Από τον… ίσκιο του Βάντσικ, στην κορυφή της Ευρώπης!
Το «αντίο» του Αντώνη Νικοπολίδη στην εθνική ομάδα αποτελεί τον προάγγελο του τέλους μιας καριέρας σχεδόν… μυθιστορηματικής! Γιατί όντως η καριέρα του διεθνή τερματοφύλακα θυμίζει μυθιστόρημα. Από κείνα τα «φτηνά λαϊκά αναγνώσματα» που ’χουν για ήρωα ένα φτωχό ομορφόπαιδο, που φτάνει πολύ ψηλά χάρη στην ψυχική του δύναμη, την ιώβεια υπομονή του και τη σκληρή δουλειά…
Και ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι ο 37χρονος διεθνής γκολκίπερ διέθετε στην εικοσαετή καριέρα του κ
Το «αντίο» του Αντώνη Νικοπολίδη στην εθνική ομάδα αποτελεί τον προάγγελο του τέλους μιας καριέρας σχεδόν… μυθιστορηματικής! Γιατί όντως η καριέρα του διεθνή τερματοφύλακα θυμίζει μυθιστόρημα. Από κείνα τα «φτηνά λαϊκά αναγνώσματα» που ’χουν για ήρωα ένα φτωχό ομορφόπαιδο, που φτάνει πολύ ψηλά χάρη στην ψυχική του δύναμη, την ιώβεια υπομονή του και τη σκληρή δουλειά…
Και ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι ο 37χρονος διεθνής γκολκίπερ διέθετε στην εικοσαετή καριέρα του και τα τρία παραπάνω χαρίσματα; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τον -κατά τον Γιάννη Ιωαννίδη- «ψυχισμό» του όταν μπαίνει σ’ ένα γήπεδο κολασμένο και δεν καταλαβαίνει τίποτα; Ποιος μπορεί να πει ότι δεν ήταν τέρας υπομονής και σκληρής δουλειάς από τη στιγμή που, όντας στη σκιά του Γιόζεφ Βάντσικ για εφτά ολόκληρα χρόνια, εν συνεχεία αναδείχτηκε, καθιερώθηκε, έλαμψε, έγινε πρωταθλητής Ευρώπης;…
Γεννημένος στις 14 Οκτωβρίου του 1971 στη Νέα Βίγλα της Άρτας, ο Αντώνης Νικοπολίδης έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην τοπική Αναγέννηση, με την οποία υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο το 1987. Για δυο χρονιές, αγωνίστηκε σε 49 ματς στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής, ώσπου τον ανακάλυψαν τα «λαγωνικά» του Παναθηναϊκού και το καλοκαίρι του ’89 τον έφεραν με συνοπτικές διαδικασίες στην Παιανία.
Παρόλο που έκανε το ντεμπούτο του με την πράσινη φανέλα σε ηλικία 18 ετών και τριών μηνών (και μάλιστα σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο «Καραϊσκάκη»), μέχρι το 1997 ο Νικοπολίδης αγωνίστηκε συνολικά σε 40 μόλις επίσημα παιχνίδια! Το… βουνό που είχε μπροστά του, όπως εύστοχα αποκαλούνταν ο Πολωνός γίγαντας Γιόζεφ Βάντσικ, δεν ήταν καθόλου εύκολο να παρακαμφθεί. Αλλά ο ίδιος δεν εξέφρασε ποτέ κανένα παράπονο. Όταν τον ρωτούσαν, απαντούσε απλώς: «Ο Γιόζεφ είναι από τους κορυφαίους τερματοφύλακες στον κόσμο. Μαθαίνω πολλά απ’ αυτόν. Κάποτε θα έρθει και η σειρά μου…».
Και ήρθε. Ακριβώς επειδή κάποια στιγμή ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου για τον Βάντσικ, ο οποίος κρέμασε τα γάντια του. Και από την περίοδο 1997-98 ο Νικοπολίδης καθιερώθηκε κάτω από τα γκολπόστ του Παναθηναϊκού. Κι από κει και πέρα, μπήκε το νερό στ’ αυλάκι.
Τον Αύγουστο του 1999, σ’ ένα φιλικό ματς με το Σαν Μαρίνο, έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα. Σε ηλικία 28 ετών. Αλλά, ως γνωστόν, το δόγμα του ήταν «ποτέ δεν είναι αργά». Και όντως δεν ήταν. Δυο χρόνια αργότερα, ο Ότο Ρεχάγκελ του έδωσε τη φανέλα με το εθνόσημο για να… την πάρει σπίτι του. Και η συνέχεια γνωστή. Πρωταθλητής Ευρώπης το 2004 στην Πορτογαλία, καλύτερος τερματοφύλακας στην ίδια διοργάνωση και πέμπτος καλύτερος γκολκίπερ στον κόσμο το 2005 σύμφωνα με τη Διεθνή Στατιστική Υπηρεσία. Και τώρα, που έφτασε η ώρα να δώσει πίσω τη φανέλα με το εθνόσημο, μετράει ήδη 80 διεθνείς συμμετοχές. Δεν είναι κι άσχημα για εννιά -σκάρτα- χρόνια διεθνούς καριέρας…
Όμως δεν ήταν όλα ρόδινα στην καριέρα του Νικοπολίδη. Ο ίδιος δεν σκόπευε ποτέ να φύγει από τον Παναθηναϊκό, αλλά δεν άργησε να μάθει ότι ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ. Λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 2004, η «πράσινη» διοίκηση του έκανε πρόταση ανανέωσης του συμβολαίου του, έναντι 500.000 ευρώ το χρόνο. Το γεγονός ότι καθυστερούσε ν’ απαντήσει, σε συνδυασμό με την απώλεια της θέσης του κάτω από τα δοκάρια, πυροδότησε φήμες στις εξέδρες: ότι είχε ήδη συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό. Αποτέλεσμα ήταν να γιουχαϊστεί άγρια τον Ιούνιο του 2005, όταν μπήκε στην κατάμεστη Λεωφόρο που πανηγύριζε την κατάκτηση του νταμπλ. Και απέφυγε τα χειρότερα χάρη στους συμπαίκτες του, οι οποίοι έκαναν ασπίδα τα κορμιά τους και τον προστάτευσαν.
Λίγες μέρες μετά το θρίαμβο της Πορτογαλίας, επισημοποιήθηκε η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, με 800.000 ευρώ το χρόνο. «Δεν ήμουν ποτέ Ολυμπιακός», δήλωσε ευθαρσώς ο ίδιος, μα η προηγούμενη ομάδα μου φέρθηκε αντιεπαγγελματικά». Από την προηγούμενη ομάδα τους, βέβαια, εξακολουθούν να ισχυρίζονται το ακριβώς αντίθετο. Και μάλλον ποτέ κανείς δεν θα μάθει όλη την αλήθεια.
Και στον Ολυμπιακό, βέβαια, ο Νικοπολίδης συνέχιζε να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να… συλλέγει τίτλους! Συνολικά, σε συλλογικό επίπεδο έχει κατακτήσει 9 πρωταθλήματα -5 με τον Παναθηναϊκό (1990, 1991, 1995, 1996, 2004) και 4 με τον Ολυμπιακό (2005, 2006, 2007, 2008)- και 8 Κύπελλα -5 με τον Παναθηναϊκό (1990, 1991, 1995, 1996, 2004) και 3 με τον Ολυμπιακό (2005, 2006, 2008).
14 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1990 - 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2005:
Από την κόλαση του «Καραϊσκάκη στο… κολαστήριο της Λεωφόρου!
Η δεκαετία του ’90 ξεκίνησε με… σοκ και δέος για τον μόλις 18χρονο, τότε, Αντώνη Νικοπολίδη. Ένα παιδί ντροπαλό, συνεσταλμένο, που μόλις είχε κατηφορίσει από την Άρτα στην Αθήνα κι η φανέλα με το τριφύλλι στο στήθος του φάνταζε ακόμα… βαριά κι ασήκωτη.
Μια χαρά ένιωθε και στην… εξέδρα των επισήμων του Παναθηναϊκού, εδώ που τα λέμε, και ούτε που διανοούνταν ότι θα καθόταν έστω και στον πάγκο την πρώτη του χρονιά. Καθότι μπροστά του υπήρχε ένα «ιερό τέρας» ονόματι Νίκος Σαργκάνης, αν και συνήθως βασικός έπαιζε ο Γιώργος Αμπαδιωτάκης -καθότι το «Φάντομ» είχε αρχίσει σιγά σιγά να… τροχοδρομεί.
Έλα, όμως, που η μοίρα τα ’θελε αλλιώς… Το ποδαρικό για το 1990 ήταν κακό, τόσο για τον Αμπαδιωτάκη, όσο και για τον Σαργκάνη. Ο Κρίστο Μπόνεφ -προπονητής, τότε, του Παναθηναϊκού- με το που ξεκίνησαν οι προπονήσεις αμέσως μετά τις γιορτές, είδε και τους δυο τερματοφύλακες να βγαίνουν νοκ άουτ, ο ένας μετά τον άλλον…
Τον έπιασε απελπισία… Μπροστά του, εξάλλου, την επόμενη Κυριακή (14 Ιανουαρίου 1990), δεν είχε οποιονδήποτε αντίπαλο. Είχε τον Ολυμπιακό. Και μάλιστα μες στο «Καραϊσκάκη». Προπαραμονή του ντέρμπι, λοιπόν, κι ο Βούλγαρος προπονητής άρχισε να σιγομουρμουρίζει βρισιές στη μητρική του γλώσσα, κοιτώντας εκνευρισμένος δεξιά κι αριστερά. Ώσπου το βλέμμα του έπεσε σε μια γωνιά των αποδυτηρίων της Παιανίας. Σ’ ένα νεαρό, αμούστακο παιδί, που είχε τελειώσει την προπόνηση κι ετοιμαζόταν να φύγει για το σπίτι του. Όπως άλλωστε έκανε κάθε Παρασκευή, μια και ποτέ δεν συμπεριλαμβανόταν στην αποστολή.
«Μικρέ, παίζεις την Κυριακή», άκουσε σε κάποια στιγμή να του λέει ο προπονητής του…
Και έπαιξε. Σ’ ένα γήπεδο - κόλαση. Τα γεγονότα με τον Κοσκωτά ήταν ακόμα νωπά, ο Σαλιαρέλης δεν μπορούσε να συμμαζέψει τους περιβόητους «επιστήμονες» της εξέδρας και μέσα σ’ αυτό το χαμό μπήκε να κάνει το ντεμπούτο του ο Αντώνης Νικοπολίδης…
Στην αρχή είχε τρακ, όπως ο ίδιος ομολόγησε αργότερα. Αλλά σύντομα το ξεπέρασε. Και μπορεί να έφαγε τρία γκολ, αλλά έσωσε άλλα τόσα. Και στο τέλος η ομάδα του πήρε το παιχνίδι 4-3, με γκολ του Σαμαρά στο… ενενηνταφεύγα. Χαλάλι, λοιπόν, το σεβαστού μεγέθους καρούμπαλο που απέκτησε στο κεφάλι, από μια κοτρώνα που εξακοντίστηκε από τη θύρα 7. Μια κοτρώνα που τον άφησε σε ημιλιπόθυμη κατάσταση για κάμποσα λεπτά. Αν υπήρχε άλλος τερματοφύλακας στον πάγκο, ο Νικοπολίδης θα είχε στα σίγουρα αντικατασταθεί. Αλλά ο ίδιος έσφιξε τα δόντια και συνέχισε. Και έφερε σε -επιτυχέστατο- πέρας την… πολεμική αποστολή του!
Ποιος θα το περίμενε, λοιπόν, ύστερα απ’ όλα αυτά ότι δεκαπέντε χρόνια και τρεις μήνες αργότερα (10 Απριλίου 2005), όταν πια είχε πάψει προ πολλού να είναι αμούστακο παιδί, όταν πια είχε πάνω του τη φρεσκότατη στάμπα του Πρωταθλητή Ευρώπης, θα περνούσε ανάλογες εφιαλτικές στιγμές; Όχι στο «Καραϊσκάκη» αυτή τη φορά, μα στο γήπεδο όπου ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά: στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας…
Πέντε αγωνιστικές πριν από το τέλος του πρωταθλήματος. Το ντέρμπι κρισιμότατο, καθότι Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός ισοβαθμούσαν στη κορυφή. Αναμενόμενη, λοιπόν, η κόλαση στις εξέδρες. Όπως επίσης αναμενόμενο και το… κολαστήριο για τον Νικοπολίδη, τον οποίο οι σκληροπυρηνικοί της πρώην ομάδας του τον περίμεναν με… πέτρες και καπνογόνα, αρνούμενοι να του συγχωρήσουν την «προδοσία» του περασμένου καλοκαιριού…
Το τι πέτρα και φωτοβολίδα έσκαγε κάθε τόσο και λιγάκι πλάι στον γκολκίπερ του Ολυμπιακού δεν περιγράφεται. Κι όμως, όπως είχε αντέξει στα δεκαοχτώ του, έτσι άντεξε και στα τριάντα τρία του. Και μπορεί αυτή τη φορά η ομάδα του να μην πήρε τη νίκη (κέρδισε ο Παναθηναϊκός με 1-0, με γκολ του Κωνσταντίνου), αλλά, ως γνωστόν, η εκδίκηση είν’ ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο…
Και η εκδίκηση του Νικοπολίδη απέναντι στην πρώην ομάδα του ήταν πολύ σκληρή: εξαιτίας των επεισοδίων, ο Παναθηναϊκός τιμωρήθηκε να παίξει κεκλεισμένων των θυρών στο αποφασιστικό ματς με την ΑΕΚ, την προτελευταία αγωνιστική. Το 0-0 εκείνο του αγώνα επανέφερε τον Ολυμπιακό στην κορυφή της βαθμολογίας. Και ουσιαστικά τον ανέδειξε πρωταθλητή…
Τα άσπρα μαλλιά, ο Κλούνεϊ και οι… Σαμαράδες (πατήρ και υιός)!
Μια ολόκληρη εικοσαετία μέσα στα γήπεδα, ο Αντώνης Νικοπολίδης είναι ένας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές στον κόσμο που έχει διατελέσει συμπαίκτης με… πατέρα και γιο! Στο ξεκίνημα της καριέρας του στον Παναθηναϊκό, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε συμπαίκτη του τον Γιάννη Σαμαρά. Και τα δυο τελευταία χρόνια έχει συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα τον γιο του Γιώργο…
Λογικό. Άλλωστε, τα μαλλιά του Αντώνη Νικοπολίδη άσπρισαν τόσα χρόνια μες στα γήπεδα. Αν και, εδώ που τα λέμε, είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν προτού καλά καλά κλείσει τα 25χρόνια του. Πολλοί το είχαν αποδώσει στη στενοχώρια του επειδή ήταν μόνιμος «παγκίτης», ωστόσο τον ίδιο δεν έδειχνε να τον απασχολεί το γεγονός. Εξάλλου τα άσπρα του μαλλιά ήταν αυτά που του έδωσαν και το παρατσούκλι… «Τζορτζ Κλούνεϊ», που τον… κυνηγά μέχρι και σήμερα!
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr