Κάπως έτσι πρέπει να είναι η κόλαση…

Ο αέρας μυρίζει σαπίλα. Οι κραυγές αγωνίας και θρήνου καλύπτουν τον ήχο της βροχής που πέφτει ανελέητα πάνω μας. Μέσα από τις πέτρες και τα χαλάσματα ξεχωρίζουν χέρια, πόδια, κομμάτια σάρκας. Όπου και να γυρίσω βλέπω θάνατο, δυστυχία. Οι λάσπες έχουν καλύψει τα πάντα. Δεν βλέπω τι πατάω. Δεν ξέρω τι υπάρχει κάτω από τα πόδια μου. Η απελπισία έχει γεμίσει την ψύχη μου. Πως θα ξεπεράσουμε αυτό που μας βρήκε. Ποια λόγια, ποιες λέξεις μπορούν να μας απαλύνουν τον πόνο. Η πόλη μου δεν υπάρχει πια.

Ο αέρας μυρίζει σαπίλα. Οι κραυγές αγωνίας και θρήνου καλύπτουν τον ήχο της βροχής που πέφτει ανελέητα πάνω μας. Μέσα από τις πέτρες και τα χαλάσματα ξεχωρίζουν χέρια, πόδια, κομμάτια σάρκας. Όπου και να γυρίσω βλέπω θάνατο, δυστυχία. Οι λάσπες έχουν καλύψει τα πάντα. Δεν βλέπω τι πατάω. Δεν ξέρω τι υπάρχει κάτω από τα πόδια μου. Η απελπισία έχει γεμίσει την ψύχη μου. Πως θα ξεπεράσουμε αυτό που μας βρήκε. Ποια λόγια, ποιες λέξεις μπορούν να μας απαλύνουν τον πόνο. Η πόλη μου δεν υπάρχει πια. Οι φίλοι μου είναι θαμμένοι κάπου κάτω από τους τόνους τσιμέντου που παλιά σχημάτιζαν το σχολείο μας. Ο γιος της γειτόνισσας δεν σταματάει να κλαίει, αλλά δεν ξέρει πως εμείς είμαστε οι τυχεροί. Εχτές περνώντας από την παλιά πλατεία, τώρα απλά μια αλάνα ανάμεσα στα ερείπια, είδα μια γυναίκα να χτενίζει την κόρη της. Το μικρό κορίτσι ήταν νεκρό. Το είχαν πλακώσει οι τοίχοι του σπιτιού του. «Δεν έπρεπε να τη θάψουν έτσι βρώμικη και αχτένιστη», έλεγε συνεχώς η μητέρα της. Απόρησα που βρήκε το κουράγιο να ψάξει για την χτένα. Εγώ δεν έχω τίποτα. Ούτε ρούχα, ούτε παιχνίδια. Έχω όμως την οικογένεια μου. Δεν ξέρω γιατί οι θεοί μας λυπήθηκαν και μας χάρισαν τη ζωή. Τι περισσότερο είχαμε κάνει εμείς και έμελλε να γλιτώσουμε; Δεν ξέρω. Τη Δευτέρα, όσο ακόμη η γη βρυχούσε και το χώμα σειόταν κάτω από τα πόδια μας, ξεχώρισα τη μάνα μου να τρέχει αλαφιασμένη να με βρει. Η αγκαλιά της ήταν το πιο όμορφο, το πιο ζεστό πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου. Όσα λεπτά μείναμε η μια κολλημένη πάνω στην άλλη, τίποτα κακό δεν μπορούσε να μου συμβεί. Όταν όμως γύρισα να δω πίσω μου τι γινόταν, είδα το τέλος του κόσμου. Μου είπε πως και ο μπαμπάς ήταν καλά και ένιωσα ανακούφιση. Όμως τι θα γίνει με τους υπόλοιπους; Ακόμη και οι στρατιώτες κλαίνε. Παλιά τους θυμόμουνα περήφανους να κάνουν παρελάσεις και γιορτές στο γήπεδο δίπλα στο σχολείο. Τώρα σαν μικρά παιδιά κλαίνε.

Το παραπάνω κείμενο είναι φανταστικό. Είναι οι σκέψεις που θα μπορούσαν να περνούν από το μυαλό μιας μικρής μαθήτριας στην επαρχία Σιτσουάν. Είναι οι σκέψεις που πέρασαν από το δικό μου μυαλό όταν είδα τις εικόνες από το σεισμό στην Κίνα.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr