Κώστας Βουτσάς: Η απίθανη ιστορία που είχε αφηγηθεί στον Χρήστο Χωμενίδη
Κώστας Βουτσάς: Η απίθανη ιστορία που είχε αφηγηθεί στον Χρήστο Χωμενίδη
Ο γνωστός συγγραφέας θυμήθηκε σήμερα ένα άγνωστο περιστατικό από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής διαδρομής του μεγάλου κωμικού ηθοποιού, όταν συμμετείχε σε μπουλούκια
Ο Χρήστος Χωμενίδης, αποχαιρετώντας σήμερα τον Κώστα Βουτσά, κοινοποίησε στο facebook μια άγνωστη ιστορία που είχε ζήσει ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός στα πρώτα χρόνια του στο θέατρο, όταν εμφανιζόταν στην ελληνική επαρχία με τους πλανόδιους θιάσους της εποχής.
Στην ανάρτησή του αναφέρει μεταξύ άλλων: Από τις διηγήσεις του θα μοιραστώ μαζί σας την τρυφερότερη, την πιό αποκαλυπτική του χαρακτήρα του.
«... Είχαμε παίξει σε μιά κωμόπολη της Μακεδονίας, φτώχεια τότε και των γονέων, μόλις και μετά βίας μάς έδωσαν από ένα πιάτο μακαρόνια αλάδωτα. Άμα ήταν καλοκαίρι, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα κοιμόμασταν στα παγκάκια της πλατείας. Μα είχε ψοφόκρυο. Χιόνιζε. Το χε στρώσει δέκα πόντους. Μάς σπλαχνίστηκε ο χανιτζής -«ξενοδοχείον» το’λεγε μα χάνι ήταν- και μάς παραχώρησε τρία-τέσσερα δωμάτια. Σε εμένα έτυχε το μικρότερο, η σοφίτα, τουλάχιστον δεν θα το μοιραζόμουν. Μπαίνω και τι να δω; Ράντζο ετοιμόρροπο, στρατιωτικού τύπου, και το χειρότερο σπασμένα τζάμια. Έμπαζε παγωνία. Έπεσα με τα ρούχα, σκεπάστηκα όπως-όπως με μιά σκορωφαγωμένη κουβέρτα και με κάτι εφημερίδες κι έκλεισα τα μάτια. Κροτάλιζαν τα δόντια μου ώσπου με πήρε ο ύπνος.... Στη μέση της νύχτας ξυπνάω από τη ζέστη. Μιά ξαφνική χόβολη άλλο πράγμα! «Αυτό ήταν» σκέφτομαι. «Πέθανα και πήγα στον παράδεισο...» Ανασηκώνομαι και τι να δω στο φως του φεγγαριού; Μισή ντουζίνα γάτες και γατάκια, οικογένεια ολόκληρη, είχαν τρυπώσει από το σπασμένο τζάμι κι είχαν κουρνιάσει και γουργούριζαν πάνω μου! «Σε αγαπάει ο Θεός, Κωστάκη!» είπα τότε στον εαυτό μου».
Στην ανάρτησή του αναφέρει μεταξύ άλλων: Από τις διηγήσεις του θα μοιραστώ μαζί σας την τρυφερότερη, την πιό αποκαλυπτική του χαρακτήρα του.
«... Είχαμε παίξει σε μιά κωμόπολη της Μακεδονίας, φτώχεια τότε και των γονέων, μόλις και μετά βίας μάς έδωσαν από ένα πιάτο μακαρόνια αλάδωτα. Άμα ήταν καλοκαίρι, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα κοιμόμασταν στα παγκάκια της πλατείας. Μα είχε ψοφόκρυο. Χιόνιζε. Το χε στρώσει δέκα πόντους. Μάς σπλαχνίστηκε ο χανιτζής -«ξενοδοχείον» το’λεγε μα χάνι ήταν- και μάς παραχώρησε τρία-τέσσερα δωμάτια. Σε εμένα έτυχε το μικρότερο, η σοφίτα, τουλάχιστον δεν θα το μοιραζόμουν. Μπαίνω και τι να δω; Ράντζο ετοιμόρροπο, στρατιωτικού τύπου, και το χειρότερο σπασμένα τζάμια. Έμπαζε παγωνία. Έπεσα με τα ρούχα, σκεπάστηκα όπως-όπως με μιά σκορωφαγωμένη κουβέρτα και με κάτι εφημερίδες κι έκλεισα τα μάτια. Κροτάλιζαν τα δόντια μου ώσπου με πήρε ο ύπνος.... Στη μέση της νύχτας ξυπνάω από τη ζέστη. Μιά ξαφνική χόβολη άλλο πράγμα! «Αυτό ήταν» σκέφτομαι. «Πέθανα και πήγα στον παράδεισο...» Ανασηκώνομαι και τι να δω στο φως του φεγγαριού; Μισή ντουζίνα γάτες και γατάκια, οικογένεια ολόκληρη, είχαν τρυπώσει από το σπασμένο τζάμι κι είχαν κουρνιάσει και γουργούριζαν πάνω μου! «Σε αγαπάει ο Θεός, Κωστάκη!» είπα τότε στον εαυτό μου».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα