«Είµαι αυτή που είµαι και όχι αυτή που θα ήθελαν»
28.03.2011
12:30
Yπάρχει ένας παλιός μύθος που λέει ότι το κάρμα μας σ’ αυτή τη ζωή εξαρτάται από το σημείο στο οποίο γεννηθήκαμε και πως αυτό που είμαστε αποτελεί έναν...
Της Ρομίνας Ξύδα
Yπάρχει ένας παλιός μύθος που λέει ότι το κάρμα μας σ’ αυτή τη ζωή εξαρτάται από το σημείο στο οποίο γεννηθήκαμε και πως αυτό που είμαστε αποτελεί έναν απόηχο όσων το συντροφεύουν. Η Χρυσαυγή γεννιέται κάποιο Σεπτέμβριο στη νότια Λακωνία, σ’ ένα χωριό έξω από τη Μονεμβασιά, ανάμεσα στα ακρωτήρια Ταίναρο και Καβομαλιά. Ενα σημείο όπου η γη, το νερό και ο ουρανός σχηματίζουν μια εικόνα αντίστοιχη με εκείνες των παραμυθιών. Μια περιοχή για την οποία ο Στράβων θα πει: «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε» («αν αποφασίσεις να περάσεις τον Μαλέα, ξέχνα πως έχεις οικογένεια»).
Λόγια που ασυνείδητα έχτισαν το σύμπαν της Χρυσαυγής, που από παιδί o άνεμος και τα κύματα του Καβομαλιά, μαζί με την κλασική παιδεία, την έσπρωξαν σε μια πορεία δημιουργίας και διαρκούς αναζήτησης: «Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής και πρόεδρος του χωριού και η μητέρα μου νομικός-συμβολαιογράφος και νομαρχιακή σύμβουλος. Στο όμορφο χωριό μου μεγάλωσα όπως έπρεπε. Οι γονείς μου με ανέθρεψαν ισορροπημένα, χωρίς τις στερήσεις ή τις υπερβολές που δημιουργούν απωθημένα και κομπλεξικά σύνδρομα. Τα παιδικά μας χρόνια είναι μια άλλη ζωή, ίσως και η μόνη αληθινή. Γι’ αυτό και μεγαλώνοντας, όσο ξεκάθαρη κι αν είναι μια εικόνα, για να την αντιληφθείς πρέπει να ανακαλέσεις το παρελθόν σου. Μόνο μέσα από αυτό μπορείς να συνειδητοποιήσεις και να εξηγήσεις τη μετέπειτα συμπεριφορά σου, τις σταθερές και τις αξίες σου».
Την κοιτάζω απέναντί μου και τόσο η εικόνα όσο και τα λόγια της μου υπαγορεύουν το περιττό των ερωτήσεων. Το ταξίδι σ’ εκείνα τα χρόνια άλλωστε είναι δικό της: «Το ότι μεγάλωσα σε επαρχία με κάνει πολύ ευτυχισμένη, γιατί με προστάτεψε από πολλά κακά της πόλης. Από την άλλη, οι δικοί μου φρόντισαν να μη στερηθώ ποτέ τα καλά μιας μεγαλούπολης. Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο βιβλία, μουσικές, πάρτι, φίλους και δύο γονείς με τους οποίους ταξιδεύαμε πολύ, σε όλο τον κόσμο. Κάπου εκεί, άρχισα να συνειδητοποιώ το πάθος μου για καθετί καινούριο. Γι’ αυτό και στο μέρος όπου μεγάλωσα δεν θα γυρίσω, αλλά θα γυρίζω. Και μαζί με μένα θα γυρίζουν και τα παιδιά μου».
Το μικρό κορίτσι από τη Μονεμβασιά, που αρίστευε στο σχολείο χωρίς να διαβάζει πολύ, ήξερε από πάντα τι ήθελε να κάνει στη ζωή του: «Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω δικηγόρος και ηθοποιός. Μου άρεσε να φτιάχνω με τις φίλες μου χορογραφίες, θεατρικές παραστάσεις, να μαζεύονται τα παιδιά της γειτονιάς, να κόβω εισιτήρια και στο τέλος με τα χρήματα αυτά να αγοράζω πράγματα και να τους κερνάω. Τη Νομική την επέλεξα γιατί είναι μία επιστήμη που κρατά τους ορίζοντες και το πνεύμα σου ανοιχτό». Στα 18 της θα περάσει με την πρώτη στη Νομική Σχολή Αθηνών και τα φοιτητικά της χρόνια θα αποτελέσουν για εκείνη μερικά από τα πιο έντονα, τα πιο ευτυχισμένα κομμάτια της ζωής της.
Στο πρώτο έτος της Νομικής, παράλληλα με τις σπουδές της, γράφεται σ’ ένα θεατρικό εργαστήρι στην Αθήνα. Στην πρώτη της και τελευταία παράσταση, η Χρυσαυγή θα υποδυθεί ένα ατίθασο αγοροκόριτσο που λατρεύει τις μηχανές και τα ταξίδια: «Οταν τελείωσε η παράσταση ήξερα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ ηθοποιός, ειδικά σ’ αυτή τη χώρα, και πως αν ποτέ το ξανάκανα θα το έκανα καθαρά για το καλό της ψυχής μου. Στα επαγγελματικά μου, σε αντίθεση με την προσωπική μου ζωή, όπου κυριαρχεί το συναίσθημα, είμαι πάνω απ’ όλα ένας λογικός άνθρωπος. Στο επάγγελμα υπάρχουν κανόνες. Στη ζωή, πάλι, όχι. Γι’ αυτό και στις κοινωνικές μου συναναστροφές δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, τα επαγγέλματα ή παρεμφερή κριτήρια για τους ανθρώπους. Φίλος μου είναι και ο αγρότης και ο καθηγητής στο Χάρβαρντ. Δεν υπάρχουν ταμπέλες, υπάρχουν άνθρωποι καλοί και κακοί, ενδιαφέροντες και λιγότερο ενδιαφέροντες».
Τα «θέλω» της Χρυσαυγής δεν περιορίστηκαν στο κεντρικό μονοπάτι της ζωής της, τη δικηγορία, αλλά το ανήσυχο πνεύμα της θα της υπαγορεύσει ότι πρέπει να κάνει και κάτι ακόμη. Από την αρχή: «Τη δεύτερη χρονιά της Νομικής γράφτηκα σε μια σχολή δημοσιογραφίας και παράλληλα με τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω ως δημοσιογράφος στο κανάλι Super Sport. Λίγα χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει η ΕΡΤ και ένα μονόωρο μαγκαζίνο με τίτλο "Καλοκαίρι στην Ελλάδα", το οποίο απευθυνόταν σε ομογενείς Ελληνες του εξωτερικού. Εκεί έκανα τα πάντα: παρουσίαζα, έγραφα, έκανα ρεπορτάζ, μοντάζ, παραγωγή. Αυτή η δουλειά με έκανε να αντιληφθώ την ομορφιά της δημοσιογραφίας. Θυμάμαι πως παρότι ξυπνούσα χαράματα και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα ένιωθα πανευτυχής και γεμάτη!».
Στη συνέχεια θα τελειώσει την άσκησή της σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Αθήνας και θα αρχίσει να διαβάζει ατελείωτα προκειμένου να γίνει δεκτή σε μεταπτυχιακό Εργατικού Δικαίου. Μία πρόταση ωστόσο από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο θα την κάνει να αλλάξει σχέδια την τελευταία στιγμή: «Ηταν η περίοδος που στελεχωνόταν το υπουργείο Υγείας από ειδικούς συνεργάτες, εγώ είχα μόλις πάρει την άδεια του δικηγόρου και η πρόταση για το νομικό τμήμα του υπουργείου με έκανε πανευτυχή. Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι ένας ιδιοφυής πολιτικός και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Η θητεία μου δίπλα του σίγουρα αποτέλεσε για εμένα ένα ακόμα σχολείο».
Εναν χρόνο αργότερα η Χρυσαυγή θα νιώσει ξανά εκείνη την απροσδιόριστη δύναμη που την ωθούσε να κάνει κάτι καινούριο. Επόμενος στόχος: μεταπτυχιακό στη Γαλλία επάνω στο Δίκαιο των Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα περήφανη που είμαι Ελληνίδα λόγω της αγάπης και του θαυμασμού που τρέφουν οι άνθρωποι της νοτίου Γαλλίας για τους Ελληνες. Ημουν σε μία ωραία σοφίτα πάνω σ’ έναν κεντρικό δρόμο, πλημμυρισμένο από σιντριβάνια, μπιστρό και καφέ. Κάναμε βόλτες στις αγορές, δοκιμάζαμε γαλλικά κρασιά και τυριά, ξεχνιόμασταν από την πίεση των μαθημάτων με εκδρομές στη Μασσαλία και το Μονακό. Η Γαλλία είναι η αγαπημένη μου χώρα και θα μπορούσα κάλλιστα να ζήσω εκεί».
Επιστρέφει και έπειτα από συζητήσεις με τον AΝΤ1 δέχεται να συμμετάσχει στην εκπομπή του Γιούρι Γκέλερ: «Αποδέχθηκα μια πρόταση για ψυχαγωγία, με το βλέμμα όμως στραμμένο πάντα στην ενημέρωση. Η συμμετοχή μου ήταν ένα διάλειμμα το οποίο υποστηρίζω, διότι όταν κάνεις κάτι με πίστη, ποιότητα και αισθητική το αποτέλεσμα είναι πάντα θετικό». Ακολούθησαν πολλές τηλεοπτικές προτάσεις τόσο από τον AΝΤ1 όσο και από άλλα κανάλια, αλλά η ψυχαγωγία για τη Χρυσαυγή φαινόταν δύσκολο να δέσει με τη δικηγορία:
«Η ψυχαγωγία είναι ένας σχετικά εύκολος δρόμος για τη διασημότητα, αλλά η τελευταία δεν με απασχολεί ούτε με απασχόλησε ποτέ αυτή καθαυτή. Στον λαμπερό και αδηφάγο χώρο των ΜΜΕ θαυμάζω τους ανθρώπους που παλεύουν για 500 ευρώ τον μήνα, αλλά ζουν το όνειρό τους. Βέβαια το περιβάλλον των ΜΜΕ και της τηλεόρασης με ενδιαφέρει και το παρακολουθώ. Αποτελεί άλλωστε το αντικείμενο των μεταπτυχιακών μου σπουδών, στις οποίες βλέπω και συνέχεια με το ίδιο αντικείμενο».
Το γραφείο της στο Κολωνάκι μετράει σχεδόν μισό χρόνο. Εκεί, παλεύει μόνη της με όνειρό της να γίνεται ολοένα και καλύτερη επιστήμονας και έπειτα από κάποια χρόνια οι πελάτες της να μιλούν με καλά λόγια για τη δικηγόρο τους: «Υστερα από χρόνια θέλω να κοιτάζω πίσω και να έχω τη συνείδησή μου καθαρή, να κοιμάμαι ήσυχη και να μην έχω εκποιήσει τις αρχές και τις αξίες μου. Είμαι ρομαντική, αλλά αυτή τη στιγμή έτσι πρέπει να είμαι!».
Το κεφάλαιο «Αλέξανδρος Τζόρβας», τον οποίο η Χρυσαυγή γνώρισε όταν εκείνος ήταν ακόμη τρίτος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού, αποτελεί για εκείνη μια ιστορία που προσπαθεί όσο μπορεί να κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας: «Με τον Αλέξανδρο γνωριστήκαμε όταν δούλευα ακόμη ως δημοσιογράφος στο Super Sport και παντρευόμαστε στις 17 Ιουνίου στον Αγιο Δημήτριο Φιλοπάππου. Δεν φανταζόμουν τον γάμο μου με νυφικά, πρίγκιπες και κορόνες ως σύγχρονη Σταχτοπούτα.
Γι’ αυτό και ποτέ δεν συγκεκριμενοποίησα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που θα επέλεγα με ατάκες του τύπου “θέλω να έχει χιούμορ, λεφτά, μπλε μάτια και… πράσινα άλογα”. Ο Αλέξανδρος είναι ο άνθρωπος που με έκανε απλώς να θέλω να ζήσουμε μαζί. Να ζήσουμε μαζί όχι για ό,τι υπάρχει γύρω μας, αλλά για όσα υπάρχουν μέσα μας».
Λίγο πριν φύγω από το γραφείο της τη ρωτάω για το επόμενο μεγάλο «ταξίδι», για τον ερχομό εκείνης της μέρας όταν πάλι κάτι θα της λείπει. Εκείνη χαμογελά: «Η αλήθεια είναι ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν επαναπαύεται ποτέ. Πάντα θέλω κάτι, πάντα μου λείπει κάτι, πάντα επιθυμώ να κάνω και κάτι άλλο, κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό. Πάντα θα υπάρχουν καινούρια ταξίδια και προκλήσεις μπροστά μας, πάντα θα υπάρχουν δρόμοι που δεν διαβήκαμε και κορυφές που δεν ανεβήκαμε.
Ακόμα. Ξέρεις τι ζηλεύω; Κάποιους συναδέλφους σου που αυτή την περίοδο βρίσκονται στην Αίγυπτο, στη Λιβύη ή στην Ιαπωνία παλεύοντας για ένα ρεπορτάζ. Για μένα επίκεντρο είναι πάντοτε η ανθρώπινη ύπαρξη και αυτήν πρέπει να υπηρετεί κάθε πολιτική, κάθε επανάσταση και κάθε ιδανικό.
Γι’ αυτό έγινα και δημοσιογράφος: για το “ταξίδι”, για την επαφή με τον άνθρωπο, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, τα κατορθώματα και τα λάθη του, και όχι για να κάνω τη χαριτωμένη ακούγοντας ατάκες του τύπου “μα, ενδιαφέρει τον κόσμο τι νυφικό θα φορέσετε στον γάμο σας”. Είμαι αυτή που είμαι και όχι αυτή που θα ήθελαν».
Yπάρχει ένας παλιός μύθος που λέει ότι το κάρμα μας σ’ αυτή τη ζωή εξαρτάται από το σημείο στο οποίο γεννηθήκαμε και πως αυτό που είμαστε αποτελεί έναν απόηχο όσων το συντροφεύουν. Η Χρυσαυγή γεννιέται κάποιο Σεπτέμβριο στη νότια Λακωνία, σ’ ένα χωριό έξω από τη Μονεμβασιά, ανάμεσα στα ακρωτήρια Ταίναρο και Καβομαλιά. Ενα σημείο όπου η γη, το νερό και ο ουρανός σχηματίζουν μια εικόνα αντίστοιχη με εκείνες των παραμυθιών. Μια περιοχή για την οποία ο Στράβων θα πει: «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε» («αν αποφασίσεις να περάσεις τον Μαλέα, ξέχνα πως έχεις οικογένεια»).
Λόγια που ασυνείδητα έχτισαν το σύμπαν της Χρυσαυγής, που από παιδί o άνεμος και τα κύματα του Καβομαλιά, μαζί με την κλασική παιδεία, την έσπρωξαν σε μια πορεία δημιουργίας και διαρκούς αναζήτησης: «Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής και πρόεδρος του χωριού και η μητέρα μου νομικός-συμβολαιογράφος και νομαρχιακή σύμβουλος. Στο όμορφο χωριό μου μεγάλωσα όπως έπρεπε. Οι γονείς μου με ανέθρεψαν ισορροπημένα, χωρίς τις στερήσεις ή τις υπερβολές που δημιουργούν απωθημένα και κομπλεξικά σύνδρομα. Τα παιδικά μας χρόνια είναι μια άλλη ζωή, ίσως και η μόνη αληθινή. Γι’ αυτό και μεγαλώνοντας, όσο ξεκάθαρη κι αν είναι μια εικόνα, για να την αντιληφθείς πρέπει να ανακαλέσεις το παρελθόν σου. Μόνο μέσα από αυτό μπορείς να συνειδητοποιήσεις και να εξηγήσεις τη μετέπειτα συμπεριφορά σου, τις σταθερές και τις αξίες σου».
Την κοιτάζω απέναντί μου και τόσο η εικόνα όσο και τα λόγια της μου υπαγορεύουν το περιττό των ερωτήσεων. Το ταξίδι σ’ εκείνα τα χρόνια άλλωστε είναι δικό της: «Το ότι μεγάλωσα σε επαρχία με κάνει πολύ ευτυχισμένη, γιατί με προστάτεψε από πολλά κακά της πόλης. Από την άλλη, οι δικοί μου φρόντισαν να μη στερηθώ ποτέ τα καλά μιας μεγαλούπολης. Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο βιβλία, μουσικές, πάρτι, φίλους και δύο γονείς με τους οποίους ταξιδεύαμε πολύ, σε όλο τον κόσμο. Κάπου εκεί, άρχισα να συνειδητοποιώ το πάθος μου για καθετί καινούριο. Γι’ αυτό και στο μέρος όπου μεγάλωσα δεν θα γυρίσω, αλλά θα γυρίζω. Και μαζί με μένα θα γυρίζουν και τα παιδιά μου».
Το μικρό κορίτσι από τη Μονεμβασιά, που αρίστευε στο σχολείο χωρίς να διαβάζει πολύ, ήξερε από πάντα τι ήθελε να κάνει στη ζωή του: «Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω δικηγόρος και ηθοποιός. Μου άρεσε να φτιάχνω με τις φίλες μου χορογραφίες, θεατρικές παραστάσεις, να μαζεύονται τα παιδιά της γειτονιάς, να κόβω εισιτήρια και στο τέλος με τα χρήματα αυτά να αγοράζω πράγματα και να τους κερνάω. Τη Νομική την επέλεξα γιατί είναι μία επιστήμη που κρατά τους ορίζοντες και το πνεύμα σου ανοιχτό». Στα 18 της θα περάσει με την πρώτη στη Νομική Σχολή Αθηνών και τα φοιτητικά της χρόνια θα αποτελέσουν για εκείνη μερικά από τα πιο έντονα, τα πιο ευτυχισμένα κομμάτια της ζωής της.
Στο πρώτο έτος της Νομικής, παράλληλα με τις σπουδές της, γράφεται σ’ ένα θεατρικό εργαστήρι στην Αθήνα. Στην πρώτη της και τελευταία παράσταση, η Χρυσαυγή θα υποδυθεί ένα ατίθασο αγοροκόριτσο που λατρεύει τις μηχανές και τα ταξίδια: «Οταν τελείωσε η παράσταση ήξερα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ ηθοποιός, ειδικά σ’ αυτή τη χώρα, και πως αν ποτέ το ξανάκανα θα το έκανα καθαρά για το καλό της ψυχής μου. Στα επαγγελματικά μου, σε αντίθεση με την προσωπική μου ζωή, όπου κυριαρχεί το συναίσθημα, είμαι πάνω απ’ όλα ένας λογικός άνθρωπος. Στο επάγγελμα υπάρχουν κανόνες. Στη ζωή, πάλι, όχι. Γι’ αυτό και στις κοινωνικές μου συναναστροφές δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, τα επαγγέλματα ή παρεμφερή κριτήρια για τους ανθρώπους. Φίλος μου είναι και ο αγρότης και ο καθηγητής στο Χάρβαρντ. Δεν υπάρχουν ταμπέλες, υπάρχουν άνθρωποι καλοί και κακοί, ενδιαφέροντες και λιγότερο ενδιαφέροντες».
Τα «θέλω» της Χρυσαυγής δεν περιορίστηκαν στο κεντρικό μονοπάτι της ζωής της, τη δικηγορία, αλλά το ανήσυχο πνεύμα της θα της υπαγορεύσει ότι πρέπει να κάνει και κάτι ακόμη. Από την αρχή: «Τη δεύτερη χρονιά της Νομικής γράφτηκα σε μια σχολή δημοσιογραφίας και παράλληλα με τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω ως δημοσιογράφος στο κανάλι Super Sport. Λίγα χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει η ΕΡΤ και ένα μονόωρο μαγκαζίνο με τίτλο "Καλοκαίρι στην Ελλάδα", το οποίο απευθυνόταν σε ομογενείς Ελληνες του εξωτερικού. Εκεί έκανα τα πάντα: παρουσίαζα, έγραφα, έκανα ρεπορτάζ, μοντάζ, παραγωγή. Αυτή η δουλειά με έκανε να αντιληφθώ την ομορφιά της δημοσιογραφίας. Θυμάμαι πως παρότι ξυπνούσα χαράματα και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα ένιωθα πανευτυχής και γεμάτη!».
Στη συνέχεια θα τελειώσει την άσκησή της σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Αθήνας και θα αρχίσει να διαβάζει ατελείωτα προκειμένου να γίνει δεκτή σε μεταπτυχιακό Εργατικού Δικαίου. Μία πρόταση ωστόσο από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο θα την κάνει να αλλάξει σχέδια την τελευταία στιγμή: «Ηταν η περίοδος που στελεχωνόταν το υπουργείο Υγείας από ειδικούς συνεργάτες, εγώ είχα μόλις πάρει την άδεια του δικηγόρου και η πρόταση για το νομικό τμήμα του υπουργείου με έκανε πανευτυχή. Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι ένας ιδιοφυής πολιτικός και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Η θητεία μου δίπλα του σίγουρα αποτέλεσε για εμένα ένα ακόμα σχολείο».
Εναν χρόνο αργότερα η Χρυσαυγή θα νιώσει ξανά εκείνη την απροσδιόριστη δύναμη που την ωθούσε να κάνει κάτι καινούριο. Επόμενος στόχος: μεταπτυχιακό στη Γαλλία επάνω στο Δίκαιο των Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα περήφανη που είμαι Ελληνίδα λόγω της αγάπης και του θαυμασμού που τρέφουν οι άνθρωποι της νοτίου Γαλλίας για τους Ελληνες. Ημουν σε μία ωραία σοφίτα πάνω σ’ έναν κεντρικό δρόμο, πλημμυρισμένο από σιντριβάνια, μπιστρό και καφέ. Κάναμε βόλτες στις αγορές, δοκιμάζαμε γαλλικά κρασιά και τυριά, ξεχνιόμασταν από την πίεση των μαθημάτων με εκδρομές στη Μασσαλία και το Μονακό. Η Γαλλία είναι η αγαπημένη μου χώρα και θα μπορούσα κάλλιστα να ζήσω εκεί».
Επιστρέφει και έπειτα από συζητήσεις με τον AΝΤ1 δέχεται να συμμετάσχει στην εκπομπή του Γιούρι Γκέλερ: «Αποδέχθηκα μια πρόταση για ψυχαγωγία, με το βλέμμα όμως στραμμένο πάντα στην ενημέρωση. Η συμμετοχή μου ήταν ένα διάλειμμα το οποίο υποστηρίζω, διότι όταν κάνεις κάτι με πίστη, ποιότητα και αισθητική το αποτέλεσμα είναι πάντα θετικό». Ακολούθησαν πολλές τηλεοπτικές προτάσεις τόσο από τον AΝΤ1 όσο και από άλλα κανάλια, αλλά η ψυχαγωγία για τη Χρυσαυγή φαινόταν δύσκολο να δέσει με τη δικηγορία:
«Η ψυχαγωγία είναι ένας σχετικά εύκολος δρόμος για τη διασημότητα, αλλά η τελευταία δεν με απασχολεί ούτε με απασχόλησε ποτέ αυτή καθαυτή. Στον λαμπερό και αδηφάγο χώρο των ΜΜΕ θαυμάζω τους ανθρώπους που παλεύουν για 500 ευρώ τον μήνα, αλλά ζουν το όνειρό τους. Βέβαια το περιβάλλον των ΜΜΕ και της τηλεόρασης με ενδιαφέρει και το παρακολουθώ. Αποτελεί άλλωστε το αντικείμενο των μεταπτυχιακών μου σπουδών, στις οποίες βλέπω και συνέχεια με το ίδιο αντικείμενο».
Το γραφείο της στο Κολωνάκι μετράει σχεδόν μισό χρόνο. Εκεί, παλεύει μόνη της με όνειρό της να γίνεται ολοένα και καλύτερη επιστήμονας και έπειτα από κάποια χρόνια οι πελάτες της να μιλούν με καλά λόγια για τη δικηγόρο τους: «Υστερα από χρόνια θέλω να κοιτάζω πίσω και να έχω τη συνείδησή μου καθαρή, να κοιμάμαι ήσυχη και να μην έχω εκποιήσει τις αρχές και τις αξίες μου. Είμαι ρομαντική, αλλά αυτή τη στιγμή έτσι πρέπει να είμαι!».
Το κεφάλαιο «Αλέξανδρος Τζόρβας», τον οποίο η Χρυσαυγή γνώρισε όταν εκείνος ήταν ακόμη τρίτος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού, αποτελεί για εκείνη μια ιστορία που προσπαθεί όσο μπορεί να κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας: «Με τον Αλέξανδρο γνωριστήκαμε όταν δούλευα ακόμη ως δημοσιογράφος στο Super Sport και παντρευόμαστε στις 17 Ιουνίου στον Αγιο Δημήτριο Φιλοπάππου. Δεν φανταζόμουν τον γάμο μου με νυφικά, πρίγκιπες και κορόνες ως σύγχρονη Σταχτοπούτα.
Γι’ αυτό και ποτέ δεν συγκεκριμενοποίησα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που θα επέλεγα με ατάκες του τύπου “θέλω να έχει χιούμορ, λεφτά, μπλε μάτια και… πράσινα άλογα”. Ο Αλέξανδρος είναι ο άνθρωπος που με έκανε απλώς να θέλω να ζήσουμε μαζί. Να ζήσουμε μαζί όχι για ό,τι υπάρχει γύρω μας, αλλά για όσα υπάρχουν μέσα μας».
Λίγο πριν φύγω από το γραφείο της τη ρωτάω για το επόμενο μεγάλο «ταξίδι», για τον ερχομό εκείνης της μέρας όταν πάλι κάτι θα της λείπει. Εκείνη χαμογελά: «Η αλήθεια είναι ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν επαναπαύεται ποτέ. Πάντα θέλω κάτι, πάντα μου λείπει κάτι, πάντα επιθυμώ να κάνω και κάτι άλλο, κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό. Πάντα θα υπάρχουν καινούρια ταξίδια και προκλήσεις μπροστά μας, πάντα θα υπάρχουν δρόμοι που δεν διαβήκαμε και κορυφές που δεν ανεβήκαμε.
Ακόμα. Ξέρεις τι ζηλεύω; Κάποιους συναδέλφους σου που αυτή την περίοδο βρίσκονται στην Αίγυπτο, στη Λιβύη ή στην Ιαπωνία παλεύοντας για ένα ρεπορτάζ. Για μένα επίκεντρο είναι πάντοτε η ανθρώπινη ύπαρξη και αυτήν πρέπει να υπηρετεί κάθε πολιτική, κάθε επανάσταση και κάθε ιδανικό.
Γι’ αυτό έγινα και δημοσιογράφος: για το “ταξίδι”, για την επαφή με τον άνθρωπο, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, τα κατορθώματα και τα λάθη του, και όχι για να κάνω τη χαριτωμένη ακούγοντας ατάκες του τύπου “μα, ενδιαφέρει τον κόσμο τι νυφικό θα φορέσετε στον γάμο σας”. Είμαι αυτή που είμαι και όχι αυτή που θα ήθελαν».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr