Τσίπρας: Ομιλία στο συμβούλιο διεθνών σχέσεων για τις νέες προκλήσεις στην εξωτερική πολιτική
13.07.2021
19:10
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ως κεντρικός εισηγητής στη συζήτηση για την ελληνική υψηλή στρατηγική που διοργανώνει μέσω τηλεδιάσκεψης το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων - Τη συζήτηση συντονίζει ο καθηγητής Αθανάσιος Πλατιάς, με ερωτήσεις από τους καθηγητές Πέτρο Λιάκουρα, Μαριλένα Κοππά, Σωτήρη Ρούσσο
Για την ανάγκη προώθησης μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ταυτίζει το εθνικό μας συμφέρον με την αναβάθμιση του διεθνούς μας ρόλου ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας, μιλά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέδεων. Όπως τόνισε στην εισήγησή του “αυτό αφορά κατά πρώτο λόγο τόσο την προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων έναντι τρίτων, όσο και την επίλυση διαφορών βάσει του διεθνούς δικαίου
“. Σημείωσε ακόμα ότι “πρέπει να οικοδομήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην άμβλυνση των ανισοτήτων”.
Ολόκληρη η ομιλία του έχει ως εξής:
Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όπου είναι επιτακτική η ανάγκη να μιλήσουμε για το μέλλον της Ελλάδας και τη θέση της στην περιοχή, στην Ευρώπη και στον Κόσμο.
Και αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται ούτε ανάλογα με την επικαιρότητα, ούτε ανάλογα με τις εξελίξεις και την ημερήσια διάταξη των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων.
Όπως δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε συνεχώς τις πάγιες θέσεις της χώρας πχ για την Χάγη και να μένουμε στη διακήρυξή τους χωρίς να τις προωθούμε ενεργά.
Πρέπει να μιλήσουμε με ρεαλισμό για το πού βρισκόμαστε σήμερα για να μπορέσουμε να μιλήσουμε με όρους οραματικούς για τις επόμενες δεκαετίες.
Και είναι αλήθεια ότι υπάρχει σήμερα πρόσφορο έδαφος - και συμβολικά και θεσμικά - για να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση, καθώς φέτος συνδυάζονται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και τα 40 χρόνια από την ένταξη στην ΕΕ με την επανεκκίνηση του Διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης.
“. Σημείωσε ακόμα ότι “πρέπει να οικοδομήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην άμβλυνση των ανισοτήτων”.
Ολόκληρη η ομιλία του έχει ως εξής:
Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όπου είναι επιτακτική η ανάγκη να μιλήσουμε για το μέλλον της Ελλάδας και τη θέση της στην περιοχή, στην Ευρώπη και στον Κόσμο.
Και αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται ούτε ανάλογα με την επικαιρότητα, ούτε ανάλογα με τις εξελίξεις και την ημερήσια διάταξη των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων.
Όπως δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε συνεχώς τις πάγιες θέσεις της χώρας πχ για την Χάγη και να μένουμε στη διακήρυξή τους χωρίς να τις προωθούμε ενεργά.
Πρέπει να μιλήσουμε με ρεαλισμό για το πού βρισκόμαστε σήμερα για να μπορέσουμε να μιλήσουμε με όρους οραματικούς για τις επόμενες δεκαετίες.
Και είναι αλήθεια ότι υπάρχει σήμερα πρόσφορο έδαφος - και συμβολικά και θεσμικά - για να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση, καθώς φέτος συνδυάζονται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και τα 40 χρόνια από την ένταξη στην ΕΕ με την επανεκκίνηση του Διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης.
Κυρίως, όμως, υπάρχει πρόσφορο έδαφος διότι σήμερα ζούμε την σταδιακή, περίπλοκη και δύσκολη προσπάθεια να εισέλθουμε σε μια μεταπανδημική περίοδο.
Και την ίδια στιγμή, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις ολοένα και πιο έντονες επιπτώσεις μιας κλιματικής κρίσης.
Θα ήθελα, λοιπόν, να βάλω ως αφετηριακή θέση της συζητήσής μας ότι η εμπειρία αυτής της πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, της ολοένα και πιο έντονης κλιματικής κρίσης και της αναδιάταξης των παγκόσμιων ισορροπιών δυνάμεων, πρέπει να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου και οράματος για το μέλλον σε όλα τα επίπεδα: παγκόσμιο, περιφερειακό, ευρωπαικό, εθνικό.
Δεν μπορεί η κρίση της πανδημίας – όσο και αν κρατήσει – να αποτελέσει μια ανάπαυλα για να επιστρέψουμε στις παλιές συνταγές οικονομικής ορθοδοξίας που κυριάρχησαν για τα τελευταία 40 χρόνια.
Όπως δεν μπορεί η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και η πανδημία να αποτελέσουν μια ανάπαυλα για να επιστρέψει η Ελλάδα στα οικονομικά και γεωστρατηγικά μοντέλα του παρελθόντος.
Οποιαδήποτε συζήτηση για την εθνική στρατηγική της Ελλάδας του μέλλοντος πρέπει να βασίζεται σε έναν δυναμικό ρεαλισμό.
Όχι στον δήθεν ρεαλισμό της επιστροφής σε μια κανονικότητα της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους. Ούτε στον δήθεν ρεαλισμό της φοβικής ανάσχεσης και της λογικής της στασιμότητας στην εξωτερική πολιτική.
Πρώτον, πρέπει να οικοδομήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην άμβλυνση των ανισοτήτων.
Πρόσφατα, στο Συνέδριο του Economist αναφέρθηκα στους τομείς στους οποίους πρέπει να επικεντρωθούμε – στον ρόλο του κράτους στον τραπεζικό τομέα, στο ΕΣΥ, τις εργασιακές σχέσεις, την φορολογική δικαιοσύνη.
Mε όρους που συνάδουν με τις δυναμικές πολιτικές που βλέπουμε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και αξιοποιούν τα εργαλεία που αναπτύχθηκαν στην ΕΕ την τελευταία περίοδο για να αμβλύνουν τις ανισότητες και να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή. Με όρους που μπορούν να μας βοηθήσουν και στην αντιστροφή του Βrain Drain.
Είτε αυτό αφορά την ανάγκη για μια δίκαιη πράσινη μετάβαση και έναν συμπεριληπτικό ψηφιακό μετασχηματισμό, είτε την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης προς όφελος και της μικρομεσαίας καινοτόμας επιχειρηματικότητας.
Παράλληλα, πρέπει να παλέψουμε για τα δικαιώματα σε όλα τα επίπεδα, είτε μιλάμε για τα δικαιώματα του παιδιού, των γυναικών και των ομόφυλων ζευγαριών, είτε τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας ή των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας
Και θα ήθαλα να τονίσω τη σημασία του κοινωνικο-οικονομικού παράγοντα και της κοινωνικής συνοχής στην προώθηση μιας υψηλής εθνικής στρατηγικής.
Σας καλώ να αναρωτηθείτε πώς μπόρεσε ο ελληνικός λαός – έχοντας χάσει 25% του ΑΕΠ, με την ανεργία και τη φτώχεια στα ύψη και την Χρυσή Αυγή στο 7% – να διαχειριστεί την είσοδο 1,3 εκατομμύρια ανθρώπων από όλη την Ασία στα σύνορά του.
Και όμως αυτό έγινε διότι υπήρξε μια κοινή προσπάθεια και κοινό όραμα, που έβαζε ψηλά την κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή, ψηλά την προάσπιση του διεθνούς δικαίου, ψηλά την πρωτοβάθμια υγεία όλων – και των ανασφάλιστων, ψηλά την κοινωνική στήριξη των αδυνάμων – Ελλήνων και αλλοδαπών.
Αυτή είναι η ισχύς που δίνει ένα κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που βάζει μπροστά τα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο του δυναμικού ρεαλισμού που έχουμε ανάγκη, είναι η προώθησης μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ταυτίζει το εθνικό μας συμφέρον με την αναβάθμιση του διεθνούς μας ρόλου ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας.
Αυτό αφορά κατά πρώτο λόγο τόσο την προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων έναντι τρίτων, όσο και την επίλυση διαφορών βάσει του διεθνούς δικαίου.
Αυτός ήταν ο αγώνας που δώσαμε με τον Νίκο Κοτζιά για την επίλυση του ονοματολογικού μέσω της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών.
Αυτή ήταν η προσπάθεια στις συνομιλίες Κράνς Μοντανά όπου για πρώτη φορά υποστηρίχτηκε από τον ΟΗΕ η υποχρέωση αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και κατάργησης των εγγυήσεων.
Για αυτό παλεύαμε όταν επισκέφθηκα τρεις φορές την Τουρκία, μέσα σε λίγους μήνες, και η Ελλάδα ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικοδόμηση μιας θετικής ευρωτουρκικής ατζέντας με εφαλτήριο τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Αυτό καταφέραμε όταν κατοχυρώσαμε με την Κυπριακή Δημοκρατία, για πρώτη φορά πλαίσιο ευρωπαϊκών κυρώσεων απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ.
Παράλληλα όμως, η Ελλάδα πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας του 21ου αιώνα, πρέπει να αξιοποιεί τις μοναδικές δυνατότητες και τα δίκτυα που διαθέτει για να προωθεί τα εθνικά της συμφέροντα και να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο και τον λόγο της στις εξελίξεις, ανεξαρτήτως των διαφορών της στην περιοχή.
Αυτός ήταν ο στόχος μας όταν καθιερώσαμε
- τη Σύνοδο Ευρωπαϊκών Χωρών του Νότου,
- τον Στρατηγικό Διάλογο και το σχήμα 3+1 με τις ΗΠΑ,
- ή όταν αναβαθμίσαμε την Ολοκληρωμένη Στρατηγική Σχέση με την Κίνα και γίναμε μέλη στο σχήμα 17+1,
- ή όταν επεκτείναμε τα σχήματα πολυμερούς συνεργασίας και διαλόγου στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της η ελληνική διπλωματία είναι απεριόριστες, λόγω του πολιτισμού της, της ομογένειάς της, της ναυτιλίας της, της θέσης της στην παγκόσμια τουριστική αγορά και της σχέσης της με το Οικουμενικό και τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία.
Σε αυτή τη βάση, θέλω να θέσω τρία σημεία για την επικαιρότητα και κυρίως το μέλλον:
Πρώτον, σε σχέση με την Τουρκία αποτελεί μείζον λάθος μια συντηρητική πολιτική μη-λύσης και προσχώρησης σε λογικές διπλωματικής ανάσχεσης αντί της ανάπτυξης μιας δυναμικής στρατηγική λύσης.
Από τις αρχές του έτους η Τουρκία, πιεζόμενη από της ΗΠΑ και από την αρνητική οικονομική της πορεία, έχει ανοίξει το παράθυρο στο διάλογο.
Έπρεπε να αξιοποιήσουμε τις πιέσεις που δέχεται, προκειμένου να μπούμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο - για τις διερευνητικές ή τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης - χωρίς αφέλεια, με σαφείς κόκκινες γραμμές για τις δήθεν γκρίζες ζώνες και αποστρατιωτικοποιημένα νησιά, αλλά και με σαφείς στόχους.
Το να κερδίσουμε απλώς λίγους μήνες παραπάνω ηρεμίας αποτελεί κοντόθωρο στόχο.
Ο χρόνος, όμως, δεν κυλάει ουδέτερα.
Η Τουρκία, καθιερώνει δυναμικές μεν, ουσιαστικές δε, σχέσεις με σειρά χωρών επικαλούμενη και την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Βλέπουμε τη συζήτηση με τις ΗΠΑ για το Αφγανιστάν.
Βλέπουμε τη συζήτηση για Στρατηγική Πυξίδα με ρόλο της Τουρκίας, που άνοιξε στην ΕΕ.
Βλέπουμε την πορεία των Τουρκοαιγυπτιακών ή Γαλλοτουρκικών σχέσεων με αφορμή τη Λιβύη.
Κάνουμε πολύ καλά που επεκτείνουμε εδώ και χρόνια τις σχέσεις μας με τις χώρες της περιοχής αλλά και πέρα από τα σύνορά μας - όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και με τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία και την Ινδία.
Όπως αποτελεί σωστή θέση να παλεύουμε για τη σύναψη συμφωνιών ΑΟΖ ή την προσφυγή στη Χάγη με γειτονικές χώρες.
Αλλά – όπως αποδείχτηκε και πέρσι που το Oruc Reis παραβίαζε για 3 μήνες τα κυριαρχικά μας δικαιώματα – δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι δήθεν μπορεί να δημιουργηθεί μια περιφερειακή ασπίδα ανάσχεσης απέναντι στην Τουρκία, αν έρθει η δύσκολη στιγμή.
Ούτε ότι η Κυβέρνηση θα μπορέσει να αντιστρέψει ή να παγώσει την θετική ευρωτουρκική ατζέντα με την Τουρκία αν αυτή επανέλθει στις παραβιάσεις.
Οι ελληνικές κόκκινες γραμμές είναι μακριά από το να γίνουν ευρωπαικές, πέραν του επίπεδου των δηλώσεων.
Θεωρώ λοιπόν επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουμε μια δυναμική εθνική στρατηγική για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Να μιλήσουμε επιτέλους για ένα Ελσίνκι με νέους όρους.
Από τα μέσα Μαρτίου 2020 - μετά τον Έβρο- τόνιζα ότι η Ελλάδα έπρεπε να πρωτοστατεί στις ευρωτουρκικές συνομιλίες για το προσφυγικό, αντί να προτάσσει την επικίνδυνη λογική της ευρωπαικής ασπίδας και να απουσιάζει από το τραπέζι όταν οι εταίροι μας συνομιλούν με την Άγκυρα για το θέμα αυτό – συχνά στη βάση των δικών τους συμφερόντων.
Εδώ και τρεις μήνες έχω προτείνει να κατοχυρωθεί ότι η αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας θα τεθεί σε ισχύ μόνο αφού προσφύγει η Τουρκία με την Ελλάδα στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Αυτός είναι ο μόνος ευρωπαικός μοχλός πίεσης που μπορεί στο μέλλον να επιτρέψει ένα κοινά αποδεκτό συνυποσχετικό, μετά από ουσιαστικές διερευνητικές.
Χωρίς αυτόν, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν μπορεί να υπάρξει Χάγη.
Δυστυχώς, όμως, στην τελευταία Σύνοδο αποφασίστηκε η έναρξη της διαπραγμάτευσης χωρίς να τεθεί αυτός ο όρος – που είναι εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τις ελληνικές θέσεις.
Θυμίζω ότι το 1996, προκειμένου να συναινέσει στην Τελωνειακή Ένωση, η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ζητήσει και πετύχει τη διασύνδεση της ενταξιακής πορείας της Κύπρου με τις άλλες Ανατολικοευρωπαικές χώρες.
Τώρα τι ζητάμε ;
Τι θέτουμε ως όρο για τη συμφωνία μας;
Πολύ φοβάμαι ότι απλά παρακολουθούμε τις εξελίξεις.
Δεύτερον, είναι σαφές ότι οι Τουρκικές θέσεις σε σχέση με το Κυπριακό είναι πιο μακριά από τη διεθνή νομιμότητα από ποτέ.
Πρέπει να υπάρξει στρατηγική επιμονή στις πάγιες θέσεις μας για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, βασισμένη σε κράτος με μία ιθαγένεια, μία κυριαρχία και μία διεθνή προσωπικότητα.
Με κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Και βέβαια ορθώς καταβάλλεται προσπάθεια κινητοποίησης της διεθνούς κοινότητας.
Και έχει μεγάλη σημασία ο συντονισμός Αθήνας-Λευκωσίας, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των διχοτομικών τουρκικών προτάσεων, αλλά και για μια συνολική μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική.
Τρίτον, ως προς τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σαφές ότι οι Πρέσπες άνοιξαν νέες δυνατότητες ώστε η Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει στην περιοχή και στην ευρωπαική της προοπτική.
Θεωρώ θετικό ότι η Κυβέρνηση τιμά τη Συμφωνία αλλά την ίδια στιγμή την βλέπουμε – εγκλωβισμενη στα εσωκομματικά της - να μην προχωρά όχι στην διοργάνωση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας για νέες συμφωνίες, αλλά ούτε στην κύρωση των παλιών μνημονίων που έχουν απτά οφέλη για τη χώρα.
Η φοβική αυτή θέση, δυσκολεύει και στην άσκηση πίεσης προς τη γείτονα για την εφαρμογή της Συμφωνίας, όπως πχ σε σχέση με τα σχολικά βιβλία.
Παράλληλα θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει ένας πολύ πιο ουσιαστικός διάλογος με την Αλβανία που να μην περιορίζεται στην προσφυγή για την ΑΟΖ.
Άλλωστε βλέπουμε πόσο έχει ενισχύσει η Τουρκία τον ρόλο της στη γειτονική χώρα
Και την ίδια στιγμή, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις ολοένα και πιο έντονες επιπτώσεις μιας κλιματικής κρίσης.
Θα ήθελα, λοιπόν, να βάλω ως αφετηριακή θέση της συζητήσής μας ότι η εμπειρία αυτής της πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, της ολοένα και πιο έντονης κλιματικής κρίσης και της αναδιάταξης των παγκόσμιων ισορροπιών δυνάμεων, πρέπει να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου και οράματος για το μέλλον σε όλα τα επίπεδα: παγκόσμιο, περιφερειακό, ευρωπαικό, εθνικό.
Δεν μπορεί η κρίση της πανδημίας – όσο και αν κρατήσει – να αποτελέσει μια ανάπαυλα για να επιστρέψουμε στις παλιές συνταγές οικονομικής ορθοδοξίας που κυριάρχησαν για τα τελευταία 40 χρόνια.
Όπως δεν μπορεί η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και η πανδημία να αποτελέσουν μια ανάπαυλα για να επιστρέψει η Ελλάδα στα οικονομικά και γεωστρατηγικά μοντέλα του παρελθόντος.
Οποιαδήποτε συζήτηση για την εθνική στρατηγική της Ελλάδας του μέλλοντος πρέπει να βασίζεται σε έναν δυναμικό ρεαλισμό.
Όχι στον δήθεν ρεαλισμό της επιστροφής σε μια κανονικότητα της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους. Ούτε στον δήθεν ρεαλισμό της φοβικής ανάσχεσης και της λογικής της στασιμότητας στην εξωτερική πολιτική.
Πρώτον, πρέπει να οικοδομήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην άμβλυνση των ανισοτήτων.
Πρόσφατα, στο Συνέδριο του Economist αναφέρθηκα στους τομείς στους οποίους πρέπει να επικεντρωθούμε – στον ρόλο του κράτους στον τραπεζικό τομέα, στο ΕΣΥ, τις εργασιακές σχέσεις, την φορολογική δικαιοσύνη.
Mε όρους που συνάδουν με τις δυναμικές πολιτικές που βλέπουμε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και αξιοποιούν τα εργαλεία που αναπτύχθηκαν στην ΕΕ την τελευταία περίοδο για να αμβλύνουν τις ανισότητες και να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή. Με όρους που μπορούν να μας βοηθήσουν και στην αντιστροφή του Βrain Drain.
Είτε αυτό αφορά την ανάγκη για μια δίκαιη πράσινη μετάβαση και έναν συμπεριληπτικό ψηφιακό μετασχηματισμό, είτε την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης προς όφελος και της μικρομεσαίας καινοτόμας επιχειρηματικότητας.
Παράλληλα, πρέπει να παλέψουμε για τα δικαιώματα σε όλα τα επίπεδα, είτε μιλάμε για τα δικαιώματα του παιδιού, των γυναικών και των ομόφυλων ζευγαριών, είτε τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας ή των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας
Και θα ήθαλα να τονίσω τη σημασία του κοινωνικο-οικονομικού παράγοντα και της κοινωνικής συνοχής στην προώθηση μιας υψηλής εθνικής στρατηγικής.
Σας καλώ να αναρωτηθείτε πώς μπόρεσε ο ελληνικός λαός – έχοντας χάσει 25% του ΑΕΠ, με την ανεργία και τη φτώχεια στα ύψη και την Χρυσή Αυγή στο 7% – να διαχειριστεί την είσοδο 1,3 εκατομμύρια ανθρώπων από όλη την Ασία στα σύνορά του.
Και όμως αυτό έγινε διότι υπήρξε μια κοινή προσπάθεια και κοινό όραμα, που έβαζε ψηλά την κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή, ψηλά την προάσπιση του διεθνούς δικαίου, ψηλά την πρωτοβάθμια υγεία όλων – και των ανασφάλιστων, ψηλά την κοινωνική στήριξη των αδυνάμων – Ελλήνων και αλλοδαπών.
Αυτή είναι η ισχύς που δίνει ένα κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που βάζει μπροστά τα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο του δυναμικού ρεαλισμού που έχουμε ανάγκη, είναι η προώθησης μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ταυτίζει το εθνικό μας συμφέρον με την αναβάθμιση του διεθνούς μας ρόλου ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας.
Αυτό αφορά κατά πρώτο λόγο τόσο την προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων έναντι τρίτων, όσο και την επίλυση διαφορών βάσει του διεθνούς δικαίου.
Αυτός ήταν ο αγώνας που δώσαμε με τον Νίκο Κοτζιά για την επίλυση του ονοματολογικού μέσω της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών.
Αυτή ήταν η προσπάθεια στις συνομιλίες Κράνς Μοντανά όπου για πρώτη φορά υποστηρίχτηκε από τον ΟΗΕ η υποχρέωση αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και κατάργησης των εγγυήσεων.
Για αυτό παλεύαμε όταν επισκέφθηκα τρεις φορές την Τουρκία, μέσα σε λίγους μήνες, και η Ελλάδα ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικοδόμηση μιας θετικής ευρωτουρκικής ατζέντας με εφαλτήριο τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Αυτό καταφέραμε όταν κατοχυρώσαμε με την Κυπριακή Δημοκρατία, για πρώτη φορά πλαίσιο ευρωπαϊκών κυρώσεων απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ.
Παράλληλα όμως, η Ελλάδα πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας του 21ου αιώνα, πρέπει να αξιοποιεί τις μοναδικές δυνατότητες και τα δίκτυα που διαθέτει για να προωθεί τα εθνικά της συμφέροντα και να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο και τον λόγο της στις εξελίξεις, ανεξαρτήτως των διαφορών της στην περιοχή.
Αυτός ήταν ο στόχος μας όταν καθιερώσαμε
- τη Σύνοδο Ευρωπαϊκών Χωρών του Νότου,
- τον Στρατηγικό Διάλογο και το σχήμα 3+1 με τις ΗΠΑ,
- ή όταν αναβαθμίσαμε την Ολοκληρωμένη Στρατηγική Σχέση με την Κίνα και γίναμε μέλη στο σχήμα 17+1,
- ή όταν επεκτείναμε τα σχήματα πολυμερούς συνεργασίας και διαλόγου στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της η ελληνική διπλωματία είναι απεριόριστες, λόγω του πολιτισμού της, της ομογένειάς της, της ναυτιλίας της, της θέσης της στην παγκόσμια τουριστική αγορά και της σχέσης της με το Οικουμενικό και τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία.
Σε αυτή τη βάση, θέλω να θέσω τρία σημεία για την επικαιρότητα και κυρίως το μέλλον:
Πρώτον, σε σχέση με την Τουρκία αποτελεί μείζον λάθος μια συντηρητική πολιτική μη-λύσης και προσχώρησης σε λογικές διπλωματικής ανάσχεσης αντί της ανάπτυξης μιας δυναμικής στρατηγική λύσης.
Από τις αρχές του έτους η Τουρκία, πιεζόμενη από της ΗΠΑ και από την αρνητική οικονομική της πορεία, έχει ανοίξει το παράθυρο στο διάλογο.
Έπρεπε να αξιοποιήσουμε τις πιέσεις που δέχεται, προκειμένου να μπούμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο - για τις διερευνητικές ή τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης - χωρίς αφέλεια, με σαφείς κόκκινες γραμμές για τις δήθεν γκρίζες ζώνες και αποστρατιωτικοποιημένα νησιά, αλλά και με σαφείς στόχους.
Το να κερδίσουμε απλώς λίγους μήνες παραπάνω ηρεμίας αποτελεί κοντόθωρο στόχο.
Ο χρόνος, όμως, δεν κυλάει ουδέτερα.
Η Τουρκία, καθιερώνει δυναμικές μεν, ουσιαστικές δε, σχέσεις με σειρά χωρών επικαλούμενη και την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Βλέπουμε τη συζήτηση με τις ΗΠΑ για το Αφγανιστάν.
Βλέπουμε τη συζήτηση για Στρατηγική Πυξίδα με ρόλο της Τουρκίας, που άνοιξε στην ΕΕ.
Βλέπουμε την πορεία των Τουρκοαιγυπτιακών ή Γαλλοτουρκικών σχέσεων με αφορμή τη Λιβύη.
Κάνουμε πολύ καλά που επεκτείνουμε εδώ και χρόνια τις σχέσεις μας με τις χώρες της περιοχής αλλά και πέρα από τα σύνορά μας - όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και με τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία και την Ινδία.
Όπως αποτελεί σωστή θέση να παλεύουμε για τη σύναψη συμφωνιών ΑΟΖ ή την προσφυγή στη Χάγη με γειτονικές χώρες.
Αλλά – όπως αποδείχτηκε και πέρσι που το Oruc Reis παραβίαζε για 3 μήνες τα κυριαρχικά μας δικαιώματα – δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι δήθεν μπορεί να δημιουργηθεί μια περιφερειακή ασπίδα ανάσχεσης απέναντι στην Τουρκία, αν έρθει η δύσκολη στιγμή.
Ούτε ότι η Κυβέρνηση θα μπορέσει να αντιστρέψει ή να παγώσει την θετική ευρωτουρκική ατζέντα με την Τουρκία αν αυτή επανέλθει στις παραβιάσεις.
Οι ελληνικές κόκκινες γραμμές είναι μακριά από το να γίνουν ευρωπαικές, πέραν του επίπεδου των δηλώσεων.
Θεωρώ λοιπόν επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουμε μια δυναμική εθνική στρατηγική για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Να μιλήσουμε επιτέλους για ένα Ελσίνκι με νέους όρους.
Από τα μέσα Μαρτίου 2020 - μετά τον Έβρο- τόνιζα ότι η Ελλάδα έπρεπε να πρωτοστατεί στις ευρωτουρκικές συνομιλίες για το προσφυγικό, αντί να προτάσσει την επικίνδυνη λογική της ευρωπαικής ασπίδας και να απουσιάζει από το τραπέζι όταν οι εταίροι μας συνομιλούν με την Άγκυρα για το θέμα αυτό – συχνά στη βάση των δικών τους συμφερόντων.
Εδώ και τρεις μήνες έχω προτείνει να κατοχυρωθεί ότι η αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας θα τεθεί σε ισχύ μόνο αφού προσφύγει η Τουρκία με την Ελλάδα στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Αυτός είναι ο μόνος ευρωπαικός μοχλός πίεσης που μπορεί στο μέλλον να επιτρέψει ένα κοινά αποδεκτό συνυποσχετικό, μετά από ουσιαστικές διερευνητικές.
Χωρίς αυτόν, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν μπορεί να υπάρξει Χάγη.
Δυστυχώς, όμως, στην τελευταία Σύνοδο αποφασίστηκε η έναρξη της διαπραγμάτευσης χωρίς να τεθεί αυτός ο όρος – που είναι εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τις ελληνικές θέσεις.
Θυμίζω ότι το 1996, προκειμένου να συναινέσει στην Τελωνειακή Ένωση, η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ζητήσει και πετύχει τη διασύνδεση της ενταξιακής πορείας της Κύπρου με τις άλλες Ανατολικοευρωπαικές χώρες.
Τώρα τι ζητάμε ;
Τι θέτουμε ως όρο για τη συμφωνία μας;
Πολύ φοβάμαι ότι απλά παρακολουθούμε τις εξελίξεις.
Δεύτερον, είναι σαφές ότι οι Τουρκικές θέσεις σε σχέση με το Κυπριακό είναι πιο μακριά από τη διεθνή νομιμότητα από ποτέ.
Πρέπει να υπάρξει στρατηγική επιμονή στις πάγιες θέσεις μας για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, βασισμένη σε κράτος με μία ιθαγένεια, μία κυριαρχία και μία διεθνή προσωπικότητα.
Με κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Και βέβαια ορθώς καταβάλλεται προσπάθεια κινητοποίησης της διεθνούς κοινότητας.
Και έχει μεγάλη σημασία ο συντονισμός Αθήνας-Λευκωσίας, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των διχοτομικών τουρκικών προτάσεων, αλλά και για μια συνολική μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική.
Τρίτον, ως προς τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σαφές ότι οι Πρέσπες άνοιξαν νέες δυνατότητες ώστε η Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει στην περιοχή και στην ευρωπαική της προοπτική.
Θεωρώ θετικό ότι η Κυβέρνηση τιμά τη Συμφωνία αλλά την ίδια στιγμή την βλέπουμε – εγκλωβισμενη στα εσωκομματικά της - να μην προχωρά όχι στην διοργάνωση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας για νέες συμφωνίες, αλλά ούτε στην κύρωση των παλιών μνημονίων που έχουν απτά οφέλη για τη χώρα.
Η φοβική αυτή θέση, δυσκολεύει και στην άσκηση πίεσης προς τη γείτονα για την εφαρμογή της Συμφωνίας, όπως πχ σε σχέση με τα σχολικά βιβλία.
Παράλληλα θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει ένας πολύ πιο ουσιαστικός διάλογος με την Αλβανία που να μην περιορίζεται στην προσφυγή για την ΑΟΖ.
Άλλωστε βλέπουμε πόσο έχει ενισχύσει η Τουρκία τον ρόλο της στη γειτονική χώρα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr