MasterChef: Συνταγή για υψηλή τηλεθέαση
MasterChef: Συνταγή για υψηλή τηλεθέαση
Η δημοτικότητα του συγκεκριμένου ριάλιτι δεν σπάει απλώς τα κοντέρ της τηλεθέασης - Είναι η τηλεόραση που φέρνει νέα κοινά, σαρώνει γενικά στα δυναμικά, αλλά γοητεύει και την τρίτη ηλικία - Τρεις κριτές σεφ, μια μεγάλη κουζίνα, ένα σπίτι για όλους και φερέλπιδες μάγειροι και μαγείρισσες έτοιμοι για όλα - και κυρίως για τη δημοσιότητα
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
- Γιατί σου αρέσει το «MasterChef», Μανόλη;
- Γιατί μου αρέσει που μαγειρεύουν, που τσακώνονται, που νικάει ο πιο καλός. Πιο πολύ μ’ αρέσει να νικάνε αυτοί που συμπαθώ και στο τέλος να παίρνουν και βαθμούς όπως εμείς στο σχολείο.
Ο παραπάνω διάλογος δεν είναι φανταστικός. Είναι αληθινός και οι απαντήσεις δόθηκαν από μαθητή Δημοτικού, ο οποίος παρακολουθεί πολύ συχνά το ριάλιτι μαγειρικής του STAR.
Γιατί όσες κριτικές και αναλύσεις γραφτούν, αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι να αφουγκράζεσαι τη γνώμη του κόσμου. Αυτός διαμορφώνει τα αποτελέσματα, αυτός επιλέγει και αυτόν αφορά το τηλεοπτικό προϊόν. Και στην περίπτωση του «MasterChef» το τηλεοπτικό κοινό είναι αυτό που το ανέβασε στο τηλεοπτικό βάθρο.
Κοινωνικό φαινόμενο ή τηλεοπτική φούσκα;
Συνήθως το θέμα που συζητείται με αφορμή την τηλεόραση είναι η τηλεθέαση. Μια ανελέητη κούρσα με αστάθμητους παράγοντες η οποία κρίνει τους νικητές ή μάλλον τους επιζήσαντες. Γιατί πλέον οι εντυπώσεις δεν μετράνε και τόσο. Αν δεν φέρεις νούμερα, δεν θα πάρεις και πράσινο φως. Εκτός αν είσαι «MasterChef». Οπότε και νούμερα κάνεις, και την παράσταση κλέβεις, και το πράσινο φως για την επόμενη σεζόν παίρνεις πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι.
Στην τέταρτη εκδοχή του επί τηλεοπτικού εδάφους του STAR (είχε προηγηθεί ένας πολύ επιτυχημένος κι ένας ημιτελής κύκλος στο MEGA) το ριάλιτι μαγειρικής πολύ απλά σαρώνει. Εχει νικήσει όλους τους αντιπάλους του σε όλες τις ζώνες, έχει διατηρήσει σε πολύ υψηλά επίπεδα όλα τα επεισόδια που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής και έχει απογειώσει τους νυν και πρώην επίδοξους σεφ επαγγελματικά.
Διότι το μεγάλο μυστικό της γοητείας του, για όσους θέλουν να συμμετάσχουν, είναι αυτό. Οτι δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι κάπου θα βολευτούν, όταν τα στιγμιότυπα της συμμετοχής τους, ακόμη και επιτυχημένα να μην είναι σε επίπεδο γαστρονομικού αποτελέσματος, προβληθούν στους 1,5 εκατομμύριο τηλεθεατές που παρακολουθούν καθημερινά τις περιπέτειές τους στην κουζίνα.
Οι δηλώσεις συμμετοχής φέτος άγγιξαν τις 6.000. Eπελέγησαν μόλις 23 παίκτες, οι οποίοι σιγά-σιγά απομακρύνονται.
Στις τρεις προηγούμενες σεζόν του ριάλιτι συμμετείχαν και πάλι τόσοι παίκτες, κάτι που σημαίνει ότι το σύνολο των παικτών είναι περίπου 70 άτομα. Ελάχιστοι από αυτούς δεν έχουν δεχτεί περισσότερες από τρεις προτάσεις για συνεργασία με εστιατόρια. Οι περισσότεροι εργάζονται σε εστιατόρια μεγάλων πόλεων, ενώ πολλοί είναι αυτοί που δέχονται πολλές προτάσεις για να δουλέψουν καλοκαίρι στα νησιά. Οι πιο τυχεροί άνοιξαν δικά τους εστιατόρια ή συνεταιρίστηκαν προκειμένου να το καταφέρουν. Λογικό λοιπόν σε μια χώρα η οποία έχει κάνει ελάχιστα βήματα προς την κατεύθυνση της επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων, να έρχεται ένα ριάλιτι και να γίνεται δημοφιλές επειδή λειτουργεί ως δεξαμενή εργασιακής προσφοράς και ζήτησης.
- Γιατί μου αρέσει που μαγειρεύουν, που τσακώνονται, που νικάει ο πιο καλός. Πιο πολύ μ’ αρέσει να νικάνε αυτοί που συμπαθώ και στο τέλος να παίρνουν και βαθμούς όπως εμείς στο σχολείο.
Ο παραπάνω διάλογος δεν είναι φανταστικός. Είναι αληθινός και οι απαντήσεις δόθηκαν από μαθητή Δημοτικού, ο οποίος παρακολουθεί πολύ συχνά το ριάλιτι μαγειρικής του STAR.
Γιατί όσες κριτικές και αναλύσεις γραφτούν, αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι να αφουγκράζεσαι τη γνώμη του κόσμου. Αυτός διαμορφώνει τα αποτελέσματα, αυτός επιλέγει και αυτόν αφορά το τηλεοπτικό προϊόν. Και στην περίπτωση του «MasterChef» το τηλεοπτικό κοινό είναι αυτό που το ανέβασε στο τηλεοπτικό βάθρο.
Κοινωνικό φαινόμενο ή τηλεοπτική φούσκα;
Συνήθως το θέμα που συζητείται με αφορμή την τηλεόραση είναι η τηλεθέαση. Μια ανελέητη κούρσα με αστάθμητους παράγοντες η οποία κρίνει τους νικητές ή μάλλον τους επιζήσαντες. Γιατί πλέον οι εντυπώσεις δεν μετράνε και τόσο. Αν δεν φέρεις νούμερα, δεν θα πάρεις και πράσινο φως. Εκτός αν είσαι «MasterChef». Οπότε και νούμερα κάνεις, και την παράσταση κλέβεις, και το πράσινο φως για την επόμενη σεζόν παίρνεις πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι.
Στην τέταρτη εκδοχή του επί τηλεοπτικού εδάφους του STAR (είχε προηγηθεί ένας πολύ επιτυχημένος κι ένας ημιτελής κύκλος στο MEGA) το ριάλιτι μαγειρικής πολύ απλά σαρώνει. Εχει νικήσει όλους τους αντιπάλους του σε όλες τις ζώνες, έχει διατηρήσει σε πολύ υψηλά επίπεδα όλα τα επεισόδια που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής και έχει απογειώσει τους νυν και πρώην επίδοξους σεφ επαγγελματικά.
Διότι το μεγάλο μυστικό της γοητείας του, για όσους θέλουν να συμμετάσχουν, είναι αυτό. Οτι δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι κάπου θα βολευτούν, όταν τα στιγμιότυπα της συμμετοχής τους, ακόμη και επιτυχημένα να μην είναι σε επίπεδο γαστρονομικού αποτελέσματος, προβληθούν στους 1,5 εκατομμύριο τηλεθεατές που παρακολουθούν καθημερινά τις περιπέτειές τους στην κουζίνα.
Οι δηλώσεις συμμετοχής φέτος άγγιξαν τις 6.000. Eπελέγησαν μόλις 23 παίκτες, οι οποίοι σιγά-σιγά απομακρύνονται.
Στις τρεις προηγούμενες σεζόν του ριάλιτι συμμετείχαν και πάλι τόσοι παίκτες, κάτι που σημαίνει ότι το σύνολο των παικτών είναι περίπου 70 άτομα. Ελάχιστοι από αυτούς δεν έχουν δεχτεί περισσότερες από τρεις προτάσεις για συνεργασία με εστιατόρια. Οι περισσότεροι εργάζονται σε εστιατόρια μεγάλων πόλεων, ενώ πολλοί είναι αυτοί που δέχονται πολλές προτάσεις για να δουλέψουν καλοκαίρι στα νησιά. Οι πιο τυχεροί άνοιξαν δικά τους εστιατόρια ή συνεταιρίστηκαν προκειμένου να το καταφέρουν. Λογικό λοιπόν σε μια χώρα η οποία έχει κάνει ελάχιστα βήματα προς την κατεύθυνση της επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων, να έρχεται ένα ριάλιτι και να γίνεται δημοφιλές επειδή λειτουργεί ως δεξαμενή εργασιακής προσφοράς και ζήτησης.
Οι πιο ρομαντικοί και όλοι όσοι έχουν ταλέντο και ιδιαίτερες ικανότητες με τη συμμετοχή τους σπεύδουν να αδράξουν μια μεγάλη ευκαιρία. Να μάθουν τεχνικές και μυστικά από τρεις καταξιωμένους σεφ, όπως είναι οι επικεφαλής της εκπομπής Σωτήρης Κοντιζάς, Πάνος Ιωαννίδης και Λεωνίδας Κουτσόπουλος. Σε κάθε περίπτωση, οι συμμετέχοντες, είτε διακριθούν είτε όχι, αποχωρούν κερδισμένοι από τη συμμετοχή τους, καθώς έστω και μερικές ώρες δημοσιότητας εξαργυρώνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η δύναμη της προσωπικής ιστορίας και του ριάλιτι
Η σύγχρονη δημοσιογραφία επενδύει στην αφήγηση της ιστορίας. Με μέσα που φυσικά υποδηλώνουν άρτια τεχνική και γραφή η οποία μπορεί να μαγνητίσει το βλέμμα και, κυρίως, το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το ίδιο ισχύει και για τα οπτικοακουστικά μέσα. Η διαφορά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι ότι απουσιάζει η δημοσιογραφική γραφή και ενεργοποιείται η εκμαίευση της ιστορίας μέσω ερωτήσεων που τίθενται είτε από τα μέλη της παραγωγής και τη συντακτική ομάδα είτε από τους κριτές.
Στο «MasterChef» η δύναμη της ιστορίας ίσως είναι μεγαλύτερη και από αυτή της μαγειρικής δεινότητας. Ο μετανάστης, το παιδί που δέχτηκε ανελέητο bullying στο σχολείο και μετέπειτα στη ζωή, άνθρωποι που λόγω διαφορετικότητας έπεσαν θύματα αγριότητας, γονείς που έχασαν παιδιά, τυχοδιώκτες, άνδρες και γυναίκες που αποφάσισαν να κάνουν την υπέρβαση και την ανατροπή στη ζωή τους, ταλέντα που μέχρι σήμερα δεν έχουν αναγνωριστεί, αδίστακτοι τύποι που για μερικά λεπτά δημοσιότητας είναι ικανοί να πατήσουν επί πτωμάτων και φυσικά καλά διαβασμένοι παίκτες οι οποίοι προκειμένου να κάνουν τηλεοπτική αίσθηση είναι αποφασισμένοι να ξεχωρίσουν.
Εχουν όλοι απαντήσει σε ερωτήσεις κατά τη διαδικασία των οντισιόν. Στη συνέχεια ενημερώνονται οι τρεις σεφ-κριτές προκειμένου να εστιάσουν τις δικές τους ερωτήσεις σε θέματα για τα οποία το κοινό φαίνεται να διψά. Και φυσικά ακολουθεί το μαγικό μοντάζ το οποίο όχι μόνο πετά ό,τι δεν είναι χρήσιμο και αποδοτικό για την τηλεοπτική κρεατομηχανή, αλλά κόβει και ράβει με τρόπο τέτοιον που πολλές φορές ούτε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.
Φυσικά στις έντονες κρίσεις-δοκιμασίες, το προσωπικό τραύμα ενεργοποιείται on camera, ενώ ακόμη και αν κάποιος δεν άκουσε όλα όσα ειπώθηκαν για εκείνον, βρίσκεται πάντα ο πρόθυμος που θα του μεταφέρει τα λεγόμενα για να πάρει φωτιά το πλατό.
Μπορεί οι συνταγές να απαιτούν εξαιρετικά υλικά και άψογη εκτέλεση, υπάρχει όμως και μια συνταγή στο «MasterChef» η οποία χρειάζεται τα παραπάνω όχι για πιάτο, αλλά για ρόλο. Κι αν πέρυσι τέτοιες μέρες η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τη Σπυριδούλα, φέτος τον συγκεκριμένο ρόλο έχει αναλάβει η Κατερίνα, η οποία στοχεύει αλλά και στοχεύεται. Αποκαλεί συμπαίκτες «πανηλίθιους», αδειάζει το πιάτο της στον κάδο γιατί πολύ απλά είναι υπεράνω κριτικής, προτάσσει αυθάδεια και εξαργυρώνει σχόλια. Από κοντά φυσικά και άλλες «ένδοξες» κατά παρόμοιο τρόπο φυσιογνωμίες, όπως ο Σταύρος, ο Γιώργος, η Ηλιάνα και ο Ηλίας. Φυσικά, όπως έχει διδάξει η τηλεοπτική ιστορία, στο τέλος κερδίζει ο καλύτερος μάγειρας και όχι ο πιο αντιδημοφιλής χάριν τηλεθέασης...
Οι τρεις σωματοφύλακες
Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν απουσίαζαν οι τρεις σεφ, οι «Σατανάδες» που κάνουν τη διαφορά. Ο «Γιαπωνέζος», ο «Σαμουράι» Σωτήρης Κοντιζάς, ο οποίος, εκτός από το να γοητεύει τα γυναικεία πλήθη, φημίζεται για τη μαγειρική δεινότητα, το αυστηρό στυλ και το βλέμμα του, αλλά και για το ανατρεπτικό χιούμορ του το οποίο ξεπροβάλλει μόνο όταν και όσο εκείνος θελήσει.
Από κοντά και ο Πάνος Ιωαννίδης, ο «Ψηλός» της παρέας, ο οποίος έχει κάνει το ωραίο φύλο να αγαπήσει λίγο παραπάνω τα μακαρόνια, είναι ίσως ο πιο τρυφερός με τους υποψήφιους αλλά είναι να μην του γυρίσει το μάτι. Τότε μεταμορφώνεται σε Θορ και τρίζουν οι πάγκοι.
Φυσικά ο «Θείος Λεό», ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος, είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι της παραγωγής, ο οποίος βγήκε την κατάλληλη στιγμή. Αυθεντικός ροκάς, φιλόζωος και ρομαντικός, με χιούμορ και χαρακτήρα που αποδείχθηκε πολύ σκληρός για να μην ξεχωρίσει.
Η χημεία τους είναι κάτι παραπάνω από ιδανική. Δεν υπάρχουν αντεγκλήσεις, έντονες διαφωνίες, αλλά μόνο επαγγελματισμός, φιλία και διάθεση να συνδυαστεί το αστείο του τηλεοπτικού εγχειρήματος με τη σοβαρότητα που απαιτεί η γαστρονομία υψηλής αισθητικής.
Φυσικά ο μαέστρος όλου του εγχειρήματος είναι ένας γνωστός από τα παλιά. Ο Νίκος Χριστοφόρου, ο παραγωγός που εδώ και χρόνια υπογράφει δουλειές με αισθητική, ποιότητα και φυσικά μεγάλο αντίκρισμα στο κοινό, είναι το μυαλό πίσω από όλα όσα συμβαίνουν στο πιο επιτυχημένο ριάλιτι των τελευταίων ετών.
Ο Χριστοφόρου πάντα αφουγκράζεται την τηλεοπτική κοινωνία και φροντίζει να τροποποιεί το προϊόν του με τρόπο ώστε να την ικανοποιεί και να την παρασύρει. Ξέρει από τηλεόραση αλλά ξέρει και από συναίσθημα. Γιατί αν κάτι κυριαρχεί στο «MasterChef» είναι το συναίσθημα: είτε του μίσους είτε της λατρείας. Και τα δύο νούμερα κάνουν άλλωστε.
Η δύναμη της προσωπικής ιστορίας και του ριάλιτι
Η σύγχρονη δημοσιογραφία επενδύει στην αφήγηση της ιστορίας. Με μέσα που φυσικά υποδηλώνουν άρτια τεχνική και γραφή η οποία μπορεί να μαγνητίσει το βλέμμα και, κυρίως, το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το ίδιο ισχύει και για τα οπτικοακουστικά μέσα. Η διαφορά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι ότι απουσιάζει η δημοσιογραφική γραφή και ενεργοποιείται η εκμαίευση της ιστορίας μέσω ερωτήσεων που τίθενται είτε από τα μέλη της παραγωγής και τη συντακτική ομάδα είτε από τους κριτές.
Στο «MasterChef» η δύναμη της ιστορίας ίσως είναι μεγαλύτερη και από αυτή της μαγειρικής δεινότητας. Ο μετανάστης, το παιδί που δέχτηκε ανελέητο bullying στο σχολείο και μετέπειτα στη ζωή, άνθρωποι που λόγω διαφορετικότητας έπεσαν θύματα αγριότητας, γονείς που έχασαν παιδιά, τυχοδιώκτες, άνδρες και γυναίκες που αποφάσισαν να κάνουν την υπέρβαση και την ανατροπή στη ζωή τους, ταλέντα που μέχρι σήμερα δεν έχουν αναγνωριστεί, αδίστακτοι τύποι που για μερικά λεπτά δημοσιότητας είναι ικανοί να πατήσουν επί πτωμάτων και φυσικά καλά διαβασμένοι παίκτες οι οποίοι προκειμένου να κάνουν τηλεοπτική αίσθηση είναι αποφασισμένοι να ξεχωρίσουν.
Εχουν όλοι απαντήσει σε ερωτήσεις κατά τη διαδικασία των οντισιόν. Στη συνέχεια ενημερώνονται οι τρεις σεφ-κριτές προκειμένου να εστιάσουν τις δικές τους ερωτήσεις σε θέματα για τα οποία το κοινό φαίνεται να διψά. Και φυσικά ακολουθεί το μαγικό μοντάζ το οποίο όχι μόνο πετά ό,τι δεν είναι χρήσιμο και αποδοτικό για την τηλεοπτική κρεατομηχανή, αλλά κόβει και ράβει με τρόπο τέτοιον που πολλές φορές ούτε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.
Φυσικά στις έντονες κρίσεις-δοκιμασίες, το προσωπικό τραύμα ενεργοποιείται on camera, ενώ ακόμη και αν κάποιος δεν άκουσε όλα όσα ειπώθηκαν για εκείνον, βρίσκεται πάντα ο πρόθυμος που θα του μεταφέρει τα λεγόμενα για να πάρει φωτιά το πλατό.
Μπορεί οι συνταγές να απαιτούν εξαιρετικά υλικά και άψογη εκτέλεση, υπάρχει όμως και μια συνταγή στο «MasterChef» η οποία χρειάζεται τα παραπάνω όχι για πιάτο, αλλά για ρόλο. Κι αν πέρυσι τέτοιες μέρες η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τη Σπυριδούλα, φέτος τον συγκεκριμένο ρόλο έχει αναλάβει η Κατερίνα, η οποία στοχεύει αλλά και στοχεύεται. Αποκαλεί συμπαίκτες «πανηλίθιους», αδειάζει το πιάτο της στον κάδο γιατί πολύ απλά είναι υπεράνω κριτικής, προτάσσει αυθάδεια και εξαργυρώνει σχόλια. Από κοντά φυσικά και άλλες «ένδοξες» κατά παρόμοιο τρόπο φυσιογνωμίες, όπως ο Σταύρος, ο Γιώργος, η Ηλιάνα και ο Ηλίας. Φυσικά, όπως έχει διδάξει η τηλεοπτική ιστορία, στο τέλος κερδίζει ο καλύτερος μάγειρας και όχι ο πιο αντιδημοφιλής χάριν τηλεθέασης...
Οι τρεις σωματοφύλακες
Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν απουσίαζαν οι τρεις σεφ, οι «Σατανάδες» που κάνουν τη διαφορά. Ο «Γιαπωνέζος», ο «Σαμουράι» Σωτήρης Κοντιζάς, ο οποίος, εκτός από το να γοητεύει τα γυναικεία πλήθη, φημίζεται για τη μαγειρική δεινότητα, το αυστηρό στυλ και το βλέμμα του, αλλά και για το ανατρεπτικό χιούμορ του το οποίο ξεπροβάλλει μόνο όταν και όσο εκείνος θελήσει.
Από κοντά και ο Πάνος Ιωαννίδης, ο «Ψηλός» της παρέας, ο οποίος έχει κάνει το ωραίο φύλο να αγαπήσει λίγο παραπάνω τα μακαρόνια, είναι ίσως ο πιο τρυφερός με τους υποψήφιους αλλά είναι να μην του γυρίσει το μάτι. Τότε μεταμορφώνεται σε Θορ και τρίζουν οι πάγκοι.
Φυσικά ο «Θείος Λεό», ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος, είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι της παραγωγής, ο οποίος βγήκε την κατάλληλη στιγμή. Αυθεντικός ροκάς, φιλόζωος και ρομαντικός, με χιούμορ και χαρακτήρα που αποδείχθηκε πολύ σκληρός για να μην ξεχωρίσει.
Η χημεία τους είναι κάτι παραπάνω από ιδανική. Δεν υπάρχουν αντεγκλήσεις, έντονες διαφωνίες, αλλά μόνο επαγγελματισμός, φιλία και διάθεση να συνδυαστεί το αστείο του τηλεοπτικού εγχειρήματος με τη σοβαρότητα που απαιτεί η γαστρονομία υψηλής αισθητικής.
Φυσικά ο μαέστρος όλου του εγχειρήματος είναι ένας γνωστός από τα παλιά. Ο Νίκος Χριστοφόρου, ο παραγωγός που εδώ και χρόνια υπογράφει δουλειές με αισθητική, ποιότητα και φυσικά μεγάλο αντίκρισμα στο κοινό, είναι το μυαλό πίσω από όλα όσα συμβαίνουν στο πιο επιτυχημένο ριάλιτι των τελευταίων ετών.
Ο Χριστοφόρου πάντα αφουγκράζεται την τηλεοπτική κοινωνία και φροντίζει να τροποποιεί το προϊόν του με τρόπο ώστε να την ικανοποιεί και να την παρασύρει. Ξέρει από τηλεόραση αλλά ξέρει και από συναίσθημα. Γιατί αν κάτι κυριαρχεί στο «MasterChef» είναι το συναίσθημα: είτε του μίσους είτε της λατρείας. Και τα δύο νούμερα κάνουν άλλωστε.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα