Πώς οι διεθνείς χόρεψαν... σάμπα τους Ιβοριανούς!
25.06.2014
09:21
Ο Σάντος «έδεσε κόμπο» όλα τα ατού της Ακτής Ελεφαντοστού - Δεν απειλήθηκε ποτέ το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, εκτός από τη φάση του γκολ - Το ιδανικό στήσιμο της ομάδας
Αυτή τη φορά, η Εθνική μας ομάδα δεν «έκλεψε» τη νίκη. Η εντυπωσιακή της επικράτηση επί της ταλαντούχας Ακτής Ελεφαντοστού και η ιστορική, για πρώτη φορά, πρόκρισή της στη δεύτερη φάση του Μουντιάλ, δεν οφείλεται μόνο στη γνωστή τακτική της, «φουλ άμυνα, μισή φάση και γκολ», αλλά στην πολύ καλή απόδοση που είχε από το 30ό λεπτό και μετά.
Αυτή τη φορά η Εθνική μας έπαιξε ποδόσφαιρο. Και έπαιξε καλό, ελκυστικό, σχεδόν θεαματικό ποδόσφαιρο, αποδεικνύοντας και στους πιο επιφυλακτικούς ότι δεν της λείπει το ταλέντο. Σίγουρα δεν της έλειψε στιγμή από τον κρίσιμο αγώνα με τους Αφρικανούς, το πάθος, η θέληση, η δύναμη, η προσήλωση. Όλα τα στοιχεία, δηλαδή που χαρακτηρίζουν χρόνια το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Τα είχε στο μέγιστο βαθμό, περισσότερο κι από το εξοντωτικό παιχνίδι με την Ιαπωνία, φυσικά και από εκείνο με την Κολομβία.
Αλλά αυτή τη φορά είχε και ποιότητα στο παιχνίδι της. Άριστο στήσιμο, τρεξίματα σε όλους τους χώρους, αλλά και πίεση ψηλά, κερδισμένες μπάλες και πολύ δημιουργία. Η Εθνική μας είχε, πέρα από τα δύο γκολ, τρία (!!!) δοκάρια από ισάριθμες καλές προσπάθειες, τουλάχιστον τρεις με τέσσερις κλασικές ευκαιρίες και μερικές ακόμη πολύ καλές φάσεις, όλες αποτέλεσμα γρήγορου και τεχνικού ποδοσφαίρου.
Για πρώτη φορά η Εθνική μας κράτησε τόσο πολύ μπάλα στην κατοχή της, σχεδόν στα ίσια με την Ακτή. Ξεδιπλωνόταν εξαιρετικά στις αντεπιθέσεις, ανέβαζε διαρκώς παίκτες προς την αντίπαλη περιοχή και είχε εμπνεύσεις στα τελειώματά της. Σουτ, κάθετες μπαλιές και φαρμακερές σέντρες συνέθεταν την ελληνική ποδοσφαιρική ραψωδία στο αγώνα με την Ακτή Ελεφαντοστού, κάνοντας τη νίκη και την πρόκρισή της να μοιάζει ως η πιο δίκαιη εξέλιξη των πραγμάτων.
Ακόμη και ο τρόπος που αυτή επιτεύχθηκε έδειχνε να είναι σαν τη μεσολάβηση της μοίρας για να αποκατασταθεί η τάξη: η Ακτή Ελεφαντοστού δεν έκανε σχεδόν καμία κλασική ευκαιρία, ούτε πριν δεχθεί το πρώτο γκολ, ούτε μετά. Μπλοκαρισμένη σε ένα φλύαρο μοτίβο ανάπτυξης και ψάχνοντας μονότονα τον Ντρογκμπά και τον Ζερβίνιο, δεν είχε καταφέρει να απειλήσει πραγματικά, πριν το γκολ της ισοφάρισης. Ακόμη και μετά από αυτό όμως περιορίστηκε σε παθητικό ρόλο, με την Εθνική μας να κυριαρχεί και να αναζητά πεισματικά τη νίκη.
Το πέναλτι στις καθυστερήσεις και το νικητήριο γκολ, απλά αποκατέστησε το συσχετισμό δυνάμεων που υπήρξαν σε ολόκληρο το παιχνίδι, αφού η Εθνική μας ήταν αυτή που άξιζε τη νίκη και την πρόκριση και θα ήταν μεγάλη αδικία να φύγει από τη Φορταλέζα (και τη Βραζιλία) με άδεια χέρια.
Αυτή τη φορά η Εθνική μας έπαιξε ποδόσφαιρο. Και έπαιξε καλό, ελκυστικό, σχεδόν θεαματικό ποδόσφαιρο, αποδεικνύοντας και στους πιο επιφυλακτικούς ότι δεν της λείπει το ταλέντο. Σίγουρα δεν της έλειψε στιγμή από τον κρίσιμο αγώνα με τους Αφρικανούς, το πάθος, η θέληση, η δύναμη, η προσήλωση. Όλα τα στοιχεία, δηλαδή που χαρακτηρίζουν χρόνια το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Τα είχε στο μέγιστο βαθμό, περισσότερο κι από το εξοντωτικό παιχνίδι με την Ιαπωνία, φυσικά και από εκείνο με την Κολομβία.
Αλλά αυτή τη φορά είχε και ποιότητα στο παιχνίδι της. Άριστο στήσιμο, τρεξίματα σε όλους τους χώρους, αλλά και πίεση ψηλά, κερδισμένες μπάλες και πολύ δημιουργία. Η Εθνική μας είχε, πέρα από τα δύο γκολ, τρία (!!!) δοκάρια από ισάριθμες καλές προσπάθειες, τουλάχιστον τρεις με τέσσερις κλασικές ευκαιρίες και μερικές ακόμη πολύ καλές φάσεις, όλες αποτέλεσμα γρήγορου και τεχνικού ποδοσφαίρου.
Για πρώτη φορά η Εθνική μας κράτησε τόσο πολύ μπάλα στην κατοχή της, σχεδόν στα ίσια με την Ακτή. Ξεδιπλωνόταν εξαιρετικά στις αντεπιθέσεις, ανέβαζε διαρκώς παίκτες προς την αντίπαλη περιοχή και είχε εμπνεύσεις στα τελειώματά της. Σουτ, κάθετες μπαλιές και φαρμακερές σέντρες συνέθεταν την ελληνική ποδοσφαιρική ραψωδία στο αγώνα με την Ακτή Ελεφαντοστού, κάνοντας τη νίκη και την πρόκρισή της να μοιάζει ως η πιο δίκαιη εξέλιξη των πραγμάτων.
Ακόμη και ο τρόπος που αυτή επιτεύχθηκε έδειχνε να είναι σαν τη μεσολάβηση της μοίρας για να αποκατασταθεί η τάξη: η Ακτή Ελεφαντοστού δεν έκανε σχεδόν καμία κλασική ευκαιρία, ούτε πριν δεχθεί το πρώτο γκολ, ούτε μετά. Μπλοκαρισμένη σε ένα φλύαρο μοτίβο ανάπτυξης και ψάχνοντας μονότονα τον Ντρογκμπά και τον Ζερβίνιο, δεν είχε καταφέρει να απειλήσει πραγματικά, πριν το γκολ της ισοφάρισης. Ακόμη και μετά από αυτό όμως περιορίστηκε σε παθητικό ρόλο, με την Εθνική μας να κυριαρχεί και να αναζητά πεισματικά τη νίκη.
Το πέναλτι στις καθυστερήσεις και το νικητήριο γκολ, απλά αποκατέστησε το συσχετισμό δυνάμεων που υπήρξαν σε ολόκληρο το παιχνίδι, αφού η Εθνική μας ήταν αυτή που άξιζε τη νίκη και την πρόκριση και θα ήταν μεγάλη αδικία να φύγει από τη Φορταλέζα (και τη Βραζιλία) με άδεια χέρια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για την Ακτή στο δεύτερο ημίχρονο έγινε στο 72' με κεφαλιά από κόρνερ, ένα λεπτό πριν το γκολ της ισοφάρισης.
Επιπλέον, σε πολλές φάσεις οι Ιβοριανοί σταματούσαν τους Έλληνες παίκτες μόνο με φάουλ και είναι ενδεικτικό ότι φορτώθηκαν με τρεις κίτρινες κάρτες, αφού ανέκοψαν επικίνδυνες αντεπιθέσεις της Εθνικής μας.
Η Εθνική μας πήγε να πληρώσει τις χαμένες ευκαιρίες της στο δεύτερο ημίχρονο, σε εκπλήρωση του άγραφου νόμου του ποδοσφαίρου, που τιμωρεί όποιον δεν μπορεί να «τελειώσει» ένα παιχνίδι.
Οι κινήσεις-ματ του Σάντος και η καλή μας… μοίρα
Στο κρίσιμο και χωρίς αύριο παιχνίδι της εθνικής μας με την Ακτή Ελεφαντοστού ο ομοσπονδιακός προπονητής Φερνάντο Σάντος ανακάτεψε αρκετά την τράπουλα και παρέταξε ένα σχήμα διαφορετικό από τους προηγούμενους αγώνες.
Έτσι κι αλλιώς ο στόχος ήταν μόνο ένας, η νίκη, καθώς ακόμα και η ισοπαλία έστελνε τους παίκτες μας πίσω στην πατρίδα. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούσε να μην προσέξει τα νώτα του, ώστε να μην πάθει όσα υπέστη η Κροατία από το Μεξικό το προηγούμενο βράδυ ή η Ιταλία από την Ουρουγουάη λίγες ώρες νωρίτερα.
Ο Σάντος ήθελε να παγώσει το ρυθμό, να κλείσει τις επιθέσεις των Ιβοριανών, να τους «κοιμήσει» τρόπον τινά, καθώς ήταν εύκολο να παρασυρθούν από το γεγονός ότι τους αρκούσε και η ισοπαλία και έτσι να μην πιέσουν ή να διακινδυνεύσουν.
Ο Σάντος ήξερε ότι έπρεπε να κάνει υπομονή και να περιμένει, σαν κόμπρα, για το μοιραίο χτύπημα. Γι' αυτό και δεν πίεσε τα πράγματα από την αρχή, αφού δεν ήθελε να «προκαλέσει» τους Ιβοριανούς, αλλά να τους δώσει την εντύπωση ότι η εθνική μας ομάδα δεν ήταν ικανή να τους χτυπήσει.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Εθνική μας έπαιξε αμυντικά, προσεκτικά και επιφυλακτικά τα πρώτα 30 λεπτά του αγώνα, επιβάλλοντας ένα υποτονικό ρυθμό στο παιχνίδι.
Το στήσιμο όμως της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο είχε άλλες στοχεύσεις.
Στην άμυνα ο Σάντος δεν άλλαξε τίποτα, ούτε διάταξη, ούτε πρόσωπα (από δεξιά Τοροσίδης, Μανωλάς, Παπασταθόπουλος, Χολέβας). Μπροστά τους ήταν ο Μανιάτης με σαφή εντολή να μένει πίσω και να δίνει βοήθειες για την αναχαίτιση των τεχνικών μέσων της Ακτής. Λίγο πιο μπροστά ο Κονέ για να βοηθάει με μακρινές πάσες και ακόμη πιο μπροστά του σε ελεύθερο ρόλο ο Καραγκούνης για να κρατάει μπάλα και να μοιράζει παιχνίδι στα άκρα.
Η έκπληξη του Σάντος ήταν στην επίθεση: έβαλε στα άκρα τον Σαλπιγγίδη (αναμενόμενο) και τον Χριστοδουλόπουλο (κανείς δεν το περίμενε), ενώ αξιοποίησε τον Σαμαρά σε πιο ελεύθερο ρόλο κεντρικού επιθετικού.
Προτίμησε τον Χριστοδουλόπουλο από τον Φετφαζίδη γιατί ο Λάζαρος είναι πιο γρήγορος στις αντεπιθέσεις, σε αντίθεση με τον μικρό, που μπορεί να διασπάσει με τις ντρίμπλες του κλειστές άμυνες -που όμως δεν θα υπήρχαν σε αυτό το παιχνίδι.
Προτίμησε επίσης τη συγκεκριμένη επιθετική τριάδα και όχι έναν κλασικό σέντερ φορ για τον ίδιο λόγο: Δεν ένιωθε να έχει κανέναν έτοιμο να κάνει τόσο πολύ κίνηση σε ελεύθερους χώρους στις αντεπιθέσεις.
Ο τραυματισμός του Κονέ φάνηκε να του χαλάει τα σχέδια, όμως τελικά, σαν να ήταν επιλογή της μοίρας, βοήθησε τον Σάντος και την εθνική. Ο Σάμαρης που πήρε τη θέση του είναι καλύτερος αμυντικά και συνεργάστηκε πιο αποτελεσματικά με τον Μανιάτη στο να κλείσουν τους χώρους μπροστά από την άμυνα. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην εθνική να κλέβει πιο εύκολα τη μπάλα και να τη σπάει στα άκρα με τον εξαιρετικό σε όλο το παιχνίδι Χριστοδουλόπουλο και τον Σαλπιγγίδη κατά διαστήματα.
Πίσω τους είχαν εντολή να ανεβαίνουν, προκειμένου να αιφνιδιάσουν τους Ιβοριανούς, οι Τοροσίδης και Χολέβας και ειδικά ο δεύτερος έδειξε πολύ κεφάτος, έχοντας ένα σουτ στο δοκάρι στο πρώτο ημίχρονο και ένα εντυπωσιακό σλάλομ στο δεύτερο, που ανακόπηκε με φάουλ κίτρινης κάρτας από τον αντίπαλο.
Η ανάπτυξη της εθνικής από τα άκρα αποσυντόνισε τους Ιβοριανούς, που έδωσαν χώρο στον άξονα, με αποτέλεσμα ο Καραγκούνης να ξεδιπλώσει ορισμένες καλές επιθέσεις και ο Σάμαρης να δείξει ότι μπορεί πολλά – μεταξύ αυτών ότι πετυχαίνει και φοβερά γκολ όπως εκείνο με το οποίο προηγήθηκε η εθνική μας στο πρώτο ημίχρονο.
Η Ακτή έδειξε στον αγώνα με την Ιαπωνία ότι δύσκολα μπορεί να πετύχει γκολ με τη μπάλα κάτω – στον αγώνα με τους Ασιάτες πέτυχε και τα δύο γκολ με κεφαλιές.
Ταλαντούχοι μεν οι Ιβοριανοί, αλλά φλύαροι και επιπόλαιοι όπως οι περισσότερες αφρικανικές ομάδες, στηρίζονταν μόνο στα αθλητικά προσόντα και τα τεράστια κορμιά ορισμένων παικτών. Το ψηλό παιχνίδι όμως μπορούσε να είναι αποτελεσματικό μόνο με την Ιαπωνία των κοντών παικτών και όχι με την Ελλάδα, που έχει ένα από τα καλύτερα και ψηλά κεντρικά αμυντικά δίδυμα (Μανωλάς, Σωκράτης).
Στις επελάσεις τους από τα άκρα έβρισκαν πάντοτε μπροστά τους και παίκτη «βοήθεια» στον παίκτη που κάλυπτε την πτέρυγα, με αποτέλεσμα να γυρίζουν τη μπάλα και να επιχειρούν με μακρινά σουτ.
Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο η φάση του γκολ, που σημειώθηκε σε ένα ολιγόλεπτο διάστημα που η εθνική μας ομάδα παρασύρθηκε από το δικό της ρυθμό και πίεσε ψηλά, πιστεύοντας ότι μπορεί να πετύχει και δεύτερο γκολ και να τελειώσει την υπόθεση πρόκρισης.
Σε ατομική απόδοση όλοι ήταν πάνω από τη βάση, δεν υστέρησε κανείς και αυτό θα ίσχυε ακόμη κι αν δεν έμπαινε το νικητήριο γκολ.
Ο Γλύκος, που αντικατέστησε τον Καρνέζη νωρίς, ήταν αδιανόητα ψύχραιμος για τερματοφύλακα που κάνει ουσιαστικά ντεμπούτο με την εθνική ομάδα και μάλιστα σε συνθήκες μουντιάλ.
Οι Μανωλάς και Παπασταθόπουλος ήταν άριστοι με εκπληκτικές παρεμβάσεις και δεν φέρουν ευθύνη στο γκολ.
Ο Τοροσίδης ήταν καλός, αλλά έδειξε ολιγωρία στη φάση του γκολ, όταν χάνει τον Ζερβίνιο, που έρχεται από την πλευρά του, ενώ και πάλι δεν είχε τις παλιές φαρμακερές σέντρες τους, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πιστώνεται πάντως το τρίτο δοκάρι.
Ο Χολέβας εξέπληξε αυτή τη φορά. Φουλ μπακ με προσωπικότητα, εμπνεύσεις και ένα σούπερ δοκάρι στο πρώτο ημίχρονο από θέση… σέντερ φορ. Έκλεισε και όλους τους διαδρόμους στην αριστερή πτέρυγα – τι άλλο να περιμένει κανείς.
Ο Μανιάτης ήταν αυτή τη φορά αθόρυβος, απόλυτα προσηλωμένος στο ρόλο του, χωρίς περιττές ενέργειες. Είναι πιθανόν ένα από τα πιο απροσδόκητα κλειδιά της νίκης, αφού έμεινε προσηλωμένος στο ρόλο του και βοήθησε όλη την άμυνα να αντεπεξέλθει.
Ο Σάμαρης ήταν το ίδιο εκπληκτικός, μόνο που η τούρτα του είχε και κερασάκι: το πρώτο γκολ, που είναι όλο δικό του, αφού και έκλεψε τη μπάλα και εκτέλεσε. Έδειξε πανέτοιμος για μεγάλα πράγματα, ήταν απροσπέλαστος και έδωσε υπόσταση στην πρώτη γραμμή άμυνας, ακριβώς πριν την κύρια αμυντική γραμμή της ομάδας. Πιθανόν να έδωσε και την ενέργεια που έλειπε στην μεσαία γραμμή, ιδίως στο αμυντικό της μέρος, που έλειπε σε προηγούμενους αγώνες.
Ο Καραγκούνης τα έκανε όλα στον αγώνα αυτό: Κράτησε μπάλα, μοίρασε παιχνίδι, είχε δοκάρι και φιλόδοξα σουτ, συνέδεσε άριστα άμυνα και επίθεση, ήταν ηγέτης και εγγύηση για την ομάδα. Προφανώς έλειπε από τον πρώτο αγώνα, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν ο κατάλληλος για να φανούν στο χόρτο οι δυνατότητές του. Έτρεξε σαν έφηβος για 70 λεπτά.
Ο Σαλπιγγίδης προσπάθησε, βοήθησε και θα μπορούσε να δώσει εκείνος τη νίκη όταν στο 88’ δεν τέλειωσε τη φάση από τη μικρή περιοχή. Πρόσεξε ιδιαίτερα τα νώτα της δεξιάς πτέρυγας, αφού ο Τοροσίδης ανέβαινε συχνά. Αξιόπιστος, έστω και χωρίς εντυπωσιακή απόδοση.
Ο Χριστοδουλόπουλος έδειξε σαν έτοιμος από καιρό για μια μεγαλειώδη εμφάνιση. Παίκτης με περίεργη και απροσδιόριστη θέση στο χώρο ανάμεσα σε μεσαία γραμμή και άμυνα, έδειξε να του πηγαίνει γάντι το συγκεκριμένο παιχνίδι. Κουβάλησε τη μπάλα χιλιόμετρα, έδειξε ότι είναι καλός τεχνίτης ανοίγοντας την ομάδα στις αντεπιθέσεις και σε ορισμένες φάσεις επιβεβαίωσε ότι μπορεί να γίνει και καλός εκτελεστής. Ήταν ο παίκτης που έλειπε από την ομάδα τους δύο προηγούμενους αγώνες και πιθανόν είναι από τα βαρόμετρα της νίκης.
Ο Σαμαράς ήταν μόνιμος πονοκέφαλος για τους αντίπαλους, αλλά και πάλι ήταν σε ένα περίεργο ρόλο, που βοήθησε μεν την ομάδα, αλλά όχι τον ίδιο να λάμψει όσο πιθανόν να μπορούσε για τα 90 λεπτά της κανονικής διάρκειας του αγώνα.
Ήταν σαφώς καλύτερος από τους δύο προηγούμενους αγώνες, κράτησε μπάλα, κέρδισε μονομαχίες και φυσικά έδειξε την κλάση του όταν έπρεπε να κινηθεί μέσα στην περιοχή και όχι γύρω σε αυτή, στις καθυστερήσεις δηλαδή που κέρδισε το πέναλτι έχοντας κατακτήσει άριστα τον κενό χώρο.
Και φυσικά έδειξε την ηγετική του στόφα, όταν έχοντας μια ολόκληρη χώρα να κρέμεται πάνω του και όλη την υφήλιο να τον παρακολουθεί, πήρε τη μπάλα και εκτέλεσε το πέναλτι πετυχαίνοντας το ιστορικό νικητήριο γκολ της ομάδας.
Επιπλέον, σε πολλές φάσεις οι Ιβοριανοί σταματούσαν τους Έλληνες παίκτες μόνο με φάουλ και είναι ενδεικτικό ότι φορτώθηκαν με τρεις κίτρινες κάρτες, αφού ανέκοψαν επικίνδυνες αντεπιθέσεις της Εθνικής μας.
Η Εθνική μας πήγε να πληρώσει τις χαμένες ευκαιρίες της στο δεύτερο ημίχρονο, σε εκπλήρωση του άγραφου νόμου του ποδοσφαίρου, που τιμωρεί όποιον δεν μπορεί να «τελειώσει» ένα παιχνίδι.
Οι κινήσεις-ματ του Σάντος και η καλή μας… μοίρα
Στο κρίσιμο και χωρίς αύριο παιχνίδι της εθνικής μας με την Ακτή Ελεφαντοστού ο ομοσπονδιακός προπονητής Φερνάντο Σάντος ανακάτεψε αρκετά την τράπουλα και παρέταξε ένα σχήμα διαφορετικό από τους προηγούμενους αγώνες.
Έτσι κι αλλιώς ο στόχος ήταν μόνο ένας, η νίκη, καθώς ακόμα και η ισοπαλία έστελνε τους παίκτες μας πίσω στην πατρίδα. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούσε να μην προσέξει τα νώτα του, ώστε να μην πάθει όσα υπέστη η Κροατία από το Μεξικό το προηγούμενο βράδυ ή η Ιταλία από την Ουρουγουάη λίγες ώρες νωρίτερα.
Ο Σάντος ήθελε να παγώσει το ρυθμό, να κλείσει τις επιθέσεις των Ιβοριανών, να τους «κοιμήσει» τρόπον τινά, καθώς ήταν εύκολο να παρασυρθούν από το γεγονός ότι τους αρκούσε και η ισοπαλία και έτσι να μην πιέσουν ή να διακινδυνεύσουν.
Ο Σάντος ήξερε ότι έπρεπε να κάνει υπομονή και να περιμένει, σαν κόμπρα, για το μοιραίο χτύπημα. Γι' αυτό και δεν πίεσε τα πράγματα από την αρχή, αφού δεν ήθελε να «προκαλέσει» τους Ιβοριανούς, αλλά να τους δώσει την εντύπωση ότι η εθνική μας ομάδα δεν ήταν ικανή να τους χτυπήσει.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Εθνική μας έπαιξε αμυντικά, προσεκτικά και επιφυλακτικά τα πρώτα 30 λεπτά του αγώνα, επιβάλλοντας ένα υποτονικό ρυθμό στο παιχνίδι.
Το στήσιμο όμως της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο είχε άλλες στοχεύσεις.
Στην άμυνα ο Σάντος δεν άλλαξε τίποτα, ούτε διάταξη, ούτε πρόσωπα (από δεξιά Τοροσίδης, Μανωλάς, Παπασταθόπουλος, Χολέβας). Μπροστά τους ήταν ο Μανιάτης με σαφή εντολή να μένει πίσω και να δίνει βοήθειες για την αναχαίτιση των τεχνικών μέσων της Ακτής. Λίγο πιο μπροστά ο Κονέ για να βοηθάει με μακρινές πάσες και ακόμη πιο μπροστά του σε ελεύθερο ρόλο ο Καραγκούνης για να κρατάει μπάλα και να μοιράζει παιχνίδι στα άκρα.
Η έκπληξη του Σάντος ήταν στην επίθεση: έβαλε στα άκρα τον Σαλπιγγίδη (αναμενόμενο) και τον Χριστοδουλόπουλο (κανείς δεν το περίμενε), ενώ αξιοποίησε τον Σαμαρά σε πιο ελεύθερο ρόλο κεντρικού επιθετικού.
Προτίμησε τον Χριστοδουλόπουλο από τον Φετφαζίδη γιατί ο Λάζαρος είναι πιο γρήγορος στις αντεπιθέσεις, σε αντίθεση με τον μικρό, που μπορεί να διασπάσει με τις ντρίμπλες του κλειστές άμυνες -που όμως δεν θα υπήρχαν σε αυτό το παιχνίδι.
Προτίμησε επίσης τη συγκεκριμένη επιθετική τριάδα και όχι έναν κλασικό σέντερ φορ για τον ίδιο λόγο: Δεν ένιωθε να έχει κανέναν έτοιμο να κάνει τόσο πολύ κίνηση σε ελεύθερους χώρους στις αντεπιθέσεις.
Ο τραυματισμός του Κονέ φάνηκε να του χαλάει τα σχέδια, όμως τελικά, σαν να ήταν επιλογή της μοίρας, βοήθησε τον Σάντος και την εθνική. Ο Σάμαρης που πήρε τη θέση του είναι καλύτερος αμυντικά και συνεργάστηκε πιο αποτελεσματικά με τον Μανιάτη στο να κλείσουν τους χώρους μπροστά από την άμυνα. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην εθνική να κλέβει πιο εύκολα τη μπάλα και να τη σπάει στα άκρα με τον εξαιρετικό σε όλο το παιχνίδι Χριστοδουλόπουλο και τον Σαλπιγγίδη κατά διαστήματα.
Πίσω τους είχαν εντολή να ανεβαίνουν, προκειμένου να αιφνιδιάσουν τους Ιβοριανούς, οι Τοροσίδης και Χολέβας και ειδικά ο δεύτερος έδειξε πολύ κεφάτος, έχοντας ένα σουτ στο δοκάρι στο πρώτο ημίχρονο και ένα εντυπωσιακό σλάλομ στο δεύτερο, που ανακόπηκε με φάουλ κίτρινης κάρτας από τον αντίπαλο.
Η ανάπτυξη της εθνικής από τα άκρα αποσυντόνισε τους Ιβοριανούς, που έδωσαν χώρο στον άξονα, με αποτέλεσμα ο Καραγκούνης να ξεδιπλώσει ορισμένες καλές επιθέσεις και ο Σάμαρης να δείξει ότι μπορεί πολλά – μεταξύ αυτών ότι πετυχαίνει και φοβερά γκολ όπως εκείνο με το οποίο προηγήθηκε η εθνική μας στο πρώτο ημίχρονο.
Η Ακτή έδειξε στον αγώνα με την Ιαπωνία ότι δύσκολα μπορεί να πετύχει γκολ με τη μπάλα κάτω – στον αγώνα με τους Ασιάτες πέτυχε και τα δύο γκολ με κεφαλιές.
Ταλαντούχοι μεν οι Ιβοριανοί, αλλά φλύαροι και επιπόλαιοι όπως οι περισσότερες αφρικανικές ομάδες, στηρίζονταν μόνο στα αθλητικά προσόντα και τα τεράστια κορμιά ορισμένων παικτών. Το ψηλό παιχνίδι όμως μπορούσε να είναι αποτελεσματικό μόνο με την Ιαπωνία των κοντών παικτών και όχι με την Ελλάδα, που έχει ένα από τα καλύτερα και ψηλά κεντρικά αμυντικά δίδυμα (Μανωλάς, Σωκράτης).
Στις επελάσεις τους από τα άκρα έβρισκαν πάντοτε μπροστά τους και παίκτη «βοήθεια» στον παίκτη που κάλυπτε την πτέρυγα, με αποτέλεσμα να γυρίζουν τη μπάλα και να επιχειρούν με μακρινά σουτ.
Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο η φάση του γκολ, που σημειώθηκε σε ένα ολιγόλεπτο διάστημα που η εθνική μας ομάδα παρασύρθηκε από το δικό της ρυθμό και πίεσε ψηλά, πιστεύοντας ότι μπορεί να πετύχει και δεύτερο γκολ και να τελειώσει την υπόθεση πρόκρισης.
Σε ατομική απόδοση όλοι ήταν πάνω από τη βάση, δεν υστέρησε κανείς και αυτό θα ίσχυε ακόμη κι αν δεν έμπαινε το νικητήριο γκολ.
Ο Γλύκος, που αντικατέστησε τον Καρνέζη νωρίς, ήταν αδιανόητα ψύχραιμος για τερματοφύλακα που κάνει ουσιαστικά ντεμπούτο με την εθνική ομάδα και μάλιστα σε συνθήκες μουντιάλ.
Οι Μανωλάς και Παπασταθόπουλος ήταν άριστοι με εκπληκτικές παρεμβάσεις και δεν φέρουν ευθύνη στο γκολ.
Ο Τοροσίδης ήταν καλός, αλλά έδειξε ολιγωρία στη φάση του γκολ, όταν χάνει τον Ζερβίνιο, που έρχεται από την πλευρά του, ενώ και πάλι δεν είχε τις παλιές φαρμακερές σέντρες τους, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πιστώνεται πάντως το τρίτο δοκάρι.
Ο Χολέβας εξέπληξε αυτή τη φορά. Φουλ μπακ με προσωπικότητα, εμπνεύσεις και ένα σούπερ δοκάρι στο πρώτο ημίχρονο από θέση… σέντερ φορ. Έκλεισε και όλους τους διαδρόμους στην αριστερή πτέρυγα – τι άλλο να περιμένει κανείς.
Ο Μανιάτης ήταν αυτή τη φορά αθόρυβος, απόλυτα προσηλωμένος στο ρόλο του, χωρίς περιττές ενέργειες. Είναι πιθανόν ένα από τα πιο απροσδόκητα κλειδιά της νίκης, αφού έμεινε προσηλωμένος στο ρόλο του και βοήθησε όλη την άμυνα να αντεπεξέλθει.
Ο Σάμαρης ήταν το ίδιο εκπληκτικός, μόνο που η τούρτα του είχε και κερασάκι: το πρώτο γκολ, που είναι όλο δικό του, αφού και έκλεψε τη μπάλα και εκτέλεσε. Έδειξε πανέτοιμος για μεγάλα πράγματα, ήταν απροσπέλαστος και έδωσε υπόσταση στην πρώτη γραμμή άμυνας, ακριβώς πριν την κύρια αμυντική γραμμή της ομάδας. Πιθανόν να έδωσε και την ενέργεια που έλειπε στην μεσαία γραμμή, ιδίως στο αμυντικό της μέρος, που έλειπε σε προηγούμενους αγώνες.
Ο Καραγκούνης τα έκανε όλα στον αγώνα αυτό: Κράτησε μπάλα, μοίρασε παιχνίδι, είχε δοκάρι και φιλόδοξα σουτ, συνέδεσε άριστα άμυνα και επίθεση, ήταν ηγέτης και εγγύηση για την ομάδα. Προφανώς έλειπε από τον πρώτο αγώνα, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν ο κατάλληλος για να φανούν στο χόρτο οι δυνατότητές του. Έτρεξε σαν έφηβος για 70 λεπτά.
Ο Σαλπιγγίδης προσπάθησε, βοήθησε και θα μπορούσε να δώσει εκείνος τη νίκη όταν στο 88’ δεν τέλειωσε τη φάση από τη μικρή περιοχή. Πρόσεξε ιδιαίτερα τα νώτα της δεξιάς πτέρυγας, αφού ο Τοροσίδης ανέβαινε συχνά. Αξιόπιστος, έστω και χωρίς εντυπωσιακή απόδοση.
Ο Χριστοδουλόπουλος έδειξε σαν έτοιμος από καιρό για μια μεγαλειώδη εμφάνιση. Παίκτης με περίεργη και απροσδιόριστη θέση στο χώρο ανάμεσα σε μεσαία γραμμή και άμυνα, έδειξε να του πηγαίνει γάντι το συγκεκριμένο παιχνίδι. Κουβάλησε τη μπάλα χιλιόμετρα, έδειξε ότι είναι καλός τεχνίτης ανοίγοντας την ομάδα στις αντεπιθέσεις και σε ορισμένες φάσεις επιβεβαίωσε ότι μπορεί να γίνει και καλός εκτελεστής. Ήταν ο παίκτης που έλειπε από την ομάδα τους δύο προηγούμενους αγώνες και πιθανόν είναι από τα βαρόμετρα της νίκης.
Ο Σαμαράς ήταν μόνιμος πονοκέφαλος για τους αντίπαλους, αλλά και πάλι ήταν σε ένα περίεργο ρόλο, που βοήθησε μεν την ομάδα, αλλά όχι τον ίδιο να λάμψει όσο πιθανόν να μπορούσε για τα 90 λεπτά της κανονικής διάρκειας του αγώνα.
Ήταν σαφώς καλύτερος από τους δύο προηγούμενους αγώνες, κράτησε μπάλα, κέρδισε μονομαχίες και φυσικά έδειξε την κλάση του όταν έπρεπε να κινηθεί μέσα στην περιοχή και όχι γύρω σε αυτή, στις καθυστερήσεις δηλαδή που κέρδισε το πέναλτι έχοντας κατακτήσει άριστα τον κενό χώρο.
Και φυσικά έδειξε την ηγετική του στόφα, όταν έχοντας μια ολόκληρη χώρα να κρέμεται πάνω του και όλη την υφήλιο να τον παρακολουθεί, πήρε τη μπάλα και εκτέλεσε το πέναλτι πετυχαίνοντας το ιστορικό νικητήριο γκολ της ομάδας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr