέρος και τσιγκούνης, ο Αλφρέντο Πατσίνο λειτούργησε ως πρώτης τάξεως εφαλτήριο. Εχετε κάτι να σχολιάσετε, κύριε Πατσίνο; Και εκείνος µε σηµασία απάντησε: «Εκείνο που θέλω είναι να µε θυµούνται, όχι να τους λείπω».
Πριν από 24 χρόνια στο Φεστιβάλ της Βενετίας βρέθηκα απέναντί του. Με την ευκαιρία ενός ντοκιµαντέρ. Με τη δική του σκηνοθετική υπογραφή και µε τη δική του πρωταγωνιστική παρουσία. Ενα ντοκιµαντέρ µε τίτλο «Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ» (Looking for Richard). Με σκηνές από το παρασκήνιο της προπόνησής του για τον ρόλο του Ριχάρδου του Γ'. Φυσικά του Σαίξπηρ.
Ο Αλ Πατσίνο, λάτρης των σαιξπηρικών θησαυρών. Ο Πατσίνο της οθόνης µε τον Πατσίνο της συνέντευξης, δύο πρόσωπα εντελώς διαφορετικά. Η εµφάνισή του, σαν Σιτσιλιάνος της γειτονιάς. Με πλουµιστό πουκάµισο, ανοιχτό µέχρι τη µέση του στέρνου, ίσως και πιο χαµηλά, και µε τους καρπούς και των δύο χεριών του καλυµµένους από χαϊµαλιά. Ανάµεσά τους λαµπύριζε χρυσή ταυτότητα. Οπως παλιά. Οπως τα καµάκια των ελληνικών παραλιών. Κάπως έτσι. Η καταγωγή του ιταλική: «Ολοι εδώ στη Νέα Υόρκη είναι µισο-Ιταλοί, εγώ είµαι εντελώς Ιταλός και µάλιστα από τη Σικελία». Υπερβολές. Στην πραγµατικότητα, πριν από 80 χρόνια γεννήθηκε στο Μανχάταν από Ιταλούς γονείς. Γρήγορα µετακινήθηκαν προς την πάµφτωχη και κακόφηµη γειτονιά του Μπρονξ και ύστερα από µερικά χρόνια ο Αλφρέντο βρέθηκε να κοπανάει µύγες και να χασµουριέται στα θρανία. Πόσο άντεξε; Αρκετά. Πάντως οι δάσκαλοί του δεν τον άντεξαν. Γι’ αυτό µπαινόβγαινε. Και γι’ αυτό κοντά στα 17 του χρόνια εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια.
Το κουσούρι του, να µιµείται φωνές αστέρων του Χόλιγουντ: «Βρε συ, αυτός µοιάζει µε τον Μάρλον Μπράντο», είπε κάποιος εκ των συµµαθητών του. Ηταν µόλις 12 ετών. Μετά από πολλά χρόνια θα συναντήσει τον Μάρλον Μπράντο. Ηταν ο πρώτος «Νονός». Και ο Αλφρέντο ήταν ο «νάνος». Τρία τα προβλήµατα των παραγωγών του «Godfather». Το όνοµα του Φράνσις Φορντ Κόπολα στο τιµόνι της σκηνοθεσίας. Η πρώτη αντίδραση ήταν «ποιος, αυτός ο κοµµουνιστής;». Το δεύτερο όνοµα που τους ξίνισε ήταν του Μάρλον Μπράντο. Η πρώτη αντίδραση ήταν: «Θα τινάξει τον προϋπολογισµό στον αέρα». Το τρίτο όνοµα ήταν του Αλ Πατσίνο. Η πρώτη αντίδραση ήταν: «Ποιος, αυτός ο νάνος;».
Ο «νάνος» (1,70 µ., ίσως και λιγότερο) κυκλοφορούσε στις φτωχογειτονιές του Μπρονξ. Η διαδροµή του σαν επιτοµή του American dream. Σουλατσάριζε σε κακόφηµους δρόµους. Απερίγραπτη φτώχεια. Ούτε φράγκο για λεωφορείο. Κι όµως, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του θρυλικού Actors Studio. Με δάσκαλο τον Λι Στράσµπεργκ. Πριν από τον «νάνο», στα ίδια θρανία είχε καθίσει η µισή αφρόκρεµα του Χόλιγουντ και του Μπρόντγουεϊ. Ανάµεσά τους, ο Μάρλον Μπράντο. Ο Αλφρέντο, λοιπόν, ισχυρίζεται πως η πρώτη του επαφή µε τη θεατρική σκηνή ήταν σε ρόλο stand up comedian. Ορθιος, µε το µικρόφωνο ανά χείρας, σε κάποιο κλαµπάκι να αφηγείται αστείες ιστορίες. Ποιος ξέρει... Πάντως µετά τον Λι Στράσµπεργκ και το Actors Studio κατάφερε να εξασφαλίσει ρόλο σε κάποια σκηνή Off Broadway. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
«Ξεμέθυστος; Ποτέ!»
Ποια όλα; Ανάµεσά τους οι γυναίκες και το αλκοόλ. Αφθονες ποσότητες και από τις δύο κατηγορίες. Η µακαρίτισσα Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος τον είχαν δει, εντελώς τυχαία, σε κάποιο µπαρ της ελληνικής, νεοϋορκέζικης, γειτονιάς στην Αστόρια. Ο ιδιοκτήτης, ελληνικής καταγωγής, πρόθυµα και υπερήφανα συστήνει στον µεγάλο Αµερικανό σταρ το διάσηµο, εν Ελλάδι, ζεύγος των ηθοποιών. Οπως θυµάµαι, η αφήγηση της Τζένης ήταν η εξής: «Ηταν σουρωµένος, σχεδόν πεσµένος πάνω στο τραπέζι, αγκαλιά µε ένα µπουκάλι ουίσκι. Μας κοίταξε µε δάκρυα στα µάτια και εξοµολογήθηκε την ανασφάλειά του: “Κανείς δεν ξέρει αν αύριο στο όρντινο των γυρισµάτων θα υπάρχει το όνοµά µου. Ούτε εγώ το ξέρω”». Απίστευτο! Μνηµειώδης η εξάρτησή του από το αλκοόλ. Και διαρκώς το αποκαλύπτει δηµοσίως. Κανένα πρόβληµα. «Εγώ ξεµέθυστος; Το καλύτερο συναίσθηµα στον κόσµο σε πληµµυρίζει εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που θα βρέξεις τον ουρανίσκο σου µε το τρίτο µαρτίνι».
Αμέτρητες γυναίκες, μα καμία με στεφάνι
Ατελείωτη και η λίστα των γυναικών του. Πολλές, πάρα πολλές. Και µε διάφορες παραλλαγές. Σχέσεις εβδοµάδων, µηνών, µερικών ετών. Και ηµερών. Οι γυναίκες αυτής της τελευταίας κατηγορίας είναι άγνωστες. Οι περισσότερες, µηνών ή ετών, προέρχονται από τον χώρο του θεάµατος. Ιδιαίτερα του κινηµατογράφου. Οπως Τζιλ Κλέιµπουργκ, Ντέµπρα Γουίνγκερ, Τιούσντεϊ Γουέλντ, Μάρτα Κέλερ, Κάθλιν Κουίνλαν, Πενέλοπε Αν Μίλερ (έπεσε πάνω της στα γυρίσµατα της ταινίας «Υπόθεση Καρλίτο» το 1993, κατά 24 χρόνια µικρότερή του), Ντάιαν Κίτον, Λουσίλα Σόλα, Βερούσκα φον Λέντορφ, Κάρολ Μάλορι, Τζαν Τάραντ, Μπέβερλι Ντ’ Αντζελο και... και... και...
Μνηµειώδης η µανία του. Περίπου επιπέδου Φρανκ Σινάτρα. Με πολλές οµοιότητες. Οπως συνέβαινε στα καζίνο. Εκείνος να παίζει στην πράσινη τσόχα και κάτω από το τραπέζι κάποιο «κουνελάκι» να επιδίδεται στο σπορ της πεολειχίας! Η Μεϊτάλ Ντόχαν δεν άντεξε, λέει, την τσιγκουνιά του. Μπορεί. Τώρα στα γεράµατα. Οµως αυτός ο τύπαρος ξεπέρασε ακόµα και τον εξ αποστάσεως µέντορά του Μάρλον Μπράντο. Σε άρνηση. Σε πείσµα. Ο Μάρλον λοιπόν έµεινε στην ιστορία για το αγύριστο κεφάλι του. Ο αθεόφοβος έσκιζε επιταγές πολλών εκατοµµυρίων από δελεαστικές προτάσεις για πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραγωγές που δεν ήταν του γούστου του. Ο Αλφρέντο έκανε κάτι ακόµα χειρότερο. Ηταν το 1977.
Ηταν τριάντα και εφτά. Το όνοµά του έλαµπε σε όλες τις κινηµατογραφικές και θεατρικές µαρκίζες και το τηλέφωνό του µε άφθονες προτάσεις χτυπούσε ασταµάτητα και από παντού. Στην άλλη άκρη της γραµµής η φωνή του Τζορτζ Λούκας του «Star Wars». Ο Λούκας, σήµερα, ο µεγαλύτερος µαικήνας όλων των αµερικανικών εποχών. Ο Λούκας, λοιπόν, µε «ανήθικη» πρόταση για το «Star Wars». Ο Αλφρέντο µε ηχηρό «No». Κάπως έτσι και από σπόντα ο ρόλος κατέληξε στον Χάρισον Φορντ. Lucky man!
Στο µεταξύ, µέσα σε αυτά τα δύο χρόνια η Μεϊτάλ κυκλοφόρησε στα µεγάλα κινηµατογραφικά σαλόνια, σε στενούς διάσηµους κύκλους και στα γραφεία πολλών ατζέντηδων. Εκτός από γέρος και τσιγκούνης, ο Αλφρέντο Πατσίνο λειτούργησε ως πρώτης τάξεως εφαλτήριο. Εχετε κάτι να σχολιάσετε, κύριε Πατσίνο; Και εκείνος µε σηµασία απάντησε: «Εκείνο που θέλω είναι να µε θυµούνται, όχι να τους λείπω».
Πριν από 24 χρόνια στο Φεστιβάλ της Βενετίας βρέθηκα απέναντί του. Με την ευκαιρία ενός ντοκιµαντέρ. Με τη δική του σκηνοθετική υπογραφή και µε τη δική του πρωταγωνιστική παρουσία. Ενα ντοκιµαντέρ µε τίτλο «Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ» (Looking for Richard). Με σκηνές από το παρασκήνιο της προπόνησής του για τον ρόλο του Ριχάρδου του Γ'. Φυσικά του Σαίξπηρ.
Ο Αλ Πατσίνο, λάτρης των σαιξπηρικών θησαυρών. Ο Πατσίνο της οθόνης µε τον Πατσίνο της συνέντευξης, δύο πρόσωπα εντελώς διαφορετικά. Η εµφάνισή του, σαν Σιτσιλιάνος της γειτονιάς. Με πλουµιστό πουκάµισο, ανοιχτό µέχρι τη µέση του στέρνου, ίσως και πιο χαµηλά, και µε τους καρπούς και των δύο χεριών του καλυµµένους από χαϊµαλιά. Ανάµεσά τους λαµπύριζε χρυσή ταυτότητα. Οπως παλιά. Οπως τα καµάκια των ελληνικών παραλιών. Κάπως έτσι. Η καταγωγή του ιταλική: «Ολοι εδώ στη Νέα Υόρκη είναι µισο-Ιταλοί, εγώ είµαι εντελώς Ιταλός και µάλιστα από τη Σικελία». Υπερβολές. Στην πραγµατικότητα, πριν από 80 χρόνια γεννήθηκε στο Μανχάταν από Ιταλούς γονείς. Γρήγορα µετακινήθηκαν προς την πάµφτωχη και κακόφηµη γειτονιά του Μπρονξ και ύστερα από µερικά χρόνια ο Αλφρέντο βρέθηκε να κοπανάει µύγες και να χασµουριέται στα θρανία. Πόσο άντεξε; Αρκετά. Πάντως οι δάσκαλοί του δεν τον άντεξαν. Γι’ αυτό µπαινόβγαινε. Και γι’ αυτό κοντά στα 17 του χρόνια εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια.
Το κουσούρι του, να µιµείται φωνές αστέρων του Χόλιγουντ: «Βρε συ, αυτός µοιάζει µε τον Μάρλον Μπράντο», είπε κάποιος εκ των συµµαθητών του. Ηταν µόλις 12 ετών. Μετά από πολλά χρόνια θα συναντήσει τον Μάρλον Μπράντο. Ηταν ο πρώτος «Νονός». Και ο Αλφρέντο ήταν ο «νάνος». Τρία τα προβλήµατα των παραγωγών του «Godfather». Το όνοµα του Φράνσις Φορντ Κόπολα στο τιµόνι της σκηνοθεσίας. Η πρώτη αντίδραση ήταν «ποιος, αυτός ο κοµµουνιστής;». Το δεύτερο όνοµα που τους ξίνισε ήταν του Μάρλον Μπράντο. Η πρώτη αντίδραση ήταν: «Θα τινάξει τον προϋπολογισµό στον αέρα». Το τρίτο όνοµα ήταν του Αλ Πατσίνο. Η πρώτη αντίδραση ήταν: «Ποιος, αυτός ο νάνος;».
Ο «νάνος» (1,70 µ., ίσως και λιγότερο) κυκλοφορούσε στις φτωχογειτονιές του Μπρονξ. Η διαδροµή του σαν επιτοµή του American dream. Σουλατσάριζε σε κακόφηµους δρόµους. Απερίγραπτη φτώχεια. Ούτε φράγκο για λεωφορείο. Κι όµως, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του θρυλικού Actors Studio. Με δάσκαλο τον Λι Στράσµπεργκ. Πριν από τον «νάνο», στα ίδια θρανία είχε καθίσει η µισή αφρόκρεµα του Χόλιγουντ και του Μπρόντγουεϊ. Ανάµεσά τους, ο Μάρλον Μπράντο. Ο Αλφρέντο, λοιπόν, ισχυρίζεται πως η πρώτη του επαφή µε τη θεατρική σκηνή ήταν σε ρόλο stand up comedian. Ορθιος, µε το µικρόφωνο ανά χείρας, σε κάποιο κλαµπάκι να αφηγείται αστείες ιστορίες. Ποιος ξέρει... Πάντως µετά τον Λι Στράσµπεργκ και το Actors Studio κατάφερε να εξασφαλίσει ρόλο σε κάποια σκηνή Off Broadway. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
«Ξεμέθυστος; Ποτέ!»
Ποια όλα; Ανάµεσά τους οι γυναίκες και το αλκοόλ. Αφθονες ποσότητες και από τις δύο κατηγορίες. Η µακαρίτισσα Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος τον είχαν δει, εντελώς τυχαία, σε κάποιο µπαρ της ελληνικής, νεοϋορκέζικης, γειτονιάς στην Αστόρια. Ο ιδιοκτήτης, ελληνικής καταγωγής, πρόθυµα και υπερήφανα συστήνει στον µεγάλο Αµερικανό σταρ το διάσηµο, εν Ελλάδι, ζεύγος των ηθοποιών. Οπως θυµάµαι, η αφήγηση της Τζένης ήταν η εξής: «Ηταν σουρωµένος, σχεδόν πεσµένος πάνω στο τραπέζι, αγκαλιά µε ένα µπουκάλι ουίσκι. Μας κοίταξε µε δάκρυα στα µάτια και εξοµολογήθηκε την ανασφάλειά του: “Κανείς δεν ξέρει αν αύριο στο όρντινο των γυρισµάτων θα υπάρχει το όνοµά µου. Ούτε εγώ το ξέρω”». Απίστευτο! Μνηµειώδης η εξάρτησή του από το αλκοόλ. Και διαρκώς το αποκαλύπτει δηµοσίως. Κανένα πρόβληµα. «Εγώ ξεµέθυστος; Το καλύτερο συναίσθηµα στον κόσµο σε πληµµυρίζει εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που θα βρέξεις τον ουρανίσκο σου µε το τρίτο µαρτίνι».
Αμέτρητες γυναίκες, μα καμία με στεφάνι
Ατελείωτη και η λίστα των γυναικών του. Πολλές, πάρα πολλές. Και µε διάφορες παραλλαγές. Σχέσεις εβδοµάδων, µηνών, µερικών ετών. Και ηµερών. Οι γυναίκες αυτής της τελευταίας κατηγορίας είναι άγνωστες. Οι περισσότερες, µηνών ή ετών, προέρχονται από τον χώρο του θεάµατος. Ιδιαίτερα του κινηµατογράφου. Οπως Τζιλ Κλέιµπουργκ, Ντέµπρα Γουίνγκερ, Τιούσντεϊ Γουέλντ, Μάρτα Κέλερ, Κάθλιν Κουίνλαν, Πενέλοπε Αν Μίλερ (έπεσε πάνω της στα γυρίσµατα της ταινίας «Υπόθεση Καρλίτο» το 1993, κατά 24 χρόνια µικρότερή του), Ντάιαν Κίτον, Λουσίλα Σόλα, Βερούσκα φον Λέντορφ, Κάρολ Μάλορι, Τζαν Τάραντ, Μπέβερλι Ντ’ Αντζελο και... και... και...
Μνηµειώδης η µανία του. Περίπου επιπέδου Φρανκ Σινάτρα. Με πολλές οµοιότητες. Οπως συνέβαινε στα καζίνο. Εκείνος να παίζει στην πράσινη τσόχα και κάτω από το τραπέζι κάποιο «κουνελάκι» να επιδίδεται στο σπορ της πεολειχίας! Η Μεϊτάλ Ντόχαν δεν άντεξε, λέει, την τσιγκουνιά του. Μπορεί. Τώρα στα γεράµατα. Οµως αυτός ο τύπαρος ξεπέρασε ακόµα και τον εξ αποστάσεως µέντορά του Μάρλον Μπράντο. Σε άρνηση. Σε πείσµα. Ο Μάρλον λοιπόν έµεινε στην ιστορία για το αγύριστο κεφάλι του. Ο αθεόφοβος έσκιζε επιταγές πολλών εκατοµµυρίων από δελεαστικές προτάσεις για πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραγωγές που δεν ήταν του γούστου του. Ο Αλφρέντο έκανε κάτι ακόµα χειρότερο. Ηταν το 1977.
Ηταν τριάντα και εφτά. Το όνοµά του έλαµπε σε όλες τις κινηµατογραφικές και θεατρικές µαρκίζες και το τηλέφωνό του µε άφθονες προτάσεις χτυπούσε ασταµάτητα και από παντού. Στην άλλη άκρη της γραµµής η φωνή του Τζορτζ Λούκας του «Star Wars». Ο Λούκας, σήµερα, ο µεγαλύτερος µαικήνας όλων των αµερικανικών εποχών. Ο Λούκας, λοιπόν, µε «ανήθικη» πρόταση για το «Star Wars». Ο Αλφρέντο µε ηχηρό «No». Κάπως έτσι και από σπόντα ο ρόλος κατέληξε στον Χάρισον Φορντ. Lucky man!
Την ίδια χρονιά, µια δεύτερη «ανήθικη» πρόταση µε χρυσό συµβόλαιο από τον Στίβεν Σπίλµπεργκ. Για πρωταγωνιστικό ρόλο στις «Επαφές τρίτου τύπου». ∆εύτερο ηχηρό «No». Περίπου σαν να πετάει στα σκουπίδια µερικές δεκάδες εκατοµµύρια δολάρια. Ο ρόλος κατέληξε στον Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Κι αυτός lucky man. Ακολουθούν κι άλλες. Πολλές. Ακόµα και για το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα. Για το «Pretty Woman» (ο ρόλος κατέληξε στον Ρίτσαρντ Γκιρ). Για το «Γεννηµένος την 4η Ιουλίου» (τυχερός ο Τοµ Κρουζ).
Η δικαιολογία ήταν «τι να τα κάνει κανείς τόσα πολλά λεφτά, δεν βλέπετε γύρω σας, κάθε ηθοποιός που βγάζει τόσα πολλά συνήθως στο τέλος τα πετάει στα σκουπίδια». Το 1990 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, µετά από πιέσεις των παραγωγών, αποφασίζει να σκηνοθετήσει το τρίτο µέρος του «Godfather». Ο Αλ Πατσίνο αρνείται. Ο Κόπολα επιµένει. Ο Πατσίνο υποχωρεί. Εναντι πέντε εκατοµµυρίων. Τα περισσότερα, περίπου έντεκα, θα τα εισπράξει για το «Insomnia». Αλλωστε και ο ίδιος πάσχει από αθεράπευτη αϋπνία.
«Ο "Νονός" μια φριχτή, κουραστική ιστορία»
∆υσάρεστη η εµπειρία ο «Νονός 3». Τόσο δυσάρεστη που κατέληξε στην ακόλουθη εξωφρενική δήλωση: «A long, awful, tiring story». Σαν να λέµε «µια µακροσκελής, απαίσια, φρικτή, κουραστική ιστορία». Και τους τρεις «Νονούς» τούς πήρε σβάρνα. Απέναντί του, τέσσερα ονόµατα. Οι τέσσερις αντίπαλοί του. Ο Τζακ Νίκολσον και ο Γουόρεν Μπίτι, κατά τρία χρόνια µεγαλύτεροί του. Ο Ρόµπερτ Ρέντφορντ κατά τέσσερα χρόνια. Και κυρίως ο Ρόµπερτ Ντε Νίρο κατά τρία χρόνια νεότερός του. Εξ όλων αυτών ο µεγαλύτερος αντίπαλός του είναι ο «Μπόµπι», όπως τον φωνάζουν όλοι. Ο Ντε Νίρο. Ολοι ρωτούν «ποιος ο καλύτερος, Αλ Πατσίνο ή Ρόµπερτ Ντε Νίρο;». Οι δυο τους ακόµα και τώρα, στα γεράµατά τους, ανταγωνίζονται στις λίστες του Top 10 των Greatest Actors of All Times. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Το 1995 ο επιδέξιος σκηνοθέτης Μάικλ Μαν, σε µία από τις καλύτερες εµπνεύσεις της καριέρας του, καταφέρνει να µεσολαβήσει, να συνεργαστεί και να «παντρέψει» τον Μπόµπι µε τον Αλ. Πρωτοσέλιδο γεγονός. Ηταν η «Ενταση» (Heat). Είναι ο αριθµός των Οσκαρ αντικειµενικό κριτήριο; Αν είναι, τότε τελευταίος ο Αλφρέντο Τζέιµς Πατσίνο.
Αν όχι, τότε κανείς δεν ξέρει. Πάντως ο Τζακ Νίκολσον µε τρία, ο Ρόµπερτ Ντε Νίρο µε δύο και ο Ρόµπερτ Ρέντφορντ, ο Γουόρεν Μπίτι και ο Αλ Πατσίνο από ένα. Και αυτό για το «Αρωµα γυναίκας» το 1992. Και ο «Νονός», το «Σέρπικο», ο «Σηµαδεµένος» (αυτός κι αν είναι ρόλαρος), η «Σκυλίσια µέρα», το «Οι άνθρωποι που ξέρω», το «Οικόπεδα µε θέα», τίποτα; Τίποτα. Και τώρα; Τώρα ο Αλφρέντο πορεύεται όπως πρώτα. Με περισσότερα χρόνια, µε περισσότερο αλκοόλ και µε πολλές γυναίκες. Με πολλές προτάσεις και µε πολλούς ρόλους. Φανταστείτε ότι η τελευταία του υποψηφιότητα ήταν για τον «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε. Παρέα µε τον Ντε Νίρο. Και φανταστείτε ότι τώρα, στα 80, µε τρεις ρόλους για ισάριθµες παραγωγές. Ανάµεσά τους και «Βασιλιάς Ληρ». Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Δείτε βίντεο: Η απομυθοποίηση του Αλ: Κοντός, γέρος και τσιγκούνης
Η δικαιολογία ήταν «τι να τα κάνει κανείς τόσα πολλά λεφτά, δεν βλέπετε γύρω σας, κάθε ηθοποιός που βγάζει τόσα πολλά συνήθως στο τέλος τα πετάει στα σκουπίδια». Το 1990 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, µετά από πιέσεις των παραγωγών, αποφασίζει να σκηνοθετήσει το τρίτο µέρος του «Godfather». Ο Αλ Πατσίνο αρνείται. Ο Κόπολα επιµένει. Ο Πατσίνο υποχωρεί. Εναντι πέντε εκατοµµυρίων. Τα περισσότερα, περίπου έντεκα, θα τα εισπράξει για το «Insomnia». Αλλωστε και ο ίδιος πάσχει από αθεράπευτη αϋπνία.
«Ο "Νονός" μια φριχτή, κουραστική ιστορία»
∆υσάρεστη η εµπειρία ο «Νονός 3». Τόσο δυσάρεστη που κατέληξε στην ακόλουθη εξωφρενική δήλωση: «A long, awful, tiring story». Σαν να λέµε «µια µακροσκελής, απαίσια, φρικτή, κουραστική ιστορία». Και τους τρεις «Νονούς» τούς πήρε σβάρνα. Απέναντί του, τέσσερα ονόµατα. Οι τέσσερις αντίπαλοί του. Ο Τζακ Νίκολσον και ο Γουόρεν Μπίτι, κατά τρία χρόνια µεγαλύτεροί του. Ο Ρόµπερτ Ρέντφορντ κατά τέσσερα χρόνια. Και κυρίως ο Ρόµπερτ Ντε Νίρο κατά τρία χρόνια νεότερός του. Εξ όλων αυτών ο µεγαλύτερος αντίπαλός του είναι ο «Μπόµπι», όπως τον φωνάζουν όλοι. Ο Ντε Νίρο. Ολοι ρωτούν «ποιος ο καλύτερος, Αλ Πατσίνο ή Ρόµπερτ Ντε Νίρο;». Οι δυο τους ακόµα και τώρα, στα γεράµατά τους, ανταγωνίζονται στις λίστες του Top 10 των Greatest Actors of All Times. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Το 1995 ο επιδέξιος σκηνοθέτης Μάικλ Μαν, σε µία από τις καλύτερες εµπνεύσεις της καριέρας του, καταφέρνει να µεσολαβήσει, να συνεργαστεί και να «παντρέψει» τον Μπόµπι µε τον Αλ. Πρωτοσέλιδο γεγονός. Ηταν η «Ενταση» (Heat). Είναι ο αριθµός των Οσκαρ αντικειµενικό κριτήριο; Αν είναι, τότε τελευταίος ο Αλφρέντο Τζέιµς Πατσίνο.
Αν όχι, τότε κανείς δεν ξέρει. Πάντως ο Τζακ Νίκολσον µε τρία, ο Ρόµπερτ Ντε Νίρο µε δύο και ο Ρόµπερτ Ρέντφορντ, ο Γουόρεν Μπίτι και ο Αλ Πατσίνο από ένα. Και αυτό για το «Αρωµα γυναίκας» το 1992. Και ο «Νονός», το «Σέρπικο», ο «Σηµαδεµένος» (αυτός κι αν είναι ρόλαρος), η «Σκυλίσια µέρα», το «Οι άνθρωποι που ξέρω», το «Οικόπεδα µε θέα», τίποτα; Τίποτα. Και τώρα; Τώρα ο Αλφρέντο πορεύεται όπως πρώτα. Με περισσότερα χρόνια, µε περισσότερο αλκοόλ και µε πολλές γυναίκες. Με πολλές προτάσεις και µε πολλούς ρόλους. Φανταστείτε ότι η τελευταία του υποψηφιότητα ήταν για τον «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε. Παρέα µε τον Ντε Νίρο. Και φανταστείτε ότι τώρα, στα 80, µε τρεις ρόλους για ισάριθµες παραγωγές. Ανάµεσά τους και «Βασιλιάς Ληρ». Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Δείτε βίντεο: Η απομυθοποίηση του Αλ: Κοντός, γέρος και τσιγκούνης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr