Γκρέτα Γκάρμπο: Η πρώτη σταρ που μπήκε σε καραντίνα για 50 χρόνια
24.04.2020
23:01
«Θέλω να είμαι μόνη» ήταν η φράση που τη στοίχειωνε για περίπου μισό αιώνα, αν και όλη της η ζωή ήταν βυθισμένη σε μια οικειοθελή αυτοαπομόνωση
«Σφίγγα», «ερημίτισσα», «η Μόνα Λίζα του 20ου αιώνα», «Η κυρία «Θέλω να είμαι μόνη» : Η πιο αινιγματική σταρ του Χόλυγουντ έζησε οικειοθελώς για μισό αιώνα σε αυτό-απομόνωση μέχρι τον θάνατό της σε ηλικία 84 χρόνων, τον Απρίλη του 1990.
Τριάντα χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 2020 όλη η ανθρωπότητα ζει σε καραντίνα βιώνοντας αναγκαστικά τον τρόπο ζωής που η Γκρέτα Γκάρμπο έκανε από επιλογή. Για την ιστορία, και η ίδια κατέληξε από πνευμονία.
Μέχρι την τελευταία ανάσα της, όλη της η ύπαρξη ήταν ένα παράδοξο, το αιώνιο μυστήριο του Χόλιγουντ που ούτως ή άλλως τρέφεται από τέτοιου είδους εκκεντρικές περσόνες, πολύ περισσότερο όταν φέρουν τη μορφή μιας γυναίκας όπως η Γκρέτα Γκάρμπο.
«Θέλω να είμαι μόνη» ήταν η φράση που τη στοίχειωνε για περίπου μισό αιώνα αν και όλη της η ζωή ήταν βυθισμένη σε μια οικειοθελή αυτοαπομόνωση, ζώντας σε ένα μόνιμο διάλογο με τον εαυτό της, από τις κρύες γκρίζες και ατελείωτες νύχτες που βίωνε μεγαλώνοντας στο φτωχικό διαμέρισμα της Στοκχόλμης μέσα σε μία οικογένεια τραχιά και σιωπηλή, μέχρι την εποχή της απόλυτης δόξας στο Χόλιγουντ ως ντίβα της εταιρείας κολοσσού Metro Goldwyn-Mayer (MGM).
Σιχαινόταν να βρίσκεται με πολύ κόσμο μαζί
Ήταν μόλις 36 χρόνων όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα μια τεράστια καριέρα στο Χόλιγουντ, ως η πιο ακριβοπληρωμένη σταρ της εποχής της, με τρία βραβεία Όσκαρ στο βιογραφικό της και ρόλους (Μάτα Χάρι, Άννα Καρένινα, Βασίλισσα Χριστίνα κτλ) που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη βιομηχανία του θεάματος από το 1925 μέχρι και σήμερα.
Σιχαινόταν να βρίσκεται με πολύ κόσμο μαζί, αν και όλο τριγυρνούσε πέρα-δώθε αλλά μόνη ή αυστηρά με έναν ακόμα στις ατελείωτες βόλτες της. Έκανε ό,τι κάνει σήμερα κάποιος που υποτίθεται ότι ζει σε lockdown, αν και στην περίπτωσή της οικειοθελώς, περπατώντας δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα, συνήθως προσεκτικά μεταμφιεσμένη ώστε να μην την αναγνωρίζουν κάνοντας στάσεις σε βιβλιοπωλεία και σε γκαλερί τέχνης –ήταν μεγάλη συλλέκτρια σπάνιων έργων τέχνης- ή σπανιότερα για να παίξει μια παρτίδα τένις.
Μόνη αλλά όχι μοναχική
Ήταν 84 χρόνων όταν πέθανε από πνευμονία, έχοντας ήδη περάσει τη δεκαετία του ‘80 από τη δοκιμασία του καρκίνου του μαστού, κάνοντας θεραπείες από τις οποίες βγήκε νικήτρια. Σταμάτησε να δουλεύει το 1941, μετά από 30 ταινίες, όλες τεράστιες επιτυχίες, εκτός από την κωμωδία «Η γυναίκα με τα δύο πρόσωπα» στην οποία κρατούσε δύο ρόλους. Ήταν η πρώτη φορά που πρωταγωνίστησε σε κωμωδία αλλά και η τελευταία ταινία που έπαιξε γενικώς, αφού παρά τις αλλεπάλληλες κρούσεις που της έκανε το Χόλιγουντ για επαναφορά, ποτέ δεν είπε το πολυπόθητο «Ναι».
Και ο λόγος δεν είχε να κάνει καθόλου με την αποτυχία. Ούτε καν με το Χόλιγουντ και τις πρακτικές των μεγάλων στούντιο που συνήθιζαν να ξεζουμίζουν τους πρωταγωνιστές τους υποχρεώνοντάς τους σε συνεχείς συμμετοχές σε ταινίες.
Η απόφασή της για απόσυρση είχε να κάνει μόνο με την ίδια. Απλά δεν ήθελε πια. Ήθελε να ζει μόνη, μακριά από την πολλή συνάφεια, μακριά από υποχρεώσεις και πολυσύχναστα κινηματογραφικά σετ, μακριά από όλους, Μακριά και αγαπημένοι. Μόνη αλλά όχι μοναχική όπως μάλλον λανθασμένα έλεγαν για εκείνη χρόνια. Διότι πάντα είχε δίπλα της κάποιους αγαπημένους ανθρώπους. Από τη μαγείρισσά της και τον διατροφολόγο της, μέχρι κάποιους πάμπλουτους φίλους της με τους οποίους μοιραζόταν τις παραξενιές της, ταξιδεύοντας ινκόγκνιτο μαζί τους. «Η υπέροχη Γκάρμπο ήταν ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχω γνωρίσει» έχει πει για εκείνη ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο –όχι ότι θα είχε και τόση σημασία γι αυτήν.
Ο βασανιστικός έρωτας με την παλιά της συμφοιτήτρια
Δεν έκανε παιδιά, δεν παντρεύτηκε κι ενώ από τη ζωή της πέρασαν κάποιοι λίγοι άντρες, η Γκρέτα Γκούσταφσον ήταν σύμφωνα με κάποιους βιογράφους της bisexual. Οι επιστολές που αντάλλασσε με τη φίλη της ηθοποιό από τη Δραματική Σχολή στη Στοκχόλμη, Μίμι Πόλακ (που επινόησε το όνομα Γκάρμπο) όσο η σταρ ζούσε στις ΗΠΑ κι εκείνη στη Σουηδία, αποκαλύπτουν το ασίγαστο πάθος που έκαιγε μέσα της για 60 χρόνια, ένας ανικανοποίητος, εμμονικός σχεδόν έρωτας που ειδικά στα χρόνια εκείνα έπρεπε πάση θυσία να μείνει στη σκιά, υπό τον φόβο του διασυρμού ακόμα και στα χρόνια της δόξας.
Ο πατέρας της ήταν θύμα της Ισπανικής γρίπης
Ειδικά στη συντηρητική Στοκχόλμη του 1920, η κόρη ενός ανειδίκευτου εργάτη που καθάριζε δρόμους έχοντας να ταΐσει μια πενταμελή οικογένεια, δεν είχε το δικαίωμα να απαιτεί από τη ζωή. Μόνο να κάνει όνειρα που έπρεπε να κρατά αυστηρά για τον εαυτό της, έχοντας ήδη πολλές έννοιες στο κεφάλι της. Όπως το να αναλάβει την φροντίδα του πατέρα της όταν εκείνος αρρώστησε από την Ισπανική γρίπη, αναγκάζοντάς την να παρατήσει το σχολείο μόλις στα 13 της. Ήταν η εποχή που τα κορίτσια της εργατικής τάξης σπάνια συνέχιζαν το σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο-Λύκειο.
Τριάντα χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 2020 όλη η ανθρωπότητα ζει σε καραντίνα βιώνοντας αναγκαστικά τον τρόπο ζωής που η Γκρέτα Γκάρμπο έκανε από επιλογή. Για την ιστορία, και η ίδια κατέληξε από πνευμονία.
Μέχρι την τελευταία ανάσα της, όλη της η ύπαρξη ήταν ένα παράδοξο, το αιώνιο μυστήριο του Χόλιγουντ που ούτως ή άλλως τρέφεται από τέτοιου είδους εκκεντρικές περσόνες, πολύ περισσότερο όταν φέρουν τη μορφή μιας γυναίκας όπως η Γκρέτα Γκάρμπο.
«Θέλω να είμαι μόνη» ήταν η φράση που τη στοίχειωνε για περίπου μισό αιώνα αν και όλη της η ζωή ήταν βυθισμένη σε μια οικειοθελή αυτοαπομόνωση, ζώντας σε ένα μόνιμο διάλογο με τον εαυτό της, από τις κρύες γκρίζες και ατελείωτες νύχτες που βίωνε μεγαλώνοντας στο φτωχικό διαμέρισμα της Στοκχόλμης μέσα σε μία οικογένεια τραχιά και σιωπηλή, μέχρι την εποχή της απόλυτης δόξας στο Χόλιγουντ ως ντίβα της εταιρείας κολοσσού Metro Goldwyn-Mayer (MGM).
Σιχαινόταν να βρίσκεται με πολύ κόσμο μαζί
Ήταν μόλις 36 χρόνων όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα μια τεράστια καριέρα στο Χόλιγουντ, ως η πιο ακριβοπληρωμένη σταρ της εποχής της, με τρία βραβεία Όσκαρ στο βιογραφικό της και ρόλους (Μάτα Χάρι, Άννα Καρένινα, Βασίλισσα Χριστίνα κτλ) που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη βιομηχανία του θεάματος από το 1925 μέχρι και σήμερα.
Σιχαινόταν να βρίσκεται με πολύ κόσμο μαζί, αν και όλο τριγυρνούσε πέρα-δώθε αλλά μόνη ή αυστηρά με έναν ακόμα στις ατελείωτες βόλτες της. Έκανε ό,τι κάνει σήμερα κάποιος που υποτίθεται ότι ζει σε lockdown, αν και στην περίπτωσή της οικειοθελώς, περπατώντας δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα, συνήθως προσεκτικά μεταμφιεσμένη ώστε να μην την αναγνωρίζουν κάνοντας στάσεις σε βιβλιοπωλεία και σε γκαλερί τέχνης –ήταν μεγάλη συλλέκτρια σπάνιων έργων τέχνης- ή σπανιότερα για να παίξει μια παρτίδα τένις.
Μόνη αλλά όχι μοναχική
Ήταν 84 χρόνων όταν πέθανε από πνευμονία, έχοντας ήδη περάσει τη δεκαετία του ‘80 από τη δοκιμασία του καρκίνου του μαστού, κάνοντας θεραπείες από τις οποίες βγήκε νικήτρια. Σταμάτησε να δουλεύει το 1941, μετά από 30 ταινίες, όλες τεράστιες επιτυχίες, εκτός από την κωμωδία «Η γυναίκα με τα δύο πρόσωπα» στην οποία κρατούσε δύο ρόλους. Ήταν η πρώτη φορά που πρωταγωνίστησε σε κωμωδία αλλά και η τελευταία ταινία που έπαιξε γενικώς, αφού παρά τις αλλεπάλληλες κρούσεις που της έκανε το Χόλιγουντ για επαναφορά, ποτέ δεν είπε το πολυπόθητο «Ναι».
Και ο λόγος δεν είχε να κάνει καθόλου με την αποτυχία. Ούτε καν με το Χόλιγουντ και τις πρακτικές των μεγάλων στούντιο που συνήθιζαν να ξεζουμίζουν τους πρωταγωνιστές τους υποχρεώνοντάς τους σε συνεχείς συμμετοχές σε ταινίες.
Η απόφασή της για απόσυρση είχε να κάνει μόνο με την ίδια. Απλά δεν ήθελε πια. Ήθελε να ζει μόνη, μακριά από την πολλή συνάφεια, μακριά από υποχρεώσεις και πολυσύχναστα κινηματογραφικά σετ, μακριά από όλους, Μακριά και αγαπημένοι. Μόνη αλλά όχι μοναχική όπως μάλλον λανθασμένα έλεγαν για εκείνη χρόνια. Διότι πάντα είχε δίπλα της κάποιους αγαπημένους ανθρώπους. Από τη μαγείρισσά της και τον διατροφολόγο της, μέχρι κάποιους πάμπλουτους φίλους της με τους οποίους μοιραζόταν τις παραξενιές της, ταξιδεύοντας ινκόγκνιτο μαζί τους. «Η υπέροχη Γκάρμπο ήταν ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχω γνωρίσει» έχει πει για εκείνη ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο –όχι ότι θα είχε και τόση σημασία γι αυτήν.
Ο βασανιστικός έρωτας με την παλιά της συμφοιτήτρια
Δεν έκανε παιδιά, δεν παντρεύτηκε κι ενώ από τη ζωή της πέρασαν κάποιοι λίγοι άντρες, η Γκρέτα Γκούσταφσον ήταν σύμφωνα με κάποιους βιογράφους της bisexual. Οι επιστολές που αντάλλασσε με τη φίλη της ηθοποιό από τη Δραματική Σχολή στη Στοκχόλμη, Μίμι Πόλακ (που επινόησε το όνομα Γκάρμπο) όσο η σταρ ζούσε στις ΗΠΑ κι εκείνη στη Σουηδία, αποκαλύπτουν το ασίγαστο πάθος που έκαιγε μέσα της για 60 χρόνια, ένας ανικανοποίητος, εμμονικός σχεδόν έρωτας που ειδικά στα χρόνια εκείνα έπρεπε πάση θυσία να μείνει στη σκιά, υπό τον φόβο του διασυρμού ακόμα και στα χρόνια της δόξας.
Ο πατέρας της ήταν θύμα της Ισπανικής γρίπης
Ειδικά στη συντηρητική Στοκχόλμη του 1920, η κόρη ενός ανειδίκευτου εργάτη που καθάριζε δρόμους έχοντας να ταΐσει μια πενταμελή οικογένεια, δεν είχε το δικαίωμα να απαιτεί από τη ζωή. Μόνο να κάνει όνειρα που έπρεπε να κρατά αυστηρά για τον εαυτό της, έχοντας ήδη πολλές έννοιες στο κεφάλι της. Όπως το να αναλάβει την φροντίδα του πατέρα της όταν εκείνος αρρώστησε από την Ισπανική γρίπη, αναγκάζοντάς την να παρατήσει το σχολείο μόλις στα 13 της. Ήταν η εποχή που τα κορίτσια της εργατικής τάξης σπάνια συνέχιζαν το σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο-Λύκειο.
Εκείνη δούλευε αρχικά σε ένα μαγαζί πουλώντας σαπούνια, μετά ως πωλήτρια και ως μοντέλο για καπέλα φροντίζοντας συγχρόνως τον πατέρα της που τελικά πέθανε έναν χρόνο αργότερα. Της άρεσε όμως η ηθοποιία, οργάνωνε αυτοσχέδιες θεατρικές ομάδες και συγχρόνως έκανε κάποια διαφημιστικά της εποχής. Η εγγραφή της στη Δραματική Σχολή της Στοκχόλμης θα την φέρει για πρώτη φορά να είναι μέλος μιας μεγάλης παρέας γεμάτης όνειρα όπως εκείνη.
Τα ερωτικά γράμματα στη Μίμι: «Σε αγαπώ μικρή μου Μιμόζα»
Εκεί θα γνωρίσει την παντοτινή της αγάπη. «Σε αγαπώ μικρή μου Μιμόζα», όπως την έλεγε χαϊδευτικά στις επιστολές της ακόμα κι όταν πια η Γκάρμπο ήταν μια γηραιά κυρία που περιπλανιόταν με τεράστια μαύρα γυαλιά. Για πολλούς ο λόγος της μόνιμης μελαγχολίας της ήταν αυτός ο κρυφός βασανιστικός νεανικός της έρωτας με τη Σουηδέζα Μίμι που όταν ενημέρωσε την Γκάρμπο στις επιστολές της ότι παντρεύτηκε, της έγραψε το 1928: «Το όνειρό μου είναι να σε δω και να ακούσω ότι ακόμα νοιάζεσαι το ίδιο πολύ για την παλιά σου εργένισσα φίλη. Σε αγαπώ μικρή μου, Μιμόζα».
Δύο χρόνια αργότερα όταν η Μίμι της ανακοινώνει ότι έμεινε έγκυος, η Γκρέτα της γράφει: «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την φύση μας, ο Θεός έχει φροντίσει γι αυτό. Πάντα όμως θα πιστεύω ότι οι δυο μας ανήκουμε η μία στην άλλη», ενώ όταν φτάνει στις ΗΠΑ το τηλεγράφημα που την πληροφορεί ότι η Μίμι απέκτησε γιο, η σταρ της απαντάει: «Είμαι απίστευτα περήφανη που έγινα πατέρας!».
«Μάλλον θα μείνω για πάντα εργένισσα. Η λέξη "σύζυγος" είναι τόσο άσχημη»
Τουλάχιστον δύο άντρες στη ζωή της τής έκαναν πρόταση γάμου. Ο ένας ήταν ο Σουηδός βιογράφος της, Λαρς Σάξον και ο άλλος ο συμπρωταγωνιστής της από την εποχή του βωβού κινηματογράφου Τζον Γκίλμπερτ με τον οποίο συζούσαν για δύο χρόνια. Όπως αποκαλύφθηκε σε επιστολές της που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας από το Ταχυδρομικό Μουσείο της Στοκχόλμης που έκανε αφιέρωμα στη σταρ, η απάντησή της στον Σάξον ήταν «Μάλλον θα μείνω για πάντα εργένισσα. Η λέξη "σύζυγος" είναι τόσο άσχημη».
Η Σουηδέζα Μίμι δεν ήταν η μόνη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Η συγγραφέας Μερσέντες ντα Κόστα ήταν η δεύτερη που όπως η ίδια αποκάλυψε, είχε λεσβιακές σχέσεις μαζί της, αλλά τα γράμματα που έστελνε η Γκάρμπο στην ερωμένη της, δεν βγήκαν ποτέ στη δημοσιότητα αφού οι κληρονόμοι της, οι Ρέισφιλντς από τη μεριά του αδερφού της, Σβεν, δεν επέτρεψαν ποτέ στο Μουσείο να τις εκθέσουν στο κοινό, αφού έβριθαν από λεπτομέρειες της ερωτικής ζωής της σταρ-μύθου.
Έπασχε από διπολική διαταραχή
Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα της γυναίκας που έγινε αντικείμενο του πόθου στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, ακόμα κι όταν έκανε με τεράστια επιτυχία τη μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο της δεκαετίας του ‘30, δεν ήταν ο μόνος λόγος της βαθιάς της κατάθλιψης. Βιογράφοι της πιστεύουν ότι η Γκάρμπο έπασχε από διπολική διαταραχή, περνώντας από περιόδους έντονης ευεξίας και ιλαρότητας σε περιόδους βαθιάς κατάθλιψης και απελπισίας.
Ντρεπόταν για τη ταπεινή καταγωγή της
Άλλοι πιστεύουν ότι απλά ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη στερημένη γκρίζα ταπεινή της καταγωγή για την οποία ντρεπόταν μέχρι τα βαθιά της γεράματα –και κυρίως το ότι δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο, καταφέρνοντας να φτάσει μέχρι το Δημοτικό: «Ήταν μια απέραντη γκριζάδα -αυτές οι ατελείωτες χειμωνιάτικες νύχτες. Ο πατέρας μου καθόταν σε μία γωνία με τα δάχτυλά του να ανεβοκατεβαίνουν στις αράδες μιας εφημερίδας.
Από την άλλη μεριά του δωματίου, η μητέρα μου επιδιόρθωνε παλιά ρούχα, αναστενάζοντας όλη την ώρα. Εμείς τα παιδιά μιλούσαμε πολύ σιγά ή απλά μέναμε σιωπηλοί. Ήμασταν συνέχεια ανήσυχοι, γεμάτοι φόβο και αγωνία, σαν να υπήρχε κάποιος κίνδυνος στην ατμόσφαιρα.
Αυτά τα απογεύματα μένουν αξέχαστα σε ένα μικρό ευαίσθητο κορίτσι που μεγάλωσε κάπου όπου όλα έμοιαζαν το ίδιο, η ίδια ασχήμια παντού γύρω μας».
Από αυτή την ασχήμια κατάφερε τελικά να αποδράσει. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να την αποβάλλει. Ακόμα κι όταν έγινε η μεγαλύτερη σταρ της εποχής της και μία από τις πιο μυθικές προσωπικότητες που μπήκαν στο Πάνθεον του Χόλιγουντ.
Ίσως εξαιτίας αυτής της ασχήμιας των παιδικών της χρόνων που την στοίχειωναν να έγινε μανιώδης συλλέκτρια εμβληματικών έργων τέχνης, έχοντας στη συλλογή της πίνακες των Ρενουάρ, Ρουό, Καντίνσκι, Μπονάρ και Τζολένσκι αξίας εκατομμυρίων δολαρίων. Μοναδική κληρονόμος η ανιψιά της Γκρέι από την πλευρά του αδερφού της που έγινε πλουσιότερη κατά 50 εκατομμύρια δολάρια και η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 85 χρονών.
Μόνιμη κάτοικος Μανχάταν
Η Γκρέτα Γκάρμπο απέκτησε Αμερικανική υπηκοότητα το 1951 και δύο χρόνια αργότερα αγόρασε ένα διαμέρισμα 7 δωματίων στο Μανχάταν. Έζησε εκεί μέχρι τη τελευταία της μέρα στη γη. Όποτε δεν περπατούσε μόνη στους δρόμους ή μαζί με τον Σάμουελ Άνταμς Γκριν, συλλέκτη και curator στη Νέα Υόρκη, που της σύστησε η στενή φίλη της Σεσίλ ντε Ροτσάιλντ με την οποία πέρασαν και μαζί διακοπές ως φιλοξενούμενη στην έπαυλή της στη Νότια Γαλλία.
Οι μαγνητοφωνημένες συνδιαλέξεις που αποκαλύφθηκαν
Η σχέση όμως που τη γέμιζε χαρά ήταν εκείνη με τον Γκριν, αν και δεν είχε αίσια κατάληξη. Ο συλλέκτης είχε τη συνήθεια να μαγνητοφωνεί τις συνομιλίες που έκανε με τους φίλους της και με την άδεια της Γκάρμπο, το ίδιο έκανε και τις ατελείωτες ώρες που οι δυο τους μιλούσαν στο τηλέφωνο. Το 1985 η σχέση τους έληξε για πάντα όταν εκείνη πληροφορήθηκε ψευδώς ότι ο Γκριν έπαιξε τις κασέτες με τις συνομιλίες τους σε μια φιλική τους παρέα. Ήταν κάτι που ο ίδιος έφερε βαρέως και του στοίχισε πολύ αλλά οι προσπάθειες να την πείσει ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ, έπεσαν στο κενό, η Γκάρμπο ένιωσε προδομένη.
Στη διαθήκη του, ως τελευταία επιθυμία του ήταν το υλικό από τις κασέτες να περάσει αποκλειστικά στην ιδιοκτησία του Πανεπιστημίου Wesleyan. Όταν αργότερα μέρος του περιεχομένου βγήκε στη δημοσιότητα, αποκαλύφθηκε μια άλλη Γκάρμπο. Γεμάτη χιούμορ αλλά πάντα εκκεντρική.
Πότε δεν υπέγραφε αυτόγραφα
Έτσι τη θυμούνται και οι Νεοϋορκέζοι γείτονές της, πάντα αδύνατη και σε φόρμα (έτρωγε μόνο λαχανικά, γιαούρτι και ξηρούς καρπούς), ντυμένη casual με μαύρα γυαλιά, να περπατά και να περπατά. Και οι φωτογράφοι, οι περίεργοι και οι θαυμαστές να προσπαθούν να την φωτογραφήσουν, να της πιάσουν κουβέντα. Αυτόγραφα δεν έδινε ποτέ ούτε όταν ήταν εν ενεργεία, και φυσικά ούτε όταν δεν ήταν. Ήθελε να έχει την ησυχία της. «Είμαι μια γυναίκα αργή, κουρασμένη και βαρετή», έγραφε στη Μίμη. Φυσικά δεν την πίστεψε ποτέ κανείς.
Η «Σουηδική Σφίγγα» έφυγε αφήνοντας το μυστήριό της να πλανάται εσαεί στην αιωνιότητα χαμογελώντας αινιγματικά. Μια Μόνα Λίζα σε καραντίνα χτυπημένη από έναν εσωτερικό ιό.
Τα ερωτικά γράμματα στη Μίμι: «Σε αγαπώ μικρή μου Μιμόζα»
Εκεί θα γνωρίσει την παντοτινή της αγάπη. «Σε αγαπώ μικρή μου Μιμόζα», όπως την έλεγε χαϊδευτικά στις επιστολές της ακόμα κι όταν πια η Γκάρμπο ήταν μια γηραιά κυρία που περιπλανιόταν με τεράστια μαύρα γυαλιά. Για πολλούς ο λόγος της μόνιμης μελαγχολίας της ήταν αυτός ο κρυφός βασανιστικός νεανικός της έρωτας με τη Σουηδέζα Μίμι που όταν ενημέρωσε την Γκάρμπο στις επιστολές της ότι παντρεύτηκε, της έγραψε το 1928: «Το όνειρό μου είναι να σε δω και να ακούσω ότι ακόμα νοιάζεσαι το ίδιο πολύ για την παλιά σου εργένισσα φίλη. Σε αγαπώ μικρή μου, Μιμόζα».
Δύο χρόνια αργότερα όταν η Μίμι της ανακοινώνει ότι έμεινε έγκυος, η Γκρέτα της γράφει: «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την φύση μας, ο Θεός έχει φροντίσει γι αυτό. Πάντα όμως θα πιστεύω ότι οι δυο μας ανήκουμε η μία στην άλλη», ενώ όταν φτάνει στις ΗΠΑ το τηλεγράφημα που την πληροφορεί ότι η Μίμι απέκτησε γιο, η σταρ της απαντάει: «Είμαι απίστευτα περήφανη που έγινα πατέρας!».
«Μάλλον θα μείνω για πάντα εργένισσα. Η λέξη "σύζυγος" είναι τόσο άσχημη»
Τουλάχιστον δύο άντρες στη ζωή της τής έκαναν πρόταση γάμου. Ο ένας ήταν ο Σουηδός βιογράφος της, Λαρς Σάξον και ο άλλος ο συμπρωταγωνιστής της από την εποχή του βωβού κινηματογράφου Τζον Γκίλμπερτ με τον οποίο συζούσαν για δύο χρόνια. Όπως αποκαλύφθηκε σε επιστολές της που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας από το Ταχυδρομικό Μουσείο της Στοκχόλμης που έκανε αφιέρωμα στη σταρ, η απάντησή της στον Σάξον ήταν «Μάλλον θα μείνω για πάντα εργένισσα. Η λέξη "σύζυγος" είναι τόσο άσχημη».
Η Σουηδέζα Μίμι δεν ήταν η μόνη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Η συγγραφέας Μερσέντες ντα Κόστα ήταν η δεύτερη που όπως η ίδια αποκάλυψε, είχε λεσβιακές σχέσεις μαζί της, αλλά τα γράμματα που έστελνε η Γκάρμπο στην ερωμένη της, δεν βγήκαν ποτέ στη δημοσιότητα αφού οι κληρονόμοι της, οι Ρέισφιλντς από τη μεριά του αδερφού της, Σβεν, δεν επέτρεψαν ποτέ στο Μουσείο να τις εκθέσουν στο κοινό, αφού έβριθαν από λεπτομέρειες της ερωτικής ζωής της σταρ-μύθου.
Έπασχε από διπολική διαταραχή
Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα της γυναίκας που έγινε αντικείμενο του πόθου στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, ακόμα κι όταν έκανε με τεράστια επιτυχία τη μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο της δεκαετίας του ‘30, δεν ήταν ο μόνος λόγος της βαθιάς της κατάθλιψης. Βιογράφοι της πιστεύουν ότι η Γκάρμπο έπασχε από διπολική διαταραχή, περνώντας από περιόδους έντονης ευεξίας και ιλαρότητας σε περιόδους βαθιάς κατάθλιψης και απελπισίας.
Ντρεπόταν για τη ταπεινή καταγωγή της
Άλλοι πιστεύουν ότι απλά ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη στερημένη γκρίζα ταπεινή της καταγωγή για την οποία ντρεπόταν μέχρι τα βαθιά της γεράματα –και κυρίως το ότι δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο, καταφέρνοντας να φτάσει μέχρι το Δημοτικό: «Ήταν μια απέραντη γκριζάδα -αυτές οι ατελείωτες χειμωνιάτικες νύχτες. Ο πατέρας μου καθόταν σε μία γωνία με τα δάχτυλά του να ανεβοκατεβαίνουν στις αράδες μιας εφημερίδας.
Από την άλλη μεριά του δωματίου, η μητέρα μου επιδιόρθωνε παλιά ρούχα, αναστενάζοντας όλη την ώρα. Εμείς τα παιδιά μιλούσαμε πολύ σιγά ή απλά μέναμε σιωπηλοί. Ήμασταν συνέχεια ανήσυχοι, γεμάτοι φόβο και αγωνία, σαν να υπήρχε κάποιος κίνδυνος στην ατμόσφαιρα.
Αυτά τα απογεύματα μένουν αξέχαστα σε ένα μικρό ευαίσθητο κορίτσι που μεγάλωσε κάπου όπου όλα έμοιαζαν το ίδιο, η ίδια ασχήμια παντού γύρω μας».
Από αυτή την ασχήμια κατάφερε τελικά να αποδράσει. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να την αποβάλλει. Ακόμα κι όταν έγινε η μεγαλύτερη σταρ της εποχής της και μία από τις πιο μυθικές προσωπικότητες που μπήκαν στο Πάνθεον του Χόλιγουντ.
Ίσως εξαιτίας αυτής της ασχήμιας των παιδικών της χρόνων που την στοίχειωναν να έγινε μανιώδης συλλέκτρια εμβληματικών έργων τέχνης, έχοντας στη συλλογή της πίνακες των Ρενουάρ, Ρουό, Καντίνσκι, Μπονάρ και Τζολένσκι αξίας εκατομμυρίων δολαρίων. Μοναδική κληρονόμος η ανιψιά της Γκρέι από την πλευρά του αδερφού της που έγινε πλουσιότερη κατά 50 εκατομμύρια δολάρια και η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 85 χρονών.
Μόνιμη κάτοικος Μανχάταν
Η Γκρέτα Γκάρμπο απέκτησε Αμερικανική υπηκοότητα το 1951 και δύο χρόνια αργότερα αγόρασε ένα διαμέρισμα 7 δωματίων στο Μανχάταν. Έζησε εκεί μέχρι τη τελευταία της μέρα στη γη. Όποτε δεν περπατούσε μόνη στους δρόμους ή μαζί με τον Σάμουελ Άνταμς Γκριν, συλλέκτη και curator στη Νέα Υόρκη, που της σύστησε η στενή φίλη της Σεσίλ ντε Ροτσάιλντ με την οποία πέρασαν και μαζί διακοπές ως φιλοξενούμενη στην έπαυλή της στη Νότια Γαλλία.
Οι μαγνητοφωνημένες συνδιαλέξεις που αποκαλύφθηκαν
Η σχέση όμως που τη γέμιζε χαρά ήταν εκείνη με τον Γκριν, αν και δεν είχε αίσια κατάληξη. Ο συλλέκτης είχε τη συνήθεια να μαγνητοφωνεί τις συνομιλίες που έκανε με τους φίλους της και με την άδεια της Γκάρμπο, το ίδιο έκανε και τις ατελείωτες ώρες που οι δυο τους μιλούσαν στο τηλέφωνο. Το 1985 η σχέση τους έληξε για πάντα όταν εκείνη πληροφορήθηκε ψευδώς ότι ο Γκριν έπαιξε τις κασέτες με τις συνομιλίες τους σε μια φιλική τους παρέα. Ήταν κάτι που ο ίδιος έφερε βαρέως και του στοίχισε πολύ αλλά οι προσπάθειες να την πείσει ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ, έπεσαν στο κενό, η Γκάρμπο ένιωσε προδομένη.
Στη διαθήκη του, ως τελευταία επιθυμία του ήταν το υλικό από τις κασέτες να περάσει αποκλειστικά στην ιδιοκτησία του Πανεπιστημίου Wesleyan. Όταν αργότερα μέρος του περιεχομένου βγήκε στη δημοσιότητα, αποκαλύφθηκε μια άλλη Γκάρμπο. Γεμάτη χιούμορ αλλά πάντα εκκεντρική.
Πότε δεν υπέγραφε αυτόγραφα
Έτσι τη θυμούνται και οι Νεοϋορκέζοι γείτονές της, πάντα αδύνατη και σε φόρμα (έτρωγε μόνο λαχανικά, γιαούρτι και ξηρούς καρπούς), ντυμένη casual με μαύρα γυαλιά, να περπατά και να περπατά. Και οι φωτογράφοι, οι περίεργοι και οι θαυμαστές να προσπαθούν να την φωτογραφήσουν, να της πιάσουν κουβέντα. Αυτόγραφα δεν έδινε ποτέ ούτε όταν ήταν εν ενεργεία, και φυσικά ούτε όταν δεν ήταν. Ήθελε να έχει την ησυχία της. «Είμαι μια γυναίκα αργή, κουρασμένη και βαρετή», έγραφε στη Μίμη. Φυσικά δεν την πίστεψε ποτέ κανείς.
Η «Σουηδική Σφίγγα» έφυγε αφήνοντας το μυστήριό της να πλανάται εσαεί στην αιωνιότητα χαμογελώντας αινιγματικά. Μια Μόνα Λίζα σε καραντίνα χτυπημένη από έναν εσωτερικό ιό.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr